Πολιτική
Παρασκευή, 25 Ιουλίου 2003 19:06

Ανεπίσημα πρακτικά Δίκης 17Ν (25/07/2003) 07/07

Επειδή οι ανακριτικές Αρχές της Γερμανίας ήθελαν οπωσδήποτε να μαρτυροποιήσουν το συγκεκριμένο ύποπτο, επέμεναν να τον προσάγουν σε δίκη με την ιδιότητα του συγκατηγορουμένου, ακόμη και στερούμενη οποιασδήποτε έννοιας η τιμώρησή του. Διότι βέβαια ένας άνθρωπος που δεν έχει μάτια, δεν έχε πόδια η ποινή δεν μπορεί να του προσδώσει τίποτα, κανένας από τους σκοπούς της ποινής δεν μπορεί να επιδιωχθεί πάνω στη δική του περίπτωση κι όμως επέμεναν να τον φέρουν στο ακροατήριο ως συγκατηγορούμενο για να μην αναγκαστεί και έρθει ως μάρτυρας, οπότε θα έκανε χρήση του δικαιώματος να αρνηθεί τη μαρτυρία και θα τιναζόταν η δίκη στον αέρα.

Εμένα προσωπικά με συγκλόνισε αυτή η περίπτωση διότι βλέπουμε ότι οι ανακριτικές Αρχές σε αυτή την περίπτωση εκμεταλλεύτηκαν με ανενδοίαστο και βάρβαρο τρόπο –όπως ο ίδιος ο Φάιλινγκ μετά έγραψε σε μια επιστολή του- την κατάσταση αδυναμίας απώλειας προσανατολισμού και απόλυτης εξάρτησής του, μια οπισθοχώρηση σε ιεροεξεταστικές μεθόδους του σκοτεινού Μεσαίωνα. Είναι η πρόοδος της πιο σύγχρονης ανακριτικής μεθόδου στο σκοτεινό παρόν.

Θέλω όμως να τονίσω και ορισμένα άλλα πράγματα που είναι επίσης χαρακτηριστικά. Λέει εδώ ότι οι αστυνομικοί του μετέφεραν την πληροφορία ότι κινδυνεύει η ζωή του από κάποιους. Αυτό, προκάλεσε ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τους αστυνομικούς, τους οποίους έβλεπε πλέον ως προστάτες και όχι ως δεσμοφύλακες. Δημιουργήθηκε μια σχέση εξάρτησης ανάλογη με εκείνη του μωρού –επί λέξει- προς τη μητέρα. Μόνο που ο Φάιλινγκ είχε συνείδηση της εξάρτησης αυτής.

Εγώ ειλικρινά σας λέω και τώρα ακόμη που το ξαναδιαβάζω ενώπιον του Δικαστηρίου σας συγκλονίζομαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τελικά τα Δικαστήρια τι έκαναν;

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Ο,τι θα κάνετε κι εσείς κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή; Που ξέρω εγώ τι θα κάνουμε;

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Βρέθηκε μια σολομώντια λύση, τελικώς πράγματι το Δικαστήριο δέχτηκε την αίτηση του Φάιλινγκ να κηρυχθεί ανίκανος για τη διαδικασία στο ακροατήριο και με αυτό τον τρόπο βεβαίως κατέρρευσε και το κατηγορητήριο κατά των συγκατηγορουμένων του.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι έκαναν; Τους απάλλαξαν όλους τους άλλους;

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Εφόσον δεν τον έφεραν σαν συγκατηγορούμενο στην ακροαματική διαδικασία σαν μάρτυρας αρνήθηκε τη μαρτυρική του κατάθεση για να προφυλάξει συγγενικό του πρόσωπο, οπότε επειδή δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία?

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν αναγνώστηκε η απολογία του;

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Όχι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ¶ρα; Δεν αναγνώστηκε η απολογία.

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Εδώ βλέπουμε μια σειρά από μεθοδεύσεις οι οποίες είναι γνωστές, άγνωστες ήταν μόνο σε εμένα. Πιστεύω ότι άγνωστες είναι και στο Δικαστήριό σας, γι’ αυτό και είχα το μεγάλο αυτό ενδιαφέρον να το θέσω υπόψη σας. Προφανώς όμως γι’ αυτούς οι οποίοι μετέρχονται αυτές τις μεθόδους, αυτές οι ενέργειες, αυτές οι επιδράσεις των ενεργειών αυτών, είναι εύκολα υπολογίσιμες.

Ήξεραν πολύ καλά και στη Γερμανία και στο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ, ότι όταν του υποβάλλουμε του ασθενούς Σάββα ότι απ’ έξω απειλείται η ζωή σου, στην κατάσταση που βρίσκεται, στον άμεσο κίνδυνο ζωής και στο σοκ που πέρασε έχοντας πριν από λίγο ακόμη νιώσει να εκρήγνυται, να εκτονώνεται η έκρηξη μιας βόμβας στα χέρια του, ήταν αυτονόητο ότι αυτός ο άνθρωπος θα ταυτιζόταν και θα θεωρούσε ως προστάτες του αυτούς τους οποίους ένας φυσιολογικός άνθρωπος έχοντας συνείδηση, έχοντας έλεγχο της συνείδησής του, από ένστικτο και μόνο θα φυλαγόταν. Λογικό είναι. Ποιος ταυτίζεται με το μεγαλύτερο διώκτη του με τον εχθρό του;

Μου κάνει εντύπωση ότι από εισαγγελικής Έδρας δημιουργείται μια τρομερή απλοποίηση αυτής της πραγματικά αξιοπρόσεκτης κατάστασης ψυχικής, την οποία βρέθηκε ο Σάββας Ξηρός η οποία πραγματικά είναι ευνουχισμός της πραγματικότητας.

Νομίζω ότι το έχω ξαναπεί μην δοκιμάσετε κ. Εισαγγελεύ να πείσετε έξω από την αίθουσα αυτή κανέναν και μέσα στην αίθουσα βεβαίως δεν πείθετε πολλούς, ίσως κάποιους συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής. Αλλά είναι αδιανόητο να λένε ότι ένας άνθρωπος ζήτησε να αδειάσει την ψυχή του σε αυτούς τους οποίους επί 20 χρόνια φοβόταν, χωρίς να έχει το παραμικρό ενδοιασμό, ότι ταυτίστηκε με αυτούς, ότι τους θεωρούσε τους ανθρώπους που θα τον έβγαζαν από το αδιέξοδο.

Είναι αδιανόητο να πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος από ελεύθερη βούληση, έχοντας πλήρη συνείδηση των συνεπειών αυτής του της πράξης αποφάσισε να προβεί σε αυτές τις ομολογίες. Αυτό ακριβώς θέλει να προστατέψει η ποινική μας δικονομία, για να φτάσουμε ξανά στο Μεσαίωνα όπου η ομολογία ήταν η βασίλισσα κάθε απόδειξης και προκειμένου να την υφαρπάξουμε επιτρεπόταν η εφαρμογή κάθε βασανιστικής μεθόδου.

Αυτό ήθελε ένα φιλελεύθερο νομικό σύστημα όπως το δικό μας, σ’ ένα φιλελεύθερο νομικό πολιτισμό όπως ο ευρωπαϊκός, να προφυλάξει ακριβώς την αξία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και την ελευθερία του, να προφυλάξει έναν άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται σε δύσκολη θέση, στη θέση του κατηγορούμενου.

Ο κατηγορούμενος χρίζει πολύ πιο έντονης προστασίας από ότι χρίζει ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, ακριβώς γιατί είναι ευαίσθητη η θέση του και ακριβώς γιατί στο πρόσωπο του κατηγορούμενου εκεί ακριβώς η φιλελεύθερη κοινωνία θα δείξει πράγματι τις αξίες και θα δείξει πράγματι το πρόσωπό της.

Αυτό πρέπει να γίνει και στη συγκεκριμένη περίπτωση. είναι αδιανόητο στο όνομα οποιασδήποτε σκοπιμότητας να υποβιβάζεται η ανθρώπινη αξία -κι εδώ έχουμε μια συνταγματική διάταξη η οποία παραβιάζεται- στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία λέει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να χρησιμοποιείται ως μέσο προς ένα σκοπό.

Είναι μια θεμελιώδης αρχή του νομικού μας πολιτισμού και της φιλοσοφίας της ηθικής?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να το πούμε και σε αυτούς που δέχονται για τη Οργάνωση. Οτι ποτέ ο άνθρωπος μέσο – προς σκοπό. Πέστε το να το ακούσουν, μην τα λέω μόνο εγώ. Να τα λέω κι εγώ, αλλά να σας ακουν κι εσάς να τα λέτε. Μου αρέσει.

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Είναι αδιανόητο να χρησιμοποιείται ένας άνθρωπος για ένα σκοπό ξένο, έξω από τον ίδιο, να γίνεται υποχείριος εξωγενών παραγόντων.

Από εκεί και πέρα είναι πραγματικά μη σοβαρό -και συγγνώμη για την έκφρασή μου- να αποδίδουμε τις ομολογίες του Σάββα Ξηρού στη διάθεσή του να εξομολογηθεί τη στιγμή που αν πράγματι ήταν αλήθεια, δεν ντρεπόμαστε να λέμε ότι αντί για εξομολόγο του έστειλαν τον ανακριτή. Είναι ντροπή. Εγώ σας λέω ότι πράγματι ήθελε να εξομολογηθεί. Τότε έπρεπε να πάει εξομολόγος κι όχι ανακριτής και το χρησιμοποιούμε σαν επιχείρημα εδώ πέρα για να πούμε ότι όλα είχαν τη σωστή τους τάξη και τη σωστή τους σειρά.

Όπως είναι ντροπή επίσης να λέμε ότι έπεσαν πάνω οι καλύτεροι γιατροί, γιατί ο ίδιος ο κ. Πιταρίδης το αρνείται αυτό το πράγμα και θα το δείτε και μέσα στις καταθέσεις του, τίποτε το ιδιαίτερο δεν έγινε στο Σάββα Ξηρό όσον αφορά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Ο ίδιος ο κ. Πιταρίδης είπε ότι τον αντιμετωπίσαμε όπως έναν οποιονδήποτε άλλο ασθενή, τα ίδια θα έκανα για οποιονδήποτε άλλο ασθενή μου, εγώ όλους ίσους τους αντιμετωπίζω.

Εάν όμως είναι αληθές ότι πράγματι του έσωσαν τη ζωή με χίλιους τρόπους εφαρμόζοντας πάνω του ιατρική φροντίδα την οποία δεν θα εφάρμοζαν σε ένα μέσο Έλληνα πολίτη, σ’ ένα αθώο Έλληνα που τραυματίστηκε σ’ ένα άλλο ατύχημα τροχαίο ίσως, τότε αυτό έχει ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό.

Διότι από ένα νεκρό δεν έχει να πάρει κανένας ανακριτής το παραμικρό και δυστυχώς όπως λέει εδώ και στην υπόθεση του Φάιλινγκ που διάβασα παρακάτω ότι χάρηκαν πάρα πολλοί ανακριτικοί υπάλληλοι διότι συνήθως τους τρομοκράτες τους πιάναμε ή νεκρούς ή δεν άνοιγαν το στόμα τους. Εδώ είχαμε την υπέροχη ευκαιρία να πιάσουμε έναν άνθρωπο τον οποίο βοηθήσαμε, δεν σας λέω ότι περιήγαγαν εσκεμμένα το Σάββα Ξηρό στην κατάσταση αυτή για να αναγκαστεί να ομολογήσει. Όχι.

Το είπαν όμως και οι γιατροί εδώ, εκμεταλλεύτηκαν την υπάρχουσα κατάσταση, όταν για λόγους ιατρικούς έχει πάρει ήδη Dormicum το οποίο γνωστώ τω λόγω είναι το φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται και στο λεγόμενο ορό της αληθείας και όλοι γνωρίζουμε όσοι έχουμε κάποτε συζητήσει με αναισθησιολόγους, ότι όταν πρόκειται να κάνουν μια αναισθησία ενόψει μιας εγχείρισης, οι γιατροί μεταξύ τους για αστεϊσμό την ώρα που ο ασθενής βρίσκεται σε κατάσταση μισο-ύπνωσης αρχίζουν και τον ρωτάνε αδιάκριτα πράγματα και αυτός ανοίγει το στόμα του και κελαηδάει.

Γιατί να φέρνουν ειδικά από την Αμερική το φάρμακο τη στιγμή που το είχαν. Γιατί να του το δώσουν ύπουλα ή με βία, τη στιγμή που ιατρικώς ήταν ενδεδειγμένο να το παράσχουν. Εκείνο που δεν ήταν ιατρικώς και νομικώς ενδεδειγμένο ήταν να μπουκάρει η Αστυνομία και η Αντιτρομοκρατική μέσα στο δωμάτιο του Σάββα Ξηρού λίγες ώρες αφ’ ότου αποσωληνώθηκε.

Και αυτό είναι –συγγνώμη που το λέω– μια ντροπή και δεν με ενδιαφέρει μόνο το ηθικό σκέλος διότι πράγματι και επιμένω είναι ανήθικο να ζητάει ξομολόγο και να του στέλνουν Ανακριτή. Εν πάση περιπτώσει έχει και νομικές συνέπειες διότι υπάρχουν μία σειρά από δικαιώματα του ασθενούς τότε κ. Σάββα Ξηρού το οποίο άλλη υποκρισία, δεν τον είχαμε συλλάβει, τον προφυλάσσαμε. Από ποιον; Από αυτόν που αν ήθελε, που ήταν αδιανότητο για την λογική αυτής της Οργάνωσης όπως αποδείχθηκε εδώ στο ακροατήριό σας, αν ήθελε θα μπορούσε να το έχει εκτελέσει εκεί επιτόπου στον Πειραιά όταν έσκασε η βόμβα.

Από ποιον λοιπόν να τον προφυλάξουν; Να τον προφυλάξουν από τους ιδίους οι οποίοι του υποβάλλανε το φόβο ζωής ακριβώς για να τον εκμεταλλευτούν ψυχικά. Έχουμε την προσβολή της προσωπικότητάς του, άρθρο 5 παράγραφος 1 της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Γιατί; Δεν έχει ελεύθερη επιλογή γιατρού. Μπορούσε ο κ. Σάββας Ξηρός να επιλέξει σε ποιο γιατρό θα πήγαινε; Όχι. Μπορούσε να έχει κοινωνικές επαφές με όποιον ήθελε; Όχι. Μπορούσε να τους έλεγε «φέρτε τον πατέρα μου›; Τον άφηναν να μπει μέσα; Όχι. Πλήρης περιορισμός λοιπόν της ελευθερίας της ανάπτυξης της προσωπικότητας.

Ας μην μιλήσουμε για την παράνομη κράτηση το οποίο είναι – και θα επανέλθω κ.κ. Δικαστές – το ποιο μεγάλο σκάνδαλο σε όλη αυτή την περίπτωση και πρέπει να δούμε και πώς νομικώς επιδράει τελικώς στο παράνομο της κτήσεως και τελικώς στην απαγόρευση αξιοποίησης αυτούς του αποδεικτικού μέσου του έτσι κτηθέντος. Λέει το Σύνταγμα στο άρθρο 6 παράγραφος 2 ότι πρέπει στην αυτόφωρο σύλληψη μέσα σε 24 ώρες να οδηγηθεί στον Ανακριτή. Επειδή ξέραμε ότι δεν γινόταν αυτό το πράγμα απλώς αποφύγαμε να τον συλλάβουμε.

Ο νόμος δεν είναι τύπος, είναι ουσία. Στην ουσία ήταν κρατούμενος, το λένε και οι μάρτυρες. Δεν μπορούσαμε να μπαίνουμε, δεν μπορούσαμε να επικοινωνούμε. Οι ίδιοι οι γιατροί για να μπουν στο δωμάτιο έπρεπε να υπογράφουν σε ειδική καρτέλα, να έχουν ειδικό λόγο για να έχουν πρόσβαση στον ασθενή. Δεν θα σας μιλήσω για βασανιστήρια και αυτό θα δούμε αν πράγματι αποτελεί η περιποίηση αυτή του κ. Σάββα Ξηρού από τους ανακριτικούς υπαλλήλους οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν και τόνισαν το σύνδρομο της αισθητηριακής αποστέρησης που δημιουργήθηκε μέσα στο δωμάτιο της εντατικής αν αποτελεί βασανιστήριο.

Αν όμως δεν αποτελεί βασανιστήριο που απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 7 παράγραφος 2 του Συντάγματος είτε άσκηση ψυχολογικής βίας, τότε όμως σίγουρα αποτελεί προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Διότι είναι αναξιοπρεπές για τους ίδιους λόγους που ήδη έχω αναφέρει να ανακρίνεται ένας άνθρωπος ο οποίος δεν μπορεί να συγκεντρώσει τον εαυτό του, δεν έχει έλεγχο της συνείδησής του, δεν έχει έλεγχο της προσωπικότητάς του.

Υπάρχουν βέβαια και μία σειρά από παραβιάσεις οι οποίες αναφέρονται και προστατεύονται από ευρωπαϊκούς δικαϊκούς κανόνες όπως η ΕΣΔΑ. Πιστεύω ότι και οι συνάδελφοι που θα μιλήσουν μετά θα αναφερθούν πιο λεπτομερειακά σε αυτά, όπως η απαγόρευση των βασανιστηρίων ή τουλάχιστον και αυτό είναι κάτι στο οποίο θέλω να σας παραπέμψω, διότι βεβαίως πολύ εύκολα θα πει κανείς «μα όχι και βασανιστήρια τώρα στον Σάββα Ξηρό, του σώσαμε την ζωή›.

Εγώ θα σας πω ότι δεν είναι μόνο τα βασανιστήρια. Απαγορεύεται εξίσου μαζί με τα βασανιστήρια και η εξευτελιστική μεταχείριση. Αυτή απαγορεύεται σε μία σειρά και από διεθνής συμβάσεις και από κανόνες οι οποίοι αποτελούν και για μας δεσμευτικό νομικό πλαίσιο. Όπως από την Διεθνή Εταιρεία Ποινικού Δικαίου η οποία ήδη επί εποχής κοινωνίας των εθνών στους κανόνες για την πρόληψη των βιαιοτήτων είχε πει ότι θα πρέπει όσοι κρατούνται προσωρινά στην παράγραφο 3 να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στον Ανακριτή και να τίθενται υπό την επίβλεψη της Δικαστικής Αρχής, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα καταστεί αδύνατη η ύπαρξη των αποκαλουμένων «δωματίων αυθορμήτων ομολογιών›. Εδώ είχαμε ένα «δωμάτιο αυθορμήτου ομολογίας›.

Ήδη πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επικοινωνίας των εθνών απαγορεύονταν ή τουλάχιστον γινόταν προσπάθειες να αποφευχθεί αυτή ακριβώς η μεταχείριση των κρατουμένων. Ή παράδειγμα στο 6ο συνέδριο του Ποινικού Δικαίου το Γ΄ Τμήμα το οποίο δέχθηκε στην παράγραφο 10, ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος και με καμία δικαιολογία δεν επιτρέπεται να πιέζεται να απαντάει ερωτήσεις. Παράγραφος 11, καμία τεχνική μέθοδος, καμία βίαιη πίεση δεν πρέπει να εξασκούνται πάνω σε αυτόν για να ομολογήσει.

Όπως ήδη έχω αναφέρει στο Δικαστήριό σας από το βιβλίο του Καθηγητή Αλεξιάδη που λέει ότι ο μόνος επιτρεπτός τρόπος εξέτασης του κατηγορουμένου είναι αυτός που του επιτρέπει να είναι ήρεμος, νηφάλιος και απόλυτα κύριος των ψυχοσωματικών λειτουργιών του. Ο κ. Καθηγητής Αλεξιάδης θεωρεί ως απαράδεκτες τακτικές τον εκφοβισμό, τις υποσχέσεις, την παραπλάνηση, την ταλαιπωρία στην οποία ρητά συγκαταλέγει και την εξέταση τη νύχτα.

Εδώ θα σας πω ότι υπάρχει και η αντίστοιχη διάταξη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η 240 που λέει ότι η ανάκριση πρέπει να γίνεται σε κατάλληλο τόπο και χρόνο. Βεβαίως δεν απαγορεύεται από την Δικονομία να γίνεται η ανάκριση και κατά τη νύχτα. Όμως αν υπάρχει ένας ειδικός λόγος τότε πρέπει να ακολουθείται το άρθρο 240 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και να επιλέγεται ο κατάλληλος τόπος και χρόνος.

Νομίζω ότι κατάλληλος ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ δεν ήταν και κατάλληλος χρόνος η νύχτα ακόμη λιγότερο. Υπάρχουν μία σειρά από άλλες Διεθνείς Συμβάσεις οι οποίες απαγορεύουν την ταπεινωτική συμπεριφορά και αυτό ήθελα να καταλήξω. Δεν είναι θέμα αν θα είναι βασανιστήριο αρκεί και μόνο η ταπεινωτική συμπεριφορά.

Ήθελα μόνο να δούμε επί τροχάδην τί προέκυψε διότι αυτό θα κριθεί να αποφασίσει το Δικαστήριό σας, θα πείτε: καλά όλα αυτά βεβαίως και απαγορεύονται αλλά εδώ στην συγκεκριμένη περίπτωση ο συγκεκριμένος υπέστη μία από αυτές τις εξευτελιστικές μεταχειρίσεις, υπέστη την βάσανο της ανάκρισης σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο; Πού αποδεικνύονται όλα αυτά τα πράγματα;

Εγώ είμαι πεπεισμένος κ.κ. Δικαστές ότι αν δείτε τα πρακτικά οι μάρτυρες που κατέθεσαν όσο επιφυλακτικοί κι αν ήθελαν για οποιονδήποτε λόγο να είναι ακόμη και ο κ. Πιταρίδης έχουν ομολογήσει ορισμένα πράγματα. Ο κ. Πιταρίδης σε ερώτηση του συναδέλφου μου κ. Αγιοστρατίτη εάν ήταν στην εξουσία του να επιτρέψει την ανάκριση του κ. Σάββα Ξηρού κατά τον χρόνο που αυτή έγινε απάντηση «όχι, δεν θα το επέτρεπα αλλά δεν μπορούσαμε τί να κάνουμε άλλοι είχαν το κουμάντο εκεί μέσα›.

Επίσης η κα Θεοδωροπούλου τώρα πώς μπορεί να αξιολογηθεί η κατάθεση ως μάρτυρος στο ακροατήριό σας μιας Ψυχιάτρου η οποία καλούμενη να αποφανθεί για το αδιανόητο ερώτημα αν υπήρχε φόβος αυτοχειρίασης του κ. Σάββα Ξηρού. Μα εδώ ένα από τα δύο θα υπήρχε, ή φόβος μήπως αυτοκτονήσει ή φόβος μήπως τον σκοτώσουν. Δεν γίνεται και τα δύο μαζί. Όμως από τη μια λέγαμε ότι φοβόταν μήπως τον σκοτώσουν γι αυτό κι έλεγε «προς τα πού κοιτάει το δωμάτιο, προς τον Λυκαβηττό, προς το Χίλτον› από την άλλη όμως φέραμε Ψυχίατρο γιατί είπαμε ότι υπήρχε φόβος να αυτοκτονήσει. Όχι, δεν μπήκε γι αυτό η κα Θεοδωροπούλου μέσα. Μπήκε για να έρθει ακριβώς ενώπιόν σας στο ακροατήριο εδώ και να καταθέσει ότι πράγματι κατά την κρίση της την οποία συνήγαγε από 15 μόνο λεπτά εξέτασης του κ. Σάββα Ξηρού ότι είχε πλήρη διαύγεια, είχε πλήρη έλεγχο της συνειδήσεώς του.

Πρέπει σοβαρά να σταθεί το Δικαστήριό σας και να αξιολογήσει αυτή την κατάθεση. Η κα μάρτυς πολύ αυθόρμητα και χωρίς να έχω οποιαδήποτε σχέση με την συγκεκριμένη μάρτυρα της έκανα εδώ την ερώτηση και απήντησε με τον τρόπο που απήντησε ότι «ναι, υπάρχει στην αισθητηριακή απομόνωση και είναι αδιανόητο να ανακρίνεται κάποιος κάτω από τέτοιες συνθήκες›.

Η κα Κοκκινοπούλου πολύ ενδιαφέρον, είναι η Νοσηλεύτρια η οποία ενώπιόν σας επιβεβαίωσε αυτό που υπάρχει και σε έγγραφα τα οποία έχουν αναγνωσθεί στο ακροατήριο ότι πράγματι ο κ. Σάββας Ξηρός είχε παραισθήσεις και για να μην ξοδεύω τον χρόνο σας και ψάχνω στα πρακτικά νομίζω ότι κι εσείς ενθυμείστε ότι το επιβεβαίωσε ότι άκουγε θορύβους, ότι έβλεπε χρώματα πολύχρωμα, κάτι κάγκελα και πώς αλλιώς τα λέει.

Υπάρχει η μαρτυρία του Παπα-Τριαντάφυλλου την οποία σας κατέθεσα από συνέντευξη που έχει δώσει στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› και η οποία λέει ότι ο Σάββας όταν τον πρωτοείδε ήταν αγνώριστος, γελούσε συνέχεια και ήταν σαν μωρό, έδειχνε να μην καταλαβαίνει τί γινόταν. Αυτή είναι η λέξη κλειδί. Δεν καταλάβαινε τί γινόταν. Ούτε καν το ότι ήταν σαν μωρό μας πειράζει αρκεί να είχε συνείδηση και συναίσθηση των διαδραματιζομένων μπροστά του.

Βεβαίως υπάρχουν και άλλες συνθήκες και επιμένω και θα επιμείνω διότι είναι πάρα πολύ σημαντικό και το ξαναλέω κ.κ. Δικαστές. Αυτή η δίκη για μένα είναι η απόφασή σας για το αν τηρήθηκε ο νόμος κατά την διάρκεια της ανακρίσεως ή κατά την λήψη των ομολογιών του κ. Σάββα Ξηρού είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτής της δίκης διότι εδώ δικάζονται. Πρέπει να δώσουμε προσοχή και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία τυχόν καταπατήθηκαν.

Υπήρχε ένας συνεχής θόρυβος ο οποίος λέγεται – εγώ δεν το ήξερα – λευκός ήχος της εντατικής. Υπάρχει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων στην υπόθεση Ιρλανδίας κατά Ηνωμένου Βασιλείου από 18 Ιανουαρίου 1978 που λέει ότι αποτελούν απάνθρωπη και ταπεινωτική συμπεριφορά η υποβολή σε συνεχή και μονότονο θόρυβο σε συνδυασμό και με στέρηση του ύπνου.

Εδώ λοιπόν το δωμάτιο της εντατικής έχει συνεχή και μονότονο θόρυβο 40 έως 50 ντεσιμπέλ, τον λεγόμενο «λευκό ήχο›. Δεν χρειάστηκε λοιπόν οι ανακριτικού υπάλληλοι να εφαρμόσουν μέθοδο έκθεσης σε συνεχή και μονότονο θόρυβο. Υπήρχε ο θόρυβος, ήταν εκεί. Όμως ένας θόρυβος επιδρά και ψυχικά και κάνει ευάλωτο κάποιον.

Επίσης κάτι πολύ χαρακτηριστικό. Στην ΕΔΕ που επίσης αναγνώσθηκε ενώπιόν σας αναφέρει ο κ. Παπαγιαννάκης – δεν ξέρω αν ήταν νοσηλευτής ή γιατρός – ότι με το που ξύπνησε ο Σάββας, αποσωληνώθηκε και ξύπνησε από το κώμα, διακρίνονταν για λογόρροια. Λογόρροια είναι χαρακτηριστικό, είναι αυτό που λένε κελάηδησε. Μα κελαηδούσε από μόνος του, όλοι οι ασθενείς όταν ξυπνάνε, δεν ξέρω εάν αντιδρούν όλοι με τον ίδιο τρόπο, αλλά σίγουρα είναι τυπικό φαινόμενο, το να διακρίνεται κάποιος από λογόρροια.

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια σειρά από προσβολές της ανθρώπινης προσωπικότητας του Σάββα Ξηρού, και θα ήθελα τελειώνοντας να δούμε καταρχήν γιατί δικονομικά έχει σημασία το να αποφανθεί το Δικαστήριό σας, για τις προανακριτικές αυτές απολογίες – ομολογίες. Καταρχήν διότι άμεσα επιδρούν στην δικονομική του θέση στην δίκη αυτή που δικάζουμε εδώ.

Δηλαδή απ’ αυτές ακριβώς τις ομολογίες, εξαρτάται και η δική του υπερασπιστική θέση, όλη του η στάση, όλη του η υπεράσπιση ενώπιόν σας. ¶ρα είναι λογικό ότι πρέπει το Δικαστήριό σας να εξετάσει το κύρος αυτών των απολογιών.

¶λλα δικαιώματα δικονομικά τα οποία έχουν, επί τροχάδην, το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης το οποίο δεν ξέρω εάν πράγματι μπορούσε εκείνη τη στιγμή ο Σάββας Ξηρός να διακρίνει ανάμεσα στην αυτοενοχοποίηση, στο τι ήταν καλό γι’ αυτόν και τι ήταν άσχημο, απελπισμένος αγκάλιασε ίσως ένα σωσίβιο που κάποιος του εμφάνισε ως σωτήριο, ενώ στην ουσία ήταν βαρίδι που θα τον τραβούσε στο βυθό, αυτά πρέπει εσείς να τα κρίνετε.

Σίγουρα όμως τίθεται θέμα της ακυρότητας αυτών των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και βεβαίως της απαγόρευσης αξιοποίησής τους από το Δικαστήριό σας. Και βεβαίως υπάρχει μεν η διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. που λέει ότι, εάν αποδεικτικά μέσα κτήθηκαν κατά αξιόποινο τρόπο ότι δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής. Εδώ όμως τίθεται το ερώτημα εάν πράγματι οι πράξεις αυτές των ανακριτικών υπαλλήλων, ήταν αξιόποινες ή απλώς παράνομες υπό την ευρεία έννοια, χωρίς να υποπίπτουν σε κυρωτική διάταξη ενός κανόνος δικαίου. Νομίζω κύριοι Δικαστές, ότι ενόψει της συνταγματικής προστασίας που προσφέρεται πλέον στον κατηγορούμενο με την απαγόρευση της αξιοποίησης των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στο Σύνταγμά μας ήδη και αναφέρομαι στο άρθρο του Συντάγματος 19 παρ. 3 όπου, ναι μεν σωστά επισήμανε ένας συνάδελφος, δεν αφορά την δική μας περίπτωση.

Όμως αναρωτιέμαι αν δεν επιβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση για παραβιάσεις, παράνομη κτήση αποδεικτικών μέσων, οι οποίες είναι πολύ πιο ουσιώδεις και πολύ πιο σημαντικές αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, αν δεν επιβάλλεται εδώ μια τελολογική διεύρυνση της προστασίας, η οποία στο κάτω – κάτω πρόκειται για συνταγματική προστασία.

Ήδη το Σύνταγμά μας απαγορεύει την αξιοποίηση στο 19 παρ. 3 και νομίζω ότι επιβάλλεται εδώ από το Δικαστήριό σας, μια κατά το νόημα της διατάξεως διεύρυνση της προστασίας αυτής και στις συγκεκριμένες προανακριτικές ομολογίες. Εν πάση περιπτώσει υπάρχει το άρθρο 171 παρ.1δ του Κ. Ποιν. Δ. το οποίο εφόσον και σαφέστατα εδώ επηρεάζεται η δικονομική θέση και θεμελιώδη δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου όπως το δικαίωμά του στη δίκαιη δίκη, διότι δεν μπορεί να υπερασπιστεί αποφασιστικά τον εαυτό του, απέναντι σε αποδεικτικά μέσα, που παρανόμως έχουν κτηθεί και λειτουργούν εις βάρος του, σ’ αυτή τη περίπτωση λοιπόν δημιουργείται και θέμα ακυρότητος.

Και εν πάση περιπτώσει – όπως τονίζει και ο καθηγητής κ. Καρράς – υπάρχει και η διάταξη του 510 όπου ιδρύεται και αναιρετικός λόγος απ’ αυτούς τους λόγους. Σίγουρα όμως, για να επανέλθω, πιστεύω ότι οι συναγματικές προσβολές που έχουν γίνει των δικαιωμάτων του Σάββα Ξηρού, οι οποίες επιδρούν και στην δικονομική του θέση και στα δικαιώματα τα θεμελιώδη σαν κατηγορουμένου, και θέτουν και θέμα εφαρμογής εδώ της διατάξεως περί δικαίας δίκης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, επιβάλλουν κύριοι Δικαστές να πάρετε μια πάρα πολύ σημαντική απόφαση.

Και τελειώνοντας θέλω να αναφερθώ μόνο σε έναν συνάδελφο ο οποίος έχει πει ότι, έχετε υποχρέωση να συνεισφέρετε αποφασιστικά, στην καταξίωση των συνταγματικών δικαιωμάτων στη συνείδηση του λαού και της διοίκησης και της κρατικής μηχανής.

Είναι δηλαδή όπως σωστά επεσήμανε και ένας άλλος συνάδελφός μου και διαπαιδαγωγική απόφαση που θα πάρετε. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εσείς κύριε Μυλωνά; Έχετε το λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Γιατί θα πάει δυόμισι η ώρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλετε το λόγο;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι βεβαίως, έχω το λόγο κ. Πρόεδρε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ασφαλώς.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είναι προφανές ότι ο κ. Τζωρτζάτος έχει έννομο συμφέρον να μην χρησιμοποιηθούν και να μην αξιοποιηθούν οι προανακριτικές του καταθέσεις. Γι’ αυτό το λόγο η υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου συνυπογράφει την προβληθείσα ένσταση και όμως θέλει να αναπτύξει κάποια νομικά επιχειρήματα που αφορούν το παραδεκτό της και την ακριβή νομική διατύπωσή της.

Ας έρθουμε πρώτα στο παραδεκτό γιατί μας είπε κάτι νομικά πολύ ενδιαφέρον ο έγκριτος νομικός ο κ. Βασιλακόπουλος με το οποίο διαφωνούμε. Υπάρχει δυνατότητα να προβληθεί τώρα αυτή η ένσταση; Βεβαίως και υπάρχει μια και το άρθρο 333 παρ. 2 μας λέει ότι «δίνει εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση την άδεια στους διαδίκους για να αγορεύσουν ή όταν το ζητήσουν για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται›.

Είναι ένα θέμα που αυτή τη στιγμή απασχολεί το Δικαστήριο, έχει τεθεί από τον κατηγορούμενο Σάββα Ξηρό και νομίζω ότι νομίμως και παραδεκτώς προβάλλεται αυτή η ένσταση. Ποιο είναι τώρα το περιεχόμενο αυτής της ένστασης, όπως το αντιλαμβάνεται η Υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου, ενδεχομένως να υπάρχουν κάποιες μικρές αποκλίσεις όσον αφορά τη νομική της θεμελίωση από τους προλαλήσαντες:

Δεν είναι το περιεχόμενο αυτής της ένστασης το αν είχε συλληφθεί, αν ήταν κρατούμενος ή απλώς νοσηλευόταν ο κ. Ξηρός. Αναφέρθηκε εν τούτοις σε αυτό το θέμα ο κ. Αναγνωστόπουλος, εδώ εντελώς παρεμπιπτόντως να αναφέρω ότι για το ζήτημα αυτό, γιατί βεβαίως επρόκειτο για σύλληψη του κ. Σάββα Ξηρού, έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα κρίνει αν απλώς για λόγους ασφαλείας νοσηλευόταν φρουρούμενος ή αν ήταν απλά και ξεκάθαρα ένας κρατούμενος.

Αυτό το θέμα δεν θα το αναπτύξουμε σε αυτό το σημείο. Η ένσταση από την πλευρά του κ. Τζωρτζάτου περιορίζεται στο ζήτημα των προανακριτικών καταθέσεων του κ. Σάββα Ξηρού. ¶ρα, δεν θα αναφερθούμε στο τί έγινε ή τί δεν έγινε στον κ. Ζερβομπεάκο. Έχουμε όμως τρεις ή τέσσερις αν θυμάμαι καλά προανακριτικές καταθέσεις και προβάλλουμε την εξής ένσταση περί απαγορεύσεως χρήσεως και στη συνέχεια αξιοποιήσεως αυτών των συγκεκριμένων καταθέσεων.

Και βέβαια μας έδωσε ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα του τί δεν θέλουμε να γίνει και του τί θεωρούμε ότι απαγορεύεται να γίνει η εκλεκτή συνάδελφος κα Βόζεμπεργκ, η οποία στην τοποθέτησή της επανειλημμένα έκανε χρήση ουσιαστικά των καταθέσεων που έχει δώσει ο κ. Ξηρός στην προδικασία. Αυτό λοιπόν το θέμα, είτε από τη μεριά της Πολιτικής Αγωγής είτε από τη μεριά του κ. Εισαγγελέα, θεωρούμε ότι δεν επιτρέπεται να γίνει.

Δεν επιτρέπεται λοιπόν να γίνει ούτε χρήση αυτών των προανακριτικών καταθέσεων, ούτε στη συνέχεια αξιοποίηση από το Δικαστήριό σας, αλλά είναι πολύ σημαντικό να τονισθεί ότι και η χρήση δεν είναι επιτρεπτή. Γιατί δεν είναι επιτρεπτή; Γιατί αυτές οι καταθέσεις είναι προϊόν βασανιστηρίων και γι αυτό το λόγο υπάρχει αποδεικτική απαγόρευση χρήσης και αξιοποίησης η οποία πηγάζει τόσο από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ όσο και από τα άρθρα 2 παρ. 1, 7 παρ. 2 του συντάγματός μας σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 3 του συντάγματός μας.

Απλώς να υπενθυμίσω ότι το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγορεύει απολύτως τόσο τα βασανιστήρια όσο και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, η οποία εν προκειμένω έχει συμβεί στον κ. Σάββα Ξηρό. Όμως δεν θα αναφερθώ στο τί λέει η νομολογία του Στρασβούργου αυτή τη στιγμή, θα αναφερθώ στο τί λέει το σύνταγμά μας και θα ξεκινήσω από τις διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα. Δε χρειάζεται πάντοτε να αναγόμαστε στην ΕΣΔΑ, καμιά φορά και τα επιχειρήματα από το Δίκαιο το ελληνικό, από τον Ποινικό Κώδικα, είναι εξίσου πειστικά.

Γιατί μίλησα για βασανιστήρια: Γιατί το άρθρο 136α του Ποινικού Κώδικα που τιτλοφορείται «Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας› μας λέει τα εξής: «Υπάλληλος ή στρατιωτικός στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων, τιμωρείται με κάθειρξη εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του, με σκοπό: α) να αποσπάσει από αυτό ομολογία, κατάθεση ή πληροφορία....›

Αυτό έχει συμβεί στην περίπτωση του κ. Σάββα Ξηρού. Όχι βέβαια από τους γιατρούς, σε αυτό είμαστε συγκεκριμένοι. Από τα αρμόδια διωκτικά όργανα και εν προκειμένω από τον στρατηγό κ. Σύρο και από τον Εισαγγελέα τον κ. Διώτη. Υπενθυμίζω επίσης ότι σύμφωνα με τη 2η παράγραφο του άρθρου 137α, «βασανιστήρια συνιστούν κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του θύματος›.

Η ένστασή μας λοιπόν έχει δύο σκέλη: Θεωρούμε ότι έχει υποστεί βασανιστήρια ο κ. Σάββας Ξηρός υπό την έννοια του άρθρου 137α δύο φορές: Το ένα σκέλος, στο οποίο δεν θα αναφερθώ γιατί έχει νομίζω καλυφθεί, έχει να κάνει με τη χορήγηση φαρμάκων. Συνυπογράφουμε και αυτό το σκέλος, δεν θα το αναπτύξω όμως. Θα περιοριστώ στο άλλο σκέλος των βασανιστηρίων που αφορά την πρόκληση σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη.

Ας δούμε λοιπόν τις συνθήκες της νοσηλείας-κράτησης του κ. Σάββα Ξηρού. Είναι ένας πολυτραυματίας ο οποίος από θαύμα αν θέλετε και με τη σοβαρή βοήθεια των γιατρών γλιτώνει παρά τρίχα από το θάνατο. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει σοβαρές κακώσεις στο πρόσωπο, στον πνεύμονα, ενδεχομένως στον εγκέφαλο, δεν βλέπει, μάλιστα τουλάχιστον μέχρι τις 11/7 τα μάτια του είναι κλειστά, δεν ακούει, στην αρχή δεν μπορεί, δεν έχει όσφρηση, δεν δέχεται τροφή από το στόμα, είναι ένας σοβαρότατα τραυματισμένος.

Μην επεκταθώ, νομίζω ξέρει το δικαστήριό σας τις ακριβείς συνθήκες, τα ακριβή ιατρικά προβλήματα του κ. Σάββα Ξηρού. Αυτός ο άνθρωπος ο οποίος είναι κατηγορούμενος γιατί έχει τελέσει ένα αυτόφωρο κακούργημα, ας μην το ξεχνάμε αυτό, νοσηλεύεται και πάρα πολύ σύντομα, μόλις αποσωληνώνεται, μόλις βγαίνει από το κώμα, είναι αναγκασμένος να υποστεί μία ανάκριση.

Εδώ θα μου επιτρέψετε να υπενθυμίσω ότι τη σοβαρότητα του ιατρικού προβλήματος του κ. Σάββα Ξηρού πιστοποιεί η βεβαίωση που έχει αναγνωσθεί ότι νοσηλευόταν μέχρι τις 2/9 αν θυμάμαι καλά σε ΜΕΘ γιατί και στο δωμάτιο ψηλά που τον πήγαν, οι συνθήκες ήταν Μονάδας Εντατικής Θεραπείας, τόσο σοβαρά ιατρικά προβλήματα είχε ο κ. Σάββας Ξηρός.

Να δούμε λοιπόν πώς ανακρίνεται, όχι από τους γιατρούς, τους αφήνω στην άκρη, πώς ανακρίνεται από τον κ. Διώτη και τον κ Σύρο. Εδώ υπάρχει η «ομολογία› αν θέλετε του κ. Διώτη. Υπάρχει μια συνέντευξη, έχει αναγνωσθεί στο Δικαστήριό σας και από εκεί θα μου επιτρέψετε να επισημάνω μερικά κρίσιμα σημεία:

Λέει λοιπόν ο κ. Διώτης ο οποίος μιλά για όλα στην Ιωάννα Μάνδρου στη γνωστή συνέντευξη στο ΒΗΜΑgazino που μάλιστα έχει δημοσιευθεί μία μέρα πριν ξεκινήσει αυτή η Δίκη: «Ο Σάββας είναι μπαταρισμένος›. Μπαίνει στο θάλαμο ο κ. Διώτης και ο κ. Σύρος. Ο Σάββας είναι μπαταρισμένος, δεν βλέπει, το χέρι του ακρωτηριασμένο, ένας βαρύτατα τραυματισμένος άνθρωπος. Προσέξτε αυτό το σημείο. Δεν του λένε τις ιδιότητές τους, ποιοι ακριβώς είναι, εκείνος δεν έχει ιδέα τι γίνεται έξω. Μπαίνουν λοιπόν μέσα οι δυο αρμόδιοι για την δίωξη της τρομοκρατίας, δεν λένε τίποτα. Και ο ίδιος βέβαια δεν ξέρει τι του γίνεται. Αρχίζουν τις κουβέντες, γενικά και αόριστα στην αρχή. Οι κουβέντες διαρκούν ώρες. Οι επισκέψεις πολλές. Και εδώ προκύπτει από τη συνέντευξη ότι όλα αυτά – προσέξτε το αυτό – γίνονται πριν τις 6 Ιουλίου, γιατί στη συνέχεια της συνέντευξης διαβάζουμε τα εξής: «?και ενώ η ανάκριση συνεχίζεται, έχουν πει ιδιότητες και γιατί ρωτάνε, κάποια στιγμή ο Διώτης λέει στον Ξηρό για την Πάτμου. Και πιο κάτω, αποκαλύπτει ο Σάββας την γιάφκα της Δαμάρεως..›, η οποία αν δεν κάνω λάθος έχει αποκαλυφθεί στις 6 του μήνα. ¶ρα είμαστε σε ένα πρώιμο ακόμα στάδιο.

Και εδώ να συνδυάσουμε αυτή τη μαρτυρία, με όσα έχουν δηλώσει στις 23 και 24 Ιουνίου εδώ στην ακροαματική διαδικασία ο γιατρός Πιταρίδης και η νοσηλεύτρια Κοκκινοπούλου, οι οποίοι επιβεβαιώνουν ότι βεβαίως υπήρξαν επισκέψεις του κ. Σύρου και του κ. Διώτη στον νοσηλευόμενο Σάββα.

Και μας λένε κάτι πολύ σημαντικό, το είπε και ο κ. Αγιοστρατίτης, ότι αυτές οι επισκέψεις οι οποίες διαρκούν ώρες, γίνονται πάντα την νύχτα. Και έχουμε ως δεδομένο ότι την ημέρα δεν μπορεί να κοιμηθεί ο βαριά ασθενής, γιατί πρέπει να γίνει ιατρική θεραπεία και συνέχεια κάθε λίγο και λιγάκι, να του γίνει μια εξέταση, να του χορηγηθεί το ένα φάρμακο, άρα κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν μπορεί να αναπαυθεί.

Παρόλα αυτά και εδώ δεν έχει σημασία το εάν ήθελε ή δεν ήθελε ο ίδιος τους ανακριτές, εξετάζω τα αντικειμενικά δεδομένα, γιατί αυτά θεωρώ ότι συνιστούν περίπτωση βασανιστηρίων. Ενώ λοιπόν την ημέρα έχει ολιγόωρη και διακεκομμένη ανάπαυση ο κ. Σάββας Ξηρός λόγω της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, έρχονται επανειλημμένα την νύχτα και επί ώρες τον κρατούν ξάγρυπνο και κουβεντιάζουν μαζί του οι δυο αρμόδιοι για την δίωξη. Ο Αρχηγός της Αντιτρομοκρατικής και ο αρμόδιος Εισαγγελέας.

Και δίνουν συνέντευξη, αναφέρει ο κ. Διώτης ότι στις ανακρίσεις με τον Σάββα ο Διώτης ποτέ δεν είναι μόνο του, πάντα έχει μαζί του και τον Σύρο και στη συνέχεια, θα τελειώσω την αναφορά μου στην συνέντευξη μας λέει και το εξής.

Ο Σάββας γνωρίζει άριστα τα επιχειρησιακά και στις χιλιάδες ερωτήσεις που τον βομβαρδίζουν απαντά με ευχέρεια. Έχουμε λοιπόν μερικά αντικειμενικά δεδομένα. Τα συνοψίζω.

Όπως προκύπτουν από την συνέντευξη Διώτη και από την κατάθεση του γιατρού Πιταρίδη και της νοσηλεύτριας Κοκκινοπούλου. Ότι σε ένα χρονικό σημείο που είναι βαρύτατα ασθενής ο κ. Σάββας Ξηρός, ξέρετε τι έχει πάθει, σε ένα χρονικό σημείο που μόλις έχει γίνει αποσωλήνωση, σε ένα χρονικό σημείο που μάλιστα ο γιατρός Πιταρίδης είπε, ότι εάν ήμουν εγώ, γιατί βρισκόταν σε άδεια, δεν θα επέτρεπα στον στρατηγό και στον εισαγγελέα να μπουν μέσα, σε αυτό το χρονικό σημείο έχουμε επανειλημμένες πολύωρες νυχτερινές ανακρίσεις από τον κ. Διώτη και τον κ. Σύρο, οι οποίοι βομβαρδίζουν με χιλιάδες ερωτήματα τον Σάββα Ξηρό.

Θεωρούμε λοιπόν ότι αυτή η συμπεριφορά, απέναντι σε ένα πολυτραυματία που στην αρχή ισορροπεί μεταξύ ζωής και θανάτου, εκ μέρους του κ. Διώτη και του κ. Σύρου, συνιστά βασανιστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 137 Α όπως σας ανέφερα και βεβαίως και του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Και φυσικά συνιστά και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο, ότι αυτές οι επανειλημμένες ανακρίσεις την νύχτα εις βάρος ενός πολυτραυματία, για να μην τα ξαναλέω, έχουν οδηγήσει στην σύνταξη κάποιων προανακριτικών καταθέσεων, υποστηρίζουμε ότι η χρήση, από την πολιτική αγωγή, τον Εισαγγελέα, το Δικαστήριο και η μετέπειτα αξιοποίηση αυτών των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων, δεν επιτρέπεται επειδή προσκρούει στο Σύνταγμα και εξηγούμαι.

Πρώτα να πούμε ότι, έχουμε μια, την πιο κλασική, την πιο τρανταχτή περίπτωση αν θέλετε, αποδεικτικής απαγόρευσης. Γιατί ομόφωνα η ποινικοδικονομική θεωρία δέχεται ότι, η αλήθεια στην ποινική δίκη δεν αναζητείται έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Υπάρχει μάλιστα και μια πασίγνωστη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού ή Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.

Σ’ αυτή την αναζήτηση υπάρχουν κάποια όρια. Τα σημαντικότερα όρια είναι, οι αποδεικτικές απαγορεύσεις, οι οποίες έχουν απασχολήσει επί πολλά χρόνια την θεωρία της ποινικής δικονομίας. Εκεί, υπάρχουν πολλές και διάφορες απόψεις. Όμως για ένα ζήτημα είναι ομόφωνη η ποινική θεωρία. Όταν μιλάμε για βασανιστήρια δεν γεννάται κανένα θέμα.

Σ’ αυτή την περίπτωση που έχουμε προσβολή του σκληρού πυρήνα του Συντάγματος, έχουμε προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, εκεί, όλη η θεωρία δέχεται ομόφωνα ότι δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτές τις καταθέσεις που έχουν ληφθεί μετά από βασανιστήρια, δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε και να τις αξιοποιήσουμε στη ποινική δίκη.

Εντελώς ενδεικτικά, θα αναφέρω και περιορίζομαι μόνο στους καθηγητές ποινικού δικαίου, τις απόψεις που έχει πει ο καθηγητής Ανδρουλάκης, «θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης› δεύτερη έκδοση 1994 σελίδες 173-183 και ιδίως 180. Αυτά που λέει ο καθηγητής Σπινέλης στα Ποινικά Χρονικά 1986, σελίδες 865-886 και για το συγκεκριμένο ζήτημα 882-883. Ο καθηγητής Χαραλαμπάκης σε άρθρο του στην Υπεράσπιση το 1995, σελίδες 659-672 και για το συγκεκριμένο ζήτημα σελίδες 670 με 671. Και ο καθηγητής Καρράς, στο βιβλίο του «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο› έκδοση 1998 σελίδες 634-642, ιδίως 638.

Όλοι αυτοί και εδώ ας προσθέσω και τον Καμίνη, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου και Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος έχει βγάλει μια θεμελιώδη μονογραφία με τίτλο «παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων› το 1998, ο οποίος λέει τα ίδια πράγματα, πρόχειρη παραπομπή σελίδες 256-257, 275-276 και 335-336.

Τι λέει λοιπόν ομόφωνα η ελληνική θεωρία και σε επίπεδο καθηγητών, γιατί βεβαίως, έχουν πει τα ίδια και πολλοί άλλοι που δεν είναι τακτικοί καθηγητές, είναι είτε λέκτορες ,είτε απλοί διδάκτορες ποινικού δικαίου. Όλοι λοιπόν συμφωνούν σε ένα πράγμα. Όταν έχουμε βασανιστήρια, τότε το προϊόν των βασανιστηρίων το οποίο αποτυπώνεται σε καταθέσεις, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί σε μια ποινική δίκη. Έχουμε μια, την σημαντικότερη, την θεμελιωδέστερη αποδεικτική απαγόρευση, έναν περιορισμό της αναζήτησης της αλήθειας, ο οποίος, προκύπτει και από το Σύνταγμά μας.

Έχουμε λοιπόν τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 7 παρ. 2, από τις οποίες προκύπτει ότι, είναι μια σαφέστατη επιταγή του συντακτικού νομοθέτη να απαγορεύονται τα βασανιστήρια και να θεωρούνται αξιόποινες πράξεις.

Βέβαια, τυπικά δεν έχουμε μια αποδεικτική απαγόρευση αυτών των προϊόντων των βασανιστηρίων, ίσως γιατί ο συντακτικός νομοθέτης θεώρησε ότι αυτό είναι αυτονόητο. Και έτσι αντιμετωπίζει το θέμα όλη η θεωρία που σας ανέφερα.

Έχουμε όμως, με την τελευταία τροποποίηση του Συντάγματος το 2001, μια προσθήκη, είναι το άρθρο 19 παρ. 3 . Είπε ο κ. Βασιλακόπουλος ότι η προσθήκη αυτή αναφέρεται μόνο σε επιμέρους θέματα και δεν μας μιλάει για βασανιστήρια, άρα εκ τούτου συνάγεται ότι δεν μπορούμε να την επικαλεστούμε όταν έχουμε βασανιστήρια.

Θα διαφωνήσω μ’ αυτό και ευτυχώς δεν είμαι και ο μόνος. Πρώτα θα πω ότι το Σύνταγμα επιτάσσει την αποδεικτική απαγόρευση για ήσσονος σημασίας προσβολές, σε σχέση με τα βασανιστήρια. Και μας διευκρινίζει ότι ακόμα και σ’ αυτές τις προσβολές των άρθρων 9, 9α και 19, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα παράνομα αποδεικτικά μέσα.

Έρχεται όμως και η θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου και τι μας λέει: θα σας διαβάσω ένα σύντομο κομμάτι από το βιβλίο του αναπληρωτή καθηγητή Κώστα Χρυσόγονου του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. «Ατομικά & Κοινωνικά Δικαιώματα› δεύτερη έκδοση 2002, σελίδα 245. Τι μας λέει εκεί ο καθηγητής: «η νέα παράγραφος 3 του άρθρου 19 του Συντάγματος, θα πρέπει να γίνει αντιληπτή, ως μερική έκφραση της γενικής αρχής, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αντισυνταγματικό τρόπο. Έτσι απαγορεύεται η χρήση, όχι μόνο όσων αποδεικτικών μέσων έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 9α και 19, συμπληρώνω εγώ, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 19, συνεχίζω το παράθεμα από το βιβλίο του Χρυσόγονου, αλλά και όσων αποκτώνται κατά παράβαση της υποχρέωσης της πολιτείας, να σέβεται την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος) και των εξειδικεύσεών της, ιδίως στα άρθρα 7 παρ. 2 και 5 παρ. 5 του Συντάγματος.

Έρχεται λοιπόν η θεωρία και μας λέει ότι, από την νέα διατύπωση του άρθρου 19 με την προσθήκη της παρ. 3 συνάγουμε μια γενική αρχή ότι, αυτά τα αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση και των βασικότερων διατάξεων του Συντάγματος, όπως είναι το άρθρο 2 παρ. 1 και 7 παρ. 2, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, ως αποδεικτικά μέσα.

Και τα ίδια λέει λεπτομερώς και η ποινική θεωρία, η ποινικοδικονομική, να μην τα αναπτύσσω για να μην σας κουράζω. Και εδώ θα μου επιτρέψετε να προσθέσω ότι, το να μην λάβουμε υπόψη δικονομικά τα παράνομα αποδεικτικά μέσα που είναι προϊόν βασανιστηρίων, αποτελεί επιταγή που προκύπτει και από το Διεθνές Δίκαιο. Γιατί υπάρχει και η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα βασανιστήρια του 1984, που έχει κυρωθεί με το νόμο 1782 του 1988, και έχει και αυτή υπέρτερη του νόμου ισχύ κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος, που στο άρθρο 15 λέει τα εξής: «Κάθε κράτος μεριμνά, ώστε κάθε κατάθεση η οποία αποδεικνύεται ότι είναι αποτέλεσμα βασανιστηρίων, να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο.›

Έχουμε και από εκεί λοιπόν από το Διεθνές Δίκαιο υποχρέωση, την οποία πρέπει να υλοποιήσει βεβαίως η πολιτεία και τα Δικαστήριά μας και εσείς ως Δικαστήριο, να μην λαμβάνεται υπόψη μια κατάθεση που αποτελεί προϊόν βασανιστηρίων.

Και βέβαια όπως σας ανέπτυξα, θεωρώ ότι οι συγκεκριμένες προανακριτικές καταθέσεις του κ. Σάββα Ξηρού, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις του γιατρού Πιταρίδη, της νοσηλεύτριας Κοκκινοπούλου, του ψυχιάτρου Χριστοδουλάκη και πρωτίστως από τις ίδιες τις παραδοχές του Εισαγγελέα Διώτη στη συνέντευξη του BHMAGAZINO έχει υποστεί βασανιστήρια, υπό την έννοια που σας είπα. Γιατί βέβαια ήταν τυχερός ο κ. Σάββας Ξηρός δεν έφαγε και άγριο ξύλο όπως έφαγε ο κ. Τζωρτζάτος, υπέστη τις άλλες μορφές βασανιστηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 137 Α.

Και εδώ ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι, η διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 η οποία ακούστηκε, η οποία φαίνεται καταρχήν να επιτρέπει την αξιοποίηση κάποιων αποδεικτικών μέσων που έχουν κτηθεί με παράνομες, με αξιόποινες πράξεις, όταν μιλάμε για εγκλήματα, όπως στην παρούσα περίπτωση που επισύρουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αυτή η διάταξη είναι αντισυνταγματική όσον αφορά τα βασανιστήρια.

Υπάρχει σαφής αναφορά και του καθηγητή Καρρά, αλλά και του εκλεκτού συναδέλφου κ. Τζανετή που έχει γράψει ένα συγκεκριμένο άρθρο, ακριβώς για την ερμηνεία του άρθρου 177 παρ. 2 και οι δυο λένε ότι, το 177 παρ. 2 πρέπει να ερμηνευτεί κατά τέτοιο τρόπο, δηλαδή να προβούμε σε μια τελολογική συσταλτική ερμηνεία, ώστε να αποκλείσουμε από το πεδίο εφαρμογής του, εκείνα τα αποδεικτικά μέσα που έχουν κτηθεί με την παράνομη πράξη των βασανιστηρίων.

Αν θυμάμαι καλά ο κ. Καρράς το λέει αυτό ακριβώς το ζήτημα το θίγει στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο ’98 στη σελίδα 638 και ο κ. Τζανετής στο άρθρο του που έχει δημοσιευθεί στα Ποινικά Χρονικά το 1998, σελίδες 105 επόμενα ειδική μνεία αυτού του ζητήματος στο άρθρο 109 ή στη σελίδα 109.

Έχουμε λοιπόν ως δεδομένο, ότι σύμφωνα με την ποινική δικονομική θεωρία, δεν γεννάται καν θέμα εφαρμογής του άρθρου 177 παρ. 2, όταν πρόκειται για αξιόποινη πράξη που συνιστά βασανιστήριο. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτές τις σκέψεις θεωρούμε ως υπεράσπιση του κ. Τζωρτζάτου, ότι οι συγκεκριμένες προανακριτικές καταθέσεις που έχουν ληφθεί προανακριτικά, όταν ο βαριά τραυματισμένος Σάββας Ξηρός που ισορροπούσε μεταξύ ζωής και θανάτου βρισκόταν στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ στην Εντατική Μονάδα, όταν μόλις είχε αποσωληνωθεί και μόλις είχε συνέλθει από το κώμα του, όταν έρχονται ο κ. Διώτης και ο κ. Σύρος και επανειλημμένα επί πολλές ώρες την νύχτα, τον εξετάζουν, τον ανακρίνουν, τον βομβαρδίζουν με χιλιάδες ερωτήσεις, αυτή η ανακριτική μέθοδος, θεωρούμε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 137 Α του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, συνιστά βασανιστήρια, προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Και ως εκ τούτου, δεν μπορούν αυτές οι καταθέσεις και να χρησιμοποιηθούν στο Δικαστήριό σας, είτε από την πολιτική αγωγή, είτε από τον Εισαγγελέα, και πολύ περισσότερο βεβαίως, να αξιοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο.

Και βέβαια υπογραμμίζω και πάλι, ότι όλα αυτά ανεξάρτητα από την βούληση του ιδίου του Σάββα Ξηρού. Ανεξάρτητα από το εάν αυτός έλεγε, ελάτε να σας τα πω όλα, ή εάν είχε διαύγεια ή όχι. Αναφέρομαι στα αντικειμενικά δεδομένα του τρόπου ανάκρισης όπως αυτή διεξήχθη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πλήρως κατανοητά κύριε Μυλωνά. Διακόπτουμε για την Δευτέρα το πρωί.