Απέρριψε η κυβέρνηση τις δύο τροπολογίες βουλευτών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ με την οποία το Συμβούλιο Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών θα μπορούσε να ορίζει «πλοίο ασφαλείας» που θα εκτελεί πλόες σε περίπτωση απεργίας ναυτεργατών που θα ξεπερνά τις 48 ώρες.
Απέρριψε η κυβέρνηση τις δύο τροπολογίες βουλευτών της ΝΔ (M. Kεφαλιογιάννη κ.ά) και του ΠΑΣΟΚ (Β. Κεγκέρογλου κ.ά) με την οποία το Συμβούλιο Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών θα μπορούσε να ορίζει «πλοίο ασφαλείας» που θα εκτελεί πλόες σε περίπτωση απεργίας ναυτεργατών που θα ξεπερνά τις 48 ώρες.
Όπως εξήγησε ο υπουργός Ναυτιλίας Κωστής Μουσουρούλης, που απέρριψε τις τροπολογίες, η τροπολογία Κεφαλογιάννη είχε νομικά προβλήματα, ενώ η τροπολογία Κεγκέρογλου έλυνε το πρόβλημα, αλλά είχε τα χαρακτηριστικά μίας μόνιμης κατάστασης.
Είπε ακόμη ότι οι τροπολογίες είχαν τεχνικά προβλήματα, καθώς δεν ξεκαθαριζόταν αν το «πλοίο ασφαλείας» θα αφορούσε μόνο την Κρήτη ή όλα τα νησιά.
Καταλήγοντας σημείωσε πως η κυβέρνηση ήθελε μια ρύθμιση νομικά μπετόν, η οποία θα μπορεί να λειτουργήσει.
Από την πλευρά του ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Β. Κεγκέρολγου, αν και έκανε λόγο για ατολμία από την πλευρά του κ. Μουσουρούλη, ανέφερε πως ο υπουργός δεσμεύτηκε να φέρει μεσα ρύθμιση για θεσμική λύση με σταθερό και ασφαλές θεσμικό πλαίσιο, ώστε να μη διαρραγεί η εδαφική συνέχεια της χώρας.
Πρόσθεσε πως πρόκειται για «εξέλιξη που μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι θα αποδεχτεί τη θεσμική πρόταση για το πρόγραμμα δρομολογίων ελάχιστης επικοινωνίας ασφαλείας των νησιών με την ηπειρωτική χώρα και της χώρας μας με άλλες χώρες έναντι των αποσπασματικών λύσεων που προτάθηκαν».
Προηγουμένως, η τροπολογία Κεφαλογιάννη είχε δεχθεί τις έντονες επικρίσεις του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και του ΚΚΕ, που μιλούσαν για φαλκίδευση του δικαιώματος της απεργίας, η Δημοκρατική Αριστερά είχε ταχθεί υπέρ, ενώ η Χρυσή Αυγή είχε αποφύγει να τοποθετηθεί.
Σε διευκρινίσεις του μετά την ανακοίνωση του υπουργού, ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης δήλωσε πως το κόμμα του θα μετάσχει στο διάλογο που ζήτησε ο υπουργός Ναυτιλίας, προτείνοντας την κατάρτιση ενός κώδικα δεοντολογίας, κατόπιν συμφωνίας όλων των εμπλεκόμενων κοινωνικών ομάδων, συμπεριλαμβανόμενων και των αγροτών.