Πολιτική
Παρασκευή, 19 Σεπτεμβρίου 2003 21:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (19/09/2003) Μέρος 3/6

B΄ ΜΕΡΟΣ

10:40 – 12:25

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Τον λόγο έχει ο κ. Βασιλακόπουλος

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριοι Δικασταί, σπάνια εμφανίζονται στην δικαστηριακή μας πρακτική περιπτώσεις οι οποίες με τα κριτήρια ενός συνηγόρου υπερασπίσεως είναι ανεπίδεκτες υπερασπίσεως. Στην πρόσφατη ιστορία μας θυμάμαι δύο τουλάχιστον περιπτώσεις και αυτή είναι η τρίτη, θα εξηγήσω για ποιους λόγους.

Η πρώτη ήταν των Ντουφτ και Μπάσενάουερ, άνθρωποι οι οποίοι έμεναν από τσιγάρα, δεν είχαν 20 δραχμές να πάνε να αγοράσουν ένα πακέτο τσιγάρα, έβγαιναν, σκότωναν έναν, έπαιρναν το 20άρικο και αγόραζαν τσιγάρα. Περιθώριο υπερασπίσεως μηδέν.

Η δεύτερη περίπτωση ήταν η εταιρεία δολοφόνων. Και σε αυτήν υπερασπιστική δυνατότης μηδέν. Τί εννοώ όταν λέω μηδενική υπερασπιστική δυνατότης: Το έγκλημα είναι πλήρους αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως, δίνει ένα πλαίσιο ποινής. Εάν έχω πλαίσιο ποινής μπορώ να επιχειρηματολογήσω με τα επιχειρήματα του άρθρου 79 και να προσπαθώ να κινηθώ προς τα κάτω. Εάν όμως δεν έχω πλαίσιο ποινής, όπως στην περίπτωση που έχουμε ήδη απόλυτη απειλή ισοβίου καθείρξεως, πάλι δεν έχω υπερασπιστικά επιχειρήματα να κινηθώ μέσα στα πλαίσια του άρθρου 79 αν γίνει δεκτή η πλήρωση της ειδικής υποστάσεως του εγκλήματος.

Θα είχα αν ηπειλείτο η θανατική ποινή. Εκεί, το να παλέψεις για τη ζωή του πελάτη σου, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, σου δίνει υπερασπιστικά περιθώρια. Πράγματι, ο Βερζές, διάσημος συνήγορος τέτοιων υποθέσεων, σε μία πρόσφατη συνέντευξή του που είχα διαβάσει σε ένα γερμανικό περιοδικό κατά τον Μάιο-Απρίλιο, ερωτηθείς τί περιμένει υπερασπιζόμενος τέτοιες περιπτώσεις, είχε πει το εξής: «Μα το αποτέλεσμα το γνωρίζω εκ προοιμίου, όσες μάχες έδωσα τις έδωσα για να μην επιβληθεί η θανατική ποινή εκεί που υπήρχε, ή για να μην εκτελεστεί αν και επιβληθείσα›.

Τέτοιο πράγμα εδώ δεν έχουμε. Ο κ. Κουφοντίνας μπορεί να σεμνύνεται και να φιλοδοξεί ότι θα εξελιχθεί σε Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αυτό όμως το λέει εκ του ασφαλούς διότι γνωρίζει ότι δεν μπορεί να μεταβληθεί σε Αθανάσιο Διάκο.

Για να συνδεθώ τώρα με τις τελευταίες αποστροφές της συναδέλφου, της κας Τσόλκα, το μόνο που δεν μας έχει πει μέχρι στιγμής ο κ. Γιωτόπουλος με την αξίωση να το πιστέψουμε είναι ότι ο άνθρωπος που πυροβολήθηκε κάποιο πρωινό στις 8 η ώρα του 1989 μπροστά στο ασανσέρ δεν πυροβολήθηκε, ότι ο Μπακογιάννη ζει και ότι εμείς δεν το αντιλαμβανόμαστε. Η όλη του επιχειρηματολογία που προβάλλει προς υπεράσπισή του, έχει την ίδια αξία με έναν τέτοιο ισχυρισμό και απορώ γιατί δεν τον έχει προβάλλει ακόμα.

Ποιο είναι το πρόβλημα το οποίο τίθεται και αυτό το λέω με τη συνείδηση ότι τόσον ο κ. Αναγνωστόπουλος όσο και η κα Τσόλκα, ο κ. Αναγνωστόπουλος τοποθετούμενος στις γενικές επισημάνσεις ως προς τη 17Ν και η κα Τσόλκα αναλύοντας με υποδειγματικό τρόπο το αποδεικτικό υλικό της συγκεκριμένης περιπτώσεως, έχουν όντως περιορίσει την θεματική με την οποία δικαιούμαι να σας απασχολήσω χωρίς να σπαταλώ άδικα χρόνο.

Έχετε καμία αποδεικτική απαγόρευση σε αυτή την περίπτωση ενόψει του ότι αξιοποιείτε κυρίως τις πρώτες απολογίες των όσων εμίλησαν και μέσω των οποίων αναδεικνύονται τα υπόλοιπα μέλη και οι δράσεις υπολοίπων κατηγορουμένων. Το ζήτημα εντοπίζεται στο 211α και θα πω δυο λόγια μόνο για το τί λειτουργική αποστολή μπορεί να έχει αυτό το άρθρο μέσα στα πλαίσια μιας τέτοιας δίκης.

Έχω μπροστά μου τα πρακτικά της Βουλής με την εισηγητική έκθεση και με τις συζητήσεις που έγιναν κατά την ψήφιση της εν λόγω διατάξεως. Λέει λοιπόν η εισηγητική έκθεση ότι «η διάταξη αυτή μπαίνει για να αποφευχθούν ενδεχόμενες αποδεικτικές πλάνες και η ανασφάλεια δικαίου που μπορεί να προκαλείται. Προτείνεται η εισαγωγή ενός ήπιου αποδεικτικού περιορισμού. Οι καταθέσεις αυτές μπορούν να αξιολογούνται αλλά όχι και να αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης›.

Κατά της εισαγωγής αυτής της διατάξεως, κάποιος άλλος Βουλευτής του οποίου το όνομα θα σας το πω αμέσως μετά, αντιπαρατηρεί: «Στο οργανωμένο έγκλημα, στα εγκλήματα του υποκόσμου, την αρχή του νήματος για την ανακάλυψη δεν την παίρνουμε από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, την παίρνουμε από τους ίδιους τους ανθρώπους του υποκόσμου. Επομένως κ. Υπουργέ, η διάταξη αυτή φοβάμαι ότι θα δημιουργήσει προβλήματα και ενδεχομένως θα επικριθεί η όλη ιστορία κατά τρόπο άδικο. Γι αυτό πραγματικά, εγώ θα συνιστούσα τη διαγραφή αυτής της περίπτωσης. Ο ομιλών Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης›.

Βεβαίως δεν χρειάζεται να πω ότι ο κ. Μαγκάκης ούτε για συντηρητισμό ούτε για στροφή κατά των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και για νόθευση της δικαιότητος της ποινικής διαδικασίας είναι ταγμένος. Στην παρατήρηση αυτή του κ. Μαγκάκη απαντά ο Υπουργός και λέει: «Η τρίτη διάταξη είναι η περιβόητη διάταξη σύμφωνα με την οποία μόνη η μαρτυρία ή η ομολογία συγκατηγορουμένου δεν μπορεί να θεμελιώσει την ενοχή›.

Αλλά αυτό πάντοτε στο πλαίσιο του γενικού κανόνα της ηθικής απόδειξης, δηλαδή της συνολικής αξιολόγησης των αποδείξεων κατά τη δικανική πεποίθηση του Δικαστή, που σημαίνει τελικά ότι αυτό ως διάταξη δεν απαιτεί τίποτε άλλο παρά μια ειδικότητα και μια πληρότητα της αιτιολογίας από την οποία να προκύπτει ότι υπάρχουν και άλλα παράπλευρα συμπληρωματικά δευτερεύοντα στοιχεία που στηρίζουν την ομολογία ή τη μαρτυρία του συγκατηγορουμένου.

Αλλά πληρότητα της αιτιολογίας δεν τη ζητά ο κ. Βενιζέλος το πρώτον, τη ζητά το σύνταγμα. Κατά συνέπεια, μέσα σ’ αυτό το τελολογικό θα έλεγε κανείς πλαίσιο που προκύπτει από τις συζητήσεις της Βουλής, οφείλουμε να δούμε ποια λειτουργική αποστολή έχει το 211α. Προσωπικώς πιστεύω ότι η μόνη περίπτωση που μπορεί να έχει μια πρακτική συνέπεια, είναι να έχω ερήμην δίκη και καταδίκη ενός συγκατηγορουμένου, κατηγορουμένου από τον συγκατηγορούμενό του.

Και ετούτο για την εξής απλή σκέψη, ζήτημα το οποίο ήδη το έθιξε ο κ. Αναγνωστόπουλος: Όταν έχω δύο κατηγορουμένους παρόντες, ρωτώ τον δεύτερο «αυτός γιατί τα λέει αυτά;› Οι εξηγήσεις που θα δοθούν ή δεν θα δοθούν αποτελούν στοιχείο το οποίο μπορώ να το συνδυάσω με την κατάθεση του ενός. Όταν έχω παρόντα κατηγορούμενο που κατηγορείται υπ’ αυτές τις συνθήκες ήδη η παρουσία του και οι εξηγήσεις που θα δώσει, αποτελούν στοιχείο το οποίο μπορεί να συνδυαστεί.

Είναι ενδείξεις αλλά σίγουρα μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο αιτιολογίας της δικανικής πεποιθήσεως καταγραφόμενο. Όταν λοιπόν π.χ. για να το φέρω πιο κοντά στην πραγματικότητα, ρωτάμε τον κ. Γιωτόπουλο «πώς βρέθηκαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα;› λέει «έφτιαξαν σφραγίδες και τα έβαλαν›. Αυτό δεν θα το αξιολογήσετε; Θα πρέπει να δεχθείτε ότι υπάρχει πιθανότητα να μπήκε σφραγίδα. Όταν τον ρωτήσαμε –και ήταν ομολογουμένως εκπληκτική η απάντηση- «καλά, εκείνη η μεταξυπία;› είπε «πρώτα βρήκαν την ταυτότητα και μετά έφτιαξαν τη μεταξοτυπία και την έβαλαν. Και αυτό δεν θα το αξιολογήσετε;

Θέλω με αυτό να πω ότι η διάταξη του 211α έχει μάλλον συμβολικό χαρακτήρα παρά πρακτικό χαρακτήρα αξοποιήσιμο, δοθέντος ότι η δικανική πεποίθησή σας κατά το νόμο τουλάχιστον πρέπει να είναι πάντοτε αιτιολογημένη. Η αιτιολογία περιλαμβάνει τη σύγκριση των όσων στοιχείων βάζετε στα στοιχεία της.

Αλλά τί τα θέλουμε όλα αυτά κ.κ. Δικασταί, έστω ότι το 211α βάζει μία μείζονος ή ελάσσονος εκτάσεως αποδεικτική απαγόρευση. Εδώ έχουμε νεότερο και ειδικότερο νόμο. Έχετε ένα νόμο ο οποίος για να «ξεπατώσει› -ας μου επιτραπεί η έκφραση- την τρομοκρατία, συμμαχεί με τον διάβολο. Γιατί; Διότι η τρομοκρατία είναι ο διάβολος. Και γιατί είναι ο διάβολος η τρομοκρατία; Για έναν απλό λόγο κ.κ. Δικασταί: Ο τρομοκράτης είναι εξυπνότερος του κράτους, ταχύτερος του κράτους και έχει την πρωτοβουλία. Δεν έχει ωράρια, δεν έχει υπηρεσιακή υποταγή εν τη εννοία της δημοσίας διοικήσεως ενώ η δημόσια διοίκηση, έστω και αν λέγεται αστυνομία, έχει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της, έχει τα επιτελεία της, έχει τα ωράριά της.

¶ρα, ο τρομοκράτης έχει την πρωτοβουλία και ο έχω την πρωτοβουλία είναι ισχυρότερος. Πολλώ μάλλον αν τηρεί με τέτοια θρησκευτική ευλάβεια τους συνωμοτικούς κανόνες. Έρχεται λοιπόν το κράτος –και όταν λέω ότι συμμαχεί με τον διάβολο εννοώ το εξής: «Έλα να μου τα πεις για να σου δώσω πριμ›, και το πριμ είναι εις βάρος της ιδέας της δικαιοσύνης η οποία διέπει το ουσιαστικού δικαίου και το δικονομικό μας σύστημα και διέπεται από την αρχή της σκοπιμότητας. Στόχος του είναι να την ξεπατώσει και γι αυτό –δεν το κρύβω- όσοι εκ των κ.κ. κατηγορουμένων πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, θα πρέπει το κράτος δι’ υμών να αποδειχθεί συνεπές σε εκείνο το οποίο ορίζει ο νόμος.

Έρχεται λοιπόν το κράτος και λέει: «Έλα να μου τα πεις για να πάρεις το πριμ. Ποιο 211α; Αφού ολόκληρη η λογική του νεοτέρου και ειδικοτέρου νόμου στηρίζεται σε πρόκληση καταθέσεως κατηγορουμένων. Είναι δυνατόν να γυρίσουμε ποτέ να πούμε ότι αυτό που έκανε ο νεότερος νόμος κωλύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από το 211α; Εκείνο το οποίο βεβαίως πρέπει να κρίνουμε είναι ενώ έχουμε τον γενικό κανόνα που λέει ότι αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι «ο ουρανός με τ’ άστρα›, αυτός είναι ο κανόνας, η αρχή της ηθικής αποδείξεως όσον αφορά την έκταση και την ποιότητα των αποδεικτικών μέσων.

Μπαίνει η εξαίρεση του 211α. Η εξαίρεση ως εξαίρεση είναι στενώς ερμηνευτέα και γι αυτό κατέληξα στο προηγούμενό μου συμπέρασμα, που είναι δυνατόν να εφαρμοστεί και να έχει πρακτική συνέπεια. Επανέρχεται στον κανόνα της ελευθέρας εκτιμήσεως των αποδείξεων, των όποιων αποδείξεων, ο νεότερος και ειδικότερος νόμος. Συνεπώς δεν έχετε τίποτε άλλο να κάνετε παρά να εφαρμόσετε εκείνα τα οποία εφηρμόζοντο ανέκαθεν στην ελληνική δικαστηριακή πραγματικότητα, δηλαδή ελεύθερη εκτίμηση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου.

Σ’ αυτό το πλαίσιο βεβαίως θα πρέπει να ερευνηθεί και ερευνήθηκε ήδη και έχετε ήδη αποφανθεί ότι οι ομολογίες ούτε προϊόν βασανισμών υπήρξαν ούτε τίποτε άλλο. ¶λλωστε ο κ. Ξηρός στις τελευταίες φάσεις αυτής της διαδικασίας σηκώθηκε και είπε το εξής: «Αναγνωρίστε μου ότι έγιναν βασανισμοί για να σας ομολογήσω και πάλι το περιεχόμενο αυτό που είπα τότε›. Μα, κοροϊδευόμαστε; Και στο τέλος-τέλος της γραφής, ποιος θα μπορούσε να επικαλεστεί το 211α μέσα σ’ αυτή την αίθουσα;

Βλέπω τον κ. Τσελέντη ως πρώτον. Ο κ. Τσελέντης ήταν άγνωστος, έφτασαν στον κ. Τσελέντη διά των κ.κ. Ξηρών και κανενός άλλου. Ο κ. Τσελέντης έρχεται και λέει «βεβαίως, έτσι έχουν τα πράγματα και να σας πω πώς είναι και τώρα αναστρέφονται οι ρόλοι και επικαλούνται το 211α ποιοι: Εκείνοι οι οποίοι έδωσαν τον Τσελέντη. Να σας πω κάτι; Αυτό και μόνο δεν αποτελεί στοιχείο προς συνεκτίμηση για να βγάλετε συμπέρασμα;

Κύριοι Δικασταί, αυτή η ποινική Δίκη έχει νόημα; Και τί νόημα έχει; Πράγματι, η κα Τσόλκα σας επεσήμανε ότι ως εκφρασταί του κράτους δικαίου πρέπει να κάνετε τη δουλειά σας. Και τί θα πει τη δουλειά σας. Τη δουλειά σας, το πρώτο πράγμα που θα πει είναι από τη στιγμή που το κράτος διά του όποιου κοινωνικού συμβολαίου ανέλαβε το μονοπώλιο της ποινικής λειτουργίας για να εκτοπίσει τις αυτοδικίες και τις αντεκδικήσεις, οφείλετε να είστε συνεπής σε αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο εσείς.

Το ερώτημα είναι, αυτό που κάνουμε είναι ποινική Δίκη και αυτό που θα επιβληθεί είναι ποινή; Εδώ υπάρχουν διαφορετικές απόψεις αν ρωτήσετε τους κ.κ. κατηγορουμένους. Η ποινική δίκη έχει μια επικυρωτική πλευρά και μία κατανοούσα πλευρά. Η κατανοούσα πλευρά είναι απόκτημα μάλλον των τελευταίων πλευρών. Η επικυρωτική πλευρά είναι το ότι «μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις› συνεπώς ενισχύω την σχέση εξουσιάσεως υποταγής που υπάρχει μεταξύ κράτους και υπηκόου, και πολίτου.

Η κατανοούσα πλευρά είναι ότι στην ποινική διαδικασία επιχειρούμε να ανοίξουμε έναν διάλογο με τον δράστη για να κατανοήσουμε, αμοιβαίως να αλληλοκατανοηθούμε αν θέλετε, γιατί το έκανε, πώς το αντιμετώπιζε τότε, πώς το αντιμετωπίζει τώρα και για να δούμε και εμείς ποια είναι η αρμόζουσα ποινική μεταχείριση ενός ανθρώπου ο οποίος καλείται τελικά να υποστεί ένα κακό, η ποινή είναι ένα κακό, η ποινή δεν είναι αστείο.

Η ποινή δεν είναι διαπαιδαγώγηση με χάδι, η ποινή είναι ωμότης. Για να δούμε λοιπόν πόσο ωμά συμπεριφερθούμε σ’ έναν άνθρωπο, γι αυτό ανοίγουμε αυτόν τον διάλογο και γι αυτό μεριμνούμε για να μπορεί να εκφραστεί απόλυτα και να πει ό,τι θέλει, όπως θέλει, όποτε το θέλει. Εδώ όμως λείπουν και τα δύο στοιχεία. Γιατί; Το αντικειμενικό στοιχείο της σχέσης εξουσιάσεως και υποταγής, αμφισβητείται από τους κ.κ. κατηγορουμένους.

Οι κ.κ. κατηγορούμενοι δεν θεωρούν εαυτούς κατηγορουμένους εν πνεύματι υποταγής έναντι του αξιολογικού συστήματος της εννόμου τάξεως, αλλά ορθώνουν το ανάστημά τους με ίδιον αξιολογικό σύστημα, το αντιπροβάλλουν, ανήκουν στην κατηγορία των λεγομένων εγκληματιών εκ πεποιθήσεως και θεωρούν εαυτούς ως αιχμαλώτους πολέμου, ισότιμος έναντι ισοτίμου. Το μόνο το οποίο δεν αξίωσαν μέχρι στιγμής, είναι αντί να εφαρμόζετε τον Κ.Ποιν.Δ., να εφαρμόσετε τη σύμβαση της Γενεύσης αν δεν απατώμαι, περί αιχμαλώτων πολέμου.

Πολλοί εξ αυτών ετήρησαν την σύμβαση αυτήν, διότι ως γνωστόν ο αιχμάλωτος, το μόνο που δικαιούται να λέει το όνομά του και τον ΑΣΜ του, τίποτε παραπάνω, τίποτε παρακάτω. Πράγμα το οποίο τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια ο κ. Κουφοντίνας. Ο κ. Κουφοντίνας είναι συνεπής στις αρχές του. Το αν αυτό μπορεί να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού ή δέους για εμάς τους υπολοίπους, είναι άλλο ζήτημα. ¶ρα το πρώτο στοιχείο λείπει, δεν υπάρχει η αμοιβαιότης της εξουσίας.

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι θεωρούν εαυτούς οι κ.κ. κατηγορούμενοι δεσμώτες με την έννοια του ότι είναι δεκτικοί εκείνου το οποίο στο παλιό, το ρωμαϊκό του ένδυμα, ονομοζόταν custodia honesta. Τί ήταν η coustodia honesta; Είναι έντιμος κράτησις, είναι ποινή η οποία δεν ενέχει κοινωνικοηθική απαξία. Αυτή η custodia honesta επεβίωσε τουλάχιστον στη Γερμανία για ένα χρονικό διάστημα με δύο όρους υπό τους οποίους εφέρετο η κράτησις.

Ο κ. Κουφοντίνας όταν συνελήφθη, ήταν χαρακτηριστικό αυτό, όδευε στον Ανακριτή συνοδευόμενος από τους κουκουλοφόρους της Αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, οι οποίοι είχαν σκυμμένο το κεφάλι ενώ ο κ. Κουφοντίνας έκανε παρέλαση, ήταν εντυπωσιακή η σκηνή. Με ψηλά το κεφάλι, ανέκφραστος, επρόκειτο περί υποδειγματικής παρελάσεως αιχμαλώτου αξιωματικού από αντίπαλο στράτευμα.

Γιατί τα λέω αυτά: Αυτή την υποκειμενική διάθεση που έχουν οι κατηγορούμενοι και η οποία βεβαίως δεν θίγει καθόλου ούτε την κοινωνικοηθική νομιμοποίηση αυτής της Δίκης και της όποιας ποινής επιβληθεί ούτε τη νομιμότητα της Δίκης αυτής. Γιατί;

Κύριοι Δικασταί, ο εκ πεποιθήσεως εγκληματίας, ναι μεν δεν μπορεί να μιλήσει κανένας για ειδικοπροληπτική λειτουργία της ποινής επ’ αυτού, διότι όταν κάποιος σου λέει «εμένα να με αφήσεις ελεύθερο›, τα ίδια θα κάνει. Γιατί; Γιατί τα πιστεύει. Τί ποινή να του επιβάλλεις με ειδικοπροληπτική διάθεση; Είναι δεδηλωμένη η πρόθεση. Η ποινή εδώ ενέχει στοιχείο μέτρου ασφαλείας. Και το στοιχείο του μέτρου ασφαλείας, δεν το λέω εγώ πρώτος, το λέει ο Ράντμπρουχ.

Ο Ράντμπρουχ υποστήριξε ότι σε έναν εκ των πεποιθήσεως εγκληματιών η ποινή πρέπει να είναι αυστηρότερη. Αυτό το λέω διότι έχει μια τεράστια πρακτική σημασία στη συγκεκριμένη Δίκη. Σ’ αυτή τη Δίκη έχετε κατηγορουμένους αυτουργούς και ηθικούς αυτουργούς, γι αυτούς δεν τίθεται ζήτημα, έχετε την ποινή του τετελεσμένου. Τους απλούς συνεργούς τί θα τους κάνετε; Οι απλοί συνεργοί έχουν κατά βάση μειωμένη ποινή. Με τον εκ πεποιθήσεως εγκληματία ο οποίος και ως απλός συνεργός σας λέει «εγώ θα ξανακάνω το ίδιο αν δεν εφαρμόσετε εδώ την διάταξη που σας λέει ότι το Δικαστήριο δύναται να επιβάλλει την ποινή του τετελεσμένου. Αν κρίνει ότι η μειωμένη ποινή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον δράση της τελέσεως άλλων αξιοποίνων πράξεων, πού θα την επιβάλλετε;›

Η στάση των κατηγορουμένων σας οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στην υποχρεωτική επιβολή ποινής τετελεσμένου και για τους απλού συνεργούς, είτε υπό τη μορφή της υλικής είτε υπό την μορφή της ψυχικής συνέργιας σε όσους θέλετε να καταλήξει είτε ευθέως είτε κατά μετατροπήν κατηγορητηρίου ότι υπάρχει ψυχική συνέργια.

Το δεύτερο θέμα, πρακτικό ζήτημα με το οποίο άπτεται η στάση των κατηγορουμένων, η υποκειμενική κατά βάση, εννοώ υποκειμενική ως προς την αντικειμενική πλευρά της σχέσεως εξουσιάσεως και υποταγής και υποκειμενική ως προς το πώς αισθάνονται, αν αισθάνονται Κολοκοτρώνηδες ή άλλο τι, έχει σχέση με το ελαφρυντικό το οποίο μετά μαθηματικής επίσης βεβαιότητος θα σας ζητηθεί. Ποιο: Το μη ταπεινών ελατηρίων.

Και βεβαίως το Δικαστήριο επανειλημμένως έχει εκφραστεί μέχρι στιγμής, ότι βέβαια είπαμε ότι δεν είναι πολιτικό έγκλημα και δεν είναι πολιτικό έγκλημα για όλους εκείνους τους λόγους που αναπτύξαμε όταν στην αρχή ετέθη το θέμα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι το πολιτικό κίνητρο δεν θα το βάλω στο ζύγι για να δω μήπως τυχόν πέφτει στο μη ταπεινό ελατήριο. Δεν το έχω ακούσει πλήρως να αναπτύσσεται το επιχείρημα. Εδώ η υπεράσπιση όμως φαντάζομαι αν ακολουθήσει αυτό που φαντάζομαι ότι θα ακολουθήσει πάει να στηρίξει τον συλλογισμό της σε ένα τυπικολογικό επιχείρημα. Δηλαδή σε ποιο; Ο νόμος λέει ότι παίρνω μειωμένη ποινή αν έχω μη ταπεινόν ελατήριον.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ο νομοθέτης όταν βάζει τα πλαίσια ποινής στο σύνηθες έγκλημα, ξεκινάει με την αντίληψη ότι το κάθε έγκλημα που απειλεί πλαίσιο ποινής Χ τελείται εκ ταπεινού ελατηρίου. Αν αποδειχθεί ότι δεν είναι ταπεινό τότε πάει στην μειωμένη.

Ο συλλογισμός αυτός ως τυπικολογικός θα μπορούσε κανένας να πει ότι στέκει. Δεν έχουν έτσι τα πράγματα όμως. Το μη ταπεινό ελατήριο είναι η αντιφατική έννοια του ταπεινού. Αλλά όταν στην γλώσσα μας λογικός αναλυομένη μιλάμε για αντίθετα πράγματα, έχουμε δυο ειδών αντίθετα. Τα αντιφατικά και τα εναντία. Αν κάτι δεν είναι μαύρο δεν σημαίνει σώνει και καλά ότι είναι άσπρο, μπορεί να είναι και κόκκινο είτε ιδεολογικώς, είτε εξ αίματος κόκκινο. Αν όμως λέει μαύρο-άσπρο τότε είναι εναντία η έννοια. Το ερώτημα λοιπόν είναι, όταν ο νόμος μιλάει για μη ταπεινό ελατήριο εννοεί μη ταπεινό ελατήριο ή εννοεί ευγενές ελατήριο; Κι αν είναι ευγενές ελατήριο, με τί κριτήρια;

Κύριοι Δικασταί, το σύνολο της επιστημονικής μας κοινότητας ορθώς ποτέ δεν ερμήνευσε τα μη ταπεινά ελατήρια ως μη ταπεινά. Χωραφάς, Μπουρόπουλος, Ζησιάδης, Βαλινδράς – τρεις εξ αυτών μνημονεύω – ως μη ταπεινά ελατήρια ορίζονται τα αίτια εκείνα που δεν μαρτυρούν διαστροφή χαρακτήρα ή κακοβουλία του δράστη και δεν αντιτίθενται στην κοινή περί ηθικής ή κοινωνικής τάξης συνείδηση.

Πρόκειται για συναισθήματα που έχουν σαφές ευγενή χαρακτήρα. Το ερώτημά μου είναι, το ευγενές ή μη ευγενές που θα το βρείτε; Τί αντιπροτείνουν οι κ.κ. κατηγορούμενοι; Είναι ευγενές το κίνητρό μου διότι είναι πολιτικό. Μάλιστα! Έχω όμως δύο ειδών κίνητρα. Έχω το κίνητρο του στρατηγικού στόχου μου και έχω και το κίνητρο του τακτικού στόχου μου, πρώτον. Δεύτερον, το ευγενές ή μη μπορεί να κριθεί είτε από το αποτέλεσμα, είτε από την συμπεριφορά. Δηλαδή έχουμε δύο αυτοτελή αντικείμενα αξιολογήσεως, τόσο το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ποιο είναι, όσο και η συμπεριφορά. Ο δε σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, αυτά αφορούν πιστεύω το κεφάλαιο – αν κάνω λάθος διορθώστε με – της επιμετρήσεως της ποινής.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Τα ελαφρυντικά αφορούν στο κεφάλαιο της ενοχής κατά την κρατούσα παρ’ υμίν άποψη.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Ούτε για αιχμαλώτους πολέμου ειπώθηκε ποτέ, ούτε για ευγενή ελατήρια. Νομίζω ότι αφορά αποκλειστικά το κεφάλαιο της επιμετρήσεως της ποινής.

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Στο κεφάλαιο της ενοχής κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι θέματα ενοχής αυτά.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Συγγνώμη για την διακοπή κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για όνομα του Θεού!

Π. ΒΑΣΙΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κάτι το οποίο παρέλειψα να επισημάνω επειδή όντως είναι ζήτημα ενοχής, θα διαφωνήσω με την συνάδελφό μου την κα Τσόκλα. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να πυροβολώ κάποιον από μπροστά παρά να πυροβολώ κάποιον από πίσω. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να πυροβολώ κάποιον από μια απόσταση 10 μέτρων από το να τον πυροβολώ εξ επαφής.

Όταν τον πυροβολώ εξ επαφής και τον πυροβολώ από πίσω η ουσιώδης ποιοτική διαφορά που υπάρχει είναι ότι δεν τολμώ να πάω από μπροστά γιατί τον κοιτάω στα μάτια την ώρα που τον πυροβολώ. Η αποκορύφωση της δειλίας και της ανυπαρξίας προσωπικότητος εκ μέρους εκείνων οι οποίοι έδρασαν.

Επανέρχομαι λοιπόν στο ευγενές. Ευγενής ποια; Η πράξη του τακτικού στόχου ή η επιδίωξη του στρατηγικού στόχου; Ας πάμε από την τελευταία που είναι και το επικοινωνιακό τρικ των κ.κ. κατηγορουμένων. Τί επεδίωκαν οι κ.κ. κατηγορούμενοι; Να επιβάλλουν αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό με στοιχεία άμεσης Δημοκρατίας. Δεν θέλω να το αναλύσω αυτό διότι αν πάω να το αναλύσω στα σοβαρά θα μεταπέσω, δεν έχω τις αναγκαίες γνώσεις της ψυχιατρικής επιστήμης που απαιτούνται.

Ένα μόνον έχω να πω. Ότι αν όντως ήταν αυτή η πρόθεση τότε ισχύει εκείνο που λέει ο Σίλερ «κατά της βλακείας μάχονται ακόμη και οι Θεοί ματαίως›. Τί να σου κάνει μια ποινική δίκη; Αλλά το τί είδους αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό με στοιχεία άμεσης Δημοκρατίας θα έφερναν προκύπτει από την ίδια δομή και λειτουργία της Οργανώσεως. Τότε ολόκληρη η κοινωνία αν πετύχαιναν θα γινόταν μια μεγάλη 17Ν. Θα μαζευόντουσαν όλοι να συζητήσουν την γραμμή αλλά η γραμμή θα ήταν ήδη ειλημμένη.

Για να μην τα πολυλογούμε περί Δικτατορίας θα επρόκειτο. Δεν ξέρω ποιος θα ήταν ο γκουρού τότε, πάντως υποψηφιότητες έχουμε ήδη. ¶ρα ερωτάται, αυτή η επιδίωξη κατά περιεχόμενο πλέον διότι κατά τύπον το να θέλω να αλλάξω την κοινωνία με ένα άλλο πολιτικό σύστημα το οποίο είναι στα δικά μου τα μέτρα δεν αρκεί. Για να φτάσω στην αξιολόγηση χρειάζομαι να μπω και στο περιεχόμενο του επιδιωκομένου σκοπού.

Διερωτώμαι, ο Χίτλερ γιατί ήταν κακός άνθρωπος δηλαδή; Επέβαλε το κατά τις απόψεις του πολιτικό σύστημα. Τα κίνητρά του θα έπρεπε να είναι ευγενή. Αν δεν είναι εκείνου τότε δεν είναι και των κυρίων μόνο επειδή είναι πολιτικό το κίνητρο. Αλλά περαιτέρω έχει καμία αξία η όποια αξία του εδιωκομένου στρατηγικού στόχου; Οι τακτικοί στόχοι είναι καμία 30αριά πτώματα. Οι πράξεις αυτές έχουν αυτοτέλεια.

Τί σας ζητούν λοιπόν; Σας ζητούν να αναγνωρίσετε ευγενές κίνητρο στην δολοφονία του Μπακογιάννη. Ευγενές κίνητρο στην δολοφονία του Μάτη, ευγενές κίνητρο σε όλες, ευγενή κίνητρα στις εκρήξεις. Ενδεχομένως ευγενή κίνητρα και στις ληστείες. Θα έρθω και σε αυτές όχι γιατί με αφορούν αλλά ως αντικειμενικό στοιχείο ενδεικτικό του τί είναι η 17Ν. Κατά συνέπεια το ευγενές ή μη του κινήτρου θα το κρίνετε με ποια μέτρα κ.κ. Δικασταί; Εσείς ένα μέτρο έχετε μόνο. Το αρχιμήδειο σημείο της δικής θέσεως είναι η ελληνική έννομη τάξη. Μπορεί μία ανθρωποκτονία κατά τις υποκειμενικές αντιλήψεις του δράστη, πολιτικού του αντιπάλου να έχει ευγενές κίνητρο;

Επειδή οι κατηγορούμενοι κατά κόρον επικαλούνται την σύμβαση της Ρώμης αλλά την διαβάζουν μισή, το άρθρο 9 παράγραφος 2, η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων – ένθα πεποιθήσεις είναι τα πάντα – δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία. Εν δημοκρατική κοινωνία κατά την αντίληψη της συμβάσεως, δια την δημοσία ασφάλεια, την προάσπιση της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

Κύριοι Δικασταί, τόσο κατά το Σύνταγμά μας όσο και κατά τον ευρωπαϊκό μας πολιτισμό όπως έχει φτάσει σήμερα η κορυφαία αξία είναι ο άνθρωπος και δεν μπορεί να μεταβάλλεται ο άνθρωπος σε μέσον προς επιδίωξη οποιουδήποτε σκοπού και δεν μπορεί ο άνθρωπος να αποπροσωποιείται και να μετάγεται εις θέση στόχου και αυτό να το επικαλούνται οι κύριοι. Δηλαδή την απανθρωπίαν της εσωτερικής τους διαστροφής, ότι είναι εις θέση έναν άνθρωπο να παύουν να τον βλέπουν από μπροστά τους και να βλέπουν στόχο, αυτό δεν μπορεί να το επικαλούνται και να ζητούν μη ταπεινό ελατήριον.

Η ανθρωποκτονία για τους κυρίους κατηγορουμένους αποτελούσε ένα καθαρά τεχνικό πρόβλημα. Επρόκειτο περί πολεμικής επιχειρήσεως σαν να φύγουν 10 κομάντος σε πολεμική περίοδο και να πάνε να φάνε τον σκοπό του απέναντι στρατοπέδου. Δεν βλέπουν άνθρωπο, βλέπουν τον σκοπό, βλέπουν έναν ρόλο. Αυτό όμως δεν μπορεί να ενταχθεί έπ’ ουδενί στα μη ταπεινά ελατήρια. Κατά συνέπεια δεν έχετε περιθώριο αξιολογικών κριτηρίων, νόμιμο περιθώριο αξιολογικών κριτηρίων και θα αποτελεί πρόκληση και αποτελεί πρόκληση το να μιλάμε για μη ταπεινά ελατήρια.

Υπήρχε μία διαφημιστική φράση μιας αλυσίδας καταστημάτων «αγοράζουμε πριν από σας για σας›. Οι κύριοι κατηγορούμενοι αγόρασαν πριν από μας για μας κάποιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Μας ρώτησαν; Ποιους ρώτησαν και για ποιο λαϊκό έρεισμα μιλάμε; Πόσες ψήφους πήραν όταν κάλεσαν τον κόσμο να βάλει 17Ν μέσα; Μια συντριπτική πλειοψηφία ενός λαού ο οποίος κι εκεί είναι το αντικειμενικό επιστέγασμα, το επίτευγμά τους. Η 17Ν ευτυχώς δεν μας κληροδότησε τον αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό της. Μας κληροδότησε όμως κάτι κ.κ. Δικασταί, την αντιτρομοκρατική υστερία.

Η αντιτρομοκρατική υστερία κ.κ. Δικασταί δεν πλήττει τους τρομοκράτες. Εάν τους έπληττε θα τους είχαν πιάσει ήδη με τον πρώτο αντιτρομοκρατικό νόμο. Η αντιτρομοκρατική υστερία, διότι ο νομοθέτης ώρες-ώρες όταν παγιδεύεται και όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν τα βγάζει πέρα με την κρατική του μηχανή έτσι όπως δουλεύει προχωρεί σε μέτρα. Και ποιοι την πληρώνουν;

Να σας πω τί εννοώ; Όταν βγαίνει το βούλευμα να παρακολουθούνται τα τηλέφωνα, ναι παρακολουθούνται τα τηλέφωνα αλλά εκείνος ο οποίος προσβάλλεται είναι και εκείνος ο οποίος ενώ δεν έχει καμία σχέση με την τρομοκρατία μιλάει στο τηλέφωνο. Παραβιάζεται το απόρρητό του, θυσιάζεται το απόρρητό του για να πιάσουμε τον όποιο κ. Κουφοντίνα. Όταν καλώς ή κακώς κάποιος αθώος εμπλακεί στον προβολέα της Διωκτικής Αρχής για αυτήν την δουλειά θα πέσει σε όλες τις δρακόντειες δικονομικές της διατάξεις. Αν θέλετε την πληρώνουν οι συνήθεις ύποπτοι, για να έρθω στη μεριά των κ.κ. κατηγορουμένων.

Οι κ.κ. κατηγορούμενοι δεν την πλήρωσαν ποτέ. Μια φορά την πλήρωσε ο κύριος, θεαματική επιτυχία της Ελληνικής Αστυνομίας τότε με τον κ. Τζωρτζάτο. Το αντικειμενικό επίτευγμα των κ.κ. κατηγορουμένων και των ομοίων τους ήταν το ακριβώς αντίθετο εκείνου το οποίο επεδίωκαν. Γι’ αυτό επανέρχομαι πάλι στην φράση του Σίλερ κ.κ. Δικασταί. Επέτυχαν να ενισχύσουν τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς αντί να καταργήσουν το κράτος.

Κύριοι Δικασταί, λέει ο κ. Ξηρός ότι βασανίστηκε όπως και άλλοι και ότι υπό καθεστώς ψυχοφαρμάκων του τα πήραν αυτά κλπ. Του έγινε πλύση εγκεφάλου του κ. Σάββα Ξηρού; Του έγινε κ.κ. Δικασταί. Του έγινε. Σας διαβάζω από την σελίδα 540 του προσφάτου εγχειριδίου του Καθηγητού Ανδρουλάκη «Η πλύση εγκεφάλου›. «Μετά την κατάρρευση των μεγάλων ιδεολογιών μπορεί ίσως να λεχθεί ότι ζούμε σε μία εποχή που ευνοεί την άνθιση των πολύ συνεκτικότερων και γι αυτό υπό την δική μας άποψη ιδιαίτερα επικίνδυνων μικρών ιδεολογιών. Παραδείγματος χάρη των διαφόρων αιρέσεων, ομάδων πάλης κλπ. Στο χώρο αυτό ανθεί κατ’ εξοχήν σήμερα το φαινόμενο της λεγόμενης πλύσης εγκεφάλου›.

Κατά τον Κατς, έναν συγγραφέα ο οποίος έχει ασχοληθεί με το θέμα αυτό, οι τρεις κύριες τεχνικές της πλύσης του εγκεφάλου συνίστανται πρώτον, στην χρήση-αξιοποίηση της αυθεντίας, ο θόρυβος. Δεύτερον, στην πίεση των ομοίων και τρίτον, στην αποπλάνηση-γοητεία. Η πρώτη τεχνική στηρίζεται στην εκπόρευση των – πρόκειται – ιδεών και στη συνέχεια εντολών από πρόσωπα που προβάλλουν ως περιβεβλημένα με μία ανεπίδεκτη αμφισβήτηση αυθεντία.

Η δεύτερη στην τάση των ανθρώπων να σκέπτονται και να βουλεύονται κάτω από προϋποθέσεις αγεληδόν ένταξη σε μία μεγαλύτερη ή και μικρή αγέλη. Η τρίτη τεχνική δεν μας ενδιαφέρει. Οι αυτοματισμοί αυτοί λειτούργησαν όντως σε όλους τους Ξηρούς θα έλεγε κανείς, σίγουρα και στον κ. Τζωρτζάτο. Έχοντας την αυθεντία των γκουρού του κ. Αναγνωστόπουλου ο οποίος κατόρθωσε πανσόφους τους αλιείς να αναδείξει καταπέμψας αυτής το πνεύμα του Μαρξ και του Λένιν. Αλλά κάποτε του ξέφυγαν. Έγινε η έκρηξη, ήρθε ο πατέρας Ξηρός εδώ και μας έλεγε τί γινόταν εκεί, μέχρι που ενεφανίσθη ο υπαρχηγός της αγέλης. Και μόλις ενεφανίσθη ο υπαρχηγός της αγέλης η πλύση εγκεφάλου λειτούργησε.

Πράγματι λοιπόν λειτουργεί η πλύση εγκεφάλου αλλά με περιεχόμενο ακριβώς αντίθετο εκείνου του οποίου ισχυρίζονται ότι υπάρχει. Οι ανακάμψεις στη «λεζάντα› είναι το προϊόν της πλύσεως εγκεφάλου εκ της εμφανίσεως του υπαρχηγού. Κύριοι Δικασταί, έψαξα να βρω μια κατάλληλη έκφραση για να χαρακτηρίσω ποια ελληνική λέξη κολλάει στα μέλη της 17Ν.

Την απάντηση μου την έδωσε το λεξικό του Μπαμπινιώτη. Έχει το λήμμα «ρέμπελος›. Εκεί λέει «ρέμπελος› ο επαναστάτης αυτός που δεν έχει ενταχθεί σε τακτικό στρατό, αντάρτης, αντάρτικος. Πρώτη εκδοχή αυτή. Αυτή είναι και η εκδοχή που έχει διατηρηθεί στις ευρωπαϊκές γλώσσες. Le rebel είναι οι επαναστάτες. Οι Έλληνες όμως την προχώρησαν. Δεύτερη εκδοχή, αυτός που περιφέρεται αργόσχολα, ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, οι αργόσχολοι χασομέρηδες, ακαμάτηδες, τεμπέληδες, ρεμπέτ ασκέρ, ρεμπεσκέδες.

Ετυμολογία, προέρχεται από το «re› που σημαίνει ξανά και «bellum› ο πόλεμος, είναι ο επαναλαμβάνων τον πόλεμο. Τον επανέλαβαν το ΄74. Η λέξη όμως με το ελληνικό δαιμόνιο εξελίχθηκε σημασιολογικά προκειμένου να δηλωθεί επίσης η έννοια του τεμπέλη, του ανέμελου και του αργόσχολου. Αν τους δούμε έναν-έναν, τις δύο αυτές έννοιες δεν τις έχουν ισορρόπως όλοι. Ο κ. Γιωτόπουλος ήταν ο στρατηγός οι άλλοι ήταν ρέμπελοι και με τις δύο έννοιες ισόρροπα. Κύριοι Δικαστές πρόκειται περί μιας αγέλης, δεν έχει κανένα ελαφρυντικό, πρόκειται για εκ πεποιθήσεως εγκληματίες και στο μέτρο που δεν έδωσαν το αντάλλαγμα που τους ζητάει ο νομός για να ξεπατωθεί η τρομοκρατία, πρέπει να επιβληθεί η ποινή του τετελεσμένου, διότι αν δεν εφαρμόσετε εδώ τη διάταξη, διερωτώμαι που θα την εφαρμόσετε. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κι εμείς ευχαριστούμε τον κ. Βασιλακόπουλο. Ο κ. Νίκος Βλάχος για την υπόθεση Μπακογιάννη έχει τον λόγο.

Ν. ΒΛΑΧΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές εκ των πραγμάτων πλέον δεν πρόκειται να μακρηγορήσω τόσο η κα Τσόλκα όσο και ο κ. Βασιλακόπουλος με τον τρόπο με τον οποίο ανέπτυξαν όλα τα θέματα που αφορούν στη δικαζόμενη υπόθεση, περιορίζομαι πλέον σημαντικότατα αυτά που ούτως ή άλλως θα έλεγα, πιθανώς όχι τόσο καλά όσο αυτοί και εκ των πραγμάτων πλέον θ’ αναφερθώ κυρίως στο πρόσωπο του δολοφονηθέντος Παύλου Μπακογιάννη. Η ομιλία μου αυτή και η αναφορά μου στο δολοφονηθέντα δεν έχει σκοπό να «πυροβολήσει› τους κατηγορούμενους όπως οι ίδιοι έπραξαν και δη πισώπλατα, αλλά να βοηθήσω κι εγώ ώστε να κατανοηθεί γιατί το έπραξαν, αν τα καταφέρω.

Προσωπικά δεν με ξενίζει η στάση τους, ή οι ποικίλες στάσεις τους και η ποικιλία των υπερασπιστικών των τακτικών. Είναι σύνηθες φαινόμενο σε ποινικές δίκες όπου βλέπουμε πολλούς κατηγορούμενους άλλος ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη, άλλος να την αναλαμβάνει μερικώς, άλλος να την αναλαμβάνει γενικώς, άλλος να μην την αναλαμβάνει καθόλου ή άλλος να την ανακαλεί στην πορεία, ή κάποιος να μεταμελείται ειλικρινά ή μη.