Πολιτική
Τετάρτη, 16 Ιουλίου 2003 20:00

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (16/07/2003) Μέρος 1/7

ΤΕΤΑΡΤΗ 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 2003

ΔΙΚΗ 17Ν

ΤΕΤΑΡΤΗ 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:05 – 11:25

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διακόπηκε. Ο κ. Σκαρπαλέζος να έρθει να συνεχίσει την κατάθεσή του.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ο κρατούμενος κ. Σάββας Ξηρός αρνείται να εισέλθει στην αίθουσα για τους λόγους που είχε προαναφέρει κατά την αποχώρησή του. Ο κ. Ξηρός Βασίλειος για λόγους υγείας δεν μπορεί να εισέλθει στην αίθουσα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εκπροσωπούνται κ. Εισαγγελεύω. Πείτε να έρχεται να λέει και καμία «καλημέρα› ο Σάββας εδώ πέρα. Κύριε Σκαρπαλέζο, είχαμε μείνει στον στρατό.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ήθελα επίσης όμως επειδή ακριβώς λόγω της πίεσης δεν είχα δώσει μια παρουσία μερικών άλλων δεδομένων, ήθελα να πω με τί τρόπο συζητάγαμε την ποιότητα των στόχων της αντιστασιακής μας οργάνωσης και τί είχαμε κάνει πριν.

Θέλω να πω ότι είχαμε σκεφτεί τί τρόπο υπάρχει δυνατότητα να περάσουμε το μήνυμα ότι το καθεστώς δεν είναι άτρωτο και το μήνυμα ότι το καθεστώς ότι πορεύεται από την βοήθεια της αμερικανικής CIA της μεγαλύτερης Τρομοκρατικής Οργάνωσης. Η επιλογή μας ήταν επιλογή στόχων, δηλαδή να δείξουμε παραδείγματος χάρη με μία βόμβα στο Υπουργείο Προεδρίας ότι το καθεστώς δεν είναι άτρωτο.

Να επιδείξουμε με μία σειρά από βομβιστικές πράξεις στην AMERICAN EXPRESS που ήταν μεγάλη αμερικανική επιχείρηση, στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, στην Αμερικάνικη Πρεσβεία που ήταν το άδυτο της εξουσίας αυτής, στα αμερικάνικα αυτοκίνητα της στρατιωτικής αποστολής που σε τέτοια κατάσταση είναι ας το πούμε το σύμβολο του κατακτητή κατά κάποιο τρόπο, στο άγαλμα του Μεταξά που συμβολίζει την συνέχεια της δικτατορικής και φασιστικής παράδοσης στην Ελλάδα και ειδικά αυτή η βόμβα στην Αμερικάνικη Πρεσβεία είχε πολύ μεγάλη σημασία τόσο για μας όσο για το καθεστώς και τους Αμερικανούς.

Για μας είχε σημασία γιατί έτσι και κατά κάποιο τρόπο επιδεικνύαμε τον στόχο της αντίστασης που όπως την νοούσαμε που είχε έναν εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση επίσης της Αμερικάνικης Πρεσβείας για να επισημάνουμε την σχέση την ειδική που είχε η Αμερικάνικη CIA με την κατάργηση του ας το πούμε δημοκρατικού καθεστώτος στην Ελλάδα.

Δεν είχαμε σκεφτεί ανθρώπινους στόχους βασικά γιατί πιστεύαμε ότι αυτό που πρέπει να επικεντρώσουμε είναι ότι δεν είναι το καθεστώς και όχι οι άνθρωποι άτρωτο. Όταν μετά εγώ είδα ότι υπήρξαν ανθρώπινοι στόχοι και όταν τέλος έμαθα ότι θεωρούν τον κ. Γιωτόπουλο ένοχο μου φάνηκε περίεργο γιατί όταν δεν είχαμε ανθρώπινους στόχους σε μία εποχή ανοιχτής τυραννίας, οπότε υπάρχει η δικαίωση του τυραννοκτόνου δίχως συζήτηση, είναι προφανές.

Δεν βλέπω με τί τρόπο εάν ήταν ο ιδρυτής ένα χρόνο μετά θα άλλαζε άποψη. Μου φαίνεται από τα πολύ απίθανα. Δηλαδή για να ξανάρθουμε στο θέμα των πιθανοτήτων, δεν του έδινα πάνω από ένα 5% σαν πιθανότητα ένας άνθρωπος ο οποίος ακριβώς συνεισέφερε σε αυτές τις αποφάσεις για το είδος αντίστασης που θα κάναμε, να έλεγε «τώρα ανακαλύψαμε τους τυράννους›. Όχι ότι είχαμε καμία τρυφερότητα προς τους τυράννους αλλά θεωρούσαμε ότι οι τύραννοι αλλάζουν πολύ εύκολα, ότι ο ένας αντικαθιστά τον άλλο εξαιρετικά εύκολα ιδίως σε ένα ολιγαρχικό και όχι προσωποπαγές σύστημα σαν αυτό στο οποίο ζούμε.

Ζούσαμε εκείνη την εποχή στην πιο βάρβαρη μορφή του και ζούμε ακόμα σε μια συνταγματική έκδοση η οποία μπορεί να είναι κοινωνικά στο βάθος κάτι το πολύ κοντά αλλά οι μορφές, οι δομές και οι νόμοι έχουν πάντα σημασία για το πώς λειτουργεί μια κοινωνία. Δηλαδή σήμερα δεν είμαι υποχρεωμένος να κοιτάω από πίσω μου ποιος είναι κάθε λεπτό. Εκείνη την εποχή ήμουν.

¶ρα μετά την πτώση της χούντας μου φάνηκε ότι ήταν ένα πράγμα αγωνιστικό. Όταν είδα ότι βγήκε η 17Ν λέω «είναι κάτι το αγωνιστικό, είναι άνθρωποι εξεγερμένοι›. Όλη η Ελλάδα είχε γεμίσει εξεγερμένους ανθρώπους. Επίσης θέλω να επισημάνω ότι η δημιουργία εξεγερμένων ανθρώπων την εποχή της χούντας ήταν κάτι το οποίο συνέβαινε σε όλους τους πολιτικούς χώρους.

Δηλαδή βλέπαμε παιδιά συντηρητικών οικογενειών τα οποία πήγαιναν σε ριζοσπαστικές αριστερές απόψεις. Υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι εμφανίζονταν συντηρητικοί προς τα έξω γιατί επί χούντας ο κόσμος είχε μάθει να μην μιλάει και οι οποίοι άμα τους έξυνες έβλεπες ότι δεν ήταν καθόλου αυτά που πίστευαν.

Οπότε εγώ όταν είδα να βγαίνει μια 17Ν υπέθεσα ότι σε όλη την Ελλάδα από οποιονδήποτε χώρο πολλοί άνθρωποι άρχισαν να τους ενοχλούν τα προφανή. Δεν σκέφτηκα όμως ότι αυτό προερχόταν από τον συγκεκριμένο χώρο της αντιδικτατορικής αντίστασης. Μπορώ μάλιστα να σας πω ότι σκέφτηκα ότι πολλοί άνθρωποι φαινομενικά φιλήσυχοι πολίτες μετά την προδοσία της Κύπρου τους έφτασε σε ένα σημείο αγανάκτησης που είπαν ότι κάποιος πρέπει να πληρώσει γι αυτό που έγινε.

Νομίζω ότι ακριβώς αυτοί οι καινούριοι εξεγερθέντες δεν είχαν ενδεχόμενα σκεφτεί με τον ίδιο τρόπο που είχαμε σκεφτεί εμείς, το τί σημαίνει ένοπλη προπαγάνδα και το τί σημαίνει τυραννοκτονική διαδικασία. Μπορώ να σας πω μάλιστα ότι επειδή ήμασταν το ΄75-΄76 μία ιδέα που είχε περάσει από το μυαλό μου είναι ότι, δεδομένου ότι λίγο καιρό πριν είχαμε την Πορτογαλική Επανάσταση όπου από τα σπλάχνα του στρατού βγήκε μία επαναστατική διαδικασία Αριστερής κατεύθυνσης, λέω : γιατί και σε ένα προδομένο από την ηγεσία του στρατό σαν τον Ελληνικό να μην υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι θα ήταν κρυπτο-Αριστεροί, δηλαδή όχι Αριστερής προέλευσης αλλά εν το γίγνεσθαι. Όπως ο Καρβάλιο έμαθε από αυτούς που έπιανε τις Αριστερές απόψεις και μετά έκανε ότι έκανε, γιατί και στην Ελλάδα με κάποιον άλλο ιδιότυπο τρόπο να μην είχαν υπάρξει κάποιοι που κοινωνικά να φαίνονται ότι είναι σε έναν συντηρητικό χώρο και στη ουσία στο κεφάλι τους να λειτουργούν διαφορετικά τα πράγματα.

Έτσι δεν συνέδεσα ποτέ στο κεφάλι μου την 17Ν με τις Αντιστασιακές Οργανώσεις που ήξερα. Ήξερα πολύ καλά ότι το κεφάλι μου δεν είναι το κεφάλι ούτε των Αμερικανών, ούτε των Διωκτικών Αρχών, ούτε των παρεπιδημούντων την Ιερουσαλήμ του τύπου. Έτσι είδαμε επί μία σειρά ετών συνέχεια με πιέσεις των Αμερικανών, με πιέσεις ενός κομματιού της χουντικής Δεξιάς που είχε ενταχθεί στο σύστημα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. ¶λλωστε μερικοί από αυτούς εντάχθηκαν όχι μόνο στην Δεξιά και στο ΠΑΣΟΚ αλλά δεν τους είχαν πάρει και πολύ μυρουδιά.

Δηλαδή υπήρξε μία διάχυση του χουντικού κομματιού το οποίο ήθελε να πάρει το αίμα του πίσω. Από την άλλη υπάρχει σε κάθε αυτοκρατορία η διαδικασία του «sives romanus su› που σημαίνει ότι όποιος πείραξε αυτοκρατορικό πολίτη, ότι όποιος πείραξε το γόητρο της αυτοκρατορικής εξουσίας, όποιος δεν είναι μαζί της είναι δυνάμει εναντίον της και πρέπει με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατή διαδικασία να βγει από το παιχνίδι ή με λάσπη ή με κατηγορίες ή με εγκλεισμό κλπ.

Για τους λόγους που κατά την άποψή μου συνεχίζεται να υπάρχει μία εξεγερτική κατάσταση σε ένα μέρος των ανθρώπων που σε άλλες περιπτώσεις πηγαίνει όπως ήταν και η δική μου άποψη σε μαζικό κίνημα, όπως ήταν και η άποψη πολλών ανθρώπων και σε άλλες περιπτώσεις πηγαίνει σε καταστάσεις όπως αυτές που δικάζουμε σήμερα.

Είναι ότι ζούμε σε μία ολιγαρχική δημοκρατία με διπλό μονοκομματικό σύστημα. Δεν λέω ότι είναι αδιάφορο το τί πολιτικό μηχανισμό έχουμε. Οι θεσμοί έχουν πολύ μεγάλη σημασία και δόξα τω Θεώ έχουμε δημοκρατικούς θεσμούς. Αλλά όταν λέω διπλό μονοκομματικό σύστημα εννοώ το σύστημα όπου οι βασικές αποφάσεις παίρνονται από έναν ολιγαρχικό μηχανισμό και οι διαφορετικοί τρόποι παρουσίασης και εμπέδωσης αυτών των αποφάσεων δημιουργούν τον δικομματικό μηχανισμό που έχουμε.

Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για το τί θέλω να πω από την χώρα στην οποία ζω και στην οποία υπάρχουν κι εκεί εξεγερτικές καταστάσεις, ήταν να μας ανεβάσουν το όριο το συντάξιμο. Δηλαδή να πάμε από 37 χρόνια σε 40. Δηλαδή δεν θα έχει πλήρη σύνταξη παρά μόνο όποιος έχει κάνει 40 χρόνια ένσημα. Αυτό είναι για να εξηγήσω τί εννοώ καταστάσεις εξεγερτικές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Σκαρπαλέζο, ας γυρίσουμε στα θέματά μας.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Δύο λεπτά για να εξηγήσω την φράση μου. Τα δύο μεγάλα Κόμματα, ούτε το ένα, ούτε το άλλο μας είπαν ότι επρόκειτο να γίνει αυτό το πράγμα που σημαίνει 30.000 ευρώ κλεμμένα από κάθε συνταξιούχο, 30.000 το κατώτερο. Δεν το είπαν. Στην προεκλογική διαδικασία δεν συζητήθηκε και μόλις τελείωσε η γιορτή μας ήρθε ο μπουναμάς.

Αυτή η διαδικασία δημιουργεί τέτοιες καταστάσεις και νομίζω ότι η συγκεκριμένη Οργάνωση είναι μία δομή που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την δικτατορία από ανθρώπους εξεγερμένους αλλά οι οποίοι δεν είχαν σκεφτεί όσο είχαμε σκεφτεί εμείς και με τον τρόπο που είχαμε σκεφτεί εμείς το τί σημαίνει η ένοπλη προπαγάνδα σε δικτατορικό καθεστώς και τί άλλο μπορούμε να κάνουμε.

Επίσης θέλω να πω ότι στο τέλος της δικτατορίας υπήρχε μία πολύ έντονη θέληση και γι αυτό διαλύσαμε την Οργάνωσή μας για να μπορέσουμε να συναντηθούμε και με άτομα άλλων αντιστοίχων Οργανώσεων και άλλων που δεν ήταν σε καμία ώστε να κάνουμε τον Αριστερό εξω-παραδοσιακό χώρο. Δεν το πετύχαμε και αυτό δημιούργησε ένα συναίσθημα ας το πούμε ήττας σε πολλούς από μας. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που λέμε ο καθένας τράβηξε τον πικραμένο, απογοητευμένο του δρόμο σε σχέση με τί έγινε την εποχή της αντίστασης.

Τώρα θέλω να μιλήσω και για μερικούς άλλους λόγους. Σας είχα πει ένα 5%, λέω 95% δεν είναι. Όχι ότι είναι συντηρητικός ο κ. Γιωτόπουλος αλλά το είδος αντίστασης, το είδος ένοπλου αγώνα που βλέπαμε, που συζητάγαμε δεν αντιστοιχούσε με αυτό που είδα. Δεν το λέω ούτε για να απαξιώσω κανέναν. Λέω απλώς «δεν αντιστοιχούσε›. ¶ρα έλεγα 95% δεν είναι.

Αυτό όμως το οποίο με έπεισε ακόμα περισσότερο ότι δεν είναι, είναι η γνώση που είχα του συντρόφου μου και η ανάγνωση των πειστηρίων. Δηλαδή τα περίφημα πειστήρια με έπεισαν για την αθωότητά του. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένας άνθρωπος σαν τον κ. Γιωτόπουλο έτσι όπως ήξερα, με τις απαιτήσεις που είχε στην αντίσταση πώς να φτιάχνουμε τα χαρτιά, τί σόι χαρτιά πρέπει να έχουμε, πώς θα την κάνουμε την δουλειά. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αν αυτός ο άνθρωπος αποφάσιζε να γίνει ο επί 30 χρόνια αρχηγός της 17Ν θα είχε ένα δίπλωμα οδήγησης με άλλο όνομα.

Συζητούσα με κάτι Αλβανούς το θέμα και μου έλεγαν: μα το να κάνεις ένα πλαστό δίπλωμα άμα έχεις τα λεφτά και την ανάγκη είναι το πιο εύκολο πράγμα. Δεν πιστεύω ότι ο αρχηγός της 17Ν που ζούσε γι αυτόν τον λόγο με πλαστή ταυτότητα θα έκανε ένα τόσο χοντρό λάθος. Οι ιδέες μπορεί να αλλάξουν, οι αυτοματισμοί όμως όχι.

Εγώ εάν είμαι αφηρημένος και αλλάξω άποψη θα συνεχίσω να είμαι αφηρημένος. ¶ρα το 5% με τέτοιου είδους πειστήρια με πείθει ότι είναι «όχι›. Ύστερα το θέμα των κλειδιών. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι τα περίφημα κλειδιά που έκλειναν τις γιάφκες ήταν σε ένα καλαθάκι στην πόρτα του σπιτιού. Είναι εκτός της προσωπικότητας που ήξερα. Όπως λέω πάλι απόψεις αλλάζουν, προσωπικότητες πολύ πιο δύσκολα, πολύ πιο αργά.

Τελευταίο η υπόθεση της δίκης του σπιτιού των Λειψών. Βασικός κανόνας που μαθαίναμε στην ΛΕΑ ήταν να περνάμε απαρατήρητοι. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι αρχηγός της 17Ν θα ήθελε να βάψει κόκκινο ένα σπίτι στην μέση ενός άσπρου χωριού. Δεν κολλάει γιατί ένας από τους λόγους, εγώ ήμουν ο άνθρωπος ο οποίος γινόταν παρατηρήσιμος. ¶ρα δεν είμαι και τόσο εύκολα μετακινήσιμος από εδώ κι από εκεί, επειδή δεν έχω μία καλή άρθρωση. Πώς θα βάζουμε στην μέση του χωριού αυτό το πράγμα; Μου φάνηκε ένας λόγος παραπάνω για να πω «δεν είναι›.

Τώρα το περίφημο επιχείρημα του τί σημαίνει με τα δύο ονόματα. Αυτό μου φάνηκε εξαιρετικά περίεργο και σκεφτόμουν με τί τρόπο τα φαινόμενα καμία φορά απατούν. Εάν βλέπαμε ένα αμερικάνικο αστυνομικό έργο και στο αστυνομικό έργο βλέπαμε έναν άνθρωπο ο οποίο είχε δύο ονόματα και τελικά στο τέλος κάποιος δαιμόνιος ανακαλύπτει ότι ήταν αυτός που ψάχναμε. Ήδη με τα δύο ονόματα σαν θεατές θα είχαμε πει «νάτος, νάτος›. Αλλά αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι βλέπουμε το ίδιο έργο.

Δηλαδή η Ελλάδα ολόκληρη δεν παίζει σε ένα έργο που λέγεται 17Ν για να δούμε ποιοι είναι οι καλοί, ποιοι είναι οι κακοί, ποιοι είναι οι ένοχοι, παίζονται χιλιάδες έργα. Ο λόγος για τον οποίο κάποιος μπορεί να έχει κάτι να κρύψει δεν είναι μόνο ένας. Δεν είναι μόνο ο αρχηγός της 17Ν που έχει κάτι να κρύψει ή που τον βολεύει κάτι να κρύψει. Είναι τουλάχιστον ένα 10% του ελληνικού πληθυσμού. Δεν είναι ο ελληνικός πληθυσμός 99,999% έννομοι νοικοκυραίοι και 0,0000001% συνωμότες. Δεν είναι αυτή η πραγματικότητα.

Η εξήγηση που μου έδωσε, που μας έδωσε για ποιο λόγο είχε δύο ονόματα, μου φαίνεται και πειστική. Όταν έχει συνηθίσει να ζεις με ένα όνομα και είσαι σαν κάποιον που έχει καβαλήσει μια τίγρη και δεν μπορεί να κατεβεί μπας και γυρίσει και τον φάει. Γιατί; Γιατί άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι κλέφτης, άντε να πεις τι έκανα και πως κέρδισα τη ζωή μου, άντε να σε κυνηγάνε οι φόροι, άντε να εξηγείς το Στρατό, άντε να κάνεις το ένα άντε να κάνεις το άλλο, το κράτος έχει πολλούς τρόπους να παρενοχλείς ένα πολίτη και η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών γενικά, δεν θέλει να έχει και πολλά πέρα – δώθε με το κράτος, εκτός αν πρόκειται να πάρει κάποιο επίδομα.

Δεν είναι δηλαδή προφανές ότι όταν θα έλεγε «Δεν έχουμε πια πισωγυρίσματα› θα ήταν έτοιμος να υποστεί και τους κινδύνους των ταλαιπωριών που υπέστησαν και ο Βότσης και ένα σωρό άλλοι άνθρωποι στη μεταδικτατορική περίοδο, που όποτε γινόταν κάτι από τη 17Ν έλεγαν «Που ‘ναι τος, Που ‘ναι τος› Νάτος.

Δεν τόσο εύκολο να αποφασίσεις να μπεις σε αυτό και εφόσον συνεχίζει η ζωή σου, συνεχίζουν οι παρέες σου, η δουλειά που κάνεις βολεύεται όπως βολεύεται, γιατί να μην το συνεχίσεις. Ο Γιωτόπουλος είναι ένοχος για πλαστογραφία και είναι ένοχος το ότι δεν είναι ένας μανιακός της έννομης τάξης, αλλά ένα σημαντικό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού είναι ένοχο για το ίδιο αδίκημα.

Αυτά είχα να πω για τους βασικούς λόγους που δεν πείθομαι με τίποτα ότι ήταν ο αρχηγός της 17Ν. Εχω κι ένα λόγο παραπάνω. Είναι ότι ακριβώς ένα ολιγαρχικό δημοκρατικό διπλο-μονοκομματικό σύστημα, δεν μπορεί να λειτουργεί απλώς και μόνο με την καταπίεση, δεν μπορεί να πει «Μας ενοχλεί ο τάδε πήγαινε βάρα τον και δεν μας νοιάζει›. Εάν θέλει να βαρέσει, θα βαρέσει με σκευωρία. Περιέργως πως η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς στο οποίο η σκευωρία αποτελεί αναγκαίο μηχανισμό, για να κατασχέσουμε κάποιον.

Επίσης στο θέμα της αστυνομικής σκευωρίας, μπορώ να πω ότι είχα μια προσωπική πείρα για το πώς δημιουργούνται, διοχετεύονται ψευδή στοιχεία, για να στήνουν σενάρια και ήμουν ολόκληρο το καλοκαίρι ο υποτιθέμενος υπαρχηγός της 17Ν, ο υποτιθέμενος συνιδρυτής με μια πολύ έντεχνη σκευωρία, στην οποία είχε συμμετάσχει ένα σημαντικό ολιγαρχικό κομμάτι των ΜΜΕ και προφανώς ένα κομμάτι –γιατί δεν μπορώ να το πω για όλους- της Αντιτρομοκρατικής ή της ΕΥΠ. Δεν ξέρω ποια από τις δύο, δεν ξέρω με τι διαδικασία, ζω έξω, δεν ξέρω ποιοι άνθρωποι κινούν αυτά τα νήματα, αλλά τη διαδικασία σκευωρίας την είδα ζωντανή. Γιατί να μην υπάρχει μια τέτοια για να κάνουμε τον Γιωτόπουλο ένοχο.

Ύστερα θα πούμε όταν θέλουμε να εξετάσουμε ένα πράγμα, να δούμε εάν υπάρχει πιθανότητα σκευωρίας ή όχι, πρέπει να δούμε εάν υπάρχουν λόγοι. Δηλαδή η Ελλάδα είχε την ανάγκη να παρουσιάσει μια Αντιτρομοκρατική δράση, μια δράση η οποία θα της έδινε μια νομιμότητα σαν ολυμπιακή χώρα στην οποία θα έδειχνε ότι δεν είναι από εδώ που περνάει το ιδεολόγημα της διεθνούς τρομοκρατίας, υπήρχαν σοβαροί λόγοι να δείξει καλό έργο.

Όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να δείξουμε καλό έργο, δεν μας νοιάζει το τι είναι, μας νοιάζει το τι θα φαίνεται. Δηλαδή υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι, αντικειμενικά συμφέροντα να ανακαλυφθεί κάποιος αρχηγός της 17Ν να δοθεί μια τέτοια εικόνα, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και αυτό είδαμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ δεν έχω να σας ρωτήσω κάτι, διότι θέσατε ό,τι νομίζετε. Ο κ. Ζαϊρης έχει τον λόγο.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Υπήρξε χρονικό διάστημα που γνωρίζετε τον κ. Γιωτόπουλο παράλληλα να χρησιμοποιεί και το όνομα Οικονόμου;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Τον Γιωτόπουλο ένα από τα ονόματα που τον είχαμε όταν είχαμε στην παρέα και κανένα Γάλλο, ήταν το Μιχάλης. Το Οικονόμου δεν το ήξερε κανένας. Μιχάλης είναι ένα εύκολο όνομα, περνάει απαρατήρητο, όχι όπως το κόκκινο σπίτι. Είναι ένα όνομα που χάνεται και έτσι «Μιχάλης›, «Μιχάλης›, «Μισέλ›. Φαίνεται ότι από καιρό υπήρχε κάποιο πλαστό διαβατήριο αλλά το οποίο δεν ήξερα, γιατί δεν μιλούσαμε με επίθετα. Επίσης για το κλίμα της εποχής θέλω να σας επιστήσω την προσοχή στο ότι όποιος στον ελληνικό χώρο ρωτούσε το επίπεδο κάποιου, τον κοιτάγαμε περίπου σαν χαφιέ.

Δηλαδή ο Γιάννης, ο Κώστας, ο Δημήτρης μαθαίναμε κατά τύχη το όνομα, υπήρχαν ερωτικοί δεσμοί που γίνονταν προτού μάθει ο ένας πως λεγόταν ο άλλος. Δηλαδή ήταν μια εποχή πού με τη γενική σκέψη ότι μας παρακολουθούν ήταν απρεπές να ρωτήσεις κάποιον ποιον είναι το επίθετό του.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Εσείς αλληλογραφούσατε ή επικοινωνούσατε με οποιονδήποτε τρόπο με τον κ. Γιωτόπουλο κατά το διάστημα που βρισκόταν στους Λειψούς; Με ποιο όνομα ανταλλάσσατε αλληλογραφία με το Γιωτόπουλος ή με το Οικονόμου;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Εγώ τον Γιωτόπουλο τον έχασα.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Ποια εποχή;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Μετά το ’75.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Που πήγε;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Δεν ήξερα. Δεν με ένοιαζε. Με την έννοια ότι ήμασταν οι αποτυχημένοι μιας προσπάθειας. Το ’75 παντρεύτηκα, έκανα παιδί και άρχισα να κάνω το διδακτορικό μου. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους δεν έψαξα τους παλιούς συντρόφους, γιατί υπήρχε η πίκρα της αποτυχίας.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Προηγουμένως είπατε τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί ο κ. Γιωτόπουλος να είναι αρχηγός της 17Ν.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Μάλιστα.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Το ερώτημά μου προς εσάς είναι το εξής: είχατε περίπου την ίδια δράση τόσο στην 29η Μάη, όσο και στη ΛΕΑ και γιατί αν είχατε την ίδια δράση δεν κατηγορηθήκατε κι εσείς ως αρχηγός ή ως υπαρχηγός;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ως υπαρχηγός κατηγορήθηκα. Ήμασταν στην ίδια Οργάνωση, ήμασταν φίλοι -όπως είπα- όταν ήμασταν πολύ νέοι και συζητούσα πολιτικά μαζί του συνέχεια. Θέλω να επισημάνω επίσης ότι η κοινωνική πλευρά της σχέσης μας άρχισε να ατονίζει το ’71 μετά τη σύλληψή μου, δηλαδή πολιτικά συζητούσαμε μαζί για την Οργάνωση αλλά δεν ήξερε τη γυναίκα μου, δεν είχαμε δηλαδή μια κοινή κοινωνική ζωή. Οπότε όταν ήρθε η απογοήτευση και όταν μου ήρθαν καινούρια καθήκοντα, έγινε αυτό που λέμε: χαθήκαμε. Οπότε δεν ήξερα ούτε που ήταν, ούτε με τι όνομα ήταν.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Γνωρίζετε ποιο πρόσωπο τοποθέτησε τη βόμβα στην Αμερικανική Πρεσβεία;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ήξερα ότι το έκανε ο Γιωτόπουλος γιατί μου το έχει πει.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Ημερομηνία θυμάστε;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Δεν θυμάμαι.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Καλώς.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Μαρκής έχει τον λόγο.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Μας έφερε η Υπεράσπιση εδώ ένα αντίγραφο μας μια προκήρυξης που φαίνεται να έχει κυκλοφορήσει η ΛΕΑ στις 26 του Φλεβάρη του 1973. Την ξέρετε;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ναι.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Προέρχεται πράγματι από τη ΛΕΑ;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Είχαμε κάνει πολλές προκηρύξεις. Μου μιλάτε για μια προκήρυξη πριν από 29 χρόνια στα πλαίσια ενός αγώνα που δεν ευόδωσε όπως θα θέλαμε, δεν μπορώ να σας πω ότι αυτή είναι τέτοια που είναι, αλλά μπορώ να σας πω ότι αυτή μπορεί να είναι. Δηλαδή δεν θυμάμαι όλες τις προκηρύξεις που είχαμε βγάλει, μιλάμε για μια κατάσταση που έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Το αντιλαμβάνομαι ότι έχουν περάσει. Εγώ σας ρωτώ κάτι άλλο, αν ξέρετε ιστορικά δηλαδή, ότι υπήρξε μια προκήρυξη και μάλιστα έκανε μια έντονη παρέμβαση με αυτή την προκήρυξη, διακήρυσσε τους στόχους της κλπ.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Υπήρξε.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Εγώ άλλο θέλω να σας ρωτήσω και γι αυτό ξεκινώ με την προϋπόθεση αν είναι πράγματι της ΛΕΑ, αν γνωρίζετε ποιος ήταν ο συντάκτης της προκήρυξης αυτής.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Επανέρχομαι πάλι στο θέμα τι σημαίνει συντάκτης. Πρέπει να καταλάβετε με τι τρόπο γίνονταν. Ένας έκανε ένα πρόχειρο, ένας άλλος το διόρθωνε, το συζητούσαμε παρέα, έκανε και μια βόλτα στους διάφορους πυρήνες της Οργάνωσης και όταν βλέπαμε ότι αυτό το πράγμα στέκει και δεν σοκάρει τις απόψεις κανενός συντρόφου, βρίσκαμε κάποιο τρόπο να το τυπώσουμε, να το προωθήσουμε κλπ.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Να σας ρωτήσω κάπως διαφορετικά. Αν υπήρχε στην Οργάνωσή σας κάποιο πρόσωπο που έκανε το τελικό ρετούς θα έλεγα, πριν τυπωθεί.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Σε κάθε περίπτωση ήταν άλλος. Θέλω να σας πω δηλαδή ότι εάν είχαμε ανάγκη να κάνουμε μια προκήρυξη την εποχή που κάποιος σύντροφος ήταν στην Ελλάδα σε αποστολή και να την κάνουμε στο εξωτερικό –αν έπρεπε να την κάνουμε στο εξωτερικό- μαζευόμαστε, καταλαβαινόμαστε και λέγαμε «Τι να πούμε; Αυτό θα πούμε›.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Εγώ βγάζω από την κατάθεσή σας ότι πρώτον δεν είστε ο συντάκτης αυτής.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Μπορεί και να είμαι.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Μπορεί και να είστε;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Μπορεί και να είμαι. Γιατί με τη ζωή που έχω κάνει, έχω περάσει και από άλλες Οργανώσεις γαλλικές?

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Καλώς κ. μάρτυς δεν θέλω τίποτα άλλο.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Το γραφικό χαρακτήρα του κ. Γιωτόπουλου τον γνωρίζετε;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Εγώ να σας πω την αλήθεια έχω δυσκολία?

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Ελάτε να δείτε σας παρακαλώ. Είναι το 277 πειστήριο.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Που να ξέρω το γραφικό χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από 28 χρόνια; Ο δικός μου γραφικός χαρακτήρας δεν είναι ο ίδιος με αυτόν που είχα πριν. Ο γραφικός χαρακτήρα των ανθρώπων από ό,τι άκουσα, αλλάζει κάθε δεκαετία σιγά – σιγά. Πως θέλετε τώρα με έναν άνθρωπο που έχω να επικοινωνήσω 27 χρόνια να έχω οποιαδήποτε εικόνα του γραφικού του χαρακτήρα;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εχετε όμως εικόνα του εσωτερικού του κόσμου, ότι τον θεωρείτε αναλλοίωτο.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Όχι. Αυτό που θεωρώ είναι ότι όταν κανείς έχει μάθει να κάνει ποδήλατο, δεν ξεχνά να το κάνει και το ποδήλατο που είναι να μην κάνουμε χοντρά λάθη. Εάν ο αρχηγός της 17Ν έκανε τόσο χοντρά λάθη, σαν είδος ανθρώπου, εάν υπήρχε τέτοιος αρχηγός με τόσο χοντρά λάθη, αυτό που λέτε θα ήταν ύβρης για το ελληνικό κράτος πως δεν τον έπιασαν εδώ και 27 χρόνια.

Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ: Είπατε ότι ο κ. Γιωτόπουλος σπούδαζε μαθηματικά;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ο κ. Γιωτόπουλος άρχισε με μαθηματικά. Όταν άρχισε η κινητοποίηση, γιατί εκείνη η εποχή, ήταν μια εποχή έντονης ριζοσπαστικοποίησης.

Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ: Κύριε Γιωτόπουλε τι σπουδάζατε;

Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Οικονομικά.

Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ: Γι’ αυτό ρώτησα.

(Διαλογικές συζητήσεις)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. έχει τον λόγο.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Παρουσιάστηκε το φαινόμενο ο κ. γιωτόπουλος να μην έχει αλλάξει μόνο όνομα, αλλά δεν είχε και καμία επαφή με όλο τον κόσμο που τον γνώριζε. Έχετε καμία εξήγηση γι’ αυτό το φαινόμενο;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Προσωπικά δεν είχα κανένα λόγο να κρύβομαι και οι επαφές μου με τον κόσμο της αντίστασης, μειώθηκαν σχεδόν στο ελάχιστο. Να φανταστώ ότι με αλλαγή χώρου, με νέα ενδιαφέροντα, νέους έρωτες, νέα ζωή ένας άνθρωπος χάνει την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Εάν σας πω μια σειρά των ανθρώπων με τους οποίους ήμασταν πολύ κοντά μια εποχή και έχω να τους δω καμιά εικοσαετία τουλάχιστον, θα ταλαιπωρούσα το Δικαστήριο για πολύ ώρα.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Το αντιλαμβάνομαι. Πέστε μου όμως κάτι άλλο. Πέρασε από το βήμα του μάρτυρα ένας συνάδελφός Γάλλος Καθηγητής ο οποίος κατά την κατάθεσή του μοιράζεστε μάλιστα και το ίδιο γραφείο, ο οποίος γνώρισε τον κ. γιωτόπουλο ως Μιχάλη Οικονόμου και τον γνώρισε την εποχή που εσείς έχετε πάψει να έχετε επαφές μαζί.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ναι.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Και απέκτησε μια πολύ φιλική σχέση από ό,τι αντιλήφθηκα.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Από ό,τι έμαθα, ναι.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Εσείς που ήσασταν το ίδιο γραφείο με το Γάλλο συνάδελφό σας, δεν πληροφορηθήκατε ότι ο άνθρωπος αυτός ήρθε στην Ελλάδα, γνώρισε έναν Έλληνα;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ο συγκεκριμένος Γάλλος συνάδελφός μου είναι αυτό που λέμε συνάδελφος και σύντροφος. Όταν λέω συνάδελφος και σύντροφος, είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο η επαφή μας έχει ένα φιλικό χαρακτήρα με την έννοια ότι αγαπιόμαστε, δεν έχει ότι έχουμε δουλέψει στο ίδιο Συνδικάτο, ότι για τα μαθηματικά μας προβλήματα ο ένας υποστηρίζει τον άλλον για διάφορους λόγους δεν δεθήκαμε με φιλική σχέση. Δεν έχει δει τη γυναίκα μου παρά μόνο μία φορά, ενώ τον ίδιο τον έβλεπα κάθε μέρα και δεν συζητούσαμε τα περί διακοπών.

Ο κ. Malufaud δεν ήμουν ο εγώ ο μόνος Έλληνας που ήξερε, ούτε είχε κανένα λόγο να μου πει ότι ξέρει τον τάδε κλπ. Δεν είχε κανένα λόγο. Ηταν αυτό που θα έλεγα και που είναι προσφιλές σε διδάσκοντες στα μαθηματικά εκτός θέματος.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Με εντυπωσιάσει αυτό διότι αν π.χ. εγώ ήμουν στη Γερμανία και συνεργαζόμουν με Γερμανό συνάδελφο ο οποίος ερχόταν διακοπές στην Ελλάδα, Έλληνας εγώ – Γερμανός εκείνος στην Ελλάδα το φυσιολογικότερο θα ήταν να κουβεντιάσουμε περί αυτού, εσείς όμως λέτε ότι δεν κουβεντιάσατε.

Ο κ. Γιωτόπουλος την εποχή που τον γνωρίζατε πως βιοποριζόταν;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Υπήρχαν δύο κατηγορίες φοιτητών. Υπήρχαν αυτοί οι οποίοι είχαν μια άνεση, ειχαν κάποια λεφτά από την οικογένεια που δεν ήταν και πάρα πολλά γιατί υπήρχε ένα όριο.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Φαντάζομαι ότι δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία ο κ. Γιωτόπουλος.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Εκεί υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι –μην ξεχνάμε σε ποια εποχή συζητάμε. Συζητάμε για την εποχή του καλπάζοντος καπιταλισμού.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν θέλω την εξήγηση του φαινομένου, έκανα μια απλή ερώτηση.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Μα η απλή ερώτηση δεν θα την κατανοήσει κανείς εάν δεν μπει στην κατάσταση της εποχής. Ηταν εύκολο να μαζέψεις για να πληρώσεις το νοίκι σου σε μια σοφίτα με το να μοιράζεις διαφημιστικά έντυπα.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κατά αυτό τον τρόπο βιοπορίζεται λοιπόν.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Δουλίτσες για βιοπορισμό ήταν 60% των φοιτητών, αυτών που είχαν μάθει να ζουν λιτοδίαιτα.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πέστε μου κάτι άλλο τώρα. Έχετε δώσει μία συνέντευξη, μάλλον αναφέρεται η «ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› 11/8/2002. Το κείμενο φαντάζομαι το γνωρίζετε.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Θυμάστε πώς διέψευσα την απόδοση αυτού του κειμένου;

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κι αυτό το είδα. Θέλω να το δούμε λιγάκι κατά βήμα. Εσάς πράγματι σας παρουσίασαν και πολλούς άλλος ως αρχηγό, υπαρχηγό, καθοδηγητή κλπ.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Και δεν προστατευθήκαμε από το Ελληνικό κράτος.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Βλέπω όμως ότι η συνέχεια λέει στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› θα δοθεί στα Δικαστήρια ύστερα από αγωγή που καταθέσει για συκοφαντική δυσφήμιση. Είναι ακριβώς αυτό;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Η δικάσιμος έχει οριστεί την 1η Απριλίου 2004 και σας καλώ στο ακροατήριο.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι ακριβές. Ευχαρίστως να παρασταθώ ως ακροατής της αγωγής σας ή της μηνύσεως. Αγωγή προφανώς έχετε κάνει. Πάντως είναι ακριβώς αυτό.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Βέβαια.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Πείτε μου κάτι άλλο. Μιλάμε για μία συνάντηση της Πεντέλης.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Δεν μιλάω. Μίλησαν για μια συνάντηση.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Μισό λεπτό να το ξεκαθαρίσουμε.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Εκεί είναι το δημοσιογραφικό θέμα.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Να το ξεκαθαρίσουμε, γι αυτό είστε εδώ, γι αυτό είμαι εδώ, γι αυτό είναι κι αυτά εδώ. Έχετε δώσει μία απάντηση στο ζήτημα που έθεσε ο κ. Ομερίτης και λέτε ότι «εγώ δεν αναφέρθηκα σε προσωπική γνώση της συνάντησης της Πεντέλης›. Το ερώτημά μου είναι, χωρίς να έχετε προσωπική γνώση, υπήρξε αντικειμενικά συνάντηση της Πεντέλης;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Την διάβασα από τα έντυπα.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Από ποια έντυπα;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Νομίζω ήταν τα «ΝΕΑ› τα οποία συζήταγαν για συνάντηση Πεντέλης και δεν μπορώ να θυμηθώ στον κυκεώνα.....

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δηλαδή θέλετε να πείτε ότι τα περί συναντήσεως Πεντέλης....

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Από τον Τύπο τα έμαθα και τα ΜΜΕ.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κατά συνέπεια ο Τύπος σας τροφοδότησε ώστε να μιλήσετε εσείς για συνάντηση της Πεντέλης μετά ταύτα.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Ακριβώς.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τί έγραφε ο Τύπος γι αυτήν την συνάντηση της Πεντέλης;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Είχαν κάνει ένα ολόκληρο σενάριο ότι διάφοροι άνθρωποι, άλλοι με κουκούλες, άλλοι δίχως συζήταγαν «πώς θα συνεχίσουμε την ένοπλη πάλη›, ότι υπήρχαν κάποιοι που είχαν μία άποψη, κάποιοι που είχαν μία άλλη.....

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δηλαδή εσείς απορρίπτετε, κατά την προσωπική σας αντίληψη δεν υπήρξε συνάντηση της Πεντέλης;

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Κατά την προσωπική μου αντίληψη όλη αυτή η κατασκευή, όλη από πάνω έως κάτω είναι ένα (ας το πούμε) γραμμένο από καλύτερης ποιότητας συγγραφέα έργο του Ζεράρ Ντε Βιλιέ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πολύ διαφήμιση του κάναμε εδώ μέσα του Ζεράρ.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποτε την διάθεση να διαβάσουν γραφικά έργα. Είναι κι αυτό μία από τις ανάγκες του ανθρώπινου.....

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η εξήγηση την οποία δώσατε γιατί ο κ. Γιωτόπουλος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Μιχάλης Οικονόμου και να ζει με αυτήν την μυστική ζωή είναι ο κίνδυνος τον οποίο αισθανόταν στο ότι δεν είχε εμπεδωθεί το πολίτευμα και ότι θα είχε ντράβαλα.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Στην αρχή.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Στην αρχή. Μετά την αρχή όταν όλοι οι αντιστασιακοί, βγήκε μέχρι και νόμος του κράτους που τους συνταξιοδοτεί, τους έχει δώσει διάφορα οικονομικά ανταλλάγματα, τους έχει τιμήσει με αναγνώριση κλπ.

Δ. ΣΚΑΡΠΑΛΕΖΟΣ: Είδαμε πώς τιμήθηκε ο κύριος Σερίφης, «σε τιμώ μεν, σε δέρνω δε›.