Να επανεξεταστεί η πρόσφατη γνωμοδότηση που ελήφθη στην πρόσφατη κοινή συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων σχετικά με τη μη κήρυξη του παλαιού Μουσείου Ακρόπολης ως διατηρητέου μνημείου, ζητάει με ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ).
Να επανεξεταστεί η πρόσφατη γνωμοδότηση που ελήφθη στην πρόσφατη κοινή συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων σχετικά με τη μη κήρυξη του παλαιού Μουσείου Ακρόπολης ως διατηρητέου μνημείου, ζητάει με ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ).
«Το παλαιό Μουσείο να κηρυχθεί ως διατηρητέο μνημείο για λόγους ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας. Παράλληλα, να δοθούν στις αρμόδιες Υπηρεσίες όλα τα απαραίτητα μέσα για να εκκινήσει έναν νέο κύκλο ζωής που θα καταστήσει το παλιό Μουσείο κύτταρο ανανέωσης στην κατεύθυνση της σύγχρονης λειτουργίας του χώρου», δηλώνει ο ΣΕΑ.
Ο πρώτος κύκλος ζωής του Μουσείου έκλεισε
«Το παλαιό Μουσείο έκλεισε τον μεγάλο πρώτο κύκλο της ζωής του με την - αναμφισβήτητα αναγκαία - κατασκευή του νέου Μουσείου για την Ακρόπολη. Έκτοτε μένει κενό φέροντας ακόμη τα σημάδια των εκθεμάτων στο κέλυφός του, αλλά και την πατίνα της μακρόχρονης λειτουργίας του», επισημαίνεται στην ανακοίνωση.
Το ιστορικό του παλαιού Μουσείου
Η συζήτηση για τη δημιουργία ενός Μουσείου της Ακρόπολης άρχισε το 1833, οπότε αποσύρθηκε από την περιοχή η τουρκική φρουρά, συζήτηση που διήρκεσε 30 χρόνια. Το παλαιό Μουσείο της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα νοτιοανατολικά του Παρθενώνα στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το οικοδομικό πρόγραμμα προέβλεπε το ύψος του κτηρίου να μην υπερβαίνει τον στυλοβάτη του Παρθενώνα.
Το κτήριο είναι πέτρινο, έχει έκταση 800 τ.μ. και περιλαμβάνει 11 αίθουσες. Τα πρώτα ευρήματα που στέγασε ήταν τα διάσπαρτα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Κατά τις εκσκαφές για τη θεμελίωση του Μουσείου αποκαλύφθηκαν τμήματα του μυκηναϊκού τείχους της Ακρόπολης, τα οποία διατηρήθηκαν στο υπόγειο του Μουσείου.
Σύντομα, το κτήριο αποδεικνύεται ανεπαρκές και αποφασίζεται η επέκτασή του. Το 1888 κατασκευάστηκε ένα μικρότερο κτήριο στα ανατολικά του υπάρχοντος, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες. Η επέκταση αυτή ελάχιστα μετρίασε το πρόβλημα έλλειψης του χώρου, οπότε το 1914 αποφασίζεται νέα επέκταση που υλοποιείται όμως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο Μουσείο της Ακρόπολης μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα 1946 και 1947.
Το 1953 κατεδαφίστηκε το μικρό συμπληρωματικό κτίσμα και άρχισαν οι εργασίες για τη νέα επέκταση του Μουσείου, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η επέκταση έγινε πάνω σε τμήμα του Ιερού του Πανδίωνος, που χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ.. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964. Το 1956 τοποθετήθηκε ως πρόσκτισμα στην ανατολική όψη του Μουσείου και ένα πρόπλασμα δωρικού θριγκού σε φυσική κλίμακα.
Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις, το κτήριο δεν είχε τις δυνατότητες έκθεσης των ευρημάτων που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στο Βράχο, ώστε ήδη από το 1974 εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμησης ενός νέου κτηρίου. Η ανέγερση νέου Μουσείου κρίθηκε επιτακτική, καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.