Ένα αμερικανικό φιλελεύθερο think tank προτείνει μια επαναστατική λύση για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής: λιγότερες ώρες δουλειάς.
Ένα αμερικανικό φιλελεύθερο think tank προτείνει μια επαναστατική λύση για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής: λιγότερες ώρες δουλειάς.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Κέντρου Οικονομικής Πολιτικής και Έρευνας (CEPR), με έδρα τη Ουάσιγκτον, οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επιβράδυνση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης υιοθετώντας ένα πιο... ευρωπαϊκό μοντέλο ως προς τις ώρες δουλειάς.
Οι οικονομολόγοι του think tank ισχυρίζονται ότι η μείωση των ωρών εργασίας και η παράταση των διακοπών, θα οδηγούσαν σε περιορισμό του αποτυπώματος άνθρακα των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα, ο Ντέιβιντ Ρόσνικ και η ομάδα του, βρήκαν ότι μειώνοντας τις ώρες εργασίας κατά 0,5% ετησίως – δηλαδή κατά περίπου 10 ώρες το χρόνο ή 12 λεπτά την εβδομάδα για όσους εργάζονται 40ωρο - η (επιπλέον) άνοδος της θερμοκρασίας που αναμένεται έως το τέλος του αιώνα θα περιοριστεί κατά 25-50%.
«Καθώς η παραγωγικότητα αυξάνεται, ειδικά στις χώρες με μεγάλο κατά κεφαλήν εισόδημα, υπάρχει η κοινωνική επιλογή ανάμεσα στην εξαργύρωση αυτών των κερδών μέσω της μείωσης των ωρών εργασίας ή της συνέχισης στο δρόμο της αυξημένης παραγωγής», λέει ο Ρόσνικ, ο βασικός συντάκτης της έκθεσης.
«Εδώ και πολλά χρόνια, οι ευρωπαϊκές χώρες μειώνουν τις ώρες εργασίας – αυξάνοντας τις αργίες, τις διακοπές, τις άδειες - ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθούν το δρόμο της αυξημένης παραγωγής».
Η ιδέα είναι – αν μη τι άλλο – ενδιαφέρουσα, αν και ο Ρόσνικ δεν αποκαλύπτει το μηχανισμό πίσω από τους υπολογισμούς του. «Ο υπολογισμός είναι απλός: λιγότερες εργατοώρες σημαίνει λιγότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και αυτό με τη σειρά του σημαίνει λιγότερη παγκόσμια υπερθέρμανση», αρκείται να πει ο ίδιος.
Το Forbes υπενθυμίζει ότι, το 2008, η πολιτεία της Γιούτα αποφάσισε οι δημόσιες υπηρεσίες να παραμένουν κλειστές το Σάββατο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η κατανάλωση ενέργειας να μειωθεί κατά 13%. Οι υπάλληλοι δήλωναν ότι είναι πιο ευτυχισμένοι και ότι απέφευγαν τις «κοπάνες». Υπολογίστηκε επίσης ότι εξοικονόμησαν 5 εκ. έως 6 εκ. δολάρια το χρόνο από έξοδα μετακίνησης.