Η ακρότητα μας προκάλεσε και έναν προβληματισμό πάνω στις έννοιες του ποινικού δικαίου τις οποίες και αυτές νομίζαμε λίγο ως πολύ ως μη προβληματικές. Σας παραπέμπω, γιατί δεν θα επανέλθω, νομίζω έχει εξαντληθεί το θέμα, στην έννοια της ηθικής αυτουργίας με αυτά που ανέπτυξε ο αξιότιμος Αναπληρωτής κ. Εισαγγελεύς και επίσης με τα θέματα των αποδεικτικών περιορισμών –αναφέρομαι στο 211α, Κ.Ποιν.Δ., με αυτά που είπαν οι συνάδελφοί μου και με παρεκκλίνουσες ή συμπληρωματικές απόψεις προς εκείνες του αξιοτίμου κ. Τακτικού Εισαγγελέως.
Βεβαίως θα απασχολήσει σίγουρα αυτό το Δικαστήριο και άλλη έννοια του Ποινικού Δικαίου που μέχρι τώρα μας φαινόταν σχετικώς απλή, εκείνη των μη ταπεινών αιτίων. Αναρωτηθήκαμε και για τις λειτουργίες αυτής της Δίκης. συμφωνήσαμε όλοι ότι είναι ιστορική, είχε και μία παιδαγωγική διάσταση, κάθε δίκη έχει μια παιδαγωγική διάσταση, εδώ η δημοκρατία μας, η οποία είναι μια συμπλεγματική δημοκρατία, μια δημοκρατία η οποία επειδή δεν πιστεύει στις αξίες της, φρόντισε να μη μεταδοθεί αυτή Δίκη από την τηλεόραση, για να έχει η Δίκη αυτή, αυτό που είπατε αξιότιμε κ. Πρόεδρε, την παιδαγωγική της διάσταση, αλλά και την άλλη διάσταση, την καθαρτική.
Και δεν ξέρω αν εννοούσατε καθαρτική μόνο για τους κατηγορουμένους, για μένα αυτή η δίκη είναι καθαρτική και για την κοινωνία. Γι αυτούς που υπέφεραν από τη δράση της 17Ν, αλλά ασφαλώς και γι αυτούς οι οποίοι την υπέθαλψαν. Αναρωτηθήκαμε ακόμη και για τους ρόλους μας, τους ρόλους μας ως συνηγόρων Πολιτικής Αγωγής και συνηγόρων Υπερασπίσεως. Ορισμένοι από εμάς έφυγαν στεναχωρημένοι από τον εαυτό τους, διότι στην ένταση της Δίκης, στην πρόκληση της λογικής, στην εξέγερση του συναισθήματος, στην εξορία της ακρότητος, υπερέβησαν και αυτοί τα όρια και επετίμησαν, επιδοκίμασαν φραστικά τους κατηγορομένους. Δεν είναι ο ρόλος μας βέβαια αυτός.
Υπήρξαν άλλοι συνάδελφοι που είχαν έντονα διλήμματα αν θα έπρεπε να ακολουθήσουν το κατηγορητήριο, το βούλευμα, το οποίο βοηθά στην εξάρθρωση και την τιμωρία αυτής της Οργανώσεως ή αν θα έπρεπε να διαφωνήσουν με το βούλευμα υπό το βάρος των αποδείξεων όπως αυτοί τις αντελήφθησαν. Ομιλώ για την υπόθεση Μάτη. Και βέβαια έχουμε και πάντοτε το πρόβλημα μήπως η ερμηνεία που δίνουμε στο κακό που λέγεται 17Ν, δεν είναι αναγκαστικά αυτή που συμμερίζονται οι πελάτες μας.
Τα ίδια νομίζω προβλήματα, διλήμματα, έχουν και οι συνάδελφοί μου της Υπερασπίσεως. Είχαμε την αίσθηση ότι υπήρχε μια διάσταση ανάμεσα στην υπερασπιστική γραμμή όπως την αντιλαμβανόταν ο καλός μου συνάδελφος Ιωάννης Ραχιώτης και στη στάση του πελάτη του. Η στάση του πελάτη του είναι περίπου «δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα›. Ο κ. Ραχιώτης όμως, κατά έναν τρόπο απολύτου θα έλεγα εντιμότητας, απεδόθη σε κάτι το οποίο φάνηκε σαν εγκωμιασμός, αναμφίβολα είχε μία έντονη εσωτερική αποδοχή, αλλά ήταν μια πραγματική προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου 17Ν, την οποία θα έχω την τιμή να σας την αναπτύξω διότι την συμμερίζομαι, όχι όμως βεβαίως στα τελικά της συμπεράσματα.
Θα προσπαθήσω μόνο να υποβάλλω υπό την κρίση του Δικαστηρίου σας μια θεωρία, δηλαδή μια ερμηνευτική προσέγγιση, ένα επεξηγηματικό σχέδιο των πράξεων και των προσωπικοτήτων που προέβησαν σε αυτές τις πράξεις. Πράξεων και προσωπικοτήτων είναι μια πολιτική, με την έννοια της πολιτικής επιστήμης προσέγγιση, είναι μία προσέγγιση η οποία λέγει εν περιλήψει, ότι η 17Ν είναι μια πολιτική Οργάνωση, η δραστηριότητά της είναι μια πολιτική δραστηριότητα αναμφίβολα, μόνο που τα εγκλήματά της δεν είναι πολιτικά, εγκληματική είναι η πολιτική της.
Δύο επομένως είναι τα μέρη των σκέψεών μου: Το πρώτο μέρος θα είναι σχετικά σύντομο διότι αναφέρεται στις πράξεις της υποθέσεως Παλαοικρασσά, η οποία έχει μετά τις αγορεύσεις και των συναδέλφων μου της πολιτικής αγωγής Αξαρλιάν, σχεδόν εξαντληθεί.
Η υπόθεση Παλαιοκρασσά έχει και αυτή τα ειδικά χαρακτηριστικά της ακρότητας. Ακρότητα στον τόπο, είμαστε στο κέντρο της Αθήνας, στο κέντρο της χώρας, ακρότητα στον χρόνο, είναι μεσημέρι, είναι η ώρα που ο κόσμος σχολάει, πάει στο σπίτι του, ακρότητα στον τρόπο της ενέργειας –είναι μια ρουκέτα.
Υπάρχει όμως και άλλη ακρότητα στο στόχο αυτής της ρουκέτας. Στόχος δεν είναι μόνο ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς και ο Παναγιώτης Κοκκινόπουλος, ο οδηγός του, διότι ξέρουμε ότι η 17Ν φρόντιζε πάντοτε να χτυπάει και τους οδηγούς ή τους συνοδούς των θυμάτων της, είτε διότι όπως λέγουν στις προκηρύξεις του είναι κι αυτοί υπεύθυνοι που προστατεύουν αυτά τα καθάρματα και για έναν όμως πρακτικό σκοπό –όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι- να μην υπάρχει κάποιος που θα μπορεί να τους αναγνωρίσει.
Σας λέω ευθέως και θα επανέλθω αμέσως, στόχος ήταν και η κα Αθανασία Παλαιοκρασσά και η νεαρή τότε Όλγα Αρεταίου, ένα όνομα το οποίο δεν ακούσαμε σε αυτή την αίθουσα. Η προδικασία δεν έκρινε σκόπιμο να την καλέσει, ενώ έκρινε σκόπιμο να καλέσει 4 αρχηγούς της Ελληνικής Αστυνομίας για να μας πουν για ένα ανύπαρκτο ή ασήμαντο αδίκημα. Πιστεύω ότι ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός, είχε δει ότι μέσα στο αυτοκίνητο αυτό είχε μπει και η κα Αθανασία Παλαιοκρασσά και η Όλγα Αρεταίου. Γιατί το πιστεύω; Το πιστεύω διότι, από τις ίδιες τις προκηρύξεις τις οποίες υιοθέτησε ο κ. Κουφοντίνας, προκύπτει ότι αυτή ήταν η 16η, 17η, 18η απόπειρα. Για να το πω έτσι λίγο λαϊκά και χυδαία, είχαν λυσσάξει πλέον μ’ αυτό τον Παλαιοκρασσά, είχαν βαρεθεί.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Ακούσαμε εδώ, δεν θυμάμαι, νομίζω από τον κ. Τσελέντη, ότι όταν γινόταν η συζήτηση για το χτύπημα του Ρόναλντ Στιούαρτ. Ο κ. Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, φέρετο ειπών, και οι μικροί ευθύνονται. Μικροί ευθύνονται, αν θέλετε να του δώσετε μια θεωρητική κατασκευή, είναι η αρχή της συλλογικής ευθύνης που χαρακτηρίζει την ολοκληρωτική σκέψη. Μ’ αυτή την ολοκληρωτική σκέψη θα ασχοληθώ στο δεύτερο μέρος.
Μικρός, μεγαλύτερη ευθύνη των γυναικών, των συζύγων, που στηρίζουν τέτοιους ανθρώπους. Και τα παιδιά, διότι την Όλγα Αρεταίου την εξέλαβαν ως θυγατέρα του Παλαιοκρασσά, ενώ ήτο φίλη της κόρης του. Αμαρτίες γονέων, παιδεύουσι τέκνα. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο κ. Χριστόδουλος Ξηρός είχε δει ποιοι μπαίνανε στο αυτοκίνητο. Υπάρχει μια διάσταση εδώ, ανάμεσα σ’ αυτό που λέει η προκήρυξη και ανάμεσα και σ’ αυτό που προέκυψε από την κατάθεση του Κωνσταντίνου Τέλιου.
Ως προς την θέση δηλαδή την οποία είχε ο Χριστόδουλος Ξηρός, όταν έδινε το σήμα για να πατήσει ο Κουφοντίνας το κουμπί. Η προκήρυξη και αυτά που είπε εδώ ο Δημήτρης Κουφοντίνας, τον τοποθετούν στον πρώτο όροφο εκείνου του διαμερίσματος, εκείνου του καταστήματος Καραγεώργη Σερβίας και Βουλής γωνία.
Ο κ. Τέλιος όταν του έδειξα το σχεδιάγραμμα της περιοχής, τον τοποθέτησε επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας, στο ύψος της Βουλής. Επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας στο ύψος της Βουλής, δεν μπορεί να βρισκόταν ο Χριστόδουλος Ξηρός γιατί εάν βρισκόταν εκεί παρεμβάλλετο το περίπτερο, το οποίο υπήρχε τότε, απεικονίζεται στο σχεδιάγραμμα και υπήρχαν και τα δένδρα που υπάρχουν σήμερα.
Σας έχω δώσει τις φωτογραφίες, τις έχω και μαζί μου, δεν έχει ορατότητα και μετά το περίπτερο και πριν το περίπτερο. Επομένως, ή ήταν εις το διαμέρισμα επάνω, ή ήταν κάτω, αλλά πολύ κοντά εις την είσοδο του Υπουργείου Οικονομικών. Σε κάθε περίπτωση είδε ποιοι μπαίνανε μέσα στο αυτοκίνητο. Διότι λέει, νομίζαμε ότι μπήκε στο AUDI, άρα το AUDI το συνοδευτικό το είδε επομένως.
Μετά όταν κάνεις μια παρακολούθηση, όταν ο σκοπός σου είναι να εκτοξεύσεις μια ρουκέτα σε ένα αυτοκίνητο, ο στόχος σου είναι το αυτοκίνητο. Και επειδή όπως λέγεται εις τις καταθέσεις και ελέχθη εδώ, είχαν κατεβεί είκοσι λεπτά πριν από την ώρα της ενεργείας, πρέπει το μάτι του κ. Χριστόδουλου Ξηρού να ήταν στο αυτοκίνητο.
Δεν μπορεί λοιπόν να μην είδε ποιοι μπήκαν στο αυτοκίνητο, αν όπως λέει ο Κώστας Τέλιος, ήταν πεζός επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας. Αλλά και αν ήταν μέσα στο διαμέρισμα ο κ. Κουφοντίνας, ή ο συγγραφέας της προκηρύξεως, λέγει ότι ήταν στο διαμέρισμα και δεν αντελήφθη διότι είχαν σκόνη τα παράθυρα. Είχαν σκονιστεί τα παράθυρα.
Τώρα πώς τα παράθυρα είχαν σκονιστεί, αλλά συγχρόνως είχε αντιληφθεί μια δυο μέρες πριν ότι άλλαξε και το κοστούμι του ακόμα, ο κ. Παλαιοκρασσάς, αυτό είναι μια ελάχιστη λεπτομέρεια.
Επομένως και θα τελειώσω μ’ αυτό, ο δόλος δια την κα Παλαιοκρασσά και την κα Αρεταίου είναι ευθύς, άμεσος ,δεν είναι ενδεχόμενος. Και βέβαια η υψίστη ακρότης την οποία ήδη επεσήμανα, ο θάνατος του Θάνου Αξαρλιάν.
Θα πάω με πολύ μεγάλη συντομία στο είδος της συμμετοχικής δράσεως των κατηγορουμένων. Συμφωνώ με τον συνάδελφό μου τον κ. Λίβο, ο Σάββας Ξηρός δεν μπορεί να είναι συναυτουργός. Ο Σάββας Ξηρός μαζί με τον Βασίλειο Τζωρτζάτο, εγκατέστησαν τον μηχανισμό. Είναι πολύ πιθανόν επίσης ο Σάββας να μην ήταν εκεί, να εγκατέστησε το συναγερμό και να έφυγε, το λέγει ο ίδιος, προκύπτει και από καταθέσεις και κυρίως προκύπτει από την απολογία του Τέλιου εδώ ενώπιόν σας, ο οποίος δεν τοποθέτησε τον Σάββα εις το σχεδιάγραμμα.
Ο Σάββας είναι εκείνος – θα χρησιμοποιήσω δυστυχώς για εκείνον τον παρατατικό – που πιάνανε τα χέρια του, έστησε τον μηχανισμό, αλλά τον μηχανισμό τον έστησε επίσης με την βοήθεια του ηλεκτρολόγου, ο οποίος είναι ο κ. Βασίλειος Τζωρτζάτος. Αυτές είναι ενέργειες που τοποθετούνται πριν από την πράξη, συνεπώς ως προς τον Βασίλειο Τζωρτζάτο, παραμένει ο χαρακτηρισμός από το βούλευμα, ως προς τον Σάββα Ξηρό είναι κατά κοινή μας άποψη, απλή συνέργια.
Ο Χριστόδουλος Ξηρός είναι άμεσος συνεργός. Είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι είναι συναυτουργός. Το ύψωμα του χεριού αυτό καθεαυτό, δεν μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο, στην εκτόξευση της ρουκέτας. Και μένει ο Κωνσταντίνος Τέλιος. Ποιος είναι ο ρόλος του Κωνσταντίνου Τέλιου; Ο ίδιος έχει δώσει δυο εξηγήσεις. Η μια εξήγηση η αρχική αυτή των καταθέσεών του, υπενθυμίζω ότι ο Τέλιος είναι ο μοναδικός ο οποίος πήγε μόνος του στην αστυνομία, είναι ότι, εφύλαγε τα μηχανάκια. Τα μηχανάκια με τα οποία απεχώρησαν μετά που έκαναν την δουλειά τους και λέγει βέβαια από την πρώτη ημέρα ότι δεν έφερε και όπλο.
Στη συνέχεια διαφοροποίησε την υπεράσπισή του και είπε, δεν θυμάμαι πού ακριβώς το είπε αυτό, αλλά χρησιμοποιήθηκε η φράση ότι είχε απλώς φυσική παρουσία. Δηλαδή ήταν όπως παρατήρησε ο αξιότιμος τακτικός κ. Εισαγγελεύς ήτο corpore παρών αλλά anima ήταν απών.
Διατηρώ τις απόψεις μου σε απόσταση από την αντίληψη αυτή. Πιστεύω ότι ο Τέλιος ήτο εκεί βέβαια, περί αυτού δεν τίθεται αμφιβολία και έφερε όπλο. Ο Πάτροκλος Τσελέντης μας είπε ότι όλοι έφεραν όπλα σε όλες τις ενέργειες.
Δεύτερον, ο ίδιος λέγει, ότι από τις 15 ή παραπάνω από 15 φορές, ήταν εκεί, 3, 4 τις απολογίες του τις έγγραφες, εδώ 2 ή 3. Ότι έφυγαν με τα μηχανάκια τα κατέθεσαν μάρτυρες που τους είδαν και δεν πιστεύω ότι η 17Ν έπαιρνε κλακαδόρους εις τις ενέργειές της, χειροκροτητές, θεατές. Μολονότι, όπως προκύπτει από την ίδια αυτή προκήρυξη, εκτός απ’ αυτούς τους 4 τους επιχειρησιακούς, Χριστόδουλος, Δημήτρης Κουφοντίνας, Τζωρτζάτος και Τέλιος, ο Σάββας είχε φύγει, λέγει ότι υπήρχε και κάποια άλλη ομάδα, πιστεύω ότι στην ομάδα αυτή ήταν και ο κ. Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.
Ο Κωνσταντίνος Τέλιος έχει δυστυχώς εκδηλώσει εμπράκτως την αποδοχή του της οργανώσεως αυτής, όταν κλέβει ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αφού είχε πάει 3, 4 φορές, αν διαφωνούσε, θα μπορούσε να προσποιηθεί τον ασθενή. Και για να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας, όπως πάντοτε, δεν πιστεύω ότι απειλήθηκε με απόλυση. Δεν μας το λέει κανείς αυτό για απολύσεις, τις αποκλείουν και ο Τσελέντης και ο Κονδύλης και πάντως ούτε ο ίδιος μας είπε ότι απειλήθηκε με απόλυση από το κουκουλοφόρο αρχηγό.
Αυτά αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, είναι γιατί εδώ αναζητούμε την αλήθεια, είναι τελείως διαφορετικό θέμα, η έμπρακτη μετάνοια του κ. Τέλιου, την οποία θα σας πω εις την πρέπουσα θέση ότι συμμερίζομαι απολύτως.
Αλλά και αυτή ακόμα, όπως και οι μετάνοιες των άλλων δυο κυρίων χρειάζονται μια εξήγηση. Υπάρχει ένα θέμα του κ. Γιωτόπουλου. Από πού προκύπτει αυτή η ηθική αυτουργία του κ. Γιωτόπουλου. Ο κ. Γιωτόπουλος είναι ο καθοδηγητής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διωκτικές αρχές, νομίζω ο κ. Νασιάκος, ή ο κ. Σύρος, δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τον όρο «αρχηγός›, μίλησαν περί «καθοδηγητού›, κάτι ξέρουν αυτοί από την οργάνωση και τη λειτουργία τέτοιων οργανώσεων.
Θα προσέθετα μόνο, σ’ ότι εξέθεσαν οι συνάδελφοί μου και ο αξιότιμος τακτικός κ. Εισαγγελεύς και ο κ. Μαρκής για το θέμα της ηθικής αυτουργίας και το ανεκοίνωσα στον πρόλογό μου, το ποινικό μας δίκαιο είναι ένα ατομικιστικό δίκαιο, όπως άλλωστε όλο το δίκαιό μας, εμπνέεται από τον ατομικισμό που είναι η θεμελιώδης αξία του πολιτικού φιλελευθερισμού που είναι το πολίτευμα αυτής της χώρας.
Συλλαμβάνει λοιπόν τους συμμετόχους μιας εγκληματικής δράσεως ως άτομα μεμονωμένα. Και τις πράξεις τους επίσης τις συλλαμβάνει μεμονωμένες. Αν θέλετε, στην έννοια της συμμετοχής, τις προσθέτει. Ο ποινικός κώδικας του 1950, η ατομικιστική αυτή σκέψη δεν έχει υπόψη της τις μορφές του οργανωμένου εγκλήματος. Η ηθική αυτουργία δεν τίθεται με τον ίδιο τρόπο στα πλαίσια μιας εγκληματικής οργανώσεως. Και μάλιστα μιας εγκληματικής οργανώσεως η οποία έχει ιδεολογική συγκολλητική ταινία των μελών της μεταξύ τους.
Και αυτό μας αποκαλύπτει, αυτό που κατά την γνώμη μου προσφυώς παρετήρησε ο κ. Λάμπρου και θα το έλεγα εγώ με κάπως πιο θεωρητικά λόγια, ότι οι τρόποι της προκλήσεως στην ηθική αυτουργία δεν είναι εννοιολογικό στοιχείο της εννοίας της προκλήσεως.
Εδώ πρέπει να σας απασχολήσω λίγο περισσότερο. Γιατί έχει σημασία να κατανοήσουμε?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απλώς δεν θέλω να χαλάσει το πρόγραμμά τους. Αν θέλετε να τελειώσετε την ενότητα πρώτα.
Γ. ΜΑΥΡΟΣ: Εδώ η ηθική αυτουργία δεν είναι σχέση ατομική, διαπροσωπική, δεν είναι άμεση. Γιωτόπουλος – Κουφοντίνας. Είναι έμμεση. Περνάει μέσα από τη σχέση της οργανώσεως. Και η οργάνωση είναι σκοπός, είναι κοινότης αισθημάτων, είναι κανόνες. Η ηθική αυτουργία περνάει μέσα από τους κανόνες και την χρήση των κανόνων και ο ηθικός αυτουργός είναι αυτός που έχει θέσει τους κανόνες.
Πρέπει να σας δώσω μια εικόνα, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, για το πώς λειτουργούσε αυτή η ομάδα. Ξέρετε στη πολιτική, στο πολιτικό μάρκετινγκ οι πολιτικοί διαλέγουν ένα προσωπείο. Ο Αντενάουερ, ο Ντε Γκωλ ήταν ο σοφός παππούς. Η Ιντιρα Γκάντι ήταν η μεγάλη αδελφή. Ο Τζων Κέννεντι ήταν ο επιτυχημένος νέος αδελφός. Αυτά ξέρετε είναι πρότυπα οικογενειακά, που προβάλλονται από το πολιτικό μάρκετινγκ για να λειτουργήσει η αποδοχή και η ταύτιση.
Εδώ έχουμε δυο ρόλους, του πατέρα δασκάλου, αυτός είναι ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και έχουμε και τον ρόλο του μεγάλου αδελφού, αυτός είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας.
Λέγω με άλλα λόγια, αυτό που με λόγια αν θέλετε κοινωνιολογικά, ή ψυχολογικά, αυτό που είπε ο συνάδελφός μου κ. Αναγνωστόπουλος, περί της αλυσιδωτής ηθικής αυτουργίας. Και αυτό κάνω μια παρένθεση, δίνει και μια εξήγηση για την συμπεριφορά και για τις ομολογίες. Εννοώ για τις ομολογίες οι οποίες ανεκλήθησαν. Ξέρετε αυτοί οι άνθρωποι που ομολόγησαν, βρέθηκαν ξαφνικά ορφανοί. Βρέθηκαν ορφανοί γιατί ο πατέρας τους απαρνήθηκε.
Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος τους απαρνήθηκε. Και ο μεγάλος αδελφός εξαφανίστηκε. Χάσανε τα νερά τους. Χάσανε τα στηρίγματά τους. Αλλά ο μεγάλος αδελφός φόνευσε ηθικά τον απόντα πατέρα, η απουσία του κ. Γιωτόπουλου συνεχίζεται μέχρι σήμερα, διότι τους λέει, τι είστε εσείς κύριοι δεν σας ξέρω, και αν κάποτε μιλήσει ο Δημήτρης Κουφοντίνας, θα δείτε τι αρνητικά αισθήματα θα βγάλει για τον πατέρα Αλέξανδρο Γιωτόπουλο.
Είναι μύθος ο Γιωτόπουλος και αυτό τον μύθο χρησιμοποιεί στην απόλυτη επιβολή την οποία έχει επάνω στον Δημήτρη Κουφοντίνα. Είναι μεγαλύτερος στην ηλικία, έχει πάρει αυτή τη γυαλάδα, σπουδές δεν έκανε, αλλά πήρε μια γυαλάδα εκεί από τα 10 χρόνια που έμεινε στο Παρίσι, μια λάμψη. Είναι ο ιδρυτής, είναι ο πρώτος πιστολέρο. Έχει κάνει τις πρώτες ενέργειες, δεν χρειάζεται να κάνει συνεχώς ενέργειες. Είναι αυτός ο μύθος.
Και μας είπε ο Τσελέντης, για το αίσθημα κοινωνικής μειονεξίας το οποίο συνέδεσε τον Κουφοντίνα με τον Γιωτόπουλο. Διότι οι σχέσεις είναι αυτές. Οι σχέσεις είναι Γιωτόπουλος – Κουφοντίνας και Κουφοντίνας και υπόλοιποι. Είχα κάνει μια μνεία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, της τρομερής ψυχικής εξαρτήσεως των αδελφών Ξηρού και ειδικότερα του Σάββα από τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Ο Σάββας δεν έκατσε δίπλα στον Βασίλη, εδώ σ’ αυτή την αίθουσα, δεν έκατσε δίπλα στον Χριστόδουλο, έκατσε δίπλα στον Δημήτρη. Και θα είδατε οπωσδήποτε πόσες φορές έσκυβε και του μιλούσε, όπως και τώρα ετοιμάζεται να το κάνει, πόσες φορές τον συμβουλευόταν, τον κοιτούσε κυριολεκτικά μέσα στα μάτια.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας ποιος είναι; Ένας άνθρωπος τον είδατε, μειλίχιος, υπομονετικός, καταπραϋντικός, πειθαρχημένος. Είναι ο μεγάλος αδελφός, τον οποίον όλοι σεβόμεθα. Είναι αυτός που μας ανακοινώνει τους στόχους. Είναι αυτός που καθορίζει τους ρόλους. Είναι αυτός που φυλάει τα όπλα. Είναι αυτός που δίδει τα όπλα. Είναι αυτός που ξαναπαίρνει τα όπλα. Είναι αυτός που φυλάει τα χρήματα. Είναι αυτός που πληρώνει. Είναι αυτός που κανονίζει τους λογαριασμούς στα ρεμπετάδικα και στα πολυτελή εστιατόρια. Είναι αυτός που κρύβει το 45άρι, το 45άρι κ. Πρόεδρε του οποίου η θέση δεν είναι σε κανένα μουσείο μοντέρνας τέχνης, δεν εννοούσατε αυτό, η θέση του είναι στο εγκληματολογικό μουσείο στο πανεπιστήμιο στο Γουδί, εκεί είναι η θέση αυτού του όπλου.
Αυτές είναι οι σχέσεις και δεν χρειάζεται βέβαια, είναι αυτονόητο, να προχωρήσω περισσότερο σ’ αυτή την ψυχολογική κυριαρχία του Δημήτρη Κουφοντίνα πάνω στο Σάββα Ξηρό και στους υπόλοιπους κατηγορουμένους.
Θα κάνω ξανά μια αναφορά στις ψυχολογικές θεωρίες. Θα σας το λέω από τώρα, οι ψυχολογικές θεωρίες είναι χρήσιμες, φωτίζουν ορισμένα πράγματα, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, πολύπλοκα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα, όπως είναι η τρομοκρατία. Ή αν θέλετε, η επαναστατική δράση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πριν αρχίσουμε τις ψυχολογικές θεωρίες, μισή ώρα διακοπή.
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Συνεχίζει ο κ. Μαύρος.
Γ. ΜΑΥΡΟΣ: Έλεγα κ. Πρόεδρε για τις ψυχολογικές εξαρτήσεις, για τις ψυχολογικές γραμμές επικοινωνίας μεταξύ Γιωτόπουλου και Κουφοντίνα απ’ τη μια μεριά και Κουφοντίνα και λοιπών αλλά κυρίως Σάββα Ξηρού και ίσως πλέον να μην καταλείπεται σε κανέναν η απορία εκείνη, πώς στην πρώτη του κατάθεση ο Σάββας Ξηρός, ενώ μιλά για τον Μανόλη και λέει «γι αυτόν δεν θα μιλήσω›, για το μεγάλο του αδερφό, τον πραγματικό του εν όπλοις και εν αίμασι αδελφό, Δημήτρη Κουφοντίνα δεν λέει τίποτα.
Αλλά πώς λειτουργεί αυτή η ηθική αυτουργία; Σας το είπε ο ίδιος ο κ. Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, πραγματικά μας το είπε ο ίδιος, εκεί που απάντησε σε λίγες ερωτήσεις, όταν βγήκε έξω από τους τέσσερις τοίχους του χαρτιού που είχε ετοιμάσει. Θυμάστε κ. Πρόεδρε κάποια στιγμή που σας είπε για τον Καντ και σας είπε για τις περιορισμένες επιλογές; Στην Κούβα δεν διδάσκεται μόνο η κατασκευή βομβών, διδάσκεται και η χρησιμοποίηση, η μεταχείριση στο μανικουλάρισμα ανθρώπων.
Αυτό το μανικουλάρισμα ανθρώπων στην Οργάνωση 17Ν το έκανε ο Γιωτόπουλος διά χειρός Κουφοντίνα και στις δύο φάσεις: Και στη φάση της στρατολογήσεως και στη φάση την επιχειρησιακή. Αυτά βέβαια τα συνάγουμε από αυτούς που μίλησαν. Και ο Τσελέντης και ο Τέλιος αλλά κυρίως στην περίπτωση του Κονδύλη αυτό ήταν αποκαλυπτικό. Πώς γινόταν η στρατολόγηση: Όποιος και αν έκανε τη στρατολόγηση δεν έλεγε στον υπό στρατολόγηση ότι πρόκειται για τη 17Ν και αυτό υπό μία έννοια είναι φυσιολογικό, για λόγους ασφαλείας, αλλά και για άλλους λόγους.
Δεν του έλεγε όμως ούτε ότι «ξέρεις, μπαίνεις σε μια ήδη υπάρχουσα Οργάνωση›. Του δημιουργούσε το αίσθημα ότι θα κάτι θα φτιαχτεί τώρα καινούργιο για να έχει πιο εύκολη την εσωτερική αποδοχή του. Διαβάστε την απολογία του Τσελέντη, πώς ο Κουφοντίνας στρατολόγησε τον Τσελέντη και πώς στρατολόγησε ο Χριστόδουλος Ξηρός τους άλλους, τί τους είπε, «κάτι πρέπει να κάνουμε τέλος πάντων›, δεν τους είπε «ξέρεις, εδώ και μερικά χρόνια κάτι κάνουμε, θέλεις να έρθεις κι εσύ μέσα;›
Τους έδιναν λοιπόν το αίσθημα ότι κάτι καινούργιο φτιάχνουν, πρώτον αυτό και δεύτερον, ξεπερνούσαν έτσι προκαταβολικά και τις τυχόν αντιρρήσεις τις οποίες θα είχαν. Πάντοτε όταν μας καλούν να γραφούμε μέλη σε ένα σωματείο ρωτάμε και ποιοι είναι οι άλλοι, τί ενέργειες έχει κάνει το σωματείο, πόσο μάλλον σε μια Οργάνωση. Διότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε απομείνει τίποτε από συναισθήματα.
Μιλώ γι αυτούς οι οποίοι προσχώρησαν στην Οργάνωση μετά το ’92, μετά το θάνατο του Αξαρλιάν. Αν τους έλεγαν λοιπόν «ξέρεις, είσαι στη 17Ν›, μπορούσε να έλεγε αυτός «όχι, εγώ στη 17Ν δε μπαίνω διότι σκοτώσατε τον Αξαρλιάν, εγώ τέτοια πράγματα δεν τα κάνω›. Δε γινόταν αυτό. Τους παράσταιναν ότι θα φτιάξουν οι ίδιοι μια καινούργια Οργάνωση και τους έκαναν να αισθάνονται σημαντικοί.
Η περιγραφή των τριών ανθρώπων οι οποίοι μετανόησαν και μίλησαν είναι αποκαλυπτική. Το ίδιο γινόταν τώρα και με την ανάμειξή τους στη δράση. Τους έβαζαν να κάνουν μια μικρή πράξη, κλοπή αυτοκινήτου. Η κλοπή αυτοκινήτου είναι τρομερή ενέργεια, διότι τους αποκόπτει πλέον από το κράτος, τους καθιστά παρανόμους, τους κάνει συνενόχους. Η τύχη τους πλέον είναι κοινή, η τύχη του νέου μέλους εξαρτάται από την τύχη των άλλων μελών.
Το ίδιο πλέον και στις ενέργειες. Δεν είπαν του Κονδύλη «ξέρεις, πάμε να σκοτώσουμε σήμερα, έχουμε αποφασίσει να σκοτώσουμε τον Τούρκο›, είπαν «πάμε να δούμε τί γίνεται› και όταν τους λέγει μετά «μα δεν είχαμε προγραμματίσει να τον φονεύσουμε αυτόν›, «ναι› του είπαν, «αλλά μας ήρθε η ευκαιρία›. Το ίδιο έγινε και στα Σεπόλια. Οι άνθρωποι πλέον χάνονται και δεν έχουν επιλογή, αυτή είναι η θεωρία των περιορισμένων επιλογών του Καντ την οποία μας μετέφερε εδώ ο κ. Γιωτόπουλος και αυτήν εφήρμοσε και υπό το πρόσχημα βέβαια του συνωμοτισμού έχουν λεχθεί, να μην τα επαναλάβω, να πάω πιο γρήγορα, ίσχυε ο δήθεν δημοκρατικός συγκεντρωτισμός που στην πραγματικότητα ήταν η μέθοδος μυήσεως και διατηρήσεως των ανθρώπων αυτών στα δίχτυα της 17Ν.
Τελειώνω αξιότιμε κ. Πρόεδρε αυτό το πρώτο μέρος με ένα τελευταίο ζήτημα το οποίο έχει σχέση με αυτή την περίφημη «συγνώμη› για την περίπτωση του θανάτου Αξαρλιάν. Καταρχήν αυτή η συγνώμη αφορούσε, αν αφορούσε -θα δείτε ότι δεν επρόκειτο περί συγνώμης καθόλου- τον Θάνο Αξαρλιάν. Δε σας είπαν ότι ήταν λάθος και για τον Παλαιοκρασσά, λάθος και για τις δύο κυρίες. Δυστυχώς –ευτυχώς απεδείχθη στο τέλος- η κα Παλαιοκρασσά και η Όλγα Αρεταίου δεν ήταν μελαμψοί για να βρεθεί εκεί ο Τσελέντης και να πει «δεν είναι δυνατό να σκοτώσουμε μία γυναίκα η οποία μάλιστα είναι μελαμψή› όπως στην περίπτωση του Αμερικανού, ευαισθησίες, μωρολογίες βέβαια για τον Χριστόδουλο Ξηρό.
Αυτή η συγνώμη είναι ειλικρινής; Λάθος είπε. Αλλά, όπως λέει ο Πρίμο Λέβι, αυτός που έζησε την άλλη μορφή του ολοκληρωτισμού στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, «δεν ξέρω καμία ανθρώπινη πράξη που να σβήνει το σφάλμα›. Το σφάλμα εδώ αξιότιμε κ. Πρόεδρε ήταν όχι ότι αφαιρέσαμε μία ανθρώπινη ζωή, όχι ότι πήγαμε να σκοτώσουμε τέσσερις άλλους ανθρώπους, είναι ότι κάναμε κακό στην εικόνα, στο ίματζ, στις δημόσιες σχέσεις της Οργάνωσης.
Ακούστε τα δικά τους λόγια –Κουφοντίνας ενώπιον σας: «Έχει πολύ μεγάλη ευθύνη (η Οργάνωση) που έγινε αυτή η ενέργεια. Όπως έγινε, ήταν λάθος σχεδιασμός, λάθος επιλογή›. Στην προκήρυξή τους δε η στεναχώρια τους γιατί δεν πέτυχε ο στόχος, είναι έκδηλη –σελ. 704 του βιβλίου: «Η ρουκέτα θα έσκαγε στο κέντρο του παρμπρίζ. Δυστυχώς για μας, το γεγονός ότι ο Παλαιοκρασσάς οδηγούσε το αυτοκίνητο, πράγμα που αγνοούσαμε –ο Χριστόδουλος Ξηρός ήταν τυφλός εκείνη την ημέρα- τον έσωσε. Αν ήταν στο τιμόνι ο οδηγός του, η ρουκέτα θα έβρισκε το στόχο της›.
Πηγαίνετε παρακαλώ στην προκήρυξη της 19/7/1992 για να δείτε ότι αυτό που τους στεναχωρεί στον θάνατο του Αξαρλιάν και στην αποτυχία της απόπειρας Παλαιοκρασσά, είναι ότι ο τεχνοκρατισμός τους απέτυχε. Και βέβαια εδώ βγαίνει όλη αυτή η τρομερή αλαζονεία του συντάκτη των προκηρύξεων. Ακούστε τί λένε: «Αν μπορεί κάποιος να μας κατηγορήσει για κάτι, είναι για το αντίθετο, ότι έχοντας θέσει σαν πρώτη προτεραιότητα την ασφάλεια των τρίτων περαστικών και προκειμένου να αποφύγουμε τον τυχαίο τραυματισμό κάποιου διερχόμενου, παίξαμε το κεφάλι μας στην κυριολεξία κορώνα γράμματα, αφού καταπατήσαμε συνειδητά αρκετά μέτρα ασφαλείας›.
Τί λένε: «Μας κατηγορείτε ότι σκοτώθηκε εξαιτίας της ενέργειας αυτής ο Αξαρλιάν αντί να μας συγχαρείτε και να μας πείτε ότι παίξαμε το κεφάλι μας κορώνα γράμματα εμείς οι σωτήρες σας για να μη χτυπήσει κάποιος περαστικός;› Θαυμάστε σας παρακαλώ αυτή την τεχνοκρατική ακρίβεια της φράσεως: «Αφού καταπατήσαμε συνειδητά αρκετά μέτρα ασφαλείας›, όχι όλα τα μέτρα ασφαλείας βέβαια, αρκετά. Αυτή είναι η πραγματική λύπη του κ. Κουφοντίνα και αυτή είναι η ωραία, ψυχρή, ανατριχιαστική τεχνοκρατική ουδετερότητα της φράσης που ακούσαμε εδώ μέσα, «ήταν λάθος σχεδιασμός, ήταν λάθος επιλογή›.
Ξέρετε, η απόπειρα κατά του Ιωάννη Παλαιοκρασσά και των δύο γυναικών, μου θύμισε το βιβλίο, το θεατρικό έργο «Οι δίκαιοι› του Αλμπέρ Καμί. Στους «Δικαίους› έχουμε μια θεατρική αναπαράσταση ενός πραγματικού γεγονότος επαναστατικής βίας που γίνεται στα 1905 στη Ρωσία, την τσαρική Ρωσία. Τότε μια ομάδα νεαρών επαναστατών, καλή ώρα, αλλά διαφορετικής ποιότητας, αποφασίζει να σκοτώσει τον μεγάλο δούκα, τον θείο του τσάρου, ο οποίος εκείνο το βράδυ θα πήγαινε στο θέατρο. Τότε δεν υπήρχαν ακόμα αυτοκίνητα, ήταν στην άμαξά τους. Τη βόμβα θα την έριχνε ο Καγιάγιεφ. Ο Καγιάγιεφ είναι πραγματικό πρόσωπο.
Ο Καγιάβιεφ καραδοκεί έξω από την αίθουσα του θεάτρου, όταν εμφανίζεται η άμαξα. Πλησιάζει να ρίξει τη βόμβα και βλέπει ότι μεγάλος Δούκας, ο θείος του τσάρου, έχει και τα δυο μικρά παιδάκια του μαζί του. Κάνει πίσω, δεν μπορεί να ρίξει τη βόμβα και τρέχει προς το διαμέρισμα που τον περιμένουν οι σύντροφοι. Εκεί γίνεται ένας πολύ ωραίος διάλογος. Νομίζω ότι αυτός ο διάλογος ζωγραφίζει τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο και τον Δημήτρη Κουφοντίνα.
Ο διάλογος γίνεται ανάμεσα στη Ντόρα, σ’ εκείνη την οργάνωση υπάρχει μια γυναίκα η οποία έχει φρίξει από την πιθανότητα ο Καγιάγιεφ, τον οποίον νοστιμεύεται κιόλας, να μπορούσε να είχε ρίξει τη βόμβα και να σκοτώσει τα παιδάκια. Από την άλλη μεριά είναι ο Στεπάν, ή αν θέλετε, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ή ο Δημήτρης Κουφοντίνας.
Θα σας το διαβάσω σε δική μου απόδοση αξιότιμε κ. Πρόεδρε, από το γαλλικό κείμενο, όχι από το πολωνικό, δεν ξέρω πολωνικά: Η Ντόρα επαινεί τον Καγιάγιεφ, λέει ότι ο Καγιάγιεφ έκανε πολύ καλά που δεν έριξε τη βόμβα να σκοτώσει τα δύο παιδάκια. Ο Στεπάν της λέει: «Δεν είμαι τόσο πονόψυχος γι αυτές τις μωρολογίες, όταν θα αποφασίσουμε να ξεχάσουμε τα παιδιά, εκείνη την ημέρα θα γίνουμε οι κύριοι του κόσμου και η επανάσταση θα θριαμβεύσει›. Αλλά η Ντόρα έχει αντιρρήσεις και λέει: «Εκείνη την ημέρα η ανθρωπότητα ολόκληρη θα μισήσει την επανάσταση›. Αλλά ο Στεπάν, ή ο Αλέξανδρος, ή ο Δημήτρης, θα επιμείνει: «Δεν έχει σημασία αν την αγαπάμε τόσο πολύ (την επανάσταση) ώστε να την επιβάλλουμε στην ανθρωπότητα ολόκληρη και να τη σώσουμε από τον εαυτό της και από τη σκλαβιά της›.
Η Ντόρα επιμένει: «Και αν ολόκληρη η ανθρωπότητα απορρίπτει την επανάσταση και ο λαός όλος για τον οποίον μάχεσαι αρνείται ότι πρέπει να σκοτώσουμε τα παιδιά; Θα χρειαστεί να χτυπήσουμε κι αυτόν;› Και απαντά ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος: «Ναι, αν χρειαστεί και μέχρις ότου καταλάβει. Και εγώ αγαπώ το λαό›. Βγάλτε τα δυο παιδιά, βάλτε τον Θάνα Αξαρλιάν, βάλτε τη Ναταλία Παλαιοκρασσά, την Όλγα Αρεταίου.
Τελείωσα αξιότιμε κ. Πρόεδρε με τις πράξεις και πρέπει τώρα να πάω στα πρόσωπα και στα έργα. Ήρθε η ώρα των κρίσιμων ερωτημάτων. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς έφτασαν στο έγκλημα; Πώς δέθηκαν ο ένας με τον άλλον; Μέσα σε ποιον περίγυρο κοινωνικό έδρασαν; Πώς αντέδρασε αυτός ο κοινωνικός περίγυρος; Αν τους υπεστήριξε κάποιος, γιατί τους υπεστήριξε; Αν ομολόγησαν γιατί ανακάλεσαν τις ομολογίες τους; Αν μετανόησαν γιατί μετανόησαν;
Μία θεωρία που εξηγεί ένα φαινόμενο –και θα σας μιλήσω απ’ την καρδιά μου, είχα μια δυσκολία να ασχοληθώ με αυτή την υπόθεση, πέρα από το καθήκον μου. Είχα μια βιολογική απώθηση να ασχοληθώ με αυτά τα εγκλήματα. Αλλά κάθισα και σκέφτηκε ότι οι άνθρωποι αυτοί, ή η 17Ν δεν μπορεί να είναι τυχαίοι. Διότι δεν μπορεί να είναι τυχαίος ένας άνθρωπος ο οποίος επί 27 ολόκληρα χρόνια σκοτώνει ανθρώπους. Είναι άνθρωποι με εξαιρετικές ικανότητες. Το «εξαιρετικές› είναι ποσοτικό, δεν είναι ποιοτικό. Γι αυτό, αν όχι για οτιδήποτε άλλο, αξίζουν την προσοχή μας, τη βαθιά προσοχή μας.
Πρέπει να κατανοήσουμε αξιότιμε κ. Πρόεδρε έστω και αυτή η προσπάθεια κατανοήσεως μας δημιουργεί ένα φόβο, εμένα μου δημιουργεί ένα φόβο, διότι για να κατανοήσετε πρέπει έστω και για λίγο να ταυτιστείτε. Αν προσπαθείτε να ταυτιστείτε έχετε έναν άλλο φόβο, μήπως και δικαιολογήσετε. Αλλά αυτό είναι το καθήκον μας.
Ο Σβετάντο Ντόρο σ’ αυτό το πολύ ωραίο βιβλίο του το οποίο πρόσφατα μεταφράστηκε από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, «Μνήμη του κακού, πειρασμός του καλού›, που δε σας κρύβω ότι με έχει πολύ επηρεάσει, λέγει ότι φράσεις όπως «δεν μπορούμε να καταλάβουμε, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, δεν μπορούμε να πούμε›, σημαίνουν στην πραγματικότητα ότι δεν πρέπει να καταλάβουμε, να εξηγήσουμε, να πούμε. Και σε αυτό το «δεν πρέπει› δεν θα υποταχθώ.
Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Γι αυτά βέβαια, για να πω κάτι πιο πεζό, έχει μεγάλη αξία για την εφαρμογή του άρθρου 42 ή του άρθρου 84. Εδώ και έξω από εδώ, ακούστηκαν πολλές θεωρίες. Μία θεωρία που με είχε γοητεύσει κι εμένα στην αρχή, όταν άρχισα να ασχολούμαι με αυτή την υπόθεση και την οποία ανέπτυξε ο κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος είναι ότι πρόκειται περί σειριακών δολοφόνων.
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κανείς πράγματι να παρομοιάσει ενδεχομένως τους κυρίους, μας εμποδίζει βέβαια η απουσία γυναικών, με την ομάδα εκείνη του Τσαρλς Μάνσον, ίσως να τον θυμόμαστε εμείς οι παλαιότεροι, ήταν εκείνος που στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με την φυλή του είχε σφάξει μερικούς ανθρώπους, η πιο διάσημη ήταν η Σάρον Τέιτ, έγκυος τότε στο παιδί του Ρομάν Πολάνσκι.
Ήμουν στην Αμερική πέρυσι ήταν συζητείτο και μετεδίδετο από την τηλεόραση, η 13η αίτηση μιας εκ των συνεργών του Τσαρλς Μάνσον, που καταδικάστηκε το 1969 να βγει έξω υπό όρους και απερρίφθη. Διότι, ξέρετε, ο Τσαρλς Μάνσον πασπάλισε την υπεράσπισή του στο Δικαστήριο με πολιτική άχνη, είπε ότι «εμείς σκοτώσαμε αυτούς τους ανθρώπους, τους σφάξαμε, για να αποδοθεί το έγκλημα στους μαύρους, να προκληθεί εμφύλιος πόλεμος μεταξύ λευκών και μαύρων και στη συνέχει να μπορέσω εγώ, ο Τσαρλς Μάνσον, να επιβάλλω τον επίγειο παράδεισο στη γη της επαγγελίας που είναι η Καλιφόρνια›.
Είναι γοητευτική η θεωρία των serial killers, δεν εξηγεί την μακρά διάρκεια και προπαντός υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά στον Τσαρλς Μάνσον, δεν έσπευσαν καθηγητές Πανεπιστημίου και άλλοι διανοούμενοι να τον υπερασπιστούν στο Δικαστήριο, όπως έγινε εδώ.