Κόσμος
Τρίτη, 05 Μαρτίου 2013 19:26

Βήματα προς ένα νέο ευρωατλαντισμό

Οι τελευταίες προτάσεις του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για τη δημιουργία μιας ευρω-αμερικανικής κοινής αγοράς έχουν τεράστια σημασία και κρύβουν πολλές πραγματικότητες.

Οι τελευταίες προτάσεις του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για τη δημιουργία μιας ευρω-αμερικανικής κοινής αγοράς έχουν τεράστια σημασία και κρύβουν πολλές πραγματικότητες.

Είναι τυχαία η στάση του Βρετανού πρωθυπουργού, Ντέιβιντ Κάμερον, απέναντι στην Ευρώπη; Είναι συμπτωματικός ο αναπτυσσόμενος έρπων αντιγερμανισμός; Δικαιολογείται η γεωπολιτική απουσία της Ευρώπης; Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πολλά ακόμη ερωτήματα -τα οποία, αν μη τι άλλο, απαιτούν σκέψη, προκειμένου να απαντηθούν.

Το γεγονός, όμως, είναι ένα. Ζούμε σε έναν κόσμο, ο οποίος από το 1989 και μετά μεταβάλλεται συνεχώς και οι μεταβολές αυτές κλονίζουν παγιωμένες θέσεις, οι οποίες είχαν συναφθεί σε άλλες εποχές και υπό διαφορετικές συνθήκες.

Το ίδιο ισχύει και για τη διατλαντική σχέση πάνω στην οποία είχε θεμελιωθεί η μεταπολεμική Ευρώπη. Μια σχέση, εξάλλου, που στηριζόταν στη γεωστρατηγική παρουσία του ΝΑΤΟ και την ενθάρρυνση των ΗΠΑ να δημιουργηθεί μία ευρωπαϊκή οντότητα, ικανή να αντιπαρατεθεί στη Σοβιετική Ενωση και τους δορυφόρους της. Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ είχαν αναλάβει μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών, δίνοντας έτσι στη Δυτική Ευρώπη τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα κοινωνικό κράτος, που αποτελούσε καρφί στα μάτια του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Ομως, το 1987, στο πλαίσιο της πολιτικής της «περεστρόικα» και της «γκλασνόστ», ο τότε Σοβιετικός ηγέτης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αμφισβήτησε, για ποικίλους λόγους, το συγκεκριμένο διπολικό σύνολο στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ισως να διαισθανόταν τον ισχυρό κλονισμό της σοβιετικής αυτοκρατορίας, πολλές από τις στρατιωτικές αδυναμίες της οποίας είχαν φανεί κατά θεαματικό τρόπο μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν. Ετσι, το 1989, κατά την επίσκεψή του στη Βόννη, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πρότεινε τον «Κοινό Ευρωπαϊκό Οίκο» -άποψη με την οποία συμφώνησε πλήρως και ο τότε Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ.

Με τον τρόπο αυτόν, επανερχόταν στο προσκήνιο μία παλαιότερη πρόταση του Γάλλου στρατηγού, Σαρλ ντε Γκολ, για μία Ευρώπη από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια. Μία πρόταση η οποία, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Γιώργος Πρεβελάκης, έδινε το προβάδισμα στην ηπειρωτική διάσταση της ευρωπαϊκής οντότητας έναντι της ωκεάνιας. Η πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε τότε -ευλόγως- έντονη ανησυχία στις ΗΠΑ, γιατί επανέφερε στο προσκήνιο την απειλή την οποία είχε αναλύσει στις αρχές του 20ού αιώνα ο Βρετανός γεωπολιτικός αναλυτής, Χάλφορντ Μακίντερ, που έκανε λόγο για άξονα Βερολίνου - Μόσχας, ο οποίος θα έθιγε την αγγλοσαξονική τάξη. Αυτή δε την ανησυχία τους, τόσον οι ΗΠΑ του Μπιλ Κλίντον όσο και η Βρετανία δεν έπαψαν να την εκδηλώνουν ποικιλοτρόπως, καλλιεργώντας ταυτοχρόνως και τον αντιγερμανισμό.

Ετσι, όπως τονίζει ο καθηγητής Γ. Πρεβελάκης, με την πτώση της ΕΣΣΔ, το ΝΑΤΟ έχασε τον αμυντικό ρόλο ύπαρξής του. Παρέμεινε, όμως, το κύριο στοιχείο συνοχής του ευρω-ατλαντικού συνόλου. Χρειάστηκε επομένως να επινοηθούν νέες αποστολές για τη συμμαχία. Εντούτοις, ο ευρω-ατλαντικός δεσμός δεν έπαψε να αδυνατίζει, καθώς η ηπειρωτική ολοκλήρωση απέκτησε νέα δυναμική, με την εμβάθυνση και την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στον οικονομικό, στο στρατηγικό και τον πολιτικό τομέα, οι απόψεις μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής άρχισαν να αποκλίνουν. Παράλληλα, οι ΗΠΑ στράφηκαν στην άλλη ωκεάνια πρόσοψη, στον Ειρηνικό Ωκεανό.

Δυστυχώς δε, η Ευρώπη, από την πλευρά της, αποδυνάμωσε τη γεωπολιτική της θέση, μειώνοντας στο έπακρο της αμυντικές δαπάνες της. Με εξαίρεση τη Γαλλία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι αμυντικές δαπάνες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι κάτω από το 1% του ΑΕΠ τους -και στις περισσότερες περιπτώσεις μεγάλο μέρος των δαπανών αυτών πηγαίνει σε μισθούς και συντάξεις και όχι σε εξοπλισμό.

Ολα αυτά, επισημαίνει η εφημερίδα «Financial Times», ίσως να μην είχαν καμία σημασία αν οι ΗΠΑ παρέμεναν διατεθειμένες να βγουν μπροστά εκεί όπου οι Ευρωπαίοι μένουν πίσω. Ομως, η Αμερική χάνει την υπομονή της με την αδυναμία της Ευρώπης να αντιδράσει μόνη της. Η κυβέρνηση Ομπάμα ήταν εμφανώς απρόθυμη να εμπλακεί στη Λιβύη. Και όταν οι Γάλλοι κατάλαβαν ότι χρειάζονται αμερικανική βοήθεια για τον από αέρος ανεφοδιασμό των επιχειρήσεων στο Μάλι, ανακάλυψαν με δυσφορία ότι οι Αμερικανοί, αρχικά, ήθελαν να τους χρεώσουν. Στο τέλος, οι ΗΠΑ συμφώνησαν να διαθέσουν τις εγκαταστάσεις δωρεάν. Είχαν, όμως, περάσει το μήνυμα. Βαρέθηκαν μία κατάσταση όπου η Αμερική μόνη καταλαμβάνει τα τρία τέταρτα των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ.

Μια μέρα ίσως σύντομα οι Ευρωπαίοι ξυπνήσουν και βρουν ότι ο αμερικανικός στρατός απλά δεν βρίσκεται εκεί για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή χτυπάει τα σύνορα της Ευρώπης. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η Αμερική ετοιμάζεται για μία νέα εποχή στρατιωτικής λιτότητας. Αν επιβληθούν οι αυτόματες περικοπές των δαπανών τον επόμενο μήνα, το Πεντάγωνο θα πρέπει να κόψει 1 τρισεκατομμύριο δολάρια από τις αμυντικές δαπάνες στην επόμενη δεκαετία. Ακόμη και αν οι ΗΠΑ αποφύγουν τόσο δραστικά μέτρα, η μακροπρόθεσμη τάση είναι σαφής.

Επιπλέον, οι ΗΠΑ είναι αποφασισμένες να επικεντρώσουν περισσότερη στρατιωτική δύναμη στον Ειρηνικό Ωκεανό. Το αμερικανικό Ναυτικό αφιερώνει 50% των πόρων του στον Ειρηνικό και 50% στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή -αλλά στο μέλλον η Ασία θα καταλαμβάνει το 60%. Για τους Αμερικανούς, είναι λογικό. Ενώ οι αμυντικές δαπάνες της Ευρώπης έχουν μειωθεί σχεδόν 20% στην τελευταία δεκαετία, οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας έχουν αυξηθεί κάπου 200%. Για πρώτη φορά ύστερα από κάποιους αιώνες, οι χώρες της Ασίας δαπάνησαν, το 2012, πολύ περισσότερα για τους στρατούς τους απ' όσα η Ευρώπη.
Βέβαια, για τον απλό Ευρωπαίο πολίτη αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει η σοβιετική απειλή, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θεωρούν περιττή πολυτέλεια τις αμυντικές δαπάνες. Τους ενδιαφέρει περισσότερο η διατήρηση του κοινωνικού μοντέλου απ' ό,τι η στρατηγική ισχύς. Δεν είναι λίγοι, εξάλλου, και οι Ευρωπαίοι που σκέπτονται ότι για την προστασία της γηραιάς ηπείρου η αγγλο-γαλλική αμυντική υποδομή είναι αρκετή.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η κατάσταση απέχει πολύ από το να είναι τόσο απλή. Διότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ποιες θα είναι οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, τι θα γίνει με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ποιες σχέσεις θα έχει η Κίνα με τους γείτονές της και πόσο ελεύθερος θα είναι στη διακίνηση εμπορευμάτων ο Ινδικός Ωκεανός. Μια νέα γεωστρατηγική πραγματικότητα διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, από την οποία η Ευρώπη δεν θα πρέπει να απέχει.

Στο πλαίσιο αυτό, από γεωοικονομικής πλευράς, οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για τη δημιουργία «Κοινής Αγοράς» Ευρώπης-Αμερικής είναι ιδιαιτέρως σημαντικές.

Πρώτον, η μείωση των φραγμών στην κίνηση εμπορευμάτων και επενδυτικών κεφαλαίων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν είναι ανώδυνη για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Οι πολυάριθμοι εκπρόσωποι των συμφερόντων της αμερικανικής γεωργίας στο Κογκρέσο, στο παρελθόν, απέτρεψαν τέτοιες συμφωνίες, απειλώντας να τις καταψηφίσουν. Η θέση του προέδρου δεν μπορεί, επομένως, να ερμηνευθεί με αποκλειστικό κριτήριο τα οικονομικά οφέλη από το άνοιγμα των συνόρων. Σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, σήμερα υπάρχει η πολιτική βούληση να ανατραπούν τα εσωτερικά πολιτικά εμπόδια, να ανασταλούν οι προηγούμενοι δισταγμοί.

Πέραν των οικονομικών διαστάσεων, η αναγγελλόμενη απελευθέρωση των ανταλλαγών αποσκοπεί να αναδημιουργήσει το διατλαντικό δεσμό. Πρόκειται για ένα πρώτο βήμα προς την ανανέωση της αγγλοσαξονικής παρουσίας στην Ευρώπη και για ένα νέο ευρωατλαντισμό. Είναι σαφές ότι η αμερικανική πλευρά θέλει να περιορίσει τις δυνατότητες μιας γερμανότροπης Ευρώπης, με τη Ρωσία να παίζει σημαντικό ρόλο στον ενεργειακό τομέα.

Συνεπώς, ορισμένοι γερμανικοί κύκλοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν με επιφυλακτικότητα τα αμερικανικά ανοίγματα. Ομως, η Γερμανία θα ωφεληθεί οικονομικά περισσότερο από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες από την εμπορική συμφωνία, λόγω του εξαγωγικού χαρακτήρα της οικονομίας της. Σε μιαν εποχή κατά την οποία στερεύουν οι νοτιοευρωπαϊκές αγορές, είναι δύσκολο στους Γερμανούς να αρνηθούν τις αμερικανικές προτάσεις. Η καγκελάριος Μέρκελ ήδη αντέδρασε θετικά.

Επανακάμπτει μία γεωπολιτική κινητικότητα γύρω από τη φύση, τη σύνθεση και τους δεσμούς της Ευρώπης με τους συγγενικούς της χώρους: τη Ρωσία, τη Μεσόγειο, την Αμερική. Η Ελλάδα, σταυροδρόμι ανάμεσα στα τέσσερα σύνολα, θα υποστεί αναπόφευκτα τις συνέπειες. Ισως, οι τρέχουσες οικονομικο-πολιτικές ελληνικές περιπέτειες να προαναγγέλλουν τις εξελίξεις. Εν πάση περιπτώσει, έως την επανασταθεροποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος, θα πρέπει να αναμένονται ποικίλες αναταράξεις στη γεωπολιτικά σεισμογενή περιοχή μας.

ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ