Πολιτική
Τρίτη, 15 Ιουλίου 2003 19:06

Ανεπίσημα πρακτικά Δίκης 17Ν (15/07/2003) 07/07

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Πως εξηγείται όμως το πραγματικό γεγονός ότι όλα αυτά συνέβαιναν από έναν άνθρωπο που ήξερε ότι χρησιμοποιεί ένα όνομα που δεν είναι αυτό που είχε κανονικά; Είχε και μια πλαστή ταυτότητα, δηλαδή άσχετα από λοιπές παράνομες δράσεις, υπάρχει μια βάση. Ένας άνθρωπος μπαίνει έστω και της συντρόφου του ή και σαν σύντροφος ενός άλλου ανθρώπου σε μια αντιδικία με το δημόσιο που παίρνει έκταση.

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν πιστεύω ότι αν ένας που πραγματικά ηγείται της Οργάνωσης όπως λέει το κατηγορητήριο, θα μπορούσε να είχε τέτοια δημόσια προβολή. Το θεωρώ αδιανόητο κατά τη δική μου άποψη.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Με την ασθένεια της γυναίκας του είχε ασχοληθεί; Τον απασχολούσε αυτό το θέμα;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Τον απασχολούσε σοβαρά. Θυμάμαι πολλές φορές όλοι είχαμε συνδράμει ψυχολογικά γύρω από το θέμα αυτό, όχι μόνο τη φρόντιζε, ήταν το κύριο θέμα συζήτησης πως θα γίνει, τι θα γίνει, με όλες τις ανωμαλίες που δημιουργήθηκαν. Είχε μια αγωνία πάρα πολύ μεγάλη.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Εδώ υπάρχει μια άποψη, πλανιέται με διάφορους τρόπους ότι η 17Ν είναι συνέχεια μιας δυναμικής αντίστασης που αναπτύχθηκε επί Χούντας, έστω και σε επίπεδο φορέων, προσώπων. Εσείς που από ό,τι καταλαβαίνω είστε μιας ηλικίας που θα μπορούσατε να έχετε μια γνώμη και για τις δυο όχθες δηλαδή και γι αυτό που αναπτύχθηκε μέχρι τη Χούντα, αλλά και για τη 17Ν σε σχέση με αυτό που εξέπεμπε η 17Ν στην ελληνική κοινωνία.

Πόσο στέκει μια τέτοια άποψη; Να πούμε δηλαδή ότι η συνέχεια της αντιχουντικής δράσης είναι η 17Ν.

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Η άποψή μου που κινιόμουν στον ευρωπαϊκό χώρο εκτός από τη Γαλλία, ήταν ότι οι περισσότερες γνώστες Οργανώσεις που είχαν έντονη αντιδικτατορική δράση κατά την περίοδο της Χούντας, παροπλίστηκαν. Μπορεί να είχαν επιφυλάξεις, μπορεί αν είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι ενδεχομένως να υπάρχει πισωγύρισμα, αλλά κατέθεσαν τα όπλα, δηλαδή κατέθεσαν κάθε μορφή πάλης από αυτά που γνωρίζω εγώ.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει συγγένεια μεταξύ κάποιας ομάδας γνωστής αντιδικτατορικής, η οποία θα μπορούσε να ήταν η συνέχεια. Υπήρχε ένας φυσικός παροπλισμός, τουλάχιστον στην πράξη. Μπορεί σε κάποιους να υπήρχε, αλλά στην πράξη δεν έγινε αυτό το πράγμα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Η τυπολογία της δράσης της 17Ν από το ξεκίνημά της από άποψη στόχων, πολιτικής φιλολογίας αυτά τα πράγματα που ήταν γνωστά στον καθένα μας δηλαδή που διάβαζε εφημερίδα, δίνουν την αίσθηση μιας φυσιολογικής συνέχειας; Δηλαδή είχαμε ανάλογες ενέργειες επί Χούντας με αυτό που έκανε η 17Ν ενάμιση χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Κατά τη δική μου αντίληψη όχι δεν είχαν την έννοια της συνέχειας.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Είναι δεδομένο το είπατε και πριν να μην επανέρχομαι ότι αρκετές Οργανώσεις της Αριστεράς και Κόμματα θα πρόσθετα εγώ, είχαν μια λογική πολιτικής επαγρύπνησης μέχρι πολύ αργά και μάλιστα ήταν και δημόσιο το έγραφαν και στις εφημερίδες. Ποια έννοια ακριβώς του αποδίδετε, ή του απέδωσαν αυτοί ως ιστορικό γεγονός. Μια έννοια επιφύλαξης να αντιδράσουμε ένοπλα και να διατηρήσουμε μια ποσότητα οπλισμού, να είμαστε ικανοί να αντιπαρατεθούμε; Μια έννοια προστασίας των ανθρώπων μας;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτή η λογική επαγρύπνησης δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα που ήταν έντονη, αφορούσε και την Ισπανία, αφορούσε και την Πορτογαλία. Τρεις χώρες δηλαδή οι οποίες είχαν δεινοπαθήσει από τις Χούντες, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί να έχουν σαν αντίληψη ότι η μετάβαση στην ομαλότητα να είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Αντίστοιχο παράδειγμα έχουμε την έφοδο των λοχαγών στο Ισπανικό Κοινοβούλιο μετά τη μεταπολίτευση. Αυτός ο κίνδυνος, υπήρχε. Στην Ισπανία έγινε και πραγματικότητα.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Εδώ δεν είχαμε απόπειρες μετά το ’74.

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Υπήρχε εκείνο το περίφημο πραξικόπημα της πιτζάμας παραδείγματος χάρη, υπήρχε αυτός ο κίνδυνος.

I .ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Μπορείτε να δώσετε ένα πολιτικό στίγμα του Γιωτόπουλου όπως τον γνωρίσατε μετά το ’85;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Χαρακτηρισμό με κάποιο απ’ αυτά?

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δώστε γενικούς και ειδικούς χαρακτηρισμούς, κάπως έτσι μπορεί να γίνει νομίζω.

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Θεωρώ ότι είχε μια αριστερή κουλτούρα, μια αριστερή σκέψη και βάση αυτού ταυτιζόμασταν περισσότερο, χωρίς όμως να μπορώ να τον εντάξω ιδεολογικά σε κάποια από τις γκρούπες να το πούμε έτσι, τις οποίες γνώριζα μέχρι τότε. Γιατί δεν επεκτείναμε δεν κάναμε ανάλυση πολιτικών συζητήσεων. Οι συζητήσεις μας ήταν κοινωνικές. Τον θεωρώ δε σαν άνθρωπο από την άλλη μεριά, έναν κοινό, ένα μέσο σκεπτόμενο άνθρωπο, σεβαστό, χωρίς υπερφίαλα και δεν είχε κάτι?ήταν ένας κοινός μέσος σκεπτόμενος άνθρωπος, όπως χαρακτηρίζω τον εαυτό μου, και ξέρω και άλλους δέκα, είκοσι τέτοιους, τους οποίους κάνω και φίλους μου κιόλας.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Αυτός ο άνθρωπος όμως πιάστηκε στις 17 Ιουλίου με την κατηγορία ότι είναι ηθικός αυτουργός των πάντων, στις 17 Ιουλίου πέρσι. Από την ημερομηνία αυτή και μετά και κάποιοι άλλοι άρχισαν να υποδεικνύουν ότι όντως είναι ο ηθικός τους αυτουργός και να έρχονται και κάποια στοιχεία που ερχόντουσαν μέχρι πριν ένα μήνα εδώ στο Δικαστήριο, κάποια καινούργια στοιχεία εναντίον του. Όλο αυτό το πράγμα τι αίσθηση σας δίνει; Είναι κάποια δεδομένα όμως αυτά. Δεδομένα κατηγορίας εννοώ, όχι δεδομένα πραγματικότητας, αυτό είναι άλλη κουβέντα.

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Από την μέχρι τώρα αίσθηση που έχω, παρακολουθώντας μέσα από τις εφημερίδες, δεν έχω άλλο τρόπο. Παρακολουθώντας από τις εφημερίδες, δεν με πείθουν τα στοιχεία που μπορούν να στοιχειοθετήσουν μια τέτοιου είδους κατηγορία. Δηλαδή τα υποτιθέμενα αποτυπώματα, τα περισσότερα στοιχεία αμφισβητούνται, άλλα προσκομίζονται τελευταία στιγμή, δεν πείθομαι εγώ προσωπικά, ότι μπορεί να είναι στοιχεία που μπορεί να έχουν ένα τέτοιο βαρύ κατηγορητήριο, ένα κατηγορητήριο οτιδήποτε.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Γιατί είναι καχύποπτος ένας άνθρωπος στην Ελλάδα, για τέτοια στοιχεία όταν ένας αστυνομικός διευθυντής ή ένας εισαγγελέας μπορεί να είναι βέβαιος γι’ αυτά τα στοιχεία; Και να το δηλώνει καθημερινά. Πού στηρίζεται αυτή η καχυποψία που υπάρχει; Γιατί βεβαίως ο μέσος άνθρωπος που έρχεται και λέει, εγώ δεν τα πολυπιστεύω αυτά τα πράγματα, δεν είναι ούτε γραφολόγος, ούτε ειδικός στα αποτυπώματα, αλλά έχει μια κουλτούρα αμφισβήτησης αυτό, πού στηρίζεται αυτό;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Κοιτάξτε να δείτε, από την προσωπική μου εμπειρία, ξέρω ότι με αυτού του είδους τις πρακτικές, με κάποια σημειωματάκια και με κάποια αποτυπώματα και με κάποια μικρά στοιχεία, η μισή Ελλάδα πήγε στα ξερονήσια. Αυτή την πρακτική με μεγάλη λύπη μου την είδα να εφαρμόζεται και σ’ αυτή τη περίπτωση. Με φαιδρά, κατά την άποψή μου στοιχεία, να υπάρχει ένα ολόκληρο τέτοιο κατηγορητήριο. Περίμενα οι διωκτικές αρχές να είχαν πολύ πιο σοβαρά στοιχεία, αν είχαν, για να ενοποιήσουν έναν άνθρωπο τέτοιο. Το πιστεύω σημαντικά αυτό.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Έρχεται ένας αντίλογος όμως εδώ που λέει ότι έχουμε δυο Ελλάδες, μια από το ’74 και μετά και μια Ελλάδα έχω το πλην άπειρο προς τα πίσω και από εκεί και πέρα έχουμε την Ελλάδα που δεν συμπεριφέρεται έτσι στους πολίτες της, δεν τους την στήνει δεν έχει εμπάθειες η εξουσία απέναντι σε κάποιες ομάδες, δεν μετατρέπει αυτές τις εμπάθειες σε ποινικά αδικήματα, αυτό πώς αντιστοιχεί στην άποψη που έχει ο μέσος άνθρωπος γι αυτά που γίνανε μετά το ’74, αν έχει έννοια ο μέσος άνθρωπος, πείτε μας την δική σας γνώμη καλύτερα.

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Πιστεύω, το σκεφτόμουνα όλο αυτό τον καιρό, ότι την «ανικανότητα› να συλλάβουν την 17Ν, ή μάλλον να ενοχοποιήσουν, καταρχάς ψάχνανε σε λάθος μέρος, από τη στιγμή που με ένα τυχαίο γεγονός το βρήκανε, με την αντίληψη που είχαν, λειτουργήσανε τα παλιά αντανακλαστικά της «σύγχρονης χωροφυλακής›. Μόνο μια τέτοια εξήγηση μπορώ να δώσω.

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Είναι πρωτοφανές γεγονός αυτό μετά το ’74 ή είχαμε και άλλες τέτοιες εμπειρίες στη χώρα; Είναι η πρώτη φορά που κάποιοι κατηγορήθηκαν για την τρομοκρατία τώρα με την 17Ν; Δεν έχουν ξανατεθεί τέτοια ζητήματα; Δεν πέρασαν άλλοι;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Βεβαίως. Πάντοτε διαβάζοντας από τις εφημερίδες, έχουν κατηγορηθεί διάφοροι και μάλιστα έχουν και αθωωθεί κιόλας, με τέτοια μικρά ?

Ι. ΡΑΧΙΩΤΗΣ: Δεν έχω άλλη ερώτηση.

Ν. ΖΑϊΡΗΣ: Να ρωτήσω κάτι τον κ. μάρτυρα. Με ποιον τρόπο επικοινωνούσατε με τον κ. Γιωτόπουλο το διάστημα που βρισκότανε στους Λειψούς;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Ήξερα ότι θα βρισκότανε εκεί πέρα και πήγα και τον βρήκα με μια παρέα ολόκληρη.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Τον παίρνατε τηλέφωνο από εδώ;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Στους Λειψούς όχι. Για το συγκεκριμένο πήγα το ’91 στους Λειψούς, δεν τον πήρα τηλέφωνο, ήξερα ότι θα βρισκόταν εκεί πέρα.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Αν θέλατε να σας δώσει κάποια πληροφορία ή κάποιο στοιχείο για το σπίτι, για τα αρχιτεκτονικά σχέδια, ή εσείς να τον πάρετε;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, όχι, η συζήτηση γινότανε εδώ στην Αθήνα.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Τηλεφωνική επικοινωνία δεν είχατε. Ξέρατε εάν έχει τηλέφωνο στους Λειψούς, ή η σύντροφός του ή ο ίδιος;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Στους Λειψούς μέναμε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια το ’90.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Όταν έφτιαξε το σπίτι αν είχε τηλέφωνο.

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν το ξέρω όχι.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Να ρωτήσω τον κ. Γιωτόπουλο, είχατε τηλέφωνο;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Πολύ μετά.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Πότε βάλατε για πρώτη φορά και στο όνομα τίνος;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό δεν το θυμάμαι, αλλά πρέπει να είχε μπει γύρω στο ’99.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Είναι καταχωρημένο στον κατάλογο;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Έχει τηλέφωνο αλλά δεν το ξέρω εάν είναι καταχωρημένο.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Το νούμερό του;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: 41234.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Ποιος είναι ο κωδικός;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: 0247.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Σε ποιο όνομα είναι;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Στο όνομα της ιδιοκτήτριας της κας Πενώ.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Εάν σας πω σαν δεδομένο, ότι δεν είναι καταχωρημένο τι θα μου πείτε;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν ξέρω.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Σας το θέτω ως δεδομένο.

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΄Εχει γίνει αίτηση κανονική, δεν έχει ζητήσει κανείς να μην καταχωρηθεί, αλλά δεν το έχουν βάλει.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Δεν είναι καταχωρημένο.

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν το ξέρω αυτό.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Σας το λέω.

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν μπορώ να σας απαντήσω σ’ αυτό δεν το ξέρω.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Τελευταία ερώτηση, κινητό τηλέφωνο είχατε;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι δεν είχα όχι.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Δεν είχατε ποτέ κινητό τηλέφωνο.

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε μάρτυς πείτε μου το εξής, εγώ θα ήθελα να πείτε στο Δικαστήριο, από την επαφή την οποία είχατε με τον κ. Γιωτόπουλο και την κα Πενώ, πώς ζούσε αυτό το ζευγάρι; Αν η ζωή του δηλαδή είχε χρήματα πολλά πολυτελή βίο, πώς τους γνωρίσατε εσείς και πώς τους είχατε δει, ποια ήταν η οικονομική τους κατάσταση;

Μ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ: Επειδή και τα δικά μου οικονομικά δεδομένα δεν ήταν πάρα πολύ καλά, μόλις είχα έρθει στην Ελλάδα ήταν πολύ λίγα τα οικονομικά μου, δεν είχα βρει δουλειά, οι επαφές μας που κάναμε όταν βγαίναμε έξω ήταν σε απλά ταβερνεία δηλαδή με το χύμα κρασί, πολύ οικονομικά, δεν είχαν αυτοκίνητο, εγώ είχα π.χ. αυτοκίνητο που το είχα φέρει εδώ, γιατί δούλευα και στην Γαλλία, ήταν πολύ λιτή. Το δε σπίτι τους το πρώτο, όχι το ιδιόκτητο, εκείνο που είχαν με ενοίκιο, επειδή εκείνη την εποχή εμπορευόμουν κιόλας, μάλλον το καινούργιο σπίτι, επειδή εμπορευόμουν και έπιπλα εκείνη την εποχή τους είχα προμηθεύσει μερικά πράγματα, ένα τραπεζάκι χαμηλό και ένα καναπέ. Ήταν πολύ απλή και λιτή η ζωή τους.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ευχαριστούμε κ. μάρτυς να πάτε στο καλό. Ο κ. Σκαρπαλέζος Δημήτριος του Σπυρίδωνα, γεννηθείς στην Αθήνα, επάγγελμα καθηγητής πανεπιστημίου στα μαθηματικά. Δεν ξέρω εάν ορκίζεστε, ή διαβεβαιώνετε;?

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Δεν έχω πρόβλημα, ότι σας βολεύει περισσότερο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εμένα δεν με βολεύει τίποτα. Εσείς αν είστε Χριστιανός Ορθόδοξος θα ορκιστείτε.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Είμαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να πω την αλήθεια.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ορκίζομαι να πω την αλήθεια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλω να μου πείτε από πότε γνωρίζετε τον κ. Γιωτόπουλο, τι σχέσεις είχατε μαζί τους;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Τον κ. Γιωτόπουλο τον γνώρισα στο τέλος του ’63, το πανεπιστημιακό έτος ’63 – ’64 όπου ήμουν φοιτητής στην Γαλλία και αν θυμάμαι καλά αυτός ήταν για δεύτερο έτος στο τμήμα των μαθηματικών μετά συνεχίσαμε την φιλία μας και τη συνεργασία μας όπως θα σας πω πιο ύστερα επί πολύ καιρό.

Και στους πολιτικούς μας προβληματισμούς ήμαστε μαζί και τα συζητάγαμε, μέναμε στην ίδια φοιτητική εστία και ήμασταν και στο κομμάτι της ΕΔΑ, στο τμήμα της ΕΔΑ για τους φοιτητές του πανεπιστημίου. Υπήρχε ένα είδος ας το πούμε ειδικό τμήμα στο οποίο ήταν οι φοιτητές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πείτε μου ότι άλλο έχετε?

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Εμείς ήμασταν εκείνη την εποχή στην αριστερά της ΕΔΑ και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μας ήρθε όταν έγινε το πραξικόπημα ήμασταν στο συνδικαλιστικό κίνημα των φοιτητών στο Παρίσι, μας ήρθε η κεραμίδα του πραξικοπήματος και θυμάμαι ότι μας είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι δεν υπήρχαν καθόλου πολιτικά μέτρα ενόψει του ενδεχομένου ενός πραξικοπήματος. Ενώ ένα κομμάτι του κόμματός μας έλεγε, μα είμαστε σίγουροι ότι δεν θα πάθουμε τίποτα, ότι τα πράγματα θα πάνε καλά κλπ, η καθοδήγησή μας, μας έλεγε, ήρεμα, ήρεμα, ήρεμα. Και αυτό είχε δημιουργήσει ένα έντονο συναίσθημα, σχεδόν ότι μας εγκατέλειψαν, ότι η καθοδήγηση του κόμματός μας, μας εγκατέλειψε.

Και όταν άρχισε η δικτατορία σύντομα οδηγηθήκαμε στο να κάνουμε στην αρχή συζητήσεις σε γενικές συνελεύσεις, στις οποίες συμμετείχα και εγώ και ο Γιωτόπουλος και άλλοι. Το αποτέλεσμα είναι ότι κανείς από μας δεν μπορούσε πια να επιστρέψει στην Ελλάδα, (πράγμα που δείχνει σε τι βαθμό είναι τελείως άσχετοι οι συγγραφείς διαφόρων βιβλίων του τύπου Ζεράρ ντε Βιλλιέρ όπως οι κ.κ. Τέλογλου και Παπαχελάς και διάφοροι άλλοι), γιατί δεν δείχνουν ότι είχαν μια γνώση της κατάστασης της εποχής.

Έπαιρναν διάφορες ημιπληροφορίες, τις συνέδεαν, βάζανε και κάποιο στοιχείο να είναι λίγο πιο νόστιμες και μας λένε ότι να, οι πληροφορίες που έχουμε. Το ’67 και μετά το αποτέλεσμα είναι ότι μερικοί από μας απευθυνθήκαμε και κάναμε το Κίνημα της 29 Μάη και βγάλαμε και ένα περιοδικό το οποίο είχε μια σχετική απήχηση στους φοιτητές του εξωτερικού, και το οποίο προέβαλε την διεκδίκηση μιας λαϊκής εξουσίας που να μην είναι απλώς και μόνο η επαναφορά στην λεγόμενη ομαλότητα .

Ήδη από εκείνη την εποχή βάζαμε κοινωνικά ζητήματα, βάζαμε ότι η δημοκρατία που θα πρέπει να επιστρέψει να έχει μια πραγματική ανεξαρτησία, να μην υπάρχει η κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου στην κοινωνία κλπ.

Αυτό το πράγμα δεν κράτησε πολύ καιρό. Κάναμε προσπάθειες να έρθουμε στην Ελλάδα της οργάνωσης. Η προσπάθεια δυστυχώς απέτυχε γιατί έγιναν και συλλήψεις, είχε πάει ο Αλέκος κάτω. Τελικά έγιναν συλλήψεις, είχαν συλλάβει τέσσερα άτομα τα οποία ήταν ήδη μέσα, αν θυμάμαι καλά τα ονόματα Τάτσης, Όχνος, Χλωρός και ένα άλλο που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή και δικάστηκαν ερήμην άλλα τέσσερα μέλη της οργάνωσης.

Η κατάστασή μου εμένα σ’ όλη αυτή την ιστορία είναι ότι συνέχιζα να έχω πολύ στενές σχέσεις με τον Αλέκο Γιωτόπουλο, ήμασταν πολύ φίλοι, συζητάγαμε πάρα πολύ, ήμασταν στην ίδια ομάδα και δεν είχα δει ποτέ τον Αλέκο να παίζει το ρόλο του αρχηγού. Ήταν πάντα του στυλ, το κάνουμε, το κάνουμε. Ποιοι το κάνουν; Και κατά κανόνα, ήταν από τους ανθρώπους που είχαν το κουράγιο από τους πρώτους οι οποίοι κατεβήκανε στην Ελλάδα εκείνη την εποχή για να δουν πώς θα έρθουν σε επαφή. Επαναλαμβάνω σε μια εποχή που ήμασταν όλοι σταμπαρισμένοι.

Δηλαδή δεν είχα διαβατήριο από ένα σημείο και πέρα, κανείς μας δεν είχε, όλοι είχαμε υπόψη μας ότι εάν πηγαίναμε στην Ελλάδα και μας πιάνανε με τα ονόματά μας, θα περνάγαμε μια όχι και τόσο ευχάριστη στιγμή. Και ας πούμε π.χ. στη περίπτωσή μου ήξερα ότι είχαν ήδη γίνει ανακρίσεις στην Ελλάδα σε άλλα άτομα, μήπως συναντήσατε ποτέ τον Σκαρπαλέζο κλπ. Δηλαδή ήμασταν όλοι τελικά σε κατάσταση, που εάν κατεβαίναμε στην Ελλάδα με τα ονόματά μας θα είχαμε σοβαρές δυσκολίες.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή εννοείτε και μετά το ’74 για να καταλάβω;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Όχι. Μιλάω για την περίοδο της δράσης της 29 Μάη. Μετά την 29 Μάη και την ατυχή ας πούμε λήξη της προσπάθειάς μας, ξανασυναντηθήκαμε διάφορα άτομα, ήρθαμε σε επαφή και με άτομα από άλλες χώρες και κάναμε την οργάνωση Λ.Ε.Α. Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε ακριβώς;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Αυτό περί το ’69, εκεί περίπου. Τώρα σας τα λέω γιατί αποφάσισα να μην κάνω ας πούμε επανάληψη για να είμαι πιο αυθεντικός, να σας λέω ότι μου έρχεται με τον τρόπο που το θυμάμαι. Και σ’ αυτή την οργάνωση υπήρχε το στοιχείο του, Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση σε αντιδιαστολή με την άποψη της επαναφοράς της ομαλότητας την οποία πρέσβευε ένα κομμάτι της συντηρητικότερης αντίστασης εναντίον της χούντας.

Μ’ αυτή την ιδιότητα κάναμε μια σειρά από προπαγανδιστικές πράξεις. Κάναμε μερικές ας το πούμε βομβιστικού είδους πράξεις, στην Ελλάδα το ’71 – ’72 και από το ’70 έως το ’71, ’72 και μετά από το ’71 έως το ’74. Επίσης βάζω το ’71 σαν σταθμό γιατί μας συνέβη μια ατυχία. Δηλαδή μου είχαν δώσει να κρατήσω μια βαλίτσα, στην οποία έπρεπε να κοιτάω επειδή ήμουν αυτός που καμιά φορά μιλούσε σε συνελεύσεις έπρεπε να μην είναι σπίτι μου. Μια βαλίτσα που είχε μερικά διαβατήρια, είχε πυροκροτητές και πολιτικά κείμενα.

Και είχα πάει 15 μέρες διακοπές, αλλά βεβαίως όχι στην Ελλάδα, είχα πάει σε ένα βουνό της Γαλλίας, και είχα βάλει την βαλίτσα στο δωμάτιο μιας συντηρητικής αλλά δημοκράτισσας συναδέλφου που ούτε καν θυμάμαι το όνομά της, γιατί ήθελα να είναι στο σπίτι ενός ατόμου που δεν έχει υπερβολική αριστερίστικη δράση που δεν είχε συμμετάσχει σε πολλές φασαρίες το Μάη του ’68 και είχα την ατυχία ότι το συγκεκριμένο άτομο φιλοξένησε μια Τσεχοσλοβάκα που βλέποντας στα μεγάλα μαγαζιά τα διάφορα μοντελάκια άρχισε και έκλεβε, την έπιασαν, πήγαν στο σπίτι της συγκεκριμένης και βρήκανε την βαλίτσα με όλα αυτά. Και εγώ γυρνώντας από διακοπές, βρίσκομαι επί δυο μήνες στην φυλακή.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτό έγινε στο Παρίσι ή εδώ;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Στο Παρίσι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχετε έρθει;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Εγώ προσωπικά όπως καταλαβαίνετε και λόγω του προβλήματος της ομιλίας που έχω, δεν ήμουν ο πιο απαρατήρητος άνθρωπος ας πούμε, δεν περνούσα απαρατήρητος και επειδή είχα σχετικά ένα κάποιο όνομα στις συζητήσεις που γινόντουσαν, στους καυγάδες που γίνονταν, δεν πήγαινα στην Ελλάδα. Και επειδή είχα ήδη μετά το ’69, το ’68 έγιναν οι κινητοποιήσεις του Μάη του ’68 στις οποίες συμμετείχα. Αλλά επειδή είχα το πρώτο έτος του μεταπτυχιακού, βρέθηκα στη θέση του βοηθού πανεπιστημίου, γιατί το αποτέλεσμα ήταν ότι αμέσως μετά τις κινητοποιήσεις του ’68 άνοιξε η παιδεία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Περάσαμε το πανεπιστήμιο από 500.000 έβαλε ξαφνικά μέσα ένα εκατομμύριο κόσμο.

Και επίσης περάσανε από το σύστημα του καθηγητή που κάνει ένα μάθημα σε 500, σε ένα σύστημα φροντιστηριακών μαθημάτων που ήμασταν πενήντα, πενήντα. Με την βαλίτσα είχαν γίνει μια σειρά από αντιστασιακές πράξεις στην Ελλάδα. Είχε γίνει μια βόμβα στο Υπουργείο Προεδρίας. Είχαν μπει σε βυτιοφόρα της ESO PAPPAS απ’ ότι θυμάμαι. Υπήρχε μια δράση που είχε αρχίσει προτού με συλλάβουν.

Τώρα με συλλαμβάνουν στο Παρίσι, η δράση στην Ελλάδα συνεχίζεται και μου επιδεικνύουν μια σειρά από διαβατήρια με μερικά πρόσωπα από τα οποία οι δυο πρώτες φάτσες ήταν ο Αλέκος Γιωτόπουλος και ο Αναγνωστόπουλος. Και μου λένε ποιοι είναι αυτοί; Εγώ έκανα τον παλαβό, δεν ξέρω είμαι μαθηματικός δεν έχω ιδέα. Τελικά δεν επιμείνανε, αλλά προφανώς είχαν ιδέα ότι ήξερα περί τίνος πρόκειται. Και συνέχισα να είμαι μέλος της οργάνωσης, απλώς η κοινωνική μου σχέση με τον Γιωτόπουλο και με τον Αναγνωστόπουλο, από εκείνη τη στιγμή και μετά έγινε διακριτικότερη. Τον Αναγνωστόπουλο οπότε δεν υπήρχε τόσος λόγος να είμαι προσεκτικός. Με τον Γιωτόπουλο όμως βλεπόμασταν ας το πούμε με κάποιον στοιχειωδώς συνωμοτικό τρόπο.

Οι θέσεις της οργάνωσής μας της οποίας σας είπα και η δομή της ήταν στο γενικό πρότυπο που κυκλοφορούσε στον μη σταλινικό χώρο, εκείνη την εποχή της αριστεράς, δηλαδή ημιαυτόνομες ομάδες, με κάποιον στοιχειώδη συντονισμό, που υποτίθεται ότι ιδίως οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να συζητούνται απ’ όλους.

Δηλαδή επειδή είχαμε όπως λέμε, όποιος καεί στη φωτιά φυσάει και το γιαούρτι, είχαμε τις απογοητεύσεις της προηγούμενης περιόδου και τουλάχιστον ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της γενιάς μου, σε όλες τις αποχρώσεις τους, είχαμε μια επιφύλαξη στην έννοια του αρχηγού. Το ίδιο συνέβαινε όχι μόνο στο Παρίσι, όχι μόνο στην Ελλάδα, συνέβαινε σε όλη την Ευρώπη, αφού αντίστοιχες αντιδράσεις είχαν υπάρξει μέχρι και την Γιουγκοσλαβία.

Δηλαδή αυτού του είδους τα ας τα πούμε πιο ελεύθερα κινήματα, είχαν φθάσει σε όλη την Ευρώπη. Και μάλιστα και σ’ άλλες χώρες όπου η προσπάθεια να υπάρχει περισσότερη δημοκρατία, είχε γίνει ένα είδος νέου μοντέλου, σε ένα ας πούμε αντιμοντέλο στον συνηθισμένο κομμουνιστικό ας πούμε πυραμιδοειδές σχήμα με τον Γενικό Γραμματέα πάνω – πάνω.

Τώρα θέλω να πω σε τι κλίμα βρισκόμασταν όταν τελικά η Χούντα έπεσε. Η γενική μας άποψη ήταν ότι υπήρχε η αναγκαιότητα ο ριζοσπαστικός αριστερός χώρος, αυτός δηλαδή που ήθελε μια μετάβαση από την Χούντα όχι στην ομαλότητα απλώς την προηγούμενη, αλλά σε ένα πολύ δημοκρατικότερο και κοινωνικότερο καθεστώς, είχαμε την ελπίδα ότι θα μπορούσαμε με διάφορες συζητήσεις, με διάφορες μαζώξεις οι οποίες έγιναν κατά κόρον, να κατορθώσουμε να κάνουμε ένα Αριστερό Κόμμα το οποίο να μην κουβαλά τις αμαρτίες του παρελθόντος.

Δυστυχώς αποτύχαμε. Ο τόπος που έπεσε πολύ σύντομα λόγω της προδοσίας της Κύπρου η Χούντα, μας είχε αφήσει απροετοίμαστους και βρεθήκαμε σε μια κατάσταση που δεν κατορθώσαμε να αναπτύξουμε μεταξύ μας την αναγκαία κοινή γλώσσα για να πετύχουμε αυτό το πράγμα.

Επίσης θέλω να επαναλάβω κάτι που είπε και ο προηγούμενος μάρτυρας, ότι πραγματικά ήταν πολύ έντονοι οι φόβοι επαναφοράς. Θα σας πω την δική μου εμπειρία. Το ’74 όταν αποφασίσαμε να διαλύσουμε την Οργάνωση γενικά ήταν ομόφωνη η άποψη ότι σαν Οργάνωση ΛΕΑ δεν είχε νόημα να υπάρχει πια, ότι ο στόχος μας είναι να ξεχυθούμε στην κοινωνία και όσοι θέλουν να συνεχίσουν να προωθήσουν τη δημιουργία ενός Αριστερού πόλου, αλλά σας λέω με πολιτικά κριτήρια, δεν υπήρχε σε καμιά σκέψη να συνεχίσουμε με ένοπλη βία εναντίον δημοκρατικού καθεστώτος.

Εμείς αυτό που συζητούσαμε ήταν εάν κάτω από την επίφαση του δημοκρατικού καθεστώτος, υπήρχε η περίπτωση της επαναφοράς της ένοπλης βίας, γιατί βλέπαμε ότι ούτε οι βασανιστές είχαν δικαστεί, εκτός από τους καθαρά πρωταίτιους του πραξικοπήματος, δηλαδή τους επίσημους, την κορυφή του παγόβουνου. Όλος ο υπόλοιπος μηχανισμός ήταν ακριβώς όπως ήταν!

Υπήρχε ένας ευεργετικός νόμος ο οποίος έλεγε ότι όσοι είχαν πανεπιστημιακή ιδιότητα και δεν είχαν μπορέσει την εποχή της Χούντας να κάνουν το στρατιωτικό τους, μπορούσαν να κάνουν 6 μήνες οι οποίοι μετά μετατράπηκαν σε 3 γιατί ίσως να υπήρχαν κάποιοι λόγοι, δεν ξέρω, πάντως εγώ πήγα για να κάνω 6 μήνες πράγμα το οποίο μου επέτρεπε να μην χάσω την ιδιότητά μου σαν προσωρινός βοηθός στο Πανεπιστήμιο. Είχα βάλει όλο μου το διδακτικό έργο στο 2ο εξάμηνο και επωφελήθηκα αυτού του συγκεκριμένου μέτρου. Δηλαδή είχε ήδη διασπαστεί σε 6 και 7 ήταν η παλιά σχολή Θετικών Επιστημών.

Πήγα στρατό και ανακάλυψα μια απερίγραπτη κατάσταση. Δηλαδή πάω, μας λένε «Να περπατήσουμε, να πούμε ένα τραγούδι κλπ.›. Τι τραγουδούσαν μετά την πτώση της Χούντας; «Και ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα πολεμούσε για τα ιδανικά και έβαψε τους Κίτρινους στο αίμα, για να τους μάθει τι θα πει ελευθερία›. Λέω καλή ελευθερία έχουμε με τέτοιο Στρατό!

Στα βιβλία, στη βιβλιοθήκη του Στρατού είχα δει φυλλάδια περί Εβραίων, Μασόνων κι άλλων εχθρών του έθνους. Θυμάμαι ότι ο αξιωματικός, ο παπάς που μας έκανε την εθνική διαπαιδαγώγηση μας έλεγε «Και να φυλάγεστε από τους τρεις εχθρούς του έθνους, οι οποίοι ήταν: ο Κομμουνισμός, ο Σοσιαλισμός και ο Αυνανισμός και όλου τους –ισμούς εκτός από τον Χριστιανισμό›! Ο μόνος –ισμός που ήταν θεμιτός ήταν ο Χριστιανισμός.

Επιπλέον επανειλημμένως με καλούσαν να μου κάνουν σπόντες για την αντιδικτατορική μου συμμετοχή του στιλ «Εμείς έχουμε υπόψη μας ότι εσύ ήξερες να βάζεις εκρηκτικά› και να μου στέλνουν κάποιους του Α2 σε στιλ «Φίλε άντε να μας πει μερικές ιστορίες της αντίστασης και ποιοι ήταν και πως› κλπ. Όταν τελείωσε αυτό το πράγμα γυρνάω και σε όλου τους συντρόφους μου τους παλιούς, τους λέω τις εμπειρίες μου, του τι συνέβαινε. Τους είπα ότι δεν είχα καθόλου το συναίσθημα ότι είχαμε τελειώσει με αυτή την ιστορία.

Επιπλέον κατά καιρούς στο Παρίσι γιατί όταν ήμουν μέχρι που δικάστηκα γιατί μπήκα στη φυλακή, έμεινα δυο μήνες με την πίεση των συναδέλφων μου στο Πανεπιστήμιο βγήκα, αλλά έπρεπε να πηγαίνω κάθε 15 μέρες να βλέπω την Αστυνομία και κάθε τόσο με ρωτούσαν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, όπως πάμε δεν θα τελειώσουμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ό,τι πει ο κ. Εισαγγελέας. Θα συνεχίσουμε αύριο. Διακόπτουμε για αύριο το πρωί στις 09:00 η ώρα.