Πολιτική
Τρίτη, 29 Ιουλίου 2003 21:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (29/07/2003) Μέρος 1/6

ΔΙΚΗ 17Ν

ΤΡΙΤΗ 29 ΙΟΥΛΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:10

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Είμαστε στις προτάσεις πάνω σε μία ένσταση.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ο κρατούμενος κ. Σάββας Ξηρός αρνείται να εισέλθει για τους γνωστούς λόγους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να επιτραπεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εκπροσωπείται.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Ο κ. Γεωργιάδης θα εισέλθει εντός ολίγων λεπτών.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Προσωρινά εκπροσωπείται από τον κ. Αγιοστρατίτη κι αυτός. Όπως έχουμε πει τον έχουμε γενικό επόπτη όταν απουσιάζουν, τον έχει διορίσει το Δικαστήριο.

Ο κ. Σταμούλης έχει το λόγο.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σας χθες κ. Πρόεδρε και κ.κ. Εφέτες το πρόβλημα αν και κατά πόσο είναι επιτρεπτή κατά νόμο η απαγόρευση της απομακρύνσεως του κατηγορουμένου κ. Ξηρού από το ακροατήριο. Επί του θέματος αυτού επιτρέψτε μου να επικαλεστώ το άρθρο 344 της Δικονομίας το οποίο ορίζει, τιτλοφορείται αποχώρηση του κατηγορουμένου και στην παράγραφο 1 ορίζει: η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά την διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την πρόοδο της διαδικασίας.

Το Δικαστήριο όμως μπορεί να επιτρέψει στον συνήγορο του κατηγορουμένου που αποχώρησε να παραστεί αντί γι αυτόν αν πειστεί ότι η αποχώρησή του οφείλεται σε εύλογη αιτία. Μπορεί ακόμη να διατάξει και την διακοπή ή αναβολή της δίκης. Σε δίκες για κακούργημα όπως η προκειμένη ο Πρόεδρος πρέπει πάντοτε να διορίσει στον κατηγορούμενο που αποχώρησε για οποιονδήποτε λόγο συνήγορο για να παρίσταται αντί γι αυτόν στην δίκη αν αποχώρησε και ο συνήγορός του που είχε αρχικά διοριστεί.

Παράγραφος 2 η οποία έχει νομίζω βαρύνουσα σημασία. Το Δικαστήριο μπορεί πάντως να απαγορεύσει στον κατηγορούμενο που δεν κρατείται προσωρινά να απομακρυνθεί από το ακροατήριο έως ότου απαγγελθεί η απόφαση. Η σαφής έννοια των διατάξεων αυτών είναι ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αποχωρήσει από την δίκη είναι αναμφισβήτητο. Εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου να ορίσει, να επιτρέψει την εκπροσώπησή του από τον παριστάμενο συνήγορό του κι αν πρόκειται για κακουργηματική υπόθεση όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, σε περίπτωση που ασκώντας το δικαίωμά του προς αποχώρηση συναποχωρήσει και ο διορισθείς οφείλει το Δικαστήριο πλέον να του διορίσει συνήγορο.

Δυνατότητα απαγορεύσεως της απομακρύνσεως από το ακροατήριο υπάρχει μόνο για εκείνον εκ των κατηγορουμένων ο οποίος δεν κρατείται προσωρινά. Δοθέντος λοιπόν στην συγκεκριμένη περίπτωση ο αποχωρήσας κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά, έχω την εντύπωση ότι δεν είναι δυνατόν να διαταχθεί η μη απομάκρυνσή του από το Δικαστήριο και συνεπώς η βιαία επαναπροσαγωγή του ενώπιόν σας.

Σε ότι αφορά την χρήση πλέον των προανακριτικών καταθέσεων το άρθρο 366 είναι αρκετά σαφές νομίζω. Λέει ειδικότερα στην παράγραφο 1 ότι εκείνος που διευθύνει την συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Παράγραφος 2, αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος -πότε;- κατά την παρουσία του εις το Δικαστήριο και την απολογία του είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία είναι δυνατόν να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση.

Συνεπώς δυνατότης αναγνώσεως περικοπών των απολογιών υπάρχει μόνο όταν παρίσταται αυτοπροσώπως και απολογείται ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Εάν έχει αποχωρήσει εξέλειπε η ιστορία διότι η ανάγνωση των απολογιών δεν αποτελεί ανάγνωση της προς Κορινθίους επιστολής του Παύλου ή του οιουδήποτε άλλου κειμένου το οποία αναγιγνώσκεται εις το εκκλησίασμα ή οπουδήποτε αλλού.

Συνεπώς στην συγκεκριμένη περίπτωση απόντος του κατηγορουμένου μη διαρκούσης, μη ούσης εν εξελίξει της απολογίας του δεν είναι δυνατόν ούτε να επισημανθούν αντιφάσεις, ούτε να του υπομνηστούν και να του αναγνωσθούν περικοπές των προανακριτικών ή ανακριτικών καταθέσεών του. Με αυτά τα δεδομένα νομίζω ότι το Δικαστήριό σας θα πρέπει να πει ότι εφόσον αποχώρησε ο κατηγορούμενος και εδόθη η δυνατότης εκπροσωπήσεώς του από τον παριστάμενο συνήγορό του δεν υπάρχει πλέον στάδιο ούτε να διαταχθεί η επαναφορά του εις το ακροατήριο, ούτε να αναγνωσθούν περικοπές καταθέσεως σύμφωνες ή αντίθετες ή οτιδήποτε που ελήφθησαν κατά την προδικασία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι σημαντικά αυτά που είπατε. Θα συνεκτιμηθούν μαζί με τα άλλα. Ο κ. Παπαδάκης έχει το λόγο.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, έχουν τεθεί δύο θέματα χθες. Το ένα είναι εάν είναι δυνατή η ανάγνωση περικοπών από τις απολογίες στην προδικασία του κ. Σάββα Ξηρού και το δεύτερο είναι το θέμα που έθεσε ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας για το θέμα της βίαιης προσαγωγής. Ξεκινάω από το δεύτερο επειδή είναι λίγο απλούστερη η τοποθέτηση πάνω σε αυτό.

Πρώτον, το θέμα αυτό πρόωρα τίθεται δεδομένου ότι τουλάχιστον έτσι όπως θεμελιώθηκε από τον κ. Εισαγγελέα περίπτωση βίαιης προσαγωγής ανακύπτει εφόσον τελικώς αναγνωσθούν οι απολογίες κατά την προδικασία και εξ αυτών προκύψουν επιβαρυντικές μαρτυρίες εις βάρος συγκατηγορουμένων και προκειμένου να ασκηθεί το δικαίωμα εξέτασης με ερωτήσεις προς τον κ. Σάββα Ξηρό από τους συγκατηγορουμένους.

Είναι ένα θέμα το οποίο τίθεται πρόωρα και επιπλέον είναι και παράδοξο το ότι τίθεται από τον κ. Εισαγγελέα για λογαριασμό της υπεράσπισης και με το ερώτημα αν η υπεράσπιση θέλει την βίαιη προσαγωγή. Η υπεράσπιση τουλάχιστον του κ. Τζωρτζάτου αλλά πιστεύω ότι διερμηνεύω και όλους τους συνυπερασπιστές δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο να ζητήσει την βίαιη προσαγωγή ενός κατηγορουμένου ο οποίος για λόγους δικούς του που αφορούν απόλυτη έκφραση του δικαιώματος που του αναγνωρίζει ο νόμος έχει επιλέξει το δικαίωμα σιωπής.

Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία από την ανάγνωση εν πάση περιπτώσει των απολογιών του αν αυτή θεωρηθεί σύννομη και κατά την έκταση που θα θεωρηθεί σύννομη η ανάγνωση προκύπτουν οποιαδήποτε στοιχεία τέτοια. Σε ότι αφορά το θέμα της ανάγνωσης αυτής καθ’ αυτής νομίζω ότι όντως το άρθρο 366 παράγραφος 2 δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο παρερμηνείας.

Η τοποθέτησή μου ήταν από προχθές αυτή και αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ήδη από την Παρασκευή είχα θέσει το διαδικαστικό ερώτημα για ποιο λόγο γίνεται η συζήτηση γύρω από το επιτρεπτό ή μη της χρήσης των απολογιών της προδικασίας του κ. Σάββα Ξηρού την στιγμή που δεν έχουμε φτάσει σε κείνο το στάδιο ακόμα που προβλέπει το 366 παράγραφος 2 κατά το οποία ανακύπτουν οι προϋποθέσεις παραδεκτού της ανάγνωσης των καταθέσεων αυτών.

Εν πάση περιπτώσει το 366 προϋποθέτει δύο πράγματα. Το ένα το οποίο προϋποθέτει είναι ότι ο κατηγορούμενος έχει απολογηθεί και το δεύτερο ότι αυτά τα οποία εξέθεσε κατά την απολογία του αντιφάσκουν με αυτά που είπε στην προδικασία. Όταν δεν υπάρχει φάση, δεν υπάρχει και αντίφαση. Όταν δεν υπάρχει απολογία δεν υπάρχει και πεδίο εκδήλωσης αντίφασης με αυτά τα οποία είπε προηγουμένως.

Το δεύτερο είναι ότι αναγιγνώσκονται περικοπές και ότι του αναγιγνώσκονται προκειμένου να διαγνωστεί όπως είπα προηγουμένως η αντίφαση, διότι γενικώς η απολογία της προδικασίας αποτελεί μέσο ελέγχου της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου και όχι αποδεικτικό μέσο. Μην ξεχνάμε ότι στο άρθρο 178 τα ενδεικτικά αναγραφόμενα επώνυμα αποδεικτικά μέσα δεν συμπεριλαμβάνουν την απολογία του κατηγορουμένου. Αλλά την ομολογία κατά το μέρος που η απολογία δεν είναι ομολογία συνιστά ανωμοτί μαρτυρική κατάθεση εναντίον συγκατηγορουμένων η οποία δεν είναι επιτρεπτό να γίνεται χρήση.

Ο κ. Σάββας Ξηρός ήρθε χθες και σαφέστατα δήλωσε ότι δεν θέλει να απολογηθεί. Θα σταματούσε η τοποθέτησή μου εδώ εάν δεν υπήρχε από την άλλη πλευρά, από μία μερίδα μάλλον της πολιτικής αγωγής διότι δεν ήταν όλες οι τοποθετήσεις ίδιες και αυτό εν πάση περιπτώσει είναι αρκετά τιμητικό για εκείνους οι οποίοι δεν μπήκαν στην διαδικασία του «τρικ› χθες από την πολιτική αγωγή γιατί έγινε μία προσπάθεια να εκληφθεί ως δήθεν απολογία το γεγονός ότι ο κ. Σάββας Ξηρός επειδή είναι λίγο ευγενικός και αυτός και οι δικηγόροι του να μην διακόψουμε αντιδικονομικά, απάντησε σε κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις που έγιναν από τον Πρόεδρο κατά βάση σχετικά με το περιεχόμενο της δήλωσης την οποία προηγουμένως ανέγνωσε στο Δικαστήριο κατά το άρθρο 333.

Αυτού του είδους οι διευκρινιστικές απαντήσεις δεν υποκαθιστούν την απολογία και θέλω να πιστεύω ότι από την πλευρά του εκείνου που απηύθυνε τις ερωτήσεις αυτές δεν εσκοπείτο η μεθόδευση της διαδικασίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρηθεί στην συνέχεια απολογία η όποια εν πάση περιπτώσει ολιγόλεπτη απάντηση του κ. Σάββα Ξηρού πάνω στις τοποθετήσεις αυτές ούτως ώστε στη συνέχεια η πολιτική αγωγή έκανε λόγο για σύντομη απολογία, για μερική άσκηση εν πάση περιπτώσει του δικαιώματος σιωπής κλπ. Συνεπώς για τους λόγους αυτούς πιστεύω ότι δεν πρέπει να αναγνωσθούν οι καταθέσεις αυτές και φυσικά δεν τίθεται και θέμα εντάλματος βιαίας προσαγωγής.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κάτι που εκ παραδρομής παρέλειψα. Θα ήθελα να θέσω υπόψη του Δικαστηρίου σας μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Είναι η απόφαση που δημοσιεύθηκε 21/12/2000 στην υπόθεση Χάιν και Μακ Γκίνες και Κουίν κατά Ιρλανδίας. Λέει η απόφαση : η Αστυνομία τους συνέλαβε τους προσφεύγοντες στο Δικαστήριο ως υπόπτους για τρομοκρατικές ενέργειες. Αφού τους ενημέρωσε ότι έχουν δικαίωμα σιωπής – η Αστυνομία τους ενημέρωσε ότι έχουν δικαίωμα σιωπής – ενεργοποίησε διάταξη νόμου του 1939 και ζήτησε από τους προσφεύγοντες να αναφέρουν με λεπτομέρεια....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι γνωστή αυτή η απόφαση. Να αναφέρουν πού είχαν πάει τις προηγούμενες μέρες.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Τις μετακινήσεις τους κατά τον χρόνο της τρομοκρατικής ενέργειας. Οι προσφεύγοντες αρνήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με τις μετακινήσεις τους και καταδικάστηκαν. Η άρνησή τους να απαντήσουν ερμηνεύτηκε ως συνομολόγηση ενοχής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ενεργοποίηση του νόμου του 1939 ήταν αντίθετη στην ουσία του δικαιώματος στην σιωπή και του δικαιώματος του υπόπτου να μην επιβαρύνει την θέση του. Οι λόγοι ασφάλειας και δημόσιας τάξης δεν δικαιολογούν την ρύθμιση αυτή και το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι παραβιάζεται το δικαίωμα σε δίκαιη ποινική δίκη.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι γνωστή απόφαση, όπως κι εσείς θα ξέρετε βέβαια και τις αποφάσεις Μάρεϊ, Σόντερς, Κόντρον, ¶βεριλ. Είναι αρκετές οι αποφάσεις οι οποίες πραγματικά προβληματίζουν σε αυτό το θέμα όπως είπε και ο κ. Μυλωνάς χθες.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα δούμε και στην συνέχεια για τον κ. Τζωρτζάτο και μια ακόμα πιο πρόσφατη απόφαση για το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης. Θα ξεκινήσω απ’ όσα ειπώθηκαν από την πολιτική αγωγή χθες. Εισαγωγικά πρέπει να τονίσω την πολύ μεγάλη σημασία των όσων ανέπτυξε ο κ. Λίβος τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα και νομίζω ότι τα όσα είπε χθες για το δικαίωμα μερικής σιωπής θα πρέπει να προβληματίσουν έντονα το Δικαστήριό σας, ήταν πολύ σημαντικά.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε από τον κ. Μαύρο αν θυμάμαι καλά η απόφαση Κράξι. Εδώ να σημειώσω ότι πρώτος εγώ είχα μιλήσει γι αυτήν την απόφαση πριν από 1-2 μήνες κι εδώ θέλω να τονίσω ότι άλλο είναι το περιεχόμενο αυτής της απόφασης. Θυμίζω ότι στην παράγραφο 88 αυτής της απόφασης το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο συγκεκριμένος προσφεύγων, ο πρώην Πρωθυπουργός Μπενίτο Κράξι είχε καταδικαστεί και η καταδίκη του αυτή βασιζόταν αποκλειστικά σε δηλώσεις που είχαν κάνει πριν από την δίκη κάποιοι συγκατηγορούμενοί του οι οποίοι κατά την διάρκεια της δικής του δίκης επικαλέστηκαν το δικαίωμα σιωπής και δεν κατέθεσαν κάτι εις βάρος του.

Όμως το Δικαστήριο καταδίκασε τον κ. Κράξι βασιζόμενο αποκλειστικά σε αυτές τις καταθέσεις που είχαν δώσει οι συγκατηγορούμενοί του σε μία άλλη δίκη, σε προγενέστερο στάδιο όχι στην δίκη που κρίθηκε ένοχος ο κ. Κράξι και στην μαρτυρία ενός αποθανόντος συγκατηγορουμένου. Βέβαια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχθηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου Κράξι να απευθύνει ερωτήσεις στους μάρτυρες κατηγορίας.

Αυτό μου δίνει την αφορμή να διατυπώσω και την μεγάλη μου έκπληξη όταν άκουσα χθες 3-4-5 εκλεκτούς συναδέλφους της πολιτικής αγωγής να αγωνιούν πραγματικά για την εφαρμογή των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, όχι των δικών τους. Πολλοί συνάδελφοι είπαν, μα πρέπει να έρθει ο κ. Σάββας Ξηρός εδώ γιατί πώς αλλιώς θα μπορέσουν, όχι εμείς οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής, πώς θα μπορέσουν οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροι υπεράσπισης να ασκήσουν τα δικαιώματά τους;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν το ζητήσετε θα τον φέρουμε οπωσδήποτε. Δεν υπάρχει περίπτωση, δεν θα σας χαλάσουμε το χατίρι.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, διατυπώνω την έκπληξή μου όταν είδα οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής να αγωνιούν για λογαριασμό των συνηγόρων υπεράσπισης και υποκαθιστώντας τους συνηγόρους υπεράσπισης γιατί την τήρηση των δικαιωμάτων των συνηγόρων υπεράσπισης. Εδώ θα υπογραμμίσω απλώς ότι το δικαίωμα να ερωτηθεί ο κατηγορούμενος αφορά μόνο την υπεράσπιση. Δεν έχει τέτοιο δικαίωμα η πολιτική αγωγή. Το τί θα κάνει η υπεράσπιση δεν αφορά την πολιτική αγωγή, είναι δικό μας θέμα.

¶ρα τα όσα υποστηρίχθηκαν για να ενισχύσουν την άποψη της πολιτικής αγωγής ότι πρέπει να προσαχθεί βιαίως ο κ. Σάββας Ξηρός δεν έχουν καμία νομική βάση γιατί αφορούν όχι δικαιώματα της πολιτικής αγωγής αλλά μόνο δικαιώματα της υπεράσπισης. Βέβαια δεν ετέθη από την πλευρά μας κάποιο τέτοιο ζήτημα. Τα όσα είπε η πολιτική αγωγή για το άρθρο 6 παράγραφος 3δ είναι πολύ ενδιαφέροντα αλλά δεν έχουν καμία νομική σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα γιατί το άρθρο 6 παράγραφος 3δ αφορά δικαιώματα μόνο του κατηγορούμενου και όχι της πολιτικής αγωγής. Αυτά όσον αφορά το θέμα της βίαιης προσαγωγής που δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει και ούτε ότι χρειάζεται δικονομικά. Δεν θα επεκταθώ σε αυτό το θέμα, με κάλυψαν οι προηγούμενοι συνάδελφοί μου.

Να δούμε όμως τώρα μερικά ζητήματα που νομίζω ότι από τις τοποθετήσεις της πολιτικής αγωγής προκύπτει μία σύγχυση όσον αφορά την αντιμετώπισή τους. Είναι 2-3 ξεχωριστά ζητήματα τα οποία κατά την άποψή μου η πολιτική αγωγή τα έβαλε όλα σε ένα «τσουκάλι› ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα παρακαλούσα μόνο λίγο συνεπτυγμένα για να μας μένουν κιόλας.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι, αλλά όπως καταλαβαίνετε είναι ένα πολύ σημαντικό νομικό ζήτημα που έχει άμεση επίπτωση και στην θέση του κ. Τζωρτζάτου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι όλα σημαντικά αλλά μπορούμε να τα λέμε λίγο συνοπτικά.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα προσπαθήσω την επιχειρηματολογία μου να την αναπτύξω σύντομα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένας επιστήμονας έχει αφαιρετική σκέψη, μπορεί να την χρησιμοποιεί και σαν εργαλείο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ένα ξεχωριστό ζήτημα κ. Πρόεδρε, κ.κ. Εφέτες είναι το πώς συμμετέχει ενεργά ο κατηγορούμενος, ο κάθε κατηγορούμενος σε μία δίκη. Υπάρχουν πολλοί τρόποι αυτής της ενεργητικής συμμετοχής του κατηγορούμενου και μιλάω πάντα για την ακροαματική διαδικασία. Ο κατηγορούμενος τοποθετείται επί ερωτήσεων κατά άρθρο 357 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Είδαμε για παράδειγμα ότι ο κ. Τσελέντης επανειλημμένα είπε την άποψή του σε αυτή την δίκη κατόπιν εφαρμογής του 357. Ο κατηγορούμενος και ο κ. Σάββας Ξηρός και άλλοι κατηγορούμενοι μπορούν να τοποθετηθούν βάσει του άρθρου 333 κάνοντας δηλώσεις. Ο κατηγορούμενος μπορεί να απολογηθεί, ο κατηγορούμενος στην συνέχεια μπορεί να απαντήσει σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Προέδρου και επίσης μπορεί σε ένα μεταγενέστερο ακόμα στάδιο να τοποθετηθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 368 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Έχουμε λοιπόν πολλές δυνατότητες τοποθέτησης ενός κατηγορούμενου στην ακροαματική διαδικασία. Ένα άλλο θέμα είναι αν αυτές οι τοποθετήσεις θα αξιολογηθούν αποδεικτικά από το Δικαστήριο. Η απάντηση είναι καταφατική. Βεβαίως όλη η στάση του κατηγορούμενου θα αξιολογηθεί και το πώς ακριβώς τοποθετείται είτε κατ’ εφαρμογή του 357, είτε του 333, είτε του 366, είτε του 368.

¶ρα λοιπόν η προγενέστερη στάση του κ. Ξηρού στο ακροατήριο θα αξιολογηθεί αυτοτελώς. Όμως αυτό δεν έχει να κάνει με την εφαρμογή του 366. Πριν έρθω σε αυτό θα μου επιτρέψετε να πω με δυο κουβέντες τί είναι η απολογία. Ακούστηκαν πολλά περίεργα σε αυτή την αίθουσα από την πολιτική αγωγή όπως για παράδειγμα ότι έχει ξεκινήσει να απολογείται ο κ. Ξηρός από την Παρασκευή.

Η απολογία είναι ένας τεχνικός όρος. Αφορά την τοποθέτηση του κατηγορουμένου στο τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας επί της κατηγορίας που του αποδίδεται και μόνο. Όπως είπε και ο κ. Σταμούλης και ο κ. Παπαδάκης δεν είναι ένα αποδεικτικό μέσο. Το 178 είναι σαφές. Η ομολογία αποτελεί αποδεικτικό μέσο. Η απολογία είναι ένα μέσο υπεράσπισης του κατηγορουμένου για τις κατηγορίες που βαρύνουν τον ίδιο.

Εδώ θα αναφερθώ και στο άρθρο 274 γιατί απολογία δίνει δύο φορές δικονομικά ο κατηγορούμενος είτε στην προδικασία πριν τελειώσει, είτε στην ακροαματική διαδικασία. Η ρύθμιση της απολογίας στην προδικασία περιέχεται στα άρθρα 2.73 και 2.74. Είναι πολύ σημαντικό να θυμηθούμε ότι το άρθρο 2.74 μας λέει ότι ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του εννοείται πρέπει να καλείται να εκθέσει πλήρως τους λόγους που συμβάλλουν στην υπεράσπισή του. Αυτά έχουν σημασία για τον κ. Τζωρτζάτο όπως θα δείτε στην συνέχεια.

¶ρα η απολογία είναι μόνο μία από τις δυνατότητες που έχει δικονομικά ο κατηγορούμενος να τοποθετηθεί στην ακροαματική διαδικασία και οπωσδήποτε αφορά μόνο την κατηγορία εις βάρος του. Είναι μία δυνατότητα που έχει αναπτύξει αν το θέλει βέβαια την υπεράσπισή του και να πει τις δικές του απόψεις επί της κατηγορίας που του αποδίδεται εφόσον αυτός το κρίνει σκόπιμο.

Ο κ. Σάββας Ξηρός δεν απολογήθηκε χθες. Νομίζω αυτό πρέπει να είναι σαφές. Τοποθετήθηκε και την Παρασκευή και έκανε και μία δήλωση αλλά κάθε τοποθέτηση του κατηγορουμένου δεν συνιστά απολογία όπως προανέφερα. Ο κ. Σάββας Ξηρός είπε σαφέστατα «εγώ δεν απολογούμαι›. Επιτρέψτε μου να πω, αυτό σιωπηλά αλλά με σαφήνεια το αναγνώρισε και ο κ. Πρόεδρος ο οποίος στην συνέχεια έκανε κάποιες ερωτήσεις στον κατηγορούμενο.

Ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι όταν απολογείται ο κατηγορούμενος δεν διακόπτεται και μάλιστα η διακοπή με θέση ερωτήσεων από τον Πρόεδρο της απολογίας του κατηγορουμένου συνιστά δικονομικό παράπτωμα, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και έπ’ αυτού είναι και η πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 2293/2002. Ακριβώς επειδή ο κ. Πρόεδρος κατάλαβα πολύ καλά ότι ο κ. Ξηρός δεν απολογείται προχώρησε στο μεταγενέστερο στάδιο και έθεσε κάποιες ερωτήσεις οι οποίες όμως δεν αφορούν την απολογία. Γιατί, το λέω και πάλι, είναι σαφής ο Έλληνας νομοθέτης όταν απολογείται ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να διακόπτεται από οποιονδήποτε, ούτε από τον Πρόεδρο με την υποβολή ερωτήσεων.

Ακριβώς λοιπόν επειδή ο κ. Σάββας Ξηρός δεν απολογήθηκε, στην συνέχεια ο κ. Πρόεδρος θεώρησε σκόπιμο να του θέσει κάποιες ερωτήσεις. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί στην ελληνική ποινική δίκη ισχύει η αρχή της αμεσότητας. Εδώ αν θέλετε είμαστε λίγο διαφορετικοί και πολύ καλά κάνουμε από κάποιες άλλες έννομες τάξεις οι οποίες επιτρέπουν συλλήβδην την ανάγνωση προανακριτικών καταθέσεων. Στο ελληνικό Ποινικοδικονομικό Δίκαιο ισχύει η βασική αρχή της αμεσότητας.

Αυτό σημαίνει ότι έχουμε δύο ξεχωριστά στάδια της δίκης. Το ένα είναι η προδικασία και ότι συντελείται σε αυτήν, οι καταθέσεις που δίνονται, οι απολογίες, οι ανακριτικές πράξεις. Όμως η προδικασία τελειώνει με ένα βούλευμα το οποίο μπορεί για κάποιους να είναι απαλλακτικό και υπήρχαν απαλλακτικές διατάξεις και στην συγκεκριμένη υπόθεση είτε για παρόντες κατηγορούμενους, είτε για άλλους. Ο έτερος αδελφός Ξηρός που απηλλάγη πλήρως από τις κατηγορίες.

Με το βούλευμα λοιπόν κάποιοι απαλλάσσονται, κάποιοι παραπέμπονται. Εκεί σταματάει η προδικασία, ερχόμαστε σε ένα ξεχωριστά στάδιο της ποινικής δίκης που είναι η ακροαματική διαδικασία στην οποία ισχύει η αρχή της αμεσότητας η οποία σύμφωνα με τον Καθηγητή κ. Ανδρουλάκη σημαίνει ότι κατ’ εφαρμογή αυτής της αρχής η επιρροή της προδικασίας στην κύρια διαδικασία υφίσταται ουσιαστική μείωση με την έννοια ότι τα στοιχεία της πρώτης (εννοείται της προδικασίας) ακόμη κι αν προφορικοποιηθούν στο ακροατήριο με την ανάγνωση των σχετικών εγγράφων δεν μπορούν κατά κανόνα να χρησιμεύσουν για να θεμελιωθεί η οριστική δικαστική κρίση. Είναι από το βιβλίο της Θεμελιώδης Έννοιας της Ποινικής Δίκης, Β΄ έκδοση 1994, σελίδα 123.

Στην επόμενη σελίδα 124 είναι σαφέστατος ο κορυφαίος Καθηγητής μας ο κ. Ανδρουλάκης. Μόνο εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία επιτρέπεται να χρησιμεύσουν στον κρίνοντα προς θεμελίωση απόφασής του με τα οποία είστε σε άμεση προσωπική επικοινωνία των οποίων έχει άμεση προσωπική αντίληψη. Με τον τρόπο αυτόν αποκλείεται η άντληση στοιχείων προς στήριξη της δικαστικής κρίσης από την ανάγνωση των προδικαστικών καταθέσεων των μαρτύρων ή της χάρτινης κατά Μπέλινγκ απολογίας του κατηγορουμένου, τουλάχιστον εκεί όπου είναι δυνατή η άμεση ακρόαση των ίδιων προσώπων στο ακροατήριο.

Για να μην σας κουράζω άλλο με τα όσα λέει ο κ. Ανδρουλάκης. βλέπουμε εδώ ότι ο κ. Σάββας Ξηρός τοποθετήθηκε σαφώς «δεν απολογούμαι›. Εδώ θα σημειώσω και πάλι την πολύ εύστοχη παρατήρηση του κ. Λίβου. Έχει ένα δικαίωμα σιωπής. ¶ρα όσον αφορά τον κ. Σάββα Ξηρό νομίζω ότι δεν μπορείτε να διαβάσετε τις προανακριτικές του καταθέσεις αφού ο ίδιος έχει επικαλεστεί το δικαίωμα σιωπής.

Όμως εμένα δεν με ενδιαφέρει ο κ. Σάββας Ξηρός, με ενδιαφέρει ο εντολέας μου ο κ. Τζωρτζάτος. Εδώ λοιπόν με δεδομένο ότι κυρίαρχη είναι η αρχή της αμεσότητας στην ποινική δίκη, ειδικά για τον κ. Τζωρτζάτο υπάρχει ένα πρόσθετο πρόβλημα να διαβαστούν εκείνες οι περικοπές από τις καταθέσεις του κ. Σάββα Ξηρού που αφορούν τον ίδιο.

Σας είπα ότι ο κατηγορούμενος, ο κάθε κατηγορούμενος τοποθετείται επί των δεδομένων της εις βάρος του κατηγορίας με πολλούς τρόπους στη ποινική δίκη. Όμως μόνο σε μία και μόνο περίπτωση μπορούμε να παραβούμε την αρχή της αμεσότητας και να διαβάσουμε, να αναχθούμε αν θέλετε σε κάτι που έχει πει στην προδικασία. Αυτή η περίπτωση είναι μόνο η απολογία του. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση υφίσταται μία ρωγμή αν θέλετε η αρχή της αμεσότητας, μια περιορισμένη ρωγμή και μόνο τότε μπορούμε να αναφερθούμε σε ότι έχει ειπωθεί στην προδικασία.

Σε όλα τα άλλα στάδια τοποθέτησης του κατηγορουμένου είτε απαντάει σε ερωτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 357, είτε κάνει δηλώσεις με το 333, είτε σε μεταγενέστερο στάδιο απαντά σε ερωτήσεις κατά το άρθρο 368, εκεί δεν μπορούμε να του πούμε «ναι, μας έχεις πει κάτι διαφορετικό στην προδικασία›. Δεν μπορούμε να το πούμε όταν έχει επικαλεστεί βεβαίως το δικαίωμα σιωπής όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση.

Τελειώνω επισημαίνοντας το εξής πολύ σημαντικό για τον κ. Τζωρτζάτο: Ακόμα και αν εσείς θεωρήσετε παραβλέποντας την προβληματική του δικαιώματος σιωπής, ότι απολογήθηκε εν ευρεία εννοία, δεν ξέρω τί νομική κατασκευή θα κάνετε, εσείς κρίνετε βέβαια, όχι εγώ, ακόμα και αν θεωρήσετε ότι απολογήθηκε εν ευρεία εννοία ο κ. Σάββας Ξηρός και γεννάται ζήτημα εφαρμογής του 366 παρ. 2, από την όλη δομή του άρθρου 366 και βάσει των επιχειρημάτων που ανέφεραν και οι κ.κ. Σταμούλης και Παπαδάκης, θεωρώ ότι αυτή η περιορισμένη αναφορά σε προανακριτικές καταθέσεις, θα έχει εκ του νόμου ως μοναδικό περιεχόμενο εκείνα τα σημεία που αφορούν την κατηγορία που αποδίδεται στον κ. Σάββα Ξηρό.

Ενδεχομένως -διαφωνώ βέβαια αλλά ας δούμε και αυτό το υποθετικό ενδεχόμενο- το Δικαστήριό σας να πει ότι ναι, υπάρχει νομικά η δυνατότητα με μία ευρεία ερμηνεία του άρθρου 366 επί του τεχνικού όρου της απολογίας, να προβούμε σε ανάγνωση περικοπών από τις καταθέσεις. Τονίζω και πάλι και ολοκληρώνω ότι αυτή η περιορισμένη ανάγνωση, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να αφορά κάτι άλλο πέραν της κατηγορίας που βαρύνει αποκλειστικά τον κ. Σάββα Ξηρό.

Με δεδομένο ότι ο κ. Σάββας Ξηρός τίποτα δεν είπε στην απολογία του για άλλους συγκατηγορουμένους, θεωρώ ότι δεν επιτρέπεται εκ του νόμου, να διαβαστούν κάποιες περικοπές από τις οποίες προκύπτει ενοχή του κ. Τζωρτζάτου ή κάποιων άλλων συγκατηγορουμένων. Ακόμα λοιπόν και αν θεωρήσετε ότι είναι επιτρεπτή αυτή η ανάγνωση, οφείλετε να περιοριστείτε σε εκείνα τα χωρία των καταθέσεων των προανακριτικών του κ. Σάββα Ξηρού που αφορούν την κατηγορία που αποδίδεται στον ίδιο και μόνο.

Οποιαδήποτε άλλη επέκταση συνιστά όχι μόνο παραβίαση του άρθρου 366, αλλά πολύ περισσότερο της βασικής αρχής του Ποινικού δικονομικού μας συστήματος που είναι η αρχή της αμεσότητας. Μόνο αυτό που ακούγεται σε αυτή την αίθουσα, μπορεί να αξιολογηθεί από εσάς. Οποιαδήποτε άλλη αναφορά στα δεδομένα της προδικασίας δεν είναι επιτρεπτή.

Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Κύριε Πρόεδρε θέσαμε κάποια θέματα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχετε τον λόγο. Καλά κάνατε και τα θέσατε, εμείς θα τα εκτιμήσουμε. Τα θέσατε στο Δικαστήριο, οι συνήγοροι δεν είναι υποχρεωμένοι να σας απαντούν σε όσα θέτετε.

Δ. ΖΩΤΟΣ: Δύο συμπληρωματικές σκέψεις σχετικά κυρίως για το δεύτερο θέμα, της δυνατότητας δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση που ο Σάββας Ξηρός δεν έρχεται να απολογηθεί και παραμένει στο κελί του, της δυνατότητας στην περίπτωση αυτή, να αναγνωσθούν περικοπές από τις προανακριτικές του απολογίες, που αφορούν άλλους συγκατηγορουμένους. Δεν θα αναφερθώ δηλαδή στο πρώτο θέμα το οποίο καλύφθηκε από τους προηγούμενους συναδέλφους του χαρακτήρα της μέχρι τώρα απολογίας αν αυτό σημαίνει το δικαίωμα σιωπής και της δυνατότητας του Δικαστηρίου σας από αυτό το δικαίωμα, την άσκηση αυτού του δικαιώματος, να χρησιμοποιήσει την προανακριτική του απολογία σε ό,τι αφορά αυτόν ως ομολογία δηλαδή.

Αλλά κυρίως θα αναφερθώ στο δεύτερο θέμα, της δυνατότητας του Δικαστηρίου σας να χρησιμοποιήσει τις προανακριτικές του απολογίες και να αναγνώσει τις προανακριτικές του απολογίες σε ό,τι αφορά τους συγκατηγορουμένους του. Σε σχέση με αυτό, είναι γνωστή η προβληματική της δυνατότητας του διπλού ρόλου του κατηγορουμένου στη διάρκεια της απολογίας του, με όποιον τρόπο γίνεται αυτό, είτε με το δικαίωμα της σιωπής, είτε της άρνησης, είτε της κατάθεσης, της δυνατότητας δηλαδή της τυπικής εναλλαγής των ρόλων ανάμεσα σε αυτήν την ιδιότητας του κατηγορουμένου και σε αυτήν της ιδιότητας του μάρτυρα.

Είναι γνωστή η διάταξη 211 το εδάφιο β’ και η γνωστή απόφαση 1136 του Αρείου Πάγου όπου απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί ο κατηγορούμενος ως μάρτυρας στη διάρκεια της απολογίας του. Η προβληματική αυτή στηρίζεται στις εξής τρεις βασικές σκέψεις: Το πρώτο είναι ότι δε μπορούμε να έχουμε μία διπλή ιδιότητα του κατηγορουμένου στη Δίκη, αυτήν δηλαδή του κατηγορουμένου και του μάρτυρα. Δεν μπορεί να έχει την ιδιότητα του μάρτυρα, α) γιατί δεν ορκίζεται, β) γιατί δεν έχει καθήκον αληθείας, γ) γιατί δε μπορεί να διασταυρωθεί η κατάθεσή του.

Αναφέρθηκε ότι εάν είχαμε τον κ. Ξηρό εδώ, τότε θα είχε η υπεράσπιση τη δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων με το 366 παρ. 2 και έτσι θα ικανοποιείτο και ο όρος ότι θα μπορούσαν πράγματι να διασταυρωθούν τα στοιχεία τα οποία εισφέρει ο κατηγορούμενος, τα επιβαρυντικά σε βάρος των άλλων κατηγορουμένων και έτσι η διασταύρωση και ο έλεγχος, το δικαίωμα δηλαδή ακρόασης των κατηγορουμένων των συγκατηγορουμένων θα ικανοποιείτο.

Νομίζω ότι η προβληματική αυτή δεν είναι βάσιμη για τον εξής κυρίως λόγο: Οι ερωτήσεις με το 366 παρ. 2, δεν απευθύνονται, δεν μπορεί οι υπερασπιστές των άλλων συγκατηγορουμένων να τις απευθύνουν απευθείας στον κατηγορούμενο, αλλά διά μέσω του Προέδρου. Αυτό σημαίνει μία παραβίαση του άμεσου δικαιώματος επικοινωνίας, του άμεσου δικαιώματος ακρόασης του κατηγορουμένου.

Αλλά κυρίως σημαίνει, εάν δούμε τον δικαιολογητικό λόγο που δεν επιτρέπει στους συνηγόρους του κατηγορουμένου να απευθύνουν άμεσα τις ερωτήσεις στον απολογούμενο συνδικαζόμενο κατηγορούμενό τους, θα δούμε ότι έχουμε τη μεσολάβηση, άρα και τη δυνατότητα του Προέδρου, κάποιες ερωτήσεις να μην τις επιτρέπει, όχι επειδή τις θεωρεί εκτός θέματος, αλλά κυρίως επειδή μπορεί να κρίνει ο Πρόεδρος ότι αυτές τείνουν σε αυτο-ενοχοποίηση του απολογούμενου κατηγορουμένου και άρα, επειδή πρέπει να προστατεύεται ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του από την δυνατότητα των ερωτήσεων που τον αυτο-ενοχοποιούν.

Το δεύτερο επιχείρημα σε αυτό είναι ότι ενώ ο Εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα άμεσης απεύθυνσης στον κατηγορούμενο και υποβολής ερωτήσεων, ο συνήγορος του συνδικαζόμενου συγκατηγορουμένου για τον οποίο καταθέτει επιβαρυντικά ενδεχομένως ο κατηγορούμενος, δεν έχει αυτή την δυνατότητα και αυτό παραβιάζει τη δυνατότητα, το δικαίωμα ισοπλίας ανάμεσα στα δύο μέρη στην κατηγορούσα αρχή και στους υπερασπιστές

Τα στοιχεία της προανακριτικής απολογίας του απολογουμένου κατηγορούμενου που αφορούν συνδικαζόμενους κατηγορούμενους, η απολογία του εκεί έχει τον χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τους άλλους κατηγορουμένους, της ανώμοτης κατάθεσης, γιατί χωρίς να ορκιστεί κατέθεσε επιβαρυντικά για τους συγκατηγορουμένους του και άρα μια τέτοια κατάθεση μπορεί να έχει την τύχη μόνο της προανακριτικής ανώμοτης κατάθεσης του 31.2 για την οποία σας μίλησε επανειλημμένα ο κ. Σταμούλης.

Γι αυτό τον λόγο δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια τέτοια κατάθεση σαν επιβαρυντικό στοιχείο για τον συνδικαζόμενο κατηγορούμενο. Πέρα από το γεγονός ότι μια τέτοια κατάθεση έχει την προβληματική από την καταγωγή της, ότι δηλαδή έχει πια γίνει η τυποποίησή της με το 211α της προβληματικής αυτής, ότι δηλαδή ο απολογούμενος και καταθέτων τα επιβαρυντικά για τους συγκατηγορουμένους του στοιχεία, είναι από την Αρχή και από το νόμο ύποπτη μια τέτοια κατάθεση, γιατί έχει κάθε λόγο και κάθε κίνητρο να καταθέτει επιβαρυντικά για τους άλλους κατηγορουμένους γιατί έτσι επιβαρύνει τη θέση τους.

Αυτό είναι προφανές και στη συγκεκριμένη Δίκη όπου δίδονται τα μέτρα επιείκειας σε εκείνους τους κατηγορουμένους οι οποίοι καταθέτουν επιβαρυντικά για τον συνδικαζόμενο συγκατηγορούμενό τους, όπως ήταν και στο προηγούμενο στάδιο στον αντίστοιχο νόμο περί ναρκωτικών στο άρθρο 25, που ήταν το μόνο το οποίο επίσης ρητά έδινε ένα τέτοιο ευεργέτημα στον απολογούμενο και καταθέτονταν επιβαρυντικά για τον συγκατηγορούμενο στοιχεία.

Για όλους αυτούς τους λόγους νομίζω ότι δεν μπορεί το Δικαστήριό σας να προχωρήσει στην ανάγνωση των επιβαρυντικών περικοπών των προανακριτικών απολογιών του Σάββα Ξηρού σε ό,τι αφορά συγκατηγορουμένους του. Αλλιώς θα έχουμε την ακυρότητα του 211β, είναι μια σχετική ακυρότητα η οποία προτείνεται. Καταθέτω στο Δικαστήριό σας την 1136/87 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία έχει κρίνει το αντίστοιχο θέμα στη βάση του 211 εδάφιο β.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να μου δώσετε την απόφαση. Συμπληρώστε κι εσείς κ. Βλάχο.

Ι. ΒΛΑΧΟΣ: Πολύ επιγραμματικά: Το επιχείρημα του 366 παρ. 2 πέραν του ότι γραμματικά ερμηνευόμενο το άρθρο προϋποθέτει την παρουσία του κατηγορουμένου προκειμένου να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του, η ίδια παρ. 2 του άρθρου 266, προϋποθέτει ότι ο κατηγορούμενος έχει απολογηθεί, διότι λέγει ότι «εάν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά απ’ όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατόν να του διαβαστούν›.

Εφόσον δεν έχει απολογηθεί ή αρνείται να απολογηθεί, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της σιωπής ο κατηγορούμενος, τότε από την ερμηνεία του 366.2 συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατό να του διαβαστούν στο σύνολό τους οι προδικαστικές προανακριτικές απολογίες του, διότι με αυτή την έννοια ακυρώνεται στο σύνολό της η στάση του όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος σιωπής, το οποίο δικαίωμα σιωπής και ρητά κατοχυρώνεται στο 366.3 και στο 273.2 αλλά είναι και απόρροια του δικαιώματος της μη αυτο-ενοχοποίησης και τελικώς του τεκμηρίου αθωότητας που ισχύει για τον κατηγορούμενος μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου σας.

Μέχρι τότε λοιπόν κατά τεκμήριο θεωρείται αθώος και έχει το δικαίωμα να μην αυτο-ενοχοποιηθεί. Έχει λοιπόν αυτόνομο δικαίωμα ο κατηγορούμενος να επιλέξει εάν θα απολογηθεί και θα ομολογήσει πράγματα για να χρησιμοποιηθούν ως ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του, αν δηλαδή θα λειτουργήσει ως αποδεικτικό μέσο, ποια αποδεικτική λειτουργία θα έχει η στάση του ή να σιωπήσει, ασκώντας δικαιώματά του.

Αν λοιπόν σιωπήσει, δε μπορούμε να ακυρώσουμε τη στάση του διαβάζοντάς του στο σύνολό τους τις προανακριτικές.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα είπατε χθες αυτά και τα θυμόμαστε πάρα πολύ καλά, τα έχω σημειώσει κιόλας.

Κ. ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, εκείνο το οποίο θα ήθελα να πω στο Δικαστήριό σας είναι το εξής: Αν φανταστούμε την περίπτωση που ο κ. Σάββας Ξηρός ήταν μόνος του κατηγορούμενος και είχε δώσει προανακριτικές απολογίες και έλεγε ό,τι έλεγε κι ήταν μόνος του κατηγορούμενος και ερχόταν στο Δικαστήριό σας η ώρα της απολογίας στην ακροαματική διαδικασία και έλεγε «αρνούμαι να απολογηθώ›, τί θα εφαρμόζατε; Θα εφαρμόζατε το 366 παρ. 3 που λέει «αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί να απολογηθεί ή να απαντήσει σε ερώτηση αυτό αναγράφεται στα πρακτικά›. Αυτό λέει το 366.3 σε περίπτωση αρνήσεως απολογίας.

Το 366 παρ. 2 λέει «όταν καταθέτει αντίθετα, άλλα γεγονότα από αυτά από αυτά που κατέθεσε στην προδικασία›. Το 366 παρ. 3 λέει τί γίνεται όταν αρνείται να απολογηθεί όπως ο κ. Σάββας Ξηρός δήλωσε ρητά εδώ. Ουσιαστικά, αν ήταν μόνος του πιστεύω δεν θα αναγιγνώσκατε τίποτα, θα εκτιμούσατε την άρνηση με τον τρόπο που θα την εκτιμούσατε και θα εκδίδατε την απόφασή σας. Ουσιαστικά, η ανάγνωση των προανακριτικών απολογιών έχει να κάνει με όσα έχουν κατατεθεί σε σχέση με άλλους συγκατηγορουμένους.

Εδώ θέλω να θυμίσω στο Δικαστήριό σας –ειπώθηκαν από τους συναδέλφους, δεν θα τα επαναλάβω για την εισαγωγή της προδικασίας στην ακροαματική διαδικασία με την ανάγνωση αυτών των προανακριτικών απολογιών- και το 211 εδάφιο β. Το 211 εδάφιο β απαγορεύεται και μάλιστα με ποινές ακυρότητας, να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι κηρύχτηκαν ένοχοι για πράξη που εκδικάζεται και αν ακόμα δεν τους επεβλήθη ποινή.

Αυτή η διάταξη που απαγορεύεται την κατάθεση ως μάρτυρος του κατηγορουμένου ισχύει κατ’ αναλογία και εδώ όταν υπάρχει συγκατηγορούμενος που συνεκδικάζεται για την ίδια υπόθεση. Ουσιαστικά οι προανακριτικές απολογίες του κ. Σάββα Ξηρού αυτόν τον ρόλο καλούνται να επιτελέσουν, να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρίες εις βάρος άλλων συγκατηγορουμένων και αυτό θεωρώ ότι είναι δικονομικά ανεπίτρεπτο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το Δικαστήριο αποσύρεται προς διάσκεψη.

ΔΙΑΚΟΠΗ