Υγεία
Σάββατο, 30 Μαρτίου 2013 10:34

Εγκεφαλικό εμφύτευμα δοκιμάζεται για τη θεραπεία του Αλτσχάιμερ

Με ένα εμφύτευμα που τοποθετείται στον εγκέφαλο και του στέλνει χαμηλής ισχύος ηλεκτρικό ρεύμα, ερευνητές του Κρατικού Πανεπιστημίου Οχάιο προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το Αλτσχάιμερ σε ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο. Αυτόν τον καιρό, οι επιστήμονες δοκιμάζουν τη συγκεκριμένη θεραπεία σε δύο γυναίκες, με στόχο να αποκαταστήσουν εν μέρει την ικανότητά τους να σκέφτονται και να εστιάζουν την προσοχή τους.

Με ένα εμφύτευμα που τοποθετείται στον εγκέφαλο και του στέλνει χαμηλής ισχύος ηλεκτρικό ρεύμα, ερευνητές του Κρατικού Πανεπιστημίου Οχάιο προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το Αλτσχάιμερ σε ασθενείς που πάσχουν από τη νόσο. Αυτόν τον καιρό, οι επιστήμονες δοκιμάζουν τη συγκεκριμένη θεραπεία σε δύο γυναίκες, με στόχο να αποκαταστήσουν εν μέρει την ικανότητά τους να σκέφτονται και να εστιάζουν την προσοχή τους.

Η θεραπεία ονομάζεται εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση και περιλαμβάνει μια χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία τοποθετείται στον εγκέφαλο ένα εμφύτευμα που στέλνει ηλεκτρικά σήματα σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου, προκειμένου να ενεργοποιηθούν. Ήδη έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές για τη θεραπεία του Πάρκινσον και δοκιμάζεται επίσης για άλλα προβλήματα υγείας, όπως η παχυσαρκία και τα τραύματα στον εγκέφαλο.

Σύμφωνα με τον δρ Douglas Scharre, διευθυντή του τμήματος γνωστικής νευρολογίας του Πανεπιστημίου Οχάιο, πολλές μελέτες έχουν δείξει κατά καιρούς ότι η σωματική ή η πνευματική διέγερση μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο προσβολής από Αλτσχάιμερ ή τον αντίκτυπο που έχει στην υγεία. Για τον λόγο αυτόν, οι επιστήμονες σκέφτηκαν ότι αν αυξήσουν τη διέγερση σε διάφορα σημεία του εγκεφάλου, ίσως λειτουργήσει προστατευτικά.

Οι επιστήμονες εστίασαν περισσότερο στον μετωπιαίο λοβό, επειδή συνήθως είναι η τελευταία περιοχή του εγκεφάλου που υφίσταται φθορές, αλλά και γιατί οι λειτουργίες της (επίλυση προβλημάτων, συγκέντρωση, εγρήγορση), είναι απαραίτητες για την ανεξαρτησία του ασθενή. Όπως ανακοίνωσαν, τα αποτελέσματα για την εξέλιξη της ασθένειας μετά τη θεραπεία θα τα γνωρίζουν περίπου σε έναν χρόνο, αφού τόσο είναι το χρονικό διάστημα που χρειάζονται για να συγκεντρώσουν και να μελετήσουν τα απαραίτητα στοιχεία.