Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Να σας ρωτήσω πιο ευθέως: εσείς είστε ένα μήνα αρχιφύλακας, έγινε το επεισόδιο. παίρνετε μετάθεση μετά από πόσο καιρό;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Όταν συνήλθα πήγα μέσα στην υπηρεσία που σας προανέφερα.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Αμέσως πήγατε λοιπόν στην υπηρεσία που μου είπατε.
Ν. ΒΕΡΓΗ: Μετά από λίγες μέρες.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Και μετά πήγατε στην ΕΥΠ.
Ν. ΒΕΡΓΗ: Αργότερα.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Πέστε μου αυτό συνιστά ευνοϊκή μεταχείριση εκ μέρους της ηγεσίας της Αστυνομίας προς έναν αστυνομικό ή όχι;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Θεωρώ πως όχι. Υπηρεσία είναι η μία, υπηρεσία είναι και η άλλη. Υπηρεσία είναι και το Κοινό Έγκλημα, υπηρεσία είναι και η Δίωξη Ναρκωτικών.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Πέστε μου κάτι άλλο: θυμάστε ποιος ήταν Γενικός Γραμματέας στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως όταν εσείς ήσασταν τραυματιστήκατε;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Όχι δεν θυμάμαι.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Αν θα σας θυμίσω εγώ αν ήταν ο κ. Πανταζής ο νυν δικηγόρος σας θα το θυμηθείτε;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Δεν το θυμάμαι κ. συνήγορε.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν το θυμάστε εντάξει. Τίποτε άλλο κ. Πρόεδρε. Αυτά θα εκτιμηθούν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελέας έχει το λόγο.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Θέλω να ρωτήσω εγώ τον κ. Τσελέντη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, μήπως θέλει να ρωτήσει τη μάρτυρα για να τη διώξω και μετά. Ναι κύριε.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Είπατε κα μάρτυς ότι ο ψευτο-αστυνομικός ο κ. Σάββας Ξηρός σας έκανε ό,τι έκανε και σας ζητούσε τα κλειδιά της αποθήκης;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Το κλειδί του οπλοστασίου μας.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Εσείς έχετε την άποψη ότι ήξερε που είναι το οπλοστάσιο;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Αν γνώριζε που είναι επακριβώς, αυτό δεν το γνωρίζω εγώ. Ο ίδιος, εγώ δεν το γνωρίζω.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Εσείς τι άποψη έχετε; Όταν σας ζήταγε το κλειδί αν δεν ήξερε που είναι το οπλοστάσιο τι θα το έκανε το κλειδί;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Ήξερε ότι υπάρχει κάποιο οπλοστάσιο από κάποια πληροφόρηση που πιθανόν να είχε ο άνθρωπος. Τώρα για το που ακριβώς βρισκόταν το οπλοστάσιο, δεν μπορώ να ξέρω αν το γνώριζε.
Θ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ: Εντάξει, ευχαριστώ.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κυρία μάρτυς, υπάρχει ένα θέμα πιθανής εφαρμογής του 225, παρ. 1, το οποίο εφαρμόζεται και στο ακροατήριο και λέει ότι οι μάρτυρες εξετάζονται ο καθένας χωριστά, πάντως επιτρέπεται όταν αυτό είναι αναγκαίο να εξετάζονται κατά αντιπαράσταση με τον κατηγορούμενο ή άλλο μάρτυρα.
Ο επόμενος μάρτυρας αν δεν κάνω λάθος είναι ο κ. Σβολίμης. Από την προανακριτική του κατάθεση προκύπτει ότι τα βλέπει λίγο διαφορετικά τα πράγματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι, αλλά δεν είναι εδώ.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Έχει κλητευτεί πάντως. Απουσιάζει σήμερα;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να τον φωνάξουμε. Ο κ. Σβολίμης; Απών.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Τον αναζητήσατε κι εσείς για να συζητήσετε;
Ν. ΒΕΡΓΗ: Γιατί τον αναζήτησα; Να τον δω γιατί από τότε δεν τον έχω ξαναδεί.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Πάντως κ. Πρόεδρε υποθέτω ότι θα τον κλητεύσετε πάλι γιατί είναι σημαντικός μάρτυρας. Όταν θα εξετασθεί εφόσον ανεβρεθεί νομίζω ότι θα είναι χρήσιμη και η παρουσία της παρούσας μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχουμε διατάξει βίαια προσαγωγή και δεν ξέρουμε ποια μέρα θα έρθει. Να την κρατήσω εδώ πέρα 20 μέρες;
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν θα την κρατήσετε, προς Θεού. Αλλά όταν εμφανιστεί ο κ. Σβολίμης και εφόσον επιβεβαιώσει αυτά που έχει πει προανακριτικά, προκύπτουν πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα δούμε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Το επισημαίνω από τώρα γιατί τότε θα το ζητήσουμε αν είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ό,τι ζητάτε θα το ψάχνουμε τότε και θα το ψάχνουμε με μεγάλη επιμέλεια όπως ξέρετε. Ο κ. Εισαγγελεύ θέλει να ρωτήσει κάτι.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε κατηγορούμενε, Πάτροκλε Τσελέντη, στις 16 Οκτωβρίου του 2002 μαζί με τους συνηγόρους σου Θ. Παπαγιάννη και Α. Οικονομίδη απολογείστε ενώπιον του Ειδικού Ανακριτού του κ. Λεωνίδα Ζερβομπεάκου παρόντος του Εισαγγελέως κ. Καρούτσου και της γραμματέως.
Εκεί λέτε ότι «έχω πει τα πάντα με κάθε ειλικρίνεια και αν και στο μέλλον κάτι θυμηθώ δεν θα διστάσω να το καταθέσω διότι επιθυμώ να βοηθήσω το έργο της ανακρίσεως›. Ερωτώ: στην συγκεκριμένη υπόθεση, στη ληστεία Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνος στις 14.8.1988 είχατε πάει εσείς, ναι ή όχι;
Π. ΤΣΕΛΕΝΤΗΣ: Μάλιστα. Τα αναφέρω και στις απολογίες μου.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να ρωτήσω ποιοι άλλοι ήταν μαζί σας;
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, σας παρακαλώ πάρα πολύ. Ο κατηγορούμενος το έχουμε πει από την αρχή και το Δικαστήριο σας πιστεύω ότι έχει δεχθεί την άποψη ότι κατά τις διατάξεις της δικονομίας ο κατηγορούμενος καλείται να απολογηθεί επί των εναντίον του κατηγοριών και όχι επί κατηγοριών άλλων συγκατηγορούμενων.
Θα παρακαλέσω να μη μεταβάλλεται ο κατηγορούμενος σε μάρτυρα, του οποίου η κατάθεση άλλωστε δεν μπορεί να στηρίξει κρίση περί ενοχής άλλου συγκατηγορουμένου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό το λέτε εσείς βέβαια αν μπορεί ή όχι.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Δεν το λέω εγώ, το λέει η δικονομία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ότι δεν μπορεί, μόνη δεν μπορεί.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Μόνη δεν μπορεί, ακριβώς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όμως λέει κάποια άλλη διάταξη ότι δικαιούνται τα μέλη του Δικαστηρίου και ο Εισαγγελέας να υποβάλλουν ερωτήσεις πάνω σε κατάθεση του μάρτυρα για την ανακάλυψη της αλήθειας. Δηλαδή ο μάρτυς δείχνει δυο ανθρώπους. Δεν μπορεί να τον ρωτήσει αν ήσαν αυτοί οι δυο ή δεν ήσαν;
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Τον κατηγορούμενο θα τον ρωτήσει επί των κατ’ αυτού κατηγοριών. Έτσι λέει η διάταξη.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεν απολογείται κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είναι απολογία εδώ πέρα. Στην απολογία μπορούμε να ρωτήσουμε ό,τι θέλουμε. Ο Εισαγγελέας δεν θα ρωτήσει μόνο κατ’ αυτού κατηγοριών.
Μπορεί να ρωτήσει ό,τι θέλει και από κει και πέρα μπορεί και ο κατηγορούμενος «εγώ κύριοι δεν απαντάω, στο τέλος θα σας τα πω› ή μπορεί να πει «εγώ τα αρνούμαι όλα και άστε με ήσυχο›. Δεν μπορώ να μην αφήσω τον Εισαγγελέα να κάνει ερωτήσεις.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να κάνω το καθήκον μου.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κύριε Εισαγγελέα, το καθήκον σας θα το κάνετε ως επιτάσσει η δικονομία. Όταν η δικονομία σας λέει ότι ο κατηγορούμενος ερωτάται επί τις κατ’ αυτού κατηγορίας, δεν είναι δυνατόν να τον ρωτήσετε επί κατηγορίας κατά άλλου συγκατηγορουμένου, η κατάθεση του οποίου ?
Βεβαίως να τη βρω, έχει διατυπωθεί εγγράφως ο σχετικός ισχυρισμός κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπαμε, 357. Εσείς πολύ καλά τα λέτε.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: ¶ρθρο 357, παρ. 2 του Κ.Π.Δ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το διαβάζω αμέσως.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αλλά όχι αποπροσκομιδής μέρους του νόμου. Δεν θα συναγάγεται την αρχή αποπροσκομιδής μέρους. Θα δείτε το σύνολο των σχετικών διατάξεων και δεν μπορείτε να αγνοήσετε ?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κατά την εξέταση του μάρτυρα μπορούν να απευθύνουν και στον κατηγορούμενο όλες τις ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Βεβαίως.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν λοιπόν ο μάρτυρας έχει δείξει δύο ανθρώπους, πως δεν μπορεί να το ρωτήσει ότι ήσαν οι δύο ή τους παίρνει στο λαιμό του ο μάρτυς; Γιατί να μη το ρωτήσει;
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Μα με συγχωρείτε, ο συγκατηγορούμενος θα δημιουργήσει αποδεικτικό εις βάρος άλλου συγκατηγορούμενου;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γιατί όχι;
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Γιατί το απαγορεύει το 211 σαφώς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΄Όχι βέβαια. Μόνη λέει αυτή. Όταν ήδη η μάρτυς τους έχει καταδείξει, μπορεί αυτός να το αποδομήσει. Μπορεί δηλαδή ο κατηγορούμενος να αποδομήσει.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Νομικά μιλάμε νομίζω και πρέπει να συνεννοούμεθα. Ο 221Α δεν είναι μοναχό του. Λέει μόνη η απολογία, μόνος ο κατηγορούμενος, μόνη η μαρτυρία ως αποδεικτικό μέσο. Ήδη έχει έρθει μια μάρτυρας που δείχνει τους ανθρώπους αυτούς.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ. Θα χρησιμοποιήσετε την κατάθεση της μάρτυρος.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, την απόφαση τη βγάζουμε στο τέλος. Εδώ τα στοιχεία εγώ προσφέρω. Δεν την αφήνω εγώ ως τώρα.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αν μου επιτρέπετε κ. Εισαγγελεύ με όλο το σεβασμό, όπως ξέρετε η διάταξη του άρθρου 211 υπαγορεύτηκε από μια απόφαση του Δικαστηρίου του Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την αρχή «ένοχος ένοχον ποιεί›. Συνεπώς πως είναι δυνατόν από έναν ο οποίος είναι κατηγορούμενος να επιδίδεται απόδειξη ?;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτά να τα κρατήσετε για την άλλη πλευρά σε λίγες μέρες. Δεν είναι μόνο αυτά που λέτε.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ. Δεν υπάρχει λόγος κ. Εισαγγελεύ να διακινδυνεύουμε κρίση περί αντιθέσεως οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξεως προς την σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αντιλαμβάνεστε ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Υπάρχουν κι άλλες σκέψεις εντελώς διαφορετικές και άλλη ερμηνεία εντελώς διαφορετική.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τέλος πάντων. Θα δούμε όταν θα έρθει η ώρα σ’ αυτό το θέμα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όταν θα έρθει η ώρα κ. Πρόεδρε. Κύριε Πρόεδρε, τελικά εγώ δεν ρώτησα.
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Για την ερώτηση σας πρόκειται κ. Εισαγγελέα. Αν μου επιτρέπετε, γίνεται μια προσπάθεια ?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορεί είπαμε αν θέλει να πει δεν απαντάω. Αλλά άμα θέλει αυτός να απαντήσει τώρα θα του πω εγώ όχι;
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Όχι, δεν είναι αυτό. Οι παρεμβάσεις μας έχουν την έννοια κατεύθυνσης στο Δικαστήριο.
Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, είπατε προηγουμένως ότι νομικά μιλάμε. Ότι ξέρετε δικαιούται να ρωτήσει ο κ. Εισαγγελέας τον κατηγορούμενο τον οποίον μαρτυροποιεί ?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η μαρτυροποίηση κατηγορουμένου με το 211 δεν απαγορεύεται, αλλά απλώς δεν δύναται μόνη αυτή να στηρίξει ενοχή. Δεν λέει αυτό το πράγμα. Πως θα του απαγορέψω εγώ του Εισαγγελέα; Πέστε μου εσείς κάπου να βρω για να του απαγορέψω.
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, υπάρχει το εξής ζήτημα. Είναι διαφορετικό τι αντλεί το Δικαστήριο από την απολογία ενός κατηγορούμενου, πιθανώς και για την ενοχοποίηση άλλων κατηγορουμένων και τότε τίθεται θέμα εφαρμογής του 211Α αν έχει επιπλέον αποδεικτικά στοιχεία βεβαίως το Δικαστήριο και είναι διαφορετικό ζήτημα η εξέταση του κατηγορούμενου στη διάρκεια ?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είναι εξέταση. Είναι με το 357, παρ. 2. Να το καταργήσω κι αυτό; ¶μα το καταργήσω, εντάξει.
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ακούστε με πρώτα κ. Πρόεδρε. Είναι διαφορετικό ζήτημα να ζητούνται πληροφορίες από τον κατηγορούμενο για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και διαφορετικό ζήτημα να ζητούνται πληροφορίες γενικώς για τη δικαζόμενη υπόθεση σε σχέση με άλλους κατηγορούμενους, γιατί τότε στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι των απολογιών έχουμε εξέταση του κατηγορούμενου ως μάρτυρα.
Έχουμε λοιπόν μια εξέταση που δεν ορκίζεται ως μάρτυρας βεβαίως γι’ αυτά που καταθέτει για ένα τρίτο πρόσωπο, δεν προβλέπεται ανωμοτί εξέταση κατηγορούμενου ως μάρτυρα. Δεν καταλαβαίνω με ποια διαδικασία παίρνετε συνοπτική κατάθεση από κατηγορούμενο αυτή τη στιγμή σε ζητήματα της αποδεικτικής διαδικασίας που δεν τον αφορούν, δεν αφορούν τη κατηγορία εναντίον του, αλλά αφορούν την κατηγορία εναντίων άλλων.
Έτσι τίθεται νομίζω το ζήτημα και δεν είναι στενά θέμα 211Α. Είναι αν μπορεί ο κατηγορούμενος στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας να εξετάζεται ως μάρτυρας για την υπόθεση άλλου συγκατηγορούμενου του που μπορεί να μην είναι και ταυτόσημη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να δώσει διευκρινίσεις για τις πράξεις λέει.
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Η παροχή διευκρινίσεων για τις πράξεις τρίτου λέγεται μαρτυρική κατάθεση.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Με εμποδίζετε να κάνω το καθήκον μου;
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: ¶λλο είναι για τις πράξεις μου, άλλο είναι για τις πράξεις τρίτων. Εγώ νομίζω ότι η ερώτηση του κ. Εισαγγελέως πρέπει να απαγορευτεί και απευθύνομαι στο Δικαστήριο γι’ αυτό.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Θα μου απαγορεύσετε κ. Πρόεδρε την ελευθερία του λόγου; Για το όνομα του Θεού, εκεί θα φτάσουμε;
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ο λόγος μέσα σε μία δικαστική αίθουσα έχει περιορισμούς.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Θα απαγορευθεί στον Εισαγγελέα το δικαίωμα της ελεύθερης εκφράσεως των στοχασμών του σύμφωνα με τους νόμους του κράτους; Διερωτώμαι κ. Πρόεδρε, εκπλήττομαι και λυπούμαι.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Στην αγόρευσή σας κ. Εισαγγελεύ, να πείτε ό,τι θέλετε, αλλά δεν μπορείτε να αξιώνετε από κατηγορούμενο να σας απαντήσει σε ανεπίτρεπτη ερώτηση.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Σταμούλη, σας σέβομαι απεριόριστα, επιτρέψτε μου όμως, υπάρχει σαφής, σαφέστατη διάταξη του άρθρου 353, παράγραφος 2 του Κ.Π.Δ. «Μετά την εξέταση του μάρτυρα, μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, όλες τις ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αληθείας›. Αυτό το καθήκον θέλω να ασκήσω. Παρακαλώ να με προστατεύσετε εις την άσκηση αυτού του καθήκοντος.
Δ. ΖΩΤΟΣ: Το 357.2, η γραμματική του διατύπωση είναι αυτή που ανέγνωσε ο κ. Εισαγγελέας. Το ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί το 357.2 να υποκαταστήσει την απολογία του κατηγορουμένου; Προφανώς κ. Εισαγγελέα δεν εννοείτε αυτό, η δική σας διατύπωση δεν θέλει να εννοήσει αυτό. Το ζήτημα είναι αν πρακτικά θα φτάσουμε σε αυτό με αυτού του τύπου τις ερωτήσεις. Στο ερώτημα αυτό εγώ απαντώ, ότι αν έτσι ρωτάμε κάθε κατηγορούμενο ποιοι άλλοι ήταν εκεί, τί ρόλο είχε ο καθένας, τί φορούσε, πώς ήταν και τί ακριβώς έκανε, τότε έχουμε πλήρως υποκαταστήσει τις ερωτήσεις που τυχόν θα προκύψουν εκ της απολογίας του κάθε κατηγορουμένου.
Με αυτή την έννοια, νομίζω ότι όταν τους ρωτάμε για τη συμμετοχή άλλων τυχόν προσώπων και τί δραστηριότητα ο καθένας απ’ αυτούς είχε, νομίζω ότι το 357.2 έχει την έννοια ότι μπορεί να ερωτηθεί ο κατηγορούμενος από τον Εισαγγελέα και είναι χαρακτηριστική η διατύπωση του 357.2 σε σχέση με το 1, όπου το 1 αναφέρεται μόνο στους μάρτυρες, μόνο σε ό,τι αφορά την δική τους συμμετοχή και την υπόδειξη, την επισήμανση αντιφάσεων που ενδεχομένως έχουν παρεισφρήσει σε σχέση με αυτά που έχει πει μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος και με αυτά που προκύπτουν ενδεχομένως από την κατάθεση του μάρτυρα.
¶ρα όταν ερωτάται ο κατηγορούμενος «ήσουν εκεί κύριε όπως λέει ο μάρτυρας;› λέει αυτός «όχι›. Αυτό είναι στα πλαίσια του 357.2. Αλλά τα υπόλοιπα, ποιος άλλος ήταν, τί ρόλο είχε, ποιος το σχεδίασε, πριν από πόσον καιρό, νομίζω ότι είναι πλήρης υποκατάσταση της απολογίας του κατηγορουμένου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Εισαγγελεύ έχετε την καλοσύνη να πείτε τί θα ρωτήσετε, για να μπορούν και οι άλλοι να απαντούν ad hoc;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όχι, κ. Πρόεδρε, δεν δέχομαι λογοκρισία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ¶ρα λοιπόν, πρώτα να κάνουμε την ερώτηση και μετά να δούμε τί θα πει, έτσι δεν είναι; Κάντε λοιπόν την ερώτηση και μετά αν έχει κανένας αντίρρηση, θα δούμε. ¶ρα λοιπόν, η αντίρρηση δεν μπορεί να είναι γενική.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πάτροκλε Τσελέντη, σας ερωτώ: 14 Αυγούστου του ’88, 16:10 στο Αστυνομικό Τμήμα Βύρωνος, πλην εσάς, υπήρχαν και άλλοι;
Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Η συζήτηση αφορά αυτή την ερώτηση που τέθηκε και νομίζουμε ότι αυτή η ερώτηση σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να απαγορευθεί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν υπήρχαν άλλοι και ποιοι βέβαια, έτσι; Να διευκρινίσουμε πρώτα την ερώτηση και μετά θα δούμε. Η ερώτηση λοιπόν είναι αν υπήρχαν άλλοι και ποιοι.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, επαναλαμβάνω και πάλι, δεν δέχομαι στην ελληνική δημοκρατία τη λογοκρισία του Εισαγγελέως και ουδενός βεβαίως άλλου παράγοντος. Καυχόμεθα κ. Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, για την δημοκρατία μας. Το πρώτο στοιχείο είναι η ελευθερία. Δεν θα πω περισσότερα, γνωστά είναι αυτά τα πράγματα. Ζητώ αυτή την ελευθερία κι εγώ, μέσα στα πλαίσια του νόμου και του συντάγματος. Αν ορισμένοι φοβούνται, τί φταίω εγώ κ. Πρόεδρε αν φοβούνται;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όσοι δεν τοποθετήθηκαν, μπορούν να τοποθετηθούν ένας-ένας.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Παρακαλώ και πάλι να μπορέσω να ασκήσω τα καθήκοντά μου.
Β. ΜΑΡΚΗΣ: Θα ήθελα να πω εγώ μια λέξη. Δεν πρέπει να γενικεύεται το θέμα. Έχουμε μια συγκεκριμένη περίπτωση, καταθέτει μία μάρτυρας ότι «αναγνωρίζω δύο δράστες από τους έξι ανθρώπους που έλαβαν μέρος σε αυτή την ενέργεια›. Πιστεύω ότι η Εισαγγελία έχει το δικαίωμα να ρωτήσει έναν προς έναν τους κατηγορουμένους αν ήταν εκεί. Αυτοί έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν ή να μην απαντήσουν. Να πουν «επιφυλάσσομαι, θα απαντήσω στην απολογία μου› ή «δεν σας απαντώ καθόλου›. Η ερώτηση η οποία θα απευθυνθεί στον κ. Τσελέντη είναι αυτή: Αν ήταν ο ίδιος.
Δεν μπορεί να υπάρξει περιορισμός εκ των προτέρων και μάλιστα θα έλεγα το εξής κ. Πρόεδρε: Επιχειρείται ουσιαστικά να υποβληθεί μια ερώτηση και υπάρχει όλη αυτή η αντίδραση. Εγώ πιστεύω ότι ο συνάδελφός μας θα πρέπει να διατυπώσει την ερώτηση, η υπεράσπιση έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριό σας αν εσείς επιτρέψετε την ερώτηση και το Δικαστήριο να αποφασίσει τελικά αν αυτή η ερώτηση τίθεται νομίμως ή όχι. Όλα τα άλλα είναι λόγια και θα έλεγα να προχωρήσουμε σε αυτή τη διαδικασία.
Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Είχε διατυπώσει κ. Πρόεδρε την αρχή της ερωτήσεως ο κ. Εισαγγελεύς, είναι πολύ πρόσφατη η μνήμη και εκεί ακριβώς νομίζω ο κ. Σταμούλης παρενέβη και οι υπόλοιποι. Είχε διατυπώσει την αρχή της ερωτήσεως και του λέει επί λέξει: « Κύριε Τσελέντη, στις 14/8/88, εκτός από εσάς ποιοί άλλοι...› και σταμάτησε εκεί πέρα και παρενέβη ο κ. Σταμούλης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η αντίρρησή σας είναι λοιπόν στο «ποιοι άλλοι ήσαν›. Αν θέλει να πει για τον εαυτό του να πει, αλλά να μην πει για τους άλλους. Όταν λοιπόν λέει το 357 ότι «μπορεί να γίνουν ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας›, αυτές οι ερωτήσεις θα αφορούν μόνο το πρόσωπό του, όχι τα πρόσωπα άλλων. Αυτή είναι η θέση περίπου, όπως κατάλαβα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, εάν πρόκειται να βγάλετε απόφαση, θα μου επιτρέψετε να με ακούσετε πρώτα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα δεν ακουστήκατε πλέον; Νομίζω ακουστήκατε, τί άλλο να πείτε;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ως επί του θέματος τούτου.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Θα πρέπει να διατυπωθεί η αντίρρηση κτλ. Είναι γνωστή η αρχή του δικαίου γενικώς, ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει ναι αποφαινόμεθα από προσκομιδής μέρους του νόμου. Βεβαίως το άρθρο 357 παρ. 2 το οποίο αναγνώσατε, επιτρέπει να υποβάλλονται ερωτήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας στον κατηγορούμενο, χωρίς όμως εξ αυτής και μόνης τις διατάξεως να συνάγεται εις τί πρέπει να κατατείνουν ως προς την εξακρίβωση της αλήθειας οι ερωτήσεις.
Θα το συνδυάσουμε αυτό με δύο ακόμα διατάξεις της δικονομίας: Το 366 παρ. 1 που λέει ότι «εκείνος που διευθύνει την συζήτηση, καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται›. Συνεπώς ο κατηγορούμενος ερωτάται και καλείται να απαντήσει κατά την απολογία του και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνεπώς, επί της κατηγορίας που αποδίδεται σε αυτόν.
Περαιτέρω, με δεδομένη την διάταξη του άρθρου 211.α που θέλει να υιοθετήσει πλέον νομοθετικά την πάγια αρχή, την υποστηριζόμενη από την επιστήμη, μέχρι της προσθήκης της διατάξεως αυτής, ότι «ένοχος ένοχον ου ποιεί›, αυτό λέει η διάταξη, διερωτώμαι: Είναι δυνατόν εις τον κ. Εισαγγελέα, είναι επιτρεπτό και στον κ. Εισαγγελέα και εις τον Ανακριτή και εις το Δικαστήριο, να καλεί τον κατηγορούμενο να ομολογήσει και να ενοχοποιήσει έτερον συγκατηγορούμενο;
Έχω την αίσθηση ότι η εκτίμηση και η αξιολόγηση των τριών αυτών διατάξεων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο διευθύνων την συζήτηση, δεν θα πρέπει να επιτρέπει ερωτήσεις προς τους κατηγορουμένους από οιονδήποτε παράγοντα της δίκης, οι οποίες κατατείνουν εις το να ενοχοποιήσουν άλλον κατηγορούμενο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το επεκτείνετε όμως και στον Ανακριτή και σε όλους. Όταν έρχεται ο κατηγορούμενος και λέει κάτι... τότε δε μου λέτε, δε λέω τώρα εγώ για μια Οργάνωση οι οποίοι λένε οι άνθρωποι είναι ιδεολόγοι κτλ. και θα τα ψάξουμε, πείτε ότι είναι η Μαφία και κάποιος από τη Μαφία θέλει να τους χτυπήσει όλους. Αυτό δεν θα το λάβουμε υπόψη έτσι; Θα πούμε «έλα εδώ να σε βάλουμε εσένα μέσα› και τελειώσαμε; Ή, αυτή η διάταξη που λέει για όποιον βοηθήσει στις εξαρθρώσεις, δεν θα έχει μετά καμία εφαρμογή. Για να καταλάβω κι εγώ, γιατί θέτετε γενικότερο θέμα τώρα.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Βεβαίως θέτω γενικότερο θέμα. Εάν ο ίδιος ο κατηγορούμενος θεωρήσει ότι τα κίνητρα που του παρέχει ο νόμος, του επιβάλλουν την υποχρέωση να διεκδικήσει τις ελαφρυντικές περιστάσεις, αυτό το κάνει μόνος του. Δεν είναι δυνατόν η ανακριτική αρχή να ενοχοποιεί άλλον από τον συγκατηγορούμενο, ακριβώς διότι αυτό δεν επιτρέπεται. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή ούτε η ανάκριση ούτε ο κ. Εισαγγελεύς ούτε άλλος παράγων της δίκης να αξιώνει από έναν κατηγορούμενο να γίνει μάρτυς κατηγορίας εις βάρος άλλου κατηγορουμένου και μάλιστα ακινδύνως. Για προσέξτε το.
Ακριβώς δε τα κίνητρα που παρέχονται από το νόμο, καθιστούν περισσότερο ύποπτη και απαράδεκτη την τάση ενός κατηγορουμένου να ωραιοποιήσει τα πράγματα ώστε να τύχει του ευεργετήματος καταδίδοντας τον έναν και τον άλλον ανευθύνως και ακινδύνως. Διότι δεν θα μπορεί κανείς πλέον, όταν απολογείται ο άλλος και ενοχοποιεί τον συγκατηγορούμενό του ψευδώς, δεν μπορείτε να το αποκλείσετε αυτό όταν έχει ένα κίνητρο βεβαίως, τί θα κάνει; Πώς θα αμυνθεί κατά νόμον ο κατονομαζόμενος αδίκως ως συμμέτοχος σε αυτή την πράξη;
Νομίζω λοιπόν ότι η δικονομική τάξη επιβάλλει να μην παρωθούμε έναν κατηγορούμενο λόγω των κινήτρων που του παρέχει ο νόμος, των ελαφρυντικών περιστάσεων και του ατιμωρήτου τελικώς της πράξεώς του, να κατηγορεί άλλους συγκατηγορουμένους στο βωμό δήθεν της εξαρθρώσεως, αλλά που ιδιοτελώς επιδιώκεται πλέον η ιδία του απαλλαγή.
Έχω την εντύπωση ότι επ’ αυτού του θέματος, η δικονομική τάξη επιβάλλει αυτό που ορίζεται από το άρθρο 2.11α που προσετέθη με το νόμο 2408 ακριβώς διότι το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε θεωρήσει ότι ήταν άδικη η δίκη όταν στηρίχθηκε σε μαρτυρία ή απολογία συγκατηγορουμένου εις βάρος άλλου κατηγορουμένου.
Με αυτές τις σκέψεις θα παρακαλέσω τον διευθύνοντα την συζήτηση, να μην επιτρέψει την απάντηση στην ερώτηση του κ. Εισαγγελέως. Ακόμη θα ήθελα να προσθέσω ότι και σε αυτή την απολογία του κατηγορουμένου, ο διευθύνων την συζήτηση, θα του αφαιρέσει τον λόγο όταν δεν περιορίζεται στην υπεράσπιση του εαυτού του.
Β. ΜΑΡΚΗΣ: Δηλαδή, για να το καταλάβω κι εγώ, όταν αναφέρεται κανείς στην έκθεση των γεγονότων, με το που θα αναφέρει το όνομα ενός τρίτου που μετέχει, θα του λέει ο ανακριτής στο Δικαστήριο «σου απαγορεύω να μιλήσεις γι αυτόν›;
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κύριε Εισαγγελεύ, τί έννοια θα δώσετε στην διάταξη του 366.....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένα λεπτό, διότι εγώ είμαι και λίγο πρακτικότερος άνθρωπος, χωρίς να απαντήσετε κ. Τσελέντη, θέλετε να απαντήσετε στον κ. Εισαγγελέα; Χωρίς να πείτε τίποτε άλλο.
Π. ΤΣΕΛΕΝΤΗΣ: Μάλιστα, θέλω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για να ξέρουμε, μην πάμε περί όνου σκιάς. ¶μα πει «εγώ δεν θέλω να απαντήσω›.....
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, άστοχα συνδέεται το θέμα του 211α με το 357 παρ. 2. Έτερον εκάτερον. Το θέμα του 357 παρ. 2, λέει ότι: «Οι επί της έδρας έχουν το δικαίωμα και το καθήκον, μετά την εξέταση του μάρτυρος, να απευθύνουν προς τους κατηγορουμένους όποιες ερωτήσεις νομίζουν.....›. Το ίδιο ακριβώς επιδιώκει και ο Εισαγγελεύς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν το ξέρω. Πλέον μπορώ να λέω δεν το ξέρω αν επιδιώκει κανένας άλλος να επιδιώκει δίκη. Το ακούτε και σας το λέω σε όλους εδώ μέσα. Δεν ξέρω αν θέλει να τελειώσει κανένας η δίκη. Αυτό είπα και το επαναλαμβάνω να το ακούει όλος ο κόσμος έξω. Για όλο τον κόσμο το λέω αυτό.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το 211α, για να ακουστεί κι αυτό, ήδη θεωρείται σιωπηρώς καταργηθέν, σύμφωνα με τον κανόνα ότι οι κανόνες του δικαίου καταργούνται είτε ρητά είτε σιωπηρά. Μετά το νόμο τον αντιτρομοκρατικό όπου εκεί ακριβώς επιβάλλεται η κατάθεση και όχι μόνο επιβάλλεται αλλά και επιβραβεύεται η κατάθεση και η αποκάλυψη των συναυτουργών, συμμετόχων σε εγκλήματα τέτοια. Αυτό έμμεσα οδηγεί στο ότι γι αυτές τις υποθέσεις, το 211α δεν έχει ισχύ και ρητά και σιωπηρά έχει καταργηθεί.
Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, η τελευταία αποστροφή του κ. Εισαγγελέως δε νομίζω ότι αντέχει σε σοβαρή κριτική. Εκείνο το οποίο θέλω να υπομνήσω στο Δικαστήριό σας, είναι ότι το άρθρο 366 λέει: «Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση, καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος πρέπει να μην διακόπτεται εκτός αν επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα και να μην εμποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών που αποκρούουν την κατηγορία›.
Δηλαδή όλη η ιστορία είναι στον κατηγορούμενο, οι παράγοντες της δίκης τον καλούν να απαντήσει και να πει ό,τι έχει να πει επί της εναντίον του κατηγορίας και όχι επί κατηγορίας εναντίον άλλου συγκατηγορουμένου. Αυτή είναι η άποψη της υπερασπίσεως. Θα παρακαλέσω τον κ. Γραμματέα να διατυπώσει το αίτημα προς τον κ. Πρόεδρο να απαγορεύσει την ερώτηση στον κ. Εισαγγελέα και αυτό δεν σημαίνει στέρηση λόγου κ. Εισαγγελεύ, δε νομίζω ότι θα σας στερηθεί ο λόγος κατά την αγόρευσή σας να πείτε ό,τι κρίνετε ότι επιβάλλεται να πείτε σύμφωνα με το καθήκον το οποίο έχετε.
Εδώ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνο που επιβάλλεται είναι να μην επιτραπεί εις τον κ. Εισαγγελέα ή και σε άλλον παράγοντα της δίκης να διατυπώσει ερωτήσεις προς κατηγορούμενο που είναι ανεπίτρεπτο να του γίνονται, εφόσον και όταν θέλει να μην περιορίζεται στην ιδίαν του ενοχή, πρέπει να του υπομνήσει ο διευθύνων την συζήτηση ότι δεν έχει δικαίωμα να εξέρχεται των ορίων της απολογίας προς υπεράσπισή του, εκ των κατηγοριών που του απευθύνονται.
Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Κύριε Πρόεδρε έχω ζητήσει τον λόγο ανεξάρτητα εάν ο ένας ή ο άλλος σέβεται και εκτιμά τον α και τον β, αυτό είναι δεδομένο. Το θέμα είναι το εξής: Εάν θέλετε να ακούσετε και τις δικές μας απόψεις, νομίζω επειδή η υπεράσπιση είναι πάγια αρχή, παγκόσμια αρχή, έχει τελευταία τον λόγο, θα πρέπει να ακούσετε κι εμάς.
Σε συνέχεια των όσων είπε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας και ο κύριος δεύτερος Εισαγγελέας, θέλω να επισημάνω τα εξής, επιγραμματικά: α) Το άρθρο 366 έχει άλλη θέση στην δικονομική διαδρομή της δίκης εν σχέσει με το άρθρο 357.2 και άλλη είναι η ragio legis του 366 και άλλο του άρθρου 357.2. Η διάταξη 211α μετά το 1996, «μόνη μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη το κατηγορουμένου›.
Αυτό τί σημαίνει: Σημαίνει ότι δεν περιοριζόμαστε μόνο σε αυτό το στοιχείο, αλλά θα πρέπει –πότε όμως- όταν θα εκδώσετε την απόφαση, γιατί εδώ έχουμε μία διαγνωστική διαδικασία, αποδεικτική διαδικασία και όπως πολύ σωστά είπε η Εισαγγελική αρχή, συγκεντρώνεται το αποδεικτικό υλικό, γίνεται η εκτίμηση, η διασταύρωση και η συνδιασταύρωση και μετά την απολογία του κατηγορουμένου που είναι στο τέλος της διαδικασίας, τότε εσείς θα συνεκτιμήσετε. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη και το Ν.2928, τη σχετική διάταξη για να μην επανέρχομαι, δεν είναι δυνατόν να τοποθετούνται στην ίδια βάση διαφορετικής φύσεως δικονομικές διατάξεις οι οποίες έχουν διαφορετική ragio legis.
Πιστεύω λοιπόν, όπως πολύ σωστά είπε ο κ. Εισαγγελέας, η 211α, ότι δεν μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με μία νεότερη διάταξη αλλά δεν είναι δυνατόν όμως να συγχέουμε το άρθρο 366 με το άρθρο 357 του Κ.Π.Δ. όπου σαφέστατα λέγει ότι «μετά την εξέταση του μάρτυρα, μπορούν επίσης οι ίδιοι, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τους μάρτυρες όλες τις διευκρινίσεις, οι σύνεδροι, οι δικαστές και ο Εισαγγελέας›. Εγώ δεν έχω την εντύπωση ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αφαιρείται ο λόγος και η ελευθερία του λόγου και του στοχασμού από τον κ. Εισαγγελέα αλλά κατά κάποιον τρόπο όμως επιβάλλεται μία ιδιότυπη δικονομική δικτατορία.
Έχει το δικαίωμα να υποβάλλει ερωτήσεις, όχι τέτοιες που κατατείνουν να κατηγοριοποιήσουν έναν άλλον συγκατηγορούμενο, αλλά έχει το δικαίωμα, στο ύψιστο αυτό αγαθό που λέγεται «ανεύρεση της αλήθειας›, να συγκεντρώσει το αποδεικτικό υλικό, να το διασταυρώσει και μετά, όταν θα έρθει η ώρα για να εκθέσει τις απόψεις του, τότε θα μπορέσει να γίνει αυτή η χρήση. Επομένως δεν πρέπει μερικές διατάξεις με διαφορετική ιστορική διαδρομή και με διαφορετική ragio legis να τις συγχέουμε και να λέμε ότι ο κ. Εισαγγελέας προσπαθεί να μεταβάλλει κατηγορούμενο σε μάρτυρα άλλου συγκατηγορουμένου.
Α. ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ: Έχω την αίσθηση ότι παρότι αναλυτικά και ευπρεπώς διατυπώθηκε από τον κ. Σταμούλη και από τους συναδέλφους μου, ότι είναι καινοφανής η άποψη της υπερασπίσεως. Εκθέτω ένα παράδειγμα: Σε δίκη ανθρωποκτονίας με τρεις συγκατηγορουμένους οι οποίοι κατηγορούνται για ανθρωποκτονία, είτε για άμεση είτε για απλή συνέργια, κατά τη διάρκεια της καταθέσεως ενός μάρτυρας και αφού ολοκληρωθεί η κατάθεση ενός μάρτυρα, είναι τρεις με τρία πιστόλια και σε διαφορετικές θέσεις κι ένας φυλάει τσίλιες απ’ έξω.
Δεν μπορεί κατά τη διάρκεια της δίκης να ρωτήσει έναν εκ των τριών κατηγορουμένων η έδρα, ο Εισαγγελεύς ή ο Πρόεδρος «εσείς κύριε πυροβολήσατε;› «Δεν πυροβόλησα, ο συγκατηγορούμενός σας, ο δίπλα, πού ήταν την ώρα που εσείς πυροβολήσατε μέσα;› «Ήταν έξω κ. Πρόεδρε και φυλούσε τσίλιες στο αυτοκίνητο›. Με παράδειγμα τοποθετούμαι. Δεν μπορεί ο διευθύνων τη συζήτηση ή ο Εισαγγελεύς να ρωτήσει σε δίκη ανθρωποκτονίας πού ήταν η θέση του καθενός, κατά τη διάρκεια της δίκης, κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας; Όχι στην απολογία του κατηγορουμένου.
Στο σύστημα της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων, δεν μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει ανεξάρτητα από ευεργετικές ή όχι διατάξεις που έχουν οι αντιτρομοκρατικοί ή οι μη αντιτρομοκρατικοί νόμοι, να κρίνει την απάντηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας;
Υποθέτω ότι η ερώτηση του κ. Εισαγγελέως ή οι ερωτήσεις οι οποίες θα ακολουθήσουν θα είναι «ποιοι ήσαστε εκεί, τί θέση είχε ο καθένας εκεί;› Και η απάντηση του κ. Τσελέντη ή οιουδήποτε άλλου κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης είναι δικαίωμα του κατηγορουμένου. Υπέρ του κατηγορουμένου είναι οι διατάξεις αυτές, όχι υπέρ ή εναντίον των άλλων κατηγορουμένων, η δικονομική θέση των κατηγορουμένων είναι η ίδια και είναι κοινή.
Εάν λοιπόν ο κατηγορούμενος, ο οποίος έχει και δικαίωμα να ψεύδεται, διότι δεν ορκίζεται, εάν θέλει να πει ψέματα ή να ενοχοποιήσει άλλον, δεν μπορεί να το κάνει ελεύθερα και να εκτιμηθεί αυτό την κατάλληλη στιγμή τη δικονομική από το Δικαστήριο;
Έχω την αίσθηση λοιπόν ότι ευόρκως βεβαίως οι συνάδελφοί μου και ενδεχομένως το ίδιο να έκανα κι εγώ αν ήμουν από την άλλη πλευρά, προσπαθούν όσο μπορούν να ελαφρύνουν τη θέση των πελατών τους από ενδεχόμενα στοιχεία τα οποία θα προκύψουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και όχι μόνο από τους μάρτυρες αλλά και από συγκατηγορουμένους τους αλλά η άποψη ότι δεν μπορεί ο Εισαγγελεύς ή οιοσδήποτε άλλος εκ της έδρας να ρωτήσει τους κατηγορουμένους κατά τη διάρκεια της δίκης, νομίζω ότι είναι καινοφανής.
Όσον δε αφορά το 211α το οποίο εσείς κ. Πρόεδρε το επισημάνατε κιόλας νωρίτερα, η λέξη «μόνη› την οποία έχει μέσα ο νομοθέτης, οδηγεί ευθέως από τη γραμματική ερμηνεία της διατάξεως, στο συμπέρασμα ότι όλα τα άλλα μπορούν να ακούγονται, αλλά μόνο η συγκεκριμένη μαρτυρία δεν μπορεί να οδηγήσει, δεν αρκεί, στο αποτέλεσμα για να καταφανεί η ενοχή κάποιων άλλων.
Δηλαδή σε όλες τις δίκες ανθρωποκτονιών, όχι ενώπιον Τριμελούς Κακουργημάτων, συνεκτιμώνται μαζί με άλλα στοιχεία. Ενώπιον Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων, δεν μπορεί ο Πρόεδρος ή ο Εισαγγελεύς να ρωτήσει «πού ήσαστε κύριε, σε ποια θέση ήσαστε, ήταν άλλος έξω, είχατε συνεργούς, κρύψατε τα πιστόλια, σας βοήθησε άλλος, τηλεφώνησε κανείς;› κατά τη διάρκεια της δίκης και να εκτιμηθεί το αν λέει αλήθεια ή όχι ο κατηγορούμενος; Αυτές είναι καινοφανείς οι απόψεις της υπερασπίσεως, το διατυπώνω ευπρεπώς νομίζω.