Πολιτική
Παρασκευή, 19 Σεπτεμβρίου 2003 21:04

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (19/09/2003) Μέρος 5/6

Γ΄ ΜΕΡΟΣ

13:00 – 14:30

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Η κα Τζοτζόλα έχει ένα αίτημα.

Β. ΤΖΟΤΖΟΛΑ: Υπάρχει αίτημα του κ. Λυκουρέζου αν δύνασθαι να παραχωρήσετε μία θέση για την Τετάρτη να αγορεύσει διότι θα είναι για επαγγελματικούς λόγους στο εξωτερικό. Αν υπάρχει δυνατότητα να επιτραπεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα αγορεύσει όμως για όλες, βλέπω είναι μέχρι και τον Περατικό.

Β. ΤΖΟΤΖΟΛΑ: Υπόθεση Αγγελοπούλου, Αθανασιάδη και Βαρδινογιάννη. Αν δεν παρακωλύεται η διαδικασία θα παρακαλέσω πολύ να του επιτραπεί.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει αντίρρηση από κανέναν.

Κύριε συνήγορε μετά ταύτα έχετε τον λόγο.

Α. ΤΖΑΝΕΤΗΣ: Συνεχίζω κ. Πρόεδρε με την υπόθεση Σιπαχίογλου. Η πράξη αυτή ομολογείται για πρώτη φορά από τον κ. Σάββα Ξηρό στην από 20/7/2002 απολογία του, στην οποία αναφέρει: «Στη δολοφονία του Τούρκου Σιπαχίογλου ήμουν εγώ με τον Λουκά και τον ¶ρη. Εγώ πυροβόλησα με πιστόλι 45άρι τρεις ή τέσσερις φορές, οι άλλοι είχαν το νου τους για παν ενδεχόμενο›.

Με την ομολογία αυτή συμβαδίζει η ομολογία του κ. Σωτήρη Κονδύλη στην από 2/8/2002 απολογία του στην οποία λέει ότι ο Κουφοντίνας του είπε σε συνάντηση στα Πατήσια ότι «πρέπει να κάνουμε κάτι με έναν Τούρκο πράκτορα χωρίς να προσδιορίσει πρόσωπο. Εγώ κάθισα κοντά στο αυτοκίνητο όπως μου είπε ο Τάκης και αυτός μαζί με τον Σπύρο προχώρησαν. Αργότερα ακούστηκαν πυροβολισμοί και επέστρεψαν και οι δύο. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και φύγαμε με οδηγό τον Τάκη›.

Επιβεβαίωση της συμμετοχής του στη δολοφονία Σιπαχίογλου έχουμε και επ’ ακροατηρίων από τον κ. Σωτήρη Κονδύλη, στην οποία λέγει ότι «την συγκεκριμένη ημέρα δεν είχε όπλο, το είχε αφήσει στο αυτοκίνητο, προχώρησε ο Σάββας και μετά από λίγο διάστημα ακούστηκαν πυροβολισμοί και σηκώθηκα να δω τί γίνεται. Ήρθε ο Κουφοντίνας προς το μέρος μας, δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια του, ο Σάββας Ξηρός ερχόταν πιο πίσω και είπε «έγινε η δουλειά›.

Αυτό είναι το πλαίσιο των ομολογιών σχετικά με την περίπτωση Σιπαχίογλου. Επιβεβαιώνεται το κατηγορητήριο το οποίο φέρει ως φυσικό αυτουργό τον κ. Σάββα Ξηρό και συνεργούς τους κ.κ. Κονδύλη και Κουφοντίνα. Οι ομολογίες αυτές επιβεβαιώνονται πλήρως και από τον αυτόπτη μάρτυρα τον κ. Παπαδόπουλο, ο οποίος, όπως θα θυμάστε διατηρεί περίπτερο σε μικρή απόσταση από το σημείο στο οποίο δολοφονήθηκε ο Τούρκος διπλωμάτης.

Ο κ. Παπαδόπουλος είχε δώσει μια αρχική κατάθεση την ημέρα της δολοφονίας, στην οποία περιγράφει τον δράστη, αυτόν που κρατούσε το όπλο δηλαδή ως ύψους 1,80, 27 ετών, τον οδηγό που οδηγούσε το αυτοκίνητο διαφυγής τον περιγράφει ως 30 ετών, 1,75 μελαχρινό και ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο βρισκόταν κατά το χρόνο της δολοφονίας κοντά στο περίπτερο, του αποδίδει ύψος 1,65 μέχρι 1,68, μελαχρινός.

Προσελθών ο κ. Παπαδόπουλος ενώπιον του Ανακριτή, από τις επιδειχθείσες φωτογραφίες αναγνώρισε τους δράστες Κουφοντίνα και Κονδύλη, δεν κατέστη όμως δυνατό να αναγνωρίσει τον κ. Σάββα Ξηρό. Ενώπιον όμως του ακροατηρίου ο κ. Παπαδόπουλος επιβεβαιώνοντας τις αναγνωρίσεις Κουφοντίνα και Κονδύλη, ανεγνώρισε και τον κ. Σάββα Ξηρό και μάλιστα χρησιμοποίησε ποσοστό της τάξεως του 85-90%.

Θα ήθελα να σταθώ σε αυτό το σημείο στην κατάθεση του κ. Παπαδόπουλου και να πω το εξής: Καταρχήν, η επ’ ακροατηρίω για πρώτη φορά αναγνώριση του κ. Σάββα Ξηρού είναι απολύτως αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο, είναι δίδαγμα της κοινής πείρας πιστεύω ότι η ζωντανή παρουσία ενός προσώπου προσφέρει πολύ περισσότερα από την άψυχη φωτογραφία η οποία επιδεικνύεται ενώπιον του Ανακριτή και θα πρέπει να συνδυαστεί το γεγονός αυτό με το ότι κατά την εκδίκαση της υποθέσεως όπως προκύπτει και από τα πρακτικά ο Αναπληρωτής κ. Εισαγγελεύς, ο κ. Μαρκής ερώτησε ευθέως τον κ. Σάββα Ξηρό αν έχει ανάμιξη στην υπόθεση και εισέπραξε τη σιωπή του.

Δηλαδή από την άρνηση του κ. Ξηρού να τοποθετηθεί ως προς το εάν ήταν ή δεν ήταν, νομίζω ότι μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα σε συνδυασμό βέβαια με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία ότι ήταν όντως ο δράστης της δολοφονίας Σιπαχίογλου. Το γεγονός ότι ο μάρτυς χρησιμοποιεί ένα ποσοστό στην αναγνώριση του κ. Σάββα Ξηρού ιδιαιτέρως υψηλό βεβαίως, ομιλεί για 85-90%, μου δίνει την ευκαιρία να τοποθετηθώ στο γενικότερο ζήτημα της αναγνωρίσεως προσώπων, η οποία πολλές φορές έγινε σε αυτή τη Δίκη με ποσοστά και νομίζω κατά τρόπο αδόκιμο.

Όταν κάποιος αναγνωρίζει ένα πρόσωπο με ποσοστό 85-90% αυτό δεν σημαίνει ότι καταλείπεται μια αμφιβολία της τάξεως του 10 ή 20%, αμφιβολία τέτοια η οποία μπορεί να κλονίσει τη δικανική πεποίθηση του Δικαστηρίου και να οδηγήσει σε αθώωση. Καταρχήν δε νοείται ποσοστιαία αναγνώριση ενός προσώπου. Τί θα πει ποσοστιαία αναγνώριση; Αναγνωρίζω τα μάτια, δεν αναγνωρίζω τα μαλλιά, αναγνωρίζω το ύψος και βγάζουμε ένα ποσοστό μερών του σώματος που αναγνωρίζω; Όχι.

Όταν κάποιος λέγει ότι αναγνωρίζει σε ποσοστό 85-90% ή με όποιο ποσοστό αναγνωρίζει, δεν παύει να χρησιμοποιεί μία ανεπιφύλακτη και βέβαιη κρίση, δηλαδή η θέση του είναι «ναι, τον αναγνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο›. Η χρήση του ποσοστού είναι εσφαλμένη. Ή αναγνωρίζω ή δεν αναγνωρίζω. Η χρήση του ποσοστού δε μπορεί παρά να σημαίνει ότι αυτός ο οποίος προβαίνει στην αναγνώριση, είναι μεν σίγουρος για την αναγνώριση είναι μεν σίγουρος για την αναγνώριση αλλά αφήνει κάποιο ποσοστό η βέβαια κρίση του να είναι εσφαλμένη. Δεν σημαίνει αβεβαιότητα του αναγνωρίζοντος στο ποσοστό που χρησιμοποιεί, αλλά την πιθανότητα αυτή η βέβαια και ανεπιφύλακτη κρίση του να είναι ενδεχομένως άστοχη.

Επομένως όταν ο κ. Παπαδόπουλος χρησιμοποιεί αυτό το ποσοστό, αναγνωρίζει μετά βεβαιότητος τον δράστη και επαναλαμβάνω ότι αυτή η αναγνώριση συνδυαζόμενη με τις απολογίες των δύο κατηγορουμένων, του κ. Σάββα Ξηρού και του κ. Σωτήρη Κονδύλη, σε συνδυασμό με την άρνηση του κ. Σάββα Ξηρού να τοποθετηθεί στην ερώτηση του κ. Μαρκή, διότι η σιωπή βεβαίως είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κατηγορουμένου, αλλά δεν παύει να υπόκειται στην εκτίμηση και στην αξιολόγηση του Δικαστηρίου, νομίζω ότι όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν τη δικανική πεποίθηση ότι δράστης ήταν ο κ. Σάββας Ξηρός και συνεργοί ο κ. Κουφοντίνας με τον κ. Κονδύλη.

Ως προς τον κ. Κονδύλη κ. Πρόεδρε θα ήθελα να σημειώσω τα εξής: Ισχυρίζεται ο κ. Κονδύλης ότι του είπε ο κ. Κουφοντίνας «να κάνουμε κάτι με έναν Τούρκο πράκτορα› και είπε επ’ ακροατηρίω ότι «εγώ δεν γνώριζα τί ακριβώς πάμε να κάνουμε› και ότι δεν είχε οπτική επαφή με το θύμα τη στιγμή της δολοφονίας. Νομίζω ότι αυτά είναι στοιχεία τα οποία ουδόλως αποκλείουν τον δόλο της συνεργίας του κ. Κονδύλη, ο οποίος στην καλύτερη γι αυτόν περίπτωση είναι ενδεχόμενος, διότι κάποιος ο οποίος συμμετέχει σε μία Οργάνωση όπως η 17Ν, που γνωρίζει ότι επιδίδεται σε δολοφονίες, δεν μπορεί παρά να θεωρεί ως πιθανό, όταν του ζητείται να συμπράξει σε μία ενέργεια, ότι η ενέργεια αυτή κατατείνει στην αφαίρεση της ζωής του στόχου.

Επιπλέον να σημειωθεί ότι ο κ. Κονδύλης ήξερε ότι υπήρχε όπλο. ¶ρα λοιπόν αυτό είναι ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο ήταν ικανό να του δημιουργήσει την παράσταση περί του σκοπού των άλλων δύο συγκατηγορουμένων του.

Τέλος, το γεγονός ότι ο κ. Κονδύλης δεν είχε οπτική επαφή, αν κρίνει το Δικαστήριό σας ότι δεν είχε οπτική επαφή, ούτε αυτό το στοιχείο είναι σε θέση να αναιρέσει τη συνέργιά του διότι κατά την κατανομή των ρόλων, όπως ο ίδιος μας είπε, η δική του αποστολή ήταν να επιτηρεί το κλεμμένο αυτοκίνητο επειδή είχε κλεμμένες πινακίδες, να εξασφαλίσει δηλαδή το αυτοκίνητο με το οποίο θα έφευγαν οι δράστες.

Επομένως το γεγονός της παρουσίας του πλησίον του αυτοκινήτου είναι αυτό το οποίο συνιστά την συνέργιά του, τη συνδρομή του στην πράξη του κ. Ξηρού, έστω και εάν δεν είχε οπτική επαφή με το θύμα, διότι ο ρόλος του ήταν τέτοιος που δεν χρειαζόταν οπτική επαφή. Ο ρόλος του ήταν ο ρόλος της εξασφαλίσεως του μέσου με το οποίο διέφυγαν οι δράστες.

Κύριε Πρόεδρε, και σε αυτή την προκήρυξη παρατηρούμε ότι η 17Ν κατά την προσφιλή της τακτική, επιχειρεί να αναβιβάσει, να εξυψώσει τη σημασία του δολοφονηθέντος, τον παρουσιάζει και αυτόν ως σημαντικό βραχίονα του στρατωτικού διπλωματικού κατεστημένου της ¶γκυρας, του αποδίδει ευθύνες για Κουρδιστάν, Κυπριακό και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς και αποκρύπτει βεβαίως το γεγονός ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας απλός σύμβουλος της Πρεσβείας, χωρίς βεβαίως καμία αρμοδιότητα σε λήψη αποφάσεων και να υπογραμμίσω το γεγονός ότι ήταν και αυτός όπως ο Τσετίν Γκεοργκίου ένα ανυπεράσπιστος και ανυποψίαστος στόχος. Και αυτός όπως και ο Τσετίν Γκεορκίου σηκώθηκε το πρωί να πάει στη δουλειά του, μπήκε στο αυτοκίνητό του αλλά δυστυχώς γι αυτόν ο κ. Σάββας Ξηρός είχε αποφασίσει να του αφαιρέσει τη ζωή για λόγους που αυτός στο μυαλό του είχε.

Βλέπουμε εδώ την ανανδρεία του χτυπήματος, το γεγονός ότι μετά την απόπειρα κατά Μπουλούμπαση εδραιώνεται πλέον η πρακτική της 17Ν να επιλέγει τους εύκολους στόχους της τουρκικής διπλωματικής αποστολής ώστε να έχει μία 100% εγγυημένη επιτυχία του χτυπήματος.

Η τέταρτη υπόθεση στην οποία θα αναφερθώ είναι η υπόθεση Βρανόπουλου. Η πράξη αυτή έχει ομολογηθεί από τον κ. Σάββα Ξηρό ο οποίος κατέθεσε την 20/7/2002 «εγώ ήμουν ο οδηγός του δικύκλου με το οποίο μαζί με τον Λουκά πήγαμε στην οδό Σόλωνος και περίμενα να φανεί ο στόχος. Όταν φάνηκε, Λουκάς τον πλησίασε και πυροβόλησε από πολύ κοντά. Έβαλα μπρος το μηχανάκι στο οποίο επιβιβάστηκε και ο Λουκάς και αφού ανέπτυξα ταχύτητα φύγαμε, αφού κινηθήκαμε αντίθετα στη Σόλωνος›.

Η ομολογία του κ. Σάββα Ξηρού επιβεβαιώνεται απολύτως από τον αυτόπτη μάρτυρα, τον κ. Τσερνόγλου, ο οποίος θα σημειώσω ότι είναι ένας από τους πλέον αξιόπιστους, συγκροτημένους και ακριβείς στην περιγραφή μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Ο κ. Τσερνόγλου μάλιστα επέδειξε και αξιοπρόσεκτη αυτοθυσία διότι όταν αντιλήφθηκε το μηχανάκι του κ. Σάββα Ξηρού να ανεβαίνει την οδό Λυκαβηττού, στην προσπάθεια να διαφύγει, δεν δίστασε να τον ακολουθήσει με κίνδυνο της δικής του ζωής.

Σε αυτή την καταδίωξη ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον κ. Δημήτρη Κουφοντίνα, τον οποίο αναγνώρισε ενώπιον του Ανακριτή, αναγνώρισε και στο Δικαστήριό σας ως το άτομο το οποίο είχε πυροβολήσει τον μακαρίτη Βρανόπουλο. Επ’ ακροατηρίω ο κ. Τσερνόγλου ανεγνώρισε ως τον οδηγό της μοτοσικλέτας με την οποία διέφυγε ο κ. Κουφοντίνας τον κ. Σάββα Ξηρό, χρησιμοποιώντας και εδώ ένα αυξημένο ποσοστό της τάξεως του 90%.

Για την αξία του ποσοστού αναφέρθηκα προηγουμένως, δε θα επανέλθω, νομίζω ότι είναι απολύτως αξιόπιστη αυτή η αναγνώριση και μάλιστα αν συνδυαστεί με το γεγονός ότι ο κ. Τσερνόγλου στις προηγούμενες καταθέσεις του είχε περιγράψει το ύψος του οδηγού της μοτοσικλέτας κατά τρόπο ανταποκρινόμενο στα σωματομετρικά χαρακτηριστικά του κ. Ξηρού. Είχε πει δηλαδή ότι ήταν ύψους 1,80.

Σχετικά με την κατάθεση του κ. Τσερνόγλου θα μου επιτραπεί ένα σχόλιο: Κατά την εξέτασή του ηγέρθη από την πλευρά της Υπερασπίσεως η ένσταση ότι δήθεν ο κ. Τσερνόγλου είναι ένας άνθρωπος ο οποίος κατευθύνθηκε στην κατάθεσή του από διωκτικές αρχές και το επιχείρημα για να θεμελιωθεί αυτό το συμπέρασμα ήταν ότι ο κ. Τσερνόγλου είχε πει στον κ. Ανακριτή ακριβώς τα ίδια πράγματα με αυτά τα οποία είχε καταθέσει στην προανακριτική του κατάθεση.

Βλέπουμε λοιπόν σε αυτή την περίπτωση ανάγλυφα κ. Πρόεδρε την τακτική της Υπερασπίσεως να βαφτίζει τους μάρτυρες ως καθοδηγούμενος, όποια συμπεριφορά και αν έχουν αυτοί. Εάν μεν πουν τα ίδια με αυτά τα οποία είχαν πει στην προανάκριση είναι καθοδηγούμενοι γιατί είπαν ακριβώς τα ίδια. Εάν όμως πουν κάτι διαφορετικό, παρεκκλίνουν λίγο ή πολύ από αυτά που είχαν ήδη πει, εκεί βέβαια είναι υποβολιμαία η κατάθεσή τους γιατί άλλα είχαν πει τότε και άλλα είπαν τώρα. Βλέπετε λοιπόν πόσο αδιέξοδο είναι αυτή η πρακτική της προσπάθειας εξουδετερώσεως της αξιοπιστίας μαρτύρων με τη ρετσινιά του καθοδηγούμενου από τις διωκτικές αρχές.

Κύριε Πρόεδρε, με αυτή την τοποθέτηση ολοκλήρωσα την ανάπτυξη των τεσσάρων υποθέσεων για τις οποίες σας αγόρευσα, αναφορικά με την ευθύνη των αυτουργών και συνεργών. Νομίζω ότι κατά τούτο δεν έχω παρά να ζητήσω να κηρυχθούν ένοχοι άπαντες κατά το κατηγορητήριο. Σε όλες αυτές τις υποθέσεις ηθικός αυτουργός φέρεται ο κ. Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και το βούλευμα θεμελιώνει την ηθική του αυτουργία στο γεγονός ότι κατείχε αρχηγική θέση στην Οργάνωση και ως εκ τούτου ήταν αυτός ο οποίος προκάλεσε στους δράστες την απόφαση να τελέσουν τις πράξεις που αυτοί ετέλεσαν.

Πριν φτάσουμε στο αν ο κ. Γιωτόπουλος είναι αρχηγός της 17Ν, υπάρχει ένα λογικώς πρότερον ερώτημα: Συμμετείχε ο κ. Γιωτόπουλος στη 17Ν; Ποια είναι τα αποδεικτικά εκείνα στοιχεία τα οποία θεμελιώνουν τη συμμετοχή του και εφόσον βεβαίως δώσουμε καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό, σε ένα δεύτερο στάδιο επιχειρηματολογίας θα αναζητήσουμε εκείνα τα στοιχεία στα οποία μπορεί κανείς να στηρίξει κανείς τον αρχηγικό του ρόλο και θα δούμε κατά πόσον ο αρχηγικός του ρόλος επαρκεί για να τον καταστήσει ηθικό αυτουργό των πράξεων που τέλεσαν οι συγκατηγορούμενοί του.

Κύριε Πρόεδρε, ο κ. Γιωτόπουλος σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του ως μέλος της 17Ν, έχει σε βάρος του ακλόνητες και αδιάσειστες αποδείξεις. Έχει 26 δακτυλικά αποτυπώματα σε διάφορα έγγραφα, 3 εκ των οποίων εγγράφων, φέρουν δακτυλικά αποτυπώματα και άλλων συγκατηγορουμένων προσώπων. Στο ?Who is who της Αλλαγής› υπάρχει πέραν του κ. Γιωτόπουλου αποτύπωμα Τζωρτζάτου κα Σάββα Ξηρού. Στον «Οδηγό Δημοσίων Υπηρεσιών› υπάρχει αποτύπωμα Νίκου Παπαναστασίου και Σάββα Ξηρού. Στα «Μέτρα ασφαλείας› υπάρχει αποτύπωμα Τσελέντη.

Από αυτό έχουμε μία πρώτη ένδειξη, βεβαίως δεν είναι απόδειξη, αλλά είναι μία πολύ ισχυρή ένδειξη ότι τα πρόσωπα αυτά δεν μπορεί παρά να γνωρίζονται, να είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους, διότι όταν περισσότερα του ενός πρόσωπα πιάνουν το ίδιο βιβλίο, το ίδιο έγγραφο και όταν μάλιστα αυτό συμβαίνει περισσότερες φορές, σύμπτωση επαναλαμβανομένη παύει να είναι σύμπτωση.

Από κει και πέρα, δακτυλικό αποτύπωμα του κ. Γιωτόπουλου και γραφικός χαρακτήρας έχει βρεθεί σε έξι συνολικά έγγραφα από τα οποία θα σας αναφέρω ενδεικτικά δύο τα οποία ίσως είναι και τα σπουδαιοτέρα: Είναι η προκήρυξη Περατικού και το έγγραφο το οποίο επιγράφεται «Μέτρα ασφαλείς›. Επίσης στην κατοχή του κ. Γιωτόπουλου έχουν βρεθεί κλειδιά τα οποία ενεργοποιούν το διαμέρισμα της Δαμάρεως και επιπλέον –και αυτό ίσως έχει ιδιαίτερη αξία- έχει κατασχεθεί στο διαμέρισμα της οδού Πάτμου μία κάσα μεταξοτυπίας η οποία φέρει αποτυπώματα του υδατογραφήματος και των σφραγίδων της πλαστής ταυτότητας του κ. Γιωτόπουλου καθώς επίσης και αποτυπώματα των σφραγίδων του διπλώματος οδήγησης.

Το ερώτημα κ. Προέδρε είναι: Είναι αυτά τα ευρήματα αξιόπιστα ή μήπως είναι προϊόν σκευωρίας όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος; Νομίζω ότι η αξιοπιστία αυτών των ευρημάτων είναι πέραν πάσης αμφιβολίας γιατί πέρα από τις θεωρίες, τις αοριστολογίες περί σκευωρίας, υπάρχει και η κοινή λογική, η οποία κοινή λογική είναι και το μέτρο της αληθείς αν θέλετε.

Ο κ. Γιωτόπουλος αρκέστηκε στη θεωρία περί σκευωρίας αλλά δεν μπήκε στον κόπο να αντικρούσει τα πορίσματα των εξετάσεων τα οποία συνδέουν με αυτών τα δακτυλικά αποτυπώματα και τη γραφή. Σε επίμονες ερωτήσεις της Έδρας των κ.κ. Εισαγγελέων και της Πολιτικής Αγωγής σχετικά με το αν απευθύνθηκε σε κάποιον ειδικό προκειμένου να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, υπήρχε η «απορία ψάλτου βηξ›.

Τη μία έλεγε «δε θυμάμαι›, την άλλη έλεγε «δεν είχα χρήματα› κ.ο.κ. Οι μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν επί των πειστηρίων, κατέθεσαν κατά τρόπον επιστημονικό απολύτως τεκμηριωμένο για την αξιοπιστία των ευρημάτων τους. Θα ξεκινήσω από τον γραφολόγο τον κ. Μακρή, ο οποίος κατέθεσε καταρχήν ότι αν είχε την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με την προέλευση της γραφής από το χέρι του κ. Γιωτόπουλου δεν θα προέβαινε στη σύνδεση αυτή.

Χαρακτήρισε τη γραφή του κ. Γιωτόπουλου ως γραφή αυθεντική λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών της και μάλιστα θα χρησιμοποιήσω την έκφρασή του «ως υπερχειλίζουσας ατομικότητας›. Διευκρίνισε επίσης ο κ. Μακρής ότι η κατ’ απομίμηση γραφή δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του ερευνώντος διότι έχει χαμηλή ταχύτητα χάραξης, διότι δεν έχει συνέχεια, διότι έχει μεταβαλλόμενη γραφική πίεση. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει προσπάθεια απομιμήσεως μιας γραφής και να μη γίνει αντιληπτή.

Τέλος διευκρίνιση και αυτό είναι σημαντικό ότι η μεταβολή στη γραφή ενός ανθρώπου η οποία παρατηρείται κατά την πάροδο των ετών, διότι αλλιώς γράφει κανείς στα 20 αλλιώς στα 40 και αλλιώς στα 60 –και το λέω αυτό γιατί χρησιμοποιήθηκε ως δείγμα γραφής υλικό από την Πάρνηθα το οποίο ο κ. Γιωτόπουλος δεν έχει αρνηθεί τουλάχιστον εν όλω ότι προέρχεται από αυτόν- αυτή η μεταβολή στον τρόπο γραφής είπε ο κ. Μαρκής ότι δεν είναι σε θέση να παραπλανήσει τον γραφολόγο σχετικά με την ταυτότητα του γραφέως.

Ως προς τα κλειδιά κατέθεσε ο κ. Ραφτογιάννης ο οποίος είπε το εξής σημαντικό και σε αυτό θα περιοριστώ ότι: «Η θεωρητική επαναληψιμότητα του συγκεκριμένου τύπου κλειδιού το οποίο βρέθηκε και κατασχέθηκε εις χείρας του κ. Γιωτόπουλου είναι 1 προς 432 δηλαδή 0,23%› αυτή είναι η πιθανότητα να έτυχε ο κ. Γιωτόπουλος να έχει κλειδιά τα οποία ανοίγουν τη γιάφκα της Δαμάρεως, να έχει ίδιου τύπου κλειδιών και τέλος τα δακτυλικά αποτυπώματα. Τα δακτυλικά αποτυπώματα κύριοι Δικαστές πιστεύω ότι είναι η κορωνίς των αποδείξεων που υπάρχουν σε βάρος του κ. Γιωτόπουλου. Το λέω αυτό γιατί υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες να έχουν εντοπιστεί περιπτώσεις αστοχιών σε γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες, αλλά όπως κατάθεσε και ο μάρτυρας ο κ. Γιαννακούρης στα 150 χρόνια της δαχτυλοσκόπησης δεν έχει καταγραφεί ούτε ένα περιστατικό στο οποίο να έχει αστοχήσει το πόρισμα μιας δαχτυλοσκόπησης.

Διευκρίνισε ο κ. Γιαννακούρης και δεν υπήρξε κανένας επιστημονικά τεκμηριωμένος αντίλογος από την άλλη πλευρά ότι δεν είναι δυνατή η πλαστογράφηση ή η μεταφορά δαχτυλικών αποτυπωμάτων. Διευκρίνισε ότι αυτό γίνεται για τον λόγο ότι επειδή το δαχτυλικό αποτύπωμα σχηματίζεται κατά τη διαδικασία επαφής του ιδρώτα με μια επιφάνεια, στο μικροσκόπιο όταν εξετάζεται το δαχτυλικό αποτύπωμα φαίνονται οι πόροι του δέρματος σαν άσπρες κουκίδες, έτσι χαρακτηριστικά το είπε. Αυτό το φαινόμενο, των άσπρων κουκίδων, είναι αδύνατο να εμφανιστεί όταν υπάρχει ένα τεχνητό ή μεταφερόμενο δαχτυλικό αποτύπωμα.

Τέλος ο κ. Γιαννακούρης εξέθεσε στο Δικαστήριό σας κι αυτό έχει την αξία του ότι: τα δαχτυλικά αποτυπώματα τα οποία ταυτοποιήθηκαν δεν ήταν το σύνολο των αποτυπωμάτων τα οποία βρέθηκαν στις δυο γιάφκες, αλλά ήταν τα μόνα τα οποία ήταν κατάλληλα προς ταυτοποίηση. Υπήρχαν πολύ περισσότερα και θα πρέπει να σημειωθεί ότι όπως μας είπε ο ίδιος μάρτυς ο πήχης σχετικά με τον αριθμό των σημείων που απαιτούνται για την ταύτιση ήταν πάρα πολύ υψηλός, είπε ότι έπρεπε να είχε τουλάχιστον 12 τα σημεία το αποτύπωμα για να ταυτοποιηθεί. Τη στιγμή που σε άλλες χώρες όπως την Αγγλία προσφάτως το όριο αυτό έχει υποβιβαστεί στα 8. Αυτό, για να μην παραπονούνται οι κατηγορούμενοι ότι εκεί και ως έτυχε εξετάστηκαν τα αποτυπώματα τα οποία βρέθηκαν.

Σε αυτό το συντριπτικό αποδεικτικό υλικό ο αντίλογος του κ. Γιωτόπουλου συνοψίζεται σε μια λέξη: «σκευωρία›: Εμένα τον άσχετο με βρήκαν από την αντιστασιακή μου δράση και με φύτεψαν στη θέση του αρχηγού της 17Ν›. Αυτό μας λέει. Δεν θα επαναλάβω το επιχείρημα ότι ο κ. Γιωτόπουλος όφειλε και μάλιστα εναγωνίως εάν είναι ο αδίκως κατηγορούμενος αρχηγός να βρει κάποια επιστημονική τεκμηρίωση για τα λεγόμενά του, αλλά θα προσπαθήσω να αντικρούσω την επιχειρηματολογία του ως προς τα επιμέρους πειστήρια, τα οποία αν μου επιτρέπετε αντιμετώπισε επειδή βεβαίως στερείται έχει ένδεια επιστημονικής τεκμηρίωσης, αντιμετώπισε με σοφιστείες και αλχημείες.

Τι είπε ως προς τη γραφή; Πως είναι δυνατό –λέει- εγώ ο έμπειρος που ξέρω καλά τους κανόνες ν’ αφήσω χειρόγραφά μου στη γιάφκα η οποία είχε όπλα και εκρηκτικά για να τα βρουν και με έχουν στο πιάτο ως μέλος της 17Ν; Κύριε Πρόεδρε η απάντηση σε αυτό το οποίο εκ πρώτης όψεως φαίνεται ένα εύλογο επιχείρημα, είναι απλή: ουδείς εγκληματίας αλάνθαστος. Διότι εάν ήταν όλοι οι εγκληματίες αλάνθαστοι απλούστατα δεν θα είχαμε ούτε γραφολογικά πορίσματα, ούτε δαχτυλικά αποτυπώματα ούτε τίποτα. Αλλά η πιο ουσιαστική εξήγηση γι’ αυτή την αφροντησία του κ. Γιωτόπουλου είναι αυτό το οποίο είχε πει ο κ. Τσελέντης στην απολογία του και το οποίο ίσως δεν προσέχτηκε όσο θα έπρεπε. Είπε ο κ. Τσελέντης «Από ένα σημείο και μετά επειδή δεν μπορούσε να εξιχνιαστεί η 17Ν μας είχε καταλάβει όλους αλαζονεία›.

Η αλαζονεία είναι αυτή η οποία εξέθρεψε την επιπολαιότητα και την αφροντησία και αν ίσχυε η αλαζονεία για όλους τους υπολοίπους μέλη της Οργάνωσης, ίσχυε πολύ περισσότερο για τον κ. Γιωτόπουλο όχι μόνο γιατί ο κ. Γιωτόπουλος ήταν και χαρακτηριολογικά περισσότερο ευεπίφορος σε αλαζονικές συμπεριφορές, αλλά και γιατί ο κ. Γιωτόπουλος είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα σε σχέση με τους υπολοίπους ότι όταν ο άνθρωπος – φάντασμα. Ήταν ο άνθρωπος τον οποίο κανείς δεν γνώριζε, κυκλοφορούσε με ψεύτικο όνομα, κυκλοφορούσε με ψεύτικη ταυτότητα και είχε αποκοπεί από τον κοινωνικό του περίγυρο. Αυτός ο άνθρωπος ο κοινωνικά εξαφανισμένος βασιζόταν σε αυτό, βασιζόταν στο ότι δεν τον ξέρει κανείς και γι’ αυτό δεν έδειξε την επιμέλεια την οποία θα μπορούσε να είχε επιδείξει ως προς την αποφυγή εκθέσεως στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε βάρος του.

Συνεχίζει ο κ. Γιωτόπουλος την απολογία του και λέει για την προκήρυξη Περατικού όπου βρέθηκε δείγμα γραφής του. «Γιατί δεν είχαν περαστεί όλες αυτές οι χειρόγραφες προσθήκες στο τελικό κείμενο της προκήρυξης και γιατί αυτές που περάστηκαν ήταν επουσιώδεις, ήταν κάτι εισαγωγικά, κάτι κόμματα κλπ;› Μα αυτό ακριβώς το επιχείρημα είναι το επιχείρημα το οποίο τορπιλίζει την ίδια την θεωρία περί σκευωρίας. Διότι εάν πίσω από αυτά βρισκόταν μια σκευωρία τι απλούστερο γι’ αυτές τις σκοτεινές και βεβαίως υπερδύναμες δυνάμεις –έτσι όπως το παρουσιάζει ο κ. Γιωτόπουλος- να απομιμηθούν ένα πολύ ευρύτερο κομμάτι της προκήρυξης και να βάλουν μέσα στην προκήρυξη πολύ ουσιωδέστερα σημεία από αυτά τα οποία μπήκαν τελικά.

Επειδή όπως έλεγαν και οι αρχαίοι «Γλώττα λανθάνουσα τα αληθή λέγει› ο κ. Γιωτόπουλος κατά την απολογία του είπε το εξής, όπως θυμάται από την παλιά αντιστασιακή του δράση ποτέ δεν βάζεις σε μια προκήρυξη το όνομα του στόχου για λόγους ασφαλείας, για να μην βρεθεί αυτή πριν το χτύπημα και μπορέσει να εξιχνιαστεί έτσι ο δράστης. Κύριε Πρόεδρε είναι γλώττα λανθάνουσα διότι αυτό το οποίο είπε ο κ. Γιωτόπουλος δεν είναι η παλιά ανάμνηση των καλών εποχών της ΛΕΑ, αλλά φοβούμαι ότι είναι η ζώσα πραγματικότητα την οποία βίωνε στα 27 έτη της δράσης της 17Ν. Αυτό είπε ο κ. Γιωτόπουλος λέγοντας ότι ο καλός συντάκτης των προκηρύξεων ποτέ δεν βάζει το στόχο πριν από την ενέργεια αλλά τον προσθέτει εκ των υστέρων.

Ας δούμε τι λέει ο κ. Γιωτόπουλος ως προς τα δαχτυλικά αποτυπώματα. Εδώ θα μου επιτραπεί και θα το πω ευθέως ότι πρόκειται περί πραγματικής αλχημείας. 26 –λέει- τα δαχτυλικά αποτυπώματα, ενώ ο Κουφοντίνας έχει μόνο 10 και ο Σάββας 21 οι οποίοι πήγαιναν στις γιάφκες αποδεδειγμένα. ¶ρα μεγάλος αριθμός δαχτυλικών αποτυπωμάτων δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι αυτά έχουν μεταφερθεί και έχουν πλαστογραφηθεί. Κύριε πρόεδρε το επιχείρημα είναι παντελώς έωλο διότι όπως είπε και ο κ. Γιαννακούρης η απάντηση είναι απλή: δεν είναι όλα τα αποτυπώματα, δεν είναι όλα κατάλληλα προς ταύτιση. Ενδεχομένως τα πραγματικά αποτυπώματα του κ. Ξηρού και του κ. Κουφοντίνα να ήταν πολλαπλάσια του κ. Γιωτόπουλου. Αυτά τα οποία βρέθηκαν ήταν 26 για τον Γιωτόπουλο, 10 για τον Κουφοντίνα και 21 για τον Σάββα. Αυτά κρίθηκαν κατάλληλα προς ταύτιση, δεν είναι τα μόνα.

Από εκεί και πέρα δεν τον απασχόλησε τον κ. Γιωτόπουλο γιατί υπάρχει και ούτως ή άλλως μεγάλη διαφορά μεταξύ αποτυπωμάτων Κουφοντίνα και Σάββα Ξηρού; Ο Κουφοντίνας έχει 10, ο Σάββας Ξηρός έχει 21 μολονότι μπορεί να υποθέσει κανείς ότι και οι δύο με την ίδια συχνότητα επισκέπτονταν τις γιάφκες. Επομένως αυτή η διαφορά ως προς τον αριθμό εξηγείται από το γεγονός ότι αυτά είναι τα μόνα ευρεθέντα κατάλληλα προς ταύτιση.

Εάν πρόκειτο περί σκευωρίας το απλούστερο το οποίο θα είχαν να κάνουν οι διωκτικές Αρχές θα ήταν να πάρουν δαχτυλικά αποτυπώματα του κ. Γιωτόπουλου και να τα βάλουν σε σταθερά σημεία, ή να τα βάλουν σε κάποια ρουκέτα, ή να τα βάλουν σε κάποιο όπλο και να δούμε εκεί τι θα έλεγε ο κ. Γιωτόπουλος. Το γεγονός ότι βρέθηκαν δαχτυλικά αποτυπώματα μόνο σε κινητά έγγραφα σημαίνει ότι είναι απολύτως αυθεντικά αυτά τα δαχτυλικά αποτυπώματα.

Κατά την ακροαματική διαδικασία -για να φανεί και η ένδεια των επιχειρημάτων- το μόνο το οποίο είπε ο κ. Γιωτόπουλος πέρα από τη συνήθη επωδό της σκευωρίας, ήταν ότι έκανε ένα τέχνασμα. Έπαιξε με τις ημερομηνίες δαχτυλοσκοπήσεως και συλλήψεως και ούτε λίγο ούτε πολύ μας είπε: Ιδού η σκευωρία η δαχτυλοσκόπηση φέρεται να έγινε σε χρόνο προγενέστερο της συλλήψεως. Μόνο που δεν θυμόταν βεβαίως την ημερομηνία συλλήψεως και όταν διαπιστώθηκε ότι αυτή ήταν η 17η Ιουλίου εκεί βεβαίως το επιχείρημα πήγε περίπατο και μας έμεινε η σκευωρία.

Κύριε Πρόεδρε νομίζω ότι τα πειστήρια αυτά είναι τόσα πολλά, τόσο συντριπτικά, τόσο αποστομωτικά και δεν μπορούν να ξεπεραστούν με την απλουστευτική θεωρία της σκευωρίας. Αλλά πέρα από τα πειστήρια υπάρχουν και καταθέσεις οι οποίες εμπλέκουν τον κ. Γιωτόπουλο στην Οργάνωση και θ’ αναφερθώ σε καταθέσεις προσώπων τα οποία δεν είναι από αυτά τα στιγματισμένα πρόσωπα της Οργάνωσης τα οποία άλλα πει στην αρχή, αλλά είπαν μετά και ανακάλεσαν.

Εγώ θ’ αναφερθώ σε δυο πρόσωπα μόνο. Θ’ αναφερθώ στον κ. Νίκο Παπαναστασίου. Ο κ. Νίκος Παπαναστασίου ο οποίος ουδέποτε έχει ανακαλέσει όσα έχει πει, έχει καταθέσει απολογούμενος ότι γνώριζε τον κ. Γιωτόπουλο, τον είχε συναντήσει –λέει- το 1984 και είχαν πολιτικές συζητήσεις. Η περίπτωση του κ. Νίκου Παπαναστασίου μου δίνει την αφορμή να θέσω πάλι το θέμα της σκευωρίας και να διερωτηθώ: εάν οι διωκτικές Αρχές δυσσοδωμούσαν εις βάρος του κ. Γιωτόπουλου και κατασκεύαζαν απολογίες και μάρτυρες γιατί να μην πουν στον κ. Νίκο Παπαναστασίου «Έλα εδώ γιατί να πεις ότι τον είδες μια φορά, 15 – 30 τον είδες› αυτός λέει μόνο μία. Ένδειξη κι αυτό του ότι όσα ειπώθηκαν από τους κυρίους κατηγορούμενους είναι αυθόρμητα και αξιόπιστα.

Ο κ. Θωμάς Σερίφης είπε πολλά με τη σιωπή του και νομίζω ότι είναι προς τιμή του. Όταν επιβεβαίωσε αυτά τα οποία είχε πει ανακριτικώς και δήλωσε ότι δεν θα αναφερθεί σε άλλο συγκατηγορούμενο νομίζω ότι αυτό δίνει το δικαίωμα στην Πολιτική Αγωγή να βγάλει τα συμπεράσματά της. Ο άνθρωπος δεν θέλει να κατονομάσει πράγματα τα οποία γνωρίζει, δεν θέλει να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο ανθρώπους με τους οποίους ανήκε στην ίδια Οργάνωση και ειδικότερα δεν θέλει να ενοχοποιήσει ακόμη περισσότερο τον κ. Γιωτόπουλο. Εγώ έτσι ερμηνεύω αυτή τη σιωπή, το Δικαστήριό σας θα κρίνει πως θα την αξιοποιήσει.

Τέλος για να ολοκληρώσω με τους μάρτυρες υπάρχει η κα Κοφινά μην την ξεχνάμε, η οποία κατέθεσε ότι είχε δει τον κ. Γιωτόπουλο 7 – 8 χρόνια πριν να επισκέπτεται με τον κ. Σάββα Ξηρό την γιάφκα, είναι η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας. Τον περιέγραψε μάλιστα ως ψηλό καλοντυμένο κύριο και δίνει μια περιγραφή η οποία ανταποκρίνεται σε αυτόν. Επ’ ακροατηρίω κ. Πρόεδρε όταν εξεταζόταν η κα Κοφινά απευθύνθηκε από τον κ. Εισαγγελέα το ερώτημα στον κ. Σάββα Ξηρό αν λέει αλήθεια ή όχι και διαβάζω από τα πρακτικά την απάντηση του κ. Σάββα Ξηρού -δεν ήμουν σε εκείνη τη συνεδρίαση- και λέει μ’ ένα τρόπο ο οποίος μάλλον ενδοιαστικός μπορεί να χαρακτηριστεί: «Δεν μπορώ να φανταστώ αν φαντάστηκε ή αν είναι καθοδηγούμενη›. Αντί να πει «Μα ποιος Λάμπρος; Εγώ δεν ξέρω κανέναν Λάμπρο. Ο άνθρωπος είναι άσχετος›. Αρκέστηκε να πει «Δεν ξέρω αν φαντάστηκε›. Αυτό βεβαίως θα εκτιμηθεί από το Δικαστήριό σας.

Κύριε Πρόεδρε η συμμετοχή του κ. Γιωτόπουλου στην Οργάνωση προκύπτει όχι μόνο από τα στοιχεία τα οποία σας προανέφερα δηλαδή από τα πειστήρια και από τις μαρτυρικές καταθέσεις ή τις απολογίες συγκατηγορουμένων αλλά προκύπτει και από τον ίδιο τον τρόπο ζωής του μετά τη μεταπολίτευση.

Ο κ. Γιωτόπουλος είναι ένα άκρως πολιτικοποιημένο άτομο κατά τη διάρκεια της Επταετίας, μετά τη μεταπολίτευση αίφνης καταδικάζει τον εαυτό του σε κοινωνική αφάνεια και πέρα από αυτό ο κ. Γιωτόπουλος παραιτείται των μαρξιστικών ιδεωδών τα οποία κατηύθυναν τη δράση του κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, τα μαρξιστικά ιδεώδη -τα οποία όπως ο ίδιος είχε πει στην απολογία του- υπαγορεύουν στον κάθε συνεπή μαρξιστή να ακολουθήσει μεθόδους πολιτικής πάλης και να προσπαθήσει για τη δημιουργία ενός μαζικού πολιτικού φορέα. Τίποτα από όλα αυτά δεν έκανε ο κ. Γιωτόπουλος μετά τη μεταπολίτευση. Ή μάλλον έκανε. Έκανε. Γιατί αυτά τα ιδανικά του δεν μπορεί να εξατμίστηκαν, απλώς διοχετεύτηκαν σε άλλες ατραπούς.

Αυτά τα ιδανικά είναι αυτά τα οποία του υπαγόρευσαν να ακολουθήσει το δρόμο εκείνο για τον οποίο ως προς την επιλογή του οποίου υπήρχε διχασμός στους κόλπους της Αριστεράς κατά τη διάρκεια της Επταετίας. Πολιτικός στίβος ή παρανομία και ένοπλη δράση; Ο κ. Γιωτόπουλος στην προσπάθειά του βεβαίως να πρωτοτυπήσει –γιατί έχει βαθύτατη ψυχολογική ανάγκη να πρωτοτυπεί- επέλεξε τον περιθωριακό δρόμο, το δρόμο της ένοπλης πάλης και της προσπάθειας αλλαγής του πολιτικού συστήματος.

Λέει ο κ. Γιωτόπουλος για να εξηγήσει αυτή την κοινωνική του κατάσταση: «Μα εγώ ήμουν στόχος των Αμερικανών, είχα βάλει αυτή τη βόμβα στην αμερικάνικη Πρεσβεία και έκτοτε είχα γίνει κόκκινο πανί με κυνηγούσαν παντού, έπρεπε να εξαφανιστώ κοινωνικά›. Όμως αυτό το συγκλονιστικό γεγονός, αυτό το γεγονός το οποίο καθόρισε τη ζωή του, τον καταδίκασε σε κοινωνικό αποκλεισμό, τον εξανάγκασε ν’ αλλάξει όνομα και ταυτότητα, αυτό το γεγονός ο κ. Γιωτόπουλος δεν θυμάται πότε συνέβη. Αορίστως μιλά για ’71, ’72, ’73 δεν θυμάται –λέει- πότε ακριβώς. Μα κύριοι Δικαστές όπως όλοι θυμόμαστε την ημερομηνία της γεννήσεώς μας και ο κ. Γιωτόπουλος κατά τον ίδιο τρόπο θα έπρεπε να γνωρίζει την ημερομηνία του κοινωνικού του θανάτου. Διότι περί αυτού πρόκειται. Θα έπρεπε όχι μόνο να θυμάται το έτος στο οποίο τοποθετήθηκε η βόμβα, αλλά και την ακριβή ημερομηνία, αφού ήταν το καταλυτικό γεγονός το οποίο τον ανάγκασε ν’ αλλάξει σελίδα στη ζωή του.

Είναι άξιο ιδιαίτερης επισήμανσης το γεγονός ότι ο κ. Γιωτόπουλος δεν αποκόπηκε απλώς από τον κοινωνικό περίγυρο αλλά αποκόπηκε και από τον ίδιο το συγγενικό του περίγυρο. Η κα Peynaud καταθέσασα ενώπιον του Δικαστηρίου μας είπε ότι δεν είχε γνωρίσει ποτέ την αδελφή του, είχε αποκοπεί από την ίδια του την αδελφή. Ένας άνθρωπος ο οποίος κάνει μια απλή ζωή, ιδιωτεύει κάνοντας έργα απλού μεταφραστή υπάρχει κανένας λόγος να εξαφανιστεί και από τους συγγενείς του; Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτονόητη. Δεν βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος ο οποίος να γνωρίζει τον κ. Γιωτόπουλο μετά τη μεταπολίτευση. Όλοι οι παλιοί σύντροφοι της ΛΕΑ τον έχασα από το 1973 και μετά και βεβαίως η αντιστασιακή του δράση δεν επαρκεί για να εξηγήσει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Διότι όλοι γνωρίζουμε ότι μετά τη μεταπολίτευση ο τίτλος του αντιστασιακού ήταν τίτλος τιμής. Ο κ. Γιωτόπουλος εάν είχε κάνει τα ανδραγαθήματα τα οποία λέει ότι είχε κάνει στη διάρκεια της Δικτατορίας, θα έπρεπε εν δόξει και τιμή να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αντ’ αυτού ο κ. Γιωτόπουλος προτίμησε να εξαφανιστεί ώστε πίσω από τις κουρτίνες να σχεδιάσει την ένοπλη δράση του.