Πολιτική
Παρασκευή, 22 Αυγούστου 2003 21:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (22/08/2003) Μέρος 1/8

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας μέρα. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Και πάλι περαστικά σας κ. Σταμούλη.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ευχαριστώ πάρα πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σήμερα είναι η σειρά του κ. Καρατσώλη.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Καλημέρα σας. Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές αρνούμαι κατηγορηματικά όλες τις κατηγορίες, δεν έχω καμία σχέση με τη 17Ν. Το περιεχόμενο της προανακριτική μου κατάθεσης είναι όλο αναληθές και θα ήθελα να σας εξηγήσω κάποια πράγματα.

Θα ξεκινήσω με την ημέρα της σύλληψής μου, η οποία έχει παίξει ένα καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία μου. Στις 20 Ιουλίου πήγαινα για μπάνιο με τα παιδιά μου στην παραλία του χωριού μου. Αφού είχα κατέβει από το αυτοκίνητο με τις σαγιονάρες και το μαγιό, έρχονται δύο τύποι με αυτοκίνητο, κατεβαίνουν, βγάζουν τα όπλα τους και τα βάζουν στους κροτάφους μου. Το λέω και τρέμω κ. Πρόεδρε!

Καταλαβαίνετε τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή: φόβος, πανικός, φόβος για τα παιδιά. Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε, να φωνάζουν, η σύζυγος το ίδιο. Με έσυραν στην κυριολεξία μέσα στο δικό τους αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε για το αεροδρόμιο του Ακτίου στην Πρέβεζα.

Για να μην σας πολυλογώ, περιμέναμε δύο ελικόπτερα γιατί στο ¶κτιο είδα και τον φίλο μου και κουμπάρο μου Ηρακλή Κωστάρη, που είχαν πιάσει κι αυτόν. Μας έφεραν εδώ στα κτίρια της ΓΑΔΑ. Ήταν γύρω στις 5:30 με 6 η ώρα, ενώ η ώρα της σύλληψής μου είχε γίνει γύρω στις 3:30. Από εκείνη την ώρα μέχρι και το πρωί της επόμενης μέρας, άρχισε το μαρτύριο της ανάκρισης, μπορώ να πω.

Δεν μπορώ να πω ότι με βασάνισαν ή με χτύπησαν προς Θεού. Απλώς έμπαιναν μέσα διάφοροι τύποι, ο ένας ήταν ο κακός ο άλλος ήταν ο καλός, άρχισαν διάφορες ερωτήσεις, αν γνωρίζω κάποια πρόσωπα, ποιους γνωρίζω κι όλα τα σχετικά. Βέβαια δεν ήξερα κανέναν. Θέλω να πω ότι μου εξήγησαν στη ΓΑΔΑ γιατί με συνέλαβαν, γιατί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας όσες φορές ρώτησα, μου έλεγαν «Μην μιλάς τώρα εσύ, θα στα πουν οι ειδικοί στην Αθήνα›.

¶ρχισα να τρομοκρατούμαι ακόμη περισσότερο. ¶ρχισαν διάφορες ερωτήσεις λοιπόν στην Ασφάλεια, με ρωτούσαν αν ήξερα τον Σάββα Ξηρό, αν ήξερα διάφορους που είχαν συλλάβει, μου έλεγαν «Έλα, πέστα μας τώρα αφού ο Σάββας έχει πει για εμένα και οι άλλοι που έχουμε συλλάβει έχουν πει και σε ονομάζουν ότι είσαι κι εσύ μέλος της 17Ν› λέω «Ρε παιδιά τι λέτε; Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με αυτά. Ποτέ δεν είχα σχέσεις με τέτοιου είδους Οργανώσεις›.

Αυτό γινόταν συνέχεια, άλλοι έφευγαν, άλλοι έρχονταν. Ήταν μια κατάσταση πολύ πιεστική για εμένα μπορώ να πω. ¶ρχισαν να μου λένε «Πέστε μας τώρα, ξέρουμε ότι είσαι στον πυρήνα του μπάρμπα – Γιάννη› λέω «Ρε παιδιά, ποιος είναι ο μπάρμπα – Γιάννης;› και μου εξήγησαν για τον Γιάννη Σερίφη. Λέω «Ρε παιδιά ξέρω κανέναν πυρήνα, ούτε τον μπάρμπα – Γιάννη. Τον Γιάννη Σερίφη τον γνωρίζω είναι πατριώτης μου και φίλος μου, αλλά δεν ξέρω για κανένα πυρήνα›, «Πέστα μας γιατί και ο μπάρμπα Γιάννης θα ξεχάσει αυτά που ήξερε τώρα, τη γλίτωσε μια φορά, τώρα δεν τη γλιτώνει›.

¶ρχισαν διάφορες ερωτήσεις πάλι «Είναι χαζομάρα σου να μην ομολογήσεις κι εσύ και να μην κι εσύ κάποια πράγματα, γιατί οι άλλοι τα έχουν πει για εσένα›. Μετά μου έδειξαν τον αντιτρομοκρατικό νόμο, μου έδειξαν δηλαδή κάποια φύλλα τα οποία τα είχαν υπογραμμίσει και μου έλεγαν «Αυτός είναι ο αντιτρομοκρατικός νόμος και αν εσύ πεις κάποια πράγματα και παραδεχτείς ότι είσαι στην Οργάνωση έχεις κάποια ευεργετήματα και θα ξεμπλέξεις γρήγορα›.

¶ρχισα να τα χάνω, δεν ήξερα τι μου γινόταν. Τους λέω «Δεν ξέρω εγώ από νόμους, θα ήθελα να έχω ένα δικηγόρο›, μου λένε «¶στο το δικηγόρο δεν χρειάζεται, ο δικηγόρος έτσι κι αλλιώς τι να κάνει, δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση του Σάββα Ξηρού›. Τι να έκανα; Είχα πανικοβληθεί.

¶ρχισαν να μου λένε μετά ότι «Κοίταξε να δεις και ο Ηρακλής που τον έχουμε δίπλα έχει πει κάποια πράγματα, βεβαιώνει κάποια πράγματα για να τη γλιτώσει κι αυτός›. Είχα θολώσει, δεν ήξερα τι γινόταν. Είχα χάσει τον έλεγχό μου. Ο φόβος μου πραγματικά ήταν πάρα πολύ μεγάλος και ιδίως για τα παιδιά μου.

Μετά ερχόταν ο κακός της υπόθεσης και μου έλεγε «Κοίταξε να δεις, αν δεν μας πεις κάποια πράγματα και δεν μας βεβαιώσεις κάποια πράγματα, δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις από τη φυλακή, θα σαπίσεις στη φυλακή! Θα ασπρίσεις στη φυλακή! Μην ξεχνάς ότι έχεις και τα παιδιά σου!›. Αυτό με πονούσε πολύ κ. Πρόεδρε.

Λέω «Κώστα, εδώ δεν ξεμπλέκεις με τίποτα›. Μου έλεγαν «Αν δεν συνεργαστείς θα σου φορτώσουμε όλες τις κατηγορίες και άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι εσύ ελέφαντας›. Λέω «Κώστα εδώ δεν ξεμπλέκεις, πέστους ό,τι θέλουν για να μπορέσεις να φύγεις›.

¶ρχισε μετά ο καλός «Εμείς θα σε βοηθήσουμε, δεν υπάρχει πρόβλημα, θα κοιτάξουμε να βγεις με αναστολή γρήγορα› «Εντάξει ρε παιδιά πέστε μου τι θέλετε να σας πω›, «Βεβαίωσέ μας αυτά που έχει πει ο Χριστόδουλος για εσένα, πέσμας και κάτι παραπάνω› «Τι να σας πω ρε παιδιά;›. Μου είπαν για μια ληστεία το 2002. «Εντάξει την έκανα εγώ αυτή την ληστεία›.

Ό,τι και να μου έδιναν κ. Πρόεδρε εκείνη την στιγμή, θα το υπέγραφα και θα τους έλεγα «ναι›. Κι άλλες ενέργειες να μου έλεγαν ότι έχω κάνει, θα τους έλεγα «ναι›.

Έτσι έφτασα στο σημείο τις πρωινές ώρες να τους υπογράφω κάποια χαρτιά που μου έφεραν, που ήταν η προανακριτική μου κατάθεση. Αφού τελείωσε όλη αυτή η διαδικασία, φύγαμε κατά τις 10 – 11 δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα, μας έβαλαν το αλεξίσφαιρο γιλέκο, τις χειροπέδες πίσω στα χέρια και πήγαμε στον Εισαγγελέα στην Ευελπίδων.

Πηγαίνοντας στον Εισαγγελέα, ο Εισαγγελέας άρχισε να μου λέει «Κύριε Καρατσώλη κατηγορείσαι γι’ αυτές τις ενέργειες›. Η λέξη «κατηγορείσαι› λειτούργησε σαν ξυπνητήρι κ. Πρόεδρε. Του λέω «Όχι κ. Εισαγγελέα δεν κατηγορούμαι για τίποτα› μου λέει «Μα, παιδί μου εδώ έχεις ομολογήσει κάποια πράγματα› «Δεν έχω ομολογήσει τίποτα κ. Εισαγγελέα, δεν έχω καμία σχέση›.

Περιττό να σας πω ότι μέσα στον Εισαγγελέα ήταν γύρω στους 7 αστυνομικούς με τα αυτόματά τους και ο κ. Εισαγγελέας τους είπε μόνο να κλείσουν την ενδοεπικοινωνία, είχαν κάποια μικρόφωνα που μιλούσαν μεταξύ τους και ο κ. Εισαγγελέας μου έδωσε μια προθεσμία για να βρω συνήγορο και να απολογηθώ. Έκτοτε κ. Πρόεδρε δεν απολογήθηκα γιατί προβάλαμε κάποιες ενστάσεις με το συνήγορό μου κι έκλεισε η ανάκριση και έφτασα στο σημείο αυτό εδώ.

Φαίνεται λοιπόν κ. Πρόεδρε να ομολογώ μια ληστεία για την οποία δεν έχω πάρει μέρος. Γιατί το κάνω αυτό; Γιατί απλώς στην ανάκριση είχα φτάσει σε οριακά σημεία, να τους υπογράφω και να τους λέω «ό,τι θέλετε›.

Αναφέρομαι στη ληστεία του 2002 κ. Πρόεδρε και πιστεύω να έχει πειστεί το Δικαστήριό σας από το μάρτυρα τον κ. Ιωάννου που ήρθε εδώ και κατέθεσε ο άνθρωπος –δεν ξέρω αν θυμάστε τον κ. Ιωάννου που ήρθε και κατέθεσε- και παρ’ όλο που τον είχε καλέσει η Υπεράσπιση αρνήθηκε να έρθει, ήρθε μετά από κλήση του κ. Εισαγγελέα.

Ήρθε ο άνθρωπος και απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις χωρίς να αφήσει κανένα κενό και παρ’ όλη την προσπάθεια του κ. Εισαγγελέα να τον θεωρήσει στημένο ή να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του μάρτυρα –είναι δουλειά βέβαια του κ. Εισαγγελέα- ο μάρτυρας αυτός ήταν υπεράνω πάσης υποψίας.

Ήρθε εδώ και κατέθεσε ότι τον Απρίλιο του 2002 στις 2 του μηνός εγώ βρισκόμουν με τον κ. Ιωάννου στην Αλσούπολη για να του υποδείξω ένα οικόπεδο που ήθελε να αγοράσει. Αυτό για καλή μου τύχη κ. Πρόεδρε το πιστοποιεί και η ατζέντα μου η οποία είχε κατασχεθεί από την Αντιτρομοκρατική υπηρεσία. Φαντάζομαι ότι δεν σας αφήνει να σκεφτείτε κάτι άλλο, ότι εγώ μπορεί να έφτιαξα την ατζέντα αυτή, το πιστοποιεί βέβαια και η ατζέντα το ημερολόγιο του γραφείου μας το οποίο σας το καταθέσαμε, όπως και οι μάρτυρες η κα Φάρα και ο κ. Θάνος που συνεργαζόμασταν μαζί.

Είχαν γίνει πολλές ερωτήσεις στον κ. Ιωάννου για την εντολή, είχαμε κι εμείς μια διαλογική συζήτηση κ. Πρόεδρε ότι οι εντολές κόβονται πριν, οι εντολές κόβονται μετά και πάλι εκεί ο κ. Ιωάννου σας απάντησε ότι «Εγώ του ζήτησα εντολή και δεν την έκοψε γιατί δεν τον ενδιέφερε το οικόπεδο› και σας είπε κιόλας -σε μια ερώτηση που κάνατε, αν δηλαδή τα μεσιτικά γραφεία δουλεύουν με αυτό τον τρόπο- «¶λλα γραφεία κόβουν εντολές, άλλα όχι. Το δικό μας γραφείο είναι από αυτά που δεν κόβει εντολές στην αρχή, κόβει εντολές αφού δουν οι πελάτες το οικόπεδο›. Αυτό που και ο κ. Ιωάννου κατέθεσε πιστεύω να σας πείθει.

Θα αναρωτιέστε βέβαια για το πώς βρέθηκαν τα αποτυπώματα στην οδό Πάτμου. Δεν είχα κάποια εξήγηση στην αρχή όταν έμαθα ότι βρέθηκαν σε λαμαρίνες, τσίγκους συγκεκριμένα δικά μου αποτυπώματα. Αλλά εδώ στη φυλακή κάθισα και σκέφτηκα κι έφερα στο μυαλό μου, ότι εγώ δούλευα σ’ ένα τυπογραφείο από το ’87 μέχρι το 2000 και ζήτησα από τους δικηγόρους να μου πουν τι είναι αυτοί οι τσίγκοι, τι είναι αυτές οι λαμαρίνες. Μου εξήγησαν τι ήταν και είπα θα είναι τσίγκοι από τυπογραφείο.

Θυμήθηκα ότι είχε γίνει μια κλοπή στο εργοστάσιο το ’98 –αυτό σας το πιστοποίησαν και οι τέσσερις μάρτυρες που κατέθεσαν ο κ. Γιαννόπουλος, ο κ. Μήτσης, η κα Σαμοθράκη, η κα Μαστραντώνη η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου, όπως και το έγγραφο που ήρθε από το το Αστυνομικό Τμήμα της Μεταμόρφωσης.

Φαντάζομαι, προφανώς θα βρέθηκαν οι τσίγκοι αυτοί από την κλοπή που έγινε στο εργοστάσιο. Εμείς εκείνη την περίοδο όταν έγινε η κλοπή σε συζητήσεις που κάναμε με τους συναδέλφους υποθέσαμε ότι κάποιοι Αθίγγανοι έκλεψαν τους τσίγκους και από τους Αθίγγανους είναι πολύ εύκολο να βρει οποιοσδήποτε κάποιον τσίγκο. Έκλεψαν γύρω στους 800 τσίγκους.

Μια άλλη εκδοχή που μπορώ να δώσω για το πώς μπορεί να βρέθηκε αυτός ο τσίγκος στην οδό Πάτμου είναι η εξής: έξω από τα τυπογραφεία ακόμη και σήμερα –και αυτό το ξέρω και μπορείτε να ρωτήσετε κι εσείς οπουδήποτε για να το μάθετε- υπάρχουν πολλοί τσίγκοι, κομμάτια τσίγκων τα οποία πετιούνται είτε έχουν χρησιμοποιηθεί, είτε έχουν κάποιο μικρό ελάττωμα. Είναι πολύ εύκολο κάποια από τα μέλη της 17Ν να πέρασε να του έκανε εντύπωση, να είπε «που μπορώ να το χρησιμοποιήσω;› και να το πήρε. Αυτές τις δυο εκδοχές έχω για τα αποτυπώματά μου, δεν έχω κάτι άλλο.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές κατάγομαι από ένα χωριό της Ηπείρου από το Δήμο Πάργας, όπου μεγάλωσα μέχρι τα 18 μου χρόνια και έβγαλα το Λύκειο εκεί. Αφού τελείωσα το στρατό μου στον Έβρο το ’85 παρουσιάστηκα και απολύθηκα το ’87, ήρθα εδώ στην Αθήνα για αναζήτηση τύχης, για αναζήτηση εργασίας κατ’ αρχήν γιατί η επαρχία όπως καταλαβαίνετε είναι πολύ δύσκολο εκείνα τα χρόνια να βρεις δουλειά.

Ήρθα κι έπιασα αμέσως στο τυπογραφείο του Παπαχρησάφου, Παπαχρησάφου Α.Ε. λεγόταν η εταιρεία, ήταν ένα από τα μεγάλα τυπογραφεία της εποχής και εργάστηκα μέχρι το 2000. Οι ώρες εργασίας ήταν πάρα πολλές, δουλεύαμε συχνά 12ωρα και 16ωρα. Μέχρι το ’91 δούλευα πρωινή βάρδια από τις 07:00 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι και όταν είχαμε 12ωρα 07:00 το πρωί με 7 το απόγευμα, ή 7 με 11 το βράδυ. Ήταν η φύση της δουλειάς τέτοια και τα αφεντικά δεν έπαιρναν άλλο προσωπικό και βγάζαμε εμείς όλη τη δουλειά.

Από το ’91 και μετά γυρίσαμε σε βάρδιες και δουλεύαμε από 7 – 3 και 3 – 11, ανάλογα και όταν είχαμε το 12ωρο δουλεύαμε 7 με 7 το απόγευμα ή 7 το απόγευμα με 7 το πρωί. Ήταν πάρα πολύ οι ώρες που δουλεύαμε.

Παντρεύτηκα το ’91 και απέκτησα δύο παιδιά και οι υποχρεώσεις μου αυξήθηκαν πάρα πολύ. Το 2000 αποφάσισα να φύγω από το τυπογραφείο για οικονομικούς περισσότερο λόγους, γιατί παρ’ όλο που δουλεύαμε πάρα πολλές ώρες όπως καταλαβαίνετε οι αποδοχές δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες.

Πήγα στο μεσιτικό γραφείο του κ. Θάνου που ήταν και πατριώτης μου σαν μαθητευόμενος στην αρχή και μετά είχα βγάλει κανονικά άδεια μεσίτου. Στο μεσιτικό γραφείο εργαζόμασταν από τις 09:00 το πρωί μέχρι τις 9 με 10 το βράδυ με μια διακοπή γύρω στις 3 με 5 το μεσημέρι. Αυτό σας το είπε και η κα Φάρα αν θυμάμαι καλά όταν κατέθεσε.

Αυτή είναι η πορεία μου κ. Πρόεδρε, κάτι άλλο δεν έχω να σας πω, η ζωή μου ήταν, είναι και θα είναι διάφανη. Είμαι αυτό που λένε ένα ανοιχτό βιβλίο, δεν έχω να κρύψω τίποτα, δεν κρυβόμουν ποτέ, ούτε θα κρύβομαι. Τίποτε άλλο δεν έχω να σας πω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με τον κύριο Κωστάρη βέβαια είστε και κουμπάροι απ’ ότι είπατε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και νομίζω αυτό ότι μπορεί να αμφισβητηθεί.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Να σας πω καταρχήν ότι από τους συγκατηγορούμενούς μου γνωρίζω τους πατριώτες μου, τον Ηρακλή Κωστάρη, τον Θωμά, τον Παύλο και τον Γιάννη Σερίφη. Κανέναν άλλον δεν γνωρίζω, όλους τους υπόλοιπους τους γνώρισα εδώ στη φυλακή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάλιστα, δεν έχετε λοιπόν καμία σχέση με τη 17Ν.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Καμία σχέση δεν έχω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον κ. Γιωτόπουλο τον είχατε γνωρίσει;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Όχι, ποτέ, τον γνώρισα στη φυλακή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μιλάτε για κάποιο άλλοθι στις 2/4/2002. Ο Ιωάννου, πελάτης του μεσιτικού?..

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Ναι, τον οποίο Ιωάννου τον είχα δει εκείνη την ημέρα του ραντεβού, δεν τον είχα ξαναδεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όμως διαβάσαμε το ημερολόγιο εδώ πέρα και απ’ ότι είδατε ο Ιωάννου ήταν σημειωμένος κι άλλες δυο μέρες. Ήταν δηλαδή και στις 11 και στις 12/3, Δευτέρα και Τρίτη ο Ιωάννου.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το κατάλαβα αυτό, μου το εξηγείτε λίγο σας παρακαλώ;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Λέω, το ημερολόγιο που διαβάσαμε εδώ?.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Το ημερολόγιο εννοείτε αυτό που είχε η αντιτρομοκρατική ή η προσωπική ατζέντα η δική μου που σημειώνω;

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: Στις 2 Απριλίου, στις 4 το απόγευμα, σημειώνεται ραντεβού με τον Ιωάννου, λέει για κινητό τηλέφωνο 0944-517100, τζιπ πράσινο, στο Εμπορικό Κέντρο 2000 Ν. Ιωνίας. Σας λέει ο κ. Πρόεδρος ότι υπάρχουν κι άλλες δύο σημειώσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στις 11 και 12/3, Δευτέρα και Τρίτη.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν έχει γίνει το ραντεβού. Είναι το ίδιο τηλέφωνο;

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: «Στις 11 Μαρτίου, στις 18:00, Ιωάννου, για Αλσούπολη, 8541288, LAND ROVER μαύρο› και την επόμενη 12 Μαρτίου, ημέρα Τρίτη, στις 10 το πρωί σημειώνεται «ραντεβού με τον κ. Ιωάννου, Αλσούπολη›, το ίδιο τηλέφωνο.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Με LAND ROVER μαύρο;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλετε να τα δείτε μόνος σας; Τα αναγνώσαμε αλλά φαίνεται δεν τα προσέξατε.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Το ραντεβού στις 2/4 είναι με LAND ROVER πράσινο μήπως;

Ν. ΖΑΪΡΗΣ: «Τζιπ πράσινο›.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Είναι διαφορετικό πρόσωπο. Αλλιώς θα έγραφα το ίδιο αυτοκίνητο, δεν υπήρχε περίπτωση. Αυτό σας το δηλώνω ξεκάθαρα, το δήλωσε και ο ίδιος ο κ. Ιωάννου, δεν είχα συναντηθεί με τον άνθρωπο, τον είδα πρώτη φορά στο ραντεβού στις 2 του μηνός, το μεσημέρι 14:30-15:00 περίπου ήμαστε μαζί, δεν τον έχω συναντήσει έκτοτε, πριν δεν τον είχα συναντήσει, είχε προηγηθεί κάποιο τηλέφωνο και είχαμε κλείσει το ραντεβού, είχε προηγηθεί κι ένα τηλέφωνο και είχαμε αλλάξει και την ώρα γιατί υπήρχε ένα κενό εκείνη την ώρα για τον κ. Ιωάννου, με βόλευε κι εμένα γιατί θα πήγαινα σπίτι μου μετά και θα ξεκουραζόμουν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ένα άλλο που τέθηκε εδώ στη διαδικασία και θα ήθελα κι εσείς να δώσετε μια εξήγηση, είναι σχετικά με τα offset και με την ταυτότητα, κάτι πλαστά χαρτιά που είχε ο κ. Γιωτόπουλος στα χέρια του, αν αυτά ήταν πρόσφορα για την κατασκευή ή αν εσείς μπορούσατε να γνωρίζετε αυτή τη μέθοδο κατασκευής.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Τη μέθοδο offset τη γνωρίζω, είναι η δουλειά μου, είμαι μηχανικός offset, αλλά για να τυπώσεις μια ταυτότητα offset πρέπει να έχεις κάποια μηχανήματα. Δε μπορώ εγώ στο τυπογραφείο που εργαζόμουν να πάω και να τυπώσω μια ταυτότητα κατευθείαν, θα μου έλεγαν τα αφεντικά «τί έγινε, ποιον τύπωσες εδώ;› Ειδικά οι ταυτότητες στα τυπογραφεία έρχονται κατόπιν αδείας, πρέπει να γίνει διαγωνισμός για να τυπώσεις, δηλαδή αν πας σε ένα τυπογραφείο που στην αρχή δουλεύαμε 100 άτομα και τελικά μειωθήκαμε στα 15-20 άτομα με τις περικοπές που κάναμε, κάπου θα προκαλούσε και υποψίες.

Δηλώνω κατηγορηματικά ότι δεν το έχω κάνει εγώ, δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτό αλλά είναι πολύ δύσκολο να φτιάξεις σ’ ένα τέτοιο εργοστάσιο ταυτότητα offset. Αυτό μπορεί να είναι κάποιο εργαστήριο κρυφό ή οτιδήποτε, δεν μπορώ εγώ να ξέρω τί γίνεται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ δεν έχω κάτι άλλο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε κατηγορούμενε για την απολογία σας τί λέτε ακριβώς;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Την αρνούμαι κατηγορηματικά την κατάθεσή μου, είναι όλη αναληθής.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δηλαδή;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Τίποτε από αυτά δεν είναι δικά μου.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δεν έγινε η ληστεία στο Α.Τ. Βύρωνα;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Ληστεία μπορεί να έγινε, αλλά δεν την έκανα εγώ, δεν ήμουν εγώ εκεί.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τα πρόσωπα που αναφέρονται δεν ήταν εκεί;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το γνωρίζω αυτό κ. Εισαγγελεύ, αν ήταν τα πρόσωπα αυτά.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τότε πώς τα είπατε;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Μα δεν τα είπα εγώ αυτά, αυτά μου τα υπέδειξαν κι εγώ τα επιβεβαίωσα. Εγώ επιβεβαίωσα αυτά που γράφει η προανακριτική μου κατάθεση. Σας εξήγησα και πάλι, μόλις πήγα στον Εισαγγελέα, θέλετε καθάρισε το μυαλό μου, θέλετε ο Εισαγγελέας με αυτό που μου είπε ότι «κατηγορείσαι› με ξύπνησε, είπα «όχι, δεν έχω καμία σχέση›. Έκτοτε κρατώ αυτή τη στάση συνέχεια και δεν υπάρχει περίπτωση να την αλλάξω ποτέ.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πώς ήξερε η αστυνομία για την κλοπή, ότι έσπασε ο Μιχάλης το κουτί με σίδερο;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Τί να σας πω; Δεν το γνωρίζω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είδε το κουτί; Είδε το τσεκούρι;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το γνωρίζω, πριν από μένα μπορεί να κατέθεσαν κι άλλοι, τί να σας πω, μπορεί η αστυνομία να βρήκε το κουτί και να το είδε που ήταν σπασμένο, να βρήκε το τσεκούρι, τί να σας πω....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τυχαία δηλαδή...

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν γνωρίζω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Γι αυτόν τον κοιλοδοκό με τον οποίο σπάσατε την πόρτα...

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν την έσπασα την πόρτα, δεν ήμουν εγώ εκεί για να σπάσω την πόρτα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτό το ζευγάρι τα γάντια χρώματος εκρού;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Για ποια γάντια λέτε;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτά με τα οποία έγινε η ληστεία...

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν είχα φορέσει ποτέ γάντια. Τα μόνα γάντια που φορώ εγώ είναι τα γάντια που οδηγώ κάποια μηχανή.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εκρού υφασμάτινα είναι;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Όχι, είναι δερμάτινα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εδώ λέει δερμάτινα εκρού.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Σας λέω δε γνωρίζω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Για τη μαύρη κουκούλα τί λέτε;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Εγώ τί λέω;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τί λόγο είχε η αστυνομία να μιλά για μαύρη κουκούλα; Θα τη βρήκε λέτε την κουκούλα πουθενά;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δε γνωρίζω, πριν από μένα είχαν συλλάβει και κάποιους άλλους ανθρώπους, δεν ξέρω τί γίνεται.... Αυτά ισχυρίζομαι ότι δεν τα έχω πει εγώ, εγώ επιβεβαίωσα αυτά που γράφουν στην προανακριτική μου κατάθεση και η κατάστασή μου ήταν τέτοια που πιστεύω ότι οποιοσδήποτε στη θέση μου μπορεί να αντιδρούσε έτσι. Η εικόνα των παιδιών μου δεν έχει φύγει ακόμα απ’ τα μάτια μου.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τα αγαπάτε τα παιδιά σας;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Σας παρακαλώ κ. Εισαγγελεύ... Αν αγαπάω τα παιδιά μου; Σοβαρά μιλάτε;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Γιατί εγώ έχω παιδιά και τ’ αγαπάω τα παιδιά μου.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Τότε θα ξέρετε πολύ καλύτερα από μένα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εμένα αυτή είναι η απορία μου, γενικώς ομιλώ, εν πάση περιπτώσει, ό,τι λέτε είναι δικά σας. Σχετικά με αυτούς τους κλεμμένους τσίγκους που βρέθηκαν πάνω τους τα αποτυπώματά σας στη γιάφκα...

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Φυσικό είναι, εγώ δούλευα σε τέτοια πράγματα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ξέρετε τί είπατε σήμερα εδώ; Ότι τους τσίγκους μετά τη χρήση τους πετούσαν έξω ως άχρηστους. Τώρα, πριν από λίγο το είπατε.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Όχι όλους, μη βάζετε κουβέντες που δεν είπα. Είπα ότι σε κάθε τυπογραφείο, και τώρα να πάμε, θα βρούμε κομμάτια τέτοιων τσίγκους, όχι ότι τους πετάνε. Αυτά μπορεί να είναι κομμάτια μικρά, μεγάλα, λουρίδες, που μπορούμε να τα βρούμε στο τυπογραφείο....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είπατε έξω, προηγουμένως.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Ναι, έξω από κάποιο τυπογραφείο. Αυτά τα κομμάτια μπορεί να είναι δύο, ή τρία, ή ένα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Επομένως τους πετάνε.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Όχι, δεν τους πετάνε τους τσίγκους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τότε γιατί τους βγάζατε έξω;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Είναι κάποια κομμάτια μαζί με τα σκουπίδια που βγαίνουν έξω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το ίδιο λέμε. Στα σκουπίδια κύριε τί πετάμε; Αυτά που δε θέλουμε. Ή κάνω λάθος;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Όχι πάντα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στα σκουπίδια τί πετάμε τότε; Αυτά που θέλουμε;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Αυτοί οι τσίγκοι που αναφέρω, που μπορούμε να βρούμε έξω από τυπογραφείο, είναι κομμάτια τσίγκων που μπορεί να μην τους μεταπουλήσουμε, είναι δυο-τρια κομμάτια. Και τώρα να πάτε θα βρείτε ένα ή δύο κομμάτια.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στα σκουπίδια είπατε.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Ναι, στα σκουπίδια και οποιοσδήποτε μπορεί να περάσει και να πάρει ένα κομμάτι. Αλλά το σύνολο των τσίγκων των χρησιμοποιημένων, τους κρατάμε, όταν είναι να ξανατυπώσουμε μια άλλη δουλειά τους φυλάμε και αν δεν τυπώσουμε τίποτα τους κρατάμε και τους πουλάει ο κάθε ιδιοκτήτης του εργοστασίου με αυτόν που έχει κάνει κάποια σύμβαση, ή σε αθίγγανους ή σε πωλητές.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στην ακροαματική διαδικασία δεν είπατε τέτοια πράγματα.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Τώρα μιλάμε...

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είχαμε μιλήσει, εδώ είχαμε κάνει ολόκληρη συζήτηση.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Μπορεί να μην ρωτήθηκα, δεν ξέρω.. Ίσως να μην καταλάβατε τί ήθελα να πω. Λέω ότι έξω από το τυπογραφείο μπορεί να βρούμε ένα ή δύο ή τρία κομμάτια τσίγκων, λαμαρίνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κάθε τυπογραφείο πετάει τους τσίγκους. Τα τυπογραφεία τους τσίγκους τους παλιούς τους κρατάνε και τους πωλούν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πετάνε μερικά κομμάτια δηλαδή.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Μπορεί να έχουν βγει έξω από λάθος ή να είναι στραβωμένοι ή οτιδήποτε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μα από λάθος στα σκουπίδια;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Βέβαια, πετάνε έξω διάφορα σκουπίδια, μπορεί να τα έβαλαν στον σάκο και να βγήκαν έξω, τί να σας πω, στο δικό μου τυπογραφείο, αλλά όχι μόνο στο δικό μου, και σε όλο το Περιστέρι αν πάτε που έχει πάρα πολλά τυπογραφεία θα βρείτε κομμάτια τέτοιων τσίγκων.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αν μου επιτρέπετε κ. Εισαγγελέα, με την άδειά σας, θα ήθελα να θέσω ενώπιον του Δικαστηρίου σας ένα θέμα εν σχέση με το τί πρέπει και πώς πρέπει να ερωτάται και να εξετάζεται ο κατηγορούμενος διαρκούσης της απολογίας του. Θα ήθελα να θέσω υπόψη του Δικαστηρίου σας τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδάφιο ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που έχει κυρωθεί με το Ν.2462/97 και συνεπώς.....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μου δημιουργείται η εντύπωση ότι σπεύδετε εις ενίσχυσιν του κ. κατηγορουμένου.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ποια είναι η δουλειά της Υπερασπίσεως;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όταν απολογείται ο κατηγορούμενος να περάσουμε σε μια συγκεκριμένη θέση.....

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Με συγχωρείτε, ο κατηγορούμενος μπορεί να αρνηθεί να σας απαντήσει.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όχι δι’ υμών.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε συνήγορε έχετε κάποιο αίτημα; Διατυπώστε το.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Η διάταξη την οποία σας επεκαλέσθην, λέει τα εξής: «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολάβει σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες τουλάχιστον εγγυήσεις: .. ζ’ να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του›. Να μην εξαναγκάζεται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι ανάγκη να μας το πουν τα σύμφωνα; Δεν έχει δικαίωμα σιωπής; Να πει «εγώ δε σας απαντώ κ. Εισαγγελεύ, αφήστε με ήσυχο›.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Η διάταξη κ. Πρόεδρε του Διεθνούς Συμφώνου δεν απευθύνεται στους κατηγορουμένους, απευθύνεται σε όλους τους παράγοντες της Δίκης και συνεπώς αντιλαμβάνεστε ότι δεν δύναται ούτε έμμεσα ούτε άμεσα διότι αυτές αποτελούν ελάχιστες εγγυήσεις τις οποίες κατοχυρώνει το Διεθνές Σύμφωνο....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε το δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις ο παράγοντες της διαδικασίας παραλύει; Έχει το αντίδοτο «αρνούμαι να σας απαντήσω› και τελείωσε.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ο κ. Εισαγγελεύς ελέγχει τις απαντήσεις που δίνονται για να διαψεύσει την ακρίβεια και έτσι έμμεσα να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο να ομολογήσει.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η μόνη βία που επιτρέπεται είναι η βία των αποδείξεων, τα λένε όλοι οι δικονομολόγοι του κόσμου, δεν τα λέμε εμείς. Θα απαγορεύσουμε στον Εισαγγελέα να κάνει ερωτήσεις; Θα το διαλύσουμε εδώ πέρα.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Θα ήθελα και κάτι άλλο να θέσω υπόψη του Δικαστηρίου σας. Γνωρίζετε ότι σε ό,τι αφορά τις προανακριτικές καταθέσεις το άρθρο 101 λέγει τα εξής:

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ λέω ότι ο κ. Εισαγγελεύς καλώς κάνει τις ερωτήσεις. Να μη μπορεί ο Εισαγγελεύς να ρωτήσει; Εκτός αν φοβάται να απαντήσει, να πει «εγώ αρνούμαι να απαντήσω›.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, όταν βρισκόμαστε ενώπιον μιας Δίκης απολογιών, εάν ο κ. Εισαγγελεύς ο οποίος φέρει το βάρος αποδείξεως των κατηγοριών δεν έχει αυτές τις αποδείξεις και προσπαθεί να τις αντλήσει από τον κατηγορούμενο....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα το εκτιμήσουμε εμείς στο τέλος.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Μα αυτό θέλω να πω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εμένα με ενδιαφέρει η αλήθεια κ. συνήγορε.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Την αλήθεια οφείλετε να την αποδείξετε δικονομικά προσάγοντας εσείς τις αποδείξεις και όχι διά των απολογιών των κατηγορουμένων. Ούτε των κατηγορουμένων εις βάρος άλλων συγκατηγορουμένων. Όταν έχουμε μία ρητή διάταξη σε μία διεθνή σύμβαση....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν την ερμηνεύουμε όπως εσείς αυτή τη διάταξη, θα απαγορεύουμε ερωτήσεις; Κύριε συνήγορε, εγώ είδατε υπέβαλλα με τον δικό μου τρόπο τις ερωτήσεις. Ο κ. Εισαγγελεύς όμως δικαιούται να υποβάλλει και αυτός τις ερωτήσεις του.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Όχι, εφόσον κατατείνουν να αποσπάσει ομολογία του κατηγορουμένου....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχει άμυνα το δικαίωμα σιωπής, άμα θέλει να του πει «έτσι όπως κάνετε τις ερωτήσεις δεν σας απαντώ›.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Το θέμα είναι αν δικαιούται να επιτεθεί ο κ. Εισαγγελεύς για να αμυνθεί ο κατηγορούμενος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δικαιούται να ρωτά ό,τι θέλει ο κ Εισαγγελεύς και δικαιούται και ο κατηγορούμενος να απαντά σε όσα θέλει.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Όταν η διάταξη απαγορεύει τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να ομολογήσει.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ξέρετε τί θα πει «εξαναγκασμός›; Να του βάλουμε το πιστόλι εκεί και να του πούμε «ομολόγησε›.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Αυτό εννοεί η διάταξη κ. Πρόεδρε; Αυτό εννοεί το Διεθνές Σύμφωνο; Το πιστόλι εννοεί;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ είναι λίγο ειδική η Δίκη, δε θα επιτρέψουμε και οι Εισαγγελείς να μην κάνουν το έργο τους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είστε δικηγόρος, σας σέβομαι και σας τιμώ...

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κι εγώ σας σέβομαι, εκείνο που πρέπει να σεβαστούμε αμφότεροι είναι η δικονομική τάξη. Έχετε το υπόψη σας αυτό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ συνεχίστε κ. Εισαγγελεύ.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Έχετε πει στην απολογία σας αναφερόμενος στη ληστεία του Α.Τ. Βύρωνα ότι δεν υπήρχε σκοπός στο Τμήμα όταν πήγατε, ενώ άλλοι συγκατηγορούμενοί σας έχουν πει ότι υπήρχε και μάλιστα εξετάστηκε και εδώ πέρα. Και ότι αφοπλίστηκε από τους αδερφούς Ξηρούς.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Όλα αυτά είναι αναληθή.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Διαφοροποιείστε στην κατάθεση, καταλάβατε;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν δέχομαι τίποτε απ’ ότι λέει η κατάθεσή μου.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πώς εξηγείτε ότι λέτε άλλα από αυτά που είχαν πει ο Σάββας και ο Χριστόδουλος Ξηρός;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το γνωρίζω, σας λέω ότι όλα αυτά είναι αναληθή.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Μήπως η αστυνομία έβαλε αναληθή;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Τί να σας πω; Μπορεί να είναι ο ρόλος που ήθελαν να δώσουν σε μένα, το σενάριο, τί να σας πω κι εγώ;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δηλαδή έκανε λάθος η αστυνομία;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το γνωρίζω. Εγώ σας λέω ότι αυτά που λέει εκεί μέσα δεν είναι δικά μου, εγώ απλώς επιβεβαίωσα αυτά που γράφει εκεί μέσα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πώς ήξερε η αστυνομία ότι εσείς στην κλοπή του Συκουρίου δεν πήγατε γιατί πήγατε διακοπές στην Κέρκυρα;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Οι προανακριτικοί υπάλληλοι με ρώτησαν διάφορα, μου έλεγαν διάφορες ημερομηνίες «πού ήσουν τότε› κτλ. και μου λένε «τον Δεκέμβριο του ’89, τα Χριστούγεννα, πού ήσουν;› «Ήμουν στην Κέρκυρα για οικογενειακούς λόγους με την σύζυγό μου›

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Και το πήραν αυτοί και το έγραψαν.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Προφανώς ναι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δηλαδή από εσάς το πήραν.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Αφού εγώ το είπα. Και για άλλες ημερομηνίες που με ρωτούσαν, άλλα τα θυμόμουν, άλλα δεν τα θυμόμουν.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτό το έγραψαν εναντίον σας ή υπέρ σας;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Αυτό δεν το γνωρίζω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τί λέτε εσείς; Υπέρ ή κατά;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το γνωρίζω εγώ αυτό, αν είναι υπέρ ή κατά. Δεν ξέρω, τί να σας πω...

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είναι υπέρ ή εναντίον σας κύριε;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Κατηγορούμαι εγώ για το Συκούριο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Η αστυνομία όμως δεν γράφει ότι πήγατε στο Συκούριο, λέει ότι πήγατε στην Κέρκυρα. Δηλαδή γράφει αυτό που είπατε εσείς.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Ναι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Λοιπόν; Αυτό το γράφει και τα άλλα δεν τα γράφει;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Τί να σας πω; Δεν ξέρω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πώς η αστυνομία ήξερε ότι τις άλλες μέρες εσείς πήγατε στο Συκούριο;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το γνωρίζω.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πήγατε εσείς;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Όχι, εγώ δεν πήγα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τότε γιατί λέτε ότι πήγατε τις άλλες μέρες, προηγουμένως;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν το έχω πει εγώ, σας το είπα. Δεν έχω πει εγώ τίποτα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Δηλαδή το προηγούμενο ότι πήγατε δεν το είπατε, το άλλο όμως ότι πήγατε το είπατε.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Εγώ σας λέω στο Συκούριο κ. Εισαγγελεύ δεν έχω πάει ποτέ. Ούτε ξέρω πού βρίσκεται το Συκούριο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εγώ για την απολογία σας μιλώ.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Την απολογία μου αυτοί που την έφτιαξαν ρωτήστε τους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτό που είναι υπέρ σας το γράφει και το παραδέχεστε, το άλλο που είναι εναντίον σας που το γράφει δεν το παραδέχεστε ότι το είπατε.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Αφού δεν το έχω πει. Αν το έλεγα θα σας έλεγα ότι το είπα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τότε γιατί το έγραψε η αστυνομία αυτό που είναι υπέρ σας;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Πού να το γνωρίζω αυτό γιατί το έγραψε;

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το φαντάστηκε λέτε;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν ξέρω αν το φαντάστηκε, τί να σας πω, δε μπορώ να σας δώσω εξήγηση....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πώς ήξερε για τη ληστεία ότι συναντηθήκατε με τον κ. Σάββα τις βραδινές ώρες;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν ξέρω για ποιο αναφέρεστε....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Στον Βύρωνα.

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Ότι συναντήθηκα εγώ με τον κ. Σάββα τις βραδινές ώρες;

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ενίσταμαι, γιατί παρανομείτε κατά τη δικονομία.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εγώ παρανομώ κύριε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε συνήγορε σας παρακαλώ πάρα πολύ.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Η αλήθεια θα λάμψει.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Πρέπει να τη διασφαλίζετε την αλήθεια εδώ μέσα εσείς.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Γι αυτήν ακριβώς αγωνίζομαι.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Όχι να την κακοποιείτε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εγώ την κακοποιώ;

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Θα μου δώσετε τον λόγο κ. Πρόεδρε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για τί θέμα κύριε συνήγορε; Να μην κάνει ερωτήσεις ο Εισαγγελέας; Δε μπορώ να σας καταλάβω. Δηλαδή τί κάνουμε τώρα, βοηθάμε τους κατηγορουμένους εδώ πέρα ή τους πνίγουμε; Θα τους πνίξετε οι ίδιοι οι συνήγοροι τους κατηγορουμένους; Αφήστε τους εκεί πέρα να κάνουν τη δουλειά τους και αφήστε και τους Εισαγγελείς. Σας παρακαλώ, εδώ γίνεται νομική διαδικασία. Αφήστε όλα τα άλλα.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Παραβαίνουμε κανόνες.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ποιος παραβαίνει κανόνες κύριε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κάνει ερωτήσεις ο Εισαγγελεύς, δεν έχει δικαίωμα. Παραβαίνει κανόνες;

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Θα μου δώσετε τον λόγο να διατυπώσω την ένστασή μου;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποια ένσταση κύριε; Κάνει ερωτήσεις, δεν είναι η ώρα για ενστάσεις, καθίστε κάτω. Δεν σας δίνεται ο λόγος. Ό,τι ώρα σας αρέσει δε θα μιλάτε, κάνει ερωτήσεις ο κ. Εισαγγελεύς.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Θα μου δώσετε τον λόγο;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, δε σας τον δίνω.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Ωραία, προσφεύγω στο Δικαστήριο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να προσφύγετε στο Δικαστήριο.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Να αναφέρω γιατί ζητώ τον λόγο;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πείτε το.

Ι. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ: Κατά το 366 παρ. 2, ερωτάται ο κατηγορούμενος όχι όταν υπάρχει διαφορετική τοποθέτηση επί της απολογίας του. Εδώ πέρα ερωτάται όχι περικοπών, αλλά ερωτάται επί του συνόλου προανακριτικής απολογίας την οποία έχει δηλώσει ότι δεν τη δέχεται.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και λοιπόν, τί έγινε; Δε μπορεί να κάνει χρήση ο Εισαγγελεύς; Αφήστε να κάνουμε τη δουλειά μας, σας παρακαλώ πολύ. Ρωτάτε κ. Εισαγγελέα. Απορρίπτεται η ένσταση.

Ο κ. Εισαγγελέας έχει τον λόγο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε κατηγορούμενε, αναφέρομαι στην ληστεία του ΟΤΕ και σας λέω: πως είχε επικοινωνία ότι όταν ήρθε η χρηματαποστολή εσείς κινηθήκατε με παπάκια απέναντι από τον ΟΤΕ;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Προφανώς από τη δικογραφία της ημέρας αυτής.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τα παπάκια;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Προφανώς από εκεί.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Υπάρχει στη δικογραφία;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Είτε από τον Σάββα, είτε από οποιονδήποτε άλλον. Δεν ξέρω από πού.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Πως ήξερε η Αστυνομία ότι ο Μιχάλης κινήθηκε προς το καρτοτηλέφωνο με τον Παναή; Αυτή την λεπτομέρεια πως την ήξερε;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Πριν από εμένα είχαν συλλάβει κι άλλους.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είπαν τέτοιο πράγμα για καρτοτηλέφωνο ο Παναής με τον Σάββα;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Δεν ξέρω τι είχαν πει.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τότε πως είχαν επικοινωνία;

Κ. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ: Ρωτήστε την Αστυνομία. Εγώ δεν γνωρίζω πως γράφτηκαν αυτά. Τι να σας πω εγώ; Εγώ μου λένε για τη ληστεία και μου έφεραν αυτά τα χαρτιά και τα υπέγραψα.