Πολιτική
Δευτέρα, 22 Σεπτεμβρίου 2003 21:05

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (22/09/2003) Μέρος 5/5

Όμως ο αδερφός του Χριστόδουλος όχι μόνο βεβαιώνει την παρουσία του Σάββα την ημέρα της ενέργειας αλλά προσδιορίζει τη θέση του κατά τη στιγμή της πράξης. Στην από 17/7/2002 απολογία του λέει χαρακτηριστικά: «Ο Σάββας και ο Λουκάς κατεβαίνουν κι αυτοί, περνούν απέναντι στο πεζοδρόμιο και ο ένας πυροδοτεί τις ρουκέτες και ο άλλος τον καλύπτει, χωρίς να γνωρίζω ποιος πάτησε το μπουτόν›.

Βεβαίως νομίζω ότι δεν τίθεται θέμα πλέον σχετικά με το ποιος πάτησε το μπουτόν ούτε αν θεωρηθεί αληθής ο ισχυρισμός του Χριστόδουλου Ξηρού, του ποιος δηλαδή κάλυπτε ποιον, καθότι εν προκειμένω οι κατηγορούμενοι ειδικά κατά την εξέταση των μαρτύρων έκαναν επίδειξη του ύψους του καθενός. Μην ξεχνάμε κ.κ. Δικασταί ότι οι απολογίες του Χριστόδουλου Ξηρού είναι πλούσιες σε λεπτομέρειες κι ότι είναι ένας άνθρωπος που με τις απολογίες του μίλησε όχι μόνο για τον εαυτό του και για τις πράξεις που συμμετείχε ο ίδιος, αλλά και για πράξεις της Οργάνωσης στις οποίες δεν συμμετείχε.

Ο Κωνσταντίνος Τέλιος, ενώ στην αρχική απολογία του στις 23/7/2002 επιβεβαιώνει την παρουσία του Σάββα στον τόπο της έκρηξης, εν τούτοις αργότερα στην απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου λέει ότι λίγο πριν από την έκρηξη κάποιος αποχώρησε και δεν θυμάται αν ήταν ο Σάββας ή ο Τζωρτζάτος. Όμως όταν του επιδείχθηκε το σχετικό σχεδιάγραμμα και του ζητήθηκε να τοποθετήσει τα πρόσωπα επ’ αυτού, δεν αναφέρθηκε πλέον καθόλου στο Σάββα Ξηρό.

Η πλευρά μας κ.κ. Δικασταί εναποθέτει στην κρίση σας την ποινική αξιολόγηση της φυσικής παρουσίας του Σάββα Ξηρού κατά τη στιγμή της ενέργειας, σε ό,τι δηλαδή αφορά το είδος της συμμετοχής του στην πράξη της ανθρωποκτονίας του Θάνου Αξαρλιάν. Ακόμα δε και αν ήθελε να γίνει δεκτή η εκδοχή του αδελφού του, σε κάθε περίπτωση κ.κ. Δικασταί, πρόκειται για απλή συνέργια.

Εκείνο το οποίο προέκυψε με βεβαιότητα από την αποδεικτική διαδικασία είναι ότι η ενεργή συμμετοχή του Σάββα στην εν λόγω ενέργεια, συνίστατο στην εγκατάσταση του εκρηκτικού μηχανισμού. Όμως η πράξη αυτή σε αντίθεση με το κατηγορητήριο, δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως συναυτουργική, αλλά κατ’ επιτρεπτή μεταβολή του ως απλή συνέργια. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως ζητούμε την εφαρμογή του άρθρου 47 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή την επιβολή της ποινής του τετελεσμένου εγκλήματος.

Πιστεύουμε κ.κ. Δικασταί κι εμείς με τη σειρά μας ότι ο Σάββας Ξηρός είναι το τραγικό πρόσωπο αυτής της Δίκης. Ενώ στην αρχή έδειξε πρόθυμος να αποδεχθεί τις πράξεις του κι έτσι θα ελάφρυνε τη συνείδησή του, έχοντας αποδείξει με τη στάση του αν μη τι άλλο ότι υπήρξε συνεπής στις όποιες ιδέες του, τώρα το μόνο που κατάφερε ήταν να επιβαρύνει τη συνείδησή του με τις ενοχές που του επιβλήθηκαν και με την χωρίς διέξοδο προσπάθεια να συγκαλύψει την αρχική και ανακληθείσα ειλικρίνεια και μεταμέλειά του, ισχυριζόμενος ότι είναι προϊόν βασανιστηρίων και φαρμάκων.

Ο Σάββας Ξηρός τραυματίστηκε βαρύτατα κατά την έκρηξη της βόμβας στα χέρια του, στη συνέχεια όμως κυριολεκτικά διαμελίστηκε από εκείνον ή εκείνους που του επέβαλλαν να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Η συμμετοχή του Χριστόδουλου Ξηρού στην απόπειρα κατά Παλαιοκρασσά, ομολογείται καταρχήν από τον ίδιο στην από 17/7/2002 απολογία του: «Η τελευταία πολιτική ενέργεια που συμμετείχα ήταν η εκτόξευση ρουκετών κατά του Παλαιοκρασσά στο Σύνταγμα τον Ιούλιο του ’92 μαζί με τον αδερφό μου Σάββα, τον Λουκά και τον Σταμάτη›.

Περιγράφει τη συμμετοχή του με τον τρόπο που σας προανέφερα: «Λίγες μέρες πριν την ενέργεια, αρχίσαμε να ψάχνουμε για σημείο τοποθέτησης των εκτοξευτήρων›. Ο Χριστόδουλος Ξηρός ομολογεί εν προκειμένω απλή συνέργια στις πράξεις οι οποίες του αποδίδονται, περιορίζοντας τη συμμετοχή του στη βοήθεια εγκατάστασης του εκρηκτικού μηχανισμού. Όμως στην από 11/8/2002 απολογία του ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή, ο αδελφός του Σάββας περιγράφει τον ρόλο του αδελφού του Χριστόδουλου στη συγκεκριμένη ενέργεια ως εξής: «Ο Μάρκος και ο Λουκάς κατέβηκαν και στο δρόμο 20’ πριν την πυροδότηση και κοίταζαν στο τζάμι του διαμερίσματος που είχε τοποθετηθεί η ρουκέτα περιμένοντας το σήμα από τον Χριστόδουλο, πότε ξεκινάει το αυτοκίνητο του Παλαιοκρασσά. Όταν έδωσε το σήμα ο Χριστόδουλος προς τον Λουκά, πήραν τη θέση τους›.

Εξάλλου, ο Κωνσταντίνος Τέλιος στην ενώπιον του ακροατηρίου του είπε απαντώντας σε ερωτήσεις του κ. Ζαϊρη, ότι το σήμα το έδωσε το Χριστόδουλος Ξηρός και προσδιόρισε ότι γνώριζε τον τρόπο του σήματος, δηλαδή ότι ο Χριστόδουλος θα σήκωνε απλώς το χέρι του ψηλά, όχι σε σφιγμένη ανοιχτή γροθιά, απλώς θα σήκωνε το χέρι του ψηλά.

Η κατάθεση του Κωνσταντίνου Τέλιου, που για τους λόγους που έχω προαναφέρει κ.κ. Δικασταί θα πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστη, περιγράφει με τρόπο λεπτομερή το είδος της συμμετοχής του Χριστόδουλου Ξηρού στην ενέργεια κατά Ιωάννη Παλαιοκρασσά. Το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος Τέλιος δεν είναι ο μόνος που περιγράφει και βεβαιώνει το ρόλο του Χριστόδουλου Ξηρού στην εν λόγω ενέργεια, αν λάβουμε δε υπόψη και τον ισχυρισμό του ίδιου ως αληθή σχετικά με την απομακρυνσή του από την Οργάνωση μετά την επιχείρηση, συνεκτιμώντας όλα αυτά θα πρέπει να οδηγηθεί το Δικαστήριό σας στην κρίση ότι ο Χριστόδουλος Ξηρός έδωσε πράγματι το σήμα στον Δημήτριο Κουφοντίνα να πυροδοτήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό.

Επομένως, εάν η πράξη δεν ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριό σας ως συναυτουργική συμπεριφορά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να κηρυχθεί ένοχος τουλάχιστον για άμεση συνέργια στην πράξη της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως με ενδεχόμενο δόλο του Θάνου Αξαρλιάν και για την απλή συνέργια της συμμετοχής του στην εγκατάσταση του εκρηκτικού μηχανισμού όπως κατηγορείται.

Ο Βασίλειος Τζωρτζάτος προσπαθεί μετά μανίας να απωθήσει το γεγονός της συμμετοχής του στη συγκεκριμένη ενέργεια. Παρόλο που τα αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος του βοούν –και εννοώ τις καταθέσεις των συγκατηγορουμένων του και πλείστα πειστήρια- εκείνος επιμένει να θέλει να μας πείσει ότι η συμμετοχή του στην Οργάνωση διακόπτεται άλλοτε για προσωπικούς λόγους, άλλοτε για ιδεολογικούς λόγους, άλλοτε και για τα δύο, στις αρχές, προς Θεού, όχι στα μέσα του έτους 1992.

Στην απολογία του ενώπιόν σας, ο Βασίλης Τζωρτζάτος λέει: «Η προσδοκία μας όπως είπα και πριν, ήταν η συγχώνευση της λαϊκής ενέργειας και της παράνομης ένοπλης δράσης. Αυτό δεν έγινε. Αυτός κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές ήταν και ο λόγος της αποστασιοποίησής μου ήδη από το 1991 και έφυγα οριστικά από την 17Ν στις αρχές του ‘92›.

Σε προηγούμενη απολογία του, συγκεκριμένα στην από 19/7/2002, ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή λέει: «Το 1992 απέκτησα μία κόρη και άρχισα να αποστασιοποιούμαι από την ομάδα γιατί έβλεπα το αδιέξοδο της ένοπλης πάλης μέσα σε ένα σύστημα δημοκρατικό. Στη συνέχεια, μετά από έξι μήνες περίπου, συνέβη το περιστατικό με την προσαγωγή μου›. Το περιστατικό αυτό συνέβη τον μήνα Μάιο του έτους 1993, άρα μείον έξι μήνες, μιλάμε για τον Δεκέμβριο του έτους 1992. Εξάλλου κατά την ενώπιον σας απολογία του τελικά προσδιόρισε ότι το παιδί του γεννήθηκε στις 18/1/1993.

Θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω στο σημείο τούτο μία στιχομυθία μεταξύ του κ. Εισαγγελέως, του κ. Λάμπρου και του Βασίλη Τζωρτζάτου που έλαβε χώρα την 10/4/2003, όταν εξεταζόταν η υπόθεση Παλαιοκρασσά. Ρώτησε ο κ. Εισαγγελεύς τον κατηγορούμενο αν είχε συμμετοχή σε αυτή την περίπτωση. Εκείνος απήντησε: «Καμία›. Ρωτά ξανά ο κ. Εισαγελεύς: «Ήσαστε παρών;› και η απάντηση του Τζωρτζάτου ήταν η ακόλουθη: «Θα ήθελα να εκφράσω τη βαθιά μου θλίψη για τον άδικο θάνατο του Αξαρλιάν›.

Ποια είναι η έννοια αυτής της έκφρασης βαθιάς θλίψης από έναν άνθρωπο που είχε κατά τους ισχυρισμούς του αποχωρήσει από την Οργάνωση; Ποια η έννοια αυτής της φράσης η οποία ακολούθησε τη συγνώμη του Δημήτρη Κουφοντίνα, ο οποίος αδιαμφισβήτητα έχει αναλάβει το βάρος να περισώσει τη χαμένη τιμή της Οργάνωσης; Αποδείχθηκε ότι μάταια προσπαθεί και μάλιστα με τέτοιου είδους επιχειρήματα ο κ. Τζωρτζάτος να πείσει ότι έφυγε από την Οργάνωση μετά τις αρχές του 1992.

Ίσως πιο βολικό θα ήταν να ισχυριστεί ότι δήθεν έφυγε από την Οργάνωση μετά τον Μάιο του ’93, διότι σύμφωνα με το γνωστό καταστατικό, μετά τη σύλληψή του θεωρείτο καμένος και άρα ανενεργός για κάποιο χρονικό διάστημα. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη γιατί έχει αποδειχθεί η συμμετοχή του, εκτός από τις ομολογίες του, από πλείστα άλλα αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους 1992 και μετά το ’92, όπως επίσης και ότι ο ρόλος του στην Οργάνωση ήταν όπως είπα εξαιρετικά σημαντικός και βεβαίως δεν περιοριζόταν σε εκείνον του κλέφτη μοτοποδηλάτων, επειδή δήθεν δεν άντεχε τις βίαιες ενέργειες λόγω ιδιοσυγκρασίας.

Σε ό,τι αφορά την επίθεση κατά του Ιωάννη Παλαιοκρασσά, ο ίδιος έχει ομολογήσει τη συμμετοχή του. Στις 18/7/2002, απολογούμενος λέει: «Συμμετείχα μαζί με τον Μανόλη, τον Μιχάλη και τον Λουκά στην επίθεση Παλαιοκρασσά τον Ιούλιο του ’92›. Οι συγκατηγορούμενοί του στην ίδια υπόθεση βεβαιώνουν τη συμμετοχή του. Από τις καταθέσεις αυτές προκύπτει ότι ο ρόλος του Βασίλη Τζωρτζάτου στην όλη επιχείρηση ήταν ο φυσικός του, θα μπορούσε κανείς να πει, ρόλος λόγω των ειδικών γνώσεων ηλεκτρολογίας που είχε.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω στο σημείο τούτο ότι κατά τη γνωστή τακτική του, από τη στιγμή που αποφάσισε να ανακαλέσει την αρχική του απολογία και να δηλώσει ότι αυτή είναι δήθεν προϊόν βασανιστηρίων, προσπάθησε να υποτιμήσει τις ικανότητές του ως ηλεκτρολόγου. Αναφέρομαι στο περίφημο σχεδιάγραμμα το οποίο είχε γραφολογικά πιστοποιηθεί ότι έχει γίνει από τον ίδιο, ενώ ο ίδιος αρνείται την πατρότητά του, και για το οποίο μας προσκόμισε μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης η οποία ουσιαστικά αποφαίνεται ότι ο μηχανισμός που περιγράφεται στο σχεδιάγραμμα είναι εσφαλμένος.

Το πράττει δε αυτό διότι οι συγκατηγορούμενοί του Χριστόδουλος Ξηρός και Κωνσταντίνος Τέλιος προσδιορίζουν επακριβώς το ρόλο του στη συγκεκριμένη ενέργεια. Ο μεν πρώτος στην παό 17/7/2000 απολογία του λέει: «Την ημέρα της ενέργειας εγώ με τον Σταμάτη ήμαστε αρχικά επάνω στο κατάστημα μαζί με τους άλλους δύο και κάναμε τις τελευταίες εργασίες στις εγκαταστάσεις και ακολούθως, μόλις βγήκε ο Παλαιοκρασσάς από το Υπουργείο, κατεβήκαμε τρέχοντας και πήγαμε σε προκαθορισμένο σημείο όπου είχαμε αφήσει τα μηχανάκια. Ακολούθως επιβιβαστήκαμε στα μηχανάκια και κατευθυνόμαστε προς το Μοναστηράκι όπου και εγκαταλείψαμε τα μηχανάκια›.

Αργότερα ο Κωνσταντίνος Τέλιος στην ενώπιόν σας απολογία του είπε χαρακτηριστικά: «Το πρωί της ίδιας μέρας, εγώ, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Βασίλης Τζωρτζάτος, ο Σάββας Ξηρός και ο Χριστόδουλος Ξηρός πήγαμε στην περιοχή και ανεβήκαμε σε έναν ημιόροφο. Εκεί ο Σάββας Ξηρός μαζί με τον Τζωρτζάτος έκαναν την εγκατάσταση ενός μηχανισμού από τον οποίο θα εκτοξευόταν μία ρουκέτα. Κατόπιν κατεβήκαμε κάτι και περιμέναμε ο καθένας στη θέση που είχε προεπιλεγεί›.

Ο Κωνσταντίνος Τέλιος κατά την απολογία του προσδιόρισε επακριβώς και με βεβαιότητα τη θέση του Βασίλη Τζωρτζάτου επί του σχεδιαγράμματος που του επιδείχθηκε τοποθετώντας τον εξ αριστερών του Δημήτρη Κουφοντίνα επί της οδού Βουλής.

Στην υπόθεση που μας αφορά κ.κ. Δικασταί, έχει αποδειχθεί η συμμετοχή του Βασίλη Τζωρτζάτου και έχει προσδιοριστεί το είδος της συμμετοχής του. Για τον λόγο αυτό θεωρούμε ότι πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται.

Το τελευταίο πρόσωπο το οποίο σύμφωνα με το κατηγορητήριο συμμετείχε στην επίθεση κατά του Ιωάννη Παλαιοκρασσά, είναι ο Κωνσταντίνος Τέλιος. Ο ίδιος από την πρώτη στιγμή της αυθόρμητης παράδοσής του ομολόγησε τη συμμετοχή του σε αυτή την ενέργεια. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου απολογία του, ισχυρίζεται ότι εξαναγκάστηκε να συμμετάσχει στην ενέργεια αυτή από τον Χριστόδουλο Ξηρό και προσδιορίζει τον ρόλο του ως εξής:

«Έτσι εξαναγκάστηκα να πάω στην επιχείρηση κατά του Παλαιοκρασσά και να καθίσω σε ένα μέρος κοντά στα μηχανάκια που είχε υποδείξει ο Λουκάς (Κουφοντίνας). Μόλις άκουγα την έκρηξη θα έπρεπε να πάω και να ανέβω στο μηχανάκι και να φύγουμε. Αυτός ήταν ο ρόλος μου. Δηλαδή δεν είχα καμία ενεργητική συμμετοχή›.

Στη συνέχεια, σε ερώτηση του κ. Ζαίρη, ο Κωνσταντίνος Τέλιος προσδιόρισε ότι δεν είχε πάει να φυλάξει τα μηχανάκια, αλλά να φυλαχθεί κοντά στα μηχανάκια όπως ισχυρίζεται ότι του είχε πει ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η συμμετοχή του δεν αναφέρεται καν από κάποιον άλλον συγκατηγορούμενό του, εκτός από τον Σάββα Ξηρό που τον αναφέρει απλώς χωρίς να προσδιορίζει τον ρόλο του.

Είναι βέβαιο όμως κ.κ. Δικασταί ότι στον κατηγορούμενο είχε ανατεθεί συγκεκριμένος ρόλος. Η πλευρά μας όμως θεωρεί συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω αλλά και την περιγραφή του γεγονότος της έκρηξης από αυτόν κατά την απολογία του, ότι ο Κων/νος Τέλιος μάλλον δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα ανατεθέντα σε αυτόν καθήκοντα, διότι όπως χαρακτηριστικά λέει, από τον τρόμο του διέφυγε με ένα άλλο μηχανάκι προφανώς όχι ένα από αυτά που είχαν φέρει εκεί οι κατηγορούμενοι για να διαφύγουν.

Εκείνο το οποίο είναι κρίσιμο αλλά παραμένει απροσδιόριστο είναι εάν τελικά ο Κων/νος Τέλιος έφυγε μόνος του ή μετέφερε κατά την διαφυγή του και κάποιον άλλον από τους συγκατηγορουμένους του, όπως είχε προσυμφωνηθεί. Ο Κων/νος Τέλιος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, έχει ομολογουμένως πνευματική συγκρότηση και όλοι διαπιστώσαμε κατά την απολογία του ότι παρόλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει άντεξε και απολογήθηκε, παραμένοντας συνεπής στην αρχική του στάση.

Η πλευρά μας επίσης θέλω να πω ότι θεωρεί ότι η συντριβή που εξέφρασε για τον αείμνηστο Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη και για τον Θάνο Αξαρλιάν, δεν είναι μόνο κατά δήλωση αλλά είναι ειλικρινής. Για τους λόγους αυτούς κ.κ. Δικασταί, εναποθέτουμε στην κρίση σας την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του συγκεκριμένου κατηγορουμένου.

Ολοκληρώνοντας κ.κ. Δικασταί θα ήθελα να αναφερθώ στο μείζον ζήτημα της ηθικής αυτουργίας για τη συγκεκριμένη ενέργεια. Από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι τους στόχους τους πρότεινε πάντα ο Γιωτόπουλος. Οι συγκατηγορούμενοί του Χριστόδουλος Ξηρός, Βασίλειος Τζωρτζάτος, Πάτροκλος Τσελέντης στις απολογίες τους τον περιγράφουν ως την ηγετική μορφή της Οργάνωσης και το ίδιο επαναλαμβάνουν και άλλοι κατηγορούμενοι.

Λέει: «Ο Λάμπρος αποφάσισε ότι έπρεπε να γίνουν δυο ενέργειες με στόχους, έναν του ΠΑΣΟΚ, και έναν της Νέας Δημοκρατίας, γιατί θεωρούσε αυτά τα δυο κόμματα υπεύθυνα για το σκάνδαλο, - εννοεί το σκάνδαλο Κοσκωτά. Από το ΠΑΣΟΚ είχε επιλέξει ως στόχο τον βουλευτή Πέτσο. Ο Λάμπρος μάλιστα, πριν την ενέργεια, είχε συντάξει και σχετική χειρόγραφη προκήρυξη›.

Εξάλλου στην από 18.7.2002 απολογία του ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή, ο Χριστόδουλος Ξηρός λέει, «για την ιεραρχική δομή της οργάνωσης μπορώ να πω, ότι στη κορυφή φαινόταν να είναι ο Λάμπρος, τον οποίο έχω ήδη αναγνωρίσει στην φωτογραφία που μου επιδείχθηκε, αλλά και στην κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή μας προανακριτικά. Αυτός καθόριζε κάθε φορά τους εκάστοτε στόχους μας, τους οποίους συζητούσε μαζί μας, αλλά πάντα περνούσε η δική του απόφαση, γιατί μας έπειθε με τα ιδεολογικά του επιχειρήματα. Στη συνέχεια έφερνε μαζί του χειρόγραφες προκηρύξεις, τις οποίες μας διάβαζε, για να τις σχολιάσουμε. Πολλές φορές σημείωνε κάποια πρόσθετα στοιχεία επάνω σ’ αυτές, που εμείς συζητούσαμε. Τα γράμματά του ταυτίζονταν μ’ αυτά της χειρόγραφης προκήρυξης. Στη συνέχεια, αυτή η χειρόγραφη προκήρυξη για την οποία είχαμε όλοι συμφωνήσει, δακτυλογραφείτο σε κάποια γραφομηχανή, αλλά το περιεχόμενο της δημοσιευμένης προκήρυξης, ταυτίζετο με το περιεχόμενο της χειρόγραφης που μας είχε ήδη επιδείξει ο Λάμπρος. Πιστεύω ότι τις προκηρύξεις αυτές τις έγραφες μόνος του, γιατί και ο λόγος του και η συγκρότησή του με έπειθαν ότι αυτός ήταν ο συντάκτης τους. Εγώ προσωπικά δεν είχα δει στην ομάδα, πρόσωπο ιεραρχικά ανώτερο από το Λάμπρο, ούτε είχα υποψιαστεί ότι υπήρχε κάποιο άλλο πρόσωπο πίσω του που τον καθοδηγούσε.›

Ο Βασίλης Τζωρτζάτος στην από 19.7.2002 απολογία του λέει: «Ως προς την ιεραρχία της ομάδας, δεν γνωρίζω αν κάποιος υπήρχε σε ηγετικό επίπεδο, όμως στην μεταξύ μας ομάδα που την αποτελούσαν εγώ, ο Κουφοντίνας, Χριστόδουλος Ξηρός και ο Γιωτόπουλος, είμαστε περίπου ισότιμα μέλη. Βέβαια διανοητικά υπερείχαν ο Γιωτόπουλος και ο Κουφοντίνας. Ο Γιωτόπουλος θα μπορούσε να γράφει τις προκηρύξεις της ομάδας, γιατί υπερείχε διανοητικά απ’ όλους μας. Ενώ ο Λουκάς ήταν ικανός στο χειρισμό των ενεργειών. Πάντως, τις προτάσεις και τις εκάστοτε ενέργειες που θα συμμετείχαμε, τις έφερναν στην ομάδα ο Λάμπρος με τον Λουκά, τις οποίες στη συνέχεια συζητούσαμε.›

Στην από 11.8.2002 απολογία του, ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή ο Σάββας Ξηρός, σκιαγραφεί με κάθε λεπτομέρεια την προσωπικότητα και τον ρόλο του Γιωτόπουλου στην οργάνωση. «Οι επιλογές των στόχων γίνονταν πάντα από το Λάμπρο. Ακόμα και αν κάποιος άλλος έλεγε μια ιδέα, ο Λάμπρος έλεγε, θα το σκεφτώ, και στη συνέχεια το αποσιωπούσε. Ο Λάμπρος είχε τον τρόπο και την ικανότητα να πείθει και εμείς είχαμε την ανάλογη εμπιστοσύνη στο κριτήριό του.› Και συνεχίζει: «Είχα αγκιστρωθεί μέσα στο τρόπο δράσης της 17Ν και ως ένα βαθμό ήμουν και υποχρεωμένος να ενεργήσω, σύμφωνα με τα σχέδια της οργάνωσης τα οποία έκανε ο Λάμπρος. Ο Λάμπρος ήταν ο αρχηγός της 17Ν. Κατά καιρούς αναρωτιόμουν, αν ο Λάμπρος αποφασίζει μόνος του, ή εάν υπήρχε κοινή αρχηγία, αλλά βλέποντας το χαρακτήρα του πίστεψα, ότι δεν δεχόταν ούτε εντολές, ούτε ιδέες από κάποιον άλλον. Ο συντάκτης των προκηρύξεων ήταν πάντα ο Λάμπρος.›

Στην συγκεκριμένη απολογία του Σάββα Ξηρού η πιο κρίσιμη φράση πιστεύω ότι είναι η ακόλουθη: «Εκ των υστέρων θεωρώ ότι είναι πιθανόν ο Λάμπρος να μας εκμεταλλεύθηκε ιδεολογικά και οικονομικά αλλά τότε του είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη.› Πίσω από τη φράση αυτή, κύριοι Δικασταί κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια. Ο Γιωτόπουλος εκμεταλλεύθηκε και σήμερα ξεφόρτωσε τους παλαιούς συντρόφους του, αν ποτέ τους θεώρησε ως τέτοιους, τους απαρνήθηκε. Απλώς τους χρησιμοποιούσε για την επίτευξη των στόχων του.

Λέει ο Σάββας Ξηρός στην από 8.9.2002 συνέντευξη που είχε δώσει σε γνωστό δημοσιογράφο: «Τα μέλη της οργάνωσης είναι παιδιά του Γιωτόπουλου και περίμεναν τουλάχιστον όταν πιάστηκαν και συνελήφθηκε ο ίδιος, να τους αναγνωρίσει σαν παιδιά του. Όμως με την επίφαση της ιδεολογίας, την οποία χρησιμοποιούσε σαν πρόσχημα για να καταφέρει να τους κάνει ενεργούμενά του, ο Γιωτόπουλος στράτευε τους συγκατηγορουμένους του και ίσως και άλλους, διαβλέποντας αν είναι δεκτικοί, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας του καθενός. Ο στόχος του ήταν ένας, να εκδικηθεί την κοινωνία την οποία μισεί. Να εκδικηθεί και να απομυζήσει την κοινωνία την οποία μισεί. Και προφανώς, ο Γιωτόπουλος είχε λόγους να το κάνει. Ο ίδιος κατά την απολογία του είπε: «Ο πατέρας μου είχε το εξής δυστύχημα, είχε αντίθετο το σύστημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Τροτσκιστές, ξέρετε γιατί; Γιατί αποχωρώντας από την 4η Διεθνή είχε και τους Τροτσκιστές, οι οποίοι τον θεωρούσαν προδότη και όλοι τον κατηγορούσαν, καταλαβαίνετε;›

Φρόντισε βέβαια να απαλύνει αμέσως την ένταση που προέκυψε από την έκφρασή του αυτή και είπε συμπληρώνοντας: «εγώ γι’ αυτά τα πράγματα λίγα έχω διαβάσει και δεν τα ξέρω καλά.› Όμως αυτό που τον κατέκλυζε του ξέφυγε. Έχει βιώσει από νωρίς την απόρριψη και γι’ αυτή την απόρριψη μισεί και εκδικείται την κοινωνία.

Μίλησα για επίφαση ιδεολογίας κ. Δικασταί, γιατί η πρωτότυπη ιδεολογία της οργάνωσης δεν νομίζω ότι είναι σε κανέναν κατανοητή. Δεν οδηγεί πουθενά. Είναι ανύπαρκτη. Είναι ειδικά κατασκευασμένη για να εξυπηρετεί τους στόχους της και μόνο. Και ο Γιωτόπουλος χρησιμοποιεί την ιδεολογία αυτή της ένοπλης βίας, για να πείσει τους συντρόφους να πλήξουν το στόχο, όμως, είδαμε ότι την απαρνιέται με μεγάλη ευκολία, όταν για παράδειγμα ερωτάται να λάβει θέση μπροστά στην μάνα του Θάνου Αξαρλιάν, και λέει: «διαφωνώ με την ενέργεια αυτή, διότι είναι αναντίστοιχη με το πολιτικό κλίμα η χρησιμοποίηση βίας.›

Και όμως κ. Δικασταί, ο Γιωτόπουλος είναι αυτός που προκάλεσε την απόφαση στους συγκατηγορουμένους του να χτυπήσουν εκείνη την ημέρα στο Σύνταγμα. Θα μου αντιταχθεί βεβαίως, μα από πού προκύπτει αυτό; Από ποια στοιχεία; Είπε κανείς ότι ο Γιωτόπουλος μας είπε, χτυπήστε εκεί; Βρέθηκε κανένα χειρόγραφο σχέδιο προκήρυξης όπου είχε κάνει διορθώσεις; Η απάντηση κ. Δικασταί, είναι ότι υπάρχει κάτι πολύ ισχυρότερο απ’ αυτά που προανέφερα. Ένα ουσιαστικό στοιχείο, με αυτονόητη όμως νομική σημασία. Και αυτό είναι κ. Δικασταί, η ίδια η προσωπικότητα του Γιωτόπουλου. Μια προσωπικότητα που βιώσατε επί τόσους μήνες, που αναγνωρίζετε πλέον με ποιο τρόπο λειτουργεί. Ισχυρίζεται ότι όλα είναι σκευωρία εις βάρος του. Απαξιώνει τους πάντες και τα πάντα, αλλά σπεύδει μετά μανίας να κάνει δηλώσεις προς τα ΜΜΕ. Στα επικοινωνιακά θέματα είναι ιδιαίτερα ικανός και έμπειρος.

Στην απολογία του προσπαθεί να μας εξαπατήσει και να σμικρύνει την προσωπικότητά του, να αποδείξει ότι δεν είναι δυνατόν να είναι αυτός ο πνευματικός ηγέτης της 17Ν. Όμως η ιδιοσυγκρασία του τον υπερβαίνει. Προδίδεται εύκολα. Μας αποκαλύπτει συνεχώς, αυτό για το οποίο όλοι οι συγκατηγορούμενοί του έχουν μιλήσει και αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του. Την αλαζονεία.

Και επανέρχομαι στην φράση του Πάτροκλου Τσελέντη από την οποία ξεκίνησα. Αποσιώπησα ότι ο Πάτροκλος Τσελέντης αναφερόταν την στιγμή εκείνη, μετά από ερώτηση του κ. Προέδρου στον Γιωτόπουλο. Επαναφέρω λοιπόν τη στιχομυθία μεταξύ του κ. Προέδρου και του Πάτροκλου Τσελέντη.

Πρόεδρος: Είστε βέβαιος ότι για ιδεολογικούς λόγους έδρασε ο κ. Γιωτόπουλος; Μήπως η ιδεολογία ήταν ένα πρόσχημα;

Τσελέντης: Αυτό τον άνθρωπο που γνώρισα τότε, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι το έκανε για ιδεολογικούς λόγους. Αυτό τον άνθρωπο που γνώρισα τότε. Δυστυχώς η εξουσία σε όλες τις μορφές της φέρνει αλαζονεία και παρακμή. Μπορεί να συμβαίνει και σ’ αυτή την οργάνωση αυτό το πράγμα.

Είναι μια φράση πολύ σημαντική, γιατί μας αποκαλύπτει δυο πολύ σοβαρά στοιχεία. Ότι για τον Πάτροκλο Τσελέντη η οργάνωση είναι ο Γιωτόπουλος. Και ότι η εξουσία που ο τελευταίος ένιωσε ότι είχε, ειδικά την περίοδο ’89 – ’92 μεγέθυνε την αλαζονεία του. Είμαι πεπεισμένος ότι το αποτέλεσμα αυτής της αλαζονείας και μόνο, ήταν η επιλογή του τόπου, της επίθεσης κατά του Ιωάννη Παλαιοκρασσά, που θεωρώ ότι ήταν εύκολος αναγκαίος στόχος. Γιατί εάν πράγματι στόχος ήταν ο τότε Υπουργός Οικονομικών και μόνο, το χτύπημα θα γινόταν στο σπίτι του, όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει κατά την εξέτασή της ενώπιόν σας η σύζυγός του.

Το χτύπημα αυτό ήταν κατά του κέντρου του κράτους, κατά της εξουσίας, σύμφωνα με τον ηθικό αυτουργό Γιωτόπουλο και κατά των ελλήνων πολιτών στην πραγματικότητα. Διότι ποιος ήταν ο αληθινός σκοπός της ενέργειας αυτής κ. Δικασταί; Μόνο η ανάγκη του Γιωτόπουλου να καταστήσει εμφανή σε όλους, με τον πιο θεαματικό τρόπο, την εξουσία του αίματος που θεωρούσε ότι ασκούσε στην ελληνική κοινωνία. Στην ελληνική κοινωνία, που από την μια πλευρά την μισεί και την περιφρονεί γιατί έζησε την απόρριψή της στο πρόσωπο του πατέρα του και από την άλλη πλευρά θέλει να της δείξει, ποιος είναι και τι δύναμη έχει.

Η θεαματικότητα λοιπόν με οποιοδήποτε τίμημα. Διότι είχε έρθει η ώρα να βάλει ο Γιωτόπουλος την 17Ν, όχι στο σαλόνι του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία για συνέντευξη, αλλά στο σαλόνι της Ελλάδος. Μόνο αυτός ήταν ικανός να συλλάβει ένα τέτοιο σχέδιο.

Τελικά, για να επανέλθω στην φράση του Δημήτρη Κουφοντίνα, όταν αυτός αναφερόμενος στη συγκεκριμένη ενέργεια μίλησε για ολέθριο λάθος, πιστεύω ότι τελικά εννοεί το προσωπικό του ολέθριο λάθος που επείσθη από τον Γιωτόπουλο και γι’ αυτή την ενέργεια.

Τι κατάφερε τελικά με την ενέργεια αυτή η οργάνωση; Σ’ ότι την αφορά, κατάφερε απλώς να επιφέρει η ίδια την οριστική της απόρριψη, από τον ελληνικό λαό και την πλήρη κοινωνική της απομόνωση. Από την άλλη πλευρά όμως, το αθώο θύμα της ο 20χρονος Θάνος Αξαρλιάν, έγινε μάρτυρας και σύμβολο θυσίας, για τις αξίες της κοινωνικής μας συμβίωσης. Το μνήμα του έχει γίνει τόπος προσκυνήματος, για χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά που πιστεύουν στις αξίες αυτές. Και η άσβεστη μνήμη του είναι το ζωντανό σύμβολο και ασπίδα της δημοκρατίας μας. Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε και τον κ. Τσεβά. Ο κ. Σταθόπουλος έχει το λόγο.

Δ.ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας, τον Ιούλιο του ’74, συστάθηκε η παράνομη τρομοκρατική οργάνωση της 17Ν.

Όπως καταδείχθηκε στην ακροαματική διαδικασία και κυρίως από τις απολογίες των κατηγορουμένων, η οργάνωση αποσκοπεί στο να εμφανίσει την 27χρονη εγκληματική της δραστηριότητα η οποία περιλαμβάνει ειδεχθείς δολοφονίες, ληστείες, εκρήξεις, ως δράση, στηριζόμενη σε πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα και όχι, όπως έχει στην πραγματικότητα, καθαρά ποινικό χαρακτήρα.

Η χρησιμοποίηση μάλιστα από τα μέλη της οργάνωσης των όρων, «λαϊκός αγωνιστής›, «επαναστάτης›, προσδίδοντας κατά τον τρόπο αυτό στην δράση της χαρακτηριστικά και πρακτικά της αριστεράς, δεν συνάδει με τα πραγματικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά της αριστεράς, τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως. Με αποτέλεσμα αβίαστα να συνάγεται, ότι η δράση, καθώς και το δήθεν ιδεολογικό υπόβαθρο της οργάνωσης, να αποτελούν αποκλειστικά και μόνο προσχήματα, για την ειδεχθή εγκληματική δράση τους.

Η παγκόσμια ιστορία μέχρι και σήμερα, έχει αναδείξει προσωπικότητες από το χώρο της αριστεράς, που δικαίως φέρουν το χαρακτηρισμό του επαναστάτη και που ουδέποτε κατέφυγαν σε πρακτικές δολοφονιών με 45άρια, ληστείες και ρήψη αντιαρματικών βλημάτων σε κεντρικά σημεία της πόλης, εν καιρώ ειρήνης και δημοκρατίας.

Οι πρακτικές αυτές μοιάζουν περισσότερο σε άλλου τύπου οργανώσεις του κοινού εγκλήματος. Δεν πιστεύω ότι κανείς από τους μεγάλους επαναστάτες, αναφέρω ενδεικτικά Τσε Γκεβάρα, Κάστρο, θα ήταν περήφανος για την δράση των συγκεκριμένων εδώ κατηγορουμένων.

Συγκεκριμένα, στην απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του τότε Υπουργού Οικονομικών Ιωάννη Παλαιοκρασσά, στις 14.7.1992, στην οποία τραυματίστηκε σοβαρότατα ο Χρήστος Χιδιριώτης, ο οποίος βρισκόταν στην συμβολή των οδών, Καραγεώργη Σερβίας και Βουλής, με κατεύθυνση το Σύνταγμα, ηθικός αυτουργός, όπως αποδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, είναι ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, ο οποίος έμεινε αφανής και αόρατος, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο αναπληρωτής Εισαγγελέας, από την επιστροφή του στην Ελλάδα, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, μέχρι την σύλληψή του από τις δικαστικές αρχές στους Λειψούς το καλοκαίρι του 2002.

Την παρουσία του και τη δράση του με το κωδικό όνομα Λάμπρος, ομολογούν αρκετά ενεργά μέλη της οργάνωσης, όπως επίσης και ο Σάββας Ξηρός σε συνέντευξή του σε δημοσιογράφο, παραδέχεται ότι ήταν εκείνος που έφτιαξε την πλαστή ταυτότητα, με την οποία κυκλοφορούσε στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.

Επίσης, ο Πάτροκλος Τσελέντης στην απολογία του, ξεκάθαρα, αναφέρεται στον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και τον χαρακτηρίζει συντάκτη των προκηρύξεων, εμπνευστή, μαζί με τον Δημήτρη Κουφοντίνα, των υποθέσεων και των στόχων της οργάνωσης.

Συγκεκριμένα ο Τσελέντης αναφέρει ότι, ο Γιωτόπουλος έγραφε τις προκηρύξεις και αποφάσιζε με τον Κουφοντίνα τους στόχους. Μιλώντας για την προσωπικότητα του Αλέξανδρου Γιωτόπουλο, τον περιγράφει ως εξής: «είχε έντονη προσωπικότητα, μορφωμένος, με πειθώ και αυτοπεποίθηση. Μου ενέπνεε σεβασμό.› Και πρόσθεσε αργότερα: «όταν δεν εφάρμοζα το καταστατικό, μου έκανε παρατηρήσεις.›

Ο Σωτήρης Κονδύλης στην απολογία του αναφέρει επί λέξει: «Ο Γιωτόπουλος υπερείχε όλων. Ήταν περισσότερο καταρτισμένος πολιτικά, ο πιο μορφωμένος, ήξερε Γαλλικά, μας είπε ότι διάβαζε Λιμπερασιόν και σχολίαζε άρθρα της εφημερίδας για τον εμφύλιο στην Γιουγκοσλαβία. Μου τον είχε συστήσει ο Κουφοντίνας, σαν Λάμπρο.›

Όλα αυτά συμβάλουν στο να αξιολογηθεί ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ως ηθικός αυτουργός, με όλα όσα προσέθεσε πριν ο συνάδελφός μου. Όσον αφορά στο φυσικό αυτουργό στην απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Ιωάννη Παλαιοκρασσά, Δημήτριο Κουφοντίνα όπως προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, και συγκεκριμένα από την μαρτυρία των, Σταυρούλας Αξαρλιάν, Ιωάννη Παλαιοκρασσά, Σέργιο Αξαρλιάν, Χρήστου Χιδιριώτη και Στυλιανού Κήλη, το υπουργικό αυτοκίνητο βλήθηκε από αντιαρματική ρουκέτα των 3,5 κατά τρόπο ώστε, εάν είχε το επιθυμητό από τους δράστες αποτέλεσμα, να διαπεράσει αυτό και να προκαλέσει έκρηξη στα καύσιμά του, σκοτώνοντας τους 4 επιβαίνοντες σ’ αυτό, ενώ στη συνέχεια τα κομμάτια του οχήματος, θα προκαλούσαν γενικότερη καταστροφή στα παρακείμενα οχήματα, τα οποία με τη σειρά τους θα προκαλούσαν το θάνατο και το σοβαρό τραυματισμό αθώων συμπολιτών μας.

Επομένως, οι δράστες είχαν αποδεχθεί το θάνατο και το σοβαρό τραυματισμό, πολλών περισσοτέρων απ’ αυτούς που στη πραγματικότητα έπληξαν, είτε με θάνατο, είτε με τραυματισμό. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι, στην πραγματικότητα δεν σέβονται την ανθρώπινη ζωή, αλλά ήθελαν να δημιουργήσουν σκηνικό φρίκης. Όπως αυτά που η τηλεόραση προβάλει στην Βηρυτό, πρόσφατα στην Βαγδάτη, προκειμένου να αναδείξουν κατ’ αυτούς και μόνο, τα δήθεν επαναστατικά τους ιδανικά.

Ο Δημήτριος Κουφοντίνας λοιπόν, πατώντας, - όπως αποδείχθηκε – το κουμπί, προκειμένου να ενεργοποιήσει το μηχανισμό της ρουκέτας, αποδέχεται εξ ολοκλήρου το μέγεθος των συνεπειών της πράξης. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους συνεργούς στην απόπειρα, Σάββα και Χριστόδουλο Ξηρό, Βασίλειο Τζωρτζάτο και Κωνσταντίνο Τέλιο, οι οποίοι ανάλογα με τα καθήκοντά τους αποδέχθηκαν τις συνέπειες του εγχειρήματος.

Το ότι δεν θρηνήσαμε περισσότερα θύματα, όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω του τόπου τέλεσης της επίθεσης στο Σύνταγμα, και της χρήσης ισχυρών και επικίνδυνων πολεμικών όπλων, αντιαρματική ρουκέτα, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον παράγοντα τύχη, δηλαδή στο ότι ο τέως υπουργός εκείνη την ημέρα, οδηγούσε ο ίδιος το αυτοκίνητο, στρίβοντας κατά τρόπο διαφορετικό, παίρνοντας δηλαδή ανοιχτότερα την στροφή από τον οδηγό του, του οποίου ο τρόπος οδήγησης, είχε μελετηθεί από τους εμπλεκόμενους στην επίθεση.

Σχετικά με το σοβαρά τραυματισθέντα από θραύσματα της ρουκέτας Χρήστου Χιδυριώτη, φάνηκε κατά τη μαρτυρία του ότι κατά την ώρα της επίθεσης βρισκόταν στη συμβολή της οδού Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής με κατεύθυνση προς το Σύνταγμα.

Λόγω της εκρήξεως που προκλήθηκε από την πρόσκρουση της ρουκέτας στο υπουργικό αυτοκίνητο τα θραύσματα που εκτοξεύτηκαν τον τραυμάτισαν σοβαρά στα κάτω άκρα και συγκεκριμένα προκάλεσαν θλαστικά τραύματα αριστερής, ποδοκνημικής και κνήμης αριστερά, διατομή μακρού εκτείνοντος τένοντος του μεγάλου δακτύλου, αριστερού ποδιού, έλλειμμα ωστικό στο πρόσθιο τμήμα του κάτω πέρατος αριστερής κνήμης και ωστικά ελλείμματα του αστραγάλου στην έσω κι έξω πλευρά του, καθώς και διατομή της ραχαίας αρτηρίας του αριστερού άκρου ποδιού και τα οποία έχριζαν άμεσης χειρουργικής επέμβασης και παραμονής τους στο Γενικό Κρατικό Αθηνών για μια εβδομάδα με τη σύσταση από τους θεράποντες ιατρούς επανεξέταση στα ορθοπεδικά ιατρεία χρόνιων περιστατικών, καθώς και χρήση ορθοπεδικού βοηθήματος (πατερίτσας) επί διμήνου και πεντάμηνης φυσικοθεραπεία λόγω αδυναμίας στο βάδισμα.

Πρακτικά αυτό σημαίνει παντελή απώλεια αίσθησης του αριστερού κάτω άκρου από το οποίο λείπουν πολλά οστά για τη φυσιολογική λειτουργία του ποδιού και μεταξύ αυτών και ολόκληρου του αστραγάλου και πολλών άλλων τμημάτων. Εκτός από τη σοβαρή σωματική βλάβη υπέστη όμως και βαριά ψυχικά τραύματα, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτήθηκε αρχικά αγωγή με ψυχοφάρμακα.

Ως συνέπεια των ανωτέρω ήταν η αδυναμία του να εργαστεί για περισσότερο από ένα χρόνο, ενώ αναγκάστηκε λόγω του τραυματισμού να εγκαταλείψει τη δουλειά του ως λιθογράφος στο περιοδικό «7 ΜΕΡΕΣ TV› και μέχρι σήμερα να εργάζεται περιστασιακά σε εργασίες χωρίς καμία προοπτική επαγγελματικής εξέλιξης.

Εν κατακλείδι η απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά του Ιωάννη Παλαιοκρασσά επηρέασε δραματικά την πορεία της ζωής του Χρήστου Χιδυριώτη και της οικογένειάς του και ο οποίος σήμερα λόγω του σοβαρού τραυματισμού του από τους δράστες της επίθεσης δεν μπορεί να ελπίζει με αισιοδοξία για το μέλλον αφού δεν έχει μόνιμη απασχόληση και δεν ξέρει αν με τα χρόνια που θα περάσουν, θα είναι σε θέση να κερδίζει τα προς το ζην. Γεγονός, που τον καθιστά ευάλωτο κοινωνικά και προσωπικά.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι έχει χάσει τη μητέρα του ένα χρόνο πριν από την επίθεση, ενώ ο πατέρας του εργάζεται συνεχώς στο εξωτερικό με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται ακόμη περισσότερο η ζωή του. Κατά τα ανωτέρω συντασσόμαστε με την εισαγγελική πρόταση και ζητούμε την παραδειγματική τιμωρία των δραστών της απόπειρας η οποία στιγμάτισε την ελληνική κοινωνία. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. Σταθόπουλο. Ο κ. Λίβος έχει τον λόγο.

Ν. ΛΙΒΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, να υποβάλλω στο Δικαστήριό σας τη θερμή παράκληση να μιλήσω αύριο το πρωί γιατί υπολογίζω ότι θα μιλήσω τουλάχιστον μιάμιση ώρα να μην διακοπώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εντάξει δεν θέλω κι εγώ να σας διακόψουμε δεν είναι ούτε κομψό ούτε και σε εμάς αντιληπτό.

Ν. ΛΙΒΟΣ: Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το Δικαστήριο διακόπτει για αύριο τις 09:00 το πρωί.