Πολιτική
Πέμπτη, 07 Αυγούστου 2003 19:07

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (07/08/2003) Μέρος 7/8

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: (Διαβάζει):

Χρονολογία 17 Ιουλίου 2002 έκθεση εξέτασης του κατηγορουμένου.

«Περί το έτος 1992 απολύθηκα από φαντάρος και πήγα να μείνω στο πατρικό μου σπίτι στις Συκιές Θεσσαλονίκης μαζί με τους γονείς μου. Μετά από 3 χρόνια περίπου αν θυμάμαι καλά περί το έτος 1995-1996 κατέβηκα στην Αθήνα για να δω τον αδελφό μου τον Σάββα ο οποίος τότε έμενε σε μία μονοκατοικία στο Χαλάνδρι. Δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος δρόμος ήταν, μαζί με την ισπανίδα φίλη του Αλίσια Ρομέρο Κορτέζ.

Τότε έμεινα κοντά στον αδελφό μου Σάββα 2-3 ημέρες και μετά ξαναγύρισα στην Θεσσαλονίκη. Μετά από 6 μήνες ξανακατέβηκα στην Αθήνα και πήγα πάλι στον αδελφό μου Σάββα ο οποίος τότε έμενε μαζί με την Αλίσια σε μία μονοκατοικία στην οδό Παρθενώνος 17 στο Νέο Ηράκλειο. Αυτή την φορά κάθισα στο σπίτι του αδελφού μου 2 βδομάδες αν θυμάμαι καλά.

Στο διάστημα αυτό που έμενα εκεί κάναμε διάφορες γενικές συζητήσεις με τον αδελφό μου με κεντρικό νόημα ότι οι πιο φραγκάτοι προσπαθούν να μας πιουν το αίμα και ότι οι Αμερικάνοι έχουν την δύναμη και το χρήμα και καταστρέφουν τον κόσμο. Εγώ παρότι μέχρι τότε δεν ασχολούμουν με τα πολιτικά βλέποντας γενικά την κατάσταση συμφώνησα ότι έτσι ήταν τα πράγματα.

Παράλληλα στις συζητήσεις μας αυτές ο Σάββας μου είχε αποκαλύψει ότι

υπάρχουν κάποια παιδιά, 2-3 άτομα που αντιστέκονταν σε αυτή την κατάσταση με διάφορες ενέργειες και με ρώτησε αν ήμουν διατεθειμένος να βοηθήσω κι εγώ. Εγώ συμφώνησα μαζί του να δοκιμάσω αν μπορώ να βοηθήσω. Έτσι λοιπόν τις επόμενες ημέρες μαζί με τον Σάββα συναντηθήκαμε σε ένα καφενείο κάπου στα Πατήσια με ένα άτομο το οποίο ο αδελφός μου μου τον σύστησε σαν Λουκά. Στο καφενείο αυτό λοιπόν γνώρισα για πρώτη φορά τον Λουκά με τον οποίο συζητώντας όπως επίσης και με τον αδελφό μου αποφασίσαμε μετά από πρόταση δική τους να διαλέξω ένα ψευδώνυμο με το οποίο θα ήμουν γνωστός μεταξύ τους και θα με αποκαλούσαν με αυτό.

Έτσι διάλεξα το ψευδώνυμο Παναής το οποίο επέλεξα σκεπτόμενος την γνωστή

φράση «μην τον είδατε>. Στην ίδια συνάντηση ο Λουκάς και ο αδελφός μου με ενημέρωσαν ότι το ψευδώνυμο του αδελφού μου Σάββα ήταν Σπύρος και ότι το Λουκάς ήταν επίσης ψευδώνυμο.

Συνεχίζοντας την κουβέντα μας οι τρεις μας και δεδομένο ότι εγώ όπως σας

προανέφερα είχα αποφασίσει να βοηθήσω, ο Λουκάς αν θυμάμαι καλά μου πρότεινε για να με δοκιμάσουν να βάλουμε ένα καλάθι όπως κωδικά αποκαλούσαμε την βόμβα σε ένα αυτοκίνητο που ήταν σε ένα οικόπεδο στην περιοχή των ¶νω Πατησίων στην Αθήνα αν δεν με απατά η μνήμη μου.

Πράγματι μετά από λίγο φύγαμε από το καφενείο ενώ ήδη ήταν βράδυ, όχι όμως αργά και μένα ο Λουκάς και ο αδελφός μου με άφησαν να περιμένω σε ένα παγκάκι κάπου στην περιοχή Πατησίων προκειμένου αυτοί να πάνε και να φέρουν

το καλάθι για να τοποθετήσουμε εκεί που είχαμε πει χωρίς όμως να ξέρω πού ακριβώς ήταν. Μετά από μισή ώρα περίπου ο αδελφός μου και ο Λουκάς?..

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο κ. Βασίλειος Ξηρός εκπροσωπείται.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Έχει επιτραπεί κ. Πρόεδρε.

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: (Διαβάζει):

«Ήρθαν και με συνάντησαν κρατώντας ο αδελφός μου στα χέρια του μία σακούλα. Στην συνέχεια όλοι μαζί πήγαμε κάπου εκεί κοντά - δεν γνώριζα τότε καλά την περιοχή των Αθηνών και γι αυτό δεν μπορώ να σας περιγράψω πού ακριβώς - όπου ο αδελφός τοποθέτηση το καλάθι κάτω από το αυτοκίνητο και στην συνέχεια φύγαμε με τα πόδια απομακρυνόμενοι αρκετά από την περιοχή αυτή.

Στην διαδρομή που φεύγαμε ο αδελφός μου μου είπε να περιμένω σε ένα καφενείο που βρισκόταν επίσης κάπου στην ιδία περιοχή ενώ αυτός μαζί με τον Λουκά πήγαν κάπου οι δυο τους χωρίς να μου πουν πού ακριβώς. Μετά από μισή ώρα περίπου ο αδελφός μου ήρθε στο καφενείο που περίμενα και πήγαμε παρέα και πήραμε το παπάκι που το είχε παρκάρει σε μία απόσταση λίγο μακρινή από εκεί που ήμασταν με το οποίο στη συνέχεια πήγαμε στο σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο.

Εκεί είδαμε από την τηλεόραση ότι είχε γίνει έκρηξη της βόμβας που είχαμε τοποθετήσει. Μετά από 2 ημέρες έφυγα τότε από την Αθήνα και επέστρεψα στην Θεσσαλονίκη στο πατρικό μου σπίτι. Για το γεγονός αυτό δεν ανέφερα σε κανέναν απολύτως τίποτα τόσο γιατί ήξερα από μόνος μου ότι δεν έπρεπε να πω τίποτα, όσο καιγιατί ο Λουκάς και ο αδελφός μου μου είχαν δώσει σχετικές οδηγίες.

Μετά από 2 μήνες περίπου κάπου κοντά στα Χριστούγεννα ξανακατέβηκα στην

Αθήνα και πήγα πάλι στο σπίτι του αδελφού μου Σάββα στο Νέο Ηράκλειο όπου εξακολουθούσε να συζεί με την Αλίσια. Τότε είχαμε καθίσει στο σπίτι του αδελφού μου αρκετό διάστημα περισσότερο από ένα μήνα. στο διάστημα αυτό μαζί με τον Σάββα είχαμε συναντήσει τον Λουκά αρκετές φορές σε διάφορες καφετέριες της περιοχής Παγκρατίου από τις οποίες χαρακτηριστικά θυμάμαι την καφετέρια ΔΕΛΗΟΛΑΝΗ και μία άλλη απέναντι από αυτήν πίσω από την πλατεία που βρίσκεται εκεί.

Στις συναντήσεις τις οποίες δεν θυμάμαι τώρα αν συμμετείχε και άλλο άτομα της Οργάνωσης συζητούσαμε ότι έπρεπε να πάρουμε κάποια λεφτά για να επιβιώσει η Οργάνωση και σχεδιάζαμε πώς θα κάνουμε κάτι τέτοιο. Τότε ο Λουκάς είπε ότι θα κάναμε μία ληστεία στο Ταχυδρομείο του Βύρωνα για να πάρουμε λεφτά.

Από τις συζητήσεις κατάλαβα ότι ο Λουκάς και ο αδελφός μου μπορεί όμως και άλλοι που δεν τους ήξερα, είχαν μελετήσει από καιρό τόσο την διαδρομή που θα ακολουθούσαμε όσο και τον όλο σχεδιασμό της ενέργειας. Εμένα ο Λουκάς μου ανέθεσε να είμαι οδηγός του αυτοκινήτου διαφυγής με το οποίο θα φεύγαμε όλοι μετά την ληστεία.

Για τον σκοπό αυτό ο Σάββας κάποια στιγμή που έδειξε την διαδρομή που θα

ακολουθούσα με το αυτοκίνητο την οποία και περπατήσαμε μαζί. Είχα όμως

καταλάβει ότι την διαδρομή αυτή του την είχε δείξει του αδελφού μου ο

Λουκάς. Έτσι λοιπόν την ημέρα που είχαμε αποφασίσει να κάνουμε την ληστεία του Ταχυδρομείου μαζί με τον αδελφό μου φύγαμε αρκετά πρωί από το σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο και με παπάκι του αρχικά πήγαμε κάπου στο κέντρο της Αθήνας, μάλλον στα Κάτω Πατήσια όπου και σταθμεύσαμε το μηχανάκι.

Στη συνέχεια όπως μου είχαν πει από πριν εγώ με τον τρόλει πήγα στο Παγκράτι και περίμενα σε κάποια καφετέρια στην Πλατεία Δεληολάνη. Εκεί ήρθαν και με συνάντησαν ο Λουκάς με τον αδελφό μου και στη συνέχεια πήγαμε σε ένα αυτοκίνητο κλειστό τύπου βαν, μάλλον MISTUBISHI που ήταν σταθμευμένο κάπου κοντά στο Ταχυδρομείο Βύρωνα και το οποίο δεν ξέρω ποιος το είχε αφήσι εκεί και μπήκαμε όλοι μέσα στο κουβούκλιο του αυτοκινήτου εκτός από τον Λουκά που κάθισε στην θέση του οδηγού.

Μπαίνοντας μέσα στο κουβούκλιο του αυτοκινήτου συνάντησα εκεί για πρώτη φορά δύο άτομα το ένα εκ των οποίων άκουσα να το αποκαλούν Λάμπρο και τον άλλο αργότερα τον αποκαλούσαν Τάκη. Ακολούθως ο Λουκάς οδηγώντας το φορτηγάκι, πήγε και στάθμευσε στον δρόμο που περνάει μπροστά από το Ταχυδρομείο και πολύ κοντά σε αυτό.

Στη συνέχεια ο Λουκάς κατέβηκε από την θέση του οδηγού και πήγε κάπου εκεί γύρω κοντά όμως στο Ταχυδρομείο για να βλέπει. Μετά από λίγο και αφού ο Λουκάς έδωσε το σύνθημα βγήκαν από το κουβούκλιο του βαν ο Λάμπρος, ο Τάκης και ο αδελφός μου οι οποίοι έχοντας φορέσει κουκούλες στα κεφάλια τους και χρησιμοποιώντας ένα σίδερο, ράγα τρένου έσπασαν την πλαϊνή πόρτα του Ταχυδρομείου και μπήκαν μέσα.

Το σίδερο κρατούσε ο αδελφός μου και ο Λάμπρος χωρίς να είμαι απολύτως

σίγουρος γι αυτό γιατί εγώ φορώντας ένα καπέλο χρώματος γκρι αμέσως μπήκα στην θέση του οδηγού του αυτοκινήτου το οποίο μετέφερα αμέσως στο πλαϊνό δρομάκι από το οποίο έγινε και η έξοδος των υπολοίπων στο Ταχυδρομείο.

Εγώ όπως και όλοι οι άλλοι υπόλοιποι κρατούσαμε όπλα τα οποία είχαν φέρει ο Λουκάς με τον Σάββα. Ειδικότερα εγώ κρατούσα ένα περίστροφο ενώ οι άλλοι διάφορα άλλα όπλα. Μετά από λίγο βγήκαν αυτοί που είχαν μπει στο Ταχυδρομείο μεταξύ των οποίων ήταν και ο Λουκάς, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο γρήγορα και εγώ ξεκίνησα οδηγώντας το αυτοκίνητο ευθεία κάτω από το στενάκι και μετά αριστερά και ευθεία και μετά δεξιά όπου και σταμάτησα.

Εκεί εγώ έδωσα στον Λουκά το καπέλο, το περίστροφο και τα μάλλινα γάντια που φορούσα και τα οποία μου είχαν δώσει από την αρχή που συναντηθήκαμε στο αυτοκίνητο και στη συνέχεια απομακρύνθηκα από την περιοχή αρχικά με ένα ταξί, μετά με ένα λεωφορείο και τέλος με τον ηλεκτρικό επέστρεψα στο σπίτι του αδελφού μου στο Νέο Ηράκλειο.

Οι άλλοι δεν ξέρω πώς έφυγαν και πού πήγαν. Μετά από 2 ώρες περίπου

επέστρεψε στο σπίτι και ο αδελφός μου ο οποίος δεν μου είπε πόσα ήταν τα

χρήματα που είχαμε πάρει και εγώ άκουσα από την τηλεόραση. Τα χρήματα αυτά προορίζονταν για την Οργάνωση. Μετά από 2-3 μέρες εγώ έφυγα για την

Θεσσαλονίκη αφού εν τω μεταξύ ο αδελφός μου μου είχε δώσει περίπου 200.000 δραχμές για τα έξοδά μου.

Τα πραγματικά ονόματα των προσώπων που αναφέρω παραπάνω και συγκεκριμένα του Λουκά, του Λάμπρου και του Τάκη δεν τα γνωρίζω. Τα πρόσωπα αυτά γνώριζα μόνο με τα παραπάνω ψευδώνυμα. Μπορώ όμως να σας περιγράψω τον Λουκά φωτογραφίες του οποίου είδα την 15η Ιουλίου 2002 στην τηλεόραση και έμαθα ότι το πραγματικό του όνομα είναι Δημήτρης Κουφοντίνας.

Το άτομο αυτό το αναγνώρισα αμέσως στην τηλεόραση. Τα χαρακτηριστικά του

Λάμπρου δεν τα θυμάμαι καλά κυρίως διότι δεν είχα δει σχεδόν καθόλου το

κεφάλι του αφού μέσα στο βαν που είχαμε συναντηθεί φορούσε την κουκούλα και φαινόταν λίγο μόνο το πρόσωπό του. Ωστόσο το ύψος του ήταν γύρω στο 1,85 ίσως και λίγο χαμηλότερο ενώ δεν μπορώ να προσδιορίσω την ηλικία του για τους λόγους που σας προανέφερα.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι τότε δεν τον άκουσα ούτε να μιλάει. Το άτομο αυτό έκτοτε δεν το έχω ξανασυναντήσει παρά μόνο σε κάποιες συναντήσεις του αδελφού μου Σάββα με τον Λουκά στις οποίες ήμουν παρών αργότερα. Είχα ακούσει τον Λουκά να ρωτάει τον Σάββα αν είχε δει ή είχε πάει να συναντήσειτον Λάμπρο.

Τα χαρακτηριστικά του Τάκη τα θυμάμαι καλύτερα γιατί ήταν τον ξανασυνάντησα και άλλες φορές. Αυτός είναι ηλικίας περίπου 35-40 ετών, έχει ύψος 1,70 μέτρων περίπου, είναι μελαχρινός με μαύρα κοντά μαλλιά σκληρά, περίπου σαν καρφάκια ίσως λίγο σπαστά, είχε μεγάλο κεφάλι, γεροδεμένος και όχι παχύς και αδύνατος. Φορούσε σχεδόν πάντα γυαλιά ηλίου μαύρα, ήταν Έλληνας και η προφορά του έμοιαζε λίγο επαρχιώτικη.

Πιστεύω ότι αν ξανασυναντήσω ή δω φωτογραφίες του ατόμου αυτού θα τον

γνωρίζω. Μετά την ληστεία του Ταχυδρομείου του Βύρωνα και την επιστροφή μου

στην Θεσσαλονίκη ξαναγύρισα στην Αθήνα περί τα τέλη Φεβρουαρίου 1997

προκειμένου να εγκατασταθώ για κάποια χρόνια και να σταματήσω να εργάζομαι σαν τεχνίτης μοτοποδηλάτων-μοτοσικλετών, επάγγελμα που εξασκούσα κατά καιρούς στην Θεσσαλονίκη.

Φτάνοντας στην Αθήνα αρχικά και μέχρι να βρω κάποιο σπίτι για να μείνω για χρονικά διαστήματα 3 μηνών περίπου διέμενα στο σπίτι του αδελφού μου Σάββα

στο Νέο Ηράκλειο στο οποίο αυτός συνέχιζε να συζεί με την Αλίσια. Σιγά-σιγά άρχισα να εργάζομαι κοντά στον αδελφό μου στο εργαστήριό του στην οδό Αιγιαλείας 10 στον Κολωνό.

Το ίδιο διάστημα μαζί με τον Σάββα συναντηθήκαμε κάποιες φορές με τον Λουκά σε διάφορα καφενεία των Αθηνών όπως σε ένα που βρίσκεται στο ύψος της διασταύρωσης Γαλατσίου και Πατησίων επί της οδού Γαλατσίου κοντά σε ένα παρκάκι που υπάρχει εκεί, στη καφετέρια ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ του Παγκρατίου, στα ¶νω Πατήσια και αλλού.

Στις συναντήσεις μας αυτές συζητούσαμε για τις ενέργειες που θα έκανε η

Οργάνωση εκείνη την περίοδο. Έτσι λοιπόν σε κάποια από αυτές τις συναντήσεις ο Λουκάς και ο αδελφός μου μου έκαναν γνωστό ότι η επόμενη ενέργεια ήταν να σκοτώσουμε τον εφοπλιστή Περατικό στον Πειραιά γιατί όπως μου δήλωσαν είχε απολύσει πολλούς εργαζόμενους χωρίς να σκεφτεί τίποτα, ούτε τόσες οικογένειες που έμειναν στο δρόμο.

Την προετοιμασία της ενέργειας αυτής είχε αναλάβει ο Λουκάς με τον Σάββα και κάποια άλλα άτομα ακόμα προφανώς μέλη της Οργάνωσης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι πριν την ενέργειά μας αυτή είχαμε συναντηθεί στον Πειραιά στην πλατεία απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς προκειμένου να μου υποδείξουν την περιοχή και το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαμε αφού εμένα μου είχαν αναθέσει τον ρόλο του οδηγού του κλειστού φορτηγού αυτοκινήτου που επρόκειτο να χρησιμοποιούσαμε όταν θα κάναμε την ενέργεια.

Ενώ λοιπόν βρισκόμασταν στην πλατεία αυτή όταν φεύγαμε από κει είδα τον

Λουκά να κοιτάζει επίμονα προς έναν άντρα δίνοντάς μου την εντύπωση ότι τον γνωρίζει. Σχεδόν αμέσως εγώ και ο αδελφός μου φύγαμε ενώ ο Λουκάς

κατευθύνθηκε προς το σημείο που ήταν ο άγνωστος αυτός άντρας χωρίς όμως να δω ή αντιληφθώ αν συναντήθηκε μαζί του.

Τον άγνωστο αυτόν άντρα είδα από απόσταση 50 περίπου μέτρων αλλά τον είδα αρκετά καλά και συγκράτησα τα γενικά του χαρακτηριστικά. Αυτός ήταν ηλικίας 50 χρόνων περίπου ίσως και παραπάνω, είχε ύψος 1,80 μέτρων περίπου, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο και κάτασπρα μαλλιά χωρίς φαλάκρα. Είχε κανονικήσωματική διάπλαση, δηλαδή δεν ήταν παχύς ή αδύνατος και φορούσε μάλλον ένα υφασμάτινο παντελόνι και μπλούζα δίνοντάς μου την εντύπωση ενός κλασικά ντυμένου ηλικιωμένου ατόμου.

Το άτομο αυτό δεν το έχω ξαναδεί έκτοτε και ούτε έμαθα ποτέ αν ανήκε ή αν είχε οποιαδήποτε σχέση με την Οργάνωση. Πιστεύω ότι αν τον ξανασυναντήσω ίσως τον αναγνωρίσω. 2-3 μέρες μετά από το παραπάνω περιστατικό εγώ, ο Σάββας, ο Λουκάς και ο Τάκης αφού σας έχω προαναφέρει συναντηθήκαμε σε ένα φορτηγό τύπου βαν μάρκας αν θυμάμαι καλά MISTUBISHI το οποίο ήταν σταθμευμένο σε ένα στενάκι κοντά στο σημείο που έγινε η ενέργεια εναντίον του εφοπλιστή Περατικού.

Εκεί εγώ και ο αδελφός μου είχαμε φτάσει μαζί αφού φύγαμε από το σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο νωρίτερα με το παπάκι του το οποίο είχαμε σταθμεύσει νομίζω κάπου στα Πατήσια και μετά πήγαμε με ταξί στον Πειραιά. Στο φορτηγάκι μπήκαμε πίσω στο κουβούκλιο ο Λουκάς, ο αδελφός μου κι εγώ ενώ ο Τάκης κάθισε στην θέση του οδηγού, πήρε το αυτοκίνητο και πήγε και το στάθμευσε στο ανηφορικό στενάκι όπου και βρέθηκε μετά την ενέργεια.

Στη συνέχεια ο Τάκης έφυγε και δεν τον ξαναείδα. Εμείς οι τρεις, δηλαδή εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς συνεχίσαμε να καθόμαστε κρυμμένοι στο κουβούκλιο του αυτοκινήτου για διάστημα 20 λεπτών περίπου. Όλο αυτό το διάστημα που καθόμασταν εκεί μέσα κρυμμένοι ο Λουκάς και ο Σάββας κοιτούσαν και έλεγχαν τον δρόμο από τον οποίο θα ερχόταν ο Περατικός μέσα από τα κουρτινάκια ή χαρτόνια δεν θυμάμαι καλά που είχαν τοποθετήσει στο πίσω και πλαϊνό τζάμι του φορτηγού.

Όταν είδαν να έρχεται ο Περατικός βγήκαν έξω από το κουβούκλιο και

κατευθύνθηκαν προς αυτόν ενώ ταυτόχρονα εγώ πήγα και κάθισα στην θέση του οδηγού όπως είχαμε συνεννοηθεί προηγούμενα και όπως μου είχαν αναθέσει να κάνω.

Ενώ βρισκόμουν στην θέση του οδηγού άκουσα πυροβολισμούς χωρίς όμως να δω ή να πληροφορηθώ αργότερα ποιος από τους δύο πυροβόλησε και σκότωσε τον εφοπλιστή Περατικό. Αμέσως μετά τους πρέπει πυροβολισμούς ο Λουκάς και Σάββας επέστρεψαν στο φορτηγάκι και ο Λουκάς κάθισε στην θέση του συνοδηγού ενώ ο Σάββας πίσω στο κουβούκλιο.

Προσπάθησα να βάλω μπρος τον διακόπτη του φορτηγού πλην όμως αυτό στάθηκε αδύνατο γιατί ο Τάκης κάτι είχε ξεχάσει ανοιχτό με αποτέλεσμα το φορτηγάκι να μείνει από μπαταρία. Αμέσως ο Λουκάς έδωσε σύνθημα να φύγουμε με τα πόδια. Έτσι βγήκαμε από το φορτηγάκι και κατευθυνθήκαμε προς τα κάτω και αριστερά.

Την ίδια στιγμή όμως κάποιος μάλλον αστυνομικός από διπλανό Τμήμα πυροβόλησε εναντίον μας. εμείς αρχίσαμε να τρέχουμε προς τον κεντρικό δρόμο και ένας εκ του Λουκά ή Σάββα καθώς τρέχαμε πυροβόλησε στον αέρα για εκφοβισμό των ατόμων που μας κυνηγούσαν. Φτάνοντας στον κεντρικό δρόμο σταματήσαμε ένα ταξί, βγάλαμε τον οδηγό του έξω τον οποίο απείλησε ο Λουκάς με πιστόλι καθώς και μία γυναίκα και επιβιβαστήκαμε σε αυτό.

Εγώ κάθισα στο πίσω κάθισμα του ταξί ενώ στην θέση του οδηγού κάθισε ο

Λουκάς και σε αυτήν του συνοδηγού ο Σάββας. Στη συνέχεια εγώ έριξα δύο

πυροβολισμούς στον αέρα για εκφοβισμό των ατόμων που είχαν αρχίσει να

συγκεντρώνονται και για να μην μας ακολουθήσει κανένας με ένα περίστροφο το οποίο μου είχαν δώσει ο Λουκάς και ο Σάββας όταν μπήκαμε στο κουβούκλιο του φορτηγού αρχικά.

Με το ταξί πήγαμε σε ένα στενάκι σε μικρή απόσταση από το σημείο που έγινε το περιστατικό όπου ο Λουκάς παράτησε το ταξί στην μέση του δρόμου και ακολούθως επιβιβαστήκαμε σε ένα δεύτερο αυτοκίνητο μάρκας OPEL KADETT το οποίο οδηγούσε ο Λουκάς και με αυτό απομακρυνθήκαμε.

Στο αυτοκίνητο αυτό εγώ κάθισα στο πίσω κάθισμα και ο Σάββας στην θέση του συνοδηγού. Μετά από λίγο εγκαταλείψαμε και αυτό το αυτοκίνητο κι εγώ αφού εν τω μεταξύ είχα παραδώσει στον Λουκά το περίστροφο που μου είχαν δώσει, τα γάντια κι ένα καπέλο τα οποία επίσης μου είχαν δώσει και φορούσα σε όλη την διάρκεια της ενέργειας από την στιγμή που είχαμε μπει στο κουβούκλιο του φορτηγού έφυγα προς τον Πειραιά μάλλον με λεωφορείο και κατέβηκα στα Κάτω Πατήσια σε ένα μεγάλο καφενείο απέναντι από τον Σταθμό του ΗΣΑΠ όπου περίμενα τον αδελφό μου.

Αυτός ήρθε μετά από 1-2 ώρες περίπου και μαζί επιστρέψαμε σπίτι του. Όταν κατεβήκαμε από το δεύτερο αυτοκίνητο OPEL KADETT o Λουκάς με τον Σάββα όπως είχαμε προσυνεννοηθεί πήγαν και κρύφτηκαν σε κάποιο σπίτι που είχαν νοικιασμένο κοντά στο σημείο που εγκαταλείψαμε το KADETT και στο οποίο είχαν αποθηκευμένα όπλα, ρουκέτες, εκρηκτικά και άλλα παρόμοια υλικά της Οργάνωσης.

Το σπίτι αυτό πιθανότατα το είχε νοικιάσει ο Σάββας χωρίς όμως να γνωρίζω με ποιο όνομα. Το συγκεκριμένο σπίτι είχα επισκεφθεί μαζί με τον Σάββα πριν την ενέργεια εναντίον του Περατικού 1 ή 2 φορές. Αυτή την στιγμή δεν θυμάμαι την ακριβή διεύθυνσή του, θυμάμαι όμως ότι μάλλον ήταν στον α΄ όροφο κάποια 4ωροφης μάλλον πολυκατοικίας και βρισκόταν σε παράλληλη αν θυμάμαι καλά οδό από αυτή που αφήσαμε το KADETT κοντά σε ένα παλιό ή νεοκλασικό κτίριο με κάγκελα και μεγάλο κήπο με λουλούδια, δέντρα και πρασινάδα.

Το σπίτι αυτό μπορώ να σας το αποδείξω αν χρειαστεί αρκεί να μεταβώ στην

περιοχή του Πειραιά που σας περιγράφω παραπάνω. Μετά την παραπάνω ενέργεια εγώ συνέχισα να εργάζομαι μαζί με τον Σάββα στο εργαστήριό του ενώ παράλληλα βρήκα κάποιο σπίτι στο Νέο Ηράκλειο στον οδό Κερκύρας 2 το οποίο νοίκιασα κανονικά και στο οποίο μετά από 2-3 μήνες ήρθε και συγκατοίκησε μαζί μου και ένας φίλος μου από την Θεσσαλονίκη ο Γεωργιάδης Διονύσης με τον οποίο παλιά μέναμε στην ίδια γειτονιά στην Θεσσαλονίκη.

Αυτός εργαζόταν στο λουστρατζίδικο που διατηρεί ο πατέρας στην Θεσσαλονίκη και είναι 4 χρόνια μικρότερός μου. Ερχόμενος στην Αθήνα ο Γεωργιάδης και συγκατοικώντας μαζί μου αρχικά δεν εργαζόταν και συντηρείτο κι αυτός όπως κι εγώ από χρήματα που μας έδινε ο αδελφός μου ο Σάββας με τον οποίο τον έφερα σε επαφή και τους γνώρισα.

Σιγά-σιγά και ύστερα από συζητήσεις του Γεωργιάδη τόσο με μένα όσο και με τον Σάββα δέχθηκε κι αυτός να βοηθήσει και να συμβάλλει στην αντίσταση εναντίον του κεφαλαίου και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αρχικά πήρε το ψευδώνυμο Αλέξης με το οποίο από τότε και μετά ήταν γνωστός στην Οργάνωση και του ανετίθετο σε πρώτη φάση κάποιες βοηθητικές δουλειές της Οργάνωσης από τον Σάββα.

Τέτοιες βοηθητικές δουλειές ήταν η αναζήτηση και η ανεύρεση καινούριων χώρων σπιτιών για την Οργάνωση και διάφορα απλά υλικά όπως ρολόγια, σακίδια, γάντια, καλώδια, ταυτότητες και άλλα αναλώσιμα για την Οργάνωση υλικά.

Αυτός ανταποκρινόταν κανονικά και απ' ότι ξέρω πρέπει να είχε συναντηθεί κει με τον Λουκά για κάποιες δουλειές όπως μεταφορές αυτοκινήτων της Οργάνωσης από το ένα μέρος στο άλλο και άλλες παρόμοιες βοηθητικές δουλειές.

Ειδικότερα μία τέτοια βοηθητική δουλειά την οποία είχε κάνει ο Γεωργιάδης αφορούσε την μεταφορά του Ι.Χ επιβατικού αυτοκινήτου μάρκας LADA του αδελφού μου Σάββα από το Παγκράτι όπου το είχε αφήσει ο τελευταίος πριν την ληστεία της Εθνικής Τράπεζας Παγκρατίου τον Δεκέμβριο του 1998 στο δικό μας σπίτι στο Νέο Ηράκλειο.

Παρά ταύτα ο Σάββας δεν εμπιστευόταν και πολύ τον Γεωργιάδη γιατί τον

θεωρούσε απρόσεκτο. Έτσι μέσω της Αλίσια του βρήκαμε μία δουλειά στην

κινηματογραφική εταιρεία ΚΙΝΟ σαν βοηθό παραγωγής. Θέλω εδώ να σας

διευκρινίσω ότι την συγκεκριμένη στην ΚΙΝΟ την πρότεινε η Αλίσια σε μένα

πλην όμως εγώ δεν πήγα και έτσι έστειλα τον φίλο μου Γεωργιάδη.

Σε κάθε περίπτωση η Αλίσια δεν είχε καμία σχέση με αυτόν και τον ήξερε μόνο σαν δικό μου φίλο και συγκάτοικο. Απ' ότι θυμάμαι ο Γεωργιάδης προσέφερε αυτές τις βοηθητικές δουλειές στην Οργάνωση για ένα χρόνο περίπου και ουσιαστικά σταμάτησε περί τα μέσα του έτους 1998 συνεχίζοντας όμως να συγκατοικεί μαζί μου.

Μετά την ενέργεια εναντίον του Περατικού μαζί με τον Σάββα συναντιόμασταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα δηλαδή 1-2 φορές την εβδομάδα με τον Λουκά σε διάφορα καφενεία ή καφετέριες της περιοχής Αθηνών και συζητούσαμε τις επόμενες ενέργειές μας.

Τις συναντήσεις με τον Λουκά τις έκλεινε πάντοτε ο Σάββας. Για τον Λουκά

θέλω επίσης να σας διευκρινίσω ότι δεν γνώριζα ότι συζούσε με την πρώην

σύζυγο του αδελφό μου Σάββα, Σωτηροπούλου Αγγελική αφού ο αδελφός μου δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για την πρώην σύζυγό του και για το θέμα αυτό.

Εγώ απλά υποψιαζόμουν ότι ο αδελφός μου κάποιες φορές πήγαινε και την

συναντούσε περισσότερο για να δει το παιδί του. Επίσης δεν ήξερα πού έμενε η Σωτηροπούλου την οποία άλλωστε είχα να συναντήσω από την Φλώρινα όταν ήμουν πολύ μικρός.

Την ίδια περίπου περίοδο και μετά την ενέργειά μας εναντίον του εφοπλιστή Περατικού μαζί με τον αδελφό μου είχαμε επισκεφθεί το σπίτι της οδού Πάτμου 84 στα Πατήσια του οποίου και ήταν ο βασικότερος χώρος απόκρυψης και φύλαξης σημαντικών υλικών και αντικειμένων της Οργάνωσης.

Το σπίτι αυτό έχω επισκεφθεί πολλές φορές και ειδικότερα όταν πηγαίναμε για επιχειρήσεις πάντα όμως μαζί με τον αδελφό μου. Εκεί μέσα σχεδόν πάντα συναντούσαμε και τον Λουκά ο οποίος είτε ερχόταν πριν από μας, είτε μετά.

Από κει παίρναμε τα όπλα, τις βόμβες και ότι άλλα υλικά χρειαζόμασταν κάθε φορά που θέλαμε να κάνουμε μία επιχείρηση.

Πέραν του Λουκά και του Σάββα δεν έχω συναντήσει άλλα άτομα στο σπίτι αυτό στο οποίο πάντως δεν με έπαιρναν συχνά μαζί τους. Όπως σας έχω δηλώσει και παραπάνω την ίδια περίπου περίοδο μαζί με τον Σάββα και τον Λουκά έχω επισκεφθεί και το σπίτι της Οργάνωσης στον Πειραιά όπου επίσης κρύπτονταν όπλα, ρουκέτές, εκρηκτικά και άλλα αντικείμενα και υλικά της Οργάνωσης.

Σε σχέση με το σπίτι αυτό έχω να σας δηλώσω ότι περί το φθινόπωρο του έτους 1999 μετά από εντολή του Λουκά που μου την μετέφερε ο Σάββας άρχισα να ψάχνω για καινούριο σπίτι στην περιοχή Παγκρατίου. Αφού μου έδωσαν οδηγίες για τις συνθήκες που έπρεπε να πληροί το σπίτι που θα νοικιάζαμε μετά από κάποιων ημερών αναζητήσεις ψάξιμο δικό μου μέσω ενοικιαστηρίων τελικά τους υπέδειξα κάποια σπίτια στην περιοχή Παγκρατίου μεταξύ των οποίων και αυτό της οδού Δαμάρεως 73.

Τα σπίτια αυτά τα είδαν μάλλον στη συνέχεια ο Λουκάς και ο Σάββας και τελικά επέλεξε αυτό της Δαμάρεως 73. Το σπίτι αυτό δεν ξέρω ποιος ακριβώς ενοικίασε, υποθέτω όμως ότι ίσως το ενοικίασε ο Γεωργιάδης χωρίς να πάει να το δει καθόλου δεδομένου ότι μαζί με αυτόν ψάχναμε να βρούμε ένα σπίτι για την Οργάνωση στο Παγκράτι παρότι όπως σας έχω δηλώσει αυτός ουσιαστικά είχε κατά κάποιο τρόπο απομακρυνθεί από την Οργάνωση αλλά όμως συνέχιζε να συμπαραστέκεται σε πολύ δευτερεύοντα θέματα.

Στο συγκεκριμένο σπίτι είχα πάει και εγώ 2-3 φορές με τον Σάββα κι εκεί

είχαμε συναντήσει τον Λουκά. Στο σπίτι αυτό όπως κατάλαβα, μεταφέρθηκαν τα υλικά της Οργάνωσης από το σπίτι του Πειραιά σταδιακά χωρίς να ξέρω ποια πρόσωπα βοήθησαν στη μεταφορά τους.

Απ' ότι γνωρίζω η μετακόμιση στο σπίτι της Δαμάρεως από το σπίτι του Πειραιά έγινε γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ιδιοκτήτη του τελευταίου σπιτιού. Αν θυμάμαι καλά πιθανόν παντρευόταν ο γιος του και θα χρειαζόταν το σπίτι. Στο σπίτι της Δαμάρεως 73 μαζί με τον αδερφό μου και τον Λουκά συναντιόμασταν συνήθως όταν θέλαμε να κάνουμε κάποια ενέργεια σε κοντινή προς αυτό περιοχή. Πέραν του αδερφού μου και του Λουκά όσες φορές πήγα εγώ σ ' αυτό το σπίτι δε συνάντησα κανένα άλλο άτομο και δεν ξέρω αν πήγαινε κάποιος άλλος εκεί και ποιος.

Τον Φεβρουάριο του 1998 μαζί με το Λουκά και τον Σάββα τοποθετήσαμε καλάθια, δηλαδή βόμβες στα Mac Donalds του Χαλανδρίου και των Βριλησσίων, όπως επίσης και στην DETROIT MOTORS στη λεωφόρο Κηφισίας. Επίσης, με τον Σάββα και τον Λουκά τον Μάρτη του 1998 τοποθετήσαμε καλάθι στην CHRYSLER στη λεωφόρο Κατεχάκη και στην OPEL στη λεωφόρο Μεσογείων. Σε όλες αυτές τις ενέργειες εγώ ήμουν αυτό που λέμε τσιλιαδόρος, δηλαδή πρόσεχα γύρω-γύρω μην έρθει κάποιος ή οδηγούσα.

Τα καλάθια τοποθετούσε στη θέση τους ο Σάββας ενώ ο Λουκάς πρόσεχε και αυτός την περιοχή. Στα παραπάνω σημεία πηγαίναμε με αυτοκίνητα τα οποία είχαμε κλέψει οι τρεις μας τις προηγούμενες ημέρες από διάφορες περιοχές και μετά τα παρατούσαμε. Σε κάποιες από τις κλοπές αυτές των αυτοκινήτων, συμμετείχε και ο Τάκης. Ωστόσο αυτή τη στιγμή δε θυμάμαι συγκεκριμένα να σας πω από ποιες ακριβώς περιοχές και τι αυτοκίνητα είχαμε κλέψει και σε ποιες απ΄ αυτές τις περιπτώσεις συμμετείχε και ο Τάκης.

Τον Απρίλιο του 1998 πάλι μαζί με τον Λουκά και τον Σάββα πήγαμε και

τοποθετήσαμε μία ρουκέτα πάνω σε ένα καπό αυτοκινήτου η οποία μετά από λίγο πυροδοτήθηκε και εξερράγη στη CITYBANK της οδού Δροσοπούλου στην Κυψέλη. Δεν ξέρω ποιος έφτιαξε όλο τον μηχανισμό για την εκτόξευση της ρουκέτας αυτής, αλλά στο καπό του αυτοκινήτου τον τοποθέτησε ο Σάββας και μάλιστα τον κόλλησε με κολλητική ταινία για να σταθεροποιηθεί.

Στη συγκεκριμένη επιχείρηση με τον Λουκά και τον Σάββα είχαμε συναντηθεί σε μια μικρή πλατεία πάνω στην οδό Πατησίων, αρκετά κοντά στη CITYBANK της Δροσοπούλου. Από κει επιβιβαστήκαμε σε ένα αυτοκίνητο που το είχαμε κλέψει τις προηγούμενες ημέρες και το είχαμε σταθμεύσει εκεί κοντά. Εγώ οδηγούσα το αυτοκίνητο αυτό στο οποίο μετά την τοποθέτηση του μηχανισμού με τη ρουκέτα επιβιβάστηκαν ο Σάββας και ο Λουκάς και απομακρύνθηκαν.

Στη συνέχεια παρατήσαμε το αυτοκίνητο αυτό και χωρίσαμε προσωρινά, αφού

προηγουμένως εγώ τους παρέδωσα τα υλικά που μου είχαν δώσει όταν

συναντηθήκαμε, δηλαδή ένα περίστροφο, γάντια κι ένα καπέλο και κανονίσαμε να συναντηθούμε σε ένα εστιατόριο της οδού Πατησίων, μάλλον κοτοπουλάδικο. Μετά από λίγο ο Λουκάς και ο Σάββας ήρθαν στο εστιατόριο και αφού φάγαμε μαζί χωρίσαμε.

Περί τα τέλη Μαρτίου 1999 μαζί με τον Λουκά και τον Σάββα πήγαμε με ένα

αυτοκίνητο που είχαμε κλέψει τις προηγούμενες μέρες από κάποια περιοχή των Αθηνών που δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή, στην πίσω πλευρά των κεντρικών

γραφείων του ΠΑΣΟΚ στη Χαριλάου Τρικούπη στην Αθήνα και τοποθετήσαμε μία

ρουκέτα η οποία πυροδοτήθηκε με αυτοσχέδιο μηχανισμό. Ειδικότερα, τη ρουκέτα αυτή και τον μηχανισμό πυροδότηση είχαν φέρει ο Σάββας και ο Λουκάς, πιθανόν από το σπίτι της οδού Πάτμου 84 γιατί εγώ συναντήθηκα μαζί τους κάπου στα Πατήσια κοντά στο σπίτι της Πάτμου, όπου τους περίμενα.

Στη συνέχεια πήγαμε κάπου εκεί κοντά όπου είχαμε σταθμεύσει το κλεμένο

αυτοκίνητο και επιβιβαστήκαμε σ 'αυτό. Εγώ στη θέση του οδηγού, ο Λουκάς στη θέση του συνοδηγού και ο Σάββας στο πίσω κάθισμα. Όταν φτάσαμε στην πίσω πλευρά των γραφείων του ΠΑΣΟΚ, στάθμευσα σε ένα σημείο και ο Λουκάς με τον Σάββα πήγαν και τοποθέτησαν το μηχανισμό και τη ρουκέτα. Ο μηχανισμός αυτός εκτόξευσης πρέπει να ήταν με ρολόι.

Μετά από λίγο επέστρεψαν πάλι στο αυτοκίνητο με το οποίο και απομακρύνθηκαν. Και σε αυτή την περίπτωση, πριν χωρίσουμε, παρέδωσα το περίστροφο, τα γάντια και το καπέλο όπως σε όλες τις περιπτώσεις στον Λουκά και τον Σάββα, οι οποίοι θα πήγαιναν στο σπίτι της οδού Πάτμου. Μετά από μερικές μέρες ξανασυναντηθήκαμε εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς και με κλεμμένο αυτοκίνητο που οδηγούσα εγώ με συνοδηγό το Λουκά και το Σάββα πίσω, πήγαμε στη Γαλατσίου, μέσα σε κάποιο γραφείο του ΠΑΣΟΚ όπου ο αδερφός μου ακούμπησε το καλάθι σε ένα τοιχάκι από πίσω αν θυμάμαι καλά. Μετά φύγαμε και αφού τους παρέδωσα τα πράγματα δηλαδή το περίστροφο, τα γάντια και το καπέλο, έφυγα για το σπίτι.

Μερικές μέρες μετά την υπόθεση του Γαλατσίου εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς

κλέψαμε ένα αυτοκίνητο με σχάρα και πήγαμε σε ένα ελεύθερο πάρκινγκ, νομίζω στην περιοχή Παγκρατίου, όπου του αλλάξαμε πινακίδες. Τις πινακίδες που βάλαμε τις έφερε ο Λουκάς με τον Σάββα, ενώ τις παλιές δεν ξέρω τι τις έκαναν. Ύστερα το πήγαμε και το παρκάραμε σε έναν δρόμο του Πειραιά με οδηγό το Λουκά, όπου το επέβλεπαν ο Σάββας, ο Λουκάς, μπορεί και άλλοι που δεν τους ήξερα.

Την ημέρα που ήταν να γίνει η επιχείρηση αυτή με οδηγό το Λουκά και εμένα και τον Σάββα μαζί, πήγαμε το αυτοκίνητο σε κάποιο άλλο σημείο του Πειραιά. Εκεί ο Σάββας και ο Λουκάς έδεσαν και προσάρμοσταν στη σχάρα του αυτοκινήτου τρεις σωλήνες μάλλον πλαστικούς με ρουκέτες μέσα, πράγματα που είχαν φέρει μαζί τους όταν πήγαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο. Ακολούθως, με οδηγό τον Λουκά, συνοδηγό τον Σάββα κι εμένα στο πίσω κάθισμα, ξεκινήσαμε για να χτυπήσουμε τις τρεις τράπεζες στον Πειραιά, στην οδό Ακτή Μιαούλη.

Περνώντας μπροστά από κάθε Τράπεζα ο Σάββας πυροδοτούσε από καλώδιο που ήταν τραβηγμένο μέσα στο αυτοκίνητο κάθε ρουκέτα για κάθε Τράπεζα. Εκεί άκουσα πρώτη φορά από τόσο κοντά τον ήχο των ρουκετών όταν σκάνε. Μετά παρατήσαμε το αυτοκίνητο κοντά σε ένα νοσοκομείο του Πειραιά φύγαμε αν θυμάμαι καλά με ένα άλλο κλεμμένο αυτοκίνητο. Στην περίπτωση αυτή θυμάμαι κάποιον φύλακα ή σεκιουριτά που προσπαθούσε να καταλάβει από πού έρχονται οι ρουκέτες.

Με τις βόμβες αυτής της εποχής και με της επιχειρήσεις που κάναμε είχαμε

σκοπό να στείλουμε ένα μικρό μήνυμα ότι δεν συμφωνεί ο κόσμος με αυτά που κάνουν οι Αμερικάνοι και οι σύμμαχοί τους. Έτσι, μια μέρα που πήγαμε για καφέ μαζί με τον Σάββα και το Λουκά, νομίζω στα ¶νω Πατήσια, ο Λουκάς, όπως γινόταν συνήθως, μας είπε ότι θα πάμε να χτυπήσουμε μια Πρεσβεία.

Είπε για την Πρεσβεία των Γερμανών και κατάλαβα ότι είχαν συζητήσει το θέμα ο Σάββας και ο Λουκάς και ίσως και κάποιοι άλλοι. Έτσι ένα βραδάκι

συναντηθήκαμε πάλι οι τρεις μας, εγώ, ο Σάββας και ο Λουκάς, κλέψαμε ένα

αυτοκίνητο και έφεραν από άλλο αυτοκίνητο νομίζω ο Λουκάς και ο Σάββας ένα σακίδιο μακρινάρι με τα εκρηκτικά. Το σακίδιο αυτό θυμάμαι ότι το είχα δει άδειο στο σπίτι της Πάτμου και ήταν χρώματος μαύρου.

Όταν πηγαίναμε προς το σπίτι του Γερμανού Πρέσβη, δε θυμάμαι σε ποια

περιοχή, οδηγούσε ο Λουκάς, εγώ καθόμουν πίσω και ο Σάββας στη θέση του

συνοδηγού. Όταν φτάσαμε κοντά στο σπίτι βγήκαμε και οι τρεις έξω από το

αυτοκίνητο. Τότε ο Σάββας πήρε μέσα από το σακίδιο που το είχε στο πίσω

κάθισμα μία πλαστική σωλήνα που είχε μέσα έτοιμη μία ρουκέτα, την έπιασε στα δυο του χέρια από τη δεξιά πλευρά και ο ίδιος πάτησε το μπουτόν πυροδότησης.

Εκείνη της στιγμή έσκασε η σωλήνα και ο Σάββας χτύπησε το δεξί του χέρι και λίγο στο πρόσωπο. Ο Σάββας φορούσε μία τραγιάσκα η οποία του έφυγε απ' το κεφάλι και έπεσε στο έδαφος. Αμέσως μαζέψαμε ό,τι προλάβαμε, ο Λουκάς μπήκε στη θέση του οδηγού κι εγώ με το Σάββα καθίσαμε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Συγκεκριμένα ο Σάββας κάθισε πίσω από τη θέση του οδηγού κι εγώ πίσω από του συνοδηγού. Με χαρτοπετσέτες προσπαθούσα να σταματήσω το αίμα που έτρεχε από το δάχτυλο του δεξιού χεριού του αδερφού μου. Εκεί ο Σάββας αφού έδειξε το χέρι του με τις χαρτοπετσέτες είπε στον Λουκά ότι είναι εντάξει και φύγαμε.

Στρίψαμε ένα στενό δεξιά και φτάσαμε πριν τη Μεσογείων όπου αφήσαμε το

αυτοκίνητο. Στη συνέχεια έφυγε ο Σάββας με το Λουκά με ένα ταξί από τη

λεωφόρο Μεσογείων και εγώ με ταξί πήγα σε καφετέρια της περιοχής ¶νω

Πατησίων κοντά στον ηλεκτρικό και περίμενα να έρθει ο αδερφός μου. Πράγματι ήρθε μετά από μιάμιση ώρα. Μου είπε ότι όλα είναι καλά και φύγαμε για τα σπίτια μας.

Απ' ότι είχα καταλάβει την ίδια εποχή ο Λουκάς με τον αδερφό μου έρχονταν στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να δουν αν μπορεί να γίνει κάτι εδώ, κυρίως εναντίον των δυνάμεων που πηγαίνουν στο Κόσσοβο. Έτσι, σε κάποια στιγμή νοίκιασαν ένα σπίτι στην οδό Γογκόεφ, στον 1ο όροφο καινούργιας

πολυκατοικίας, της οποίας η κεντρική είσοδος είναι κατασκευασμένη με

αλουμίνιο Coplam. Στο σπίτι αυτό διανυκτερεύσαμε μία βραδιά ερχόμενοι

ξεχωριστά από την Αθήνα. Εγώ πήγα με λεωφορείο ενώ ο Σάββας με τον Λουκά δεν ξέρω με τι πήγαν. Σκοπός αυτού του ταξιδιού ήταν να βρούμε κάποιους στόχους σχετικούς με τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις στο Κόσσοβο και να πραγματοποιήσουμε επιχείρηση.