Πολιτική
Πέμπτη, 04 Σεπτεμβρίου 2003 20:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (04/09/2003) Μέρος 2/8

Ακόμη και σήμερα ένα χρόνο μετά την αποκάλυψη του πραγματικού μου ονόματος όλοι όσοι με γνώριζαν μετά το ΄70 μου γράφουν και μου τηλεφωνούν αποκαλώντας με «Μιχάλη›. Η ΛΕΑ αγωνίζονταν όχι μόνο ενάντια στη δικτατορία αλλά και ενάντια στο σύστημα ιμπεριαλιστικής εξάρτησης που γεννούσε τις δικτατορίες. Το γεγονός ότι έπεσε η πρώτη ενώ το σύστημα παρέμενε ανέπαφο δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να συνεχίσουμε την αντίσταση όπως λένε οι σκευωροί σήμερα.

Σαν μαρξιστές που ήμασταν ο κύριος στόχος μας δεν μπορούσε να είναι άλλος από την εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων νόμιμης πολιτικής πάλης, για τη δημιουργία ενός μαζικού πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έξω από τα παραδοσιακά Κομμουνιστικά Κόμματα που θα συνένωνε όλες τις επιμέρους Οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς στη βάση πολιτικών και όχι ιδεολογικών όρων. Αυτός ο στόχος δεν επετεύχθη και αυτή η αποτυχία δημιούργησε τις χιλιάδες ανένταχτους της Αριστεράς της γενιάς μου.

Στη νέα περίοδο που μπαίναμε με τη μεταπολίτευση ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να υπάρξει συνέχιση των βίαιων αντιστασιακών ενεργειών παρά το γεγονός ότι οι χουντικοί μηχανισμοί παρέμεναν ανέπαφοι και έλεγχαν τμήματα του κρατικού μηχανισμού. Οι ενέργειες αυτές θα ήταν αναντίστοιχες με το πολιτικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί και δεν θα οδηγούσαν πουθενά.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η άποψη που προβάλλεται σήμερα τις καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται είναι σωστή για όσους παραμένουν μαρξιστές αλλά και για άλλα πολιτικά ρεύματα. Ένας από τους εκπροσώπους αυτών είναι κάποιος που σαν πιστός καθολικός Ισπανός δομινικανός Μοναχός θεωρούσε την ανθρώπινη ζωή ιερή και δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ανήθικος.

Ο Βαρθολομαίoς de Las Casas αφού με τους Ισπανούς Conquistadores έλαβε μέρος στην εκμετάλλευση των Ινδιάνων και υπήρξε μάρτυρας των εγκλημάτων και των σφαγών τα κατάγγελλε δημόσια. Στο βιβλίο του «Η ιστορία των Δυτικών Ινδιών› γραμμένη το 1560 παραθέτει την παρακάτω διαχρονική αλήθεια: «Κάθε πόλεμος που έγινε ή θα γίνει ενάντια στους άπιστους όπως οι ιθαγενείς αυτών των Δυτικών Ινδιών υπήρξε, είναι και θα είναι άδικος, εγκληματικός, τυραννικός και καταδικάζεται από κάθε φυσικό ανθρώπινο ή Θείο νόμο. Συνεπώς κάθε πόλεμος που διεξάγεται από τους Ινδιάνους ενάντια σε κάθε Ισπανό και κάθε Χριστιανό που θα τους έχει προηγούμενα επιτεθεί έτσι είναι απόλυτα δίκαιος›.

Αν προσθέσουμε στις αιτίες την οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτική υποδούλωση έχουμε τη μόνο σωστή θέση που φωτίζει τη φύση των σημερινών πολέμων και τη θέση που θα πρέπει να πάρουμε σε αυτούς ιδιαίτερα αν έχουμε μια υπερδύναμη που έχει επέμβει στρατιωτικά σε 250 χώρες μεταπολεμικά. Οι επεμβάσεις αυτές συνιστούν εξ ορισμού αυτό που σήμερα αποκαλύπτεται τρομοκρατία των λαών.

Στο βιβλίο του «Ο νόμος της δύναμης της παγκόσμιας τάξης› έκδοση 2001 ο Τσόμσκι αποκαλύπτει τα εξής 362: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε γίνει πια σαφές πως οι ΗΠΑ είχαν οριστικά κερδίσει τον πόλεμο στο Βιετνάμ, είχαν δηλαδή πετύχει τους βασικούς τους στόχους οι οποίοι όπως αποκαλύφθηκε από τα ιστορικά ντοκουμέντα, ήταν να εξασφαλιστεί ότι μια πετυχημένη και ανεξάρτητη ανάπτυξη του Βιετνάμ, δεν θα αποτελούσε αυτό που οι Αμερικάνοι ιό, ο οποίος θα προσέβαλλε τους δυο λαούς, παρακινώντας τους να ακολουθήσουν την ίδια πορεία›.

Πολλά χρόνια αργότερα ο McGeorge Bundy σύμβουλος της εθνικής ασφάλειας του Κένεντι και του Τζόνσον εξέφρασε την άποψη ότι οι ΗΠΑ θα έπρεπε να είχαν αποσυρθεί από το Βιετνάμ το 1966 αμέσως μετά τη σφαγή της Ινδονησίας. Ο ινδονησιακός στρατός σκότωσε και καθοδήγησε το σφαγιασμό ενός εκατομμυρίου ανθρώπων μέσα σε μερικούς μήνες υποστηριζόμενος και ενισχυόμενος άμεσα από τους Αμερικάνους. Σε μια εξέλιξη αποφασιστικής σημασίας κατέστρεψε το μοναδικό πολιτικό Κόμμα της Ινδονησίας που διέθετε μαζική λαϊκή βάση.

Ποιο ήταν το επιχείρημα του Bundy; Πως από τη στιγμή που το Βιετνάμ είχε ήδη σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί το ’66 και η γύρω περιοχή είχε εμβολιαστεί σε μια επιχείρηση σαν της Ινδονησίας, δεν υπήρχε πια σοβαρός κίνδυνος ο ιός να προσβάλλει κανέναν, άρα η συνέχιση του πολέμου για τις ΗΠΑ ήταν άσκοπη.

Σύμφωνα με τα παραπάνω η βία ενάντια σε αυτή την τρομοκρατία είναι δίκαιη και συνεπώς μη καταδικαστέα. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι επειδή σήμερα ο καπιταλισμός είναι παγκοσμιοποιημένος, οπουδήποτε και ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση που επικρατεί σε μια χώρα, η λαϊκή βία ενάντια στους τρομοκράτες των λαών – αυτοκράτορες και τους ντόπιους συνεργάτες τους, είναι αποδεκτή και πολιτικά σκόπιμη σαν μέσο πάλης για τους εργαζόμενους.

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης και μέσα στο συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο που υπήρχε και υπάρχει μέχρι σήμερα, βίαιες ένοπλες ενέργειες δεν μπορεί να είναι αποδεκτές. Για τους μαρξιστές το υπ’ αριθμόν ένα καθήκον, είναι η δημιουργία ενός Αριστερού μαζικού νόμιμου πολιτικού φορέα, μέσα από την ανάπτυξη νόμιμων μαζικών αγώνων που είναι και οι μόνες αποδεκτές μορφές πάλης. Μόνο σε δυο περιπτώσεις και μόνο σαν εξαίρεση στον κανόνα θα μπορούσαν να γίνουν τέτοιες βίαιες ενέργειες.

Σαν άμυνα ή απάντηση σε σειρά ανάλογων επιθέσεων από φασιστοειδείς ομάδες ενάντια σε αγωνιστές του λαϊκού Κινήματος, είχε προεπαναστατική περίοδο μεγάλων κοινωνικών μεταβολών και κινητοποιήσεων και με απαραίτητη πάντα προϋπόθεση την ύπαρξη ισχυρού λαϊκού Κινήματος και μαζικού πολιτικού φορέα. Τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχουν σήμερα.

Γι’ αυτούς τους λόγους δεν συμφωνώ με τις ένοπλες ενέργειες της 17Ν αλλά και δεν τις καταδικάζω. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι αυτή η καταδίκη έχει στη χώρα μας μια συγκεκριμένη συμπαραδήλωση: παραπέμπει σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της χώρας μας και σε συγκεκριμένες συμπεριφορές τελείως αποκρουστικές. Η άποψη αυτή δεν είναι περίεργη, αλλά είναι η κλασική παραδοσιακή μαρξιστική άποψη που υιοθετούν χιλιάδες ανένταχτοι Αριστεροί, όπως άλλωστε το επιβεβαιώνουν οι διάφορες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.

Θα προσθέσω εδώ την περίπτωση του συγγραφέα ¶ρη Αλεξάνδρου, ο οποίος παρ’ ότι είχε διαφωνήσει με το ΚΚΕ καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλακή από έκτακτο Στρατοδικείο το ’48 και το ’53 επειδή αρνήθηκε να καταδικάσει τον Κομμουνισμό.

Η δράση της 17Ν δεν ήταν εγκλήματα του κοινού ποινικού Δικαίου αλλά ένοπλη πολιτική πάλη για την ανατροπή του συστήματος. Πράγμα, που επιβεβαιώνεται καθημερινά στους πέντε μήνες της Δίκης.

Μπορεί το Δικαστήριό σας να αποφάσισε –μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά- ότι τα εγκλήματα της 17Ν δεν είναι πολιτικά, μέχρι σήμερα όμως δεν έχει ακουστεί κουβέντα για κοινά εγκλήματα, για προστασία μαγαζιών και γυναικών, για ναρκωτικά, για λαθρεμπόριο, για ανθρώπους της νύχτας κι άλλες μαφιόζικες δραστηριότητες, παρά μόνο για πολιτικά ζητήματα.

Μια τέτοια δράση, σαν πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα, δεν μπορεί να κρίνεται με βάση τον Ποινικό Κώδικα. Η δράση αυτή δεν αναπτύχθηκε σε μια αγγελική κοινωνία μη βίας, αλλά σ’ ένα καθεστώς όπου δεκάδες σοβαρά εγκλήματα και ανθρωποκτονίες παραμένουν ατιμώρητα, άρα δεν έχουν καταδικαστεί. Εγκλήματα, που εξηγούν αυτή τη δράση, χωρίς βέβαια να τη δικαιολογούν.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και ο Καντ αρνήθηκε να καταδικάσει την περίοδο της γαλλικής Επανάστασης γνωστή σαν τρομοκρατία, κατά την οποία έγιναν πολυάριθμα εγκλήματα.

Όσον αφορά την αξία της ανθρώπινης ζωής, όλοι βέβαια στα λόγια την αποδέχονται σαν το υπέρτατο αγαθό, οποιαδήποτε όμως συζήτηση με στοιχειώδη σοβαρότητα και ειλικρίνεια πρέπει να ξεκινάει με βάση τα πραγματολογικά δεδομένα ότι αυτή τη στιγμή, αυτή την ώρα που μιλάω και κάθε ώρα, η πλούσια Δύση για να παρατείνει την ευημερία της που απορρέει από τις σχέσεις υποταγής του Τρίτου Κόσμου, οδηγεί στο θάνατο από απλές ασθένειες και μολύνσεις 1.500 παιδιά του.

Το τραγικό αυτό γεγονός βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με τη διακηρυγμένη υπέρτατη αξία και τη διαψεύδει. Δεδομένου ότι οι δυτικές κοινωνίες είναι δημοκρατικές και όχι δικτατορικές, υπεύθυνοι πολιτικά και ηθικά κι όχι βέβαια ποινικά, γι’ αυτό το έγκλημα, είμαστε όλοι οι πολίτες και όχι μόνο οι Κυβερνήσεις όπως υπεύθυνοι πολιτικά για τη σφαγή των Μιλίων κατά την εξιστόρηση του Θουκυδίδη, ήταν οι Αθηναίοι πολίτες κι όχι μόνο ο Αλκιβιάδης.

Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου και μόλις μου ανακοινώθηκε η κατηγορία περί ηθικής αυτουργίας, την αρνήθηκα, μίλησα για πλεκτάνη, για κατασκευασμένα στοιχεία και παρέμεινα σταθερός σε αυτή τη θέση μέχρι σήμερα.

Κανένα καινούριο στοιχείο με κάποια βαρύτητα ανάλογη με τη σοβαρότητα του κατηγορητηρίου, δεν προστέθηκε. Αντίθετα, αυτό στηρίζεται σε ορισμένα ψευδο-στοιχεία τα οποία αν εξεταστούν λογικά ένα προς ένα, καταρρέουν και γι’ αυτό η ποιότητά τους αντικαθίσταται και από την ποσότητά τους, για να δοθεί μια ανάλογη εντύπωση και ενώ αυτά δεν τεκμηριώνουν την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας.

Πριν τα εξετάσω ένα προς ένα, θα σταθώ σ’ ένα σημείο καθοριστικό που αποσιωπάται σκόπιμα. Γιατί αν ληφθεί υπόψη, ανατρέπεται όλη η a priori αξιοπιστία των στοιχείων κατά του Γιωτόπουλου και μετατρέπεται σε a priori πιθανότητα εκδοχής σκευωρίας εναντίον μου.

Το στοιχείο αυτό είναι το γεγονός ότι ο Γιωτόπουλος είναι ο μόνος από τους κατηγορούμενους, του οποίου το όνομα δεν προέκυψε μετά την έκρηξη και τον τραυματισμό του Σάββα Ξηρού στις 26/6/2002 αλλά προϋπήρχε τα προηγούμενα δυόμισι χρόνια.

Σήμερα είναι ομολογημένο ότι από το 2000 τόσο οι αγγλικές όσο και οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, θεωρούσαν τον Γιωτόπουλο σαν αρχηγό της 17Ν, προφανώς από το γεγονός ότι είχε εξαφανιστεί και υποτίθεται ότι έψαχναν να τον βρουν.

Ας υποθέσουμε ότι πράγματι ο Γιωτόπουλος ήταν αρχηγός της 17Ν και ότι σαν τέτοιος ζούσε με σοβαρά χαρτιά, δηλαδή εγγράφων των οποίων το όνομα και ο αριθμός αντιστοιχούν σε πραγματικό και υπαρκτό όνομα και ότι οι αγγλικές και οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες ψάχνουν να τον βρουν.

Τι θα έκαναν; Μια διακριτική έρευνα, κάνοντας το παν για να μην τον πληροφορήσουν ότι τον ψάχνουν. Γιατί αν αυτός το πληροφορείτο θα έκανε τα εξής απλά πράγματα: θα έκοβε τις σχέσεις του με τη 17Ν, θα κατέστρεφε ό,τι στοιχεία υπήρχαν, θα ιδιώτευε και έτσι δεν θα μπορούσαν να τον ενοχοποιήσουν για τίποτε και δεν θα τον έβρισκαν.

Τι έκαναν όμως αυτοί; Ακριβώς το αντίθετο. Έκαναν το παν για να τον ειδοποιήσουν ότι τον έψαχναν. Πήγαν στο χωριό του, στη γειτονιά που έμενε παλιά, παρενόχλησαν φανερά τους συγγενείς του, τους παλιούς του φίλους και συντρόφους του, αναφέροντας πάντα το όνομά του, δημοσίευσαν άρθρα στον Τύπο και τον φωτογράφιζαν, σαν να του έλεγαν «Σε ψάχνουμε›. Γιατί το έκαναν;

Μια μόνο λογική εξήγηση υπάρχει: τον είχαν εντοπίσει και έτσι δεν φοβούνταν ότι θα εξαφανιστεί. Με όλα αυτά σκόπευαν να προκαλέσουν τον Γιωτόπουλο και τους άλλους ύποπτους που φρόντισαν να ειδοποιήσουν (Αναγνωστόπουλο, Σκαρπαλέζο, Καραμπελιά, Σερίφη κλπ.), ώστε αυτοί να κάνουν κάποιες κινήσεις από τις οποίες έλπιζαν ότι θα οδηγηθούν στη 17Ν.

Ακόμη και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου σας, που δεν είναι ειδικός, εξέφρασε την έκπληξή του όταν άκουσε τους μάρτυρες Αναγνωστόπουλο και Σκαρπαλέζο να διηγούνται πως τον περσινό Απρίλιο, δηλαδή πριν από την έκρηξη του Σάββα Ξηρού τους επισκέφθηκε ένας ¶γγλος πράκτορας ζητώντας τους πληροφορίες και ανακοινώνοντας στον έναν ότι θεωρούν τον Γιωτόπουλο αρχηγό της 17Ν.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι μυστικές υπηρεσίες με την ιστορία και τον επαγγελματισμό τον αμερικάνικο, θα λειτουργούσαν με αυτό τον αφελή τρόπο για να βρουν κάποιο εξαφανισθέντα, εκτός αν δεν τον έψαχναν και ο στόχος τους ήταν άλλος.

Ταυτόχρονα και όπως έχω δηλώσει από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου, όταν ακόμη δεν γνώριζα τις παραπάνω κινήσεις, με παρακολουθούσαν 4 άτομα, μάλλον ξένοι, τους τελευταίους 6 μήνες πριν συλληφθώ με τρόπο διακριτικό. Πράγμα, που επιβεβαιώθηκε από δημοσιεύματα του Τύπου. Μου τηλεφώνησαν δυο φορές στο σπίτι μου τους 3 τελευταίους μήνες ζητώντας τον Αλέξανδρο.

Από όλα αυτά συνάγεται το αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι πολύ πριν την έκρηξη του Σάββα Ξηρού, στον Πειραιά οι αγγλικές και οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, είχαν θέσει σε εφαρμογή κάποιο σχέδιο του οποίου το μόνο φανερό και σίγουρο στοιχείο ήταν η διακηρυγμένη πεποίθησή τους ότι αρχηγός της 17Ν ήταν ο Γιωτόπουλος.

Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι δεν με είχαν εντοπίσει, ότι δεν με παρακολουθούσαν, ότι με έψαχναν, η ύπαρξη αυτού του σχεδίου θέτει το εξής ζήτημα: ας υποθέσουμε ότι δεν συνέβαινε το τυχαίο γεγονός της έκρηξης της βόμβας στα χέρια του Σάββα Ξηρού από το οποίο προήλθε η αποκάλυψη των κρησφύγετων και των υποτιθέμενων στοιχείων κατά Γιωτόπουλου και ας υποθέσουμε ότι τον εντόπιζαν και τον έπιαναν χωρίς βέβαια να βρουν κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, τι θα έκαναν; Θα τον άφηναν ελεύθερο αφού είχαν διαρρεύσει επί μήνες ότι είναι αρχηγός της 17Ν; Όχι βέβαια.

Το σχέδιο προϋπόθετε την ύπαρξη ενοχοποιητικών στοιχείων – πειστηρίων, αλλιώς δεν είχε κανένα νόημα να μπει σε εφαρμογή. Τα ευρεθέντα στα κρησφύγετα ενοχοποιητικά στοιχεία κατά Γιωτόπουλου είναι a priori ύποπτα, a priori κατασκευασμένα. Δεν θα ήταν, αν υπήρχαν και είχαν παρουσιαστεί τα πραγματικά αυθεντικά στοιχεία, βάσει των οποίων οι ξένες μυστικές υπηρεσίες κατέληξαν στο όνομα Γιωτόπουλος. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε μέχρι σήμερα.

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι ύποπτος για την κατασκευή των στοιχείων δεν είναι κάποιος κοινός ιδιώτης αλλά οι σημαντικότερες μυστικές υπηρεσίες στον κόσμο, που είναι επιφορτισμένες με τις πάσης φύσης παράνομες και βρώμικες δουλειές τις οποίες δεν μπορεί να αναλάβει επίσημα το κράτος, που διαθέτουν τμήματα ειδικών επιστημόνων για την πλαστογραφία, παραποίηση και κατασκευή οποιονδήποτε ψεύτικων στοιχείων, τότε η υποψία γίνεται σχεδόν βεβαιότητα.

Δημοσίευμα καθημερινής εφημερίδας της δεκαετίας του ’50 που παρουσιάστηκε στη διαδικασία, έδειξε ότι οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες εκπαίδευαν από τότε πράκτορές τους στην απομίμηση γραφής που πραγματοποιούσαν πολύ εύκολα. Ο γραφολόγος της υπόθεσης Ντρέιφους στην πραγματογνωμοσύνη του δήλωνε ότι «άμα το κλείσουμε στην περίπτωση μιας φροντισμένης απομίμησης τότε η γραφή ανήκει στον Ντρέιφους›, αναγνωρίζοντας έτσι, ότι υπάρχει τέτοια δυνατότητα.

Οι αντικρουόμενες πραγματογνωμοσύνες δείχνουν ότι η γραφολογία δεν είναι θετική επιστήμη, ενώ η άποψη του γραφολόγου ότι η απομίμηση δεν είναι δυνατή δεν έχει αξία, αφού η αντίθετη άποψη θα σήμαινε ομολογία ότι το επάγγελμά τους είναι άχρηστο και περιττό.

Η άποψη ότι δεν γίνεται αντιγραφή δείγματος γραφής ή μεταφορά αποτυπωμάτων όταν ύποπτες είναι οι αγγλικές και οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, είναι φαιδρότητα, προσκρούει στη στοιχειώδη λογική και διαψεύδεται από την παγκόσμια ιστορία, από τον Ντρέιφους, στο χαλκευμένο επεισόδιο στον κόλπο του Τόνκιν που υπήρξε η αφορμή για την αμερικάνικη επέμβαση στο Βιετνάμ, μέχρι τα χαλκευμένα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στα τεκμήρια για την πρόσφατη αμερικανο-βρετανική εισβολή στο Ιράκ.

Όσοι κατά καιρούς θεωρήθηκαν ύποπτοι για αρχηγοί της 17Ν διέθεταν ένα συγκεκριμένο προφίλ: ήταν αντισυστημικοί, είχαν κάποια σχέση με την αντίσταση, με τη Γαλλία, ήταν περισσότερο γραφιάδες για να παρουσιάζονται σαν πολιτικοί καθοδηγητές.

Ο Γιωτόπουλος εκτός αυτών διέθετε τρία ενδιαφέροντα στοιχεία: την ιστορία του πατέρα του, το γεγονός ότι είχε εξαφανιστεί και ότι δεν ήταν γνωστός άρα χωρίς πολιτική κάλυψη. Αυτό όμως που ήταν καθοριστικό στο ότι ενεπλάκη αυτός και όχι κάποιος άλλος, είναι η χρονική στιγμή της έκρηξης στον Πειραιά.

Μετά από αυτήν και την ανακάλυψη του μίτου της 17Ν έπρεπε να πληρωθεί απαραίτητα η κενή θέση του αρχηγού, για να έχει πιθανότητες επικοινωνιακής επιτυχίας η επιχείρηση εξάρθρωσης της τρομοκρατίας. Αυτός ήταν ο ύποπτος τη στιγμή αυτή, αυτός επελέγη. Αν η έκρηξη είχε γίνει την εποχή π.χ. του Ζυρίνη ή του Κοροβέση, θα βρισκόταν αυτοί στη θέση του αρχηγού.

Σήμερα με δημοσιεύματα του Τύπου ¶γγλοι πράκτορες πριν από μερικά χρόνια επισκέφθηκαν τη γαλλική Αστυνομία και μελέτησαν το περιεχόμενο της βαρύτητας του ’71. Έτσι μπόρεσαν να πάρουν δείγματα γραφής του Γιωτόπουλου. Επίσης αυτοί που με παρακολουθούσαν πρόσφατα, μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν δείγματα των αποτυπωμάτων τους.

Τους ήταν λοιπόν πολύ εύκολο να έχουν έτοιμα από πριν ορισμένα χειρόγραφά μου, όπως και ορισμένα χαρτιά με αποτυπώματά μου τα οποία θα τοποθετούσαν στον κατάλληλο χώρο και την κατάλληλη στιγμή. Αυτό ήταν το πρώτο μέρος του σχεδίου.

Το δεύτερο μέρος έχει να κάνει με την εκμετάλλευση του ψευδώνυμου Μιχάλης Οικονόμου. Σύμφωνα με τους εμπνευστές του, η χρήση του ψευδώνυμου σημαίνει ότι ο Γιωτόπουλος κρυβόταν γιατί ήταν αρχηγός της 17Ν. Το επιχείρημα αυτό όμως απευθύνεται περισσότερο στο θυμικό παρά στη λογική.

Αν εξεταστεί κάπως σοβαρά είναι ισχυρή ένδειξη του αντιθέτου, δηλαδή ότι ο Γιωτόπουλος δεν ήταν μέλος στη 17Ν, βασίζεται σε μια παρανόηση ανάμεσα στην παρανομία όπου κρύβεσαι και σε αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν να ζεις με ένα δανεικό όνομα «Vivre esus un nom emprunt›. Όπου ζεις κανονικά χωρίς να κρύβεσαι, έχοντας απλά ένα άλλο όνομα.

Στην αρχή της ανάκρισής μου στην Αντιτρομοκρατική ο Εισαγγελέας κ. Διώτης με έψαξε για την ποιότητα της πλαστής ταυτότητας με όνομα Οικονόμου. «Είναι της πλάκας› μου είπε «και θα σε έπιαναν στον πρώτο έλεγχο αφού ο αριθμός αντιστοιχούσε σε γυναίκα, ενώ ο Λεσπέρογλου είχε διαβατήριο του οποίου ο αριθμός αντιστοιχούσε σε πραγματικό υπαρκτό όνομα›. Του απάντησα ότι «Ο Λεσπέρογλου είχε να αντιμετωπίσει συγκεκριμένη κατηγορία, ενώ εγώ δεν έκαναν τίποτα το αξιόποινο και αν με έπιαναν, θα αποκαλύπτονταν το όνομά μου και θα δικαζόμουν για πλαστογραφία›.

Ο κ. Διώτης είχε δίκιο. Στη διάρκεια της δικτατορίας ο κανόνας ήταν ότι όποιος ήταν παράνομος στην Ελλάδα διέθετε ένα σετ τουλάχιστον δύο εγγράφων στο ίδιο όνομα: ένα διαβατήριο ή μια ταυτότητα κι ένα δίπλωμα οδήγησης. Και τα δύο στο ίδιο όνομα, με αριθμό που αντιστοιχούσε σε πραγματικό υπαρκτό πρόσωπο, ούτως ώστε να αντέχει σ’ ένα κάπως σοβαρό αστυνομικό έλεγχο, τύπου πέρασμα συνόρων.

Είναι λοιπόν φανερό ότι αν χρησιμοποιούσα τέτοιας ποιότητας χαρτιά όταν ήμουν 23 χρονών και άπειρος, δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι σήμερα αρχηγός της 17Ν και να κυκλοφορώ με μια ταυτότητα που θα αποκαλύπτονταν στον πρώτο τυχαίο έλεγχο, π.χ. επιβατών μετά από κάποιο αυτοκινητιστικό ατύχημα. Κανένας παράνομος αρχηγός Οργάνωσης δεν θα κυκλοφορούσε ποτέ με τέτοιας προχειρότητας χαρτιά.

Η δεύτερη διαφορά είναι ότι ένας παράνομος δεν κάνει νέες γνωριμίες, δεν πηγαίνει σε κοινωνικές εκδηλώσεις όπου μπορεί να συναντήσει οποιονδήποτε και έτσι να αποκαλυφθεί η πραγματική του ταυτότητα. Στη διάρκεια της δικτατορίας βλέπαμε 4 – 5 άτομα πάντα τα ίδια. Αντίθετα μάρτυρες κατέθεσαν ότι μαζί με τη σύντροφό μου πηγαίναμε σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις.

Ειπώθηκε από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα ότι ήταν πάντα παρέες από τη Γαλλική Σχολή. Αν όμως ήμουν παράνομος αυτές ακριβώς τις παρέες θα έπρεπε να αποφεύγω γιατί οι περισσότεροι Γάλλοι ή Γαλλίδες της Σχολής είχαν παντρευτεί Έλληνες που είχαν ζήσει στη Γαλλία και υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να τους γνωρίζω, ή να έχουμε κοινούς γνωστούς κι έτσι να αποκαλύπτονταν το όνομά μου. Όλοι όμως δήλωσαν ότι ποτέ δεν αρνήθηκα να πάω σε αυτές τις εκδηλώσεις.

Η τρίτη διαφορά είναι ότι ένας παράνομος δεν πάει σε εγκαίνια εκθέσεων, γκαλερί, δεν συναναστρέφεται με παρέες επωνύμων, δεν μιλάει σε τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς σε διαμάχες, δεν πάει σε Δημαρχεία, Πολεοδομίες, Δικαστήρια, δεν συμμετέχει στη διαμάχη της συντρόφου του για το σπίτι της στους Λειψούς με το Δήμαρχο για ένα ζήτημα αισθητικής, δεν διακινδυνεύει στο τέλος του ’96 να τον μηνύσει ο Δήμαρχος Λειψών επειδή έβαψε ένα τμήμα του εξωτερικού τοίχου ενώ εκκρεμούσε απόφαση μετά από εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων. Μήνυση, που τελικά έγινε τυχαία μόνο κατά της Maithe, κατά της συντρόφου μου.

Κανένας παράνομος αρχηγός της 17Ν δεν θα διακινδύνευε ποτέ την ασφάλειά του και αυτή της Οργάνωσης γι’ αυτούς τους λόγους.

Τέλος ένα ψευδώνυμο που χρησιμοποιείται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεκαετιών δεν έχει καμιά χρησιμότητα σαν τέτοιο. Είναι απλώς ένα νέο όνομα. Γιατί αν υποτεθεί ότι κάποιος από το πλήθος των νέων γνωστών μου με έβλεπε σε κάποια υποτιθέμενη επίθεση της 17Ν τι θα έλεγε; «Ήταν εκεί ο Μιχάλης Οικονόμου, ο σύντροφος της Maithe που κάνει μεταφράσεις, μένει στο Βύρωνα› και θα με έπιαναν αμέσως.

Όσον αφορά τα δύο πλαστά χαρτιά που βρέθηκαν πάνω μου, αν ήμουν μέλος της 17Ν, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να τα καταστρέψω και να τα πετάξω και δεν θα τα κράταγα μισό μήνα μετά την έκρηξη στον Πειραιά.

Το τρίτο μέρος του σχεδίου των αγγλο-αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών ασχολείται με τις τρεις πρώτες ενέργειες της 17Ν και τη δήθεν απολογία του Παύλου Σερίφη. Σύμφωνα με αυτό, παρουσιάζομαι σαν ο φυσικός αυτουργός αυτών των δολοφονιών, με το διπλό στόχο: αφ’ ενός να φανεί ότι ολοκληρώθηκε η εξιχνίαση της δράσης της 17Ν κυρίως η αρχική και αφ’ ετέρου να δικαιολογηθεί η σημερινή καταδίκη μου.

Αφού είναι δολοφόνος και αφού έχουν παραγραφεί τρεις δολοφονίες, ας τον καταδικάσουμε για άλλες που δεν έχει κάνει με ψευδομάρτυρες και κατασκευασμένα στοιχεία. Αυτή την ιδέα εξυπηρετεί το σχέδιο και οι εμπνευστές του γνώριζαν ότι δεν θα μπορούσα να αμυνθώ να βρω άλλοθι, για συμβάντα που έλαβαν χώρα πριν από 27 χρόνια.

Η απολογία αυτή είναι μέρος του σχεδίου και όχι αυθεντική για τους εξής λόγους: όπως έχω ήδη υποστηρίξει μια εβδομάδα πριν από την απολογία του Παύλου Σερίφη, κατά τη διάρκεια της ανάκρισή μου στην Αντιτρομοκρατική υπηρεσία στις 18/7 ο αστυνόμος Φώτης Παπαγεωργίου παρουσία του Εισαγγελέα κ. Διώτη και του αστυνομικού Φραγκίσκου Ιωάννη μου διηγήθηκε όσα καταθέτει ο Παύλος Σερίφης μια εβδομάδα μετά στις 25/7. Μου έλεγε ότι «Ο Σαρδανάπαλος, ο Νίκι Λάουντα, η ¶ννα και εσύ δολοφονήσατε τον Γουέλς›. Σε απορία μου τι ήταν αυτά τα ονόματα μου είπε ότι «Ο Νίκι Λάουντα ήταν ο μικρός που έφερε ο Σαρδανάπαλος και τον έλεγαν έτσι γιατί ήταν καλός οδηγός›. Εκ των υστέρων διάβασα στον Τύπο ότι ο Σαρδανάπαλος ήταν ο Γιάννης Σερίφης.

Το βράδυ της 18ης Ιουλίου ο Παπαγεωργίου μου είπε τα εξής: «Η τηλεόραση λέει ότι η Κυβέρνηση Μπους ζήτησε επίσημα την έκδοσή σου στην Αμερική και φαίνεται ότι ο Σημίτης θα ενδώσει. Μια λύση υπάρχει: να αναλάβεις εσύ την ευθύνη για τις τρεις πρώτες ενέργειες της 17Ν, τις δολοφονίες Γουέλς, του Μάλλιου, του Πέτρου και Σταμούλη. Γι’ αυτές υπάρχει παραγραφή και άρα δεν κινδυνεύεις και έτσι θα είσαι υπόδικος και η έκδοση δεν θα είναι δυνατή›. Του απάντησα ότι «δεν αναλαμβάνω την ευθύνη για καμιά ενέργεια στην οποία δεν είχα καμιά συμμετοχή›.

Το βράδυ της επόμενης μέρας με πίεσαν να δεχτώ εκ νέου μέσα στο κελί μου. Αυτό που δεν πέτυχαν με εμένα, το πέτυχαν με τον Παύλο Σερίφη μια εβδομάδα μετά. Η απολογία του Παύλου Σερίφη βρίθει ανακριβειών και αντιφάσεων. Θα επισημάνω τις σημαντικότερες:

Πως είναι δυνατόν αν ο Παύλος Σερίφης με είχε δει πέντε ή έξι φορές όπως ισχυρίζεται στο διάστημα από το τέλος του ’75 μέχρι το ’80 όταν ήμουν 33 χρονών και είχα πυκνά σκούρα μαλλιά, να με αναγνώρισε αμέσως από τον Τύπο και την τηλεόραση, πέρσι, που ήμουν 58 χρονών κι είχα αραιά λευκά μαλλιά, όταν οι γνωστοί μου της εποχής που με έβλεπαν καθημερινά και γνώριζαν το επίθετό μου δεν μπόρεσαν να με αναγνωρίσουν.

Ή αυτή η ¶ννα είναι υπαρκτό πρόσωπο και σήμερα θα έπρεπε να είχε εντοπιστεί και συλληφθεί, ή είναι φανταστικό πρόσωπο. Πως είναι δυνατό να συνεργάστηκα με τον Γιάννη Σερίφη που δεν γνώριζα και με τον οποίο δεν είχα τίποτα το κοινό; Αν ακόμη υποθέσουμε ότι αυτοί οι τρεις ή τέσσερις είναι οι δράστες, πως είναι δυνατόν εγώ και ο Γιάννης Σερίφης να πηγαίνουμε σε μια τόσο σημαντική και επικίνδυνη αποστολή, με ένα 18χρονο που προφανώς λόγω ηλικίας δεν έχει κάποια σοβαρή και κατασταλαγμένη πολιτική άποψη και που δεν έχει καμιά γνώση όπλων.

Όμοια, πως είναι δυνατόν δύο άτομα να ιδρύουν μια Οργάνωση όταν στη διάρκεια της δικτατορίας, για να ιδρυθεί μια αντιστασιακή Οργάνωση χρειάζονταν τουλάχιστον 8 με 10 άτομα και συνεπώς σε περίοδο δημοκρατίας θα χρειάζονταν ακόμη περισσότερα για να ιδρυθεί μια Οργάνωση που πρέσβευε την ένοπλη πάλη;

Πως είναι δυνατόν στο τέλος του ’79 εγώ να έφερα τους Ψαραδέλλη και Παπαναστασίου που δεν γνώριζα, τη στιγμή που ο ίδιος ο Παπαναστασίου καταθέτει ότι γνώριζε τον Παύλο Σερίφη από τη Γερμανία και ότι είχαν κοινωνικές σχέσεις. Πως είναι δυνατό να ισχυρίζεται ο Παύλος Σερίφης ότι αποχώρησε το ’80 από την ομάδα και το ’90 να παίρνει το ψευδώνυμο Νικήτας και να γνωρίζει το Κουφοντίνα ως Λουκά κλπ.;

Είναι φανερό ότι αυτές οι ανακρίβειες δεν έχουν σχέση με την αλήθεια. Λέγονται για να καλύψουν το πλήρες σκοτάδι που υπάρχει για την ίδρυση της Οργάνωσης 17Ν και τις τρεις πρώτες ενέργειές της. Εμπλέκονται τρεις πρώην αντιστασιακοί και επιχειρείται έτσι να παρουσιαστεί μια συνέχεια ανάμεσα στην αντίσταση και στη 17Ν.

Επιχειρείται να δικαιολογηθεί η καταδίκη του Γιωτόπουλου σαν αρχηγού. Είναι ένα σχέδιο που προφανώς προϋπήρχε και δεν έχει καμιά σχέση με την έκρηξη στον Πειραιά και τις συλλήψεις και εφαρμόστηκε με αυτή την ευκαιρία. Αυτοί βέβαια που το εφάρμοσαν δεν έδειξαν την ίδια σοβαρότητα και επιμέλεια με αυτούς που το σχεδίασαν.

Το τέταρτο σημείο είναι αυτό του έτοιμου προφίλ μου. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής μου οι αστυνομικοί ανακριτές δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν κάτι από εμένα. Μου έλεγαν ότι τα ήξεραν όλα γιατί είχαν κατασκευάσει το προφίλ μου, πριν από τη σύλληψή μου. Τότε δεν είχα δώσει σημασία, αν και με είχε παραξενέψει το γεγονός ότι προσπαθούσαν να με ταιριάξουν με το ζόρι σε αυτό το προφίλ, αντί να κάνουν το αντίθετο. Παραδείγματος χάρη προσπαθούσαν να με πείσουν ότι είμαι 1.87 κι όχι 1.82 που είμαι πραγματικά.

Με τη πάροδο του χρόνου όμως αντιλήφθηκα ότι πράγματι υπήρχε ένα σχέδιο, μελετημένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, που είχε εκπονηθεί από επιστήμονες του είδους και προφανώς όχι Έλληνες και θα έπαιζε καθοδηγητικό ρόλο στον επικοινωνιακό τομέα. Είχαν κατασκευάσει ένα αυθαίρετο, απαξιωτικό προφίλ ενός Γιωτόπουλου που δεν είχε καμιά σχέση με τον πραγματικό και θα έπρεπε να παρουσιαστεί μέσω των ΜΜΕ και ορισμένων βιβλίων στην κοινή γνώμη για να μπορέσει να στηριχθεί η θεωρία τους ότι ο Γιωτόπουλος είναι ο αρχηγός της 17Ν.

Σύμφωνα με αυτό ο Γιωτόπουλος ήθελε να είναι πάντα αρχηγός, είχε μανία με τα ψευδώνυμα, την παρανομία και την ένοπλη πάλη, ήταν αυταρχικός, ήθελε πάντα να προβάλλεται, δεν έκανε αντίσταση παρά μόνο από τα καφενεία του Παρισιού, δεν δούλεψε ποτέ, παρίστανε τον Τσε Γκεβάρα. Όλα αυτά προβλήθηκαν συστηματικά από πάρα πολλούς, για να είναι τυχαία αυτή η σύμπτωση τόσο πολλών στρεβλών απόψεων.

Χρησιμοποιήθηκαν κατ’ αρχήν από τον Εισαγγελέα κ. Διώτη και ενώ οι παρόντες αστυνομικοί ήταν πιο μετρημένοι και παρέμεναν σιωπηλοί. Από τον Τύπο σε μεγάλη έκταση. Από δύο βιβλία λίβελους που εκδόθηκαν με βάση μόνο αυτό το αγγγλο-αμερικάνικο επικοινωνιακό σχέδιο. Χρησιμοποιήθηκαν από ανακριτές, εισαγγελείς, δικαστές, συνηγόρους της Πολιτικής Αγωγής σαν να είχαν φοιτήσει όλοι τους στο ίδιο σεμινάριο.

Το ζήτημα του αρχηγού που θέτει αυτό το σχέδιο, δείχνει ότι δεν εκπονήθηκε από Έλληνες. Οποιοσδήποτε Έλληνας θα είχε στοιχειώδη γνώση του χώρου της Αριστεράς στην περίοδο της μεταπολίτευσης όταν κατά το βούλευμα ιδρύθηκε η 17Ν και θα ήξερε ότι αυτός ο ευρύς πολιτικός χώρος ήταν τελείως αντι-αρχηγικός και αντι-ηγετικός.

Το ότι δεν ήταν νοητό κάποιος αρχηγός δρώντας εκ του ασφαλούς να διατάζει τα μέλη μιας Οργάνωσης να πραγματοποιούν ένοπλες επιθέσεις θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, όπως άλλωστε κατέθεσε πλήρως μαρτύρων. Αυτή η αναφορά δεν μπορεί παρά να προέρχεται από ξένους που έχουν σαν μοντέλο τον ιρλανδικό ΗΡΑ και παλαιότερα πιο σύγχρονα αντάρτικα τον Τρίτο Κόσμο.

Απευθύνεται περισσότερο στην αγγλο-σαξονική κοινή γνώμη η οποία δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί ποτέ εξάρθρωση τρομοκρατικής Οργάνωσης χωρίς τη σύλληψη του αρχηγού. Παράλληλα λύνεται έτσι και το θέμα της καταδίκης του, αφού η αρχηγία συνεπάγεται αυτόματα την ηθική αυτουργία για όλη τη δράση της Οργάνωσης.

Έχει όμως κι ένα ευρύτερο στόχο αφού υποβιβάζεται και απαξιώνεται μια πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα σε κάτι το ανεξήγητο που οφείλεται σε ψυχοπάθειες κάποιου νοσηρού εγκεφάλου κατά τα αγγλο-σαξονικά πρότυπα των μανιακών Sirial Killers αποσιωπώντας τις κοινωνικές εντάσεις και τα άλυτα προβλήματα που γέννησαν αυτή τη δράση και εξαγνίζοντας το κοινωνικό καθεστώς.

Το ίδιο συμβαίνει και με το δεύτερο σημείο αυτό της αντιστασιακής μου δράσης. Το να την αγνοεί ο Εισαγγελέας κ. Διώτης παρ’ ότι υποτίθεται ότι γνώριζαν τα πάντα για εμένα, θα μπορούσε να θεωρηθεί φυσικό. Σε αυτή όμως την περίπτωση θα έπρεπε να δεχτεί να με ακούσει, να προσπαθήσει να αντλήσει τις όποιες πληροφορίες μπορούσε από εμένα. Αυτός όμως έκανε το αντίθετο: αποφάνθη αξιωματικά ότι δεν είχα καμιά αντιστασιακή δράση και δεν σήκωνε κουβέντα. Πράγμα που σημαίνει ότι έτσι είχαν αποφασίσει οι εμπνευστές του προφίλ και θα με διέψευδαν ό,τι κι αν έλεγα.

Η επιζητούμενη βαριά καταδίκη μου μέσω του απαξιωτικού και κατασκευασμένου προφίλ μου δεν συνάδει με τον αντιστασιακό Γιωτόπουλο και άρα η όποια αντιδικτατορική δράση του πρέπει να σβηστεί, ακόμη και με πρωτότυπες φαιδρότητες του τύπου «Απόδειξε ότι εσύ έβαλες τη βόμβα στην Αμερικανική Πρεσβεία τον Αύγουστο του ‘72›. Οι ίδιοι μαθητές που συναντήσαμε πιο πάνω στο σεμινάριο, είναι αυτοί που επαναλαμβάνουν κι εδώ τα παραμυθάκια περί μη αντίστασης του Γιωτόπουλου.

Το προφίλ αυτό είχε και κάποιες παρενέργειες. Με παρουσίαζε τόσο αντίθετο απ’ ότι ήμουν και είμαι στην πραγματικότητα ώστε προκάλεσε στους γνωστούς μου τα αντίθετα συναισθήματα από αυτά που επεδίωκα. Αντί να τους διώξει, τους έφερε μάρτυρες υπεράσπισης.

Όσοι ήρθαν αυθόρμητα δεν το έκαναν επειδή είναι κρυφοί συμπαθούντες της 17Ν ή επειδή τους μίλησα, όπως θέλει ο μύθος, αλλά απλούστατα γιατί αγανάκτησαν από τα ψέματα με τα οποία οικοδομήθηκε το προφίλ μου. Αυτά παρακίνησαν τόσο διαφορετικούς ανθρώπους με τόσο διαφορετικό πολιτικό στίγμα, να έρθουν μάρτυρες συμφωνώντας στο απλό γεγονός, ότι ο Γιωτόπουλος που γνώριζαν, δεν είχε καμία σχέση με αυτόν που περιγράφουν τα ΜΜΕ.

Όπως γίνεται αντιληπτό, το σχέδιο αυτό δεν αφορούσε ένα μεμονωμένο άτομο αλλά ήταν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που κάλυπτε όλες τις πτυχές του αγώνα κατά της Οργάνωσης 17Ν. Προσιδεάζει περισσότερο σε αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν ψυχολογικό πόλεμο. Ήταν λεπτομερέστατο και είχε έτοιμες μελετημένες απαντήσεις για μια σειρά από ζητήματα όπως ο αρχηγικός ρόλος του Γιωτόπουλου, ποιες ενέργειες αποφάσιζε κτλ.

Μπορεί ο τρόπος με τον οποίο δημοσιοποιήθηκαν ορισμένα από αυτά, μέσω της «ομολογίας› του Σάββα Ξηρού να ήταν ευκαιριακός, η ουσία όμως ήταν προκαθορισμένη. Οποιοσδήποτε και αν ήταν στη θέση του Σάββα Ξηρού, δηλαδή ήταν πολυτραυματίας μετά από έκρηξη βόμβας στα χέρια του και είχε πάνω του κάποιο στοιχείο που έδειχνε ότι είχε σχέση με μια Οργάνωση ένοπλης πάλης που είχε δράσει επί σχεδόν τρεις δεκαετίες παραμένοντας ασύλληπτη, σε οποιαδήποτε δημοκρατία του πλανήτη θα αντιμετωπιζόταν από την αστυνομία της με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με φαρμακευτική αγωγή και μοντέρνα βασανιστήρια που θα κατέληγαν στα ίδια αποτελέσματα.

Καμία δημοκρατία δε θα το αναγνώριζε ποτέ, όπως δεν το αναγνώρισε και η ελληνική και όπως έκανε και το Δικαστήριό σας που δεν είχε κανένα περιθώριο να αναγνωρίσει την αλήθεια. Η βιβλιογραφία, η εμπειρία και οι απαντήσεις ορισμένων επιστημόνων-μαρτύρων, έδειξαν ότι υπάρχουν φάρμακα που μπορούν να οδηγήσουν τον ανακρινόμενο να «αποκαλύψει› πράγματα που δεν είναι αναγκαστικά η αλήθεια αλλά αυτά που επιθυμούν οι ανακρίνοντες και μάλιστα για μακρύ χρονικό διάστημα.

Αυτό συνέβη π.χ. με τον Οτσαλάν όταν δύο χρόνια μετά τη σύλληψή του δήλωνε, ενώ φαινόταν υγιής και σα να τα πίστευε, ότι η Ελλάδα τον έβαλε να οργανώσει ένοπλο αγώνα στην Τουρκία και διάφορες άλλες ασυναρτησίες. Είναι καθαρό ότι υπάρχει μια παράλληλη πορεία μετά τη σύλληψή τους, Σάββα-Οτσαλάν, ενώ τα αδέρφια του Σάββα λένε ότι αυτή η αγωγή τον κατέστρεψε και νοητικά.

Όλο το κατηγορητήριο βασίζεται στην απολογία του Σάββα Ξηρού. Οι υπόλοιπες, κυρίως του Χριστόδουλου Ξηρού και του Τζωρτζάτου, δεν είναι παρά αναπαραγωγή τους, με ορισμένες παραλλαγές για να φαίνονται αυθεντικές. Δεν αποκλείεται ορισμένα σημεία να πλησιάζουν την αλήθεια. Το ζήτημα όμως είναι τί απ’ αυτά είναι αλήθεια, τί βρίσκεται σε λογική συνάφεια με τα υπόλοιπα, με το μοντέλο λειτουργίας της Οργάνωσης, όπως το περιγράφει, και τί όχι.

Μια απλή παρατήρηση στο σημείο όπου αναφέρεται ο Γιωτόπουλος, δείχνει ότι η παρουσία του δεν είναι λειτουργική. Όπου και όταν αναφέρεται, δε χρησιμεύει σε κανένα δρώμενο. Φαίνεται σα να έχει προστεθεί αυθαίρετα, σα να τον έχουν κολλήσει. Οι εμπνευστές του σχεδίου θέλησαν να εκμεταλλευτούν την απολογία του Σάββα, βάζοντας στο στόμα του αυτό που ήταν προμελετημένο, ότι ο Γιωτόπουλος αποφάσισε τις δολοφονίες του Μπακογιάννη, του Στιούαρτ και την απόπειρα κατά του Πέτσου.

Η επιλογή των τριών δεν είναι τυχαία. Με αυτήν επιτυγχάνετο το μέγιστο πολιτικό πλήγμα κατά του Γιωτόπουλου. Με τον Μπακογιάννη, αυτόματα έμπαινε στο κυνήγι του όλη η Δεξιά. Με τον Πέτσο, ένα μεγάλο τμήμα των ανωτάτων κρατικών στελεχών και Υπουργών του ΠΑΣΟΚ. Οι σκευωροί κατάφεραν έτσι να βάλουν στη θέση τους το σύνολο σχεδόν των δύο μεγάλων πολιτικών Κομμάτων, της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, που θα ζητούσαν για λογαριασμό τους την κεφαλήν του επί πίνακι.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ανακριτές μου αστυνομικοί, δύο μέρες πριν από αυτή την απολογία του Σάββα, στις 18/7, για τις μόνες ενέργειες της 17Ν που μίλησαν, ήταν γι αυτές τις τρεις. Δε με ρώτησαν πώς έγιναν, αλλά γιατί και χρησιμοποίησαν τις ίδιες ακριβώς λέξεις που χρησιμοποιεί ο Σάββας, μερικές μέρες μετά. «Ο Μπακογιάννης επιλέχθηκε γιατί ήταν ένας ικανός άνθρωπος της Δεξιάς και γέφυρα προς την Αριστερά, ο Πέτσος για λόγους οικονομικών παραβάσεων›.

Στη βιασύνη τους να θεμελιώσουν την ενοχή μου της ηθικής αυτουργίας μέσω της απολογίας του Σάββα Ξηρού, πέτυχαν το αντίθετο. Γιατί το μοντέλο που προκύπτει από την περιγραφή του Σάββα είναι αυτό των οριζόντιων πυρήνων, χωρίς ηγεσία και αρχηγό. Περιγράφει 60 ενέργειες από τις οποίες λέει τελείως ασύνδετα ότι τις τρεις τις αποφάσισε ο Γιωτόπουλος. Τις υπόλοιπες 57 ποιος τις αποφάσισε;

Δεν αναφέρεται κανένας μηχανισμός μεταφοράς οδηγιών και πληροφοριών από την υποτιθέμενη ηγεσία στους πυρήνες και αντίστροφα. Ενώ κάτι τέτοιο θα έπρεπε να λειτουργεί για κάθε επίθεση. Αντίθετα, η περιγραφή της ληστείας στο στρατόπεδο του Συκουρίου, δείχνει μια λειτουργία πυρήνων που από μόνοι τους συζητούν, ερευνούν, αποφασίζουν, σχεδιάζουν, εκτελούν μια επίθεση χωρίς να αναφερθούν σε κανέναν αρχηγό ή ηγεσία.

Από τις περιγραφές προκύπτει ότι η ληστεία αυτή δεν ήταν εύκολη αφού έγινε μακριά και κράτησε αρκετό χρόνο. Απ’ όσο γνωρίζω από τη δικτατορία, σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν υπάρχει κάποια ηγεσία, προβλέπονται τρόποι επαφής της ώστε να γνωρίζει ότι όλα πάνε καλά, ή αντίθετα, να μπορέσει να συνδράμει σε περίπτωση ατυχήματος. Τίποτα τέτοιο όμως δεν αναφέρεται εδώ.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην επίθεση κατά του Αμερικανού Κάρος στη Φιλοθέη. Εφόσον υπήρχε ηγεσία και η επίθεση είχε αποτύχει, θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί ένας τρόπος γρήγορης επαφής για να αποφασίσει τί πρέπει να γίνει. Αντίθετα και εδώ αποφασίζει ο υπεύθυνος πυρήνας μόνος του ή με τους άλλους συμμετέχοντες χωρίς να αναφερθούν σε κανένα μέλος της ηγεσίας και να εξηγήσουν τί έγινε, ούτε καν εκ των υστέρων.