Πολιτική
Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου 2003 19:00

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (11/09/2003) Μέρος 1/5

ΠΕΜΠΤΗ 11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

Α΄ ΜΕΡΟΣ

09:05 – 11:00

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλή σας ημέρα. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

Ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς έχει τον λόγο να πει για τα υπόλοιπα.

Β. ΜΑΡΚΗΣ: Κύριοι Δικαστές ξεκινώντας την αγόρευσή μου πριν 14 περίπου χρόνια από αυτή ακριβώς τη θέση σε μια μεγάλη δίκη που είχε διεξαχθεί το 1989 που έχει μείνει στην ιστορία της Δικαιοσύνης ως «Η δίκη της Εταιρείας Δολοφόνων› είχα αρχίσει την αγόρευσή μου με την εξής φράση: «Θα απογοητεύσω όσους περιμένουν από μια δική μου αγόρευση πυροτεχνήματα, υπερβολικές εκφράσεις›.

Γιατί πιστεύω ότι η λογική είναι το βασικό στοιχείο που θα πρέπει να επικρατεί μέσα σε αυτή την αίθουσα. Τα συναισθήματά μας είναι όλα δεδομένα, όταν μάλιστα δικάζουμε υποθέσεις στις οποίες έχει χυθεί πολύ αίμα. Πάντα όμως πίστευα ότι στο χώρο αυτό, στην αίθουσα του Δικαστηρίου τα συναισθήματα θα πρέπει να μένουν μακριά.

Γι’ αυτό τον λόγο προβληματίστηκα πάρα πολύ και ήμουν πάρα πολύ ανήσυχος όταν πληροφορήθηκα ότι κληρώθηκα να λάβω μέρος σε αυτή τη δίκη. Η ανησυχία μου στηριζόταν σε κάποια δεδομένα που υπήρχαν κύριοι Δικαστές. Είχε παρατηρηθεί ότι από μερίδα του Τύπου ή εκ μέρους διαφόρων κινήσεων, πρωτοβουλιών καταβάλλεται μια προσπάθεια εκ των προτέρων για την αμφισβήτηση αυτής της δίκης. Όχι μόνο για την αμφισβήτηση αυτής της δίκης, αλλά για την αμφισβήτηση αυτού καθ’ εαυτού του Δικαστηρίου με αφορμή νομοθετικές παρεμβάσεις καθ’ ο είχε δικαίωμα η πολιτεία είχε λάβει.

Η ανησυχία μου αυτή γινόταν πιο έντονη όταν λάμβανα υπόψη το τι είχε συμβεί σε αντίστοιχες δίκες που είχαν γίνει στο εξωτερικό. Είναι γνωστές οι εικόνες οι οποίες υπήρξαν και στη δίκη των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία και στις αντίστοιχες δίκες στη Γερμανία. Έχοντας εκ φύσεως την άποψη ότι μέσα σε αυτή την αίθουσα θα πρέπει να επικρατούν συνθήκες μυσταγωγίες για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε, φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον.

Θα έλεγα ότι η ανησυχία μου έγινε μεγαλύτερη όταν προσέγγισα το αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης, όταν δηλαδή είδα για πρώτη φορά το πόσο αίμα έχει χυθεί σε αυτές τις υποθέσεις. Θα κάνω την αυτοκριτική μου κύριοι Δικαστές και θα σας πω ότι από ένα σημείο και πέρα, δεν με ενδιέφερε καθόλου η δράση της 17Ν. Δεν με ενδιέφερε υπό την έννοια ότι δεν είχα πάψει να διαβάζω και τις προκηρύξεις της, είχα πάψει να διαβάζω τις προκηρύξεις της όταν είχα αντιληφθεί και καταλήξει στο προσωπικό συμπέρασμα ότι τα εγκλήματα τα οποία διέπραττε, γινόταν με αποκλειστικό σκοπό να επιτύχουν τη δημοσιοποίηση κάποιων απόψεων.

Έτσι δεν είχα κάποια άμεση εικόνα του τι εγκλήματα πράγματι έχουν διαπραχθεί και όσο αίμα έχει χυθεί. Βλέποντας και προσεγγίζοντας το αποδεικτικό υλικό προκειμένου να προετοιμαστώ να λάβω μέρος στη δίκη και έχοντας υπόψη τις εικόνες που δημιουργούνται συνήθως σε ποινικά Δικαστήρια σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών, οι γνωστές εντάσεις τα επεισόδια, οι πραγματικές ή και θεατρικές παραστάσεις που γίνονται προκειμένου να επηρεαστεί η κρίση του Δικαστηρίου, είχα την ανησυχία ότι θα έχουμε πρόβλημα και από αυτή την κατεύθυνση. Από την κατεύθυνση δηλαδή της πλευράς των θυμάτων.

Οι φόβοι μου κύριοι Δικαστές αποδείχθηκαν ότι δεν είχαν βάση. Θέλω να επισημάνω την ευπρέπεια, τη σοβαρότητα και τη μετριοπάθεια με την οποία παρήλασαν από αυτήν την αίθουσα τα θύματα των επιθέσεων, ή οι οικείοι των θυμάτων.

Θέλω επίσης να παρατηρήσω και να επισημάνω και θα ήθελα κ. Πρόεδρε απευθυνόμενος προσωπικά σε εσάς αυτή τη στιγμή να πω, ότι παρ’ όλες τις διάφορες κριτικές που μπορεί να έχουν ασκηθεί μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ή μέσω δηλώσεων, ή συνεντεύξεων παλαιών δικαστών ή και άλλων, πιστεύω ότι το κλίμα αυτό που επικράτησε εδώ και που μας επέτρεψε όλους να λειτουργήσουμε όπως ο καθένας αισθάνεται μέσα βαθιά στη συνείδησή του και στην ψυχή του, παίξατε εσείς ένα πολύ σοβαρό ρόλο.

Σοβαρό ρόλο επίσης έπαιξε η στάση των κατηγορούμενων και η στάση των δικηγόρων και των δύο πλευρών. Υπήρξαν βέβαια υπερβολές ορισμένες στιγμές –θα έρθει η ώρα να τις επισημάνω αν χρειαστεί- αλλά εν πολλοίς θα έλεγα ότι το Δικαστήριο λειτούργησε μέσα σε μια ατμόσφαιρα που ταιριάζει στη λειτουργία ενός ποινικού Δικαστηρίου που δικάζει τόσο σοβαρές υποθέσεις.

Είναι όμως γεγονός ότι βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα διαφορετικό φαινόμενο, μπροστά δηλαδή σ’ ένα μεθοδευμένο σχέδιο αντιμετώπισης της υπόθεσης, εκ μέρους τμήματος τουλάχιστον της Υπεράσπισης και τμήματος των κατηγορούμενων. Υπήρξε δηλαδή ένα σχέδιο το οποίο θα σας έλεγα στην πρώτη φάση επεδίωκε την απαξίωση προκαταβολικά του Δικαστηρίου, θα το πω γιατί αυτό είναι γνωστό τοις πάσι το έχω επισημάνει και σε άλλη αίθουσα και επ’ ευκαιρία άλλων γεγονότων, ότι δηλαδή παρουσιάστηκε το απαράδεκτο φαινόμενο σε συγκεντρώσεις που γινόταν ανά την Ελλάδα προκειμένου να συζητηθούν κάποια θέματα που αφορούσαν δίκη λάβαιναν μέρος και οι δικηγόροι Υπεράσπισης. Εγώ πάντα πίστευα ότι όλα τα επιχειρήματα, όλες οι απόψεις, όλες οι θέσεις, εδώ, είναι ο χώρος που πρέπει και να τίθενται και να αντιμετωπίζονται.

Εν συνεχεία ζήσαμε το εξής φαινόμενο: διαδοχικά και με βάση την πορεία της υπόθεσης καταβλήθηκε μια προσπάθεια απαξίωσης των μαρτύρων, θα έλεγα ότι δεν είναι συνηθισμένο στις αίθουσες ποινικών Δικαστηρίων οι εικόνες που παρουσιάστηκαν, δηλαδή αν καταθέτει κάποιος μάρτυρας του οποίου αμφισβητούμε την κατάθεση να του επιτιθέμεθα, να τον χαρακτηρίζουμε ψευδομάρτυρα, να τον καταγγέλλουμε κατά πρόσωπο πράκτορα μυστικών υπηρεσιών ή άλλων υπηρεσιών.

Εκείνο όμως που θα έλεγα ότι έδειχνε τη διάθεση απαξίωσης των μαρτύρων, ήταν η εκμετάλλευση που έγινε και μέσα σε αυτή την αίθουσα αλλά και έξω από αυτή την αίθουσα στην κατάθεση της Ευγενίας Γεννηματά, η οποία έγινε κατά κάποιο τρόπο, ασκήθηκε μια κριτική η οποία προσπαθούσε να την γελοιοποιήσει ουσιαστικά και να απαξιώσει μέσω της Γεννηματά το σύνολο των μαρτύρων.

Θα έλεγα κύριοι Δικαστές στο σημείο και ανεξαρτήτως αν η κα Γεννηματά ακριβολόγησε στην κατάθεσή της ή όχι, εσείς θα το εκτιμήσετε είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι είπε υπερβολές κυρίως όσον αφορά τα γεγονότα εκεί μέσα σε κάποιο ΤΑΞΙ κλπ., αλλά από την άλλη πλευρά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη –και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό το πράγμα- ότι η κα Γεννηματά ήταν μια παθούσα, ήταν μια γυναίκα που δούλευε εκεί για να ζήσει την οικογένειά της σ’ ένα κομμωτήριο, το κομμωτήριο αυτό υπέστη βλάβες από την έκρηξη που έγινε εκείνη την ημέρα, θα θραύσματα πέρασαν πάνω από το κεφάλι της και αν είπε κάποιες υπερβολές, δεν θα έλεγα ότι άξιζε μια τέτοια αντιμετώπιση.

Όταν μάλιστα από την άλλη πλευρά δεν υπήρξε ανάλογη αντιμετώπιση σε μάρτυρες Υπεράσπισης που ήρθαν. Γιατί πιστεύω ότι δεν ήταν λιγότερο δεκτική να τύχει τέτοιας αντιμετώπισης η κυρία αυτή η οποία ήρθε και αφού δήλωσε πρώτα ότι είναι από τους τελευταίους φιλέλληνες μας διαβεβαίωσε ότι ήρθε εδώ να καταθέσει –ακούστε τη φράση κύριοι Δικαστές- «γιατί συγκινήθηκε από την ηρωική μορφή του Σάββα και το ηθικό του μεγαλείο›. (Σάββα ή του Κουφοντίνα αυτή τη στιγμή κρατώ μια επιφύλαξη δεν έχω κρατήσει ακριβώς τη σημείωση). Εννοώ την κυρία αυτή που μας δήλωσε επάγγελμα αρχαιολόγος, ότι είναι από τους τελευταίους φιλέλληνες και είπε ότι ήρθε να καταθέσει γιατί συγκινήθηκε κλπ.

Αν αυτή η πλευρά ήθελε την ίδια γραμμή να τηρήσει απαξίωσης και γελοιοποίησης, θα είχε όπως καταλαβαίνετε πάρα πολλά επιχειρήματα. Αυτή όμως είναι η διαφορά: η Έδρα αυτή και όσοι την κατέχουν δεν έχουν τη δυνατότητα να μπαίνουν σε τέτοια ζητήματα. Αυτό που μένει είναι να αξιολογήσουμε το τι καταθέτει ο καθένας, με βάση τη συνείδησή μας και τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα δεχτούμε.

Στο στάδιο αυτό υπήρχε και μια προσπάθεια απαξίωσης του ανακριτικού έργου. Θυμάστε κύριοι Δικαστές, δεν θα πρέπει εγώ να σας το επισημάνω, πόσες φορές αμφισβητήθηκε ο τρόπος με τον οποίο ελήφθησαν οι καταθέσεις από τους Εφέτες ανακριτές, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο αναγνώρισης μέσω φωτογραφιών κλπ.

Σε μια τρίτη φάση και όταν ήρθαν πια αυτά τα οποία η δικαστική Αστυνομία μας προσφέρει, δηλαδή η επιστημονική Αστυνομία δηλαδή αποτυπώματα εντάθηκε ακόμη περισσότερη με μια πλήρη αμφισβήτηση, είναι γεγονός από πιο στενή ακόμη μερίδα κατηγορούμενων και υπερασπιστών, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ μας μετέφεραν εδώ τη θεωρία της συνωμοσιολογίας, ότι όλοι τα κατασκεύασαν, όλοι τα έφτιαξαν, θα έλεγα μάλιστα ότι δεν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει πολύ πέρα αυτών των απόψεων και να τις αντιμετωπίσει, αρκεί μονάχα να σας θυμίσει το ήθος, το κύρος και την αξιοπρέπεια την οποία ανέδιδαν οι τρεις αστυνομικοί οι οποίοι ήρθαν εδώ και κατέθεσαν ενώπιόν σας. Η παρουσία των οποίων έδειξε το πόσο αναβαθμισμένες είναι αυτές οι υπηρεσίες σε υλικό και σε πρόσωπα.

Κύριοι Δικαστές έλεγα και προβληματιζόμουν γιατί γίνεται αυτό το πράγμα. Νομίζω ότι τα μάτια μου τα άνοιξε όταν διάβασα ένα άρθρο στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› έχει αναγνωστεί όταν απεδείχθη ότι αυτό ουσιαστικά είναι εφαρμογή ενός σχεδίου το οποίο σε πολλές δίκες κατά το παρελθόν έχει εφαρμοστεί. Ήταν οδηγίες οι οποίες από τα προ-επαναστατικά χρόνια στην πρώην Σοβιετική Ένωση είχε εφαρμοστεί. Ήταν οι οδηγίες οι οποίες έδινε ο Λένιν ότι αυτή ακριβώς την τακτική στους κατηγορούμενους. Θα αμφισβητήσετε κατά πάντας, θα αμφισβητήσετε τους δικαστές, θα αμφισβητήσετε τους μάρτυρες, θα αμφισβητήσετε το Δικαστήριο, θα κάνετε οτιδήποτε για να δίνετε προς έξω την εικόνα ότι κάποιοι σας αδικούν.

Βρεθήκαμε και σ’ ένα άλλο φαινόμενο και αυτό το φαινόμενο είμαι υποχρεωμένος να το καυτηριάσω πολύ περισσότερο. Βρεθήκαμε σ’ ένα φαινόμενο που είχε την εξής μορφή: κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι αρθρογραφούσαν όπως είχαν δικαίωμα, ευτυχώς ζούμε σε μια δημοκρατική πολιτεία που ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του. Αφού εξέφρασαν τις υπερασπιστικές τους απόψεις υπέρ του συνόλου των κατηγορούμενων και αφού ήρθαν εδώ και κατάθεσαν ως μάρτυρες, στη συνέχεια αποχώρησαν για να ξαναδημοσιεύσουν άρθρα τους σε εφημερίδα, με καθαρά υβριστικό περιεχόμενο για το Δικαστήριο.

Γιατί δεν μπορώ να αντιληφθώ τι άλλη έννοια μπορεί να έχει ένα άρθρο υπογεγραμμένο από μάρτυρα που εξετάστηκε πριν από δυο μέρες στο Δικαστήριο και χαρακτήρισε το Δικαστήριο και τους Δικαστές του ως «Δικαστήριο μαριονέτες›, ή το άρθρο επώνυμου μάρτυρα που εξετάστηκε εδώ ότι ο Εισαγγελέας ο οποίος εξέφρασε μια άποψη -η οποία τελικά έγινε και δεκτή από το Δικαστήριο- «είναι επικίνδυνος για τη δημοκρατία›.

Εκείνο όμως το οποίο υπήρξε χειρότερο είναι το γεγονός ότι όταν κάποιος συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής καθ’ ο είχε δικαίωμα, μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί με το περιεχόμενο μιας δήλωσης η οποία κατατίθεται στο Δικαστήριο για τη σκοπιμότητά της ή τη δυνατότητά της να βοηθήσει στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού ή την πορεία της υπόθεσης, τόλμησε να καταθέσει μια δήλωση, άκουσον – άκουσον: Δύο μάρτυρες που κατάθεσαν εδώ έκαναν αγωγή και του ζητάνε περίπου 3 εκ. ευρώ –λέει- διότι εθίγη η τιμή και η υπόληψή τους!

Κύριοι Δικαστές έχω την εντύπωση ότι κάποιοι από τους κατηγορούμενους έχουν παγιδευτεί σε μια αδιέξοδη τακτική. Μια αδιέξοδη τακτική, που καθιστά αδιέξοδη τακτική και την υπερασπιστική τους γραμμή. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ουσιαστικά ακυρώνει και την οποιαδήποτε παρέμβαση θα ήθελαν αυτοί να κάνουν προς την ελληνική κοινωνία.

Τι εννοώ; Διάβασα πριν από λίγο καιρό κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση. Μου έκανε τρομερή εντύπωση αυτό που έλεγε κάποιος, ότι δηλαδή «Η ελληνική Αριστερά μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και την ήττα της, κατόρθωσε κάτι το πρωτοφανές: Την ιστορία των χρόνων εκείνων να τη γράψει για πρώτη φορά ο ηττημένος, ανατρέποντας το γνωστό δείγμα ότι την ιστορία τη γράφουν οι νικητές›. Και προχωρούσε πιο κάτω λέγοντας ότι: «Τι ήταν αυτό το οποίο έπαιξε αυτό το ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων;›. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «Ήταν το ήθος και ο τρόπος που η Αριστερά και οι άνθρωποί της υπερασπίστηκαν τις απόψεις τους στα Δικαστήρια. Κανένας δεν προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τον ίσκιο του›.

Εγώ θα έλεγα ότι κανένας δεν προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό του. Γιατί εδώ βρισκόμαστε μπροστά στο εξής γενικευμένο φαινόμενο: «Δεν έχουμε κάνει τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα, αλλά αν το έχουμε κάνει είμαστε λαϊκοί αγωνιστές!›. Αυτά είναι μάλλον αστεία πράγματα, θα έλεγα.

Ο άνθρωπος που αισθάνεται ότι ενέργησε ως λαϊκός αγωνιστής, εμφανίζεται και το διεκδικεί και δεν κρύβεται πίσω από τον ίσκιο του και πίσω από το δάχτυλό του. Γιατί θέλετε να σας πω κάτι κύριοι Δικαστές; Αν αυτή η γραμμή η υπερασπιστική οδηγήσει σε μια αθωωτική απόφαση για τον κ. Κουφοντίνα, δεν θα είναι μια γελοιοποίηση κυρίως του κ. Κουφοντίνα; Αν οδηγήσει σε μια απαλλαγή όλων αυτών οι οποίοι εμφανίστηκαν εδώ και μ’ ένα σκεπτικό επαναστατικό –θα έρθει η ώρα και θα το αξιολογήσω- προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την ένταξή τους, ταυτόχρονα όμως και να μην παραδεχτούν τίποτα και κυρίως να μην μπορέσουν να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους; Θα άξιζε κανείς να μπει στον πειρασμό να σκεφτεί τι θα είχε ως αποτέλεσμα στην εικόνα που θέλουν να δώσουν οι κατηγορούμενοι και θα έλεγα και στον ιστορικό μεθαύριο, σε μια απόφαση που θα έλεγε «Όχι κύριοι αμφιβάλλω φύγετε. Δεν είστε οι ήρωες που θέλετε να λέτε ότι είστε›;

Τελειώνω αυτή τη μικρή εισαγωγή για να πω ότι πριν τοποθετηθώ για την κάθε μια από τις κατηγορίες που μου αναλογεί, θα ήθελα να σας θέσω κάποια ζητήματα νομικά. Θα έλεγα ότι τα περισσότερα από αυτά είναι κοινός τόπος για μας τους νομικούς, δεν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει πολύ υπέρ των απόψεων. Πάντα όμως είχα την άποψη ότι η συζήτηση αυτή δεν πρέπει να γίνεται ανάμεσα σε εμάς, τους κυρίους και τους κυρίους. Όταν λέω εμάς, εννοώ το σύνολο της Έδρας.

Θα πρέπει πρωτίστως οι κατηγορούμενοι αλλά και ο κάθε πολίτης ο οποίος παρακολουθεί, ή ενδιαφέρεται να παρακολουθήσει, να έχει μια πλήρη εικόνα σε ποιες σκέψεις και σε ποια νομικά δεδομένα κάποιοι Εισαγγελείς προτείνουν, ή κάποιοι Δικαστές καταδικάζουν ή και αθωώνουν κάποιους πολίτες οι οποίοι οδηγήθηκαν ενώπιόν τους για να δικαστούν.

Θα έλεγα ότι είναι απλά τα ζητήματα, αλλά χρίζουν κάποιας επανάληψης. Θα έλεγα επίσης ότι σε ό,τι αφορά νομικά ζητήματα θα μου επιτρέψετε να κάνω χρήση κάποιων σημειώσεων, δεδομένου ότι πιστεύω ότι στα νομικά ζητήματα η ακριβολογία είναι αυτό που πρέπει να χαρακτηρίζει τις τοποθετήσεις.

Η πρώτη νομική παρέμβαση που θέλω να κάνω και θέλω να σας πω ότι κάποια πράγματα τα οποία θα σας πω μπορεί να φαίνονται λίγο ξεκάρφωτα αυτή τη στιγμή, αλλά όταν θα έρθει η συγκεκριμένη ώρα για να αξιολογήσω συγκεκριμένη συμπεριφορά θα κάνω τη σύνδεση για να αντιληφθούν οι πάντες γιατί σε αυτό το στάδιο λέω αυτά τα οποία λέω.

Σε σχέση σημειώνω με το έγκλημα της κατοχής των όπλων και εκρηκτικών που αποδίδονται στο σύνολο των κατηγορούμενων. Κύριοι Δικαστές η έννοια της κατοχής στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τις έννοιες της νομής και κατοχής του Αστικού Δικαίου. Η κατοχή, ως κατοχή θεωρείται ότι είναι η φυσική εξουσίαση των αντικειμένων από τον δράστη κατά τρόπο ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα χρησιμοποιεί ή να τα διαθέτει.

Η φυσική εξουσίαση κατά τους θεωρητικούς θεωρείται ότι είναι η άσκηση συγκεκριμένων υλικών και εμπειρικώς αντιληπτών ενεργειών πάνω στο πράττειν, δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη διάνοιας κυρίου όπως το Αστικό Δίκαιο. Σε κάποιες περιπτώσεις επιχειρήθηκε να μορφοποιηθεί μια μορφή κατοχής με τη μορφή του βοηθού κατοχής, δηλαδή η κατοχή με βοηθό κατοχής θεωρείται η φυσική εξουσίαση και από το δράση, η οποία ασκείται με άλλο πρόσωπο υπό την εποπτεία του. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για άσκηση κατοχής με αντιπρόσωπο αλλά για αυτοπρόσωπη άσκηση κατοχής.

Τέλος η κατοχή περισσότερων όπλων και πυρομαχικών συνιστά ένα μόνο έγκλημα οπλοκατοχής και όχι περισσότερα. Δεν υπάρχει δηλαδή αληθής κατ’ ιδίαν συρροή τόσο εγκλημάτων οπλοκατοχής όσα είναι τα όπλα που κατέχει παράνομα ο δράστης. Όταν θα έρθει η ώρα να τοποθετηθώ πάνω στο κεφάλαιο της κατηγορίας που αφορά την οπλοκατοχή, θα δείτε τις σκέψεις μου που στηρίζονται σε αυτά τα νομικά δεδομένα.

Κύριοι Δικαστές ένα από τα σοβαρά ζητήματα και θέματα που έχει να αντιμετωπίσει το Δικαστήριό σας, είναι το ζήτημα της ηθικής αυτουργίας. Είναι το κεφάλαιο αυτό της κατηγορίας που αποδίδεται σ’ ένα από τους βασικούς κατηγορούμενους, αν όχι το βασικότερο, τον κατηγορούμενο Γιωτόπουλο και θα ήθελα να σας θυμίσω κάποια πράγματα και σε εσάς, αλλά και σε όλους μας ακούν και θέλουν να σχηματίσουν άποψη.

Η ηθική αυτουργία είναι γνωστό ότι αποτελεί μαζί με την άμεση συνέργια, μια βαριά μορφή συμμετοχής στο έγκλημα. Από ουσιαστική άποψη ηθικός αυτουργός είναι το πρόσωπο που κατευθύνει, δηλαδή στρέφει τη φυσική δύναμη του φυσικού αυτουργού προς τη συγκεκριμένη μονάδα του εννόμου αγαθού, η οποία προσβάλλεται με το έγκλημα.

Πρώτη παρατήρηση:

Ο ρόλος του ηθικού αυτουργού είναι ότι συγκεκριμενοποιεί το στόχο στο φυσικό αυτουργό. Όταν λέμε στόχο, το συγκεκριμένο έννομο αγαθό που θα πρέπει να πλήξει ο φυσικός αυτουργός με την ενέργειά του. Δεν παίζει κανένα ρόλο κύριοι Δικαστές εάν ο φυσικός αυτουργός έχει μια ενδιάθετη εγκληματική βούληση, αν είναι δηλαδή έτοιμος και πρόσφορος να διαπράττει εγκλήματα.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση και απαντώ από τώρα στην Υπεράσπιση του κ. Γιωτόπουλου στον κ. Ραχιώτη και στον κ. Χρυσικόπουλο και ιδίως στον κ. Ραχιώτη ο οποίος σε αρκετές υποθέσεις κατά την εκδίκασή τους προέβαλλε τον ισχυρισμό –που είναι σίγουρο ότι θα επανέλθει- και καθ’ υποφοράν σπεύδω να απαντήσω ότι υπήρχε κανένας λόγος ο Γιωτόπουλος, έστω κι αν ήταν ο αρχηγός, να προκαλέσει την απόφαση δολοφονίας όταν οι άλλοι ήταν ενταγμένοι μέλη στην Οργάνωση έτοιμα να δολοφονήσουν, να προκαλέσουν εκρήξεις, να δράσουν εγκληματικά; Αυτό δεν έχει καμία σημασία. Εάν το Δικαστήριό σας δεχτεί ότι ο κ. Γιωτόπουλος είναι αυτός που σε κάθε φορά συγκεκριμενοποιούσε τον στόχο, υπάρχει η ηθική αυτουργία.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μανωλεδάκης κι έχει σημασία κύριοι Δικαστές, θα έλεγα σημειολογική σημασία για τη συγκεκριμένη υπόθεση, «Ενώ ο φυσικός αυτουργός έχει στα χέρια του την πραγμάτωση του εγκλήματος, ο ηθικός αυτουργός επαφίεται γι’ αυτό στο πρόσωπο του φυσικού αυτουργού, παραμένοντας στο εγκληματικό παρασκήνιο›.

Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι ο ηθικός αυτουργός δεν τιμωρείται για τη δημιουργία εγκληματικής βούλησης στο φυσικό αυτουργό, για την εξώθησή του δηλαδή στο δρόμο του εγκλήματος, δεν είναι αυτός ο δικαιοδοτικός λόγος της τιμώρησης του ηθικού αυτουργού, αλλά γιατί αντικειμενικά εξαπολύει μια ανθρώπινη δύναμη (τον φυσικό αυτουργό) κατά συγκεκριμένης μονάδας του εννόμου αγαθού. Αυτά από ουσιαστική άποψη.

Από τυπική άποψη η αντικειμενική υπόσταση της φυσικής αυτουργίας προϋποθέτει δυο αποτελέσματα: την πρόκληση συγκεκριμένης απόφασης σε άλλο πρόσωπο και την τέλεση από αυτό άδικης πράξης.

Κύριοι Δικαστές παρατηρώντας κανείς τη νομολογία μας πάνω σε αυτά τα ζητήματα, βλέπει κατ’ επανάληψη να επαναλαμβάνεται η φράση ότι «Με πειθώ και φορτικότητα, με πίεση, με δωροδοκία, με, με, με, προκάλεσε την απόφαση ο φυσικός αυτουργός› και δημιουργείται η εντύπωση ότι αυτά είναι απαραίτητα στοιχεία σε κάθε περίπτωση.

Ας δούμε πως έχουμε τα πράγματα. Εδώ θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω απ’ ευθείας ένα νομικό κείμενο και για να ξέρουν όλοι για τι μιλάμε αναφέρομαι σε σκέψεις του Καθηγητή Μανωλεδάκη, είναι το Ποινικό Δίκαιο έκδοση Σάκουλα οι θέσεις του στο άρθρο 49 του Ποινικού Κώδικα.

Λέει ο Μανωλεδάκης: «Ως πρόκληση απόφασης εννοείται με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργία βούλησης στο δέκτη να πράξει κάτι, υπό μορφή κίνησης πράξης. Δεν είναι απαραίτητο να του υποδειχθεί με λεπτομέρεια τι θα πράξει αρκεί ότι δημιουργήθηκε από τον ηθικό αυτουργό η βούληση στον φυσικό αυτουργό για ορισμένη πράξη, αυτή που θέλει έστω κι αν δεν το λέει με ευθύ τρόπο ο ηθικός αυτουργός›. Πώς εξηγείτε ότι η νομολογία μας και τα Δικαστήριά μας επιμένουν σε αυτόν τον τύπο μορφής της ηθικής αυτουργίας; Είναι ένα κατάλοιπο κ.κ. Δικαστές. Είναι ένα κατάλοιπο από την διάταξη του άρθρου 56 του Ποινικού Νόμου.

Στο άρθρο 56 που είναι το αντίστοιχο του 46 του Ποινικού μας Κώδικα αναφερόταν ρητώς ότι ως ηθικός αυτουργός θεωρείται όστις εκ προθέσεως παρακίνησε άλλον εις εκτέλεση αξιοποίνου πράξεως, απειλών, βιάζων, προστάζων, παραγγέλων, υποσχόμενος, χορηγών μισθών ή συμβουλεύων μετά πάσης πειθούς ή ιπποτικότητος και τέλος προκαλών ή μεταχειριζόμενος επίκλητος ως έρμαιον την ης ην ευρίσκεται της πλάνην, το πάθος και την ψυχική του ορμή. Αυτά λέει ο Ποινικός Νόμος. Ο Ποινικός Κώδικας, το άρθρο 46 που ισχύει, αρκεί οποιοσδήποτε τρόπος πρόκλησης. Ίσως για το θέμα του ηθικού αυτουργού να επανέλθω στη συνέχεια.

Κύριοι Δικαστές, πάρα πολύ απασχολεί την ελληνική κοινωνία και τη νομική μας σκέψη τα τελευταία ιδίως χρόνια και πάρα πολύ θα πρέπει να απασχολήσει και το Δικαστήριό σας γιατί στη συγκεκριμένη υπόθεση κατ’ επανάληψη αυτή η μορφή εγκλήματος εμφανίζεται και αποδίδεται στους κατηγορουμένους, αυτό που λέμε ενδεχόμενος δόλος.

Είναι εξαιρετικά σημαντικά και θα έλεγα ότι ενώ είχα κάνει μια έρευνα αρκετά εκτεταμένη προκειμένου να συγκεντρώσω υλικό πάνω σε αυτά τα ζητήματα, υλικό νομικό δηλαδή, ότι μια πρόσφατη έκδοση του συγγράμματος ενός πολύ νέου Νομικού, του κ. Κώστα Βαθιώτη με την ένδειξη «Ο δόλος› μου επιτρέπει να κάνω σκέψεις με βάση ένα κείμενο ενός νεαρού θεωρητικού που έχει πετύχει να συγκεντρώσει ότι έχει γραφτεί και στην Ελλάδα και στη Γερμανία πάνω σε αυτά τα ζητήματα.

Ο Έλληνας νομοθέτης λοιπόν έλαβε υπόψη τη διαμόρφωση του όρου «ενδεχόμενος δόλος› και το βουλητικό στοιχείο υπό την μορφή της αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος που είναι η θεωρία της αποδοχής. Για να καταλάβει και ο κόσμος ο οποίος δεν είναι νομικός ότι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει ότι με ενδεχόμενο δόλο φαίνεται να ενεργεί αυτός που προβλέπει ότι από μία ενέργειά του μία παράληψη είναι ενδεχόμενο να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα και το αποδέχεται.

Είναι φανερό λοιπόν ότι υπάρχουν δύο στοιχεία. Το ένα στοιχείο είναι το γνωστικό. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι δυνατόν να επέλθει το αποτέλεσμα. Το δεύτερο είναι το λεγόμενο βουλητικό. Αποδέχομαι αυτό το αποτέλεσμα. Αυτή είναι η διαφορά του ενδεχόμενου δόλου από την ασυνείδητη αμέλεια στην οποία ο δράστης δρα πιστεύοντας, με την πεποίθηση ότι δεν θα επέλθει το αποτέλεσμα.

Πρέπει να επισημάνω κ.κ. Δικαστές ότι αποδοχή δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη επιδοκιμασία αλλά ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη επειδή αυτό που είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικά το αποτέλεσμα.

Ο στόχος που επιδιώκεται από τον δράστη που σίγουρα έχει πει «δεν βαριέσαι, ας γίνει το κακό› και προκρίνεται από το δράστη ως υπέρτερος έναντι της διαφύλαξης του κινδυνεύοντος εννόμου αγαθού δεν χρειάζεται να είναι εγκληματικός ή έστω παράνομος. Το να ελπίζει κανείς ότι κάποιες καλές ανώτερες δυνάμεις, την πίστη του στο καλό άστρο, θα φροντίζουν για την μη επέλευση του αποτελέσματος δεν είναι στοιχείο επαρκές για τον αποκλεισμό του ενδεχόμενου δόλου.

Πρέπει να σας πω ότι σε πρόσφατο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών, είναι το 1512/2002, αναφέρει επί λέξει τα εξής: η ελπίδα και κατά μείζονα λόγο η ευχή ή η επιθυμία του δράστη περί μη επέλευσης του από αυτόν εμπλεκομένου ως ενδεχομένου να επέλθει εγκληματικού αποτελέσματος καθώς και η αδιαφορία του δράστη για το αποτέλεσμα εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχομένου και όχι της ενσυνείδητης για την οποία απαιτείται όχι ελπίδα αλλά πίστη περί μη επέλευσης του αποτελέσματος.

Κύριοι Δικαστές, θα πω δύο λόγια για ένα άλλο ζήτημα που αφορά μια συγκεκριμένη υπόθεση. Έλεγα μέσα στην μορφή της τοποθέτησής μου αυτά να τα πω όταν θα έρθει η ώρα αυτής της υπόθεσης αλλά διαφοροποιούμαι και προχωρώ γιατί μια και αυτή την στιγμή αναπτύσσονται τα νομικά θα ήθελα να ακουστούν και αυτές οι νομικές σκέψεις.

Αφορά την περίπτωση της ανθρωποκτονίας του Ανδρουλιδάκη. Πρέπει να τοποθετηθώ καθ’ υποφορά, η υπεράσπιση τα έχει ήδη θέσει τα θέματα. Είναι φανερό ότι θα τα ξαναφέρει και με την γνωστή μαχητικότητα της συγκεκριμένης τριάδος γι’ αυτό θα πρέπει να τα πω.

Το Δικαστήριό σας έχει να αντιμετωπίσει δύο ζητήματα. Πρώτον, να απαντήσει καταφατικά στο ερώτημα αν υπήρχε ενδεχόμενος δόλος και αυτό είναι ένα ερώτημα που αφορά όλες τις ανάλογες υποθέσεις που οι κατηγορούμενοι φαίνεται να έχουν δράσει με την μορφή του ενδεχόμενου δόλου. Εδώ όμως ανακύπτει ένα δεύτερο πρόβλημα εξαιρετικό πρωτότυπο κ.κ. Δικαστές που ίσως για πρώτη φορά καλείται Δικαστήριο να το αντιμετωπίσει.

Το γεγονός δηλαδή ότι μεταξύ της ενεργείας των δραστών, των κατηγορουμένων και στο τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή τον θάνατο του ανθρώπου που πυροβολήθηκε παρενέβη και κάποιος άλλος όρος. Παρενέβη δηλαδή η αμελής συμπεριφορά κάποιων γιατρών. Γιατί είναι γεγονός ότι τα Ποινικά Δικαστήρια απήλλαξαν τους γιατρούς οι οποίοι κατηγορήθηκαν γι’ αυτή την πράξη αλλά υπάρχει απόφαση, ανεγνώσθη, Διοικητικού Δικαστηρίου που αποδίδει αμελή συμπεριφορά σε κάποιους γιατρούς την οποία προσδιορίζει και ως εκ τούτου επιδικάζει αποζημίωση στην οικογένεια του θύματος.

Κύριοι Δικαστές, υπάρχει μια θεωρία στο χώρο του Ποινικού Δικαίου που κι ενώ θα έλεγα γίνεται δεκτή από τα Δικαστήρια, οι θεωρητικοί είναι στην πλειοψηφία τους αντίθετοι. Είναι η λεγόμενη θεωρία της απαγορευμένης αναδρομής. Η απαγορευμένη αναδρομή είναι η περίπτωση αυτή κ.κ. Δικαστές που μεταξύ μιας αμελούς συμπεριφοράς που απετέλεσε όρο για την επέλευση κάποιου αποτελέσματος μεσολαβεί μία δολία ενέργεια ενός τρίτου.

Υπήρξε τμήμα της θεωρίας που είπε ότι στην περίπτωση αυτή διακόπτεται ότι σύνδεσμος μεταξύ του εξ αμελείας δράσαντος λόγω ακριβώς της παρέμβασης του δολίως ενεργήσαντος. Δεν σας κρύβω και θέλω να το επισημάνω ότι την λειτουργία αυτής της θεωρίας με μεγάλη επιμονή και επιχειρηματολογία εισήγαγα σε μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση στο Συμβούλιό σας, στο Συμβούλιο Εφετών η οποία δεν έγινε δεκτή. Δεν έγινε δεκτή η εισήγησή μου. Είναι η γνωστή ιστορία ότι ο αρχηγός της Αστυνομίας κατηγορήθηκε και παραπέμφθηκε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας της τραγικής εκείνης γυναίκας η οποία σκοτώθηκε γιατί ο γνωστός Σορίν Ματέι της είχε τοποθετήσει μία χειροβομβίδα μέσα στο εσώρουχό της.

Είχα πει λοιπόν εγώ ότι έστω κι αν υπήρξε αμελής συμπεριφορά δηλαδή σε σχέση με την εκτίμηση των δεδομένων για το αν θα πρέπει να γίνει η ενέργεια ή όχι, ότι αυτό που τελικά παρήγαγε το αποτέλεσμα είναι η δολία ενέργεια του Σορίν Ματέι ο οποίος αν βέβαια δεν είχε πεθάνει εν συνεχεία θα είχε κατηγορηθεί για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, θα ήταν κατηγορούμενος και θα καθόταν στο Μικτό Ορκωτό. Είπα μάλιστα επιχειρηματολογώντας ούτε τότε, ούτε θα γινόταν σκέψη περί του ότι μαζί του θα καθόταν και κάποιος για ανθρωποκτονία εξ αμελείας.

Θέλω να σας πω ότι το Συμβούλιό σας δεν απεδέχθη. Προχώρησε χωρίς απάντηση βέβαια στα νομικά μου επιχειρήματα στο να παραπέμψει τον κατηγορούμενο. Στην περίπτωση όμως αυτή που έχουμε να αξιολογήσουμε δεν μας βοηθάει καθόλου η θεωρία της αναδρομής της απαγορευμένης γιατί σας είπα ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε αρχική δράση εξ αμελείας, μεταγενέστερη δράση εκ προθέσεως. Θα πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο σκέψης.

Κύριοι Δικαστές, δέχονται τα Δικαστήρια, έχω ήδη επισημάνει με την βοήθεια φίλου νομικού μία απόφαση. Σας την θέτω υπόψη, είναι η 898/96 αλλά και μία πρόσφατη απόφαση, ένα βούλευμα του Στρατοδικείου Αθηνών 424/97. Έπ’ ευκαιρία και θα πρέπει να το πω, διαβάζοντας κανείς αποφάσεις Στρατοδικείων αντιλαμβάνεται το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στην Ελλάδα, το πόσο έχουν αλλάξει οι συνθήκες και είναι τραγική πραγματικά διαπίστωση το να αντιλαμβάνεσαι ότι κάποιοι άνθρωποι και σαν αυτούς που βρίσκονται απέναντί μας αλλά και σαν πολλούς από αυτούς που πέρασαν εδώ με την ιδιότητα του μάρτυρος υπερασπίσεως δεν έχουν αντιληφθεί ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα στην Ελλάδα.

Ας δούμε λοιπόν τί λέει αυτή η απόφαση. Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω το κείμενο. Είναι γνωστό κ.κ. Δικαστές ότι στο Ποινικό μας Δίκαιο ισχύει η αρχή του ισοδυνάμου των όλων. Λέει λοιπόν το σκεπτικό της απόφασης το εξής: εφόσον υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην ενέργεια ή παράληψη κάποιου και το αξιόποινο αποτέλεσμα αυτός παραμένει ανέπαφος και δεν διακόπτεται από οποιαδήποτε παρεμβαλλομένη συμπεριφορά που προωθεί την ροή των γεγονότων προς αυτό. Όταν το παρεμβαλλόμενο πρόσωπο ενεργεί από αμέλεια δεν εμποδίζεται ο καταλογισμός της ποινικής ευθύνης στον αρχικά πράττοντα ή παραλείποντα όταν η συμπεριφορά του προξένησε κίνδυνο ο οποίος κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με την κοινή λογική είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στο τελικό αποτέλεσμα.

Θα έλεγα μάλιστα για να χρησιμοποιήσω το σκεπτικό της απόφασης που σας προανέφερα του Αρείου Πάγου ότι ο ¶ρειος Πάγος είχε να κρίνει το εξής περιστατικό: κάποιος είχε μαχαιρώσει κατά την διάρκεια επεισοδίου κάποιον, ο δε θάνατος επήλθε μετά από 4μηνο συνεπεία μολύνσεως του τραύματος. Αποδέχεται λοιπόν αυτό το γεγονός ο ¶ρειος Πάγος και λέει: ο θάνατος οφείλεται σε μόλυνση των βαρυτάτων τραυμάτων που είχαν προκληθεί από το μαχαίρι. Η επέλευση μολύνσεως σε ένα τραύμα και η εξ αυτή επέλευση του θανάτου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο της εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη προς το ..... αποτέλεσμα. Εκτός – και εδώ είναι το κρίσιμο – αν ο θάνατος οφείλεται σε αίτιο εντελώς άσχετο προς τον τραυματισμό του παθόντος. Το τί σημασία έχουν αυτά τα πράγματα είχα την τιμή να σας εκθέσω. Όταν θα έρθει η ώρα της συγκεκριμένης υπόθεσης θα σας τα αναφέρω την ώρα της συγκεκριμένης αυτής υπόθεσης.

Κύριοι Δικαστές, πριν μπω σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την μορφή που και ο συνάδελφός μου ο κ. Λάμπρου τις δύο προηγούμενες ημέρες αντιμετώπισε την κατηγορία, δηλαδή υπόθεση-υπόθεση, περίπτωση-περίπτωση θα ήθελα να σας αναφέρω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με την περίπτωση του κ. Γιωτόπουλου.

Κύριοι Δικαστές, ο συνάδελφός μου ο κ. Λάμπρου τις δύο προηγούμενες ημέρες και με επιμονή και με ιδιαίτερη επιτυχία σας ανέφερε τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η άποψή του και η θέση του ότι ο κ. Γιωτόπουλος ήταν ο αρχηγός της 17Ν. Να μου επιτρέψετε στην ενίσχυση αυτής της θέσης μας να προσθέσω κάποιες σκέψεις.

Θα έλεγα θα πρέπει να ξεκινήσει κανείς από το απλό. Ο κ. Γιωτόπουλος ήταν μέλος της 17Ν. Θα ξεκινήσει από αυτό. Πριν φτάσει δηλαδή στο αν ήταν αρχηγός ή συνεπεία του ότι ήταν αρχηγός ήταν και ηθικός αυτουργός θα πρέπει να ξεκινήσει από αυτό. Έχουμε τα στοιχεία τα οποία σας ανέλυσε ο συνάδελφός μου, αποτυπώματα δεκάδες, η γραφή του, οι καταθέσεις και οι θέσεις μας δεκάδας περίπου συγκατηγορουμένων οι οποίοι τον αναγνώρισαν και τον κατέδειξαν και έχουμε μία άμυνα δική του η οποία στηρίζεται στο εξής επιχείρημα: όλα αυτά ήταν μια σκευωρία, όλα αυτά είναι μια κατασκευή.

Επιπλέον ένα βασικό επιχείρημα των μαρτύρων υπερασπίσεως και είναι φανερό ότι θα επαναληφθεί από την υπεράσπιση είναι, «για σταθείτε βρε παιδιά, ο αρχηγός μιας τέτοιας Οργάνωσης που έδρασε επί 27 χρόνια στην Ελλάδα δεν θα ήταν υπερήφανος για το έργο του; Να βγει εδώ μπροστά και να πει εγώ είμαι κύριοι και τα έκανα γι’ αυτό το πράγμα και μπορεί το Δικαστήριό σας αυτή την δεδομένη στιγμή να με καταδικάσει σε όσες φορές ισόβια νομίζω ότι πρέπει να με καταδικάσει, αλλά εμένα ο ιστορικός θα με δικαιώσει μετά από 50 χρόνια γιατί ο αγώνας μου ήταν υπέρ των λαϊκών, ήμουν λαϊκός αγωνιστής κλπ›.

Με προβλημάτισε πραγματικά αυτό το επιχείρημα. Θα έλεγα όμως κ.κ. Δικαστές ότι το πρόβλημα είναι ανύπαρκτο ή μάλλον θα έλεγα είναι τόσο δύσκολο όσο και το αβγό του Κολόμβου. Τί θα γινόταν αν το αποδεχόταν αυτό κ.κ. Δικαστές ο κ. Γιωτόπουλος; Θα έμπαινε οριστικά και αμετάκλητα η ταφόπλακα σε αυτό το πράγμα που λέγεται 17Ν οριστικά και αμετάκλητα. Ο αρχηγός θα έλεγε «κύριοι, είμαι εγώ, δράσαμε έτσι, το κάναμε γι’ αυτό το πράγμα, 17Ν τέλος›. Αυτό δεν θέλει να αποδεχθεί ο κ. Γιωτόπουλος. Αυτό! Η στάση του να αποτελέσει την ταφόπλακα του έργο του.

Θέλω να σας πω και κάτι άλλο. Έχω την εντύπωση ότι η αρχική στάση του κ. Γιωτόπουλου που ήταν συνεπής στους συνωμοτικούς κανόνες που διήπαν αυτή την Οργάνωση και κάθε αντίστοιχη Οργάνωση ήταν ορθή. Τί έλεγε το σχέδιο αυτό; Δεν μιλάμε, δεν λέμε τίποτα. Στην πραγματικότητα όμως η συνεπής αυτή στάση του αρχηγού για μένα απετέλεσε παράγοντα διάλυσης της Οργάνωσης πολύ σημαντικότερο από αυτά που είχαν προλάβει να πουν ο Σάββας, ο Βασίλης και ο Χριστόδουλος Ξηρός.

Γιατί; Γιατί όταν οι επόμενοι βρέθηκαν μπροστά στο φαινόμενο ο αρχηγός να τους αρνείται, να κάνει ότι δεν τους γνωρίζει, να τον υποδεικνύουν και να τους βρίζει ενδεχομένως κιόλας είπαν «ο σώζων εαυτό σωθήτω›. Αυτός είναι ο λόγος της απόλυτης συνεργασίας των περισσοτέρων κατηγορουμένων στο στάδιο της προανάκρισης και στα πρώτα στάδια της ανάκρισης.

Κύριοι Δικαστές, εγώ πιστεύω ότι στην Οργάνωση ο σημαντικότερος σταθμός της και δυστυχώς αυτός ο σταθμός είναι ανεξερεύνητος λόγω της στάσης του Κουφοντίνα, είναι ο χρόνος ένταξης του Κουφοντίνα στην Οργάνωση. Δεν έχει προκύψει από την διαδικασία. Για όλους τους άλλους λίγο-πολύ έχουμε στοιχείο για το ποιος είναι αυτός που ενέταξε τον επόμενο. Σε ένα σημείο έχουμε διακοπή. Η διακοπή είναι στην περίπτωση του Κωστάρη που έχει πάρει από την αρχή αυτή τη θέση. Θα έρθω στον Κωστάρη όταν θα χρειαστεί, την ώρα που πρέπει για τον οποίο δεν έχουμε στοιχείο για το ποιος τον ενέταξε και στην περίπτωση του Κουφοντίνα. Θα έλεγα λοιπόν ότι θεωρώ ότι από τις σημαντικότερες στιγμές της εγκληματικής αυτής Οργάνωσης ήταν η ανακάλυψη του ταλέντου του εγκληματικού το οποίο λέγεται Κουφοντίνας.