ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Συνεχίζει ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Έλεγα ότι το 211α εμπεριέχει μια αποδεικτική οδηγία και ότι τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου μπορούν να θεμελιώσουν την κρίση περί ενοχής μπορεί να είναι οποιαδήποτε, δεν είναι απαραίτητο τα στοιχεία αυτά να αποδεικνύουν αφ’ εαυτών και ευθέως την πράξη για την οποία πρόκειται, αλλά μπορεί να ανήκουν στην κατηγορία των ενδείξεων όπως επισημάνθηκε από τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα.
Μεταξύ δε αυτών είναι και η απολογία του επιβαρυνόμενου συγκατηγορουμένου υπό την προϋπόθεση ότι αυτός απολογούμενος, ουδέν λογικό, πειστικόν και αποδεικτικά τεκμηριωμένο επικαλείται για να αποκρούσει όσα του καταλογίζει ο συγκατηγορούμενός του. Δεν θα μπω κ. Πρόεδρε στον προβληματισμό της ισχύος του 211α και της εκτάσεως αυτής της ισχύος μετά τον Ν.2928/2001 ούτε στον προβληματισμό της συνταγματικότητας, διότι ναι μεν η αρχή της ηθικής αποδείξεως έχει μακρά παράδοση και αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα του ποινικού δικονομικού μας δικαίου, αλλά δεν έχει συνταγματική κατοχύρωση.
Επιπλέον δε νομίζω ότι ο νομοθέτης του 2928/2001 θέλησε να τροποποιήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το άρθρο 211α, το εγνώριζε και το αφήνει να λειτουργεί όπως λειτουργεί. Απλώς, όπως και η διατύπωση του 211α έτσι και η διατύπωση του νέου άρθρου 187, δείχνει ότι το αποδεικτικό μέσο που λέγεται μαρτυρία κατηγορουμένου εις βάρος συγκατηγορουμένου του, είναι ένα σοβαρό αποδεικτικό μέσο το οποίο ο νόμος μας αναγνωρίζει ως τοιούτο και αναθέτει στο Δικαστήριο να το συνεκτιμήσει μαζί με τα υπόλοιπα.
Επίσης η ύπαρξη περισσοτέρων απολογιών κατηγορουμένων με τις οποίες επιβαρύνεται ένας ή περισσότεροι άλλοι συγκατηγορούμενοι, αποτελεί ένα εριζόμενο θέμα αν ο νόμος όταν στο 211α χρησιμοποιεί ενικό θέλει να μην περιλάβει τις περιπτώσεις που έχουμε περισσότερους, θέμα το οποίο έθεσε ο αξιότιμος κ. Αναπληρωματικός Εισαγγελέας ή αν εξεφράσθη στον ενικό διότι έτσι συνήθως εκφράζεται.
Νομίζω όμως ότι και αυτό το ζήτημα σε αυτή τη Δίκη δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί όποια θέση και αν λάβει κανείς γι αυτό το ζήτημα, και τα επιχειρήματα του κ. Εισαγγελέως είναι πολύ σοβαρά αλλά ακόμα και αν δεν την δεχθεί την άποψή του αυτή, ένα είναι βέβαιο: Όσο περισσότερες απολογίες κατηγορουμένων έχουμε με τις οποίες επιβαρύνεται ένας συγκατηγορούμενος, τόσο η ανάγκη άλλων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία να έχουν ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα εξανεμίζεται. Είναι αυτό που λέει ο λαός μας ότι αν σε πει ένας γάιδαρος να αδιαφορήσεις, εάν σε πουν δύο να αρχίσει να το σκέφτεσαι και αν σε πουν τρεις τότε μάλλον είσαι.
Εάν δηλαδή έχουμε έναν, δύο, τρεις, πέντε, έξι κατηγορουμένους οι οποίοι διηγούνται και μάλιστα με τρόπο που είναι παρεμφερής, χωρίς αντιφάσεις, αλλά με τις διαφορές εκείνες που είναι φυσιολογικές σε μία εκούσια και αυθόρμητη ανθρώπινη διήγηση, δεν έχουμε απολογίες που είναι κομμένες και ραμμένες σε ένα μοντέλο, έχουμε ορισμένες διαφορές οι οποίες τίποτε άλλο δεν πιστοποιούν παρά την αυθορμησία και την ειλικρίνεια αυτών οι οποίοι καταθέτουν.
Εδώ λοιπόν η σειρά των προανακριτικών και εν συνεχεία ανακριτικών απολογιών είναι ενδιαφέρουσα όχι μόνο κατά το περιεχόμενό της αλλά και κατά τη χρονολογία της, διότι μαρτυρεί περί της ειλικρινείας και του αυθορμήτου, αυτών τα οποία είπαν οι κ.κ. κατηγορούμενοι. Θυμίζω ότι η πρώτη προανακριτική απολογία του κ. Σάββα Ξηρού δίνει ορισμένα στοιχεία, αλλά τα περισσότερα τα δίνει η δεύτερη, του κ. Σάββα Ξηρού στις 20/7.
Πριν δε συνεχίσει την απολογία του ο Σάββας Ξηρός, την πρώτη του τη διακόπτει λέγοντας ότι «θέλω να διακόψω στο σημείο αυτό την απολογία μου διότι χρειάζομαι ξεκούραση και να σκεφτώ και θα επανέλθω›, πράγμα εύλογο ενόψει των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης προανακριτικής Σάββα Ξηρού μεσολαβούν εκείνες του Βασίλη Ξηρού στις 17/7, του Χριστόδουλου Ξηρού στις 17/7 –φαίνεται ότι ανακρίνονται παράλληλα διότι αρχίζουν οι απολογίες τους στις 16:30 του ενός και 17:30 του άλλου, του Διονύσιου Γεωργιάδη και του Βασίλειου Τζωρτζάτου.
Να λοιπόν πώς και μόνη η χρονολογική σειρά των απολογιών καταρρίπτει το επιχείρημα ότι εδώ οικοδομήθηκε ένα μοντέλο επί τη βάσει των λεγομένων του Σάββα Ξηρού και αφού οικοδομήθηκε αυτό το μοντέλο για οτ πώς συνέβησαν τα πράγματα, ήρθε στη συνέχει η διωκτική αρχή να κολλήσει και να προσαρμόσει στα λεγόμενα του Σάββα Ξηρού τα λεγόμενα των υπολοίπων.
Και για σκεφτείτε, με τον Γεωργιάδη θα άρχιζε; Στις 27/7 απολογείτο ο Γεωργιάδης. Τον Γεωργιάδη θα άρχιζε η διωκτική αρχή να στήνει τη σκευωρία της; Και με τον Βασίλη Ξηρό; Οι οποίοι, από τις απολογίες που δίνουν δείχνουν ότι ξέρουν λιγότερα, πολύ λιγότερα από πολλούς άλλους για την Οργάνωση. Και επανέρχεται βεβαίως ο Χριστόδουλος Ξηρός στην ανακριτική του στις 21/7 και συνεχίζονται οι απολογίες, 25/7 ο Παύλος Σερίφης, 25/7 ο Πάτροκλος Τσελέντης, ο Παύλος στον ανακριτή κ.ο.κ.
Θέλω να πω με αυτά ότι έχετε μία χρονική αλληλουχία απολογιών και ένα περιεχόμενο απολογιών που πείθουν για την αυθεντικότητά τους. Διάβασα προηγουμένως ένα απόσπασμα από την απολογία του Βασίλη Ξηρού. Έχει και άλλα κ. Πρόεδρε και νομίζω ότι σε σχέση με τη γλωσσική αυθεντικότητα των λεγομένων των κ.κ. κατηγορουμένων αυτή η απολογία έχει ιδιαίτερη σημασία, λέει κάπου ότι «ο Χριστόδουλος κρατούσε τον οπλισμό σαν τον ¶γιο Βασίλη και κρεμόταν στο πλάι από το μηχανάκι›.
Είναι έκφραση νέας γενιάς, ότι «το κρατάει σαν τον ¶γιο Βασίλη›. Λέει επίσης κάπου αλλού «μου είπαν στην αρχή ότι οι φραγκάτοι τα έχουν όλα στα χέρια τους και μας πίνουν το αίμα› και κάτι άλλα τέτοια. Φαίνεται εδώ δηλαδή η έλλειψη πολιτικής συγκρότησης, το οποίο δεν το λέω ως μομφή για τον άνθρωπο, απλώς ως χαρακτηριστικό μιας νεότερης γενιάς. ¶λλο τελείως είναι το γλωσσικό ιδίωμα το οποίο χρησιμοποιεί φερ’ ειπείν ο Παύλος Σερίφη, άλλο είναι του Τζωρτζάτου, του Τζωρτζάτου το γλωσσικό ιδίωμα έχει μία χαλαρότητα, μία αποφυγή αναφοράς γεγονότων και κάποιες τάσεις να φορτώσει σε άλλους.
Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό ότι αυτές οι απολογίες περιέχουν πληθώρα στοιχείων, αν κανείς κάτσει και τις διαβάσει θα βρει πάρα πολλά, «η δεντρολιβανιά› για την Αλίθια Ρομέρο που αναφέρεται στον Βασίλη Ξηρό π.χ. Επίσης ο Καρατσώλης λέει στην απολογία του «είπαμε ότι θα κάνουμε έναν Αμερικάνο›, απόδοση στην ελληνική αργκό αμερικανικής, κυρίως από τη Μαφία προερχόμενης που λέει «τον κάναμε αυτόν› που σημαίνει τον σκοτώσαμε.
Η αστυνομία τα βρήκε αυτά. «Μου είπαν› λέει «ότι θα κάνουμε κάποιους αγώνες›. Έκφραση η οποία προσήκει σε πρόσωπα με διαφορετική συγκρότηση απ’ ότι φερ’ ειπείν είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας ή άλλοι. Αυτά είναι στοιχεία τα οποία πείθουν για την αυθεντικότητά τους. Αλλά όχι μόνο αυτά. Έχετε το χαρακτηριστικό φαινόμενο ότι καθένας από τους κατηγορουμένους απολογούμενος λέει ως ένα σημείο κάποια πράγματα, γιατί παραπάνω δεν ξέρει και δεν πιέζεται να πει περισσότερα.
Γιατί τί θα κόστιζε στην διωκτική αρχή να πιέσει τον Κονδύλη να του πουν «έλα καημένε που μας λες μόνο ότι τον είδες σε ένα ρεμπετάδικο, δεν μπορείς να πεις ότι τον συνάντησες και προτού γίνει η επίθεση στην Αμερικανική Πρεσβεία, να βγει μια ωραία ηθική αυτουργία να τελειώνει το θέμα; Στο ρεμπετάδικο μόνο; Για να πηγαίνουμε εμμέσως στο ποιος πήγαινε στο ρεμπετάδικο, μόνο μέλη της Οργάνωσης, άρα μέλος της Οργάνωσης ο Γιωτόπουλος, βάλε ηλικία, βάλε τα άλλα χαρακτηριστικά συμπέρασμα και να διαμαρτύρεται η Υπεράσπιση ότι έτσι με συμπεράσματα θα καταλήξει στην ηθική αυτουργία›.
Λέτε αυτά, οι όποιοι υποτιθέμενοι σκευωροί δεν τα είχαν κατά νου τους και δε θα μπορούσαν να τα στήσουν με τον κατάλληλο τρόπο; Αντίθετα βλέπετε ότι καθένας περιορίζεται σε αυτά τα οποία γνωρίζει. Ο Τέλιος σας λέει ότι «συνάντησα ως Λάμπρο ένα πρόσωπο που φορούσε μια κουκούλα και μιλήσαμε για διάφορα ιδεολογικά θέματα, δεν με έπεισε ενώ με πήγαν σε αυτόν για να είναι η τελευταία βαθμίδα όπου θα τύχω ακροάσεως και θα πεισθώ για το σφάλμα των απόψεών μου και μετά ο κουκουλοφόρος την έβγαλε την κουκούλα και είδα ότι ήταν ο Γιωτόπουλος›.
Ή να σας πει και στο ακροατήριο ότι αναγνωρίζω τη φωνή του, ήταν μία φωνή που μου έμεινε στο μυαλό. Δεν ήταν αυτή μία συνάντηση την οποία ξεχνάει κανείς εύκολα. Δεν ξέρω ποιος και πόσες φορές έχει βρεθεί σε ένα υπόγειο με έναν κουκουλοφόρο να του κάνει ιδεολογική κατήχηση, δεν είναι κάτι το οποίο συμβαίνει κάθε μέρα. Αλλά επειδή είναι ειλικρινής και περιορίζεται στη μεταφορά στο ακροατήριο αυτών που πράγματι άκουσε, σας λέει «δεν μπορώ να σας πω αν η φωνή αυτή ταυτίζεται με του ως Λάμπρου εδώ φερόμενου Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, σας λέω όμως ότι συνάντησα έναν Λάμπρο κι έναν Νικήτα και φορούσαν κουκούλες› κ.ο.κ., σε όλες τις απολογίες υπάρχουν τέτοια χαρακτηριστικά.
Ειδικά δε για τον Γιωτόπουλο ο οποίος αμύνεται και διαμαρτύρεται στη Δίκη αυτή και το διοχετεύει και στη δημοσιότητα ότι «δεν υπάρχει τίποτε για μένα, έχετε έναν Τσελέντη που σας λέει μερικά πράγματα που προσέθεσε, αόριστες αναφορές του Κονδύλη στα ρεμπετάδικα, τί έχετε για μένα, εγώ γιατί είμαι εδώ; Εγώ είμαι ο ηθικός αυτουργός;›
Θα θυμίσω λοιπόν ότι τον κ. Γιωτόπουλο τον ενοχοποιούν οι Καρατσώλης, Θωμάς Σερίφης, Παύλος Σερίφης, Πάτροκλος Τσελέντης, Βασίλης Ξηρός, Βασίλης Τζωρτζάτος, Σωτήριος Κονδύλης, Χριστόδουλος Ξηρός, Σάββας Ξηρός και Τέλιος με τον έμμεσο τρόπο που ανέφερα προηγουμένως.
Έχετε δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ δέκα, όχι έναν, όχι δύο, δέκα συγκατηγορουμένους του, των οποίων οι απολογίες συνδυαζόμενες, πράγμα που δε θα μας εμποδίσει ασφαλώς ο κ. Γιωτόπουλος, μπορεί η αναφορά Κονδύλη ότι «τον είχα συναντήσει σε ρεμπετάδικα όπου όμως μέλη της Οργάνωσης έρχονταν›, αν ήταν μόνη της να αποδείκνυε μόνο την ιδιότητα του ως μέλους της Οργάνωσης, αλλά αν συνδυάσετε αυτά τα οποία λένε οι δέκα αυτοί άνθρωποι για το πώς, πού και υπό ποια ειδικότερα περιστατικά γνώρισαν, συνομίλησαν και εν γένει πληροφορήθηκαν για το ρόλο του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, απορώ πώς είναι δυνατό να διατυπώνεται ακόμη σε αυτή την αίθουσα η υποτιθέμενη αυτή προσχηματική εν τέλει απορία.
Ποιος με λέει λέει εμένα; Δέκα άνθρωποι. Είναι λίγοι; Δεν είναι οι τρεις που λέει ο λαός μας, είναι δέκα. Επιπλέον λέει «ορισμένοι από αυτούς οι οποίοι με κατηγόρησαν στην προδικασία, εδώ τις ανακάλεσαν τις απολογίες τους, επομένως δεν έχουν καμία ισχύ›. Θα υπενθυμίσω κ. Πρόεδρε το αυτονόητο, το είπαν και οι αξιότιμοι κ.κ. Εισαγγελείς, ότι τα λεγόμενα δεν ξελέγονται. Αυτά που λέει ο κατηγορούμενος ή ο μάρτυρας σε μία φάση της διαδικασίας δεν δικαιούται να τα ξεπεί.
¶λλωστε η Υπεράσπιση δεν επετέθη δριμύτατα σε ορισμένους μάρτυρες που είχε καλέσει ο κ. Εισαγγελέας επειδή μία μικρή λεπτομέρεια μπορεί να μην ταίριαζε σε όσα είχαν καταθέσει στην προδικασία και τους υπέβαλλαν σε ερωτήσεις βασανιστικές, ως ένα βαθμό ορθές; Δεν έλειψαν βέβαια και οι επιθέσεις αλλά δε θα τις σχολιάσω αυτές σε προσωπικό επίπεδο και στα σοβαρά, τί είναι άραγε η προανακριτική απολογία; Είναι πληρεξούσιο το οποίο αυτός ο οποίος το έδωσε το ανακαλεί ελευθέρως στο ακροατήριο και αφού το ανακάλεσε δεν υπάρχει;
Να ο στρουθοκαμηλισμός που επεσήμανε εύστοχα ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας. Αυτές οι απολογίες που ανεκάλεσαν οι κατηγορούμενοι λες και ήταν πληρεξούσια, για τον κ. Γιωτόπουλο δεν υπάρχουν, εξαφανίστηκαν γιατί τις ανακάλεσαν εκείνοι που απ’ ότι φαίνεται συμπλέουν μαζί του.
Αυτού του είδους η «ανάκληση› χωρίς να εισφέρει αυτός ο οποίος αρνείται την προανακριτική απολογία του οποιοδήποτε πειστικό στοιχείο, απλώς επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά της και επιπλέον πιστοποιεί ότι συμπλέει με τις εντολές εκείνου που ενοχοποίησε, δηλαδή του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου. Ακόμα δηλαδή και αυτή η δικονομική συμπεριφορά εάν προσθέσετε το περιστατικό το οποίο μεταφέρθηκε εδώ από τον Πάτροκλο Τσελέντη και επιβεβαιώθηκε από τον Σωτήρη Κονδύλη για τις υπόγειες απειλές περί του ποιος θα ενοχοποιηθεί για τον φόνο του Μομφεράτου και του Μάτη, σας δίνει αμέσως την εικόνα του ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι ανακαλούν τις απολογίες τους και ποιος είναι εκείνος ο οποίος τους βάζει να τις ανακαλούν για να έρχεται εδώ στρουθοκαμηλικά και να λέει «μα τί έχετε εναντίον μου; δεν έχετε τίποτα, κανένας δε με επιβαρύνει εμένα›. Αυτό είναι ηθική αυτουργία;
Θα θυμίσω επίσης κ. Πρόεδρε, ειδικά για τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο σε σχέση πάντοτε με τις απολογίες των συγκατηγορουμένων ότι και η φυσική του παρουσία σε πράξεις μαρτυρείται από αυτούς. Θέλω να επισημάνω ότι ο κ. Γιωτόπουλος, γεννημένος το 1944, ήδη το 1984 όταν η Οργάνωση διευρύνει τη δράση της και γίνεται ακόμα επιθετικότερη, είναι 40 ετών. Όσοι δεν τον γνωρίζουν τον περιγράφουν και η παρουσία του αυτό μαρτυρεί, ότι δεν επρόκειτο για κάποιον αθλητικό τύπο ο οποίος γυμναζόταν για να είναι σε φυσική κατάσταση κομάντο και να συμμετέχει με ευχέρεια σε ενέργειες εκτελεστικές, επομένως η διαδοχή των γενεών και η εξασφάλιση εκτελεστών οι οποίοι θα έκαναν τη δουλειά, αναφέρομαι στους φόνους κυρίως, ήταν για τον κ. Γιωτόπουλο επιτακτική ανάγκη.
Νέο αίμα χρειαζόταν, δηλαδή νέα θύματα και νέο αίμα για την Οργάνωση, νέοι άνθρωποι στρατολογούμενοι. Ο κ. Γιωτόπουλος κατά τον Χριστόδουλο Ξηρό συμμετέχει σε υποθέσεις Τσαντ, Μομφεράτου, Α.Τ. Βύρωνα, Μπακογιάννη και ΕΛΤΑ Αιγάλεω. Ενέργειες πέντε.
Κατά τον Τζωρτζάτο επίσης Βύρωνα, ΕΛΤΑ Αιγάλεω, στο λεωφορείο Βούλα και Ρέντη όσον αφορά τον σχεδιασμό. Κατά τον Σάββα Ξηρό και στον Σόντερς, την κλήση από το κινητό και κατά τον Παύλο Σερίφη, Γουέλς και Πέτρου-Σταμούλη –αυτό βεβαίως δικονομικά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί αλλά έχει την αξία του ως κατάθεση του κ. Παύλου Σερίφη για την πρώτη φάση της Οργάνωσης- και κατά τον Καρατσώλη επίσης Βύρωνας, ΟΤΕ Πατησίων, ΕΛΤΑ Βύρωνα και κατά τον Βασίλη Ξηρό στη δολοφονία Περατικού.
Να λοιπόν και το επόμενο επιχείρημα που αποδεικνύεται πόσο χάρτινο είναι του κ. Γιωτόπουλου. «Δε με λέει κανένας εμένα› λέει, αρχηγός της Οργάνωσης που δεν πήγαινε στη μάχη να πείσει τους υπόλοιπους; Πήγαινε τον πρώτο καιρό και εκτελούσε ιδιοχείρως. Όταν μεγάλωσε φυσικό ήταν να αναζητήσει νεότερους ανθρώπους και εκείνος εν τιμή να αποσυρθεί κάπως όσον αφορά την εκτέλεση των ενεργειών και να απολαμβάνει τον σεβασμό, να έχει την υπόληψη των υπολοίπων ως ο θρύλος της 17Ν που σκότωσε τον Γουέλς ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη δικτατορία και όλα τα κακά τα οποία βρήκαν τη χώρα μας από το ’67 και μετά και βεβαίως να παρίσταται και σε ορισμένες ληστείες προς διασφάλιση της λείας όπως είπα και προηγουμένως.
Να λοιπόν πώς οι απολογίες των συγκατηγορουμένων, όχι απλώς δένουν μεταξύ τους, όχι απλώς δένουν εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται το ιδιαίτερο αποδεικτικό τους βάρος, αλλά παρέχουν και απόδειξη ισχυρότατη η οποία συνδυαζόμενη με τα άλλα στοιχεία καθίσταται πλήρης για την ακρίβεια και την αξιοπιστία αυτών τα οποία αναφέρονται και έχουν καταχωρηθεί ως περιεχόμενό τους.
Διότι κ. Πρόεδρε, ένα άλλο χαρακτηριστικό, το τελευταίο που θα επισημάνω αυτών των απολογιών που τις καθιστούν αξιόπιστες, είναι και το ότι οι κατηγορούμενοι που ενοχοποιούν άλλους, αναδέχονται οι ίδιοι για τον εαυτό τους ευθύνη για πράξεις βαρύτατες. Αυτό που ήθελε να εμποδίσει ο νομοθέτης με το άρθρο 211α και προκύπτει αυτό από την εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου και μετέπειτα Ν. 2408/1996, είναι οι περιπτώσεις κατηγορουμένων κυρίως σε υποθέσεις ναρκωτικών οι οποίοι επειδή εκεί πάντοτε το ερώτημα είναι ποιος είναι ο διακινητής, ποιος είναι ο έμπορος και ποιος είναι το βαποράκι, αυτό είναι ένα κλασικό ζήτημα το οποίο τίθεται στις δίκες περί ναρκωτικών, κάνουν το εξής:
Λένε ότι οι ίδιοι απλώς τους έδωσαν να κατέχουν μια ποσότητα χωρίς να έχουν ιδέα ή τους είπαν «κράτησέ το για λίγο χρόνο› κι εκείνος το κράτησε, έτσι από κακώς νοούμενη φιλία, αλλά δεν έχει καμία σχέση με την αγορά, τη διακίνηση, την εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών, με αυτήν έχει σχέση ο άλλος. Αυτή είναι η εμπειρία η δικανική η οποία οδήγησε στη νομοθετική τροποποίηση. Δηλαδή ο αναξιόπιστος κατηγορούμενος, ο αναξιόπιστα ενοχοποιών τον συγκατηγορούμενό του κατηγορούμενος, το πρώτο το οποίο διασφαλίζει για τον εαυτό του, είναι η μείωση της δικής του ευθύνης.
Εδώ όμως έχετε ανθρώπους όπως είναι ο Κονδύλης, τον ζήσατε στο ακροατήριο, με τη σοβαρότητα και την παρρησία θα έλεγα που τον διακρίνει, πράγμα που δείχνει ότι διαθέτει τον ψυχικό μηχανισμό της μεταμέλειας και την έδειξε στο Δικαστήριό σας, να σας λέει ότι συμμετείχε στη δολοφονία του Τούρκου διπλωμάτη. Το αρνείται. Θα μπορούσε εύκολα να πει «εγώ όταν πήγα ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα τον σκοτώναμε.› Να μη σας λέει: «Νόμισα ότι θα κάναμε πρόβες αλλά βεβαίως είχα κατά νου ότι αυτός ο άνθρωπος θα φονευθεί›. Όχι, σας λέει «ήξερα ότι η Οργάνωση θα τον σκοτώσει›, σας το λέει.
Δεν συζητώ βεβαίως για τον Χριστόδουλο Ξηρό και τον Σάββα Ξηρό οι οποίοι αποδέχονται σωρεία πράξεων, οι οποίες εφόσον επιβεβαιωθούν και το ήξεραν αυτό όταν τα έλεγαν, θα τους κόστιζαν βαρύτατες ποινές και δεν είναι αντάλλαγμα σε μια τέτοια απολογία το να αναφέρεις τον Λάμπρος ως εκείνος ο οποίος επέλεξε το στόχο του. Και λοιπόν; Τί θα κέρδιζαν; Κατά τί μείωσαν τη δική τους ευθύνη; Κι όχι μόνο αυτό, ούτε το ελαφρυντικό του Ν. 2928/2001 από αυτό θα μπορούσαν να επωφεληθούν, διότι όταν ο Τσελέντης απολογείται έχουν ειπωθεί όλα.
Όταν απολογείται ο Κονδύλης, έχουν ειπωθεί όλα. Απολογείται ο Κονδύλης στις 4/8 στον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή. Δεν έχει να προσθέσει κάτι για την Οργάνωση ούτε να συμβάλλει στην εξάρθρωσή της ώστε να τύχει των μέτρων επιείκειας και να έχει τις ευεργεσίες αυτού του νόμου. Θα μπορούσε δηλαδή κανείς εδώ να υποστηρίξει ότι το έκαναν με υπολογισμό, είπαν, είπαν, είπαν και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα επωφεληθούν από την εφαρμογή του νόμου.
Δεν ισχύει αυτό διότι τα πράγματα με τις αρχικές απολογίες είχαν ήδη ολοκληρωθεί και αυτό λοιπόν το στοιχείο προσθέτει στην αξιοπιστία αυτών των απολογιών. Βεβαίως δεν θα εισέλθω καθόλου στην αξιολόγηση των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από την Υπεράσπιση ορισμένων κατηγορουμένων για την κακοποίησή τους ή τον βασανισμό τους στη διάρκεια της κρατήσεως ή της νοσηλείας, όχι μόνο γιατί αυτά εξετάστηκαν στο ακροατήριο και αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι κάτι τέτοιο ουδέποτε υπήρξε, αλλά και διότι εν τέλει ο τρόπος και η έλλειψη λογικής συνοχής και ελάχιστης πειθούς σε αυτά τα οποία προβάλλονται, νομίζω ότι δεν τα καθιστά και άξια σοβαρής αντι-επιχειρηματολογίας.
Τί να πει κανείς δηλαδή για τους ισχυρισμούς του Τζωρτζάτου που ξυλοκοπήθηκε λέει.....
Β. ΤΖΩΡΤΖΑΤΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ κ. Τζωρτζάτο, με βρίσατε, μου είπατε όταν φορούσα την στολή του Έλληνα αξιωματικού ότι ήμουν υπάλληλος της Χούντας και εγώ το ανέχτηκα. Όλα τα ανέχτηκα, διότι ξέρω τι δικάζω εδώ και περίμενα και πολύ χειρότερα. Όμως δεν είναι υποχρεωμένος ο κ. συνήγορος να σας ανέχεται. Εάν εξακολουθείτε να μιλάτε θα σας κατεβάσω κάτω.
(Διαλογικές συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι λέτε κ. Εισαγγελεύς;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Να αποβληθεί κ. Πρόεδρε αμέσως.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το Δικαστήριο διατάσσει την απομάκρυνση του κατηγορούμενου και διακόπτει για 5 λεπτά.
ΔΙΑΚΟΠΗ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ με ηρεμία ας αναπτύξει τα επιχειρήματά του, θα έρθει και η σειρά των συνηγόρων θα τα πουν, δεν είναι ανάγκη να βρίζουμε ο ένας τον άλλον, δεν κερδίσουμε τίποτα.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Έλεγα κ. Πρόεδρε ότι δεν προσκομίστηκε τίποτα πειστικό το οποίο να πιστοποιεί τους ισχυρισμούς περί κακοποίησης ψυχολογικής βίας, ή οποιασδήποτε άλλης τέτοιας απαγορευμένης ανακριτικής μεθόδους εις βάρος των κυριών κατηγορούμενων.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Έφερα πόρισμα γιατρών που σας το εξέθετα.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αντίθετα η ποικιλία των απολογιών των κυρίων κατηγορουμένων όσον αφορά αυτά που διαδραματίστηκαν στην προδικασία καταρρίπτονται και από το γεγονός ότι έχετε κατηγορούμενους όπως για παράδειγμα ο Θωμάς Σερίφης ο οποίος προσπαθώντας ίσως να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης του συλλογικού σεβασμού και των προσωπικών δεσμών που έχει λόγω της καταγωγής και της παιδικής φιλίας με άλλους κυρίους κατηγορούμενους αρνήθηκε να μιλήσει γι’ αυτούς στο ακροατήριο και από την άλλη πλευρά του σεβασμού και του εαυτού του, διότι δεν θέλησε να εξευτελίσει εδώ αυτά τα οποία λέει, αρχίζοντας κι αυτός να διηγείται εκδοχές περί βασανισμού και πιέσεως.
Έχουμε δηλαδή τόσο διαφοροποιημένες απολογίες όσον αφορά το τι συνέβη και εννοώ τους κυρίους κατηγορούμενους που δεν συμπλέουν σ’ ένα μοτίβο γι’ αυτό αναφέρομαι ειδικώς στον κ. Θωμά Σερίφη. Ή, πάρτε για παράδειγμα τον Παύλο Σερίφη όπου στην προανακριτική του απολογία λέει «Δεν έχω να καταθέσω τίποτα› και πηγαίνει μετά στην ανακρίτρια και διηγείται αυτά που διηγείται υποστηρίζοντας εν συνεχεία το απίθανο ότι η Ασφάλεια του έκανε πλύση εγκεφάλου για να μην τα πει στην ίδια (στην Ασφάλεια) αλλά να πάει να τα πει στην ανακρίτρια. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται εδώ άλλος σχολιασμός για να καταδειχθεί πόσο αυτός ο ισχυρισμός δεν στέκει.
Έχετε τις καταθέσεις των ανθρώπων όπως ο Τέλιος και ο Κονδύλης που λένε ότι ρωτήθηκαν και αν θέλουν να ειδοποιήσουν δικηγόρο για να έρθει να είναι παρών κατά την απολογία τους κ.ο.κ., σειρά δηλαδή απολογιών με διαφορετική στάση και σειρά απολογιών στο ακροατήριο με διαφορετική πλην πειστική στάση όσον αφορά το τι ο καθένας αποφάσισε και τι συνέβη στην προδικασία, ώστε οι άλλοι ισχυρισμοί οι οποίοι προβάλλονται να μην μπορούν να διεκδικήσουν καμία πειστικότητα.
Όσον αφορά ειδικώς τον κ. Σάββα Ξηρό έχουμε αφ’ ενός μεν ένα σημαντικό κεφάλαιο της δίκης, το οποίο αφιερώθηκε στην εξέταση και στην ανίχνευση των πραγματικών περιστατικών που συνόδεψαν τη μεταφορά του στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ και στη μεταχείριση στην οποία εκεί υποβλήθηκε.
Έχουμε επίσης ένα έγγραφο το οποίο προσκόμισε η Υπεράσπιση στο τέλος της διαδικασίας αφού δηλαδή είχαν τελειώσει και οι απολογίες το οποίο πέραν του οψίμου της προσαγωγής του που έχει ασφαλώς και αυτό το νόημά του, τι σημαίνει τελευταία στιγμή να θέλω να γυρίσω τη διαδικασία πίσω, θέλω να επισημάνω κ. Πρόεδρε ότι ο υπογράφων αυτή τη γνωμοδότηση ο κ. Νέστορος έχει παραπεμφθεί στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης του κ. Δοξιάδη στη γνωστή αντιδικία Παναγοπούλου – Δοξιάδη, διότι προσήλθε εις δίκην ασφαλιστικών στο ακροατήριο και αφού παρατήρησε επί μία ώρα τον κ. Δοξιάδη, έγραψε γνωμοδότηση ότι είναι ψυχικά διαταραγμένος. Αυτός είναι ο κ. Νέστορος.
Έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά από τον Ιατρικό Σύλλογο για παραβίαση της ιατρικής δεοντολογίας γι’ αυτή την υπόθεση. Αυτό τον άνθρωπο να μην τον χαρακτηρίσω, τον έχουν χαρακτηρίσει οι ομότεχνοί του, έφερε η Υπεράσπιση με αυτό το χαρτί στο τέλος της διαδικασίας για να το κάνει σημαία ότι τάχα βρέθηκε ένας «επιστήμονας› ο οποίος πιστοποιεί εκ των υστέρων, μακρόθεν με μια τηλε-διάγνωση την ψυχική κατάσταση του κ. Σάββα Ξηρού από τότε μέχρι σήμερα.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Δεν ήταν τηλε-διάγνωση, είχε φέρει εδώ πέρα όλα τα στοιχεία που προκύπτουν από τον ιατρικό φάκελο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήρθαν εδώ.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτός λοιπόν είναι ο κ. Νέστορος, ο οποίος είναι γνωστά στο Δικαστήριο τα γεγονότα αυτά γι’ αυτό τα λέω. Στη δίκη Κράμπη – Κράλη είχε κάνει την περίφημη γνωμοδότηση ότι τους έβαλε ανιχνευτή αλήθειας στον κ. Κράλη και τον βρήκε να λέει την αλήθεια. Αυτός είναι ο κ. Νέστορος! Καμαρώστε τον επιστήμονα και πράγματι θα έπρεπε να είχε εμφανιστεί σε νωρίτερη φάση της διαδικασίας για να ξεγυμνωθεί εδώ η επιστημονική του διαβλητότητα και η ανεπάρκεια. Αυτός είναι ο κ. Νέστορος στον οποίο στηρίζει η Υπεράσπιση όχι η αρχική -τιμώ τους κυρίους συναδέλφους- η νεώτερη του κ. Σάββα Ξηρού.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Συμφωνώ. Φέρτε τον εδώ να καταθέσει να δείτε, δεν έχετε φέρει ούτε ένα πραγματογνώμονα και μπορεί να λέει ό,τι θέλει ο καθένας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτή τη στιγμή σας ειδοποιώ ότι αν συνεχίσετε αυτή τη συμπεριφορά της διακοπής, θα σας κατεβάσω κάτω.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ έδειξα από την αρχή συμπάθεια και αγάπη στο πρόσωπό σου, εάν δεν την έχεις καταλάβει δεν έχεις τις ευαισθησίες που πρέπει.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Τι συμπάθεια μου λέτε;! Όταν σας καταγγέλλω έγκλημα και μου λέτε εσείς να κάνω push ups! Δεν είναι ειρωνεία;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπα εγώ να κάνετε push ups;
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Αυτό είπατε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αυτό είναι διαστρέβλωση αυτών που λέτε. Τέλος πάντων. Σας κάνω νουθεσία να αφήσετε τη διαδικασία να εξελιχθεί όπως λέει η δικονομία, δεν προβλέπει πουθενά ούτε να πετάγεστε, ούτε να μιλάτε σε αυτό το στάδιο. Θέλετε να καθίσετε; Καθίστε. Δεν θέλετε; Πηγαίνετε κάτω.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αρχίσαμε από το Μάρτιο και τα βρήκατε αυτά τώρα στο τέλος. Έπρεπε να τα πείτε από την αρχή, όπως σας είπα.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Στην αρχή ήμουν άρρωστος, τυφλός και κουφός! Φέρτε τους ψυχιάτρους εδώ της φυλακής?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τους φέραμε όλους εδώ πέρα και τους ακούσατε. Φέραμε και το δικό σας και είπε ότι δεν είχατε πάρει φάρμακα. Ο δικός σας το είπε εδώ μέσα. Δεν τον ακούσατε τον Χριστοδουλάκη; Το είπε. Τι να κάνω εγώ τώρα;
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Εισαγγελεύς τι κάνουμε; Έκανα νουθεσία αν από εδώ και πέρα συνεχίσει δεν μπορώ εγώ. θέλω να γίνει η διαδικασία. Δεν θέλετε εσείς; Οπωσδήποτε δεν θέλετε να γίνει η διαδικασία γιατί νομίζετε ότι έτσι κερδίζετε κάτι. Γιατί δεν αφήνετε το συνήγορο να τα πει;
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Γιατί δεν με αφήσατε να απολογηθώ μου λέτε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με όρους; Κύριε δεν εκβιάζεται το Δικαστήριο. Δεν σας φοβάται και σας το είπα. Κανέναν δεν φοβάται το Δικαστήριο.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Φοβάστε την αλήθεια! Από την πρώτη φορά που ανέβηκα εδώ αρχίσατε να ρωτάτε άλλα πράγματα αντί να ρωτάτε για τον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ και μου λέτε «Καθίστε κάτω›.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ σας είπα;
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου) Είναι στα πρακτικά γραμμένα. Δεν περίμενα καλύτερα πράγματα από έναν άνθρωπο που άλλα λέει τη μια μέρα, άλλα λέει την άλλη. Εδώ στη διαδικασία έχετε αλλάξει Οβιδιακές μεταμορφώσεις. Μια λέτε «αναλαμβάνω› μια λέτε «δεν αναλαμβάνω›, ό,τι θέλετε λέτε. Δεν μπορώ να ασχοληθώ κ. Ξηρέ με εσάς άλλο. Τελείωσα με εσάς. Από εδώ και πέρα ό,τι βγήκε από τη διαδικασία. Με εσάς δεν μπορώ να ασχοληθώ άλλο, σας παρακαλώ πολύ.
Σ. ΞΗΡΟΣ: (Εκτός μικροφώνου)
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, έχω τη γνώμη ότι ο κ. Σάββας Ξηρός τον παρακαλώ να εξέλθει να ηρεμήσει και αργότερα να ξαναέρθει στην αίθουσα. Αυτό είναι το αίτημα μου προς το Δικαστήριό σας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να τον απομακρύνουμε μέχρι το διάλειμμα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Για λίγο τουλάχιστον.
Η. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ολοκλήρωσα το κεφάλαιο των προανακριτικών και ανακριτικών απολογιών και των επ’ ακροατηρίω απολογιών και την αξιοπιστία τους κι έρχομαι σ’ ένα επόμενο θέμα που είναι αυτό της αξίας των επιστημονικών αποδείξεων που προσήχθησαν σε αυτή τη δίκη και εννοώ με αυτά τα εργαστηριακά ευρήματα των εργαστηρίων της Ελληνικής Αστυνομίας, δηλαδή τα δαχτυλοσκοπικά ευρήματα – αποτυπώματα, τα συμπεράσματα από την εξέταση των κλειδιών και τις γραφολογικές εξετάσεις αυτές που έγιναν στα εργαστήρια της Αστυνομίας κι αυτές που έγιναν στο πλαίσιο της πραγματογνωμοσύνης που διέταξε ο κ. Εφέτης ανακριτής από τους πραγματογνώμονες που διορίστηκαν και από τους τεχνικούς συμβούλους που όρισαν ορισμένοι από τους πολιτικώς ενάγοντες.
Όσον αφορά πρώτα από όλα τα δαχτυλικά αποτυπώματα. Σήμερα παραμένουν και είναι γνωστό αυτό στο Δικαστήριο τα δαχτυλικά αποτυπώματα η κορυφαία επιστημονική απόδειξη της ποινικής διαδικασίας. Είναι άλλο θέμα το τι σημαίνει λογικά το να υπάρχει το αποτύπωμα κάποιου σ’ ένα αντικείμενο αυτό είναι θέμα αποδεικτικού συλλογισμού και είναι άλλο θέμα το εάν το αποτύπωμα κάποιου υπάρχει σ’ ένα αντικείμενο σταθερό ή κινητό.
Ως προς το δεύτερο την ύπαρξη δηλαδή ή μη του αποτυπώματος και τη δια αυτού του τρόπου ταύτιση του προσώπου για τον οποίο πρόκειται με εκείνο το πρόσωπο που άφησε το αποτύπωμά του, η δαχτυλοσκοπική παραμένει σήμερα μια ασφαλής εργαστηριακή επιστήμη και η πιθανότητα το δαχτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε και ταυτίζεται με εκείνο του Α να ταυτίζεται με κάποιου άλλου, να υπάρχουν δηλαδή δύο όμοια δαχτυλικά αποτυπώματα, είναι 1 προς 10 στην ενενηκοστή εβδόμη δύναμη, δηλαδή υπερβαίνει τον πληθυσμό της υδρογείου. Με άλλα λόγια είναι μοναδικό και είναι αδύνατο το αποτύπωμα του Α που ταυτίζεται με το αποτύπωμα με το οποίο συγκρίνεται να ανήκει σε άλλο πρόσωπο.
Όταν λέει το εργαστήριο της Αστυνομίας ότι με την εφαρμογή των σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων τις οποίες διαθέτει κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στα σταθερά Α, Β, Γ σημεία και στα κινητά Ε, Στ αντικείμενα υπάρχουν δαχτυλικά αποτυπώματα είτε τις άκρες των δακτύλων, είτε παλαμικά των κατηγορούμενων 1, 2, 3 αυτό είναι ένα συμπέρασμα το οποίο επιστημονικά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, δεν μπορεί να προσβληθεί εκτός εάν η Υπεράσπιση απεδείκνυε ή το Δικαστήριο διαπίστωνε ότι στη διάρκεια του εργαστηριακού ελέγχου ή στη μέθοδο η οποία εφαρμόστηκε κάτι πήγε στραβά.
Η δυνατότητα αυτή δηλαδή της εξέτασης του ελέγχου και της επιβεβαίωσης της επιστημονικά ορθής και αδιάβλητης μεθόδου που ακολουθήθηκε από τα εργαστήρια της ελληνικής αστυνομίας σε σχέση με την ταύτιση των αποτυπωμάτων δόθηκε, στην Υπεράσπιση πλήρως.
Ήρθαν εδώ, μεταφέρθηκαν εδώ τα πειστήρια, εκόμισαν οι υπεύθυνοι της Ελληνικής Αστυνομίας τα πειστήρια κατέθεσαν επί πολλές μέρες στο ακροατήριο, εξήγησαν και τεκμηρίωσαν τις απόψεις τους και τα επιστημονικά συμπεράσματά τους και σε όλα αυτά υπήρξαν βεβαίως ερωτήσεις, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει ακουστεί αντίλογος. Εκτός βέβαια από την υπαίθρια παράσταση της Υπεράσπισης του κ. Τζωρτζάτου, η οποία πήρε κάτι γόμες, κάτι πλαστελίνες και μετέφερε αποτυπώματα μόνη της στο προαύλιο του Δικαστηρίου. Με αυτά δεν έχουμε λόγο να ασχολούμαστε εμείς.
Εδώ ήρθε ο κ. Γιαννακούρης σε σχέση με τα αποτυπώματα ο οποίος είναι αυθεντία στην Ελλάδα στον τομέα αυτό και σας είπε πως ταυτίστηκαν τα αποτυπώματα και θέλω να πω ότι αυτά τα οποία κατέθεσε είναι σε πλήρη αρμονία με όσα διεθνώς σήμερα συζητούνται και όσα διεθνώς κρατούν σε σχέση με τη δαχτυλοσκοπική.
Μάλιστα η δαχτυλοσκοπική έχει περάσει σε πιο προηγμένο στάδιο κι αυτό χαρακτηρίζει και τα εργαστήρια της δικής μας Αστυνομίας, ώστε πέραν της ταύτισης των λεγομένων σημείων του Γκάλτον ο οποίος τα καθιέρωσε υπάρχει και ένα τέταρτο στάδιο στην ταύτιση, είναι η λεγόμενη όπως λέγεται σήμερα «ASV› μέθοδος που απαρτίζεται από τα αρχικά των αγγλικών όρων όπου το «V› σημαίνει verification όπου υπάρχουν τέσσερα στάδια δια των οποίων πιστοποιείται η αυθεντικότητα και η ορθότητα της ταύτισης ενός αποτυπώματος και τα στάδια αυτά περιλαμβάνουν την εκ πρώτης όψεως εκτίμηση, στη συνέχεια τη σύγκριση των αυλάκων και τη δημιουργία εικόνας ως προς το αποτύπωμα.
Το ζήτημα του ιδρώτα και των αποτυπωμάτων που αφήνει το δάχτυλο από τους πόρους από όπου βγαίνει ο ιδρώτας, αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στάδιο αυτής της ταύτισης και ένα τελευταίο στάδιο αυτό που ονομάζεται ταύτιση όπου δηλαδή η μέθοδος επαναλαμβάνεται, ελέγχεται για να καταλήξει ο ειδικός σ’ ένα συμπέρασμα για το αν πρόκειται για βέβαιη επιστημονική απόδειξη ως προς το συμπέρασμά της.
Σημειώνω ότι διεθνώς πολύ πρόσφατα σε σειρά αποφάσεων Δικαστηρίων των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας επιβεβαιώθηκε το ακλόνητο και το απολύτως αξιόπιστο της δαχτυλοσκοπίας μετά από θέματα τα οποία ήγειραν κατηγορούμενοι και σε δίκες ακούστηκαν οι κορυφαίοι ειδήμονες αυτού του κλάδου, μεταξύ αυτών πρόσωπα τα οποία διεθνώς διαπρέπουν από τον Καναδά, την Αγγλία, τις ΗΠΑ για να καταθέσουν, ήθελε ο δικαστής να βεβαιωθεί για την αξιοπιστία της επιστημονικής αυτής απόδειξης και για την πλήρη, απόλυτη επιστημονικότητά της και βεβαιώθηκε και από τον εμπειρογνώμονα τον οποίο είχε καλέσει η Υπεράσπιση πρώην ανώτατο αξιωματικό της νέας Scotland Yard και ήδη ιδιωτεύοντα, ότι η μέθοδος αυτή δεν έχει σφάλμα ει μη μόνο εάν το σφάλμα γίνει στην εφαρμογή των εργαστηριακών μεθόδων.
Όσον αφορά τα αποτυπώματα οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από την πλευρά του κ. Γιωτόπουλου περί προκατασκευής, περί μεταφοράς ή δεν ξέρω τι άλλο σενάριο αποτυπωμάτων, ενοχλούν την κοινή λογική, δεν είναι μόνο αντίθετοι προς κάθε έννοια επιστήμης όπως σήμερα καταλαβαίνουμε όλοι μας την επιστήμη, αλλά ενοχλούν και την κοινή λογική.
Ήταν όμως αναπόφευκτο να καταφύγει εκεί ο κ. Γιωτόπουλος, διότι όταν δεν έχεις να αντιτάξεις στην επιστήμη επιχειρήματα και επειδή η επιστήμη δεν είναι λόγια αλλά είναι επιστήμη, επειδή τα εργαστήρια δεν είναι ισχυρισμοί του Α ή του Β, αλλά πορίσματα επιστημονικών ερευνών, εκεί πλέον αφού επιμένεις ν’ αρνείσαι δεν σου μένει παρά να καταφεύγεις σε τεχνάσματα και σε θεωρίες περί σκευωρίας.
Τη θεωρία περί σκευωρίας στο σύνολό της ως οικοδόμημα, νομίζω ότι την κατέρριψε ο Αναπληρωτής κ. Εισαγγελέας σε σχετικά σύντομο χρόνο αλλά με τρόπο που το οικοδόμημα αυτό δεν μπορεί να σηκωθεί ούτε ένα τούβλο. Ούτε ένα τούβλο δεν μπορεί να χτιστεί μέσα σε αυτή την αίθουσα.
Εγώ θα πω μόνο ότι το τέχνασμα το οποίο επινόησε ο κ. Γιωτόπουλος σε αυτή τη δίκη ήταν πρώτον -θυμάστε τον περασμένο Ιούνιο- να ισχυριστεί ότι η ταύτιση των αποτυπωμάτων του, έγινε τάχα σε ημερομηνία που ακόμη δεν είχε συλληφθεί. Αυτό ήταν ένα τέχνασμα. Για να στήσει αυτό το τέχνασμα ο κ. Γιωτόπουλος όταν κλήθηκε από το Δικαστήριό σας να απαντήσει ποια είναι η ημερομηνία της σύλληψής του, απάντησε «Δεν θυμάμαι›. Ακούστε – ακούστε! Ο άσχετος άνθρωπος, ο ιδιωτεύων μεταφραστής τον οποίο χτυπάει κεραυνός και βρίσκεται ξαφνικά να τον κατηγορούν ως αρχηγό της 17Ν, δεν θυμάται στη ζωή του, πότε τον συνέλαβαν. Το ξέχασε. Θυμάται να σα πει πράγματα και θάματα και ορισμένοι μάρτυρες τους οποίους έφερε, προσπαθεί να θυμηθεί τα Ζαγοροχώρια που πέφτει το Τσεπέλοβο και που είναι ο Πάπιγκο, θυμάται εκδρομές και ταβέρνες στις οποίες βρισκόταν σε κρίσιμες ημερομηνίες περί αυτών όλων δεν κομίζει βέβαια καμία απόδειξη. Αλλά την ημέρα που τον συνέλαβαν, την ημέρα που εκείνος αμέριμνος και ανυποψίαστος και άδολος κατά τα δικά του λεγόμενα περπατούσε στους Λειψούς και του φόρεσαν τις χειροπέδες αυτή την ξέχασε. Ξέχασε τι ημερομηνία ήταν.
Και εκεί η Υπεράσπισή του δεν θέλω να πιστέψω ότι είχε κάποια πρόθεση, ήταν απλώς ένα εύρημα που υπερασπιστική αδεία μπορεί να συγχωρηθεί. Δηλαδή έχοντας το δελτίο δαχτυλοσκόπησης το οποίο είχε ημερομηνία της επομένης μέρας 19 δηλαδή Ιουλίου, όπου δαχτυλοσκοπήθηκε για λόγους αρχειοθέτησης ο κ. Γιωτόπουλος προτού αποσταλεί στην Εισαγγελία συνοδεία για να υποστηρίξει ότι «Μα αφού ταυτίσατε το αποτύπωμά του στις 19 πως η Αστυνομία ανακοίνωνε από τις 18 ότι έχουν ταυτιστεί τα αποτυπώματα του Γιωτόπουλου›, με τη μόνη διαφορά ότι ο Γιωτόπουλος είχε συλληφθεί στις 17 και τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης ανεκρίνετο, είχαν ληφθεί τα αποτυπώματά του και είχαν εξεταστεί και ταυτιστεί. Θυμάται την άλλη μέρα, αλλά δεν θυμάται την ημέρα που τον συνέλαβε. Ο κ. Γιωτόπουλος θυμάται ότι ήταν η άλλη μέρα που του πήραν αποτυπώματα, αλλά δεν θυμάται ποια ήταν η μέρα που τον συνέλαβαν. Ό,τι δεν συμφέρει τον κ. Γιωτόπουλο νιώθει λίγο περαστικός. Είναι γνωστό αυτό.
Α. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: (Εκτός μικροφώνου).