Πολιτική
Πέμπτη, 18 Σεπτεμβρίου 2003 21:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (18/09/2003) Μέρος 4/6

Τον χαρακτήριζε το δίκαιο, η τιμιότητα, η ηθική, η καλοσύνη, η αγάπη και στοργή, χαρακτηριστικά που δεν αγγίζουν τους κατηγορουμένους γιατί είναι ανθρώπινα και δεν τα έχουν και επομένως δεν μπορούν να καταλάβουν και να κατανοήσουν τον ισόβιο πόνο και την αιώνια θλίψη που επέφεραν στην οικογένειά του.

Ποια λοιπόν στοιχεία του πολιτικού εγκλήματος πληροί η δολοφονία του Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη για να χαρακτηριστεί έτσι όπως θα ήθελαν οι κατηγορούμενοι; Ανετράπη το πολίτευμα; Ήταν ο Ανδρουλιδάκης πολιτικό πρόσωπο ή μήπως ήταν οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι πολιτικοί; Για ποιο πολιτικό έγκλημα και πολιτική ευθύνη μας μιλά λοιπόν ο Κουφοντίνας; Εγώ προσωπικά σε ένα μόνο συμπέρασμα καταλήγω, σε αυτό που παραδέχτηκε και ο Τσελέντης στην απολογία του, ότι δηλαδή ήταν ο εύκολος στόχος.

Μια και δε μπόρεσαν να χτυπήσουν τον Τσάτσο γιατί είχε ασφάλεια ή τον δικηγόρο του, γιατί έμαθα ότι ήταν στόχος και έτυχε κι εκείνος «ασφαλούς μεταχείρισης›, χτύπησαν τον πολλαπλό άτυχο όπως ανέφερε ο κ. Εισαγγελέας, ο κ. Λάμπρου στην αγόρευσή του, τον Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη που δεν είχε προσωπική ασφάλεια γιατί δεν είχε λόγο να έχει, γιατί δε φοβόταν τίποτα και κανέναν. Ήταν ο Εισαγγελέας που είχε τη λιγότερη συμμετοχή στην εκδίκαση της υπόθεσης των Τσάτσων.

Τί έκανε όμως η πολιτεία για να προστατεύσει τους δικαστικούς λειτουργούς τη; Θα αναφερθώ στο σημείο αυτό στην προηγούμενη προκήρυξη της Οργάνωσης από εκείνη της δολοφονίας του Ανδρουλιδάκη, με ημερομηνία 11/11/88, στην οποία αναφέρεται και προετοιμάζεται κατά τη γνώμη μου για επίθεση που πρόκειται να συμβεί. Γίνεται αρκετή αναφορά σ’ αυτή την προκήρυξη για τους δικαστικούς και για διάφορους επιχειρηματίες που τους χαρακτηρίζουν ως άλλους Κοσκωτάδες.

Είναι σημειωτέον ότι η προκήρυξη για τη δολοφονία του Ανδρουλιδάκη έχει ημερομηνία 22/12/88, ένα μήνα δηλαδή μετά την προηγούμενη που κάνει αναφορά και προδιαθέτει για το τί πρόκειται να συμβεί. Λέει χαρακτηριστικά: «Τί έκανε η ανύπαρκτη δικαιοσύνη με τους φαύλους δικαστές στην περίπτωση της παραπομπής των Τσάτσων και ενώ υπήρχε σωρεία αποδεικτικών στοιχείων για τις απάτες τους; Έκανε τα αδύνατα δυνατά και πέτυχε το θαύμα να τους απαλλάξει›.

Και παρακάτω λέει: «Γιατί δεν μπορεί να υπάρχει δικαστής καθαρός και αθώος που να δικάζει ανερυθρίαστα οποιονδήποτε Έλληνα όταν η δικαιοσύνη δεν τόλμησε να παραπέμψει, να δικάσει και να καταδικάσει έστω και έναν από τους «απατεώνες› Κοσκωτάδες των προβληματικών που βούτηξαν συλλογικά 1 τρις δραχμές από τον ελληνικό λαό. Για τον ελληνικό λαό λοιπόν, η δικαιοσύνη είναι συνένοχη›.

Νομίζουν δηλαδή ότι εκφράζουν με τα λόγια και τις πράξεις τους αυτές όλο τον ελληνικό λαό. Μια χούφτα άνθρωποι, δηλαδή μια ομάδα από 19 ίσως μέλη, εξέφρασαν έτσι τη βούληση εκατομμυρίων Ελλήνων. Θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε όλοι πώς έμαθαν οι κατηγορούμενοι τόσες λεπτομέρειες για την πορεία της υπόθεσης αυτής. Από το ’83 που ξεκίνησε με τη μηνυτήρια αναφορά του τότε Υπουργού Εθνικής Οικονομίας στον Εισαγγελέα μέχρι το ’88 που απαλλάχτηκαν τελικά στον ¶ρειο Πάγο. Δε νομίζω ότι όλα αυτά αναφέρονται με τόσες λεπτομέρειες στον Τύπο ώστε να τα μάθουν με μεγάλη ευκολία οι κατηγορούμενοι και να καταστρώσουν το σχέδιό τους.

Συζητήθηκε επίσης κατά κόρον, πιο πολύ κατά την προανάκριση αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία, η καταπάτηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Ποια δικαιώματα όμως πραγματικά καταπατήθηκαν; Των θυμάτων που βρίσκονται θαμμένα τρία μέτρα κάτω από τη γη ή των θυτών τους οι οποίοι δρούσαν 27 χρόνια και παραπάνω ίσως ανάμεσά μας ανενόχλητοι, κάνοντας οικογένειες, διακοπές, διασκεδάζοντας, κάνοντας περιουσία;

Τολμούν μάλιστα να έχουν το θράσος να τιμωρήσουν αυτούς που κλέβουν την Εφορία. Ποιοι; Αυτοί που δεν έκαναν ποτέ τους φορολογική δήλωση αν και είχαν ακίνητα, πολυτελέστατες βίλες, ανέπτυξαν επικερδείς δράσεις και επαγγέλματα, λήστευαν τον κόσμο και την Ελλάδα. Τί δικαιώματα αναγνώρισαν αυτοί στα θύματά τους για να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους; Απολύτως κανένα.

Η ΕΣΔΑ δεν γράφτηκε μόνο για τους κατηγορουμένους και μάλιστα τους τρομοκράτες, αλλά για όλους τους ανθρώπους που καταπατούνται τα δικαιώματά τους και έχουν το θράσος να ζητάνε δίκαιη δίκη. Μα δεν υπάρχουν άδικες δίκες, μόνο οι δικές τους δίκες ήταν άδικες.

Αν δεχόμαστε το γεγονός ότι οι προανακριτικές καταθέσεις τους ήταν προϊόν ψυχολογικής βίας, βασανιστηρίων και σκευωρίας της Αντιτρομοκρατικής για να εμπλέξουν τους «καθ’ όλα αθώους› που έχετε μπροστά σας, αν υποθέσουμε ότι ήταν έτσι, ποιο λόγο είχε η Αντιτρομοκατική και η Ασφάλεια να περιμένει το μοιραίο λάθος για να τους συλλάβει και να μη τους συλλάβει χρόνια πριν, αφού υποτίθεται ότι τα ήξεραν όλα αυτά με κάθε λεπτομέρεια και που βεβαιώνουν ότι είναι αληθινά τόσο ο Τσελέντης όσο και ο Τέλιος στις απολογίες τους; Δεν θα διέτρεχε τον κίνδυνο η Αντιτρομοκρατική να κατηγορηθεί σήμερα με ενδεχόμενο δόλο για τις όποιες πράξεις της 17Ν διεξήχθησαν μετά την υποτιθέμενη γνώση τους;

Όσον αφορά τους μετανοημένους για το Δικαστήριό σας, Τσελέντη, Τέλιο και Κονδύλη, για μένα –και νομίζω ότι ίσως στο σημείο αυτό θα είμαι η μοναδική που διαφοροποιούμαι- κανένας τους δεν έχει μετανοήσει πραγματικά. Αν είχαν την πραγματική υπόνοια τύψης και συνείδησης για το τί φριχτά εγκλήματα διέπραξαν ή γνώριζαν ότι άλλοι είχαν διαπράξει, θα έπρεπε τότε που αποφάσισαν για λόγους προσωπικούς για την αντίθεσή τους στους φόνους και στις δήθεν ιδεολογίες της Οργάνωσης να αποχωρήσουν, να παραδωθούν στην Ασφάλεια, να καταγγείλουν και να καταδώσουν τότε και όχι τώρα, τις πράξεις τους και τους συνεκτελεστές τους.

Αυτή τους η ενέργεια θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως στάση ζωής και ίσως να είχε επικροτηθεί και από κάποιους. Αυτοί όμως όχι μόνο δεν έκαναν κάτι τέτοιο, όχι μόνο δεν είχαν το θάρρος και τα κότσια όπως λέει ο λαός να παραδοθούν, αλλά σκεφτόμενοι αλαζονικά και εγωιστικά προτίμησαν να σιωπήσουν, πιστεύοντας ίσως ότι ποτέ δε θα γινόταν το μοιραίο λάθος για να πιαστεί μια τέτοια, καθ’ όλα προσεκτική και οργανωμένη Οργάνωση, να προστατεύουν πρωτίστως τον εαυτό τους και φυσικά την οικογένειά τους.

Δεν είχαν το θάρρος να βγουν και να φωνάξουν «φτάνει πια, σταματήστε, αρκετό αίμα χύθηκε άδικα χωρίς να έρθει το αποτέλεσμα που περιμέναμε›. Μάλιστα είχαν την ανοχή να ακούν τους συντρόφους τους, ακόμα και τις τελευταίες φριχτές στιγμές της ζωής του Ανδρουλιδάκη, όταν βρισκόταν ακόμα κλινικά νεκρός στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ να τον αποκαλούν ειρωνικά «πριονισμένο Εισαγγελέα›.

Και τότε όπως και τώρα θα τύχαιναν την εύνοια του νόμου και ίσως και κάποια μικρή σπίθα συγχώρεσης από την πλευρά των θυμάτων. Αλλά ακόμα και τότε που έγινε το μοιραίο λάθος για την αρχή του τέλους της 17Ν, στις 29/6/2002, αντί να παραδοθούν μόνοι τους, περίμεναν στο σπίτι τους στωικά να έρθει η ώρα της δικής τους σύλληψης.

Από όλα αυτά σε ένα μόνο συμπέρασμα καταλήγω: Ότι υπήρχε ένα είδος κοινωνικού φθόνου, ζήλευαν δηλαδή τα θύματά τους γιατί μπόρεσαν να γίνουν κάτι καλύτερο στην κοινωνία απ’ ότι όλοι αυτοί και φυσικά όχι με τα 45άρια ή τα 38άρια, τις βόμβες ή τις ρουκέτες, τις ληστείες ή τις προκηρύξεις, αλλά με προσωπικό αγώνα και μόχθο για την επιβίωση και την κοινωνική καταξίωση. Εγώ πάντως δεν τους ζηλεύω, μιλώντας ως θύμα αυτή τη φορά, ούτε και τα παιδιά τους ζηλεύω που πιστεύω ότι είναι κι αυτά θύματά τους, πιο τραγικά ίσως από εμάς.,

Γιατί εγώ τουλάχιστον μπορώ να είμαι περήφανη για τον πατέρα μου γιατί θα μείνει στην ιστορία ως τίμιος και δίκαιος Εισαγγελέας που θυσιάστηκε από θρασύδειλους, άνανδρους, ψυχρούς και ύπουλους δολοφόνους που ούτε καν τον γνώριζαν. Τα δικά τους όμως παιδιά για τί πράγματα θα είναι περήφανα; Ο στιγματισμός της ζωής του πως είχαν πατεράδες και ειδικά άνανδρους δολοφόνους θα τα κάνουν να ζουν ευτυχισμένα;

Τί θα τους πουν; «Ναι παιδί μου, σκότωσα γιατί έχω «πιστεύω› και ιδεολογία αλλά είμαι δειλός για να το ομολογήσω›; Μακάρι την ευαισθησία που έδειξαν ο Κουφοντίνας και ο Τζωρτζάτος για τα παιδιά τους να την έδειχναν και για τα παιδιά των θυμάτων τους.

Θα ήθελα να δώσετε ιδιαίτερη προσοχή στο γράμμα της Τουρκάλας μητέρας που της σκότωσαν το παιδί της και να σκεφτείτε ότι ο πόνος δεν έχει ούτε σύνορα, ούτε χώρα ούτε χρώμα. Το γράμμα αυτό αντιπροσωπεύει τα αισθήματα όλων των ανθρώπων που έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα από τα χέρια αυτών των ανθρώπων:

Όταν στις 3 Μαρτίου του 2003 πέρασα για πρώτη φορά την πόρτα αυτής της αίθουσας, ομολογώ ότι έτρεμα στην ιδέα του τί θα αντικρίσω, ποιοι θα είναι αυτοί οι άνθρωποι. Με σφιγμένο το στομάχι τους παρατηρώ 7 μήνες τώρα και ενώ πίστευα ότι θα είχα να κάνω με πραγματικούς λαϊκούς αγωνιστές και επαναστάτες, ιδεολόγους, τελικά κατέληξα ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο αγράμματοι, αμόρφωτοι, εκτός από μερικούς, ακοινώνητοι και άξεστοι.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας όχι μόνο δεν κράτησαν την παλικαρίσια στάση που θα έπρεπε να κρατήσουν ως Αριστεροί επαναστάτες, αλλά συμπεριφέρθηκαν υβριστικά όχι μόνο ως προς την Πολιτική Αγωγή που βρίσκεται εδώ για να προστατεύσει τα θύματά τους και τις μνήμες των νεκρών, όχι μόνο απέναντι στους μάρτυρες κατηγορίας που οι περισσότεροι ήταν και θύματα, -δε θα ξεχάσω την κατάθεση του κ. Ταρασουλέα, είναι ίσως η μοναδική που μου έχει μείνει στο μυαλό τόσο πολύ, που προσπάθησαν να τον βγάλουν σχεδόν και ψευδομάρτυρα, ο άνθρωπος προσπαθούσε να δείξει τί πέρασε, τον πόνο της ζωής του που ζει όλα αυτά τα χρόνια και το μαρτύριο κι εκείνοι πώς του φέρθηκαν...- αλλά απέναντι και στο Δικαστήριό σας.

Δε μπορώ λοιπόν παρά να μισώ αυτούς τους ανθρώπους κι όχι να τους λυπάμαι, γιατί είναι άξιοι της κατάντιας τους. Τους μισώ όχι γιατί μου στέρησαν τον πατέρα μου ακριβώς στην πιο δύσκολη και σημαντική στιγμή της ζωής μου, τη στιγμή που τον χρειαζόμουν όσο ποτέ πριν, όχι μόνο γιατί στέρησαν τον αγαπημένο σύντροφο για 20 χρόνια και στήριγμα της μητέρας μου, όχι μόνο γιατί στέρησαν από τη δικαιοσύνη έναν λαμπρό δίκαιο και καταξιωμένο δικαστικό λειτουργό, αλλά πάνω απ’ όλα γιατί του στέρησαν ό,τι πολυτιμότερο αγαθό έχει ο άνθρωπος: τη ζωή του.

Έφυγε τη στιγμή που είχε πολλά να δώσει, πολλά όνειρα να πραγματοποιήσει, να δει το μοναδικό του παιδί να προοδεύει και να ακολουθεί τα βήματά του. Για μένα όλοι οι κατηγορούμενοι είναι ένοχοι γιατί ο καθένας με τον τρόπο του και τη συμμετοχή του στην Οργάνωση αυτή, συνέβαλλε στο να αιματοκυλιστεί η Ελλάδα για 27 χρόνια με τόσα φριχτά εγκλήματα, αφήνοντας πίσω τραυματίες, χήρες κι ορφανά, μαυροφορεμένους γονείς και αδέρφια.

Ζητώ τέλος την στην κυριολεξία παραδειγματική τιμωρία τους, η οποία όσο βαριά κι αν είναι, πάλι λίγη θα είναι. Για να πληρώσουν την κάθε σφαίρα που έριξαν, ένα τόσο δα μικρό μολύβι που όμως έκανε τόσο μεγάλη ζημιά, με στιγμές, ημέρες, εβδομάδες και χρόνια, όπως στιγμές, ημέρες, εβδομάδες και χρόνια στέρησαν από τον πατέρα μου κι απ’ όλα τα θύματα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας ευχαριστούμε κα Ανδρουλιδάκη. Ο κ. Δημακόπουλος.

Β. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριοι Δικαστές, αισθάνομαι και πιστεύω πως είμαι πολίτης μιας χώρας με ένα ξεκάθαρα καταστατικό χάρτη. Μόλις στο άρθρο 2 του συντάγματος αναγορεύεται ως ύψιστη αξία προς προστασία η αξία του ανθρώπου και πιστεύω ότι το σύνταγμά μας ξεκινά τη δομή του αμέσως μετά την περί πολιτεύματος διάταξη του άρθρου 1 από λόγους πολιτιστικής κληρονομιάς αυτής της χώρας, πεποίθησης για την αξία του ανθρώπου και όχι για λόγους εναρμόνισης προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή άλλους καταστατικούς χάρτες που είχαν χρονικώς προηγηθεί.

Αυτό μου δημιουργεί υποχρεώσεις προς δύο κατευθύνσεις, μάλλον δημιουργεί μια υποχρέωση και υπογραμμίζει κάτι το πάρα πολύ σημαντικό: Δηλαδή την αξία του ανθρώπου που όχι μόνο δεν έγινε σεβαστή, αλλά με την καθαίρεση της ύπαρξής του δεν υπήρχε για να υπηρετηθεί.

Μου δημιουργεί δε την υποχρέωση, επειδή όσα θα πω επίσης σε ανθρώπους θα αναφέρονται και θα αντανακλούν και εννοώ τους κ.κ. κατηγορουμένους, σεβόμενος αυτή την ανθρώπινη αξία τους ως απόδειξη του ότι ο λόγος δεν έχει κίνητρα ψυχολογικά αρνητικά αλλά απολύτως θετικά, να επιχειρήσω να καταγράψω αυτή τη συμπεριφορά και να συνεισφέρω στο Δικαστήριό σας για την σωστότερη και δικαιότερη κρίση, γιατί αυτό θα αποτελεί ικανοποίηση και μνημόσυνο στη μνήμη και εκείνου που την δικαιοσύνη υπηρετούσε και εγώ από τη θέση αυτή εκφράζω τις απόψεις της δυστυχούς συζύγου και της κόρης του.

Έχω έτσι έναν φυσικό δισταγμό στη διατύπωση του κατηγορητικού λόγου από την αιτία αυτή. Νομίζω ότι τον δισταγμό αυτόν παραμερίζει σε έναν σημαντικό βαθμό η ίδια η συμπεριφορά και η στάση των κ.κ. κατηγορουμένων και δεν αναφέρομαι μόνο σε εκείνο το οποίο έπραξαν, αλλά και σε εκείνο που καταδείχθηκε εδώ στο ακροατήριο από την άποψη που στη συνέχεια θα εξηγήσω.

Είναι αλήθεια κ. Πρόεδρε και όποιος υποστηρίξει το αντίθετο φοβούμαι ότι δεν θα κάνει παρά μια εγωιστική προβολή του εαυτού του, ότι ο καθένας από εμάς, και εγώ που τώρα έχω την τιμή να αναφέρομαι στο Δικαστήριό σας, ούτε διεκδικώ πως είναι ώριμες οι συνθήκες για να καταγράψω ιστορικοπολιτικά τη σύσταση της Οργάνωσης, την πορεία της και τα πιστεύω εκείνων οι οποίοι την απάρτισαν.

Στην ακριβή καταγραφή της ιστορικής αλήθειας, απαιτείται η πάροδος χρόνου ώστε πολλά να συνεκτιμηθούν με ψύχραιμη, νηφάλια σκέψη και απαιτείται και κάτι άλλο σημαντικότερο που πιστεύω ότι και αυτό στην πορεία τη μελλοντική θα επισυμβεί, δηλαδή ότι και εκείνοι, άλλοι εκ των οποίων ελάχιστοι με υπερηφάνεια προβάλλουν την συμμετοχή και δράση τους σε αυτή την Οργάνωση, συνεπείς προς την ιδεολογική τους άποψη και άλλοι που την απαρνήθηκαν και την ξαναθυμήθηκαν, και άλλοι που την απαρνήθηκαν αλλά δεν την ξαναθυμήθηκαν, και εκείνοι θα συνεισφέρουν στο μέλλον καταγράφοντας τις προσωπικές τους απόψεις με τον τρόπο που πράγματι αυτό έγινε μέχρι σήμερα σε χώρες όπου η διαδικασία αυτή έχει προηγηθεί (Γερμανία, Ιταλία).

Δικαιούμαι να παρατηρήσω όμως ορισμένα πράγματα και να προσφέρω μία απάντηση όχι με τη δική μου σκέψη αλλά με τη σκέψη άλλων ανθρώπων που είναι και ικανότεροι και τα εμπειρικά δεδομένου έχουν για να απαντήσουν. Οι ίδιοι οι κ.κ. κατηγορούμενοι όσοι απ’ αυτούς το επικαλούνται μία συγκεκριμένη δράση αγωνιστή, μια δράση πολιτικού χαρακτήρα και ότι συνεπώς η πράξη τους αυτόν τον χαρακτήρα έχει και αυτά τα κίνητρα την προσδιορίζουν, δυστυχώς δεν αυτοπροσδιορίστηκαν στη διαδικασία στο ακροατήριο.

Δεν απέδειξαν ότι δικαιούνται να έχουν την ταυτότητα που ισχυρίζονται ότι τους αντιστοιχεί. Θα πρέπει εδώ να επισημάνω ότι η εξαίρεση αυτής της συμπεριφοράς απετέλεσε πράγματι και κατά τούτο οφείλω να το αναγνωρίσω, ο κ. Κουφοντίνας ο οποίος απαρχής υπεστήριξε ότι επωμίζεται την πολιτική ευθύνη αυτής της συμπεριφοράς και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μέχρι και την δική του απολογία και την απολογία της συντρόφου του, εξηκολούθησε τηρώντας αυτή την συνεπή ιδεολογικώς συμπεριφορά.

Απεδείχθη ότι με τη στάση των ίδιων, με τα λεγόμενα των ίδιων, που είναι ετερόκλητα, αλληλοσυγκρουόμενα, ότι η πολυετής σκοτεινή δράση είχε μία περαιτέρω εκδήλωση στο ακροατήριο σκοτεινής ή τουλάχιστον θολής προβολής της εικόνας του ιδεολογήματος υπό το οποίο λειτούργησαν. Υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στις αρχές που ισχυρίζονται ότι υπεστήριζαν, στο ιδεολογικό τους υπόβαθρο και σε εκείνο που σήμερα κάνουν και θα δώσω ένα χονδροειδές παράδειγμα:

Από το ένα μέρος δρώντας τότε διεκήρυσσαν με τις προκηρύξεις ότι η δικαιοσύνη είναι συνένοχη των Κοσκωτάδων. Είναι εκείνοι οι οποίοι απεκήρυξαν τη δικαιοσύνη και τους δικαστές ως συνένοχους όλων των απατεώνων που λυμαίνονται τη χώρα, ή ως μηχανισμού καταστολής στην υπηρεσία της άρχουσας μεγαλοαστικής τάξης.

Από το άλλο μέρος δεν διεκήρυξαν με τη δική τους συμπεριφορά και τη δική τους στάση την ρήξη απέναντι σε μια διαδικασία την οποία θα απαρνούνταν συνεπείς προς την ιδεολογία που διεκήρυσσαν. Αντιθέτως παρετηρήθη μία πληθώρα συμπεριφορών απαρνητικών αυτής της ιδεολογικής συνέπειας και άρα αυτής της ιδεολογικής πίστης.

Τί έγινε; Στο πλαίσιο μιας συναινετικής διαδικασίας, διεκδίκησαν όσα ο καθένας πίστευε ότι μπορεί να διεκδικήσει. Από τις απολογίες ενώπιον του κ. Ανακριτού όπου κατέληγαν με μία κοινή επωδό περισσότεροι από ένας εκ των κ.κ. κατηγορουμένων, ότι «ζητώ να εφαρμοστούν για μένα οι ευνοϊκές διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου› συνεπώς «ασπάζομαι την εφαρμογή ου και ζητώ από το νόμο αυτό να αντλήσετε εκείνα τα στοιχεία για την επιεική μου μεταχείριση›.

Αυτό δεν αποδεικνύει μια συνέπεια στην ιδεολογική ταυτότητα την οποία προβάλλουν εκείνοι που επικαλούνται ότι την έχουν. Καταλαβαίνω βέβαια ότι η θέση ορισμένων μετεστράφη από δραματική σε τραγική κυριολεκτικώς. Αισθάνθηκαν την ανάγκη κατά την πορεία της διαδικασίας, να υπερθεματίσουν βερμπαλιστικά και μόνο, όχι κατά πίστη, όχι κατά πεποίθηση, για να απαλύνουν εκείνο που τους βαραίνει ενδεχομένως ως αίσθημα ενοχής απέναντι εκείνων των συντρόφων τους όπως τους αποκαλούν, τους οποίους πρόδωσαν.

Όμως αυτή η ασυνέπεια γι αυτούς που αισθάνονται την ανάγκη να προσεγγίσουν ισχυρισμούς αυτής της μορφής, οφείλω να σας ομολογήσω ότι πλήττουν την ευαισθησία τους, πλήττουν τις αρχές τους. Ανεξάρτητα κ. Πρόεδρε από το αν το Δικαστήριό σας έχει ήδη εκδώσει την απόφασή του επί του ισχυρισμού ότι οι πράξεις για τις οποίες οι κ.κ. κατηγορούμενοι κατηγορούνται είναι πολιτικά εγκλήματα και συνακολούθως ότι οι αρμοδιότητα δεν ανήκει στο Δικαστήριό σας και όφειλε αυτό να κριθεί βεβαίως προκριματικά, επειδή πιστεύω ότι θα τεθεί και πάλι κατά την διάρκεια των αγορεύσεων των εκλεκτών συναδέλφων μου της Υπεράσπισης, εγώ θα ήθελα να υπενθυμίσω μια απάντηση την οποία δίνει ένας άντρας τον οποίον φαντάζομαι ότι όλοι όσοι είμαστε σε αυτή την αίθουσα γνωρίζουμε, υπήρξε ένας πράγματι αντιστασιακός, κομμουνιστής και κυρίως πρωτοπόρος αντι-αποικιοκράτης, δικηγόρος παγκόσμια γνωστός για τη συμμετοχή του πράγματι σε δίκες πολιτικής φύσεως.

Δεν είναι άλλος από τον υπερασπιστή του Κάρλος, του Μπάρμπι, του Ιμπράημ Αμπντάλα, του Μπονέ, Μιλόσεβιτς κτλ., ο Ζακ Βερσέζ. Λέει αυτός στο βιβλίο του στη σελ. 148: «οι διαμαρτυρίες κατά της αναπόφευκτης βίας που ασκούν τα κράτη σε όσους επιβουλεύονται τη δημόσια τάξη τους, είναι υποκριτικές όσο και μάταιες. Δεν υπάρχει αθώος στον πολιτικό αγώνα. Η υπεράσπιση της δημόσιας τάξης ή η επίθεση εναντίον της προϋποθέτει πάντα ανθρώπινες θυσίες. Από τη στιγμή που είτε από τη θέση του Υπουργού, είτε από τη θέση του αγωνιστή δεχόμαστε να θέσουμε σε κίνδυνο τη ζωή του άλλου, πως μπορούμε να αγανακτούμε επειδή κάποιος άλλος μπορεί να έχει στα χέρια του τη δική μας ζωή;›.

Δεν αρκείται μόνο σε αυτό. Στη σελ. 15 του ίδιου βιβλίου ο ίδιος επισημαίνει: «Η διάκριση μεταξύ εγκλημάτων του κοινού ποινικού Δικαίου και πολιτικών εγκλημάτων είναι μια διάκριση για την οποία ήμουν πάντα δύσπιστος ακόμη και όταν οι περιστάσεις με ήθελαν δικηγόρο αφιερωμένο σχεδόν αποκλειστικά σε πολιτικής φύσεως υποθέσεις. Διότι δεν διαφωτίζει καθόλου την εξέλιξη της δίκης, υποτιμά την πολιτική, κοινωνική, ηθική σημασία που μπορεί να έχει ένα έγκλημα του κοινού ποινικού Δικαίου, αποκρύπτει την ανίερη πλευρά του πολιτικού εγκλήματος μιας κάποια σημασίας. Από τη στιγμή που έχει χυθεί αίμα το πολιτικό έγκλημα χάνει τον πολιτικό του χαρακτήρα και εντάσσεται στην καταστολή του κοινού ποινικού Δικαίου›.

Επομένως την απάντηση προέτρεξε να δώσει εκφράζοντας την άποψή του εκείνους που πράγματι τη μεγαλύτερη εμπειρική γνώση είχε αποκομίσει από τη μακροχρόνια πορεία του στα έδρανα του υπερασπιστή, υπερασπιζόμενος Αλγερινούς αντιαποικιοκράτες και πάρα πολλούς άλλους.

Θυμάμαι δε κ. Πρόεδρε και το λέω αυτό χάριν της ιστορίας ότι κάποτε το «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ› είχε δημοσιεύσει κοινή συνέντευξη του Βερζές κι ενός Έλληνα συναδέλφου μας. αναφερόμενος και απαντώντας ο Βερζές για τη στάση του και για την τόλμη του να υπερασπίζεται κατηγορούμενους εναντίον του μαζικού κοινωνικού ρεύματος τότε στη Γαλλία, το μεν αναφέρθηκε στο ότι όταν κάποιοι συνάδελφοί του της Πολιτικής Αγωγής των λοιδόρησαν, τον κατηγόρησαν εκείνος διώχθηκε, υπέστη πολλές δοκιμασίες, απάντησε ότι οι δικηγόροι της Πολιτικής Αγωγής όταν στη συνέχεια ανέλαβαν την υπεράσπιση των στρατηγών της Γαλλίας που είχαν πάει στην Αλγερία για να επιβάλλουν την αποικιοκρατική αντίληψή της (της Γαλλίας δηλαδή) όταν εκείνοι συνασπίστηκαν να κάνουν πραξικόπημα κατά του Ντε Γκόλ βρέθηκαν κατηγορούμενοι οι στρατηγοί και οι δικηγόροι της Πολιτικής Αγωγής υπερασπιστές και ο κόσμος ξεσηκώθηκε να τους λιντσάρει και ο Βερζές είπε «Υπάρχει ένα στοιχείο ταυτότητας και στις δυο περιπτώσεις και τότε που εγώ ήμουν ο υπερασπιστής και τώρα που είναι εκείνοι: τώρα είναι εκείνοι ηττημένοι και οι άλλοι οι νικητές. Αυτή ήταν η διαφορά μας στις δυο περιπτώσεις›. Αλλά στην κοινή τους συνέντευξη αναφερόμενος σε αυτές τις δίκες είχε την παρατήρηση του Έλληνα συναδέλφου ότι «Μα εμείς στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ τέτοιες δίκες ώστε να έχουμε την ευχέρεια ν’ αναπτύξουμε αυτές τις απόψεις› και ο Βερζές εκεί υπενθύμισε «Μα με συγχωρείτε, εγώ από εσάς το διδάχτηκα: τι είναι π.χ. η δίκη του Σωκράτη; Τι ήταν η δίκη του Κολοκοτρώνη;

Επομένως αυτό το λέω ότι με βαθύτατη γνώση της ιστορίας πέρα από την εμπειρική του γνώση ο Βερζές προσδιορίζει αυτά που προσδιορίζει και τα εισφέρω στη διαδικασία ως απάντηση στον προβαλλόμενο ισχυρισμό.

Κύριε Πρόεδρε έχω απόλυτη επίγνωση ότι εξαιρετικά η υπόθεση στην οποία αναφέρομαι της ανθρωποκτονίας όπως εισάγεται κατά το κατηγορητήριο με ενδεχόμενο δόλο του Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη, του ανθρώπου Ανδρουλιδάκη θα πω εγώ και εδώ συγχωρήστε μου μια μικρή παρένθεση πριν μπω στην ανάλυση των νομικών ζητημάτων που θα τεθούν από την άλλη πλευρά και πρέπει να προφτάσω να διατυπώσω τη δική μου επιχειρηματολογία.

Στην απολογία του ο κ. Τζωρτζάτος αναφερόμενος στο περιστατικό είπε Να σκοτώσουμε τον Ανδρουλιδάκη διότι τον χαρακτήριζαν «στυγνό Εισαγγελέα› και αισθάνθηκε βέβαια ο ίδιος την ανάγκη απολογούμενος στον τακτικό ανακριτή με την παρουσία εγκρίτων συναδέλφων μου να καταφύγει στο τέλος της απολογίας του στην απάλειψη τέτοιας μορφής εκφράσεων όπως «απαλλοτριώσεις› -τα λέει ο ίδιος στην απολογία του θα τα πω στη συνέχεια- διότι κατάλαβε πόσο αποκαλυπτικά των αντιλήψεών του ήταν αυτά που έλεγε και το έκανε για να διασώσει εαυτόν κι όχι διότι πράγματι δεν αντιστοιχούσαν στις πεποιθήσεις του τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί.

Αλλά λέω εκείνοι που συνάντησαν στη ζωή τους και γνώρισαν το μακαρίτη Ανδρουλιδάκη νομίζω ότι δεν θα δέχονταν ούτε για μια στιγμή ότι ο χαρακτηρισμός αντιστοιχούσε στην ηπιότητά του, στην καλοσύνη του, στη νηφαλιότητά του, στη γενικά αξιοπρόσεκτη ανθρώπινη στάση του και συμπεριφορά του.

Μπαίνοντας στα νομικά θέματα που θα σας απασχολήσουν για τη συγκεκριμένη υπόθεση, έχω να πω τα εξής:

Πρώτον, 211α ανάγνωση αξιολόγηση των προανακριτικών απολογιών των κατηγορούμενων, η επιχειρηματολογία έχει περίπου εξαντληθεί. Αναφέρθηκαν πάρα πολλά για τη διάταξη αυτή, σε εμένα απομένει να πω μόνο δυο κουβέντες. Είναι γεγονός –και σωστά καθιερώθηκε αυτή η διάταξη κατά την άποψή μου- υπό τις ανάγκες που ανέβλυζαν κυρίως από ορισμένης φύσεως Δίκες. Ποιος είναι ο σκοπός του νομοθέτη με τη θέσπιση αυτής της διάταξης; Ο σκοπός του είναι να μην φορτώνει ένας κατηγορούμενος για όποιες πράξεις έναν συγκατηγορούμενό του μεταθέτοντας την ευθύνη για τον εαυτό του σε βάρος του άλλου που είναι αθώος. Εκεί στόχευε. Συνεπώς πρέπει να γίνει μια συσταλτική ερμηνεία ότι δεν αντιστοιχεί και συνεπώς δεν εμποδίζεται την αποδεικτική της αξιολόγηση όταν εκείνος ο οποίος ιστορώντας την προσωπική του δράση και συμπεριφορά, αναφέρεται απλώς και στην από κοινού δράση εκείνων με τους οποίους ήταν μαζί.

Δεύτερον, θα επικριθεί ασφαλώς από την Υπεράσπιση κι εγώ θα ταυτιστώ με την επιχειρηματολογία της. Η διάταξη περί μέτρων επιεικείας αντίστοιχη εκείνης της διατάξεως του νόμου περί ναρκωτικών περί μεταμελείας και ιστορικο-πολιτικά έχει κάθε λόγο ο δικηγόρος είτε από τα έδρανα της Πολιτικής Αγωγής, είτε από τα έδρανα της Υπεράσπισης αναφερόμενος σε τέτοιας μορφής διατάξεις να τις εχθρεύεται, να αντιτίθεται σε αυτές. Όμως είναι νόμος και εφαρμόζεται ως προς τη διάταξη αυτή εννοώ.

Ο νόμος αυτός καθιερώνει το επιτρεπτό αυτής της αξιολόγησης όταν προσφέρει τη δυνατότητα μέτρων επιείκειας σε εκείνους άλλωστε εκ των εμπλεκομένων που επιθυμούν να τύχουν αυτής της ευεργεσίας και οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι στην παρούσα δίκη το ζήτησαν ρητώς να εφαρμοστεί υπέρ του εαυτού τους. Ακριβώς επικαλούμενοι τη συνεισφορά τους στην αποκάλυψη.

Δεύτερον, είναι γνωστό στο Δικαστήριο και σε αυτό δεν χρειάζεται κανείς ούτε να μακρηγορήσει ούτε να επικαλείται νομολογία ότι υπάρχει στο Δικαστήριο η ευχέρεια της μετατροπής του συμμετοχικού ρόλου, χωρίς αυτό να σημαίνει μεταβολή της κατηγορίας. Η πράξη παραμένει μια και η αυτή και διαφοροποιείται απλώς ο συμμετοχικός ρόλος, όπου γίνεται διάγνωση αποδεικτικά ότι πρέπει αυτό να γίνει. Το λέω εισαγωγικά διότι έχω μια άποψη την οποία θα εισφέρω καταδεκτικά για έναν εκ των φερομένων ως συμμετεχόντων στην πράξη κατά του Ανδρουλιδάκη.

Κρισιμότερο ζήτημα είναι όμως τα όσα αναφέρονται στον ενδεχόμενο δόλο στην υποκειμενική επικάλυψη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς ενός δράστη στην αιτιώδη συνάφεια και εάν και κατά πόσο στην υπόθεση Ανδρουλιδάκη μπορεί να προβληθεί ισχυρισμός βασίμως ότι ο καταλογισμός υπαιτιότητας από αμέλεια σε άλλα πρόσωπα στο παρελθόν για την επέλευση του αποτελέσματος, αν αυτός αναιρεί ή δεν αναιρεί τη βασιμότητα της κατηγορίας και την ευθύνη των κατηγορούμενων ως υπαιτίων ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο.

Κύριοι Δικαστές είναι γνωστό ότι κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Ποινικού Κώδικα υπήρχαν διαφωνίες για το αν πρέπει να δοθεί νομοθετικώς ορισμός του δόλου γενικότερα και του ενδεχομένου φυσικά. Η προσωπική συμβολή στην σύνταξη των γενικών αρχών του Ποινικού Κώδικα του μακαρίτη Νικολάου Χωραφά, η διδακτορική διατριβή του οποίου «Περί της εννοίας του δόλου εν τω Ποινικώ Δικαίω› όπως έγραφε, της οποίας πρόσφατη ανατύπωση έγινε με προλογισμό του Καθηγητή Ανδρουλάκη ο οποίος σήμερα μετά την πάροδο τόσων χρόνων αναγνωρίζει ότι ακόμη και σήμερα συνιστά σε διεθνές επίπεδο μια από τις καθαρότερες και βαρύτερες μονογραφικές επισκέψεις στην ύλη του δόλου και της υποκειμενικής υπαιτιότητας γενικότερα και καταλήγει στη διατριβή του αυτή περί του δόλου ο Χωραφάς ότι «Το ψυχολογικό γνώρισμα όλων των μορφών του δόλου, είναι ένα: η οικειοποίηση του εγκληματικού αποτελέσματος›.

Δέχεται τη θεωρία της βουλήσεως δηλαδή την κυριαρχία του βουλητικού στοιχείου. Ο Ποινικός Κώδικα στο άρθρο 27 στην παρ. 1 εδ. β’ αποδέχεται αυτή την θεωρία στην οποία δίδει σαφές προβάδισμα με τη διατύπωση «επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται›. Η νομολογία μας ακολουθεί τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, για την ύπαρξη δηλαδή του ενδεχόμενου δόλου απαιτείται να διακριβωθεί ότι ο δράστης θέλησε την πράξη του και σε περίπτωση ακόμη κατά την οποία ήθελε επέλθει το αποτέλεσμα που προέβλεψε ως ενδεχόμενο το οποίο το επιδοκιμάζει ως αποτέλεσμα της πράξης του.

Είναι αλήθεια ότι ο Καθηγητής Ανδρουλάκης στο γενικό μέρος του Ποινικού Δικαίου και σε πρόσφατη έκδοση του έτους 2000 αναφερόμενος στις απόψεις περί επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας του αποτελέσματος, προσδιορίζει την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία, ως φρονηματικά μεγέθη που δεν ενδιαφέρουν το Ποινικό Δίκαιο. Εκείνο το οποίο διαφέρει το Ποινικό Δίκαιο είναι η πράξη του υπαιτίου και η δυνατότητά του να έχει προβλέψει την αιτιώδη διαδρομή κατά τα ουσιώδη στοιχεί της ως προς το επελθόν αποτέλεσμα και αν αυτό το έκανε ο δράστης αποδεχόμενος ουσιαστικά τον τύπο 1 του Φρανκ καταλήγει ότι τότε θα πρέπει να του καταλογιστεί ενδεχόμενος δόλος.

Το δίλημμα δηλαδή μπροστά στο οποίο βρίσκεται ο δράστης είναι να επιχειρήσει κάτι το οποίο με σοβαρή πιθανότητα θα προκαλέσει ένα αξιόποινο αποτέλεσμα ή να αποφύγει να το πράξει; Ο νόμος εκεί είναι σαφής. Στο δίλημμα αυτό είναι σαφής ως προς την απάντησή του και του λέει να μην πράξει. Απαγορεύει να πράξει. Να λύσει το δίλημμα αυτό πράττοντας. Εάν αποφασίσει διαφορετικά, δηλαδή να πράξει, χάριν του σκοπού που επιδιώκει και αποδεχτεί τον κίνδυνο που θέτει σε ενέργεια αυτή η πράξη του ή η απόφασή του, τότε η στάση του αυτή είναι εχθρική απέναντι στο έννομο αγαθό.

Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα περί του αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ενδεχόμενος δόλος. Σχετικά επί του θέματος της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από πλευράς νομολογίας εγώ θα είχα να επισημάνω τις υπ’ αριθμούς 418/99 και 1887/2002 αποφάσεις του Αρείου Πάγου πέρα της πληθώρας άλλων αποφάσεων περί αυτού.

Να προσθέσω επίσης το γνωστό στο Δικαστήριό σας ότι ο ενδεχόμενος δόλος κατ’ εξαίρεση πρέπει να αιτιολογείται στην απόφαση, κατ’ εξαίρεση του αμέσου δόλου δηλαδή, διότι αφορά την ορθή ή μη ορθή εφαρμογή του νόμου και απαιτείται η παράθεση περιστατικών τα οποία να θεμελιώνουν το στοιχείο όχι μόνο της γνώσεως αλλά της αποδοχής του συγκεκριμένου αποτελέσματος. Απόδειξη δηλαδή να υπάρχει ότι υπήρχε γνώση του σοβαρού ενδεχόμενου να επέλθει το αποτέλεσμα και των περιστατικών που δηλωποιούν την αποδοχή του συγκεκριμένου αποτελέσματος.

Κύριε Πρόεδρε σας ζητώ συγγνώμη διότι αναφερόμενος σε ζητήματα θεωρητικά και σεβόμενος τη γνώση και την εμπειρία ενός Δικαστηρίου της δικής σας σύνθεσης, δηλαδή Εφετών έμπειρων Δικαστών μην παρεξηγηθώ ότι αναλύοντας μερικώς κάποιες έννοιες το κάνω ενώ είναι αυτονόητο, αλλά προσδοκώ ότι θα υπάρξει ένας αντίλογος και θέλω και εκείνοι για την πληρότητα των απόψεών τους να ξέρουν τις δικές μας θέσεις οι συνάδελφοί μου δηλαδή, αλλά και στο Δικαστήριό σας να έχω εισφέρει κατά το δυνατόν στην αξιολόγηση των εννοιών και των περιστατικών στη συνέχεια για την υπαγωγή.

Στα εγκλήματα αποτελέσματος όπως είναι η ανθρωποκτονία απαιτείται περαιτέρω ο δράστης να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του είναι πρόσφορη να παραγάγει το αποτέλεσμα και μάλιστα κατά τον τρόπο –ως προς τα ουσιώδη δηλαδή στοιχεία του- με τον οποίο αυτό παρήχθη. Την γνώση της προσφορότητας αυτής της συμπεριφοράς θα την αναζητήσουμε στη συνέχεια και θα την ανιχνεύσουμε από την συγκεκριμένη δράση των συγκεκριμένων κατηγορούμενων. Απαιτείται δηλαδή επίγνωση της προσφορότητας της συμπεριφοράς, πιθανολόγηση του ενδεχομένου και αποδοχή του.

Η αιτιώδης συνάφεια στη συγκεκριμένη περίπτωση της ανθρωποκτονίας κατά Ανδρουλιδάκη είναι αυτονόητη. Η αιτιώδη συνάφεια είναι η νοηματική σχέση ανάμεσα στην πράξη και στο αποτέλεσμα και αυτή προσεγγίζεται βέβαια με την θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.

Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση της ανθρωποκτονίας κατά Ανδρουλιδάκη ο βαρύτατος τραυματισμός του δεν είναι απλά ένας εκ των πλειόνων όρων, κατά την άποψή μου είναι ο καθοριστικός όρος έστω και αν η αποδοχή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, απαρνείται εκείνο που συχνά και τα βουλεύματα και οι δικαστικές αποφάσεις περιλαμβάνουν περί της τάδε αιτίας ως μόνης ενεργού αιτίας. Δεν χρειάζεται αυτό. Διότι αυτό είναι σαν να ασπάζεται την θεωρία της προσφόρου αιτίας και όχι τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων που έχει γίνει αποδεκτή ως η πλέον δόκιμη.

Αναλύοντας τα πραγματικά περιστατικά θα έχω την ευχέρεια να κάνω την αναφορά στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, στο κατά πόσον αυτή λειτουργεί ή δεν λειτουργεί δεσμευτικά για το Δικαστήριό σας, αυτό είναι λελυμένο βέβαια ότι δεν λειτουργεί δεσμευτικά αλλά αν λειτουργεί δεσμευτικά από απόψεως ουσιαστικής αποτιμήσεως των περιεχομένων στο διατακτικό της και στο σκεπτικό της.

Ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά: Στις 10/1/1989 πυροβολείται βαρύτατα ο Κωνσταντίνος Ανδρουλιδάκης. Θα δούμε τη διαδρομή και στις 10/2/1989 επέρχεται ο θάνατος, σε 30 ακριβώς ημέρες. Τον χρόνο τον επισημαίνω, 10/1 ο πυροβολισμός, 10/2 ο θάνατος, γιατί θα δείτε ότι στην απόφαση 896 του Αρείου Πάγου αν θυμάμαι που σας μνημόνευσε ο κ. Μαρκής, υπάρχουν κάτω σχόλια του εγκρίτου επιστήμονα πράγματι, του κ. Βαθιώτη στην οποία, επειδή εκεί έχει 15μηνο απόκλιση από του τραυματισμού, κάνει μία αναφορά περί του τί δέχονται οι Γερμανοί θεωρητικοί για την όψιμη επέλευση αποτελεσμάτων, μετά πάροδο πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος.

Εδώ λοιπόν έχουμε ένα αποτέλεσμα που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στην αρχική βλάβη και δεν είναι μόνο το πλησιόχρονο προς την αρχική βλάβη αποτέλεσμα αλλά, για δείτε διαδρομή: 10/1 ο τραυματισμός, 11/1/89 εξήχθη μια παραμορφωμένη βολίδα, 30/1 ακρωτηριασμός δεξιού σκέλους και εξαγωγή άλλης βολίδας, 2/2/89 ακρωτηριασμός του αριστερού σκέλους και εξαγωγή άλλης παραμορφωμένης βολίδας. Τελικώς, 10/2 ο θάνατος.

Είναι φριχτό αυτό το οποίο συνέβη. Έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος στην κυριολεξία δεν πέθανε σε μια στιγμή. Πέθαινε επί έναν ολόκληρο μήνα. Και αυτό δεν το λέω για λόγους συναισθηματικούς. Το λέω ακριβώς για την αποτίμηση των πραγματικών περιστατικών και τον προσδιορισμό το νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως.

Δεύτερο περιστατικό, αναμφίβολο: Ο τραυματισμός είναι βαρύτατος. Ενήργησαν οι δράστες με επίγνωση της προσφορότητας της συμπεριφοράς τους να παραγάγει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα το οποίο το πιθανολόγησαν, ναι ή όχι; Εν τέλει το επιδοκίμασαν και το αποδέχθηκαν; Η γνώση τους και ως προς την πιθανολόγηση και ως προς την προσφορότητα της συμπεριφοράς: Πυροβολούν όπως είχε αποφασισθεί στα πόδια μεν, αλλά δεν αρκούνται σε έναν πυροβολισμό. Εξαντλούνται τα βλήματα του περιστρόφου κυριολεκτικώς, έξι σφαίρες, από το ίδιο βέβαια περίστροφο.