Πολιτική
Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου 2003 21:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (15/09/2003) Μέρος 2/7

Αλλά για να μην αδικήσω και τον Χριστόδουλο, θυμηθείτε τη διήγηση του Σάββα Ξηρού όπου περιγράφει τον Γιωτόπουλο να χωρατεύει με το κουτί με τα γλυκά που είχε βάλει μέσα απορρυπαντικό για να φαίνεται ότι ήταν γλυκά, πυροβόλησε το θύμα του και επειδή έβρεχε καταρρακτωδώς το κουτί άφριζε. Ήταν γλυκά τα οποία άφριζαν από το απορρυπαντικό και ο Γιωτόπουλος γελούσε. Και γιατί να μη γελάει; Ο εφιάλτης του Σάββας Ξηρού κατά τα λεγόμενα στη συνέντευξη της συντρόφου του, την πρόσφατη, Αλίθια Ρομέρο, ήταν ότι εκείνος πέθανε και ο Λάμπρος γελούσε στο προσκεφάλι του. Γιατί να μη γελάσει;

Όταν γελούσε προ 10ετιών με τους φόνους που τότε, νέος, ιδιοχείρως εκτελούσε, αργότερα όπως θα πω παρακάτω, προσέλαβε πλέον νεοτέρους ώστε εκείνος να αποσυρθεί εν τιμή από την ιδιόχειρη εκτέλεση των πράξεων και παρίστατο μόνο σε ορισμένες ληστείες για να διασφαλίζει την απόκτηση του τμήματος της λείας που προφανώς του αναλογούσε, βεβαίως γιατί να μη γελάει και ο Σάββας Ξηρός και να μη χλευάζει; Τέτοιον δάσκαλο είχε, τέτοια γράμματα έμαθε.

Λέγω λοιπόν κ. Πρόεδρε ότι αυτό είναι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό της δράσης της Οργάνωσης σε σχέση με τους φόνους, το οποίο πράγματι τους προάγει στην απεχθέστερη μορφή ανθρωποκτονίας. Ίσως είναι οι απεχθέστεροι φόνοι που τελέστηκαν, που δικάζονται από ελληνικό Δικαστήριο, διότι όταν και εγώ έτυχε τότε στα έδρανα της Υπερασπίσεως ο κ. Αναπληρωματικός Εισαγγελέας κατείχε την Εισαγγελική Έδρα τότε, να παρίσταμαι στην δίκη της εταιρείας δολοφόνων, θυμάμαι τον πρώτο κατηγορούμενο τον οποίο δεν υπερασπιζόμουν, να αναπτύσσει ένα ιδεολογικό πιστεύω της εταιρείας δολοφόνων.

Ξέρετε τί έλεγε; Θα το πω διότι έχει σχέση, όχι ότι τους ταυτίζω, ας μην παρεξηγηθώ, αλλά για να επιμείνω στο ότι το όποιο ιδεολογικό κήρυγμα του όποιου φονέως δεν ενδιαφέρει την έννομη τάξη και δεν τον καθιστά ούτε τόσο καλύτερο από κάποιον άλλον. Έλεγε λοιπόν ο Παπαδόπουλος τότε ότι «ξέρετε, κ. Πρόεδρε, μας κατηγορείτε εμάς γιατί πηγαίναμε και παίρναμε τα λεφτά και τα κοσμήματα από ανθρώπους που ξέρετε, οι άνθρωποι αυτοί ήταν γέροντες, άκληροι, άχρηστοι, πήγαιναν με τα τρεμάμενα χέρια τους κάθε πρωί στη θυρίδα της τράπεζας, κοιτούσαν με την ελλιπή όρασή τους τα διαμάντια και τα χρυσαφικά, τα ξανακλείδωναν και πήγαιναν σπίτι τους. Είναι κοινωνία αυτή; Δεν έχουμε δίκιο εμείς να κάνουμε μια ανακατανομή που είμαστε νέοι, ζωντανοί άνθρωποι; Είχαμε ανάγκες, χρειαζόμαστε λεφτά, θέλαμε σπίτια, θέλαμε διακοπές, έχουμε παιδιά και θα αφήναμε όλο τον πλούτο στα χέρια των άχρηστων γερόντων;›

Αυτό κ. Πρόεδρε είναι ιδεολογικό κήρυγμα. Ανακατανομή εισοδήματος μέσω των φόνων, το οποίο μπορεί να μην ταυτίζεται με εκείνο της 17Ν αλλά ανήκει στην ίδια κατηγορία φοβούμαι: Του φόνου ο οποίος επενδύεται με ιδεολογικά μπαχαρικά. Τώρα αν αυτά είναι γαλλικής κουζίνας ή αν είναι ελληνικής που ήταν του κ. Παπαδόπουλου, αυτό δεν ενδιαφέρει ασφαλώς την έννομη τάξη.

Εδώ λοιπόν βλέπετε ότι οι πράξεις αυτές είναι από τις απεχθέστερες, ίσως οι απεχθέστερες ανθρωποκτονίες που έχουν εκδικάσει ως σύνολο νοούμενες ελληνικά δικαστήρια και έτσι θα πρέπει να κριθούν γιατί αυτό επιβάλλει ο νόμος.

Έρχομαι τώρα δι’ ολίγον κ. Πρόεδρε να αναφερθώ σε ορισμένα χαρακτηριστικά των εκρήξεων και απλώς για λόγους συνοχής της επιχειρηματολογίας των ληστειών γιατί αυτά προσθέτουν, μάλλον ολοκληρώνουν το προφίλ της Οργάνωσης 17Ν διότι αυτό το προφίλ και η φυσιογνωμία της, κατά την άποψή μου προκύπτει από τις ίδιες τις πράξεις και όχι από οτιδήποτε άλλο.

Οι ληστείες έχουν το χαρακτηριστικό ότι τελούνται λαθραία. Η Οργάνωση τις κρύβει από τη δημοσιότητα. Ο λόγος που τις κρύβει είναι διότι διαβλέπει ότι οι πιθανότητες να πετύχει το τρομοκρατικό marketing το οποίο εφαρμόζει μέσω των ανθρωποκτονιών είναι πολύ μειωμένες. Έχει πολύ ανεπτυγμένη την αίσθηση του πιάνει δημοσίως. Πράγματι γι’ αυτό μιλάω για marketing. O ιθύνον νους της Οργάνωσης που είναι ο κ. Γιωτόπουλος – θα το εξηγήσω αργότερα γιατί καταλήγω σε αυτό το συμπέρασμα – είχε ένα πολύ ανεπτυγμένο αισθητήριο του τί πιάνει, τί μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να προσθέσει ενδεχομένως κάποιο είδος ενδιαφέροντος για τις πράξεις της γι αυτό και τις ληστείες τις κρύβουν.

Εάν στα σοβαρά ήταν τόσο σίγουροι ότι ιδεολογικά βρίσκονται στη σωστή θέση και αν τελούσαν τις ληστείες γιατί έτσι είχαν διαβάσει και είχαν καταλάβει το πολλές φορές εδώ αναφερθέν τσιτάτο του Μπρεχτ για την ληστεία του Τραπεζίτη και με τις δύο έννοιες, γιατί δεν έβγαιναν δημοσίως να του πουν; Ότι εμείς αγαπητοί συμπολίτες είμαστε Μπρεχτικοί, έτσι αντιλαμβανόμαστε τον Μπρεχτ και θεωρούμε δικαίωμά μας να πηγαίνουμε να ληστεύουμε τα ΕΛΤΑ ή τις Τράπεζες για τις ανάγκες της Οργάνωσης γιατί εμείς πρέπει να έχουμε γιάφκες, πρέπει να έχουμε οπλισμό και βέβαια ως ομάδα, ως Οργάνωση έχουμε και τις ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες, πρέπει δηλαδή να τρώμε και να πίνουμε και να βρισκόμαστε ως άνθρωποι και αλλιώς, κοινωνικά δηλαδή. Να πηγαίνουμε στην ταβέρνα «Captain› και να ξοδεύουμε 50.000 δραχμές το 1996, να τρώμε τα γλυκά στο ζαχαροπλαστείο «της Χαράς› και γενικότερα να πηγαίνουμε στα ρεμπετάδικα και να έχουμε κι εμείς πέραν της ενασχόλησης με την κυρίως δράση μας που είναι οι πράξεις αυτές να έχουμε και ορισμένες απολαύσεις από τη ζωή.

Εδώ λοιπόν οι ληστείες κρύβονται από την κοινή γνώμη, εκτελούνται συστηματικά, τακτικότατα και αποτελούν όχι μόνο όρο για τα έξοδα της Οργάνωσης όποια είναι αυτά αλλά και για την προσωπική διαβίωση ορισμένων από τα μέλη της. Το ότι αυτό το συμπέρασμα το λογικό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κ. Πρόεδρε προκύπτει από την απλή αριθμητική. Αν τα βάλει κανείς κάτω και μετρήσει τί κόστιζαν τα υλικά, τα ενοίκια και οι ανάγκες της Οργάνωσης, περισσεύει ένα σπουδαίο ποσό το οποίο δεν μπορεί παρά να έχει ενφυλακωθεί από ορισμένα από τα μέλη της.

Όταν άνευ άλλης επεξηγήσεως στα τετράδια της Οργάνωσης ο διαχειριστής ο κ. Κουφοντίνας μηνιαίως χρεώνει το ταμείο της Οργάνωσης με ορισμένο ποσό το οποίο φτάνει αισίως στις 690.000 δραχμές άνευ αιτιολογίας, άρα η αιτιολογία αφορά τον θησαυροφύλακα γιατί αλλιώς θα χρειαζόταν να γράφει, θα έπρεπε να παρέχει απολογισμό, κανείς μπορεί να εξαγάγει τα συμπεράσματά του.

Είναι αυτονόητο κ. Πρόεδρε. Ο Φρατζεσκίδης σε κάποια συνέντευξή του τον Ερυθρών Ταξιαρχιών είχε πει ότι όταν έκανα την πρώτη ληστεία είχα κάποιους ενδοιασμούς αλλά από την δεύτερη ληστεία άρχισε να μου αρέσει. ¶ρχισαν λέει να μου αρέσουν δύο πράγματα. Πρώτον, η δύναμη που νοιώθεις μπαίνοντας μέσα σε μία Τράπεζα εσύ «ο πιστολάς› και τους βάζεις όλους κάτω και τους παίρνεις τα λεφτά.

Δεύτερον, γιατί εν πάση περιπτώσει η ληστεία σου παρέχει αυτά που σου παρέχει το χρήμα και κανείς που ήρθε σε επαφή με το χρήμα δι’ αυτού του τρόπου δεν υπάρχει κ. Πρόεδρε που να το εμίσησε. Όποιος ήρθε σε επαφή με το χρήμα δια των ληστειών το αγάπησε. Και το αγάπησε και το ηγετικό δίδυμο της Οργάνωσης, δηλαδή ο κ. Κουφοντίνας και ο κ. Γιωτόπουλος και ας λένε εκείνοι ότι εμείς δουλεύαμε αλλά δεν μας ξέρει κανένας από αυτούς για τους οποίους δουλεύαμε. Ας λένε ότι δουλεύαμε αλλά δεν κόψαμε ποτέ μας μία απόδειξη. Ας προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα πόθεν έσχες των περιουσιακών τους στοιχείων με απίθανες εκτιμήσεις αξιών ενός σπιτιού που στους Λειψούς κάνει 10 εκατομμύρια και τα 150 τετραγωνικά στον Βαρνάβα κάνουν 30.

Δεν χρειάζεται νομίζω εδώ να επιστρατεύσει κανείς πολλά επιχειρήματα διότι η κοινή λογική οδηγεί στο αυτονόητο συμπέρασμα. Οι κύριοι αυτοί και αυτό συνιστά την διαφορά τους προς όλους εμάς τους υπόλοιπους, επορίζοντο τα προς το ζην χωρίς να εργάζονται. Η απασχόλησή τους ήταν τα εγκλήματα. Αλλά από την άλλη πλευρά έπρεπε βέβαια να ζήσουν, έκαναν το νοικοκυριό τους και έκαναν και το κουμάντο τους. Ζωή γλυκιά και αφορολόγητη. Υπάρχει καλύτερο πράγμα;

Ποτέ του δεν δούλεψε ο κ. Γιωτόπουλος. Δεν έχει πληρώσει στο κράτος αυτό στο οποίο επιτίθεται και το οποίο του παρέχει όλες τις υπηρεσίες, τους δρόμους, τα καράβια που χρησιμοποιεί ή τις άδειες για το σπίτι της συζύγου του και όλα αυτά, δεν έχει πληρώσει μία δραχμή. Και ενώ δεν έχει πληρώσει μία δραχμή θεωρεί δικαίωμά του να επιτίθεται εναντίον όλων των άλλων και αυτό ισχύει βεβαίως και για τον κ. Κουφοντίνα. Οι δύο κοινωνικοί λιποτάκτες οι οποίοι εξαφανίστηκαν κοινωνικά, δεν έχουν εργαστεί ποτέ και δεν έχουν πληρώσει εννοώ από τότε που ασχολούνται επαγγελματικά με την Οργάνωση βεβαίως και δεν έχουν πληρώσει μία δραχμή φόρο είναι οι δύο αυτοί, όχι βεβαίως συμπτωματικά, οι δύο ψευδώνυμοι επικεφαλής της Οργάνωσης της 17Ν.

Όσον αφορά δε τις εκρήξεις κ. Πρόεδρε θέλω απλώς να επισημάνω ότι το χαρακτηριστικό αυτών των πράξεων είναι ότι εξαπολύονται εν πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειές τους και αυτό καταφαίνεται από το γεγονός ότι σε σειρά από τις εκρήξεις που προκάλεσε η Οργάνωση σκοτώθηκαν άνθρωποι, τραυματίστηκαν άνθρωποι σε ορισμένες περιπτώσεις παρά πολύ βαριά.

Σας θυμίζω ότι στην ανατίναξη του λεωφορείου του Ρέντη ο ατυχής Κλίντον Μπράουν ο οποίος παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων αλλά δεν ήταν σε θέση να έρθει στο Δικαστήριο έχασε τμήμα από το κρανίο του και τμήμα του εγκεφάλου του. Το αποτέλεσμα είναι ότι έκτοτε ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής χάρις τους κυρίους κατηγορουμένους δυστυχής, διαλύθηκε η οικογένειά του διότι παθαίνει κρίσεις θυμού, γράφονται αυτά στα ιατρικά πιστοποιητικά που σας έχω υποβάλει. Έχει πρόβλημα προσανατολισμού διότι ξεκινάει από το σπίτι του και καθ’ οδόν χάνεται με αποτέλεσμα να περιπλανάται και να γίνεται θύμα ενδεχομένως ληστειών και άλλων επιθέσεων. Τον μαζεύουν οι Αρχές και ζει σε αυτή τη δυστυχία μετά από την έκρηξη.

Το λέω αυτό γιατί καμία φορά υπό το βάρος των δολοφονιών σε μία δίκη με τόσες πράξεις τείνει ακούσια βέβαια να λησμονείτε η βαρύτητα και ο απεχθής χαρακτήρας των εκρήξεων τις οποίες προκαλούσε η Οργάνωση. Η έκρηξη δε έχει και το άλλο κ. Πρόεδρε, έχει μέσα της την αδιαφορία και τη φονική διάθεση εκείνου που την προκαλεί «όποιον πάρει ο χάρος›. Εγώ θα ανατινάξω το λεωφορείο των ΜΑΤ, θα ανατινάξω το λεωφορείο με τους Αμερικανούς στον Ρέντη και από κει και πέρα όποιος σκοτωθεί κάλιο του να πάει, τί με νοιάζει εμένα.

Εγώ κάνω μία ενέργεια θεαματική η οποία θα μου δώσει την ευκαιρία η προκήρυξη που θα στείλω να διαβαστεί και να απασχολήσει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης διότι αλλιώς ποιος θα ενδιαφερόταν να διαβάζει τέτοια πληκτικά και μονότονα κείμενα όπως τα κείμενα των προκηρύξεων της 17Ν και επομένως από κει και πέρα αν αυτό κοστίζει μία ή περισσότερες ανθρώπινες ζωές αλλά αυτό κοστίζει την υγεία και τη σωματική ακεραιότητα ενός ή περισσοτέρων συνανθρώπων μου τί με νοιάζει εμένα.

Πράγματι κ. Πρόεδρε το τρίπτυχο αυτό των πράξεων, φόνοι, ληστείες και εκρήξεις δείχνουν ότι οι δράστες τους με την εξακολουθητική τέλεση αυτών των πράξεων μέσω μιας δομημένης Οργάνωσης και επί πάρα πολύ χρόνο απώλεσαν πλέον την στοιχειώδη συναισθηματική ανάσχεση που νοιώθει ακόμα και ο περιστασιακός παραβάτης του Ποινικού Νόμου, ακόμα και αυτός που τελεί ανθρωποκτονία απέναντι στην ανθρώπινη ζωή και την περιουσία βεβαίως.

¶λλωστε οι ληστείες συνδυάστηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις με φόνους. Είναι άραγε δικαιολογία το ότι ο ατυχής Μάτης αμυνόταν; Και αφού αμυνόταν γιατί δεν σηκωνόταν να φύγουν οι ληστές για να αποφύγουν να τον σκοτώσουν; Όχι, μπροστά στην επιτυχία του σκοπού θυσιάζεται ο Μάτης. Έχασαν λέω την στοιχειώδη συναισθηματική και ηθική ανάσχεση που έχει ο άνθρωπος και ο παραβάτης του Ποινικού Δικαίου και θα έλεγα ότι έχασαν και την αίσθηση του ότι τα θύματά τους είναι άνθρωποι.

Γι αυτούς δεν είναι τυχαίο ότι τους ονομάζουν στόχους. Η λέξη αυτή αποσπά την προσοχή από την ανθρώπινη υπόσταση αυτού τον οποίο θα σκοτώσεις και τον κάνει έναν στόχο. είναι κάτι το οποίο δεν έχει ανθρώπινη υπόσταση. Δεν είναι ζων θύμα. Χριστόδουλος Ξηρός, Σάββας Ξηρός κ. Πρόεδρε οι ίδιοι τα λένε, δεν τα λέω εγώ.

Η απώλεια της συναίσθησης ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινη ύπαρξη είναι άλλωστε απαραίτητη αξιότιμοι κ.κ. Δικασταί διότι δεν μπορώ αλλιώς πώς να φανταστώ ότι οι άνθρωποι αυτοί θα επέμεναν επί δεκαετίες να εκτελούν ανθρώπους. Δεν μπορείς. Η εμπειρία του φόνου είναι τόσο φοβερή ώστε εάν την συνεχίζεις επί μεγάλο χρονικό διάστημα σημαίνει ότι έχεις διώξει πλέον τη σκέψη ότι αυτός που σκοτώνεις είναι άνθρωπος, έχει εξοικειωθεί πλήρως. Το συναίσθημά σου έχει γίνει επίπεδο. Δεν έχεις πλέον συναισθηματική δόνηση, δεν σε ενδιαφέρει, δεν νοιώθεις ότι αυτός ο άνθρωπος αναπνέει, είναι ένα πλάσμα όπως κι εσύ και γίνεται για σένα ένα απλό αντικείμενο του οποίο σχεδιάζεις την εξάρθρωση, την εξόντωση.

Είναι η ψυχολογία των σειριακών δολοφόνων. Αυτοί ακριβώς είναι. Ο σειριακός δολοφόνος κ. Πρόεδρε μόλις τελειώσει τον πρώτο φόνο του αρχίζει να σχεδιάζει τον δεύτερο και σκέφτεται πώς θα κατορθώσει τον δεύτερο φόνο να τον κάνει πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά, πιο καλά. Ένας ωραίος, ξεκάθαρος φόνος όπως διηγείται κάποιος σειριακός δολοφόνος στα απομνημονεύματά του. Αυτό λέει με ενδιέφερε. Θέλω λέει ένα καθαρό γρήγορο πράγμα και θυμίζω ότι ο όρος του σειριακού δολοφόνου είναι νεώτερος όρος. Την δεκαετία του ΄70 καθιερώθηκε από έναν πρώην αξιωματούχο του FBI που είχε αφιερώσει τη ζωή του στην καταδίωξη σειριακών δολοφόνων και είναι εμπνευσμένος από τα σίριαλ της τηλεόρασης.

Όπως δηλαδή εκεί σε κάθε επεισόδιο προαναγγέλλεται το επόμενο και ετοιμάζεται με τρόπο ώστε και το επόμενο επεισόδιο να είναι συναρπαστικό αυτό το σίριαλ ζήσαμε κι εμείς με την δράση της Οργάνωσης. Η προκήρυξη ανακοίνωνε αυτό το οποίο είχε γίνει ήδη αντιληπτό και προετοίμαζε τον επόμενο στόχο. Οι δε πανηγυρισμοί των κατηγορουμένων όταν πετύχαιναν τον στόχο τους και η στενοχώρια τους όταν αποτύχαιναν περιείχε η δεύτερη την υπόσχεση ότι την επόμενη φορά θα είμαστε καλύτεροι. Να η επιχειρησιακή αρτιότητα του κ. Κουφοντίνα ο οποίος επειδή δεν νοιώθει και δεν θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι είναι σειριακός δολοφόνος, δεν το νοιώθει αυτό, είναι βέβαιο. Νοιώθει απλώς λαϊκός αγωνιστής. Εγώ το δέχομαι.

Να γιατί η επιτυχής σειρά δολοφονιών η δράση του serial killer ονομάζεται επιχειρησιακή αρτιότητα. Να μία έκφραση ουδέτερη από την οποία έχουμε βγάλει το σώμα και το πνεύμα των ανθρώπων που φονεύουμε και την μετατρέπουμε σε έναν στρατιωτικό όρο «επιχειρησιακή αρτιότητα›. Να λοιπόν! Για την οποία φαίνεται ότι είναι υπερήφανος. Και δεν είναι μόνο ο ίδιος.

Την επιχειρησιακή αρτιότητα της ΛΕΑ ανέπτυξε στο ακροατήριο ο κ. Γιωτόπουλος και θα έρθω στη συνέχεια να δείξω πώς η 17Ν είναι η λογική συνέχεια για τον κ. Γιωτόπουλο -όχι για τους άλλους που συμμετείχαν- της Οργάνωσης αυτής της αντιδικτατορικής της οποία προΐστατο τότε. Με αυτά κ. Πρόεδρε νομίζω ότι ολοκληρώνω ένα πρώτο κεφάλαιο που έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά των πράξεων της 17Ν και την ταυτότητα που προσδίδουν οι πράξεις αυτές στα μέλη και την δράση της.

Ας μην γελιόμαστε, όποιος υποστηρίζει ότι ο εξακολουθητικός φόνος είναι μέσον για την επιτυχία κάποιου σκοπού υποστηρίζει πράγματα αδύνατα. Ο φόνος ως εμπειρία είναι τόσο έντονη, είναι και τόσο δύσκολο να υπερβεί κανείς το ταμπού «ου φονεύσεις› γιατί δεν είναι ένας απλός απαγορευτικός κανόνας, είναι ταμπού, το ένα από τα 4 βασικά ταμπού ως γνωστόν. Εκείνος που το υπερβαίνει και σκοτώνει και συνεχίζει να σκοτώνει αντί να μεταμεληθεί δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι σκοτώνει για να ... Ο φόνος δεν είναι ποτέ μέσον για κάτι άλλο.

¶λλωστε αν αναρωτηθεί κανείς η Οργάνωση αυτή εκτός από τους νεκρούς που άφησε πίσω της ποιος είναι ο σκοπός που πέτυχε; Το «για να› ποιο είναι; Μήπως η δημοσίευση των προκηρύξεων στην εφημερίδα; Εάν αυτός ήταν ο σκοπός του φόνου που λέγεται μέσον δεν νομίζω ότι θα ήθελαν και οι κύριοι κατηγορούμενοι να τους προσάψει κανείς. Ότι δηλαδή για να με γράψουν οι εφημερίδες σκοτώνω κάποιον. Να είναι αυτό; Μόνο αυτό μπορώ να σκεφτώ. Οτιδήποτε άλλο όμως με όσα ιδεολογικά και πολιτικά καρυκεύματα και αν το στολίζει κανείς μπορεί να υποστηριχθεί στα σοβαρά, βγήκε κάποιος και λέει ότι εγώ θα σκοτώνω, θα κάνω φόνους για να πετύχω ένα ανώτερο ιδανικό. Δεν υπάρχει γιατί αφού η ανθρώπινη αξία είναι το υπέρτατο έννομο αγαθό, δεν μπορεί ποτέ να γίνεται εργαλείο ή μέσον για να πετύχει οποιοσδήποτε ότι εκείνος θεωρεί ευγενικό, ανώτερο ή σπουδαίο σκοπό.

Η ανθρώπινη ζωή και η διατήρησή της είναι αυτοσκοπός και δεν μπορεί ποτέ να γίνεται μέσον και εργαλείο ο φόνος για να επιτευχθεί κάτι άλλο. ¶λλωστε κ. Πρόεδρε η επίσημη πολιτεία το αποδεικνύει αυτό στους κυρίους κατηγορουμένους με τη νομοθεσία της και μέσα σε αυτή την αίθουσα. Γιατί η πολιτεία μας ανήκει στις προηγμένες πολιτισμικά κοινωνίες όπως επεσήμανα και είναι από εκείνες που αρνούνται και στον ίδιο τον εαυτό τους το δικαίωμα να θανατώνει κάποιον όσες και όποιες πράξεις κι αν έχει διαπράξει και ορθά το πράττει. Γιατί; Διότι πέραν των ηθικών αντιρρήσεων υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος του λάθους και κανείς δεν μπορεί ούτε η πολιτεία οργανωμένη να αναλαμβάνει την ευθύνη της θανατώσεως κάποιου ότι κι αν έχει πράξει αυτός.

Οι κύριοι κατηγορούμενοι ζώντας σε μία τέτοια προηγμένη πολιτισμικά κοινωνία εκμεταλλεύτηκαν την ασφάλεια που τους παρέχει η απόλυτη προστασία και της δικής τους ζωής για να αφαιρούν τη ζωή των συνανθρώπων τους. Είναι κρίμα που μέσα σε αυτή την αίθουσα αυτή την ύστατη ώρα δεν έδειξε κανείς από εκείνους που επιμένουν στην άρνηση ή επιμένουν στην ορθότητα των ενεργειών της Οργάνωσης οποιοδήποτε ίχνος, στοιχείο μεταμέλειας ή οτιδήποτε άλλο.

Θα πω κ. Πρόεδρε ότι η δήλωση η οποία έχει γίνει κατ’ επανάληψη από τον κ. Κουφοντίνα σε σχέση με την δολοφονία Αξαρλιάν εγώ δεν την θεωρώ ειλικρινή. Μπορεί να κάνω λάθος και το εύχομαι αλλά θα εξηγήσω γιατί. Εάν ο κ. Κουφοντίνας και οι λοιποί της ομάδας είχαν πράγματι μετανιώσει για εκείνον τον θάνατο θα είχαν μετανιώσει και για τους άλλους. Θα είχε ολοκληρωθεί η ψυχική τους μεταστροφή έστω στην διάρκεια αυτής της δίκης, θα είχαν σκύψει το κεφάλι και θα είχαν ζητήσει συγγνώμη.

Εκείνοι αντίθετα εξαίρεσαν την υπόθεση Αξαρλιάν για έναν και μοναδικό λόγο, δεν δουλεύει επικοινωνιακά. Στο marketing του τρόμου η δολοφονία Αξαρλιάν είναι μείον. Δεν τους συμφέρει. Η εικόνα του απλού λαϊκού αγωνιστή την οποία έπλασε για τον εαυτό του ο κ. Κουφοντίνας και την οποία διεδήλωσε με την έγγραφη απολογία του που διάβασε εδώ στο ακροατήριο με την κατάληξη των στίχων του Παλαμά, δεν κόλλαγε –επιτρέψτε μου την έκφραση– με τη δολοφονία Αξαρλιάν εξ ου και η δήλωση συγγνώμης, ότι εκεί ήταν ένα τραγικό λάθος, ζητάμε συγγνώμη.

Μα αν στα σοβαρά σεβόντουσαν στην ανθρώπινη ζωή θα την ζητούσαν από όλους. Θυμάστε χαρακτηριστικά ότι όταν κατέθετε με δάκρυα στο πρόσωπό της η κόρη του Ρόναλντ Στιούαρντ στην αίθουσα αυτή και ρωτήθηκε ο κ. Κουφοντίνας είπε στον πόνο του παιδιού που έχασε τον πατέρα του υποκλίνομαι. Όμως σκεφτείτε ότι αυτός (ο Στιούαρντ) θα ήταν σήμερα στο Ιράκ και μαύρος ξεμαύρος Λοχίας-Επιλοχίας θα πολεμούσε εκεί και θα σκότωνε κόσμο. ¶ρα το συμπέρασμα «καλά του κάναμε›.

Η κατανόηση αφορά τον πόνο των οικείων. Αλλά η εμμονή στην ορθότητα του ότι σκοτώσαμε παραμένει ακέραιη. Ο δε Σάββας Ξηρός σε μία πρόσφατη συνέντευξή του όχι αυτή στην τηλεόραση, που έδωσε σε εφημερίδα λέει ότι σαν τον Κυναίγειρο με ότι μου απέμεινε θα συνεχίσω. Προαναγγέλλει. Τον έχετε ακούσει κι άλλες φορές. Είμαι λέει ο τελευταίος καμικάζι και με ότι μου απέμεινε, με την αναπηρία που έχω ως αποτέλεσμα της εκρήξεως εγώ θα συνεχίσω.

Να λοιπόν που στην ύβρη προς τους νεκρούς θύματα της Οργάνωσης στον απεχθή χαρακτήρα, την ταπεινότητα των κινήτρων προστίθεται και η διακήρυξη ότι είμαστε αμετανόητοι, είμαστε εδώ και αν μπορέσουμε θα συνεχίσουμε να σας σκοτώνουμε γιατί εμείς κατέχουμε το ορθόν, εγώ είμαι ο κλειδοκράτορας της ιστορικής αλήθειας και αφού εγώ την κατέχω και όλοι εσείς την αγνοείτε εγώ θα διαλέγω τί θα κάνω με καθένα από εσάς.

Αυτή είναι κ. Πρόεδρε η φυσιογνωμία της Οργάνωσης και ίσως θα έπρεπε οι κ.κ. κατηγορούμενοι επειδή επικαλούνται πολύ τον Μαρξ να σκεφτούν ότι και μαρξιστικά αν προσεγγίσουν την δράση τους θα καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι αυτό το οποίο εμείς τους κατηγορούμε, γιατί η ταυτότητα κάθε ανθρώπου προσδιορίζεται από αυτό το οποίο κάνει. Το να υποστηρίξω εγώ στο Δικαστήριο ότι μολονότι αναλώνω τόσες πολλές ώρες του 24ωρου στη δικηγορία δεν είμαι δικηγόρος, είμαι κάτι άλλο, είμαι αστρονόμος, είμαι καλλιτέχνης θα προκαλέσει το γέλιο και ευλόγως. Αυτό το οποίο κάνω κι εγώ κι εσείς και όλοι οι άλλοι μας προσδιορίζει ως πρόσωπα. Είμαστε αυτό που κάνουμε. Ασκούμε τη δικηγορία και είμαστε δικηγόροι. Απονέμουμε δικαιοσύνη και είμαστε δικαστές. Τελούμε φόνους είμαστε φονιάδες. Τί άλλο μπορεί να είμαστε; Τί άλλο μπορεί να είμαι ως πρόσωπο όταν η καθημερινότητά μου είναι οι φόνοι; Ξεκινάω την ημέρα μου σχεδιάζοντας τον φόνο, τον επόμενο φόνο.

Ο κ. Κουφοντίνας κυκλοφορούσε πάνοπλος ανά πάσα στιγμή, είχε πάνω του χειροβομβίδες έτοιμες πάντοτε. Πιστοποιείται και από το επεισόδιο των Σεπολιών το γεγονός αυτό. Ξεκίναγε την ημέρα του όπως εμείς παίρνουμε το αυτοκίνητο για να πάμε στην δουλειά μας στο Δικαστήριο, εκείνος ξεκίναγε την ημέρα του με τις χειροβομβίδες και τα όπλα στις τσέπες να πάει να δει πώς θα ετοιμάσει τον επόμενο φόνο. Γι αυτό προμήθευε τους υπολοίπους με όλα τα υλικά, είχε τα πιστόλια, είχε τα γάντια, είχε τα αυτόματα, απ’ όλα. Έβγαινε έξω, αυτή ήταν η δουλειά του.

Κατά την δική του οπτική υπήρξε ένας επιτυχημένος επαγγελματίας. Πράγματι, επιχειρησιακά άρτιος. Ξεκινάω την ημέρα μου για να κάνω φόνους και ληστείες. Η καριέρα όλη αν κοιτάξει πίσω του και έχει δίκιο ο κ. Εισαγγελεύς όπως και σε πολλά άλλα τα οποία επεσήμανε λέγοντας ότι πιστεύει ότι ακόμη είναι βέβαιος ότι καλώς έχει ακολουθήσει αυτή την πορεία, ότι σωστή υπήρξε η ζωή του διότι αν πίστευε το αντίθετο θα ήταν πολύ δύσκολο να αποφασίσει πλέον πώς θα πορευθεί στο μέλλον.

Έρχομαι τώρα κ. Πρόεδρε σε ορισμένα νομικά και αποδεικτικά θέματα τα οποία αφορούν όλες τις υποθέσεις τις οποίες εκπροσωπώ και έχουν νομίζω και γενικότερο ενδιαφέρον ως θέματα για το Δικαστήριό σας. Πολλά ακούστηκαν. Το πρώτο είναι το άρθρο 211Α η νομική και η αποδεικτική σημασία της απολογίας κατηγορουμένου που επιβαρύνει με αυτήν συγκατηγορούμενό του.

Πολλά ελέχθησαν σε αυτήν την αίθουσα για το άρθρο 221Α. Είναι ένα από τα στερεότυπα επιχειρήματα τα οποία προβάλλει η υπεράσπιση και ορισμένοι από τους κ.κ. κατηγορουμένους, το ότι ένοχος ένοχον ου ποιεί και εδώ έχετε μία δίκη όπου τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία για σειρά πράξεων και για την ενοχή σειράς κατηγορουμένων δεν είναι παρά αυτά τα οποία λένε οι συγκατηγορούμενοί τους.

Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα κ. Πρόεδρε να υποβάλλω προς το Δικαστήριό σας ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν το άρθρο 211Α, η συμπλήρωση θα έλεγα όσων πολύ ευστόχων ανέπτυξαν οι αξιότιμοι κ.κ. Εισαγγελείς. Το άρθρο 211Α είναι μία αποδεικτική οδηγία η οποία εμπεριέχει αποδεικτική οδηγία η οποία εμπεριέχει και ένας είδος αποδεικτικού περιορισμού. Δεν εμπεριέχει απαγορευτικό κανόνα απαγόρευσης απόδειξης. Αυτό είναι παγιωμένο και παρ’ όλες τις διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί γι αυτό το θέμα ουδείς αμφισβητεί ότι δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με αποδεικτική απαγόρευση αλλά έχουμε να κάνουμε με μία αποδεικτική οδηγία.

Αναζήτησα και βρήκα ότι ανάλογη διάταξη προς το άρθρο 211Α περιέχει ο Ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας όπως ισχύει και σήμερα. Είναι το άρθρο 192 παράγραφος 3 του Ιταλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο επιγράφεται «εκτίμηση των αποδείξεων›. Στην παράγραφο 3 ο Ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας έχει μία διάταξη ανάλογη προς το άρθρο 211Α διατυπωμένη απλώς από άλλη σκοπιά. Ειδικώς δηλαδή για την απολογία του κατηγορουμένου – πράγμα που δεν κάνει για τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα – αφού πει ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα λέει ότι αυτά εκτιμώνται ελευθέρως από το Δικαστήριο, ότι δηλαδή και το δικό μας άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Στην παράγραφο 3 λέει ότι η απολογία του κατηγορουμένου σε σχέση με όσα καταλογίζει σε συγκατηγορουμένους του, συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Η δική μας διατύπωση είναι από άλλη σκοπιά, ότι αυτή μόνη της δεν επαρκεί για τη θεμελίωση κρίσης ενοχής. Ο λόγος που οι Ιταλοί έχουν ρητή διάταξη διότι η συνεκτίμηση των αποδείξεων είναι αυτονόητη, ο λόγος που έχουν θεσπίσει ειδική διάταξη για την απολογία του συγκατηγορουμένου είναι ο ίδιος που οδήγησε και το δικό μας νομοθέτη στο άρθρο 211α να εισαγάγει αυτό τον αμφισβητούμενο μεν, αλλά ισχύοντα κανόνα, ότι δηλαδή χρειάζεται περίσκεψη, χρειάζεται προσοχή, υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι ενδέχεται να καθιστούν μη αξιόπιστη εν όλω ή εν μέρει την απολογία ενός συγκατηγορουμένου καθ’ ο μέρος επιβαρύνει συγκατηγορούμενό του και γι’ αυτό το Δικαστήριο πρέπει να έχει το νου του και να βλέπει εάν αυτά τα οποία υποστηρίζει ένας κατηγορούμενος, ενισχύονται, υποστηρίζονται επιβεβαιώνονται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία.

Η περίπτωση της Ιταλίας έχει και το πρόσθετο ενδιαφέρον ότι στην Ιταλία ως γνωστόν έχουν διεξαχθεί πάρα πολλές δίκες με κατηγορούμενους μέλη τρομοκρατικών Οργανώσεων και εκεί πάντοτε το ζήτημα αυτό της αξιοπιστίας δηλαδή των λεγόμενων από ορισμένους κατηγορούμενους ήταν θέμα που απασχόλησε τα Δικαστήρια από τον πρώτο βαθμό μέχρι και το Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας.

Δύο δε υποθέσεις -και αυτό έχει νομίζω εξαιρετικό ενδιαφέρον- οδηγήθηκαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Είναι η υπόθεση Ισκρό κατά Ιταλίας του 1991 και η υπόθεση Φεραντέλι και Σαντάντζελο κατά Ιταλίας του 1996. Στις υποθέσεις αυτές τα Δικαστήρια είχαν στηρίξει την περί ενοχής κρίση των κατηγορούμενων που προσέφυγαν, σε όσα συγκατηγορούμενος είχε πει απολογούμενος και μάλιστα και στις δυο περιπτώσεις συγκατηγορούμενος ο οποίος δεν κατορθώθηκε να είναι στο ακροατήριο, δηλαδή μόνο επί τη βάση αυτών, τα οποία είχαν λεχθεί στη προδικασία.

Δεν ήταν ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, στη μεν περίπτωση του Ισκρό διότι ο κατηγορούμενος δεν ανευρίσκετο ο οποίος είχε ενοχοποιήσει τους υπολοίπους, δεν τον έβρισκαν οι διευθύνσεις που τον αναζητούσαν δεν υπήρχε, οι διευθύνσεις που έδωσαν οι κατηγορούμενοι αν και αναζητήθηκε δεν βρέθηκε και επομένως υπήρχε εξ αντικειμένου αδυναμία της ανευρέσεως και της προσαγωγής του στη δίκη.

Στη δε περίπτωση Φεραντέλι και Σαντάντζελο διότι ο κατηγορούμενος που τους είχε επιβαρύνει αυτοκτόνησε διαρκούσης της προδικασίας και άρα κι αυτός δεν ήταν δυνατό να είναι παρόν στη δίκη. Μάλιστα δε στη δεύτερη υπόθεση το μόνο το οποίο είχε από απόψεως δυνατοτήτων των κατηγορούμενων να αντιπαρατεθούν, να αντιμετωπίσουν τα λεγόμενα του συγκατηγορουμένου του, ήταν μια κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή τους χωρίς την παρουσία συνηγόρων, στη διάρκεια της ανακρίσεως. Εκεί δηλαδή οι κατηγορούμενοι όπου επιβάρυνε ο ένας τον άλλον, ερωτήθηκαν διασταυρωτά τι έχουν να πουν γι’ αυτά που λέει ο ένας εις βάρος του άλλου.

Η υπόθεση δε Φεραντέλι και Σαντάντζελο είναι υπόθεση που έχει να κάνει με τη δράση τρομοκρατικών Οργανώσεων γιατί πρόκειται για μια επίθεση σε μια αποθήκη πυρομαχικών της Αστυνομίας όπου για την αρπαγή αυτών των όπλων οι δράστες σκότωσαν τους δύο καραμπινιέρους που φύλασσαν την αποθήκη.

Εδώ προσέφυγαν οι κατηγορούμενοι και καταδικασθέντες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου και υποστήριξαν ότι η καταδίκη τους επί τη βάση ως κυρίου, ως βασικού θεμελιώδους αποδεικτικού στοιχείου της απολογίας συγκατηγορουμένων του και μάλιστα κατά το στάδιο της προδικασίας, παραβίαζε αφ’ ενός μεν το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας με την παρ. 1, αφ’ ετέρου δε το δικαίωμά τους με το άρθρο 6 παρ. 3δ της Συμβάσεως να αντεξετάσουν, να υποβάλλουν ερωτήσεις, να υποβάλλουν στον ακροαματικό έλεγχο τους κατηγορούμενους που τους καταλόγιζαν όσα τους καταλόγισαν.

Οι προσφυγές αυτές απορρίφθηκαν και οι δύο από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς στο σκεπτικό ότι το Δικαστήριο δέχτηκε ότι εφ’ όσον το Δικαστήριο συν-αξιολόγησε και άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία -και έχει νομίζω ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί αυτό- δεν αποδείκνυαν ευθέως τη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία, αλλά ήταν στοιχεία που σχετίζονταν με την ύπαρξη της Οργάνωσης, με την εν γένει αξιοπιστία αυτών τα οποία είπε ο συγκατηγορούμενος απολογούμενος, με την εκτίμηση της ειλικρίνειας σε σχέση με τις λεπτομέρειες που ανέφερε αλλά και –και αυτό νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημαία- την έλλειψη οποιασδήποτε πειστικότητας αξιοπιστίας στα επιχειρήματα που οι κατηγορούμενοι προέβαλλαν στο ακροατήριο, για να αντικρούσουν όσα ο συγκατηγορούμενός τους είχε προδικαστικώς καταθέσει εις βάρος τους.

Εδώ νομίζω ότι βρίσκεται και για μας ασχέτως του ότι επομένως από απόψεως δικαιότητας της δίκης και Συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου ουδέν θέμα τίθεται, πρέπει κανείς να δει σε αυτή τη δίκη ποια είναι η δικονομική θέση και ποια είναι η αποδεικτική σημασία αυτών των απολογιών, ορισμένες εκ των οποίων επιβεβαιώθηκαν και διευκρινίστηκαν στο ακροατήριο και άλλες εκ των οποίων –όπως λένε οι κύριοι κατηγορούμενοι- ανακλήθηκαν, αυτό θα το σχολιάσω στη συνέχεια.

Εδώ κ. Πρόεδρε σε αντίθεση με τις υποθέσεις αυτές της Ιταλίας, έχουμε πρώτον το υπέρ της δικαιότητας της διαδικασίας στοιχείο ότι οι κατηγορούμενοι που έχουν επιβαρύνει συγκατηγορουμένους τους, είναι παρόντες στη δίκη. Δεύτερον, έχουμε την πραγματικά σπουδαία πρόοδο όσον αφορά την εναρμόνιση της εσωτερικής μας νομοθεσίας προς τη Σύμβαση της Ρώμης, η οποία έγινε με απόφαση του Δικαστηρίου σας σε αυτή την αίθουσα και πιστεύω για πρώτη φορά, να δοθεί στους συνηγόρους της Υπεράσπισης των συγκατηγορουμένων που επιβαρύνονται από άλλους κατηγορούμενους αλλά και στην Πολιτική Αγωγή, το απεριόριστο δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις όσον αφορά την ενοχοποίηση των εντολέων τους.

Αυτή η μεταχείριση του συγκατηγορούμενου ο οποίος επιβαρύνει άλλους ως μάρτυρας, επικυρώνεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, διότι λέει στις αποφάσεις του αυτές, ότι η έννοια του μάρτυρα είναι ουσιαστική για τη Σύμβαση και επομένως καθ’ ο μέρος ένας κατηγορούμενος καταθέτει εις βάρος συγκατηγορουμένου του, είναι μάρτυς και πρέπει στον επιβαρυνόμενο συγκατηγορούμενο να παρέχονται οι δυνατότητες να τον εξετάσει και να τον υποβάλλει στη βάσανο της αποδεικτικής διαδικασίας της ακροαματικής διαδικασίας και της λογικής. Αυτό σε αυτή τη δίκη έγινε και είναι μια ερμηνεία του Κ.Ποιν.Δ. ο οποίος επιτρέπει μόνο την δια του Προέδρου υποβολή των ερωτήσεων και η πρακτική είναι αυτές να είναι πολύ περιορισμένες, είναι πρόοδος σε αυτή τη δίκη και ορθότατη απόφαση από πλευράς Συμβάσεως της Ρώμης ότι δόθηκε αυτή η δυνατότητα.

Το αν το ήσκησαν ή όχι είναι δικό τους θέμα, το ότι πολλοί εκ των συνηγόρων Υπερασπίσεως δεν θέλησαν να ρωτήσουν τον κ. Σάββα Ξηρό ή τον κ. Χριστόδουλο να τους πει γιατί είπε στην προδικασία αυτά τα οποία είπε και έσπευσαν να υιοθετήσουν τον ισχυρισμό του ότι αυτά τα έγραφε η Ασφάλεια και ο Διώτης, ή να υιοθετήσουν τον απίθανο ισχυρισμό του Τζωρτζάτου ότι ξυλοκοπήθηκε και φοβήθηκε και δεν ήξερε τι έλεγε, ή τον εξίσου απίθανο ισχυρισμό του κ. Παύλου Σερίφη ότι αποστήθισε 6 πυκνογραμμένες σελίδες δαχτυλογραφημένες και τις απήγγειλλε ενώπιον της ανακρίτριας αφού το προηγούμενο βράδυ του είχαν εμποτίσει με το κείμενο της απολογίας του αυτής οι αστυνομικοί της Ασφάλειας ώστε να μπορέσει να τα πει, το ότι οι επιβαρυνόμενοι συγκατηγορούμενοι σπεύδουν να ασπάζονται όλους αυτούς τους ισχυρισμούς, είναι δικό τους πρόβλημα.

Αλλά η στάση τους αυτή έχει και περαιτέρω σημασία. Όταν έχουμε μια απολογία προανακριτική η οποία στο ακροατήριο «αντικρούεται› με ισχυρισμούς για βασανιστήρια οι οποίοι καταρρίφθηκαν, με σκευωρίες, ξύλο, φόβο, ή οτιδήποτε άλλο και έχουμε άρνηση του επιβαρυνομένου συγκατηγορουμένου δια του συνηγόρου του να υποβάλλει στη βάσανο της αποδεικτικής διαδικασίας τον κατηγορούμενο εκείνο ο οποίος του καταλογίζει τόσες πράξεις, από εκεί και πέρα η αξιοπιστία και η αποδεικτική σημασία όσων στην προδικασία έχει καταθέσει ο απολογούμενος συγκατηγορούμενος μεγιστοποιείται.

Διότι η έννοια του 211α δεν μπορεί παρά να είναι και η εξής: όταν ο επιβαρυνόμενος συγκατηγορούμενος με την απολογία του ουδέν λογικό, άξιο λόγου, πειστικό, αποδεικτικά τεκμηριωμένο έχει να αντιτάξει σε όσα του καταλογίζει ο συγκατηγορούμενός του, τότε έπεται ότι ο συνδυασμός της απολογίας του ενός κατηγορούμενου που επιβαρύνει τον συγκατηγορούμενο και της έλλειψης οποιασδήποτε πειστικότητας της απολογίας του απολογουμένου στο ακροατήριο συγκατηγορουμένου, αρκούν και αυτά τα δύο για να καταλήξει κανείς σε κρίση περί ενοχής.

Δεν σημαίνει δηλαδή ότι επειδή ο κατηγορούμενος που επιβαρύνεται λέει «αρνούμαι την κατηγορία› ότι αυτή του η άρνηση αποδεικτικά δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως δεύτερο, πέραν της αρχικής απολογίας του πρώτου κατηγορούμενου στοιχείο, το οποίο πιστοποιεί την αξιοπιστία της πρώτης. Διότι η προσδοκία λογικών και πειστικών επιχειρημάτων αποδεικτικά τεκμηριωμένων στο ακροατήριο από τον κατηγορούμενο τον οποίο επιβαρύνει ο συγκατηγορούμενός του, είναι αυτονόητη.

Όταν εδώ έχετε το μεν απολογίες οι οποίες –θα πω στη συνέχεια ορισμένα χαρακτηριστικά- τις διακρίνουν ως κείμενα που αποτυπώνουν την πραγματική βούληση αυτού ο οποίος τα καταθέτει αφ’ ενός και αφ’ ετέρου έχετε μια στείρα έως απίθανη «αντίκρουση› από πλευράς εκείνων που επιβαρύνονται, πάρτε για παράδειγμα τον κ. Χριστόδουλο Ξηρό ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει ότι είναι περαστικός, τυχαία βρέθηκε σε αυτή την αίθουσα, βρέθηκε κάποιος Διώτης και Σύρος έβαλαν τον αδελφό του να λέει ορισμένα πράγματα. Σημειώστε βέβαια ότι ο Σάββας Ξηρός στην πρώτη του απολογία λέει για πρόσωπο με το όνομα Μανόλης «του οποίου τα στοιχεία αρνούμαι να σας αποκαλύψω› και έρχεται πριν τον Σάββα ο Χριστόδουλος και αρχίζει και εκθέτει πράγματα και θάματα για τον τρόπο δράσης της Οργάνωσης.

Λέω ότι ισχυρίζεται ότι είναι εδώ περαστικός, κάποια κακή τύχη επειδή έπιασαν το Σάββα οι Αρχές και του έδωσαν φάρμακα ή δεν ξέρω τι άλλο υποστηρίζεται άρχισε να λέει και εκείνος μετά τι να κάνει τα είπε κι αυτός και πες ο ένας πες ο άλλος πες και ο Βασίλης, βρέθηκαν όλοι εδώ. Λέω λοιπόν: αυτά τα λεγόμενα δηλαδή του Χριστόδουλο στο ακροατήριο αντέχουν σε στοιχειώδη έλεγχο της λογικής; Έχουν κάποιο αποδεικτικό βάρος; Εάν είχαν, θα μας υποχρέωναν ν’ αρχίσουμε να αμφισβητούμε την αξιοπιστία αυτών που έχουν λεχθεί στην προδικασία και από τον Σάββα και από τον ίδιο. Αφού όμως δεν έχουν, δεν μπορεί κανείς παρά να επιβεβαιώσει με τον τρόπο αυτό, την αξιοπιστία και την ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα όσων ο Σάββας και οι άλλοι έχουν καταθέσει στην προδικασία.

Θα σας παρακαλούσα κ. Πρόεδρε για ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το Δικαστήριο διακόπτει για 5 λεπτά.

ΔΙΑΚΟΠΗ