Πολιτική
Πέμπτη, 18 Σεπτεμβρίου 2003 21:05

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (18/09/2003) Μέρος 6/6

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

13:05 – 13:45

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Βλέπω ότι είναι ο κ. Πρωτέκδικος και προσωρινά αναθέτουμε την εκπροσώπηση μέχρι να έρθουν οι κύριοι συνήγοροι.

Συνεχίστηκε κ. Δημακόπουλε.

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, είχα σταματήσει στο ότι τα επιχειρήματα που παρέθετα και τα πραγματικά περιστατικά που πιστοποιούν την επίγνωση της προσφορότητας της συμπεριφοράς να επιφέρει καθ’ όν τρόπο επήλθε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεν μένει παρά ν’ αναφερθώ σε περιστατικά που αποτελούν απόδειξη της επιδοκιμασίας του αποτελέσματος, της αποδοχής του.

Ο λεπτομερής προσχεδιασμός της συγκεκριμένης δράσης ώστε να εξασφαλιστεί η επίτευξη του εγχειρήματος η οποία ελέγχθηκε και επί τόπου, σε συνδυασμό με το χαρακτηριστικό γεγονός της αποχώρησης των υπαιτίων από τον τόπο που προκλήθηκε η πρωτογενής βλάβη, επιβεβαιώνουν την αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος.

Για τη συμπεριφορά στο συγκεκριμένο σημείο και τη στάση τους με ενέργεια σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς προσδιορισμό των προσώπων των υπαιτίων, είχαν καταθέσει δύο τουλάχιστον αυτόπτες μάρτυρες: η κα Βαβουράκη και ο κ. Καραγιώργος των οποίων χαρακτηριστική ήταν η περικοπή της κατάθεσης ότι: «Τα δύο άτομα που είχαν πλησιάσει την πόρτα του οδηγού του αυτοκινήτου -όπως περιγράφω ανωτέρω- μαζί με το τρίτο άτομο –λέει η κα Βαβουράκη- που στεκόταν και παρατηρούσε τον γύρω χώρο στο απέναντι πεζοδρόμιο μετά τους πυροβολισμούς συναντήθηκαν στο μέσο της οδού Γιαννοπούλου και οι τρεις μαζί βαδίζοντας ατάραχα, απομακρύνθηκαν δια της οδού Γιαννοπούλου φτάνοντας?› κλπ. Το ίδιο ο κ. Καραγιώργος: «Εγώ είδα τα δύο αυτά άτομα που έφευγαν περπατώντας κανονικά, ατάραχοι, με τα χέρια στις τσέπες σαν να μην συνέβαινε τίποτε›.

Αυτή η συμπεριφορά η οποία περιγράφεται από τους αυτόπτες αποδεικνύει όχι μόνο την αποφασιστικότητα και την ψυχική ετοιμότητα για την εκτέλεση του εγχειρήματος αλλά την αδιαφορία για τις πιθανολογούμενες συνέπειες.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η επιγενόμενη χαρακτηριστική φράση του Χριστόδουλου Ξηρού όπως αυτή τη μετέφερε με την απολογία του στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος κ. Τέλιος, πέρα από τα συναισθήματα που προκαλεί για την έλλειψη αναστολών ή κατανόησης του ανθρώπινου πόνου, θέλω να αξιολογηθεί κατά την εκτίμησή μου και από μια άλλη πλευρά.

Ο κ. Τέλιος μας περιέγραψε τι είπε ο Χριστόδουλος Ξηρός όταν πληροφορούντο την δραματική εξέλιξη της υγείας του μακαρίτη Ανδρουλιδάκη. Δεν μας είπε όμως –και πιστεύω ότι αυτό δεν ειπώθηκε διότι δεν συνέβη- ποια ήταν η αντίδραση των ακροατών σε εκείνο το οποίο είπε ο Χριστόδουλος Ξηρός. Αυτό μου επιτρέπει να συμπεράνω λογικώς και με ασφάλεια ότι δεν υπήρξε αντίδραση, αλλά αποδοχή εκείνου του οποίου παρατηρούσε που σημαίνει απαθή αποδοχή από τους ακροατές εκείνου του οποίου επεσήμανε.

Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

κ. ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε ειλικρινά εύχομαι εκείνο το οποίο παρατηρεί ο κ. Κουφοντίνας να απηχεί τη μόνη αλήθεια. Δικαιούμαι όμως να λέω ότι το άκουσα από το στόμα ενός κατηγορούμενου και δικαιούμαι τουλάχιστον να λέω ότι έστω μπορεί να ειπώθηκε ή να μην ειπώθηκε, αλλά δεν θα είχε λόγο εκείνος ο οποίος το προσδιόρισε να το πει, διότι αυτό δεν συνεισέφερε τίποτα για την Υπεράσπισή του, αντίθετα βάρυνε το κλίμα αυτής της δράσης την οποία ο ίδιος ομολογεί ότι συμμετείχε.

Νομίζω τέλος ότι υπάρχει ένα σημαντικότατο επιχείρημα της αποδοχής του αποτελέσματος που αναφέρεται στο εξής: αυτή καθ’ αυτή η μακροχρόνια δράση της συγκεκριμένης Οργάνωσης που έχει παγιώσει μια ξεκάθαρη ψυχική στάση επιδίωξης και πολύ περισσότερο αποδοχής του ενδεχομένου.

Δεν έχουμε δηλαδή εδώ ένα μεμονωμένο περιστατικό όπου τον Ανδρουλιδάκη τον πυροβολεί κάποιος που έχει διαφωνίες μαζί του, έχει αντιδικίες μαζί του, τον χωρίζουν κάποια πράγματα, κάποια ενδιαφέροντα, κάποιες επιδιώξεις αλλά εκείνοι οι οποίοι τον πυροβολούν εντάσσονται ως μέλη μιας Οργάνωσης η οποία φαίνεται πως όταν έχει αισθανθεί ως υποχρέωσή της την εκπλήρωση μιας ενέργειας την εκπληρώνει χωρίς να υπολογίζει, χωρίς να σέβεται, χωρίς να θέλει να αποφύγει το πιθανολογούμενο βαρύτερο αποτέλεσμα.

Ο Ανδρουλιδάκης δηλαδή ήταν ένας αριθμός στη λίστα των θυμάτων, είχε απλώς ένα νούμερο στη χρονολογική σειρά εκείνων οι οποίοι επρόκειτο να τεθούν εκποδών για να δικαιωθεί η επιδίωξη την οποία επικαλούνται ότι είχαν. Με αυτές τις σκέψεις ολοκληρώνω κι αυτό το κεφάλαιο.

Δεν μου απομένει παρά να προσδιορίσω ποιος είναι ο συμμετοχικός ρόλος εκείνων οι οποίοι κατηγορούνται. Φυσικός αυτουργός της πράξης είναι εξ όσων αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία ο κατηγορούμενος κ. Τζωρτζάτος. Τη συμμετοχή του στην πράξη βεβαίως την ομολογεί ο ίδιος και δεν την ομολογεί προανακριτικά στην απολογία που επιχειρεί να θέσει υπό αμφισβήτηση, αλλά και ανακριτικά με την παρουσία δύο δικηγόρων η ποιότητα, το ήθος, αλλά και η δυναμική στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα τους, όχι μόνο είναι γνωστή σε εμάς αλλά και αναγνωρισμένη.

Βεβαίως ο κ. Τζωρτζάτος κι αυτή την απολογία του σε επιγενόμενο χρόνο την απαρνείται και παγιδεύει εκεί και τους μετέπειτα αξιόλογους υπερασπιστές του στην υποστήριξη απόψεων οι οποίες προσκρούουν στην κοινή λογική. Κατά την απολογία του αφ’ ενός μεν αφηγείται τόσο τον σχεδιασμό όσο και την αρχική συζήτηση και κυρίως προσδιορίζει εκείνους που προκάλεσαν την απόφαση για την τέλεση της συγκεκριμένης πράξης.

Ο ίδιος λέει και είναι στο φύλλο 4 της προανακριτικής απολογίας του που επιβεβαίωσε ανακριτικά ότι: «Τον Ιανουάριο του ’89 συναντηθήκαμε εγώ, ο Λουκάς και ο Λάμπρος σε καφενείο της περιοχής Κυψέλης και ύστερα από πρότασή τους –και αναφέρεται στα πρόσωπα με τα οποία συζητούσε- αποφασίσαμε να τραυματίσουμε στα πόδια τον Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη, γιατί ήταν στυγνός Εισαγγελέας και για παραδειγματισμό των υπολοίπων.›.

Αφού αυτά και περί άλλων πράξεων εξομολογείται αισθάνεται την ανάγκη απολογούμενος ενώπιον της τακτικής ανακρίτριας με την παρουσία των υπερασπιστών του να δηλώσει –έτσι λέει στο τέλος της κατάθεσής του- ότι «Στην προανακριτική μου απολογία υπάρχουν φράσεις οι οποίες αναφέρονται στο παρελθόν όπως χρησιμοποιούνταν τότε, «απαλλοτριώσεις› κλπ., με τις οποίες φυσικά δεν συμφωνώ σήμερα, γιατί έχω αποκηρύξει αυτή την ιδεολογία, δηλαδή οι φράσεις απαλλοτριώσεις, μεγαλο-απατεώνας γιατρός, στυγνός εισαγγελέας κλπ. Θέλω να υπαχθώ στην ευνοϊκή ρύθμιση του νόμου›.

Αποκηρύσσει εκείνο που απετέλεσε φυσικό τρόπο αφήγησής του προσδιοριστικό των αντιλήψεών του ως δήθεν αναγομένου στο παρελθόν. Αρνείται βέβαια στην απολογία του ότι εκείνος είναι ο φυσικός αυτουργός και αποδίδει την ιδιότητα του φυσικού αυτουργού στον κ. Κουφοντίνα. Δεν λέει την αλήθεια ως προς αυτό το σημείο. Δεν λέει την αλήθεια γιατί πρώτον ορμάται από τη διάθεση να προσδώσει στον εαυτό του ομολογώντας μεν συμμετοχή αλλά ηπιοτέρας μορφής από εκείνη που πράγματι είχε. ¶ρα έχει την ιδιοτελή αυτή επιδίωξη να προστατέψει τον εαυτό του.

Δεύτερον, δεν λέει την αλήθεια στην απολογία του διότι τον αποκρούει ως προς αυτό τόσο ο κ. Σάββας Ξηρός ο οποίος μιλά περί όσων έμαθε εκ των υστέρων χωρίς βεβαίως να λέει ότι εκείνος ήταν ο φυσικός αυτουργός, αλλά αναφερόμενος στο τι είχε αποφασιστεί όπως το έμαθε.

Τρίτον, τον αποκρούει ο κατηγορούμενος κ. Τέλιος ο οποίος αφ’ ενός μεν λέει τι είχε αποφασιστεί να ενεργήσει δηλαδή ο Τζωρτζάτος, αλλά περιγράφοντας λεπτομερώς πότε και που παρέλαβε το όπλο και όχι ότι απλώς είχε αποφασιστεί και εδώ υπάρχει μια αντιφατικότητα στις απολογίες του κ. Τέλιου. Δηλαδή ενώ το ακροατήριο υποστήριξε ότι «εγώ δεν ξέρω ποιος πυροβόλησε› και αυτό επιχείρησε θολά κάπως και στην ανακριτική του απολογία στην προανακριτική του απολογία της οποίας το περιεχόμενο επιβεβαίωσε κατά τρόπο σαφή προσδιορίζει τον φυσικό αυτουργό και λέει στο φύλλο 3 «Οι θέσεις που λάβαμε ήταν: ο Σταμάτης δίπλα στο αυτοκίνητο του Εισαγγελέα, ο Λουκάς στη γωνία ώστε να έχει οπτική επαφή με το σπίτι του και εγώ στην απέναντι γωνία μόνο να βλέπω. Σημειώνω ότι εμένα δεν μου έδωσαν ούτε όπλο ούτε γάντια. Όταν βγήκε ο Εισαγγελέας από την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας ο Λουκάς με προσυνεννοημένη χειρονομία έδωσε σήμα στον Σταμάτη. Ο Εισαγγελέας πέρασε μπροστά από τον Λουκά, κατευθύνθηκε και μπήκε στο αυτοκίνητό του όπου τότε εμφανίστηκε ο Σταμάτης ο οποίος τον πυροβόλησε τουλάχιστον τρεις φορές στα πόδια από το παράθυρο του οδηγού. Ο Εισαγγελέας καλούσε σε βοήθεια και στη συνέχεια ο Λουκάς πήγε στο αυτοκίνητο του Εισαγγελέα και έλεγξε αν πράγματι είχε χτυπηθεί. Εγώ καθ’ όλη τη διάρκεια παρέμεινα αμέτοχος?› κλπ.

¶ρα ο προσδιορισμός του φυσικού αυτουργού κατά τρόπο εναργή και λεπτομερειακό έχει προσδιοριστεί ότι αυτός είναι ο κύριος Τζωρτζάτος.

Είπα στην αρχή για το επιτρεπτό της μεταβολής του συμμετοχικού ρόλου. Είναι αλήθεια ότι ο κ. Κουφοντίνας κατά τον κ. Τέλιο άνοιξε την πόρτα για να ελέγξει την επιτυχή ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα γιατί η δεύτερη εκδοχή είναι μόνο ακόμη: να άνοιξε την πόρτα για να πυροβολήσει, όπου έχει τη μορφή του αναγκαίου συνεργού. Εγώ όμως προσχωρώ στην άποψη ότι είναι ηθικός αυτουργός της πράξης, δηλαδή είναι εκείνος που υπέβαλλε την ιδέα της εκτέλεσης του σχεδίου στο φυσικό αυτουργό και τον απλό συνεργό.

¶ρα καταληκτικώς έχουμε φυσικός αυτουργός ο κ. Τζωρτζάτος, απλός συνεργός ο κ. Τέλιος και ηθικοί αυτουργοί ο κύριοι Κουφοντίνας και Γιωτόπουλος κατά την απολογία Τζωρτζάτου όπως αυτή προσδιορίζεται σε αλληλουχία με την απολογία του κ. Τέλιου, αλλά και την έμμεση επιβεβαίωση εκ μέρους του κ. Σάββα Ξηρού. Αυτός είναι ειδικότερα ο ρόλος καθενός εκ των κατηγορούμενων για τη συγκεκριμένη πράξη.

Κύριε Πρόεδρε ενδέχεται να τεθεί ένα περαιτέρω θέμα: Καλά, αφού η απόφαση η αρχική επιδίωξη είναι να τραυματίσουν από πλευράς υποκειμενικού στοιχείου η αποδοχή του αποτελέσματος με τα επιχειρήματα που ανέφερε ο κύριος εκπρόσωπος της Πολιτικής Αγωγής επικαλύπτει, αναφέρεται και στο δόλο των συμμετόχων; Γιατί ευλόγως θα πει ο υπερασπιστής των λοιπών κατηγορούμενων «Εμείς κύριε αποφασίσαμε συμμετέχοντας με αποδοχή αυτών που λέει η κατηγορία (εσείς αυτό έχετε να εκτιμήσετε ως Δικαστήριο) αλλά να τον τραυματίσουμε. Γιατί θα επικαλύπτει ο δικός μας δόλος το ενδεχόμενο να παραχθεί αποτέλεσμα, αφού εμείς δηλώσαμε απ’ αρχής ότι αυτό δεν το θέλουμε. Εμείς είπαμε να τραυματίσουμε για παραδειγματισμό όχι να σκοτώσουμε. Γιατί αν θέλαμε να σκοτώσουμε, στο χέρι μας ήταν, εξ επαφής ήμασταν να πυροβολήσουμε στο κεφάλι›.

Όμως ο δόλος αυτός υπάρχει και στην ψυχική στάση και στο μυαλό των υπολοίπων συμμετόχων γιατί πρώτον, η επιβεβαίωση μετά την εκτέλεση ότι το εγχείρημα επετεύχθη εν γνώσει μας με το άδειασμα του περιστρόφου, συμπεριφορά η οποία συνηθίζεται στις μη ευθέως επιδιωκόμενες ανθρωποκτονίες, μας έχει δημιουργήσει την πεποίθηση ότι οι πυροβολισμοί θα είναι αυτοί και τόσοι για να εξασφαλιστεί το επίτευγμα και ότι το ενδεχόμενο ενός τέτοιου βαρύτατου τραυματισμού εντάσσεται και στο δικό μας υπολογισμό και τη δική μας εκτίμηση.

Ειδικότερα για τον κ. Τέλιο:

Ο κ. Τέλιος θα επικαλεστεί υπέρ του εαυτού του ανεξαρτήτως ελαφρυντικών περιστάσεων, στις οποίες παρά το γεγονός ότι η Πολιτική Αγωγή έχει το δικαίωμα ν’ αναφέρεται όταν κυρίως αφορούν στην έκταση του αδίκου της συμπεριφοράς, διότι αποτελεί το έρεισμα το θεμέλιο πάνω στο οποίο προβάλλονται οι αξιώσεις, ανεξαρτήτως αυτού θα επικαλεστεί ενδεχομένως ότι «Εγώ ήμουν μεν στον τόπο corpore –θυμίζω και περικοπή της αγόρευσης του Εισαγγελέα κ. Λάμπρου- αλλά εγώ δεν συμμετείχα, δεν είχα ψυχική στάση συμμετοχής στην πράξη που διενεργείτο. Από το σύνολο της ακροαματικής διαδικασίας και τα δεδομένα της, μου επιτρέπεται να συναγάγω ότι κατά τούτο η απολογία του κ. Τέλιου δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Σε ποιο δηλαδή σημείο; Εκείνο το οποίο προβάλλει ότι υπερχρεώθη και ότι δεν μπορούσε εκών άκον και ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά υπό το κράτος διατυπωθείσης εναντίον του απειλής.

Το υποστηρίζω αυτό διότι άλλοι συγκατηγορούμενοί του οι οποίοι την ίδια στάση επέδειξαν έναντι του Δικαστηρίου και έναντι της κατηγορίας κατά τρόπο ευθύ και χωρίς περισπασμούς σας είπαν ότι ουδέν πρόβλημα για την αποχώρησή μας.

Δεν είναι μόνο αυτό. Ακόμη και με την εκδοχή ότι εκείνος εφοβείτο τις υποτιθέμενες συνέπειες, ότι αυτές θα υπάρξουν με την αποχώρησή του και ενόψει του υψηλού βαθμού καλλιέργειας που πιστοποίησε ο τρόπος με τον οποίο εξέθεσε τις απόψεις του, θα έλεγα ότι η υποστήριξη μιας τέτοιας εκδοχής είναι πάρα πολύ εγωιστική και περιφρονητική της ζωής η οποία κινδύνευε. Διότι εν τέλει ανάμεσα στην προστασία δύο συγκρουόμενων αγαθών, επέτρεψε την προσβολή του αγαθού φορέας του οποίου ήταν ένας άλλος, έναντι, εκείνου του οποίου εγώ είπα ότι δεν πιστεύω αλλά και αν ακόμη το πίστευε, της προσωπικής του τύχης.

Κύριε Πρόεδρε, θεωρώ ότι δεν δικαιούμαι να απασχολήσω το Δικαστήριό σας περισσότερο, εισέφερα τις σκέψεις μου και προσπάθησα να προσδιορίσω το προσωπικό μου στίγμα σε αυτή τη Δίκη. Είναι σίγουρα μια σημαντική Δίκη που θα απασχολήσει την ηθική της ιστορίας, γι’ αυτό εσείς μεν έχετε προσωρινά ένα περιορισμένο έργο, σημαντικό, υψηλό, καίριο: να κρίνετε τους κυρίους κατηγορούμενους, εκείνους που αφορούσαν στη συγκεκριμένη πράξη που αναφέρθηκα και εκείνους που εσείς έχετε καθήκον να τους κρίνετε και εγώ δεν έχω δικαίωμα ν’ αναφερθώ. Βέβαιο όμως είναι ότι συνολικά εκείνους και εμάς και εσάς η ιστορία θα μας κρίνει. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. Δημακόπουλο. Ο κ. Αντωνέας έχει σειρά, είναι η Πολιτική Αγωγή του κ. Ταρασουλέα. Έχετε τον λόγο.

κ. ΑΝΤΩΝΕΑΣ: Έντιμοι κ.κ Δικαστές, θέλω να πιστεύω ότι η ασημότης μου έστω και ελάχιστα θα συμβάλλει στην απόφαση την οποία πρόκειται να εκδώσετε, εις τρόπον ώστε να ακουστεί ανά τα πέρατα της Ελλάδος αλλά και του διεθνούς χώρου, όπου βρώσσα θα εκχυθεί η αλήθεια.

Πριν έτι εισέλθω εις την συνοπτική ιστόρηση των γεγονότων που αφορούν τον Εισαγγελέα κ. Ταρασουλέα, δεν θεωρώ ματαιόσφολον προσπάθεια να αναφερθώ δι’ ολίγον εις την τρομοκρατικήν Οργάνωσιν 17Ν. Κάλλιον εμού γνωρίζετε ότι το οργανωμένον έγκλημα, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Το οργανωμένον έγκλημα δι’ εμέ –και αυτό το δικαίωμα να το νομίζω- προέκυψε από την ακροαματικήν διαδικασίαν, είναι μία κερδοφόρος επιχείρησις με οργανωμένη υποδομή και συνένωσιν πολλών ατόμων, πάντως πλέον των δύο.

Αυτή την κερδοφόρον επιχείρησιν συνέστησαν και οργάνωσαν οι παρόντες κατηγορούμενοι και εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν συλληφθεί. Την ονόμασαν 17Ν. Ανέδειξαν πρωτοκλασσάτα μέλη αυτής μέχρι τους περισσοτέρους από τους παρόντας κατηγορουμένους. Ηγέτην δε και αρχηγόν, καθοδηγητήν των παρόντα κατηγορούμενον Γιωτόπουλον με υπαρχηγόν και εκτελεστήν κατά συρροήν τον Δημήτριο Κουφοντίνα και συνεκτελεστάς την πλειονότητα των παρόντων κατηγορουμένων.

Εισέρχομαι εις τα πραγματικά γεγονότα. Ο Εισαγγελεύς Ταρασουλέας, εξεκίνησε από ένα πτωχό χωριό, πτωχός ων, νέος, από το χωριό Εξωχώριον της Μάνης. Ήρθε εις την Αθήνα, έπιασε εργασία, έδωσε εξετάσεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, πήρε το πτυχίο του, έδωσε εξετάσεις παρεδρικά στον ¶ρειο Πάγο και εισήχθη εις τον Εισαγγελικόν κλάδο. Έκτοτε υπηρέτη ευόρκως τα καθήκοντά του προαγόμενος πάντοτε κατ’ εκλογήν μέχρι του βαθμού του Αντιεισαγγελέως του Αρείου Πάγου.

Δεν ηδίκησε κανέναν, ούτε αυτά τα οποία γράφει αυτή η προκήρυξις έκανε πρότασιν απαλλακτικήν διά τον Ανδρεάδη. Αυτό είναι ψεύδος. Διότι ο άνθρωπος αυτός επρότεινε απλώς ότι δεν στέκουν νομικώς οι λόγοι αναιρέσεως και τίποτε άλλο. Ο δε Σάββας Ξηρός λέει ότι έστειλε πολύν κόσμο στην εξορία κατά τον χρόνο της χούντας. Ψευδέστατον, διότι κατά τον χρόνο της χούντας ο Ταρασουλέας υπηρέτη ως Αντιεισαγγελεύς Ακροάσεων και ποτέ δεν έλαβε μέρος σε Στρατοδικείο.

Εξελθών δε του Εισαγγελικού κλάδου του απενεμήθη διά Προεδρικού Διατάγματος ο τίτλος του Επιτίμου. Μετά από πολυήμερον παρακολούθησιν των κινήσεων του Εισαγγελικού τούτου λειτουργού εκ μέρους του Κουφοντίνα, του Σάββα Ξηρού αλλά και του Γιωτόπουλου, αυτά τα λέει στην κατάθεσή του και στην απολογία του ο Σάββας Ξηρός και τα αποδέχονται οι λοιποί, ενθυμηθείτε την κατάθεση αυτής της μαθήτριας, της Δήμητρας Τσαγκρώνη, η οποία με όλη την παιδική αφέλεια αυθορμήτως πήγε στην αστυνομία τη νύχτα εκείνη την ζοφεράν, που εγένετο η απόπειρα και κατέθεσε ότι «εγώ είδα έναν κύριο ο οποίος› -όταν της επεδείχθη- «είμαι 70%› -υπεβίβασε το ποσοστόν της βεβαιότητος διότι εδέχθη απειλάς και εφοβήθηκε και αναγνώρισε τον Γιωτόπουλο, ότι ήταν ο άνθρωπος ο οποίος παρηκολούθη την οικίαν του Εισαγγελέως Ταρασουλέα, κραδαίνων μίαν εφημερίδαν, άλλοτε διαβάζοντας αυτήν, άλλοτε κρατώντας αυτήν, επί σειράν ημερών.

Ο δε Σάββας Ξηρός λέει ότι «επί μία εβδομάδα μετά από την απόπειρα κατά του Εισαγγελέως Ανδρουλιδάκη εμείς παρακολουθούσαμε την οικία του Εισαγγελέας Ταρασουλέα›. Δεν τα λέω εγώ κ.κ. Εφέται, οι ίδιοι τα λένε. Οι ίδιοι αποκαλύπτονται.

Ο δε κ. Ταρασουλέας δεν είχε αντιληφθεί ότι παρακολουθείτε και δεν είχε και λόγο να αντιληφθεί διότι δεν έβλαψε κανέναν ούτε κατά την επαγγελματική του σταδιοδρομία αλλά ούτε και κατά την ιδιωτική του ζωή.

Έρχεται η ζοφερά εκείνη ημέρα, το βράδυ της 18/1/1989. Αφού προμελέτησαν ο Σάββας Ξηρός και ο Κουφοντίνας -την απόφαση να εκτελέσουν δε το έγκλημα, την ενεφύσησε ο Γιωτόπουλος-, αφού λέγω προπαρασκεύασαν το έγκλημα, μετέβησαν έξω της οικίας του Εισαγγελέως Ταρασουλέα και κραδαίνων ο Σάββας Ξηρός περίστροφον και πλησιάσας μισό μέτρο τον κ. Εισαγγελέα ο οποίος εκείνη την στιγμήν εναπέθετε εις το πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του ένα κουτί και πριν έτι σηκωθεί, τον επυροβόλησε τετράκις. Αι δε σφαίρες ήσαν όμοιαι με εκείνες που έγινε η απόπειρα κατά του Εισαγγελώς Ανδρουλιδάκη με 38άρι.

Αφού τον επλησίασε και επυροβόλησε τετράκις –μάλιστα στην κατάθεσή του λέει «είχα εντολήν να ρίξω τέσσερις σφαίρες, αλλά εγώ έριξα μόνο τρεις›, δηλαδή σα να λέω ότι οφείλουμε και χάριτας διότι μας έριξε τρεις σφαίρες- οι σφαίρες αυτές βρήκαν καίριο σημείον, διότι από τα πόδια είναι γνωστόν ότι διέρχονται αι ηνιακαί αρτηρίαι. ¶ρχισε να πλημμυρίζει αίμα το χώμα, εγκατέλειψαν το θύμα των και ανεχώρησαν.

Εκ του βαρυτάτου αυτού τραυματισμού του μπορούσε να επέλθει ο θάνατος διότι ήτο τυχερός εν τη ατυχία του ο κ. Ταρασουλέας ότι ετραυματίσθη πλησίον του ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ και ότι με τις φωνές της συζύγου του «βοήθεια, βοήθεια›, εξήλθον γείτονες οι οποίοι τον παρέλαβαν, μάλιστα μεταξύ αυτών ήτο και ένας ιατρός ο οποίος τηλεφώνησε στο ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ και ζήτησε να ετοιμάσουν γρήγορα το χειρουργείο διότι ετραυματίσθη ο Εισαγγελεύς και τον πήραν και τον πήγαν γρήγορα στο ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ κι έτσι διεσώθη, ει δε μη ήτο πιθανότατον να υποκύψει εις το τραύμα αυτό, λόγω της ακατασχέτου αιμορραγίας.

Αυτά τα εγνώριζαν οι κατηγορούμενοι διότι είναι εκπαιδευμένοι, έχουν εκπαιδευθεί εις τα εγκλήματα αυτά. Καίτοι εγνώριζαν ότι ήτο πιθανότατο να επέλθει ο θάνατος, εν τούτοις το απεδέχθησαν. Αυτά τα οποία είχα την τιμήν ως ιστόρησιν να εκθέσω εις το Δικαστήριόν σας, από πού τα βγάζω: Πρώτον, από τας καταθέσεις του κ. Εισαγγελέως και της συζύγου του. Δεύτερον, από την κατάθεσιν της Τσαγκρώνη. Τρίτον και κυριότερον, από την αυθόρμητον και αβίαστον κατάθεσιν του ιδίου του Ξηρού, συνδυαζομένης της απολογίας του αυτής, των καταθέσεων αυτών τας οποίας διά της αρνήσεώς του να υποστεί τον έλεγχον τον ακροαματικόν έλεγχον, επεκύρωσε ο κ. Ξηρός.

Οι κατηγορούμενοι κ.κ. Εφέται, είναι αδίστακτοι, απρεπείς, ασεβείς, απάνθρωποι και αμετανόητοι. Κατά την διαδρομήν της αποδεικτικής διαδικασίας και της ομιλίας των εκπροσώπων της Εισαγγελικής Αρχής, ενεφανίσθησαν απρεπείς και ασεβείς. Εν τ’ αυτώ δε αναίσθητοι και θρασείς. Τα υπ’ αυτών τελεσθέντα εγκλήματα ανθρωποκτονιών και ληστειών, εγένοντο με προμελέτην, προπαρασκευήν και ύπουλον εκτέλεσιν. Αφού εσκότωναν, εγκατέλειπαν τα θύματά τους είτε ζωντανά, είτε βαρέως τραυματισμένα.

Κύριοι Δικασταί, αποτελείτε την έκφρασιν της υπάτης των αρετών, της ευψυχίας, της μετά θάρρους επιτελέσεως του καθήκοντος. Όταν εισέλθετε εις το δωμάτιον διασκέψεώς σας, σημειώσατε το σημείον του σταυρού στο στήθος σας και αφήστε την φωνήν της συνειδήσεώς σας να αναπηδήσει. Είμαι βέβαιος ότι θα υποστείτε τας δονήσεις και κρίσεις της συνειδήσεώς σας, μαζί με τας εκκλήσεις της κοινωνίας την οποίαν εκπροσωπείτε, θα ακροασθείτε και τας φωνάς από του τάφου των θυμάτων των αδίκως δολοφονηθέντων ανθρώπων.

Μετά ταύτα, να αφήσετε βαρύν τον πέλεκυν της δικαιοσύνης να επιπέσει του τραχήλου των κατηγορουμένων. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε κ. Αντωνέα. Συνεχίζουμε αύριο με την υπόθεση Πέτσου, Μπακογιάννη, Βαρδινογιάννη κτλ., όπως είναι η σειρά. Διακόπτουμε για αύριο το πρωί.