Πολιτική
Πέμπτη, 05 Ιουνίου 2003 21:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (05/06/2003) Μέρος 1/8

ΠΕΜΠΤΗ 5 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΕΜΠΤΗ 5 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:00

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α' ΜΕΡΟΣ

09:00 – 10:55

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Κύριε Μυλωνά έχουμε αναγνωστέα έγγραφα;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αυτή τη στιγμή όχι. Απουσίαζα και δεν ξέρω τί έχει ο κ. Παπαδάκης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπε ο κ. Παπαδάκης ότι θα μας φέρει κάποια έγγραφα. Είπαμε χθες ότι έχουν τελειώσει οι μάρτυρες της κατηγορίας όλοι. Έχουμε διαβάσει όλα τα έγγραφα και προχωρούμε σήμερα σε κάποιους μάρτυρες ειδικούς σχετικά με κάποιες πραγματογνωμοσύνες που πρότεινε ο κ. Εισαγγελεύς και αύριο θα έχουμε τα πειστήρια εδώ, συνοδευόμενα βέβαια από τους ανθρώπους που τα διαχειρίζονται, για να μην τα πιάνουν χέρια κτλ. Ο κ. Εισαγγελεύς έχει ζητήσει να εξεταστούν. Θα δούμε εάν πρέπει να εξεταστούν. Αυτό είναι μέχρι τούδε. Εσείς έχετε όμως κάποια ένσταση κ. Μυλωνά.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Επανέρχομαι εν μέρει σε ένα θέμα που απ’ ότι πληροφορήθηκα εθίχθηκε, είναι πολύ σημαντικό και έχω μια εντελώς διαφορετική επιχειρηματολογία να αναπτύξω και βέβαια ξέρετε καλύτερα από μένα ότι οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις ανά πάσα στιγμή ανακαλούνται αν προκύψει κάποιο νέο στοιχείο οπότε και δικονομικά δε νομίζω ότι γεννάται ζήτημα.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Εφέτες, είμαστε νομίζω τώρα πια σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο της Δίκης, ένα σημείο καμπής θα έλεγα, γιατί έρχεστε να εξετάσετε ένα πολύ σημαντικό νομικό ζήτημα το οποίο θα προσδιορίσει και το αν αυτή η Δίκη είναι και σε ποιο βαθμό δίκαιη. Βαριά ίσως αυτή η κουβέντα αλλά θα προσπαθήσω λίγο να την εξηγήσω. Και βέβαια εισαγωγικά να πω ότι ξεκινώ από την αφετηρία, έχω ως δεδομένο ότι το Δικαστήριό σας φυσικά και θέλει να τηρεί όλους τους ισχύοντες κανόνες, φυσικά και θέλει να είναι δίκαιη αυτή η Δίκη.

Όμως το αν θα είναι τελικά δίκαιη αυτή η Δίκη υπό τις επιταγές του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένας παράγων είναι βέβαια ο τρόπος που διεξάγεται η διαδικασία. Ένας άλλος παράγων είναι το αν έχουν τη δυνατότητα οι συνήγοροι Υπεράσπισης να αναπτύξουν λεπτομερώς τα επιχειρήματά τους. Δεν αναφέρομαι σήμερα σε αυτές τις πτυχές της δίκαιης Δίκης. Αναφέρομαι σε μία άλλη ίσως και πιο σημαντική ακόμα πτυχή που έχει να κάνει με τον τρόπο αντιμετώπισης και ερμηνείας κάποιων νομικών ζητημάτων.

Επιτρέψτε μου να πω από τώρα ότι από δω και πέρα, με αφετηρία τη σημερινή ένσταση, θα τεθούν στο Δικαστήριό σας τρία ή τέσσερα πολύ σοβαρά νομικά ζητήματα από την απάντηση στα οποία θα δώσετε, νομίζω ότι θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό, σε ένα αντικειμενικό πια πεδίο το αν θα είναι αυτή η Δίκη δίκαιη. Γιατί ο τρόπος που θα αντιμετωπίσετε συγκεκριμένα νομικά ζητήματα, η απάντηση που θα δώσετε με μία προπαρασκευαστική παρεμπίπτουσα απόφαση, αυτός ο τρόπος αντικειμενικά θα προσδιορίσει και το αποτέλεσμα, αν τελικά θα έχουμε μία δίκαιη Δίκη.

Τα άλλα δυο-τρία θέματα τα αναφέρω παρεμπιπτόντως, είναι βέβαια το αν θα πρέπει να αξιολογηθούν οι προανακριτικές απολογίες και είναι βέβαια και το θέμα της αναδρομικής εφαρμογής του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Περιορίζομαι όμως στο σημερινό μας ζήτημα που έχει να κάνει με το παραδεκτό ως αποδεικτικό μέσο κάποιων πραγματογνωμοσυνών –το υπογραμμίζω αυτό, δε μιλάμε για έγγραφα, μιλάμε για πραγματογνωμοσύνες- οι οποίες όψιμα και καθυστερημένα προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριό σας στις 19 Μαΐου αν θυμάμαι καλά.

Αυτό είναι ένα μείζον θέμα, ένα μείζον νομικό ζήτημα από το οποίο θα εξαρτηθεί και η σύμφωνη με τις επιταγές του άρθρου 6 ή μη πορεία αυτής της Δίκης. Εξηγούμαι και αναπτύσσω λίγο την επιχειρηματολογία μου, αφού πρώτα διευκρινίσω ότι δεν χρειάζεται τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ζητούμε να μην τα εξετάσει το Δικαστήριό σας, δεν χρειάζεται αυτά τα αποδεικτικά μέσα να είναι παράνομα.

Εδώ υπάρχει μία σαφής εξέλιξη και στη θεωρία και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αλλά και στην ίδια τη νομοθεσία μας όπως θα σας πω, βάσει της οποίας κάποια αποδεικτικά μέσα, ανεξάρτητα από το αν είναι νόμιμα ή όχι αυτά καθαυτά, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν από το Δικαστήριό σας, υπάρχει αποδεικτική απαγόρευση, δε νοείται νομικά η παραδοχή της εξέτασής τους, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που έχουν, αν βεβαίως έχουν παραβιαστεί κάποιοι άλλοι δικονομικοί κανόνες.

Εδώ θα θυμίσω πρώτα την πολύ σημαντική επιλογή του συντακτικού μας νομοθέτη στο άρθρο 19, είναι η τροποποίηση η συνταγματική η γνωστή του Απριλίου του 2001. Σ’ αυτή την συνταγματική τροποποίηση έχει προστεθεί μία παράγραφος 3 στο άρθρο 19 του συντάγματος, η οποία έχει ως εξής: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9α›.

Νομίζω ότι αυτή η παράγραφος έχει μια γενικότερη εμβέλεια, έχει μια πολύ μεγάλη σημασία, γιατί βλέπουμε τη βούληση όχι του απλού νομοθέτη, του συντακτικού νομοθέτη, βάσει της οποίας απαγορεύεται σε κάποιες περιπτώσεις η χρήση αποδεικτικών μέσων, -το λέω διαφορετικά, απαγορεύεται το να θεωρηθούν παραδεκτά από ένα Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση κάποιων διατάξεων.

Αυτό νομίζω ότι μπορεί να είναι ένας γενικότερος ερμηνευτικός οδηγός ο οποίος εμφαίνει την βούληση του συντακτικού νομοθέτη η οποία είναι πια μετά το 2001 σαφής. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων, όταν συντρέχουν φυσικά κάποιες προϋποθέσεις παραβίασης δικονομικών κανόνων, αυτά τα αποδεικτικά μέσα δεν μπορούν να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο, εν προκειμένω από το δικό σας Δικαστήριο θεωρώ ότι δεν μπορούν να γίνουν παραδεκτές αυτές οι όψιμες πραγματογνωμοσύνες.

Αναπτύσσω περαιτέρω τη συλλογιστική μου ως εξής: Αν πληροφορήθηκα καλά, χθες έγινε μια αναφορά από το Δικαστήριό σας στο άρθρο 327.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έγινε αναφορά στο 327 1.β και 364.1.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θεωρώ ότι η δική μου επιχειρηματολογία έχει μια εντελώς διαφορετική νομική βάση και επίσης θεωρώ ότι για το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα δεν είναι ενδεδειγμένη –επιτρέψτε μου τη διατύπωση-, δεν είναι ορθή η επίκληση του άρθρου 327 το οποίο λέει ότι εκτός από τις αποδείξεις που έχουν συλλεγεί κατά την ανάκριση, μπορούν να προσκομίσουν στο ακροατήριο νέους μάρτυρες και άλλες αποδείξεις ο Εισαγγελέας εν προκειμένω.

Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με νέους μάρτυρες, είναι προφανές και δεν έχουμε να κάνουμε γενικώς και αορίστως με άλλες αποδείξεις, έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ συγκεκριμένο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχουν όμως αναγνωσθεί αυτές.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Η ανάγνωση δεν σημαίνει ότι θα κριθούν και παραδεκτά ως προς την αξιολόγηση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό καλά κάνετε και το θέτετε για το τέλος. Ότι «αυτά δεν θα τα λάβετε υπόψη κ.κ. δικαστές γι αυτόν και γι αυτόν τον λόγο›. Το λέτε από τώρα λοιπόν.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν αναφέρομαι στην ουσία των συγκεκριμένων πραγματογνωμοσυνών.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν θα ληφθούν υπόψη....

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι, η ανάγνωση δεν εμποδίζει μία μεταγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου που θα κρίνει ότι δεν είναι παραδεκτή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπήκε στη σωστή βάση το θέμα.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι αυτό το δεύτερο σκέλος του άρθρου 327 στο αρχικό σχέδιο του Κ.Π.Δ. δεν βρισκόταν σε αυτή τη θέση και έχει μια γενικότερη σημασία αυτό που λέω. Αν δούμε το σχέδιο του Κ.Π.Δ. οτυ 1934, στο αντίστοιχο άρθρο του 327 δεν περιέχεται η συγκεκριμένη διάταξη, αλλά υπάρχει ένα άλλο άρθρο το οποίο δεν έχει συμπεριληφθεί στο κείμενο του ισχύοντος Κ.Π.Δ. το οποίο –και αυτό έχει μεγάλη σημασία- είναι το πρώτο άρθρο στο κεφάλαιο που αφορά τους γενικούς ορισμούς της κύριας διαδικασίας και ειδικότερα τις θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας.

Το κεφάλαιο 1ο λοιπόν του τμήματος β’ για την κύρια διαδικασία με τίτλο «Θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας›, είχε στο αρχικό σχέδιο ένα πρώτο άρθρο 314 που είχε τίτλο «Είδος διαδικασίας επ’ ακροατηρίω, νέαι αποδείξεις›. Το κείμενο αυτού του άρθρου ήταν πολύ σύντομο και είχε ως εξής: «Επ’ ακροατηρίου εφαρμόζεται η κατηγορητική διαδικασία. Εκτός των εν τη ανακρίσει συλλεγεισών αποδείξεων, δύνανται να προσκομισθώσιν επ’ ακροατηρίου νέοι μάρτυρες και άλλαι αποδείξεις›.

Όπως μπόρεσα να ψάξω, το είχα ψάξει και παλαιότερα, δεν προκύπτει από τα πρακτικά των συζητήσεων βάσει ποίου σκεπτικού και πότε ακριβώς έγινε αυτή η μεταφορά, πάντως έχουμε αυτό το δεδομένο, ότι αυτή η συγκεκριμένη διάταξη η οποία ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το δεύτερο σκέλος του άρθρου 327 παρ. 1, αρχικά ήταν στο 1ο άρθρο της κύριας διαδικασίας που αφορούσε τις θεμελιώδεις αρχές. Αυτή λοιπόν η αρχική ένταξη με κάνει να εισφέρω στη συζήτηση ένα συγκεκριμένο επιχείρημα που έχει ως εξής: Με δεδομένο ότι η αρχική βούληση του νομοθέτη που έφτιαχνε τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν να μπει αυτή η ρύθμιση σε ένα γενικό κεφάλαιο στο οποίο προσδιορίζονται οι θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας, με κάνει να δώσω μία άλλη ερμηνεία, ένα άλλο περιεχόμενο σε αυτό το άρθρο.

Κατά τη δική μου εκτίμηση, από αυτό το άρθρο το οποίο κακώς αν θέλετε μεταφέρθηκε στο 327 σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο της επεξεργασίας του σχεδίου του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά τη γνώμη μου σημαίνει μόνο το εξής: Σημαίνει μόνο μία επιβεβαίωση της αρχής της αμεσότητας, μόνο μία εξειδίκευση της γενικότερης αρχής ότι ση διαδικασία στο ακροατήριο, το Δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνο στα αποδεικτικά μέσα που έχουν συλλεγεί στην προδικασία, αλλά έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει και νέα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία.

Αυτός λοιπόν κατ’ εμέ είναι ένας γενικός κανόνας που προσδιορίζει ουσιαστικά τη δομή της ακροαματικής διαδικασίας που επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά την αρχή της αμεσότητας στην οποία και ο ομιλών επανειλημμένα έχει αναφερθεί. Αυτή λοιπόν είναι μία γενική διάταξη, μία διάταξη-πλαίσιο που προσδιορίζει τη γενικότερη βούληση του νομοθέτη να υπάρχει η δυνατότητα να προσκομισθούν και στο ακροατήριο νέες αποδείξεις.

Όμως στη συγκεκριμένη μας περίπτωση δε μιλάμε γενικά για αποδείξεις. Μιλάμε για πραγματογνωμοσύνες και εδώ νομίζω πρέπει να γίνει μια πολύ σημαντική διαφοροποίηση. Από την όλη δομή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αλλά και από επιμέρους διατυπώσεις στα άρθρα του, υπάρχει μία σαφής διάκριση. Από τη μία είναι οι πραγματογνωμοσύνες ως αποδεικτικά μέσα, από την άλλη είναι τα έγγραφα.

Βέβαια και η πραγματογνωμοσύνη έχει τη μορφή ενός εγγράφου, αλλά δικονομικά δεν αποτελεί έγγραφο, αποτελεί κάτι άλλο. Αν θέλετε αποτελεί μία ειδική μορφή εγγράφου την οποία έχει ξεχωρίσει ο νομοθέτης και για την οποία, αυτό έχει σημασία, έχει ορίσει πολύ συγκεκριμένους, ειδικούς, εξειδικευμένους κανόνες. Ας δούμε λοιπόν πρώτα το άρθρο 178, είναι το γενικό άρθρο για τα αποδεικτικά το οποίο μας λέει ότι «τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι (γ) η πραγματογνωμοσύνη και (δ), (ε) και (στ) τα έγγραφα›.

Βλέπουμε λοιπόν τη σαφή διάκριση που κάνει ο νομοθέτης από τη μία μεταξύ πραγματογνωμοσύνης ως ειδικού αποδεικτικού μέσου και από την άλλη είναι τα έγγραφα τα οποία αποτελούν κάτι το ξεχωριστό. Αυτό είναι το 1ο κεφάλαιο των αποδείξεων. Το 3ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο ειδικά στους πραγματογνώμονες και στους τεχνικούς συμβούλους, ενώ για τα έγγραφα υπάρχει μεταγενέστερη, σε άλλο σημείο του Κώδικα, διαφορετική ρύθμιση. Αλλά πριν πάμε στο ειδικό κεφάλαιο για τους πραγματογνώμονες, ας πάμε στο κεφάλαιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την ακροαματική διαδικασία. Είναι το άρθρο 320 «Διαδικασία στο ακροατήριο›.

«Πρώτο τμήμα προπαρασκευαστική διαδικασία› και περνάμε και στο δεύτερο τμήμα που είναι η κύρια διαδικασία. Εδώ λοιπόν και πάλι έχουμε ξεχωριστές ρυθμίσεις. Αν δούμε τη δομή του 4ου κεφαλαίου που αναφέρεται στην αποδεικτική διαδικασία, ο ίδιος ο νομοθέτης έχει ξεχωριστές υποενότητες. Πριν από το κεφάλαιο 350 έχουμε την 1η ενότητα «Μάρτυρες – απαγόρευση επικοινωνίας μαρτύρων›. Στη συνέχεια έχουμε μία δεύτερη ενότητα την οποία ο ίδιος ο νομοθέτης την ξεχωρίζει: «Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία›, είναι το άρθρο 362.

Στη συνέχεια έχουμε μια τρίτη ενότητα που τιτλοφορείται «Έγγραφα› και αναφέρεται στην ανάγνωση των εγγράφων. Αυτή η τρίτη ενότητα για τα έγγραφα ξεκινά με το άρθρο 364 το οποίο λέει –υποθέτω σε αυτό αναφερθήκατε χθες- ότι στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν δεν κάνω λάθος κ. Πρόεδρε, σ’ αυτό αναφερθήκατε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σε αυτό.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εδώ όμως, και σε αυτή τη διάταξη, γίνεται λόγος μόνο για έγγραφα και αυτή η διάταξη του άρθρου 364, το λέω και πάλι, έχει ενταχθεί σε μια ξεχωριστή ενότητα που αφορά τα έγγραφα. Όμως για το συγκεκριμένο ζήτημα που μας απασχολεί, μία άλλη ενότητα έχει το μοναδικό ενδιαφέρον και τη νομική σημασία κατά την άποψή μου. Είναι η αμέσως προηγούμενη ενότητα, η δεύτερη ενότητα αυτού του κεφαλαίου, που τιτλοφορείται «Πραγματογνωμοσύνη και αυτοψία›. Είναι το άρθρο 362.

Εδώ, στην πρώτη του παράγραφο, μας λέει ειδικά ο νομοθέτης: «Αφού εξεταστούν οι μάρτυρες, διαβάζονται οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων και αν κληθούν στο ακροατήριο από τον Εισαγγελέα εκείνοι που έκαναν την πραγματογνωμοσύνη, η ανάπτυξη αυτή γίνεται....› κτλ., να μη διαβάσω τις λεπτομέρειες.

Εδώ πέρα, για να προχωρήσω την επιχειρηματολογία μου, πρέπει να αναφερθώ και στο άρθρο 166 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και αυτό έχει ιδιαίτερη νομική σημασία, μιλά για τις προθεσμίες. Στην πρώτη παράγραφο λοιπόν του άρθρου 166 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαβάζουμε: «Η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε 15 ημέρες› κτλ. Έχουμε λοιπόν εδώ και μία ρητή αναφορά του νομοθέτη στην προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να έχουν κλητευθεί οι πραγματογνώμονες.

Από το συνδυασμό λοιπόν των διατάξεων του άρθρου 166 και 362 οι οποίες, κυρίως η 362, αναφέρονται ειδικά στο θέμα της πραγματογνωμοσύνης και με δεδομένο ότι από το άρθρο 178 και την όλη δομή των σχετικών κεφαλαίων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που σας προανέφερα προκύπτει ένας σαφής διαχωρισμός εκ μέρους του νομοθέτη μεταξύ εγγράφων από τη μια και πραγματογνωμοσυνών από την άλλη, νομίζω ότι μπορούν εύλογα και πειστικά να υποστηριχθούν τα εξής:

Η πραγματογνωμοσύνη είναι ένα ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο το οποίο έχει μία σειρά από ιδιαιτερότητες, γιατί: Για να καταλήξουμε στο αποτέλεσμα της πραγματογνωμοσύνης που μας λέει αυτό ή το άλλο, έχει προηγηθεί μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία που απαιτεί ειδικές γνώσεις, η οποία γίνεται από τους ειδικούς προς τούτο ανθρώπους που έχουν ορισθεί ως πραγματογνώμονες. Γι αυτό λοιπόν το αποδεικτικό μέσο ο νομοθέτης θεσπίζει πολύ συγκεκριμένους κανόνες και αναφέρομαι βέβαια στα κακουργήματα τα οποία αφορούν τη συγκεκριμένη δίκη.

Ποιοι είναι αυτοί οι κανόνες: Αυτοί οι κανόνες αφορούν δύο βασικά θέματα: Το ένα είναι το πώς διεξάγεται αυτή η πραγματογνωμοσύνη και το δεύτερο είναι το πότε διεξάγεται. Θα ξεκινήσω από το δεύτερο: Σύμφωνα με τα άρθρα του Κ.Ποιν.Δ. που προανέφερα, υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες οι οποίες είναι νομικά επιτρεπτές βάσει του Κ.Ποιν.Δ. για την διεξαγωγή μιας πραγματογνωμοσύνης. Η δεύτερη αναφέρεται ρητά στο άρθρο 362 στη συνέχεια, είναι το ίδιο το Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, όπου τότε βεβαίως θα πρέπει να διοριστούν και οι τεχνικοί σύμβουλοι. Προφανώς δεν είναι αυτή η περίπτωσή μας. Φυσικά το Δικαστήριό σας έχει πάντα τη διακριτική ευχέρεια να διατάξει και τώρα πραγματογνωμοσύνη.

Υπάρχει σύμφωνα με τον Κ.Ποιν.Δ., μόνο μία άλλη δυνατότητα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης. Αυτή η δυνατότητα προκύπτει σαφώς από την δομή και τα άρθρα του Κ.Ποιν.Δ., περιορίζεται στο πλαίσιο της προδικασίας και αυτή η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και μάλιστα σύμφωνα με το άρθρο 166, κατ’ ακριβολογία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί 15 μέρες πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί μόνο τότε θα τηρηθεί η προθεσμία που θέτει το άρθρο αυτό, το 166 για την κλήτευση στο ακροατήριο των πραγματογνωμόνων, οι οποίοι βεβαίως δεν θα μιλήσουν, -είναι ζήτημα κοινής λογικής- δεν θα καταθέσουν για μια εν εξελίξει πραγματογνωμοσύνη, θα καταθέσουν για μια πραγματογνωμοσύνη η οποία έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Από αυτές λοιπόν τις διατάξεις προκύπτει μια σαφής βούληση του νομοθέτη του Κ.Ποιν.Δ η οποία είναι η εξής: δικονομικά επιτρεπτές είναι μόνο δύο μορφές πραγματογνωμοσύνης. Είτε αυτή που το δικαστήριο στην ακροαματική διαδικασία θα διατάξει και θα διεξαχθεί είτε ενώπιόν του, είτε θα ταχθεί προθεσμία και θα διοριστούν τεχνικοί σύμβουλοι. Δεν είναι η περίπτωσή μας αυτή, είτε μπορεί να γίνει λόγος για δικονομικά επιτρεπτή αξιοποίηση μιας πραγματογνωμοσύνης η οποία κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο για την παρούσα υπόθεση, έχει ολοκληρωθεί εντός της προδικασίας.

Αυτό προκύπτει από τα άρθρα 362 σε συνδυασμό με το 166 σύμφωνα με τα οποία η κλήτευση των πραγματογνωμόνων που έχουν κάνει αυτή την πραγματογνωμοσύνη πρέπει να γίνει εντός προθεσμίας 15 ημερών πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

Βέβαια όπως σας είπα δεν είναι νοητό να κληθούν οι πραγματογνώμονες για μία πραγματογνωμοσύνη που δεν έχει τελειώσει, για μία πραγματογνωμοσύνη που είναι σε εξέλιξη. ¶ρα το πρώτο σοβαρό πρόβλημα, ανυπέρβλητο κατά την ταπεινή μου γνώμη για αξιοποίηση των συγκεκριμένων όψιμα προσκομισθεισών πραγματογνωμοσυνών οι οποίες ήρθαν μεσούσης της διαδικασίας μετά από 2 μήνες περίπου ακροαματικής διαδικασίας.

Το πρώτο λοιπόν πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει το Δικαστήριό σας και το οποίο κατά την ταπεινή μου γνώμη καθιστά ανεπίτρεπτη την παραδοχή αυτών των πραγματογνωμοσυνών προκύπτει από την παραβίαση των διατάξεων του Κ.ΠΟΙΝ.Δ. σύμφωνα με τις οποίες μία πραγματογνωμοσύνη μπορεί να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο που δικάζει. Πότε όμως; Όταν έχει ολοκληρωθεί στο πλαίσιο της προδικασίας.

Όμως δεν είναι αυτό το μοναδικό πρόβλημα. Γιατί ειδικά για τις πραγματογνωμοσύνες για κακουργήματα όπως εν προκειμένω ο Κ.Ποιν.Δ. θέτει λεπτομερείς διατάξεις. Είναι τα άρθρα 183, ας μην τα διαβάσω, τα ξέρετε. Εκεί ο νομοθέτης του 1950 που θέσπισε τον Κ.Ποιν.Δ. θεσπίζει σαφέστατες διατάξεις. Όταν έχουμε κακούργημα ορίζει ο ανακρίνων πραγματογνώμονα. Όμως έχει δύο δικαιώματα ο κατηγορούμενος. Το ένα όχι τόσο μεγάλης σημασίας, να ζητήσει την εξαίρεση των πραγματογνωμόνων.

Το δεύτερο όμως στο οποίο θα περιοριστώ έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έχει σαφές δικαίωμα ο κατηγορούμενος – αν θυμάμαι καλά είναι το άρθρο 204 – να ορίσει τεχνικό ή τεχνικούς συμβούλους οι οποίοι θα παρακολουθήσουν την πορεία της πραγματογνωμοσύνης. Σύμφωνα με τις σαφείς και λεπτομερείς διατάξεις του Κ.Ποιν.Δ. η πραγματογνωμοσύνη για κακούργημα είναι ελεγχόμενη. Ναι μεν δεν διορίζει δικό του πραγματογνώμονα ο κατηγορούμενος, όμως έχει ένα αναφαίρετο δικαίωμα που αφορά άμεσα την υπεράσπισή του να διορίσει έναν τεχνικό σύμβουλο ο οποίος παρακολουθεί την πορεία της πραγματογνωμοσύνης και ελέγχει το έργο των πραγματογνωμόνων, κάνει υποδείξεις και γενικότερα παρακολουθεί την πορεία αυτής της σύνθετης ενέργειας που συνιστά η πραγματογνωμοσύνη.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτές οι πραγματογνωμοσύνες διατάχθηκαν 7-8 μήνες πριν, το καλοκαίρι, τέλη Ιουλίου είναι η συγκεκριμένη που αφορά τον κ. Τζωρτζάτο. Υποθέτω ότι και οι άλλες κάπου εκεί θα έχουν διαταχθεί. Σε ένα διάστημα που μόλις είχε ξεκινήσει η προδικασία, όμως αυτή η διενέργειά τους η οποία μάλιστα καθυστέρησε επί 7 μήνες πάσχει από μια σοβαρότατη νομική πλημμέλεια.

Δεν υπήρχε η δυνατότητα στους κατηγορουμένους και βέβαια και στον κ. Τζωρτζάτο τον οποίο εκπροσωπώ να ορίσει τεχνικούς συμβούλους. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτές οι πραγματογνωμοσύνες οι οποίες έχουν διαταχθεί τέλη Ιουλίου 2002 και προσκομίστηκαν στο Δικαστήριό σας στις 19 Μαίου 2003 όταν είχε ξεκινήσει επί 2 μήνες και, αρχές Μαρτίου ξεκινήσαμε να δικάζουμε, όταν είχε ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία, δεν επιτρέπεται δικονομικά να γίνουν αντικείμενο αξιολόγησης από το Δικαστήριό σας.

Δεν έχω μπει ακόμα και δεν θα μπω σήμερα στο θέμα της ουσίας των πραγματογνωμοσυνών γιατί και εδώ πέρα βεβαίως ιδιαίτερα ο κ. Τζωρτζάτος, υποθέτω και οι άλλοι κατηγορούμενοι έχουν τις αντιρρήσεις τους. Αλλά όπως έχει πληροφορηθεί κ. Πρόεδρε το θέμα της ουσιαστικής αξιολόγησης των πραγματογνωμοσυνών έπεται. ¶λλωστε πρώτιστα το Δικαστήριό σας θα επιβεβαιώσει την άποψή του ότι είναι παραδεκτές και σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο θα αξιολογήσουμε την ουσία, το περιεχόμενο της κάθε μιας πραγματογνωμοσύνης.

Περιορίζομαι λοιπόν στο παραδεκτό και λέω τα εξής: δεν είναι δυνατή δικονομικά η αξιολόγησή τους ως αποδεικτικό μέσο ανεξάρτητα από το όποιο περιεχόμενό τους για το οποίο παρεμπιπτόντως αναφέρω ότι κι εκεί έχουμε σοβαρές αντιρρήσεις. Δεν είναι όμως δικονομικά αξιοποιήσιμες. Υπάρχει μια αποδεικτική απαγόρευση. Είναι μία άλλη περίπτωση όπου αποτυπώνεται η βούληση του συνταχτικού νομοθέτη να μην γίνονται δεκτά τα αποδεικτικά μέσα όταν δεν έχουν τηρηθεί κάποιοι δικονομικοί κανόνες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει τηρηθεί ένα πλέγμα δικονομικών κανόνων που αφορά δύο σημαντικότατα νομικά θέματα.

Το ένα είναι ο τρόπος διεξαγωγής αυτών των πραγματογνωμοσυνών κατά πλήρη παραβίαση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων υπέρ του κατηγορουμένου που θέτει ο Κ.Ποιν.Δ και ειδικότερα κατά πλήρη παραβίαση του δικαιώματος που έχει κάθε κατηγορούμενος όταν διεξάγεται εις βάρος του πραγματογνωμοσύνη για κακούργημα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο ο οποίος θα παρακολουθήσει όλη την πορεία της πραγματογνωμοσύνης.

Αυτή η πραγματογνωμοσύνη και αναφέρομαι στην συγκεκριμένη που ξέρω του κ. Τζωρτζάτου κυοφορείται επί 8-9 μήνες εν κρυπτώ και παραβύστω χωρίς να ξέρουμε καν τί γίνεται, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την πορεία μέσω ενός τεχνικού συμβούλου όπως μας επιτρέπει ο Κ.Ποιν.Δ. να παρακολουθήσουμε την πορεία της και να δούμε το πώς καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.

Το πρώτο σημαντικότατο νομικό πρόβλημα που καθιστά ανεπίτρεπτη την αξιοποίηση αυτών των πραγματογνωμοσυνών, αφορά την παραβίαση των συγκεκριμένων δικονομικών δικαιωμάτων που είχε ο κατηγορούμενος στην προδικασία. Αλλά βέβαια δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχει μία άλλη σοβαρότατη δικονομική παραβίαση η οποία έγκειται στο ότι αυτή η πραγματογνωμοσύνη η οποία διετάχθη κατά την προδικασία και διεξήχθη κατά την προδικασία δεν ολοκληρώθηκε όπως υποχρεωτικά έπρεπε να γίνει μέχρι πέρατος της προδικασίας. Με αποτέλεσμα να έχουμε παραβίαση και του άρθρου 166 και του άρθρου 362 και γενικότερα του συνολικού πλέγματος ρυθμίσεων του Κ.Ποιν.Δ. που προανέφερα βάσει του οποίου μία πραγματογνωμοσύνη για να αξιοποιηθεί νόμιμα από το Δικαστήριό σας είτε θα διαταχθεί εδώ και τώρα από το Δικαστήριό σας. Δεν είναι η περίπτωση αυτή, είτε θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι να ξεκινήσει η αποδεικτική διαδικασία.

Εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό, μία τρίτη περίπτωση η οποία δεν προβλέπεται στον Κ.Ποιν.Δ και παραβιάζει ευθέως τις ρυθμίσεις του. Δεν είναι νομικά δυνατόν να υπάρχει μία πραγματογνωμοσύνη η οποία έχει ξεκινήσει την προδικασία, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι την έναρξη της διαδικασίας και η οποία κάποια στιγμή μετά από δύο μήνες αποδεικτικής διαδικασίας παρουσιάζεται εντελώς όψιμα και καθυστερημένα στο Δικαστήριό σας.

Αυτό συνιστά μία παραβίαση και του Κ.Ποιν.Δ και βεβαίως και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Γιατί και υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αξιολογούνται ειδικά οι πραγματογνωμοσύνες. Υπάρχει και η συγκεκριμένη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δέχεται παραβίαση του άρθρου 6 επειδή υπήρχαν προβλήματα με τον τρόπο διεξαγωγής και παρουσίασης μιας πραγματογνωμοσύνης.

Και εδώ λοιπόν υπάρχει ένα πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της πιθανής παραβίασης της βασικής αρχής του Δικαίου μας περί δίκαιης δίκη αν τυχόν το Δικαστήριό σας κάνει αποδεκτές αυτές τις πραγματογνωμοσύνες. Τονίζω και πάλι ότι οι πραγματογνωμοσύνες γιατί μόνο περί αυτών γίνεται ο λόγος σήμερα, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, ένα εντελώς διαφορετικό αποδεικτικό μέσο από τα έγγραφα.

Σύμφωνα με το σκεπτικό που σας ανέφερα η επίκληση εκ μέρους του Δικαστηρίου σας των άρθρων 327 παρ. 1β και 364 δεν αφορά την παρούσα περίπτωση. Δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής για το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα το οποίο είναι άκρως εξειδικευμένο και αφορά το ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης.

Βεβαίως όλοι ξέρουμε ότι η πραγματογνωμοσύνη απαιτεί ειδικές γνώσεις, αφορά μία σύνθετη ενέργεια, μία σύνθετη έρευνα από ειδικούς επιστήμονες για την οποία ο Κ.Ποιν.Δ έχει προβλέψει σαφείς, λεπτομερείς και ειδικές ρυθμίσεις. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτές οι πραγματογνωμοσύνες που προσκομίστηκαν μετά από 2,5 μήνες αποδεικτικής διαδικασίας για τους λόγους που προανέφερα δεν είναι επιτρεπτό, νομικά επιτρεπτό να γίνουν δεκτές από το Δικαστήριό σας.

Επιτρέψτε μου να πω ότι αν καταλήξετε σε διαφορετικό συμπέρασμα θα έχουμε ένα σοβαρότατο πρόβλημα ενόψει του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ που θεσπίζει την δίκαιη δίκη. Θα καταλήξω επισημαίνοντας για πολλοστή φορά ότι άλλο θέμα είναι το πότε μπορούν να προσκομισθούν κάποια έγγραφα κι εμείς και ενδεχομένως και ο Εισαγγελέας μπορεί να προκύψει στην πορεία να προσκομίσει ενώπιον του Δικαστηρίου και τώρα κάποια έγγραφα.

¶λλο όμως είναι εντελώς διαφορετικό θέμα το πότε θα προσκομιστούν οι πραγματογνωμοσύνες με τις ιδιαιτερότητές τους, με τον μακρύ χρόνο που χρειάζεται για να διεξαχθούν και με τις δικονομικές εγγυήσεις που ειδικά γι αυτές θεσπίζει ο Κ.Ποιν.Δ.

Θεωρώ ότι οι συγκεκριμένες πραγματογνωμοσύνες δεν είναι νομικά δυνατό να αξιολογηθούν από το Δικαστήριό σας ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους για το οποίο όπως σας είπα κι εκεί έχουμε σοβαρές ενστάσεις. Βεβαίως νομίζω ότι ανεξάρτητα από το ποια απόφαση πήρε χθες το Δικαστήριό σας που δυστυχώς απουσίαζα, η συγκεκριμένη ένσταση την οποία προέβαλα βασίζεται σε μία εντελώς διαφορετική νομική βάση και έχετε κάθε δικαίωμα, ενδεχομένως και υποχρέωση εφόσον τίθενται ενώπιόν σας νέα νομικά θέματα, βάσει του άρθρου 548 του Κ.Ποιν.Δ να ανακαλέσετε την χθεσινή προπαρασκευαστική απόφαση και να κρίνεται εκ νέου το συγκεκριμένο ζήτημα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελεύς.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, άκουσα με προσοχή την πλευρά της υπεράσπισης. Η ουσία είναι εκείνη η οποία δυσκολεύει την πράξη. Και για την ουσία η Εισαγγελία αγωνίζεται και το Δικαστήριο βέβαια το ίδιο. Το Δικαστήριό σας έχει πάρει μία απόφαση ορθή και νομότυπη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων που έχουν προαναφέρει το 327 και το 364 παρ. 1 του Κ.ΠΟΙΝ.Δ..

Το θέμα «προθεσμία› που ανέφερε ο κ. υπερασπιστής του κατηγορουμένου είναι άλλο πράγμα. Η προθεσμία προς εμφάνιση των διαδίκων, των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων έχει βασιστεί ακριβώς ώστε εκείνος τον οποίο καλεί το Δικαστήριο να έχει χρόνο να ετοιμαστεί και βεβαίως και να προσέλθει εάν είναι κάπου μακριά, εντός των ορίων της προθεσμίας.

Εδώ ο μάρτυρας ο οποίος θα κληθεί από το Δικαστήριο δεν υπάρχει θέμα να έχει κάποια προθεσμία. Ο μάρτυρας καλείται σύμφωνα με την διαδικασία και καταθέτει για πράγματα τα οποία ξέρει. Έπεσε και θέμα συνταγματικότητας. Αναφέρθη το άρθρο 9, 19 του Συντάγματος. 9α νομίζω.

Κύριε Δικασταί, αυτά άλλα λένε αυτά τα άρθρα. Δεν τίθεται θέμα παραβιάσεως αυτών των διατάξεων. ¶λλα έννομα αγαθά προστατεύουν αυτά τα άρθρα. Εδώ είναι μία ποινική δίκη για συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις και τίποτε άλλο. Με αυτό το πλαίσιο της δίκης αυτής οι παράγοντες της δίκης σύμφωνα με τον Κ.Ποιν.Δ. φέρνουν τα αποδεικτικά στοιχεία. Βεβαίως και τα έγγραφα αυτά και διαρκούσης αποδεικτικής διαδικασίας.

Εγώ λέω τούτο. Εάν κ.κ. Δικασταί ως Εισαγγελέας ανακαλύψω ένα έγγραφο που αθωώνει τον κατηγορούμενο θα το κρατήσω και δεν θα το θέσω στο Δικαστήριο; Δεν θα διαπράξει αξιόποινη πράξη; Εγώ ερωτώ. Έχει το δικαίωμα κανείς να αποκρύψει αποδεικτικά στοιχεία κρίσιμα για την κατηγορία; Τί είναι αυτά που λέγονται; Τέτοιος φόβος; Δηλαδή θα συσκοτίσουμε, να κουκουλώσουμε στοιχεία τα οποία έχει η απόδειξη στην διάθεσή της; Φοβόμαστε την αλήθεια;

Κάτι ακόμη κ. Πρόεδρε. Πώς ξέρει η πλευρά εκείνη ότι αυτά τα στοιχεία είναι εναντίον της; Κύριε Δικασταί, είναι κοινά τα αποδεικτικά στοιχεία. Λειτουργούν είτε έτσι, είτε αλλιώς, είτε αλλιώτικα. Ενδεχομένως αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία σε συνδυασμό με άλλα να ενισχύουν τις απόψεις των κατηγορουμένων. Εκτός και αν είναι αυτό που είπα εγώ. Ότι η υπεράσπιση των κατηγορουμένων και οι κατηγορούμενοι πλεονεκτούν έναντι της Εισαγγελίας, ότι αυτοί ξέρουν κ.κ. Δικασταί. Μόνο αυτοί ξέρουν. Εμείς οι υπόλοιποι ψάχνουμε, ερευνούμε κ.κ. Δικασταί. Εκείνοι ξέρουν.

Υπό αυτή την έννοια, εντάξει το κατανοώ. Δικαίωμα και να αρνηθούν την κατηγορία. Βεβαίως, θεμιτό και αυτό. Κατηγορούμενοι είναι. ούτε εγώ ζητώ να ομολογήσουν. Εκείνοι θα εκτιμήσουν τί θα πουν, τί τους συμφέρει. Και το τί τους συμφέρει κ.κ. Δικασταί είναι μια μεγάλη ιστορία, είναι μια μεγάλη υπόθεση.

Ξέρουν άραγε κ. Πρόεδρε τί τους συμφέρει; Ξέρουν άραγε; Μήπως ήξερε η 17Ν μέχρι τώρα τί έκανε; Μήπως σκέφτηκαν πότε; Περιορίζομαι σε αυτά τα λίγα. Κύριοι Δικασταί, ωραία αυτά που λέει ο εκλεκτός Δικηγόρος, είναι και Πανεπιστημιακός.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εμείς έχουμε δώσει τις ευχές μας.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το άκουσα κ. συνήγορε και επειδή το θεώρησα θετικό γι αυτό το είπα. Να επιτύχετε. Κύριε Πρόεδρε, οι απόψεις επαναλαμβάνω είναι ωραίες, ακούγονται ωραία, χαϊδεύουν τα αυτιά, απέχουν όμως από την νομική αλήθεια και να απορριφθούν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο έτερος κ. Εισαγγελεύς δεν θέλει να προσθέσει κάτι;

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Καλύφθηκα απόλυτα.