Πολιτική
Παρασκευή, 01 Αυγούστου 2003 21:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (01/08/2003) Μέρος 3/6

Αναφέρομαι εντελώς πρόχειρα στην κατάθεση του αστυνόμου Απόστολου Γάλου στις 15 Ιανουαρίου 2003 έχει αναγνωστεί στο Δικαστήριό σας «Είμαι αρχιφύλακας, υπηρετώ στην ΕΚΑΜ, πήρα μέρος στη μεταφορά και συνοδεία των συλληφθέντων μελών της 17Ν. Η ευθύνη μας ήταν η φρούρηση κατά τη μεταφορά των μελών της Οργάνωσης και η ασφάλεια του Εισαγγελέα. Εμείς ήμασταν στο χώρο που γινόταν η ανάκριση και συγκεκριμένα κοντά στις πόρτες και στα παράθυρα› και υπάρχουν κι άλλες τρεις αντίστοιχες καταθέσεις μελών της Αντιτρομοκρατικής, όχι απλών αστυνόμων, που λένε ακριβώς τα ίδια. ¶λλωστε και ο κ. Εισαγγελέας το θεώρησε δεδομένο, άλλο αν μας είπε ότι δεν ήταν επιτρεπτό.

Έχουμε λοιπόν στη συγκεκριμένη περίπτωση ως δεδομένο ότι 5 –αν θυμάμαι καλά- είπε ο κ. Τζωρτζάτος μέλη όχι της Αστυνομίας αλλά της Αντιτρομοκρατικής, ήταν μέσα με τα όπλα στο χέρι, όταν προσήχθη στην ανακρίτρια και μας είπε πολύ συγκεκριμένα χτες ο κ. Τζωρτζάτος ότι: «Κάποιοι από αυτούς, 2 – 3 δεν θυμάμαι τον αριθμό ήταν αυτοί που με βασάνιζαν στην Ασφάλεια, ήταν αυτοί που μου έσφιγγαν τις χειροπέδες κατά τη μεταγωγή μου στην ανακρίτρια, ήταν αυτοί που όταν με πήραν πίσω από την ανακρίτρια, ήταν οι φρουροί μου και οι βασανιστές μου στην Αντιτρομοκρατική, όπου παρέμεινα για κάποιες άλλες μέρες›.

Από αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία του τρόπου διεξαγωγής της ανάκρισης στην κα Μπούρη προκύπτει με σαφήνεια νομίζω ότι ο κ. Τζωρτζάτος όταν απολογείτο στην ανακρίτρια, ήταν συνεχώς υπό το κράτος άμεσων και έντονων απειλών.

Πριν από τη μεταφορά του στην ανακρίτρια είχε υποστεί και βασανιστήρια και ξυλοδαρμούς. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του συνεχείς απειλές. Αυτός που τον απειλούσε ήταν μέσα στην ανακρίτρια με το όπλο στο χέρι, ενδεχομένως τον σημάδευε ή ενδεχομένως το όπλο σημάδευε στο ταβάνι μικρή σημασία έχει, είναι καθοριστικό κατά την άποψή μου το ότι ο βασανιστής και ο εκβιαστής του κι αυτός που τον απειλούσε, ήταν μέσα με πλήρη εξοπλισμό στην ανακρίτρια και οι ίδιοι στη συνέχεια τον μετέφεραν πίσω στην Αντιτρομοκρατική.

¶ρα λοιπόν έχουμε σαφή στοιχεία ότι όταν κατέθετε στην ανακρίτρια ήταν υπό το κράτος συνεχών και πολύ σοβαρών απειλών που προέρχονταν από τα ίδια άτομα που ήταν οι βασανιστές του. Να θυμίσω εδώ ότι έχει αναγνωρίσει κι έναν βασανιστή του στο ακροατήριο ο κ. Τζωρτζάτος, γιατί ακόμα και στο ακροατήριο ήταν οι ίδιοι άνθρωποι εδώ, παρενθετικά το λέω αυτό.

¶ρα λοιπόν, έχετε νομίζω απόδειξη για το ότι όταν ήταν μέσα στην ανακρίτρια ο κ. Τζωρτζάτος αυτά που κατέθεσε δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης αλλά ήταν προϊόν απειλών τόσο σημαντικών μάλιστα, προσέξτε παρακαλώ μία σημείωση στην απολογία του στον επίκουρο Εφέτη Ανακριτή, ο ίδιος λέει, διευκρινίζει από τότε ότι «οι δικηγόροι μου›, οι τότε δικηγόροι του, «θέλησαν να διαμαρτυρηθούν για την παρουσία των αστυνομικών μέσα στην αίθουσα, αλλά εγώ τους είπα όχι, όχι, μην κάνετε κάτι›. Ο ίδιος δηλαδή ήταν τόσο φοβισμένος που και στους δικηγόρους του είπε «μη λέτε τίποτα› γιατί ήξερε ότι οι ίδιοι άνθρωποι που πριν τον βασάνιζαν, θα τον αντιμετώπιζαν και αμέσως μετά, μόλις έφευγε από την ανακρίτρια.

Το γιατί φοβήθηκε εύκολα ή δύσκολα είναι ένα άλλο θέμα. Έχει σημασία το αντικειμενικό δεδομένο ότι ήταν εντελώς φοβισμένος, εκβιασμένος και απειληθείς ο κ. Τζωρτζάτος όταν κατέθετε στην ανακρίτρια. Ας έρθουμε όμως τώρα στην προανακριτική, γιατί εκεί τα πράγματα είναι θα έλεγα πολύ πιο σημαντικά και πολύ πιο δύσκολα. Έχει καταθέσει επανειλημμένα ο κ. Τζωρτζάτος ότι όταν προσήχθη στην Ασφάλεια από την πρώτη στιγμή, υπέστη άγριο ξυλοδαρμό.

Αυτά τα επιβεβαίωσαν και η αδελφή του που κατέθεσε στις 20 Ιουλίου αν θυμάμαι καλά και η ανιψιά του. Μάλιστα είπαν ότι «είδαμε καιρό μετά τα πολλά σημάδια που είχε, τα αιματώματα, τις μαυρίλες, τις μελανιές που είχε στην μέση του ο κ. Τζωρτζάτος. Τα επιβεβαίωσε τότε ο συγκατηγορούμενός του ο κ. Βασίλης Ξηρός, τα επιβεβαίωσε και ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός σε ερώτημά μου προχθές νομίζω. Είναι ένα δεδομένο αντικειμενικό ότι πάρα πολλοί μάρτυρες και όχι μόνο ο ίδιος ο κατηγορούμενος μιλάει για ξυλοδαρμό και όχι μόνο αυτό. Δεν έχουμε μόνο ομιλίες, έχουμε αντικειμενικά δεδομένα.

Αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα είναι τα εκτενή σημάδια στην μέση που είχε ο κ. Τζωρτζάτος, τα αιματώματα τα οποία όπως ο ίδιος δήλωσε πέρασαν πολύ αργότερα, τέλη Δεκεμβρίου. Εδώ θέλω να τονίσω ότι ο κ. Τζωρτζάτος δεν ήρθε πρώτη φορά εδώ στο ακροατήριο να θυμηθεί ότι δήθεν βασανίστηκε για να καταθέσει όψιμα αυτά για να ελαφρύνει την θέση του.

Θέλω να επισημάνω με θλίψη ότι τις λεπτομερείς συνθήκες βασανισμού του τις έχει καταθέσει και με λεπτομέρεις (προσέξτε) στον Επίκουρο Εφέτη Ανακριτή τέλη Οκτωβρίου και η θλιβερή μου απορία είναι όταν ένας Ανακριτής έχει μπροστά του έναν κατηγορούμενο, τον οποιονδήποτε κατηγορούμενο ο οποίος του λέει με στοιχεία, με λεπτομέρειες κ. Ανακριτά με βασάνισαν άγρια, τί οφείλει εκ του νόμου να κάνει ο Επίκουρος Εφέτης Ανακριτής; Δεν οφείλει να διαβιβάσει αυτή την απολογία στον Εισαγγελέα για να διερευνήσει αυτές τις καταγγελίες;

Νομίζω ότι είναι απόλυτη υποχρέωση του Εφέτη Ανακριτή όταν έχει συγκεκριμένα στοιχεία και καταγγέλλονται βαρύτατα κακουργήματα, οφείλει να δράσει. Δυστυχώς δεν έδρασε. Σιώπησε και αγνόησε αυτές τις καταγγελίες. Προχωράει ο καιρός. Ερχόμαστε αρχές Δεκεμβρίου. Ο συνήγορος τότε ο κ. Παπαδάκης του κ. Τζωρτζάτου κάνει ένα υπόμνημα προς το Συμβούλιο Εφετών στις 9/12.

Τί μας λέει στην σελίδα 5 και 6 του υπομνήματος; Όπως και στην απο 30/10 απολογία μου ενώπιον του Εφέτη Επίκουρου Ανακριτή κ. Πετρόπουλου έχω καταθέσει και στης οποίας το κείμενο αναφέρομαι, η απόσπαση ομολογία σχετική με διάπραξη δήθεν αδικημάτων πέραν όσων παραδέχομαι στις 30/10/2002 υπήρξε προϊόν βασανιστηρίων, πρόκληση έντονου σωματικού πόνου, σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία μου, χρήση ψυχολογικής βίας κλπ. Ήδη έδωσα εντολή στον υπογράφοντα να προβεί σε μήνυση-έγκληση για λογαριασμό μου για όσες αξιόποινες πράξεις προκειμένου να διαλευκανθούν οι συνθήκες.

Αυτά σαφέστατα για άλλη μία φορά ο επιμελής συνάδελφος ο κ. Παπαδάκης σπεύδει για άλλη μία φορά να τα εκθέσει λεπτομερώς πάλι σε ώτα μη ακουόντων. Γιατί αυτή την φορά τρεις Εφέτες οι οποίοι είχαν υποχρέωση να διαβάσουν το υπόμνημα γιατί βέβαια μία άλλη απάντηση την οποία δεν θέλω να αποδεχθώ, είναι ότι δεν το διάβασαν το υπόμνημα. Εκ του νόμου όμως είχαν υποχρέωση να διαβάσουν τα υπομνήματα των κατηγορουμένων. Ενώ με σαφήνεια τα λέει για άλλη μια φορά ο κ. Παπαδάκης τί κάνουν οι τρεις κ.κ. Εφέτες; Και πάλι σιωπούν και πάλι αγνοούν τις συγκεκριμένες καταγγελίες και δεν ασχολούνται με καταγγελίες για βαρύτατα κακουργήματα.

Όμως και πάλι και προς τιμήν του κ. Παπαδάκη δεν αδρανεί παρά τον τεράστιο φόρτο εργασίας που είχε γιατί τότε θυμίζω ήταν ο μόνος συνήγορος υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου που έπρεπε να διαβάσει πάρα πολλές σελίδες δικογραφίας και υπό συνθήκες που δεν του επέτρεπαν την ομαλή επικοινωνία με τον κατηγορούμενο. Παρόλα αυτά στις 30 Δεκεμβρίου 2002 υποβάλλει μήνυση-έγκληση προς τον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και με ακόμα περισσότερα στοιχεία επανέρχεται με το συγκεκριμένο του ισχυρισμό ότι βασανίστηκε ο κ. Τζωρτζάτος.

Μάλιστα εδώ πανηγυρικά και πάλι, γιατί και προηγουμένως προφορικά είχε ζητηθεί αλλά εγώ μένω σε αυτό, πανηγυρικά και πάλι ζητάει «φέρτε μου ιατροδικαστή›, σελίδα 11 της μήνυσης για τους λόγους αυτούς. «Ζητώ την ανεύρεση, ποινική δίωξη, ζητώ την άμεση εξέτασή μου από ιατροδικαστές για την διαπίστωση της βασιμότητας των καταγγελιών μου›. Τί άλλο να κάνει ο συνήγορος υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου; Γιατί βεβαίως έχει να κάνει με την αίσθηση χιούμορ να του πω έτσι του κ. Εισαγγελέα αυτό που ακούστηκε χθες «μα γιατί δεν έβγαλε και μια φωτογραφία;›. Χιούμορ βέβαια, ιδιότυπο θα έλεγα αλλά τίποτα παραπάνω.

Είναι δυνατόν ένας τόσο αυστηρά φυλασσόμενος κατηγορούμενος ο οποίος εμποδίζεται στο αυτονόητο στο να επικοινωνήσει με τον συνήγορό του κατά την διάρκεια της προδικασίας, να ζητήσει μια φωτογραφική μηχανή, να πάρει πόζα και να αποτυπώσουμε τα μελανώματα και τα αιματώματα; Αυτή η ένδειξη χιούμορ νομίζω ότι ήταν ατυχής.

Έρχεται ο κ. Παπαδάκης, υποβάλλει τη μήνυση και ζητάει να τον εξετάσει ιατροδικαστής ακόμα και τότε 30/12 κ. Πρόεδρε. Είναι τόσο βαθιά τα σημάδια και τα μελανώματα που λέει ο κ. Τζωρτζάτος δια του συνηγόρου του, ακόμα και τώρα στείλτε μου ιατροδικαστή να δει τί έχω πάθει από τον ξυλοδαρμό. Γιατί κ. Πρόεδρε ο αρμόδιος Εισαγγελέας που χειρίστηκε τη μήνυση δεν είπε «για να δούμε εδώ πέρα, έχουμε σοβαρές καταγγελίες, ζητάει και ο ίδιος ιατροδικαστή, τί πιο απλό, στέλνω έναν ιατροδικαστή και θα μας πει αν λέει παραμύθια ή αν είναι βάσιμα αυτά που υποστηρίζει›.

Μέχρι σήμερα κανείς ιατροδικαστής δεν εξέτασε τον κ. Τζωρτζάτο. Η πορεία της μήνυσης εκκρεμεί ακόμα, έχει πάει για λόγους άλλους στην Θήβα, είναι σε εξέλιξη μία προκαταρκτική εξέταση και περιμένουμε τον τρόπο αξιολόγησης αυτής της μήνυσης. Βεβαίως εδώ να επισημάνω ότι και στην ακροαματική διαδικασία προέκυψε ένα ακόμα στοιχείο το οποίο αμέσως γνωστοποιήσαμε στην Πταισματοδίκη που διενεργούσε την προκαταρκτική εξέταση, αναγνώρισε και κατήγγειλε ο κ. Τζωρτζάτος και ονομαστικά έναν από τους βασανιστές του. Να δούμε πώς θα αξιολογηθούν αυτά τα στοιχεία από τον Αρμόδιο Εισαγγελέα.

Ας έρθουμε όμως πάλι εδώ στην δική μας περίπτωση. Εδώ πάλι μας βοηθάει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Γιατί; Μας λέει ότι οι περιπτώσεις που έχουμε καταγγελία βασανιστηρίων εκεί ο τρόπος που πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτές οι καταγγελίες σε επίπεδο πραγματικών περιστατικών είναι πολύ συγκεκριμένος σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Υπάρχουν πάρα πολλές αποφάσεις. Θα αναφερθώ στις πιο πρόσφατες. Είναι τρεις αποφάσεις κατά της Τουρκίας. Είναι η Εσέν κατά Τουρκίας, Γιαζ κατά Τουρκίας και Αϊσέ Τεπέ κατά Τουρκίας της 22ας Ιουλίου 2003. Μιλάμε για αποφάσεις του τελευταίου 10ημέρου. Για να μην σας κουράζω είναι περίπου παρόμοια τα πραγματικά περιστατικά. Αναφέρομαι στην απόφαση Αϊσέ Τεπέ κατά Τουρκίας.

Εδώ λοιπόν έχουμε πάλι κατηγορούμενη (είναι γυναίκα η προσφεύγουσα) για συμμετοχή σε τρομοκρατική Οργάνωση, στο ΡΚΚ εν προκειμένω. Συλλαμβάνεται η κα Τεπέ, μένει για 18 ημέρες στην αντίστοιχη Αντιτρομοκρατική της Κωνσταντινούπολης, βασανίζεται βεβαίως, είναι σύνηθες φαινόμενο αυτό στην Τουρκία και στη συνέχεια ζητάει να την δει γιατρός. Κάποια στιγμή την πηγαίνουν στον Ανακριτή. Σε ένα πρώτο στάδιο την εξετάζει ένας γιατρός της Αστυνομίας ο οποίος βέβαια δεν διαπιστώνει τίποτα.

Όμως δεν σταματάμε εκεί. Επανέρχεται με το αίτημά της και κάποια στιγμή ένα μήνα περίπου αργότερα, δεν μπαίνω τώρα σε λεπτομέρειες να μην σας κουράζω, εξετάζεται και από δύο άλλους γιατρούς, όχι της Αστυνομίας αυτή την φορά οι οποίοι διαπιστώνουν εκχυμώσεις και τραύματα τα οποία έχουν προκύψει κατά την διάρκεια της αστυνομικής κράτησης.

Η εξέταση από τους γιατρούς γίνεται 1 με 1,5 μήνα μετά την κράτηση της προσφεύγουσας στην Αντιτρομοκρατική. Τί μας λέει λοιπόν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Για άλλη μια φορά αλλά ας δούμε τί μας λέει. Έχει πολύ ενδιαφέρον το πώς αντιμετωπίζει το θέμα απόδειξης των βασανιστηρίων το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Παράγραφος 35. Μεταφράζω πρότυπα από το γαλλικό πρωτότυπο. Το Δικαστήριο θυμίζει ότι ένα πρόσωπο έχει τραυματιστεί κατά την διάρκεια της αστυνομικής κράτησης όταν βρισκόταν ολοκληρωτικά υπό τον έλεγχο των Αστυνομικών, κάθε τραύμα που έχει υποστεί κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου γεννά σοβαρά τεκμήρια πραγματικών περιστατικών και εναπόκειται στην κυβέρνηση να δώσει μία πειστική εξήγηση για την προέλευση αυτών των τραυμάτων και εναπόκειται στην κυβέρνηση αυτή να παρουσιάσει αποδείξεις που να αμφισβητούν αυτούς τους ισχυρισμούς του θύματος όταν και ιδίως έχει υπάρξει κάποιος ιατρικός έλεγχος.

Παράγραφος 36. Το Δικαστήριο θυμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν εξετάστηκε στην αρχή από γιατρό όταν βρισκόταν στην Αστυνομία και δεν είχε δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο ούτε σε γιατρό της επιλογής της κατά την διάρκεια της νομικής κράτησης. Όταν τελείωσε η αστυνομική κράτηση εξετάστηκε από γιατρούς. Ο ένας είπε ότι δεν διαπίστωσε κανένα ίχνος βίας στο σώμα της, όμως οι άλλοι δύο διαπίστωσαν εκχυμώσεις κλπ.

Ενόψει απουσίας εξήγησης εκ μέρους της κυβέρνησης γι αυτήν την δυσαρμονία μεταξύ των ιατρικών γνωματεύσεων κατ’ ανάγκη συμπεραίνουμε ότι η αρχική ιατρική εξέταση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη. Επιπλέον κανείς δεν ισχυρίζεται ότι τα ίχνη που παρατηρήθηκαν στο σώμα της προσφεύγουσας θα μπορούσαν να αναχθούν σε μία περίοδο προγενέστερη της σύλληψής της.

Παράγραφος 38. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ένα κράτος είναι υπεύθυνο για κάθε πρόσωπο σε κράτηση επειδή αυτό το τελευταίο πρόσωπο στα χέρια της Αστυνομίας είναι σε μία κατάσταση που είναι ευάλωτο και οι Αρχές έχουν την υποχρέωση να το προστατεύσουν. Μία αυστηρή εφαρμογή από την αρχή της στέρησης της ελευθερίας της των θεμελιωδών εγγυήσεων όπως είναι το δικαίωμα να εξεταστεί από έναν γιατρό της επιλογής της η προσφεύγουσα παράλληλα με την εξέταση από έναν γιατρό της Αστυνομίας καθώς και η πρόσβαση σε δικηγόρο και σε πρόσωπο της οικογένειάς της ενισχυμένη από μία ταχεία παρέμβαση δικαστική, πρέπει να οδηγήσουν αποτελεσματικά στον έλεγχο και στην πρόληψη της κακομεταχείρισης.

Το Δικαστήριο παρατηρεί στην συγκεκριμένη περίπτωση ότι η κυβέρνηση δεν έδωσε καμία εξήγηση για την αιτία αυτών των κακοποιήσεων που διαπιστώθηκαν στην προσφεύγουσα η οποία κρατήθηκε για 15 ημέρες στερηθείσα από κάθε πρόσβαση σε δικηγόρο, σε γιατρό, σε φίλο ή σε συγγενή. Θυμίζοντας την υποχρέωση των αρχών να προστατεύσουν τα άτομα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι και η αθώωση των αστυνομικών δεν καθιστά υπεύθυνο, δεν στερεί το κράτος από την ευθύνη που αυτό έχει.

Τελειώνω λέγοντας ότι διαβάζοντας αυτά που λέει το Δικαστήριο στην παράγραφο 41. Ενόψει του συνόλου των στοιχείων που έχουν τεθεί στην διάθεσή μας το Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτή η κακομεταχείριση, αυτές οι κακώσεις που διαπιστώθηκαν από τις ιατρικές εξετάσεις έχουν ως προέλευση μία μεταχείριση για την οποία το κράτος είναι υπεύθυνο. Με δυο λόγια κ.κ. Δικαστές τί να μας λέει η νομολογία;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι πάγια η νομολογία. Έχουν και πολλές παλιότερες.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι, τί μας λέει η νομολογία του Δικαστηρίου; Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί κακοποίηση στην αστυνομική κράτηση και όταν μάλιστα υπάρχουν συγκεκριμένα τραύματα, κακώσεις, εκχυμώσεις τα οποία φαίνονται έχει δικαίωμα να τον εξετάσει γιατρός της επιλογής του. Εδώ καν δεν τέθηκε κάποιο ζήτημα. Έχει δικαίωμα να τον εξετάσει γιατρός ιατροδικαστής και το πιο σημαντικό από όλα, γιατί αναφέρθηκα σε αυτή την απόφαση;

Έχουμε ένα σαφές και αυστηρό αν θέλετε τεκμήριο ενοχής του κράτους, της αστυνομίας εν προκειμένω όταν αποδεικτικά προκύπτει όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση ότι ο κ. Τζωρτζάτος κρατήθηκε για κάποιες μέρες στην Αστυνομία και όταν αποδεικτικά προκύπτει ότι υπήρχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά την μεταφορά του στον Κορυδαλλό σημάδια κακομεταχείρισης στην μέση και στην πλάτη του, ανεξάρτητα από το αν εξετάστηκε από γιατρό. Θα έλεγα ότι έχουμε μία πρόσθετη επιβαρυντική περίσταση στην συγκεκριμένη υπόθεση γιατί ενώ ο Τζωρτζάτος ζήτησε να τον δει ιατροδικαστής, ούτε καν γιατρός δικός του, επίσημος, ανεξάρτητος γιατρός ιατροδικαστής, η αρμόδια αρχή κώφευσε και δεν του έστειλε ιατροδικαστή.

Έχουμε λοιπόν μία πρόσθετη επιβαρυντική περίπτωση και από τα δεδομένα αυτά σύμφωνα με την ερμηνεία του άρθρου 3 την οποία παγίως υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την οποία θεωρώ δεδομένο ότι θα εφαρμόσετε, θα έλεγα υποχρεούστε να εφαρμόσετε βάσει του ερμηνευτικού δεδικασμένου από τις αποφάσεις της ΕΣΔΑ. Όταν έχουμε αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα υπάρχει τεκμήριο ενοχής των αρμοδίων αρχών.

Αυτό το τεκμήριο εδώ κατερρίφθη; Όχι. Κανείς δεν μας είπε ότι μπορεί να έπεσε και να χτύπησε ο κ. Τζωρτζάτος ή κανείς δεν προσκόμισε μία ανταπόδειξη ότι δεν ξυλοκοπήθηκε. Αντιθέτως πάρα πολλοί μάρτυρες και συγκατηγορούμενοι είπαν ότι «ναι, τον είδαμε με ματωμένο πρόσωπο, τον είδαμε να κρατάει την μέση του, τον είδαμε (οι συγγενείς του), είδαμε και τις εκχυμώσεις και τα τραύματα.

Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και σε επίπεδο απόδειξης εφόσον έχουμε δεδομένες όχι μόνο την λεπτομερή απολογία του κατηγορουμένου, αλλά και τις μαρτυρικές καταθέσεις των συγγενών του και τις μαρτυρίες των συγκατηγορουμένων του και όταν έχουμε ως δεδομένο ότι μέχρι τέλη Δεκεμβρίου είχε αυτά τα χτυπήματα, τις εκχυμώσεις, τα αιματώματα στην μέση , προσέξτε όταν όχι μόνο ζητάει ο ίδιος επανειλημμένα τρεις φορές να ελεγχθούν οι καταγγελίες του αλλά ζητάει και να έρθει ιατροδικαστής, αυτές οι παραλήψεις νομίζω σας υποχρεώνουν κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου ενοχής που προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να θεωρήσετε ως δεδομένο ότι υπέστη πράγματι βασανιστήρια ο Τζωρτζάτος στην Ασφάλεια και βεβαίως να καταλήξετε στα συμπεράσματα όσον αφορά την χρησιμοποίηση αυτών των αποδεικτικών μέσων.

Θα τελειώσω αναφερόμενος σε μία άλλη εκδοχή γιατί βέβαια δεν υπάρχει μόνο η μοντέρνα ευρωπαϊκή προσέγγιση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Υπάρχει και η ελληνική νομολογία. Να δούμε ποιο είναι το άλλο ενδεχόμενο προσέγγισης αυτών των ζητημάτων. Υπάρχει μία απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία μας λέει τα εξής, σύντομη απόφαση.

Το γεγονός ότι η ομολογία προεκλήθη δια βίας δεν αποκλείεται να είναι αληθής εφόσον αύτη διασταυρούται μετά των λοιπών αποδεικτικών στοιχειών οπότε εν τι περιπτώσει ταύτη διατηρεί την αποδεικτή της δύναμη. Ο ¶ρειος Πάγος είναι σαφέστατος. Ακόμα κι αν έχει φάει ξύλο ο κ. Τζωρτζάτος και είναι η ομολογία του προϊόν βίας, αν έχουμε και άλλα στοιχεία θαυμάσια αξιοποιούμε αυτή τη νομολογία.

Υπάρχει όμως μία λεπτομέρεια κ.κ. Δικαστές. Αυτή η απόφαση είναι η 761/1973. Εισηγητής ο Πατής. Αυτή η απόφαση είναι μία απόφαση του χουντικού Αρείου Πάγου. Έχει υποστεί δικαίως τα πυρά όλης της ελληνικής θεωρίας, συνοδεύεται από ένα πολύ σημαντικό σχόλιο, παρατηρήσεις της Καθηγήτριας κας Ψαρούδα Μπενάκη και θα έλεγα ότι αποτελεί ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Αποτελεί ένα μελανό σημείο της νομολογίας του Αρείου Πάγου ο οποίος όπως ξέρετε στην περίοδο της χούντας δεν φρόντιζε και για την τήρηση των δικονομικών εγγυήσεων. ¶λλωστε κι εσείς ήσασταν τότε νέοι Δικαστές, ξέρετε ποιες ήταν οι συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης τότε.

Το δίλημμα λοιπόν που γεννάται κ. Πρόεδρε είναι αναπόφευκτο και καταλαβαίνω πολύ καλά αναπτύσσοντας αυτή την ένσταση αυτό που έχετε πει ότι «είναι ηλεκτρική καρέκλα αυτή η θέση μου›. Κάτι τέτοιες ενστάσεις καθιστούν τις εκκενώσεις των βολτ πολύ-πολύ μεγάλες. Καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό που έχετε πει ότι η ΕΣΔΑ είναι ένα βίωμα. Συμφωνώ κ. Πρόεδρε και δεν είναι μόνο βίωμα, είναι αναγκαία εφαρμογή του Δικαίου αν θέλουμε να πάμε μπροστά. Το αναπόφευκτο δίλημμα το οποίο γεννάται σε εσάς είναι αν θα μείνουμε πίσω, αν θα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας 30 χρόνια πίσω σε συνθήκες και σε εποχές που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε και που όλοι στιγματίζουμε, αν θα επανέλθει το Δικαστήριό σας με λίγα λόγια στη νομολογία του Αρείου Πάγου επί χούντας που λέει ότι «δεν πειράζει κι αν δια βίας με βασανιστήρια πήραμε μια ομολογία, εάν είναι αληθινή, δεν πειράζει την αξιοποιούμε και αυτή›.

Αυτό είναι το δίλημμα κ. Πρόεδρε. Από την μια μεριά έχετε να διαλέξετε, η νομολογία του Αρείου Πάγου επί χούντας το ΄73 που μας λέει αφού είναι αποδεικτικό μέσο αληθές δεν μας νοιάζει αν είναι προϊόν βίας κι αν έχει ληφθεί με βασανιστήρια. Αυτό θα διαλέξετε ή θα συνταχθείτε με την πρόσφατη, την σύγχρονη, την ευρωπαϊκή διάσταση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η οποία είναι σαφής και κατηγορηματική. Μας λέει ότι όταν έχουμε παράνομα αποδεικτικά μέσα, όχι μόνο βασανιστήρια αλλά και ευρύτερα αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί με εξαναγκασμό, παραπλάνηση και εξαπάτηση και πίεση από τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τη νομολογία του Στρασβούργου δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε και να τα λάβουμε υπόψη μας.

Θα τελειώσω με κάτι άλλο. Είχατε μία εύλογη απορία κ. Πρόεδρε. Επανειλημμένα την εκφράσατε σε αυτήν την αίθουσα και καταλαβαίνω την ανησυχία σας. Είναι δυνατόν το 2002, το 2003 η Ελληνική Αστυνομία να βασανίζει; Εντάξει, αυτά γίνονταν σε άλλες εποχές, επί χούντας, άντε να γίνονταν και το ΄79-΄80 που μας έλεγαν για τις σκευωρίες οι μάρτυρες. Περνάνε τα χρόνια όμως, δεν έχουμε 1980, έχουμε 2003. Γίνονται τέτοια πράγματα στις μέρες μας;

Είμαι στην ευχάριστη θέση κ. Πρόεδρε, νομίζω ότι μπορώ να συνεισφέρω στην λύση αυτής της απορίας σας όχι βέβαια με μία προσωπική γνώμη ενός απλού δικηγόρου αλλά με μία έκθεση. Με μία έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας. Νομίζω ότι όλοι αναγνωρίζουμε την πολύ μεγάλη σημασία και την αξιοπιστία αυτού του Διεθνούς Οργανισμού. Είναι μία έκθεση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, ούτε ένας χρόνος πριν με τίτλο «Ελλάδα στην σκιά της ατιμωρησίας. Κακομεταχείριση και κακή χρήση πυροβόλων όπλων›.

Η Διεθνής Αμνηστία αναφέρεται ειδικά στην Ελληνική Αστυνομία. Είναι μία πολυσέλιδη και πυκνογραμμένη έκθεση 88 σελίδων. Θα έχει ενδιαφέρον να την διαβάσετε κάποια στιγμή όλοι. Επιγραμματικά θα πω τί λέει στην αρχή και τί λέει στο τέλος. Ξεκινάω ως εξής η έκθεση αυτή: Εισαγωγή, στη έκθεση αυτή τεκμηριώνεται η συνεχιζόμενη ύπαρξη σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

Ειδικότερα παρουσιάζονται πολυάριθμοι ισχυρισμοί για κακομεταχείριση κρατουμένων σε ορισμένες περιπτώσεις σε βαθμό βασανισμού, εν γένει κατά την σύλληψη ή σε Αστυνομικά Τμήματα. Πιο κάτω στην σελίδα διαβάζουμε τα εξής: οι ισχυρισμοί για βασανιστήρια ή άλλη σκληρή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία οι οποίο τεκμηριώνονται σε αυτή την έκθεση προκαλούν ανησυχίες σχετικά με την χρήση σωματικής βίας από μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας εναντίον κρατουμένων καθώς και σχετικά με την παράλειψη των Αρχών να διασφαλίσουν την εφαρμογή των νομικών διατάξεων που εγγυώνται την προστασία όσων τελούν υπό αστυνομική κράτηση.

Αν και δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η ακρίβεια όλων των ισχυρισμών, πολλοί από αυτούς υποστηρίζονται από πειστικά ιατρικά στοιχεία και δείχνουν ότι το πρόβλημα της κακομεταχείρισης από Αστυνομικούς δεν συνίσταται σε λίγα μεμονωμένα κρούσματα όπως τείνουν να ισχυρίζονται οι Ελληνικές Αρχές. Αντιθέτως η εξέταση των ισχυρισμών αυτών υποδεικνύει την ύπαρξη ενός συγκροτημένου σχήματος παραβιάσεων και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι σχετικά διαδεδομένος ο σωματικός και ψυχολογικός βασανισμός ή η κακομεταχείριση κρατουμένων από Αστυνομικούς είτε για να αποσπαστούν από αυτούς ομολογίες ή άλλες πληροφορίες, είτε για εκφοβισμό και τη τιμωρία.

Τελειώνω με αυτά που λέει προς το τέλος της έκθεσης η Διεθνής Αμνηστία. Μας λέει στην σελίδα 81, τον Μάιο του 2001 η ελληνική αντιπροσωπεία πληροφόρησε την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων ότι μεταξύ 1996 και 2000 υποβλήθηκαν 163 καταγγελίες εναντίον Αστυνομικών με ισχυρισμούς για κακομεταχείριση. Στην σελίδα 83 μας λέει τα εξής: κατά το έτος 2001 στην αντίληψη της Διεθνούς Αμνηστίας υπέπεσαν περίπου 20 περιπτώσεις στις οποίες έγιναν καταγγελίες περιλαμβανομένων και μηνύσεων από ανθρώπους που ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν βασανισμό ή κακομεταχείριση από Αστυνομικούς.

Αυτός ο αριθμός δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό αριθμό τέτοιων περιστατικών τα οποία πιθανά θα ήταν πολύ περισσότερα. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2002 υπήρξαν τουλάχιστον 15 ακόμα αναφορές για φερόμενη ως κακομεταχείριση κρατουμένων από Αστυνομικούς. Όπως βλέπετε κ. Πρόεδρε η πλέον έγκυρη Διεθνής Οργάνωση, η Διεθνής Αμνηστία λέει πράγματα που δεν είναι καθόλου κολακευτικά για την χώρα μας και πραγματικά στενοχωρήθηκα πάρα πολύ όταν διάβασα αυτή την έκθεση αλλά είναι αντικειμενικά δεδομένα. Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμα και το 2000 και το 2002 και σε 4 χρόνια από το ΄96 ως 2000, 163 καταγγελίες έγιναν.

Οι διαπιστώσεις μιας πολύ προσεκτικής στις κρίσεις Οργάνωσης, δεν είναι Οργάνωση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, είναι η Διεθνής Αμνηστία. Μας λέει ότι δεν είναι μεμονωμένα κρούσματα, ότι δυστυχώς πάρα πολύ συχνά στην Ελλάδα του 2002 αστυνομικοί κακομεταχειρίζονται κρατούμενος για απόσπαση ομολογίας.

Και βέβαια στον κ. Τζωρτζάτο είχαν πολλούς ακόμα λόγους να του επιφυλάξουν μια ειδική μεταχείριση, όχι μόνο γιατί κατηγορείτο για συμμετοχή σε τρομοκρατική Οργάνωση, αλλά γιατί είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς τα μέλη της Αντιτρομοκρατικής μαζί του. Το ’93 τον είχαν πιάσει και φυσικά τον άφησαν ελεύθερο γιατί δεν είχαν στοιχεία. Είχαν ρεζιλευτεί στη λογική τους. Γι αυτό, όπως μας είπε και ο ίδιος, όταν πάτησε το πόδι του στην Αντιτρομοκρατική του επεφύλαξαν μία σπέσιαλ, ειδική μεταχείριση αφιερωμένη εξαιρετικά σε αυτόν.

Τελειώνω επισημαίνοντας και πάλι το τραγικό θα έλεγα δίλημμα που έχετε να επιλύσετε. Πίσω στην απόφαση του Αρείου Πάγου τη χουντική του ’73 ή μπροστά, σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ρητορική ήταν βέβαια η ερώτηση, αλλά όλα έχουν αξία εδώ μέσα. Θα παρακαλούσα τον κ. Μυλωνά, κάποια απ’ αυτές τις τρεις αποφάσεις, έστω και στα γαλλικά, να μου τη δώσει.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αν μου επιτρέπετε, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιγράφονται στις παραγράφους 10-20. Τα νομικά θέματα είναι στις παραγράφους 32-42.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Κύριε Παρασκευόπουλε έχετε τον λόγο.

Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Θα προσπαθήσω κ. Πρόεδρε, συμπληρωματικά στα όσα εμπεριστατωμένα είπε ο κ. Μυλωνάς και στα όσα με επιμέλεια έχει συλλέξει ο επίσης έγκριτος συνυπερασπιστής μας κ. Παπαδάκης, να συμπληρώσω: Αισθάνομαι πράγματι δυσχέρεια διότι βρίσκομαι δύο «μυλόπετρων›. Το λέω αυτό διότι είναι πράγματι επιμελείς και ο κ. Παπαδάκης και ο κ. Μυλωνάς με όσα σας προσεκόμισαν και όσα σας ανέπτυξαν. Θα περιοριστώ λοιπόν –κι είναι πράγματι δύσκολο- στο να βρω εκείνα τα οποία θα ειπωθούν για πρώτη φορά και δεν θα είναι επανάληψη.

Είναι γνωστό ότι και πριν από την ΕΣΔΑ με διάφορα πονήματα, αξιόλογοι καθηγητές μας, Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ο Ανδρουλάκης συγκεκριμένα είχε θέσει το θέμα των ομολογιών που έχουν αποσπασθεί με βασάνους ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο. Φυσικά είχε τεθεί το θέμα αυτό με βάση το άρθρο 177, κατά πόσον δηλαδή είναι δυνατόν ένα αποδεικτικό μέσο να αποτελεί βάσει για την κρίση του Δικαστηρίου.

Δηλαδή αν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι είναι αυτονόητο ότι είναι αυτοσκοπός η ανεύρεση της αλήθειας. Θα έλεγε κανείς ότι κάπως έτσι είναι, θα πρέπει να βρούμε την αλήθεια και μάλιστα τόσο σοβαρές υποθέσεις. Όμως αξιότιμοι κ.κ. δικαστές, πιστεύω ότι έχει δοθεί λύση και έχει δοθεί λύση και νομολογιακά και από πλευράς επιστήμης. Υπάρχει το εξής και το αναφέρω διότι πραγματικά τροχιοδρομεί κάποιες σκέψεις....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πάντως, πάνω στο νομικό θέμα το έχουμε λύσει, δε μπορούμε να πούμε άλλα τη μια μέρα άλλα την άλλη. Λέμε ότι «το εν λόγω επίπεδο μπορεί να υποβιβασθεί ουσιωδώς και να εκλείψει μεταξύ άλλων αιτίων και από βασανιστήρια είτε από κάθε μεθοδευμένη πρόκληση....› κτλ. Για μας τώρα είναι θέμα ουσίας. Έχουμε πει μία νομική σκέψη, ότι ό,τι αποσπάσθηκε με βασανιστήρια είναι απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσουμε. Να πούμε πάλι τα ίδια θα είναι αστείο...

Είναι θέμα απόδειξης τώρα. Έγιναν βασανιστήρια; Και από πού βγαίνει αυτό; Θα έπρεπε να μην πολυσπρώχνουμε τις ανοιχτές πόρτες γιατί είναι μόνες τους ανοιχτές.

Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Απλώς αναφέρομαι σαν πλαίσιο, τα είπε τόσο καλά ο κ. Μυλωνάς που δε χρειάζεται πραγματικά να κομίσω γλαύκα εις Αθήνας. Απλώς σημειώνω κ. Πρόεδρε μια παρατήρηση του κ. Ανδρουλάκη η οποία είναι αναγεγραμμένη σ’ αυτό το πόνημα που αναφέρεται στο θέμα ακριβώς αυτό: Ότι όσο υποβιβάζεται η αποδεικτική αξία της προδικαστικής ομολογίας, τόσο περισσότερο θάλπεται η ελευθερία. Πιστεύω ότι θα πρέπει να αποτελέσει κανόνα και για την κρίση σας.

Όταν λέω λοιπόν ότι δεν είναι αυτοσκοπός η αλήθεια ξέρετε υπάρχουν και διατάξεις που πολλές φορές δεν επιτρέπουν την ομολογία διότι για διάφορους λόγους απαγορεύεται, επαγγελματικούς, το επαγγελματικό απόρρητο κτλ. Όμως εδώ δεν έχουμε τέτοιο θέμα, έχουμε θέμα βασανισμών.

Αξιότιμοι κύριοι δικαστές, κ. Πρόεδρε, επειδή διατυπώθηκε η απορία από αρκετά μέλη του Δικαστηρίου σας και κυρίως από τον κ. Σιδέρη και από τον Πρόεδρο και νυν Αρεοπαγείτη κ. Γεωργαντόπουλο, δηλαδή ερωτήθηκε εάν πράγματι, γιατί αυτό είναι το διά ταύτα, «αυτά που εδώ ομολογούνται και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο και τα ευνοϊκά για σένα τα γνώριζε η Ασφάλεια;›

Να το ερευνήσουμε λοιπόν λιγάκι αυτό για να δούμε τί στέκει απ’ αυτά, τί δέχεται ο κατηγορούμενος με αυτά, τί είπε, τί απάντησε. Εδώ λοιπόν, χωρίς να προλαμβάνω καμία αγόρευση θα πρέπει να αναφερθώ στο εξής γεγονός: Είναι πασίγνωστο σε όλους μας ότι ποτέ δικηγόρος δεν ήρθε σε επαφή από την πρώτη στιγμή με κατηγορούμενο. Το λέω και απευθυνόμενος και στους αξιοτίμους και έγκριτους συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής που πράγματι είναι πολλές φορές υπερασπιστές, όπως έλεγε ο αείμνηστος Γαβριηλίδης της γνησίας υπερασπίσεως και όχι της νόθου που είναι η Πολιτική Αγωγή. Αυτό είναι απλώς ένα σχήμα λόγου, μου άρεσε και το επαναλαμβάνω.

Εδώ λοιπόν νομίζω ότι γνωρίζουν και οι ίδιοι οι κ.κ. συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής, ότι κανένας μας δεν ήρθε σε επαφή από την πρώτη στιγμή με τον κατηγορούμενο που εκρατείτο σε οποιοδήποτε Τμήμα, όχι Αντιτρομοκρατική υπηρεσία, απλό Αστυνομικό Τμήμα. Εδώ λοιπόν τίθεται το εξής: Εάν αυτός ο κατηγορούμενος ο οποίος υπεβλήθη σε ανακριτική διαδικασία με οποιονδήποτε τρόπο μας είπε την αλήθεια ή μας είπε ψέματα.

Φυσικά θα πει κανείς «εντάξει κύριε, έφαγες δύο χέρια ξύλο, αλλά αυτά που είπες αληθή›. Σε αυτό καλείστε εσείς να απαντήσετε, όχι νομικά πλέον, πραγματικά. Ποιος γνωρίζει αξιότιμοι κ.κ. δικασταί, αν πράγματι ίσχυσε μια τέτοια κατάσταση και σε ποιο μέγεθος; Αυτά τα οποία ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος είπε και ομολόγησε είναι πραγματικά ή είναι ψευδή, ή είναι ανακριβή;

Βεβαίως υπήρξε και η απορία ότι «το ένα το λέτε έτσι, το άλλο το λέτε αλλιώς›. Η ύφανση, δεν θα πω σκευωρίας, η ύφανση μιας ομολογίας πολλές φορές είναι θέμα και πρόβλημα της τέχνης του προανακριτικού υπαλλήλου. Το τί απ’ αυτά είναι αληθές και το τί είναι ψευδές, πώς θα τονίσουμε το ένα στοιχείο και θα αλλάξουμε το άλλο, είναι πράγματι θέμα του προανακριτού. Γι αυτό λοιπόν, πάλι θα αναφερθώ στο ότι είναι αβέβαιο εάν η οποιαδήποτε ομολογία αποδίδει την αλήθεια.

Είναι αβέβαιο διότι δεν εξήχθη η ομολογία αυτή με ελεύθερη βούληση. Εγώ δε σας λέω για το ξύλο που έφαγε, δε σας λέω εάν ήπιε μια πορτοκαλάδα η οποία του έφερε ζαλάδα, δε σας λέω αν πήρε φάρμακα ο οποιοσδήποτε κατηγορούμενος, σας λέω ότι πιέστηκε. Εδώ λοιπόν είναι το εξής: Εάν ήρθε σε επαφή με τον δικηγόρο από την αρχή, θα είχαμε τη βεβαιότητα ότι αυτά που λέει είναι αληθή;

Φτάνουμε στο σημείο που φεύγεις από την προανάκριση και πας στον ανακριτή, εν προκειμένω στην κα Μπούρη. Μας έδωσε μια εξήγηση και μας είπε ότι «ήμουν τρομοκρατημένος›. Βεβαίως ετέθη το θέμα «μα δεν τα είπες αυτά κύριε στους δικηγόρους, στον κ. Τεντολούρη και στον κ. Κούρκουλο;› Είναι πραγματικά μια εύλογη απορία. «Δεν είπες ότι έφαγες ξύλο;› Βεβαίως τα είπε αξιότιμοι κ.κ. δικασταί και δεν θέλησε να προχωρήσει.

Δεν είναι τόσο πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι αυτός απαγόρευσε στους δικηγόρους του να προχωρήσουν και μετά ταύτα τί έγινε; ¶λλαξε πλεύση. Γιατί; Τού είπε και ο ένας δικηγόρος και ο άλλος ότι «κύριε, εδώ είχες πει αυτά τα πράγματα, είναι θέμα επιλογής του υπερασπιστού δικηγόρου. Εγώ κρίνω σε κάποια στιγμή ότι θα έχεις καλύτερη μεταχείριση εάν προχωρήσεις με αυτά που είπες στην προανάκριση, ψέματα ή αλήθεια. Αν δω ότι τα ανατρέπεις αυτά δεν μπορώ να σε υπερασπίσω›. Είναι η πρώτη φορά που τα ακούμε αυτά τα πράγματα ή η πρώτη φορά που τα βλέπουμε στην Υπεράσπιση;

Πιστεύω κ.κ. δικαστές ότι έτσι έγιναν τα πράγμα και βεβαίως μεγάλη αλήθεια υπάρχει, δε θα σας πω απόλυτα, αλλά μεγάλη αλήθεια υπάρχει στα όσα κατήγγειλε. Να μην αναφερθώ πάλι σε αυτά τα οποία είπε ο κ. Μυλωνάς και θα σας πει και ο κ. Παπαδάκης. Εγώ απλώς αρκούμαι σε έναν συλλογισμό. Ο κ. Κούρκουλος και ο κ. Τεντολούρης δικαίως είπαν ότι «εμείς δε δεχόμαστε ανατροπές, τα είπες αυτά, τελείωσε›. Επιλογή τους ήταν. Δεν είναι κακό, δεν είναι σπουδαίο, δεν είναι τόσο αξιοπερίεργο, συναντάται στην καθ’ ημέραν ζωή της μαχομένης δικηγορίας των υπεραπιστών να ακολουθούν την α’ ή τη β’ γραμμή. Ή θα ακολουθήσεις τη γραμμή της μετανοίας, ή θα ακολουθήσεις αυτό που είπες από την αρχή, ή θα αλλάξεις. Αυτό είναι θέμα συζητήσεως και επιλογής και του υπερασπιστού και του κατηγορουμένου.

Όμως ψάχνουμε να βρούμε εδώ πέρα τί αληθώς συνέβη, τί έγινε. Εάν λοιπόν λέει ψέματα ο Τζωρτζάτος θα επέμενε με την περίφημη μήνυση τον Δεκέμβριο του 2003 να τον δει ιατροδικαστής; Και θα έπρεπε να ρωτά ο οποιοσδήποτε Εισαγγελεύς της Έδρας «ξέρετε ποιος σας ενοσήλευσε και πού;› Αγνοούμε τον τρόπο νοσηλείας των κρατουμένων στις φυλακές;

Μήπως γνωρίζετε ότι το νοσοκομείο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ δεν διαθέτει ούτε μία μικρή μονάδα που θα λέγετο Εντατική; Εάν συμβεί κάποιο περιστατικό στον οποιονδήποτε κρατούμενο θα πεθάνει εκεί, αν δεν τύχει της αμέσου μεταφοράς. Και ζητά εναγωνίως ο κ. Εισαγγελέας, δε θα μιλήσω για φωτογραφίες, για περίθαλψη ιατρική. Να πει σε ποιον; Στον ιατρό; Να του πει τί; Εκτός του ότι δεν υπήρχε νόσημα ιδιαίτερο, υπήρχαν εκχυμώσεις, υπήρχαν σωματικές βλάβες οι οποίες του επέφεραν πόνο και του έδωσε παυσίπονο. Τί λογικότερο απ΄ αυτό;

Συνεπώς, πιστεύω ότι αυτά τα οποία εδώ κατέθεσε κατά την απολογία του κ. Τζωρτζάτος είναι αληθή και είναι αληθή διότι συγκροτούνται πράγματι από στοιχεία συγκεκριμένα. Επίσης, θέλω να πω για το πώς μπλέκονται πολλές φορές οι προανακριτικές καταθέσεις. Δεν είναι τυχαίο αυτό το οποίο έχει επισημανθεί πολλές φορές από τους υπερασπιστές και μάλιστα μόλις προχθές τυχαία βέβαια, το γνώριζα από παλιότερα, αναφέρεται και ο κ. Αναγνωστόπουλος σε μία κριτική της αποφάσεως 2 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου του ’99 που έκρινε αυτό που λέγαμε πριν από δύο μέρες, για την τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 100 και επόμενα.

Και φυσικά λέει τα εξής χαρακτηριστικά, για να δούμε πώς γίνονται αυτές οι ομολογίες, πώς αποσπώνται, πώς υφαίνονται και πώς κατασκευάζονται -επιτρέψτε μου την έκφραση.

«Μία τελευταία επισήμανση στην αστυνομική προανάκριση, εγκαταλείπεται μεν η επιλήψιμη πρακτική της μαρτυροποίησης των κατηγορουμένων, παρατηρείται όμως το παράδοξο φαινόμενο, η πλειονότητα των απολογουμένων να «παραιτούνται› -αν θυμάστε αυτό που είπα προχθές ότι είναι αξιοπερίεργο και οι 19 να έχουν παραιτηθεί των δικαιωμάτων τους, ρητώ από τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 100 και επόμενα Κ.Ποιν.Δ., θεμελιώδη δικαιώματά τους, όπως η λήψη αντιγράφων από τη δικογραφία επικοινωνία και παράσταση μετά συνηγόρων.

Η αξιοπερίεργη αυτή απροθυμία των κατηγορουμένων να παραιτούνται από τα δικαιώματά τους αφού ενημερωθούν υποτίθεται περί αυτών από τους ενεργούντες την ανάκριση, εμβάλλει σε σοβαρή υποψία ότι τα βεβαιούμενα στο σχετικό έντυπο τμήμα της εκθέσεως απολογίας περί εξηγήσεως των κατηγορουμένων των δικαιωμάτων τους, δεν αποδίδουν πάντοτε την πραγματικότητα›.

Είναι ένα κομμάτι αυτό για το οποίο νομίζω γνωρίζουν οι πάντες, κι εσείς κ.κ. δικασταί και όσοι έχετε εξ υμών διατελέσει ανακριτές, ότι οι προανακριτικές καταθέσεις, πράγματι κατά πάγια τακτική έτσι αποσπώνται, έτσι εγγράφονται. Το αν εδώ έχει ομολογηθεί η αλήθεια, έχει ειπωθεί το ψεύδος, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο, όχι ηλεκτρική καρέκλα για εσάς που είπε ο κ. Μυλωνάς, κάτι περισσότερο, να διακρίνετε, να εμβαθύνετε σ’ αυτά τα δυσδιάκριτα όρια του τί απ’ αυτά που ανεγράφησαν είναι αλήθεια ή όχι.

Έρχομαι λοιπόν σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό: Ρωτήθηκε ο κ. Τζωρτζάτος αν γνώρισε κάποιον ο οποίος είχε πεθάνει, δε θυμάμαι το όνομά του και ρωτά ευλόγως ο κ. Δικαστής: «Αυτό πού το γνώριζε η αστυνομία και το είπε; Πού το ήξερε;› Σας λέω λοιπόν ή το είπε ο κ. Τζωρτζάτος ή το είπε κάποιος άλλος κατηγορούμενος. Δηλαδή η πλοκή αυτή σημαίνει τίποτε; Δηλαδή σημαίνει ότι τα άλλα είναι αληθή; Θα εξάγουμε συμπέρασμα αληθείας από το ότι ξέρετε ότι ένα γεγονός είναι αληθές;

Κάποτε έλεγαν ότι «η ιστορία ειδικώς από τους ¶γγλους γράφεται με δύο τρόπους: Ο ένας τρόπος είναι αυτός ο οποίος φυλάσσεται στα αρχεία του Foreign Office και ο άλλος τρόπος είναι να δίνεται η μισή αλήθεια και μισό ψέματα ώστε έτσι να ποδηγετούνται λαοί ολόκληροι. Θα μου πείτε εδώ πέρα υπήρχε τέτοιο θέμα; Μα είναι μια μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται το παράπαν.

Εγώ σας λέω ότι είναι αλήθεια όλα όσα κατετέθησαν. Εσείς είστε βέβαιος ότι έτσι αληθώς εδόθησαν; Να λοιπόν γιατί υπάρχει αυτός ο προστατευτικός κανόνας που λέει ότι δεν πρέπει έναντι παντός τιμήματος να αξιολογούνται αποδεικτικά μέσα τα οποία παρήχθησαν με αυτόν τον τρόπο. Πιστεύω ότι εάν φθάσει κανείς να αξιολογήσει την οποιαδήποτε συμπεριφορά του οποιουδήποτε κρατουμένου μετά από κάποια μεταχείριση που του έγινε, θα πρέπει να σκεφθεί πάρα πολλά πράγματα για να δει πράγματι τί έγινε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Ελέχθη λοιπόν ότι πήγε ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος τον οποίο υπερασπιζόμεθα, ο κ. Τζωρτζάτος στην κα Μπούρη και δεν τόλμησε ή δεν είπε ή κάπου διεφώνησε με τους δικηγόρους του, τους τότε δικηγόρους του και δεν είπε αυτά τα οποία είχε μέσα του να πει. Φθάνει όμως με τον κ. Παπαδάκη στον κ. Πετρόπουλο, τον επίκουρο Εφέτη και κάνει ολόκληρο υπόμνημα μετά από αρκετό χρόνο αφότου αιτιάται ξυλοδαρμούς, βασάνους κτλ. Εγώ θα απορήσω με τη σειρά μου όπως κι εσείς απορείτε για κάποια πράγματα: Ήταν τόσο σπουδαίο να διατάξει ο κ. Πετρόπουλος να δει αν αυτά είναι αληθή τα οποία κατήγγειλε; Ήταν σπουδαίο ο Εισαγγελεύς ο οποίος πήρε τη μήνυση τον Δεκέμβριο να διατάξει ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη;

Γιατί να απορείτε μόνο εσείς για κάποια πράγματα τα οποία πράγματι δημιουργούν ενίοτε κάποια κενά και να μην απορούμε κι εμείς και μαζί με εμάς η λογική η ίδια, ότι, τί έγινε εδώ πέρα; Τί συνέβη; Τόσο πολύ κραυγαλέα ψέματα λέει ο Τζωρτζάτος και κάνει μηνύσεις για πράγματα τα οποία είναι ανυπόστατα; Ένας ιατροδικαστής να βρεθεί και να του πει «έλα να δω τί έχεις εσύ› και απορρίψει αυτά και του πει «ψεύδεσαι›, ποια είναι η θέση του μετά; Δε θα μπορεί να πει τίποτε απολύτως.

Πιστεύω ότι πράγματι η ένσταση αυτή έχει αληθή βάση, ότι δε θα πρέπει να αξιολογηθούν αποδεικτικά μέσα τα οποία λήφθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Το διά ταύτα το ακούσατε και ακούσατε και αυτά τα συμπληρώματα από εμένα. Πιστεύω ότι θα σας τα εκθέσει πολύ περισσότερο ο κ. Παπαδάκης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα έλεγα να δοθεί ο λόγος και στους άλλους και ο κ. Παπαδάκης να μιλήσει τελευταίος, να τους καλύψει όλους. Να καλύψουμε τα πάντα εδώ πέρα....

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Θα το πρότεινα κι εγώ κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το Δικαστήριο διακόπτει για λίγα λεπτά.

ΔΙΑΚΟΠΗ