Πολιτική
Τρίτη, 08 Ιουλίου 2003 19:00

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (08/07/2003) Μέρος 1/7

ΔΙΚΗ 17Ν

ΤΡΙΤΗ 8 ΙΟΥΛΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:00

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:00 – 11:00

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Θα παρακαλούσα να προσέλθει η κα Δέσπω Μαρουλάκου. Δεν υπάρχει στον κατάλογο. Είναι η μάρτυς που σας την είχα προτείνει για την εκτέλεση του Μομφεράτου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα την γράψουμε εμείς αν δεν υπάρχει. Η κα Δέσποινα Μαρουλάκου.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, οι κρατούμενοι Ξηρός Σάββας και Τζωρτζάτος Βασίλειος αδυνατούν να εισέλθουν στην αίθουσα για λόγους υγείας. Ο κ. Γεωργιάδης Διονύσιος με τον κ. Ξηρό Βασίλη θα ανέβουν αργότερα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προσωρινά εκπροσωπούνται από τον κ. Ραχιώτη. Η κα Δέσποινα Μαρουλάκου. Δώστε μας τα υπόλοιπα στοιχεία σας.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δέσποινα-Δανάη Μαρουλάκου του Δημητρίου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού γεννηθήκατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Στην Αθήνα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού κατοικείτε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Στην Αθήνα, στον οδό Δόξα Πατρί 31-33 στον Λυκαβηττό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τί επαγγέλλεστε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Είμαι μοντέζ κινηματογραφικών ταινιών.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επειδή εδώ δεν κάνουμε μοντάζ, δεν είμαστε στο φαντασιακό αλλά στο πραγματικό κόσμο....

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τελείως στον πραγματικό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Βέβαια ξέρω ότι παράλληλοι είναι οι δύο κόσμοι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου) Πόσο καλλιτέχνης είναι η μοντέζ;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Είναι συμπληρωματικός καλλιτέχνης. Δηλαδή ο σκηνοθέτης κάνει τον κόσμο κι εγώ βάζω την τέχνη μου για να γίνει αληθινό, πραγματικό.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου) Δείχνετε ότι θέλετε.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν δείχνω ότι θέλω, καθόλου. Δείχνω αυτό που έχει γυριστεί με έναν αισθητικό τρόπο. Δεν μπορώ να δείξω αυτά που θέλω εγώ. Αυτό που έχει γυρίσει ο σκηνοθέτης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχει σημασία και καμιά φορά ακόμη και το πρωθύστερο και η αναδρομή είναι δουλειά δική σας.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ακριβώς, μπορείς να κάνεις αλλαγές τέτοιες για να φτιάξεις έναν κόσμο αισθητικό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Ορκίζομαι να πω την αλήθεια›.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ορκίζομαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Ραχιώτης έχει το λόγο.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Κυρία μάρτυρα, πότε και κάτω από ποιες συνθήκες γνωρίσατε τον κ. Γιωτόπουλο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τον κ. Γιωτόπουλο τον γνώρισα το 1968 στο Παρίσι μέσα στον αναβρασμό του Μάη, στις συνελεύσεις, με καταλήψεις, διαδηλώσεις, στις συζητήσεις.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Είχατε κάποια προσωπική επαφή σχετικά στενή ή απλώς μια γνωριμία εξ όψεως;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, δεν είχαμε μία γνωριμία εξ όψεως. Είχαμε γίνει φίλοι. Γνωριστήκαμε μέσα σε αυτή την διαδικασία και γίναμε φίλοι. Συζητούσαμε, μαγειρεύαμε, τρώγαμε. Είχαμε μια επαφή καθημερινή. Μπορεί να μην τον έβλεπα κάθε μέρα, αλλά τον έβλεπα πολύ συχνά.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Μέχρι πότε κράτησε αυτή η επαφή σας;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μέχρι το 1969 τον Ιούλιο που εγώ έφυγα από το Παρίσι και εγκαταστάθηκα στις Βρυξέλλες γιατί έγινα δεκτή στην Ακαδημία Κινηματογράφου των Βρυξελλών όπου πέρασε σε εξετάσεις εισαγωγικές.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Όσο ήσασταν στις Βρυξέλλες τον βλέπατε ή χαθήκατε από εκεί και πέρα;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν χαθήκαμε. Βλεπόμασταν αραιά μέχρι το 1971 γιατί δεν ζούσαμε πια ούτε στην ίδια χώρα. Ο κ. Γιωτόπουλος όταν πέρναγε από τις Βρυξέλλες ή ερχόταν μου τηλεφωνούσε και συναντιόμασταν. Ερχόταν σπίτι μου δηλαδή, τρώγαμε, τον κοίμιζα, τον πότιζα κανονικά.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Μέχρι πότε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μέχρι το 1971. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Γιατί μου απευθυνθήκατε εμένα σε σχέση με την υπόθεση Μομφεράτου;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Διότι εγώ κ. Ραχιώτη είχα την ατυχία να είμαι αυτόπτης μάρτυρας στην δολοφονία Μομφεράτου και Ρουσσέτη εκείνη την ημέρα. Γυρίζοντας λοιπόν στο σπίτι μου, τώρα τον Μάρτιο που μας πέρασε, προς το τέλος Μαρτίου άκουσα το δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ στις 21:00. ¶κουσα ότι έγινε μία μεγάλη φασαρία στην δίκη διότι υπήρχε ένας αυτόπτης μάρτυρας που αναγνώρισε τον κ. Γιωτόπουλο και έγινε πολύ μεγάλη φασαρία στην δίκη.

Έλεγε ο μάρτυς ότι ο κ. Γιωτόπουλος ήταν στην δολοφονία του Μομφεράτου. Εγώ ήμουν μπροστά στην δολοφονία του Μομφεράτου και θα σας εξηγήσω πώς, όπου δεν τον είδα τον κ. Γιωτόπουλο τον οποίο γνώριζα πολύ καλά. Αισθάνθηκα λοιπόν ότι πρέπει κάτι να κάνω γιατί ντρεπόμουν να κοιμάμαι ήσυχη και τηλεφώνησα στον κ. Ραχιώτη αμέσως. Φρόντισα, βρήκα το τηλέφωνο του κ. Ραχιώτη, του τηλεφώνησα και του είπα «θέλω να έρθω να καταθέσω στο Δικαστήριο την αλήθεια›.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ήταν 21 Φλεβάρη 1985, 19:00 περίπου το βράδυ. Πού ήσασταν εσείς, τί κάνατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ ερχόμουν στην οδό Τσακάλωφ από τον ¶γιο Διονύση.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Με κατεύθυνση;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Με κατεύθυνση την Βουκουρεστίου στην οποία έπρεπε να στρίψω αριστερά για να πάω στο μαγαζάκι του κ. Λεωνίδα να αγοράσω κάλτσες. Ήταν εκπτώσεις. Έφτασα στην γωνία Τσακάλωφ και Βουκουρεστίου και κοίταγα την βιτρίνα των παπουτσιών γιατί ήταν εκπτώσεις και με ενδιέφεραν οι τιμές των παπουτσιών, ήθελα να αγοράσω.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Στην πορεία σας ήταν το αριστερό ή το δεξιό πεζοδρόμιο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ήταν το αριστερό πεζοδρόμιο από την μεριά που εγώ ερχόμουν.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Στην πορεία σας.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Στην πορεία μου. Δηλαδή τα παπούτσια ήταν στην Βουκουρεστίου γωνία αριστερά, όπως έρχομαι από τον ¶γιο Διονύση, στο αριστερό πεζοδρόμιο. Δεξιά ήταν η GODIVA, απέναντι ήταν το ΜΟΝΟ και από την άλλη μεριά απέναντι το φαρμακείο. Τα ξέρω πολύ καλά γιατί είναι γειτονιά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιο έτος ήταν αυτό;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ήταν το 1985.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πολύ μεγάλη ακριβή μνήμη.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Έχω μνήμη ελέφαντα κ. Μαργαρίτη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το βλέπω.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Να σας πω γιατί έχω μνήμη ελέφαντα; Διότι είναι η δουλειά μου αυτή. Έχω και οπτική μνήμη πολύ καλλιεργημένη αλλά γενικώς έχω μνήμη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θυμάστε το μαγαζί και το απέναντι.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τα μαγαζιά τα θυμάμαι γιατί ψώνιζα από εκεί. Το ΜΟΝΟ είχε ξύλινα παιδικά παιχνίδια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ το δέχομαι. Όταν έλεγαν οι μάρτυρες κατηγορίες τέτοιες λεπτομέρειες για το ΄85, το τί τράβαγαν από την υπεράσπιση. Εσάς όμως εγώ δεν έχω λόγο να σας αμφισβητήσω.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μπορείτε να με αμφισβητήσετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχω κανέναν λόγο.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Γιατί να έχετε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ασφαλώς αυτό είπα, εγώ δεν έχω κανένα λόγο. Να δείτε τί έκαναν όταν θυμόταν κανένας τί έγινε το ΄85.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Να περιμένω όταν θα έρθουν να με ρωτήσουν ότι θέλουν. Δεν έχω αντίρρηση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλω να με προσανατολίσετε λιγάκι. Είναι κοντά που ήταν τα «ΝΕΑ› από πάνω.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ποια «ΝΕΑ›; Η εφημερίδα τα «ΝΕΑ›;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ναι.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Η εφημερίδα τα «ΝΕΑ› είναι στην Χρήστου Λαδά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η φωτοσύνθεση των «ΝΕΩΝ›.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ δεν ξέρω πού είναι η φωτοσύνθεση των «ΝΕΩΝ›. Πού είναι η φωτοσύνθεση των «ΝΕΩΝ›;

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Είναι ακριβώς η απέναντι γωνία από τα παπούτσια που λέει η μάρτυρας.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Θέλετε να σας κάνω ένα σχεδιάγραμμα και να σας πω πού ήμουν;

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αναφερθείτε προφορικά. Θα τα βρούμε τα υπόλοιπα. Φτάνετε στην γωνία Τσακάλωφ και Βουκουρεστίου. Πέστε μας τί συμβαίνει;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τίποτα δεν συμβαίνει. Εγώ κοιτάω τα παπούτσια γιατί έχει μία βιτρίνα από εδώ, την πόρτα του καταστήματος, την άλλη βιτρίνα από εκεί. Αυτό το σημείο είναι η γειτονιά μου εμένα. Το ξέρω απ’ έξω και ανακατωτά. Μην σας κάνει εντύπωση που ξέρω το ΜΟΝΟ. Το ΜΟΝΟ είχε παιδικά παιχνίδια ξύλινα και αγόραζα στο παιδί μου από εκεί. Από το φαρμακείο ψώνιζα τα φάρμακά μου. Δηλαδή είναι η γειτονιά μου. Είμαι εκεί πέρα, κοιτάω τα παπούτσια, εξετάζω τις τιμές. Θα έμεινα και 1,5 ίσως και 2 λεπτά εκεί πέρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήταν 10%;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τί θα πει 10%;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάτω οι τιμές, οι εκπτώσεις.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Είναι λίγο αστείο να σας πω πόσο ήταν.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, ας ολοκληρώσουμε μία εικόνα αν είναι δυνατόν. Είναι σοβαρή η υπόθεση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πολύ σοβαρή αλλά να ρωτάμε κι εμείς.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Πάντως τα παπούτσια είχαν εκπτώσεις. Ήταν φανερό γιατί το παρακολουθούσα και κοίταγα, ήθελα να ψωνίσω. Κοιτάω τα παπούτσια, φεύγω, περνάω την πόρτα του καταστήματος, κοιτάω απέναντι αφηρημένα. Βλέπω δύο άντρες να στέκονται απέναντι. Δεν μου έκανε καμία εντύπωση, δεν ήταν σημαντικό. Στέκομαι στην άλλη βιτρίνα από την μεριά της Τσακάλωφ πάντα. Κοιτάω τα παπούτσια, σηκώνω το κεφάλι μου πάλι αφηρημένα. Τους ξαναβλέπω εκεί απέναντι.

Στρίβω προς την Βουκουρεστίου γιατί είχε κι εκεί βιτρίνα, κοιτάω και από εκεί τα παπούτσια. Αφού κοίταξα όλα αυτά, πηγαίνω προς τον κ. Λεωνίδα στο μαγαζάκι. Την ώρα που ξεκινάω να πάω προς τον κ. Λεωνίδα, δεν έχω κάνει δηλαδή ούτε ένα βήμα, κουνιέμαι δεν ακούω ήχο καθόλου αυτοκινήτων πια. Πώς το συμπεραίνω αυτό; Έκανα την σκέψη να είχα ένα μαγνητόφωνο να πάρω αυτόν τον ωραίο ήχο. Είναι ένας ήχος σπάνιος γιατί η Αθήνα έχει πολλά αυτοκίνητα όπως ξέρετε. ¶κουγα τα τακουνάκια των γυναικών στο δρόμο και τις ομιλίες να αντηχούν. Λέω «να είχα ένα μαγνητόφωνο να πάρω αυτόν τον ωραίο ήχο›.

Δεν προλαβαίνω να κάνω τρία βήματα και ακούω «παφ-παφ› κάτι ήχους οι οποίοι δεν ήταν σφαίρες κατά την γνώμη μου. Τα πέρασα για στρακαστρούκες γιατί δεν είχαν αυτόν τον ήχο που έχουν οι σφαίρες που χρησιμοποιούμε στον κινηματογράφο. Αντηχούσες είναι αυτές που χρησιμοποιούμε. Εγώ λοιπόν δεν τις αναγνώρισα ως σφαίρες. Ήταν ένας ήχος θαμπός, κουφός. Πώς να σας το εξηγήσω; Δεν είχε αντήχηση. «Παφ-παφ›, ένα πράγμα έτσι. Το πέρασα για στρακαστρούκες.

Αφού ακούω ότι ο ρυθμός συνεχίζεται στρέφομαι και τότε τί να δω; Με την στροφή μου ακούω πάλι ένα μόνο «μπαμ› και βλέπω ένα αυτοκίνητο το οποίο χώνεται μέσα στην βιτρίνα της GODIVA με φοβερό θόρυβο. Δεν έχω φτάσει στον κ. Λεωνίδα, έχω κάνει τέσσερα βήματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πού μπήκε το αυτοκίνητο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μπήκα μέσα στην GODINA, στο ζαχαροπλαστείο. Θα σας πω και πώς. Εκείνη την στιγμή που μπαίνει το αυτοκίνητο τρέχω και πηγαίνω ξανά μπροστά στα παπούτσια, στο πεζοδρόμιο δηλαδή. Η απόσταση που με χωρίζει από το αυτοκίνητο είναι από εδώ μέχρι το τέλος του δικού σας έδρανου, 4-5 μέτρα είναι στενός ο δρόμος. Εκεί έβλεπε τα μπούστα δύο ανδρών όπου κρατούσαν πιστόλια και πυροβολούσαν το αυτοκίνητο από την αριστερή του μεριά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από την πλευρά του οδηγού ή από την άλλη;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Από την πλευρά του οδηγού, από την αριστερή μεριά σε σχέση με μένα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Από την πλευρά του οδηγού.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Αφού γίνεται αυτό και έχω μείνει «κόκαλο›, άναυδη.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο πλέον. Πού είχε πέσει;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Είχε μπει μέσα στην GODIVA το αυτοκίνητο. Είχε σπάσει η βιτρίνα, είχε μπει μέσα. Αυτοί φεύγουν από την αριστερή πάντα μεριά του αυτοκινήτου, από εκεί που κάθεται ο οδηγός, έρχονται μπροστά στο φαρμακείο που είναι εκεί σε σχέση με μένα....

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Στην απέναντι γωνία δηλαδή.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Στην απέναντι γωνία σε σχέση με μένα, όπου είναι ένα μπλε αυτοκινητάκι κοφτό πίσω σταματημένο στο οποίο μπαίνουν και φεύγουν με ταχύτητα προς την Δημοκρίτου. Εγώ αμέσως σκέφτηκα τί απέγινε ο άνθρωπος που ήταν εκεί μέσα. Δεν είχα δει ότι ήταν δύο. Πηγαίνω να δω τί απέγινε ο άνθρωπος που ήταν εκεί πέρα.

Πλησιάζω λοιπόν, είμαι ο πρώτος άνθρωπος που πλησίασε αυτό το αυτοκίνητο και βλέπω έναν κύριο στο πίσω κάθισμα, καθιστός κάπως. Δεν είδα αίμα πουθενά. Απλώς είδα ένα παραθυράκι δαντελωτά σπασμένο, προφανώς από τις σφαίρες και πηγαίνω και μπροστά να δω τον οδηγό και βλέπω ότι αυτός ο άνθρωπος κινείται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακόμη δηλαδή ζούσε.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ναι, ότι είναι ζωντανός. Ανοίγω την πόρτα ενστικτωδώς για να τον βοηθήσω αλλά βλέπω ότι είναι αδύνατον. Τί να κάνω; Είναι πολύ δύσκολο να τον βοηθήσω. Αυτή η πόρτα έγειρε κιόλας. Ήταν βαριά και έγειρε γιατί έχει και κατηφέρεια εκεί ο δρόμος. Του είπα μόνο «καλέ μου άνθρωπε θα καλέσω βοήθεια› και φώναξα «βοήθεια, είναι ζωντανός› και πάω να φύγω. Πήγα να φύγω και τα πόδια μου, σαν να είχαν οι μυς μου κάτι πάθει, τα γόνατά μου δεν μπορούσα να τα κατευθύνω. Αυτό που λένε «λύθηκαν τα γόνατά μου›. Το έπαθα για πρώτη φορά στην ζωή μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είδατε κανένα άλλο αυτοκινητάκι εκεί; Μας είπε κάποιος ότι υπήρχε και ένα φορτηγάκι και ένας κύριος μεγαλύτερος από τους άλλους με λευκά μαλλιά, κάπως γκρίζα και είπε «γρήγορα-γρήγορα φεύγουμε›.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ που ήμουν ακριβώς στο πεζοδρόμιο των παπουτσιών δεν είδα απολύτως κανέναν κύριο.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Μην λέτε «το πεζοδρόμιο των παπουτσιών› για να είμαστε ακριβείς. Της γωνίας Τσακάλωφ και Βουκουρεστίου.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Απέναντι ακριβώς από την GODIVA που μπήκε το αυτοκίνητο μέσα. Εγώ δεν είδα κανένα φορτηγάκι. Δεν είδα κανέναν κύριο που να λέει «γρήγορα-γρήγορα› και δεν είδα κυρίως τον Γιωτόπουλο τον οποίο ήξερα και τον οποίο είχα να δω μερικά χρόνια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αποκλείεται λοιπόν ο κ. Γιωτόπουλος κατά την δική σας κατάθεση και μαρτυρία να ήταν εκεί; Θα τον είχατε δει.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τί να σας πω; Εγώ δεν τον είδα. Αυτό ξέρω. Τον Γιωτόπουλο εγώ τον γνώριζα. Δηλαδή αν τον έβλεπα τον Γιωτόπουλο, η κίνησή του, το σουσούμι του, ήταν ένας άνθρωπος που ήξερα καλά.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μήπως από την ταραχή σας εσείς κοιτάγατε προς το αυτοκίνητο και δεν κοιτάγατε ούτε φορτηγάκια, οποιαδήποτε άλλη κίνηση; Ξεχάσατε και τα παπούτσια, ξεχάσατε και τις εκπτώσεις.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μα δεν επρόκειτο να αγοράσω εκείνη την ημέρα παπούτσια. Απλώς μία έρευνα αγοράς έκανα. Δεν υπήρχε περίπτωση.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Να διευκρινίσω κάτι κ. Πρόεδρε. Εσείς την ώρα που βλέπετε να ρίχνουν πυροβολισμούς ήσασταν ακόμα στην γωνία; Πριν πάτε να πλησιάσετε τον Ρουσσέτη είστε στην γωνία; Στην γωνία αντιλαμβάνεστε τους τελευταίους πυροβολισμούς να πέφτουν;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Έχω ήδη στραφεί στον κ. Λεωνίδα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ο κ. Λεωνίδας για να συγκεκριμενοποιούμε είναι επί της Βουκουρεστίου;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Είναι στο πεζοδρόμιο των παπουτσιών επί της Βουκουρεστίου. Είναι ένα μαγαζάκι το οποίο υπάρχει ακόμη σήμερα, πουλάει εφημερίδες, τσιγάρα, κάλτσες, κάποια γυναικεία εξαρτήματα. Ο κ. Λεωνίδας απέχει από την γωνία 7-8-9 μέτρα το πολύ. Εγώ δεν είχα φτάσει ακόμη στον κ. Λεωνίδα όταν στράφηκα και άκουσα το «μπαμ›. Έτρεξα κατευθείαν. Όταν σας λέω έτρεξα, είναι μικρή η απόσταση. Από την μία γωνία ως εκεί της αιθούσης σας ήταν το τρέξιμο που έκανα. Να μην σας πω ότι είναι και μικρότερο.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Όταν ακούτε τον τελευταίο πυροβολισμό απ’ όσους έπεσαν, γιατί μετά οι δράστες έφυγαν....

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μα δεν έφυγαν. Όταν οι δράστες έφυγαν από το αυτοκίνητο εγώ ήδη φτάσει στην γωνία γιατί είχα τρέξει.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ήσασταν στην γωνία λοιπόν.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ακριβώς.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Σε αυτή την γωνία Τσακάλωφ και Βουκουρεστίου ήταν μπροστά σας ή μερικά μέτρα αριστερά-δεξιά σταματημένο κανένα λευκό DATSUN με καρότσα; Είναι χαρακτηριστικό αυτοκίνητο αυτό. Δεν είναι το συνηθισμένο που περνάει στην Τσακάλωφ.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ δεν ξέρω μάρκες. ¶μα μου λέτε με καρότσα....

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ένα αγροτικό δηλαδή.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν είδα κανέναν αγροτικό αυτοκίνητο. Δεν είδα κανένα αυτοκίνητο έτσι κι αλλιώς εγώ.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Είχατε κενό δρόμο μπροστά σας;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: ¶δειος ήταν ο δρόμος. Δεν είχε τίποτα εκεί πέρα. Δεν είδα τέτοιο πράγμα, πώς να σας το πω. Δηλαδή αν αυτό υπήρχε εκεί κάτι θα είχε πάρει το μάτι μου. Τόση ώρα είχα μείνει εκεί πέρα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Ακούσατε από οπουδήποτε να φωνάζουν προς τους εκτελεστές οτιδήποτε; Ακούσατε φωνές; Είπατε προηγουμένως ότι είχε σιωπήσει ο δρόμος.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν περνούσαν αυτοκίνητα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Φωνές προς τους εκτελεστές ή προς οποιονδήποτε ακούσατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τί φωνές; Δεν καταλαβαίνω τί εννοείτε;

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Φωνές που να απευθύνονται προς τους εκτελεστές «πάμε, γρήγορα, τελείωνε›;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Από αυτά τίποτα. Εγώ είδα δύο ανθρώπους που έβλεπα τα μπούστα τους και τα περίστροφά τους. Είναι κατηφορικός ο δρόμος, μεσολαβούσε το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο επέβαιναν οι δολοφονημένοι άνθρωποι όπου εγώ τους έβλεπα αυτούς. Αυτοί έφυγαν από κει χωρίς καμία απολύτως προτροπή. Μπήκαν σε αυτό το αυτοκινητάκι και έφυγαν.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Τρίτο θέμα. Όταν έφυγε το αυτοκινητάκι, το FIAT με τους εκτελεστές μέσα είχε κενό δρόμο μπροστά του;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Κενό είχε. Εγώ θυμάμαι να έφυγε με μία δαιμονισμένη ταχύτητα προς την Δημοκρίτου. Όταν σας λέω ότι δεν περνούσαν αυτοκίνητα και άκουσα αυτόν τον ήχο, αφού σας λέω ότι ήταν τόσο χαρακτηριστικός αυτός ο ήχος, τόσο γυμνός να μην περνάνε αυτοκίνητα. Δηλαδή κάποιοι θα είχαν σταματήσει την κυκλοφορία λίγο πιο πίσω όταν θα πέρασε το αυτοκίνητο Μομφεράτου. Σε αυτή την σκέψη είχα καταλήξει μετά.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Τέταρτο ζήτημα. Πλησιάζετε τους χτυπημένους ανθρώπους.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ναι.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αντιλαμβάνεστε πρώτα αυτόν που καθόταν στο πίσω κάθισμα.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μάλιστα. Ήταν ένας κύριος με το καμηλό του παλτό καθιστός. Εγώ νόμιζα ότι είχε πάθει συγκοπή. Δεν είδα αίμα πουθενά.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Φορούσε ένα καμηλό παλτό;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ένα καμηλό παλτό φορούσε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Την πόρτα .....

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Του Ρουσσέτη; Προσπάθησα να την κλείσω αλλά ήταν αδύνατο. Ήταν πάρα πολύ βαριά και όπως είχε γείρει έτσι το αυτοκίνητο....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ μας είπαν και άλλοι ότι την άνοιξαν την πόρτα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αυτό δεν μας το είπε κανείς ακόμα.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ την άνοιξα την πόρτα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Τί φορούσε ο Ρουσσέτης κα μάρτυς;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ο Ρουσσέτης φορούσε ένα σακάκι που νομίζω ότι ήταν μπλε χρώμα και ένα πουλοβεράκι θυμάμαι αυτό το «V› που είχε.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δεν έχω άλλη ερώτηση προς το παρόν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Εισαγγελεύς έχει το λόγο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κυρία μάρτυς, είπατε ότι δεν είδατε τον κ. Γιωτόπουλο.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εκεί, ναι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το ότι δεν τον είδατε, αυτό τί σημαίνει;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ότι δεν τον είδα αφού ήμουν μπροστά. Όταν άκουσα δηλαδή τον μάρτυρα να λέει ότι τον είδα από ένα μπαλκόνι και τον θυμόταν 18 χρόνια μετά, αισθάνθηκα ότι......

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: ¶λλους είδατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Είδα δύο άντρες.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αυτή την ερώτηση ήθελα να κάνω κι εγώ.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Έναν ψηλό και έναν πιο κοντό. Αφήστε με να τελειώσω όμως αυτό που άρχισα. Είπα το εξής: ότι εγώ δεν μπορώ να κοιμάμαι ήσυχη και να κοιτάω το παιδί μου στα μάτια εάν δεν πάω να καταθέσω την αλήθεια μου στο Δικαστήριό σας και γι αυτό βρίσκομαι εδώ. Γι αυτόν τον λόγο ήρθα. Δεν είχα σκοπό να έρθω και ούτε ήθελα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τον κ. Γιωτόπουλο στο Παρίσι με ποιο όνομα τον ξέρατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Αλέκο τον ήξερα όπως τον ήξερε όλος ο κόσμος. Αλέκο Γιωτόπουλο τον ήξερα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πέρσι ακούσατε με ποιο όνομα συνελήφθη;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ναι, Μιχάλης Οικονόμου άκουσα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πώς σας φάνηκε αυτό;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τί να σας πω; Τον κ. Γιωτόπουλο δεν τον έχω δει έκτοτε για να συζητήσω. Εκείνος πρέπει να σας απαντήσει.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το δικαιολογείτε αυτό;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ στην ζωή μου αυτό.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δικαιολογείτε να είναι με ψεύτικο όνομα;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Να σας πω κάτι. Ξέρω τον Κωστή Μπαστιά που είναι συγγενής μου και που λεγόταν Μπαστουνόπουλος και ονομαζόταν Μπαστιάς. Τον θείο μου τον Γιώργο Λαμπρινό που ήταν Μπαστουνόπουλος επίσης και λεγόταν Λαμπρινός κι αυτός. Τί να σας πω;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ο κ. Μπαστιάς τί ιδιότητα είχε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ήταν Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ο κ. Γιωτόπουλος τί ιδιότητα έχει, τί είχε κάποτε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ο κ. Γιωτόπουλος όταν εγώ τον γνώρισα ήταν φοιτητής στο Σισιέ στα Οικονομικά.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τί ήταν;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Φοιτητής ήταν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πήρε πτυχίο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Νομίζω ότι δεν πήρε, απ’ ότι διάβασα. Δεν τον είχα δει έκτοτε να ξέρω τί έχει κάνει.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Θυμάστε αν εργαζόταν ποτέ;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τότε που ήμασταν φοιτητές κανείς δεν εργαζόταν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Βιοποριστικώς εργαζόταν ποτέ;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κανείς σας κυρία, αλλά εμείς εδώ εργαζόμαστε οι περισσότεροι.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Πιθανώς τότε ούτε κι εσείς εργαζόσασταν, ούτε εμείς κ. Πρόεδρε όταν ήμασταν φοιτητές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν εργαζόμουν;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ δεν χρειάστηκε όταν ήμουν φοιτήτρια να εργάζομαι γιατί η οικογένειά μου μπορούσε να πληρώσει, να είμαι εκτός εργασίας.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήμουν μόνιμος υπάλληλος στην Αγροτική Τράπεζα και καθόμουν και διάβαζα την νύχτα. Δεν καθόμουν.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Κύριε Μαργαρίτη, σε αυτή την ζωή υπάρχουν κάποιοι τυχεροί και λιγότερο τυχεροί. Τί να κάνουμε, έτσι είναι.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Στην ερώτηση που έκανε ο κ. Εισαγγελέας δεν απάντησε η μάρτυς. Ήθελα κι εγώ να την κάνω και νομίζω ότι είναι κρίσιμη. ¶λλους γνωστούς σας είδατε; Στο γεγονός του κ. Μπακατσέλου είδατε άλλους γνωστούς σας, γνωστά σας πρόσωπα;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ εξετάζω την μάρτυρα ή ο κ. Ραχιώτης;

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Υπενθυμίζω ότι στην εξέτασή σας δεν απήντησε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να αφήσετε τον κ. Εισαγγελέα παρακαλώ πολύ.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Κύριε Εισαγγελεύ, μπορείτε να μου ξανακάνετε την ερώτηση γιατί μπερδεύτηκα;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το ότι δεν είδατε τον κ. Γιωτόπουλο, σημαίνει ότι δεν ήταν; Πόσοι άλλοι εκεί ήταν και δεν τους είδατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τί εννοείτε «πόσοι άλλοι ήταν›;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: ¶λλοι, πολίτες.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Πάρα πολλοί πολίτες μαζεύτηκαν αμέσως. Δεν τους είδα όλους. Είδα κάποιους όμως.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κάνατε καταμέτρηση όλων εκεί;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, αλλά πάντως 40 με 50 ήταν σίγουρα, γιατί μαζεύτηκε κόσμος μετά.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Και τους είδατε όλους τους 40-50;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, όλους δεν τους είδα. Να σας εξηγήσω γιατί πιστεύω ότι δεν τον είδα τον κ. Γιωτόπουλο:

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αν κρυβόταν ο κ. Γιωτόπουλος για να μην τον δείτε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Αν κρυβόταν δεν τον είδα. Αλλά πώς τον είδε ο κ. Μπακατσέλος να του λέει «ελάτε›; Εγώ θέλω να πω το εξής: Ότι άπαξ και έπεσε το αυτοκίνητο μέσα στο GODIVA, ο κόσμος που υπήρχε στο δρόμο είχε αποσυρθεί, διότι ο κόσμος φοβήθηκε να μη φάει και καμιά σφαίρα. Δεν υπήρχε κανείς, είχε αδειάσει ξαφνικά, μπήκαν μέσα στα μαγαζιά, κρύφτηκαν οι άνθρωποι και με το δίκιο τους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εσείς τί κοιτάζατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ κοίταζα τους ανθρώπους που ήταν πίσω από το αυτοκίνητο και οι οποίοι έφυγαν από την αριστερή μεριά....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Προηγουμένως είπατε ότι πήγατε εκεί.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τους είδα αφού πλησίασα τους ανθρώπους, αλλά πριν......

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Γιατί να βλέπετε τους άλλους οι οποίοι ήταν εκεί κοντά και να μη βλέπετε το θέαμα;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μα αυτό κοιτούσα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αφού κοιτούσατε το θέαμα, γιατί δεν βλέπατε και τον κ. Γιωτόπουλο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Θέλω να σας πω το εξής, ότι ο δρόμος ήταν άδειος και για να τους δει ο κ. Γιωτόπουλος έπρεπε να έρθει μπροστά μου. Αν ο κ. Γιωτόπουλος τους έλεγε «ελάτε› θα ήταν πολύ κοντά μου και η φωνή του θα μου προξενούσε το γύρισμα του κεφαλιού μου. Λοιπόν, δεν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος που να πει «ελάτε›. Θα τον έβλεπα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτούς τους δύο τους άλλους, πώς τους είδατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τί εννοείτε; Αφού ήταν δύο άνθρωποι που κρατούσαν πιστόλια.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Θυμάστε κανέναν;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Θα ήμουν φαιδρή, μέσα σε μία ταραχή, 18 χρόνια μετά να δω ανθρώπους παντελώς αγνώστους προς εμένα και να πω «αυτοί είναι›. Σοβαρά πράγματα είναι αυτά που με ρωτάτε;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεν είδατε κανέναν που να σας θυμίζει τους δύο εκείνους κυρίους;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Σοβαρά μιλάτε; 18 χρόνια μετά, μέσα σε μια ώρα ταραχής, σκοτάδι, να δω ανθρώπους;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ήταν σκοτάδι; Αφού ήταν σκοτάδι πώς περιμένατε να δείτε τον κ. Γιωτόπουλο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όταν λέω σκοτάδι, ήταν 7 η ώρα....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τί εποχή;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Φεβρουάριος μήνας.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ήταν σκοτάδι ή δεν ήταν;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν είναι απολύτως σκοτάδι, γιατί οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν όπως ξέρετε τον Φεβρουάριο.... Εγώ σας λέω το εξής: Ότι δεν θα μπορούσα κανέναν να αναγνωρίσω, θα μπορούσα να πω ήταν ένας ψηλός κι ένας κοντός, αλλά τα πρόσωπά τους να τα αναγνωρίσω μέσα σε μια ώρα ταραχής; Ανθρώπους που δεν ξέρω καθόλου; Μα τί λέτε; Δηλαδή θα ήμουν αναξιόπιστη και φαιδρή να ισχυριστώ κάτι τέτοιο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εάν υποθέσουμε ότι ο κ. Γιωτόπουλος ήταν εκεί και σας είδε εσάς, θα ήθελε να τον δείτε εσείς;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Πιστεύω αν συμμετείχε σε κάτι τέτοιο δεν θα ήθελε να τον δω. Αλλά έχω να σας πω το εξής: Ότι αν έβγαινε και τους έλεγε «έλα› θα τον έβλεπα. Και επιμένω σ’ αυτό. Γιατί θα το έλεγε μπροστά μου αυτό, δηλαδή θα τον έβλεπα. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να τους πει «ελάτε, φεύγουμε›.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μπορεί να μην τον είδατε εσείς τον κ. Γιωτόπουλο....

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Θα τον έβλεπα, δεν είναι δυνατόν....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εγώ δεν καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα: Ήταν 50 είπατε άνθρωποι. Δεν θυμάστε κανέναν απ’ αυτούς;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Γιατί να τον θυμάμαι, 18 χρόνια μετά; Πώς μπορείτε εσείς, μέσα σε μια στιγμή ταραχής να δείτε ανθρώπους που δεν γνωρίζετε και να τους θυμάστε 18 χρόνια μετά;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Οι φονιάδες πώς ήταν; Κοντοί, ψηλοί;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι ο ένας ήταν ψηλότερος από τον άλλον. Ήταν δύο, ο ένας ήταν ψηλότερος και ο άλλος πιο κοντός. Σε σχέση με μένα μπορεί να ήταν ψηλός και ο άλλος, επειδή εγώ είμαι κοντή όπως βλέπετε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτοί οι άνθρωποι τί έκαναν με τα πιστόλια;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ακόμα πυροβολούσαν όταν εγώ έφτασα εκεί και ύστερα έφυγαν από την αριστερή μεριά του αυτοκινήτου, πήγαν μπροστά στο φαρμακείο, μπήκαν στο μπλε αυτοκινητάκι και έφυγαν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Προς ποια οδό έφυγαν;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Προς την οδό Δημοκρίτου με ταχύτητα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δηλαδή μπήκαν στο αυτοκίνητο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Βεβαίως.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στο αυτοκίνητο υπήρχε άλλο πρόσωπο;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Υπήρχε κάποιος που οδηγούσε μπροστά.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τον είδατε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν τον είδα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αν αυτός ο κάποιος ήταν ο κ. Γιωτόπουλος;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν θα τους είπε «έλα› γιατί αν τους είχε πει «έλα› θα τον έβλεπα. Αν θέλετε να σας δείξω στο σχεδιάγραμμα πού καθόμουν εγώ και αν ήταν δυνατόν να περάσει κάποιος να τους πει «έλα› και να μην τον δώ. Επιμένω σ’ αυτό γιατί δεν είμαι τρελή.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το βλέπω ότι επιμένετε. Εδώ έχουμε μια κατηγορία η οποία λέει ότι ένας φονιάς που είναι ηθικός αυτουργός για 23 ανθρώπους, δικάζεται.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Έχετε πάρα πολύ δίκιο αλλά κι εγώ που δέχτηκα να έρθω εδώ, δηλαδή έπεισα τον εαυτό μου ότι πρέπει να έρθω, δεν μπορώ με τη συνείδησή μου να κοιμάμαι ήσυχη όταν ακούω αυτά τα πράγματα και είμαι παρούσα. Δε θα μ’ άρεσε καθόλου.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τώρα θα κοιμάστε ήσυχη.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Βεβαίως, τουλάχιστον έκανα το καθήκον μου.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όταν αθωωθεί ο κ. Γιωτόπουλος θα κοιμάστε ήσυχη.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν είπα αν αθωωθεί ο κ. Γιωτόπουλος, αυτό είναι δική σας δουλειά. Εγώ ήρθα να πω ότι θα κοιμάμαι ήσυχη γιατί είπα στο Δικαστήριό σας την αλήθεια μου. Αυτό μ’ ενδιαφέρει.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Σας θέτω ως δεδομένο ότι η υπόθεση Μομφεράτου εκδικάστηκε στις 19/3, 20/3, 28/3 και 14/4. Η απορία μου και το ερώτημά μου είναι γιατί δεν ήρθατε να καταθέσετε νωρίτερα.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ήρθα την ημέρα που άκουσα στο δελτίο ειδήσεων όλα αυτά, την άλλη μέρα ήρθα στο Δικαστήριό σας και δεν με δεχθήκατε. Εγώ ήρθα να καταθέσω ως αυτόπτης μάρτυς, μόνη μου κίνησα τη διαδικασία και πήρα τον κ. Ραχιώτη στο τηλέφωνο.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Μια και επικαλεστήκατε προηγουμένως ότι έχετε μνήμη ελέφαντα και χωρίς να μειώσω την αξιοπιστία σας ούτε να την υποτιμήσω, επειδή είπατε και στη συνέχεια ότι «θα ήμουν φαιδρή λόγω της ταραχής να μπορώ να περιγράψω δυο πρόσωπα›, επαναλαμβάνω χωρίς να υποτιμήσω την κατάθεσή σας, μπορείτε να μου πείτε το κολιέ που φοράτε, το ρολόι που φοράτε, το φόρεμα που φοράτε, τα παπούτσια που φοράτε, πότε τα αγοράσατε, από πού και πόσα;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Το φουστάνι αυτό μου το έχει αγοράσει η αδερφή μου 10 χρόνια πριν, τα παπούτσια τα αγόρασα στον Πετρίδη, στην οδό Αναγνωστοπούλου πέρυσι το καλοκαίρι στις εκπτώσεις, το κολιέ μου το έκανε δώρο η φίλη μου η κα Κούκου από το κατάστημα του συζύγου της και το ρολόι ο γιος μου που μου το έφερε από το Λονδίνο πριν δυο χρόνια.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Διαβάζατε τότε εφημερίδες;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Πότε εννοείτε;

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Τότε που έγινε το περιστατικό για το οποίο καταθέτετε.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ναι.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Το περιστατικό της δολοφονίας του Μομφεράτου-Ρουσέτη, το έγραψαν τις επόμενες ημέρες οι εφημερίδες;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Βεβαίως.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Διαβάσατε τις λεπτομέρειες;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, λεπτομέρειες δεν διάβασα, διάβασα ότι ήταν κάποιοι εκτελεστές, ότι κάποιος είπε ότι ήταν τρεις και ότι ήταν ένα μπλε αυτοκινητάκι, αυτά τα πράγματα.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Για άλλο αυτοκίνητο μιλούσαν τότε οι εφημερίδες;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ δεν διάβασα.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Οι εφημερίδες αυτές έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο και γι αυτό σας ρώτησα. Προχωρώ όμως παρακάτω. Βρέθηκε δημοσιογράφος που έγραψε σε μια εφημερίδα «έτσι εγώ έζησα τα πράγματα›. Τα είχατε ζήσει κι εσείς. Είστε είπατε ευαισθητοποιημένο άτομο. Πήγατε στην αστυνομία να καταθέσετε τί είδατε κι εσείς;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, ξέρετε γιατί δεν πήγα; Γιατί αυτό που είχα δει εγώ, το κατέθεταν και άλλοι άνθρωποι, οπότε θεώρησα ότι όλοι το ίδιο λέμε, γιατί να πάω κι εγώ. Εγώ είμαι μια γυναίκα υπεραπασχολημένη, εργάζομαι πάρα πολύ, είχα ένα παιδί μικρό και μάλιστα στην εφηβεία εκείνη την εποχή, δεν είχα περιθώρια να χάνω και χρόνο για τέτοια πράγματα, στα οποία ναι μεν υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας, αλλά οι άλλοι άνθρωποι δεν έλεγαν άλλα.

Εξάλλου, να σας πω γιατί έφυγα από το σημείο του συμβάντος; Γιατί οι πρώτοι που έφτασαν ήταν οι δημοσιογράφοι. Μετά ήρθε η αστυνομία.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Πού βρέθηκαν οι δημοσιογράφοι;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Τους τηλεφώνησαν προφανώς.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Μήπως ήταν στο κτίριο που ήταν η φωτοσύνθεση των «ΝΕΩΝ›;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μπορεί, αλλά εγώ δεν είχα κοιτάξει.....

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Πάντως οι πρώτοι που έφτασαν ήταν οι δημοσιογράφοι και μετά ήρθε η αστυνομία;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ναι. Καταρχήν ήρθε πρώτα ένας δημοσιογράφος, είναι γνωστή φυσιογνωμία αλλά δε θυμάμαι το όνομά του αυτή τη στιγμή.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Όταν λέτε «γνωστή φυσιογνωμία› τί εννοείτε;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ένας άνθρωπος που μπορεί να μένει και κοντά στη γειτονιά μου, να τον συναντούσα δηλαδή.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Μεγάλης ηλικίας;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εκείνο τον καιρό πρέπει να ήταν γύρω στα 50. Ο πρώτος άνθρωπος που είπε «είμαι δημοσιογράφος› και άρχισε να ρωτάει. Αυτά που έλεγαν λοιπόν οι άνθρωποι που είχαν δει το συμβάν, ήταν αυτά που είχα δει και γι αυτό τον λόγο έφυγα.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Εσάς σας ρώτησε εκείνος ο δημοσιογράφος;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, δε με ρώτησε, όρμηξαν διάφοροι, είχα μια μεγάλη ταραχή, άκουγα τί έλεγαν. Πετάχτηκε ένας κύριος αρκετά ηλικιωμένος και μιλούσε μ’ αυτόν.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Είπατε ακόμη ότι «ακόμη πυροβολούσαν όταν εγώ έφτασα εκεί›. Το σημείωσα καλά;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όταν έφτασα στο πεζοδρόμιο των παπουτσιών, δηλαδή όταν έτρεξα και έφτασα εκεί, άκουσα «μπαμ, μπαμ›.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αν κατάλαβα καλά είπατε «ο κόσμος είχε φοβηθεί και πήγε να κρυφτεί›. Εσείς τί κάνατε; Φοβηθήκατε εσείς;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Είναι περίεργο, εγώ νόμιζα ότι είχε γίνει ατύχημα, σας είπα ότι αυτά εγώ δεν τα πέρασα για σφαίρες στην αρχή, σκέφτηκα όμως ότι κάτι είναι αυτό το πράγμα, με το ένστικτό μου, και έτρεξα. Εκ των υστέρων, ξέρετε γιατί λύθηκαν τα γόνατά μου; Γιατί ήμουν ακριβώς διαγωνίως πίσω απ’ αυτό το αυτοκίνητο και μπορούσα να έχω φάει κι εγώ καμία. Τότε το συνειδηοποίησα.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Τρέξατε προς τα πού; Προς τα εκεί ή προς την άλλη μεριά;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Προς το συμβάν έτρεξα.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Τρέξατε προς το συμβάν, ενώ οι άλλοι φοβήθηκαν και κρύφτηκαν.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν σας είπα ότι είδα τους ανθρώπους να κρύβονται, απλώς δεν υπήρχαν άνθρωποι.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ακούστε τα λόγια σας: «Ο κόσμος είχε φοβηθεί και πήγε να κρυφτεί. Μετά μαζεύτηκαν 40-50 άτομα›.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Αυτό μπορεί να το είπα, θέλετε να σας το διευκρινίσω καλύτερα; Όταν οι άνθρωποι βλέπουν ένα τέτοιο συμβάν, προφανώς κρύβονται. Αυτό εννοούσα. Δεν εννοούσα ότι είδα εγώ τους ανθρώπους να τρέχουν και να κρύβονται.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ενώ εσείς δεν πήγατε να κρυφτείτε, πήγατε προς τα εκεί.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Εγώ δεν είχα δει απ’ την αρχή όλο το πράγμα, εγώ το είδα από κάποιο σημείο και μετά. Σας λέω, το είδα λίγο πριν ακουστεί το «μπαμ›. Δευτερόλεπτα...

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Έχω καταλάβει τα πρώτα. Σ’ εκείνα που δεν έχω καταλάβει ζητώ διευκρινίσεις. Είπατε στην αρχή ότι πήγατε εκείνη την ημέρα για να αγοράσετε κάλτσες;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Το είπα.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Είπατε τελικά ότι «δεν αγόρασα τίποτα γιατί πήγα για έρευνα αγοράς›;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, για τα παπούτσια είπα δεν αγόρασα, αλλά οι κάλτσες δε χρειάζεται να κάνεις έρευνα αγοράς, οι κάλτσες είναι ένα φτηνό πράγμα, κάθε μέρα παίρνουμε οι γυναίκες κάλτσες.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αγοράσατε κάλτσες;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Όχι, δεν αγόρασα γιατί ταράχτηκα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πάω να πάρω και κάλτσες, πήγα σπίτι μου.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν χρειάζεται το «γιατί› κα μάρτυς.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Σας το εξηγώ κιόλας.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Είπατε στο Δικαστήριο τί φορούσε το καθένα από τα θύματα;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ναι.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Πείτε μου λοιπόν τί φορούσαν οι δράστες που τους είδατε από το μπούστο και πάνω.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Δεν τους είδα από το μπούστο και πάνω. Τους είδα και ολόκληρους.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ακόμα καλύτερα. Πείτε μας τί φορούσαν.

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Ο ένας φορούσε ένα σκούρο σαν παλτουδάκι και ο άλλος φορούσε ένα κάπως γαλαζωπό.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Τί γαλαζωπό; Σακάκι;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Σαν ανοράκ, πώς να σας το εξηγήσω;

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Υπάρχει ελληνική λέξη του ανοράκ;

Δ. ΜΑΡΟΥΛΑΚΟΥ: Μπουφάν, που δεν είναι επίσης ελληνική, αλλά εν πάση περιπτώσει, ανοράκ σημαίνει ότι είναι πιο μακρύ. Φτάνει κάπως πιο χαμηλά από το μπουφάν.

κ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν έχω άλλη ερώτηση.