Πολιτική
Τετάρτη, 24 Σεπτεμβρίου 2003 21:04

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (24/09/2003) Μέρος 4/4

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Έχει τον λόγο ο κ. Πέτσος.

Γ. ΠΕΤΣΟΣ: Διαπιστώσατε κ. Πρόεδρε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας προσπάθησα να συμβάλλω στην εικόνα εκείνη ενός Δικαστηρίου που αφενός μεν ήθελε την ομαλότητα, μακριά από οξύνσεις και αντιπαραθέσεις οι οποίες θα έβλαπταν την υπόθεση, αφετέρου δε χωρίς ειδικούς σχολιασμούς μαρτύρων ή ερωτήσεων που οπωσδήποτε θα δημιουργούσαν τέτοιες οξυμένες καταστάσεις.

Κύριε Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές, είναι γεγονός ότι πριν από έναν περίπου χρόνο, όταν υπήρξε αυτή η έκρηξη, η τυχαία έκρηξη στον Πειραιά, υπήρχε μια γενικότερη κοινωνική αναστάτωση η οποία κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο προεβλήθη από τα ΜΜΕ, άλλοι συμφωνώντας με τα στοιχεία τα οποία έρχονται στη δημοσιότητα καθημερινώς, άλλοι διαφωνώντας με αυτά. Σημασία έχει πάντως ότι μετά από 27 ολόκληρα χρόνια, αυτή η έκρηξη έδωσε τη δυνατότητα στον ελληνικό λαό να δει τα πράγματα όπως ακριβώς είχαν, όχι κατά την άποψη της κοινής γνώμης, αλλά όπως ακριβώς παρουσιάστηκαν από τα ΜΜΕ και από τις συλλήψεις που είχαν μία διαδοχικότητα.

Τότε κι εγώ πίστευα ότι όταν έρθει η ώρα της Δίκης, όταν έρθει η ώρα της απονομής της δικαιοσύνης, ευνόητο είναι να υπάρχουν τραύματα ή στους κατηγορουμένους από την κακή στην τηλεόραση εμφάνιση των γεγονότων και στα θύματα από τον τρόπο που πολλοί θα σχολίαζαν τις συλλήψεις ή τον τρόπο της δικονομικής συμπεριφοράς κατά την προανάκριση και την ανάκριση, αλλά εκείνο που έπαιζε βασικό ρόλο ήταν η κοινή γνώμη, τί γεύση είχε, τί αισθάνθηκε με τις συλλήψεις, πώς είδε το θέμα.

Πράγματι, ήταν τόσο πολύ ευαισθητοποιημένη τόσα χρόνια, ώστε για πρώτη φορά είπε «επιτέλους, πιάστηκαν οι άνθρωποι που ταλαιπωρούσαν τον τόπο, δημιούργησαν τόσους νεκρούς και τόσα θύματα›; Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας πω ότι πιστεύω το αντίθετο. Η κοινή γνώμη, όσον αφορά την ευαισθησία ήταν απούσα. Ήταν απούσα όσον αφορά τις εκδηλώσεις, όσον αφορά τις δηλώσεις, όσον αφορά τον τρόπο συμπεριφοράς απέναντι στο φαινόμενο της τρομοκρατίας. Μέχρι εδώ.

Το σπίτι μου έχει υποστεί ζημία; Έχω βλαφθεί εγώ; Όχι. ¶ρα για ποιο λόγο να ασχοληθώ; Ναι μεν δεν επικρατούσε εγκληματικές ενέργειες και πράξεις τρομοκρατικές, ναι μεν συμφωνούσε με τη θεωρητική άποψη κάποιας προκήρυξης για τις υπάρχουσες κοινωνικές αδικίες, αλλά η μεγάλη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης η οποία σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι επιθυμητή, κατά την ταπεινή μου άποψη δεν υπήρχε.

Είναι προς τιμήν του πατρός Μιχάλη Περατικού που όταν μερικές οικογένειες των θυμάτων δημιούργησαν μια άτυπη οργάνωση, το «ΩΣ ΕΔΩ› ενάντια στην τρομοκρατία και στην ιδέα της τρομοκρατίας και στις πράξεις, συγγενείς των θυμάτων, είχε ερωτηθεί από δημοσιογράφους οι οποίοι κάλυπταν τηλεοπτικά τις συνεδριάσεις της άτυπης αυτής ομάδας: «Πότε κ. Περατικέ ασχοληθήκατε με το θέμα της τρομοκρατίας στη χώρα μας;› και η απάντηση ήταν τόσο εύγλωττη και τόσο ειλικρινής, που πράγματι με συγκίνησε –δεν ήμουν παρών, είδα όμως την ταινία: «Τη στιγμή που θανατώθηκε ο γιος μου, τη στιγμή που έχασα το παιδί μου›.

Τότε διεπίστωσε και πόσο λάθος είχε κάνει διότι δεν συμμετείχε σε κινήσεις που θα ευαισθητοποιούσαν την κοινή γνώμη και ήθελε να το ανταποδώσει με τις ενέργειές του. Αυτό ακριβώς που είπε εκείνη τη στιγμή με πράξεις, με συγκεντρώσεις, με εκδηλώσεις μιας άτυπης ομάδας, που, για να είμαστε ειλικρινείς, εμφανίστηκε ειρηνικά μπροστά στον ¶γνωστο Στρατιώτη κάποια Χριστούγεννα πριν από δύο χρόνια, προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα σε εκείνους που ψώνιζαν από τα μαγαζιά Χριστουγέννων, ότι υπάρχουν και θύματα από την τρομοκρατία, υπάρχουν πατεράδες οι οποίοι εξαφανίστηκαν και άφησαν τα παιδιά τους ορφανά, υπάρχουν γυναίκες που έμειναν χήρες, υπάρχουν άτομα τα οποία δε θα δουν το φιλικό τους πρόσωπο.

Προσπάθησε με μία τέτοια ενέργεια να δώσει τη δυνατότητα αυτή ώστε να μπορέσει ο ελληνικός λαός να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της τρομοκρατίας τελείως διαφορετικά απ’ ότι το αντιμετώπιζε μέχρι τότε. Δυστυχώς κ.κ. Δικαστές, ο τρόπος της εμφάνισης όλων αυτών των εγκληματικών ενεργειών, όχι μόνο από ελάχιστες γραφίδες στον ημερήσιο και εβδομαδιαίο και μηνιαίο Τύπο της χώρας μας, εδίδετο η εντύπωση μετά από κάθε τέτοιο χτύπημα και από δηλώσεις οι οποίες γίνονταν κατά καιρούς και από πολιτικά πρόσωπα αλλά και από πρόσωπα τα οποία είχαν άμεση σχέση με τον τρόπο της λειτουργίας της κοινωνίας, με τον τρόπο της συμπεριφοράς των κοινωνικών ομάδων, με τους αγώνες ενός λαού, ότι έπρεπε αφού καταδικάσουν το έγκλημα το οποίο γινόταν μετά από ένα τρομοκρατικό χτύπημα, να λησμονήσουν το θέμα.

Το έζησα περνώντας και από διάφορα κυβερνητικά πόστα, δυστυχώς. Το έζησα κι όταν ήμουν στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, διότι ενώ έβλεπα και είχα δυστυχώς την ατυχία τον Ιανουάριο του 1989 που ήμουν Υπουργός Δημόσιας Τάξης να δω τρία απανωτά χτυπήματα σε δικαστικούς επί της θητείας μου: των αειμνήστων Ανδρουλιδάκη και Βενάρδου και τον τραυματισμό του ευτυχώς εν ζωή σήμερα, κ. Ταρασουλέα. Και τότε ήμουν εκείνος ο οποίος οδηγήθηκα μετά από σκέψεις ότι έπρεπε να υποβάλλω την παραίτησή μου στον Πρωθυπουργό, πράγμα που έκανα. Δεν έγινε αποδεκτή και έκανα δύο προτάσεις.

Η πρώτη πρόταση ήταν να δημιουργηθεί μια τρομοκρατική ομάδα, όχι για να αποτελέσει κάτι το ιδιαίτερο με ανθρώπους οι οποίοι θα καταπίεζαν τις ελευθερίες ενός λαού, ή από αστυνομικά όργανα τα οποία θα είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν τις θελήσεις του στις ελεύθερες σκέψεις, αλλά μία τελείως διαφορετική ομάδα η οποία θα είχε απευθείας συνεννόηση με τον εκάστοτε Υπουργό Δημόσιας Τάξης.

Το έκανα αυτό διότι είχα διαπιστώσει ότι από την έναρξη συζητήσεων για μια οποιαδήποτε πληροφορία των τρομοκρατικών οργανώσεων στη χώρα μας ή των ανθρώπων που υποπτεύετο κανείς ότι συμμετέχουν σ’ αυτές, μέχρι τη συγκεκριμένη εντολή υλοποίησης κάποιου σχεδίου που θα έφτανε στην εξάρθρωση, υπήρχαν τόσα πολλά στεγανά στην υπηρεσία ασφαλείας, στην γνωστή παλαιά ΚΥΠ και σήμερα ΕΥΠ, στεγανά τα οποία είχε φοβηθεί το μάτι μου, στεγανά τα οποία μου έδιναν την εντύπωση ότι ουδέποτε είναι δυνατόν να υπάρξει πληροφόρηση της πολιτικής ηγεσίας, παρά μόνο αν το θελήσουν τα άτομα εκείνα τα οποία έχουν κατά τον α’ ή β’ τρόπο εμφιλοχωρήσει σ’ αυτές τις υπηρεσίες.

Έκανα την εισήγηση όπως επιτέλους οι Υπηρεσίες Πληροφοριών υπαχθούν στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης. Δεν μπορεί ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης να δίνει μια συγκεκριμένη εντολή, αυτή η εντολή να μην εκτελείται διότι παρεμβαίνουν άτομα τα οποία παραλλήλως λειτουργούν στην Υπηρεσία Πληροφοριών και η εντολή αυτή χάνεται. Δεν υπήρχε πιθανότης ποτέ να υπάρξει πρόοδος στην εξάρθρωση της τρομοκρατίας.

Αυτή η πρότασή μου δεν έγινε δεκτή και έτσι παρέμεινε μέχρι και πρόσφατα, πριν από 8-9 μήνες, υπήρξε πρωθυπουργική απόφαση που για πρώτη φορά δινόταν στον Υπουργό Δημόσιας Τάξεως η δυνατότητα της πολιτικής εποπτείας των μυστικών αυτών υπηρεσιών. Αναφέρομαι στις μυστικές υπηρεσίες, διότι δεν είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι η ύπαρξή τους μετά τον εμφύλιο πόλεμο στη χώρα μας, έπαιξαν ποικιλοτρόπως κάποιο ρόλο. Ένα ρόλο τον οποίο συνεχίζουν να παίζουν και θα παίζουν, αν δεν υπάρχουν εκείνες οι αποφάσεις οι οποίες θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις διάλυσης των στεγανών ή φιλτραρίσματος των πληροφοριών που θα δίνει τη δυνατότητα για μία εξάρθρωση οποιασδήποτε εγκληματικής ομάδας.

Το λέω αυτό διότι στην αίθουσα αυτή κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, της αποδεικτικής διαδικασίας, πολλά ελέχθησαν για ιδέες, για αριστερούς, για προοδευτικούς, για αντιστασιακούς. Πολλά ελέχθησαν ότι αυτή η επιτιθέμενη Αριστερά, για να χρησιμοποιήσω όρους της Υπεράσπισης, ήταν οι άνθρωποι που συνέχιζαν τον αγώνα υπέρ του λαού, ήταν οι άνθρωποι που συνέχιζαν έναν αγώνα για να μην δημιουργούνται τόσες μεγάλες κοινωνικές αδικίες, τόσες μεγάλες ανισότητες.

Λες και δεν υπήρχαν άτομα τα οποία εργάστηκαν εδώ και 30 ολόκληρα χρόνια προκειμένου αυτές τις ανισότητες μέσα από λαϊκούς αγώνες, πρόσφορους λαϊκούς αγώνες, χωρίς αίμα, χωρίς βία, επεδίωκαν αφενός μεν την πτώση της τυραννικής δικτατορίας, αφετέρου δε την εξάλειψη εκείνων των ανισοτήτων μέσα στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού. Υπήρχαν κ.κ. Δικασταί και οι άνθρωποι αυτοί, υπήρχαν και παρεξηγήθηκαν. Υπήρχαν και αγωνίστηκαν, υπήρχαν και εκδιώχθηκαν.

Αλλά οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι υπεστήριζαν και υποστηρίζουν τους θεσμούς και την δημοκρατία, είναι εκείνοι που έχουν τη δυνατότητα να αποταθούν σε εκείνος που τόλμησαν σε καιρό κοινοβουλευτισμού, σε καιρό δημοκρατίας να σηκώσουν το πιστόλι, να βάλουν τη βόμβα, να σκοτώσουν και να τραυματίσουν. Έχουν τη δυνατότητα, αν θέλετε, πολύ πιο εύκολα να μιλήσουν, διότι προέρχονται από τον ίδιο χώρο, από το χώρο εκείνο ο οποίος αγωνιζόταν για να επικρατήσει η προοδευτική ιδέα, από το χώρο εκείνο που αγωνιζόταν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας τρία ολόκληρα χρόνια μέσα από τις φυλακές ή με τον πολύγραφο ή κρύβοντας οποιονδήποτε κομμουνιστή από τα στρατοδικεία.

Αγωνίζονταν κι όταν είδαν την πτώση της δικτατορίας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, γνωρίζοντας τα τρωτά της δημοκρατίας η οποία είχε αποκατασταθεί, είπαν «ως εδώ›. Από μικρός, από φοιτητής πίστευα ότι ο ένοπλος αγώνας απέναντι σε μια δικτατορία, απέναντι σε μία τυραννία, απέναντι σε εκείνο που σου δεσμεύει τη σκέψη και την κίνηση, βεβαίως πρέπει να είναι το όπλο, αλλά θα έχεις τυραννικό καθεστώς, θα αντιμετωπίζεις τα τανκς, θα αντιμετωπίσεις τα όπλα.

Τότε, έτσι μπορείς να αντιδράσεις. Εγώ δεν είχα ούτε αυτή τη δύναμη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μολονότι ως περιφερειακό στέλεχος, βοηθούσα οργανώσεις που είχαν το χαρακτήρα της ένοπλης πάλης, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Έγραφα και μοίραζα εφημεριδούλες για να ευαισθητοποιήσω τον ελληνικό λαό, να ευαισθητοποιήσω τον κύκλο εκείνο που θα μπορούσε η άποψη η δική μου να περάσει. Σταμάτησε δε, μετά την πτώση της δικτατορίας οποιαδήποτε σκέψη η οποία θα μου έδινε τη δυνατότητα να σκεφτώ ότι κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτή τη νέα δημοκρατία.

Η νέα δημοκρατία όμως η οποία γεννήθηκε το 1975 είχε μεγάλες δυσκολίες, είχε φύλακες μέσα στο στρατό, είχε πρόσωπα μέσα στον κρατικό μηχανισμό, τα οποία επιβουλεύοντο την αλλαγή του πολιτεύματος και θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν με νηφαλιότητα και με δικαστικές αποφάσεις και με πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου οι οποίοι θα ετόνωναν το αίσθημα ασφαλείας στον ελληνικό λαό και όχι με οποιαδήποτε δολοφονία, έστω οποιουδήποτε σταθμάρχη της CIA ή οποιουδήποτε βασανιστή της χούντας.

Είμαι από τους πρώτους ο οποίος ήρθα αντίθετος με τις εκτελέσεις ανθρώπων που με έκαναν να υποφέρω κατά τη διάρκεια της 7ετίας. Είμαι από τους πρώτους ο οποίος καταδίκασε τις δολοφονίες αυτές, ενώ έλεγαν «δεν πειράζει, ήταν η τιμωρία τους›. Δεν ήταν η τιμωρία τους, ήταν κάποιο βλήμα στο σώμα της δημοκρατίας, ήταν ένα σημάδι ακόμα στη δημοκρατία μέσα σε ένα ανασφαλέστατο κρατικό μηχανισμό που προσπαθούσε να ορθοποδήσει.

Και κύλησαν τα χρόνια. Υπήρξε η πρώτη απόπειρα, υπήρχαν και οι εκτελέσεις, υπήρχαν και οι δολοφονίες, υπήρχαν όλα αυτά τα γεγονότα τα οποία πέρασαν λίγο-πολύ από μπροστά σας. Αλλά είμαι επίσης στη δυσάρεστη θέση να σας πω κ.κ. Δικαστές, ότι στο εδώλιο του κατηγορουμένου είναι σίγουρο ότι δεν κάθονται όλοι οι υπεύθυνοι της τρομοκρατίας στη χώρα μας.

Δεν ξέρω να επικαλεστώ τα ποσοστά, αν είναι οι περισσότεροι εκτός απ’ την αίθουσα αυτή ή οι λιγότεροι. Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι όλοι. Και κάτι άλλο: Πέραν από τους μισούς που κάθονται εδώ, ίσως θα ήταν σκόπιμο να λεχθεί ότι πέρασε και η μισή αλήθεια. Είναι σίγουρο ότι πέρασε από την αίθουσα αυτή η μισή αλήθεια, δεν είναι δυνατόν να πέρασε όλη η αλήθεια. Εγώ, τους κανόνες του συνωμοτισμού και τον τρόπο λειτουργίας τέτοιων ομάδων τους ήξερα τελείως διαφορετικούς και πιστεύω ότι έτσι παραμένουν. Δεν είμαστε μια γενική συνέλευση, έχουμε ένα Διοικητικό Συμβούλιο, είδαμε τον Λάμπρο, είδαμε τον Λουκά, συζητήσαμε έφερα κάποιον ο οποίος είπε «γιατί δε χτυπάμε τον Καψαλάκη› ή γιατί δε χτυπάμε τον Πέτσο, έναν απ’ το ΠΑΣΟΚ έναν από τη Ν.Δ., αποτύχαμε στον Πέτσο, τώρα να προχωρήσουμε στον Βουλευτή της Ν.Δ., δολοφονούμε τον Μπακογιάννη›. Δε νομίζω ότι λειτουργούν έτσι.

Κατά την άποψή μου, ο τρόπος λειτουργίας εγκληματικών τρομοκρατικών οργανώσεων και στη χώρα μας λειτούργησε υπό τη μορφή της αλυσίδας κ.κ. Δικαστές και η αλυσίδα είναι συγκεκριμένη. Ο ένας κρίκος γνωρίζει τον προηγούμενο και τον επόμενο. Είναι δυνατόν στον κρίκο αυτόν να τοποθετήσει κανείς άτομα τα οποία περιφερειακώς λειτουργούν, αλλά δεν είναι δυνατόν ποτέ ο μεσαίος κρίκος μιας αλυσίδας να γνωρίζει το κούμπωμά της. Αν υποτεθεί ότι το κούμπωμα αυτό της αλυσίδας ήταν γνωστό στους υπόλοιπους κρίκους, ήταν σίγουρο ότι και με αυτή την ισχνή διωκτική αρχή που είχε το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και οι Υπηρεσίες Πληροφοριών, οι κατηγορούμενοι οι σημερινοί, ίσως και άλλοι, θα είχαν καθίσει χρόνια νωρίτερα στο σκαμνί του κατηγορουμένου.

Οι αρχές οι βασικές του συνωμοτισμού δεν το επιτρέπουν και γι αυτό πολλές φορές μου κάνει εντύπωση ότι μπορεί να πιστέψουμε ότι είναι δυνατόν όλοι οι κατηγορούμενοι να ξέρουν όλες τις συμμετοχές, μπορούν να ξέρουν σε επίπεδο της ιδίας ομάδας, του ιδίου κρίκου, τα πρόσωπα τα οποία συνεργούν, αλλά δε μπορώ να πιστέψω ποτέ ότι ξέρουν εκείνους που δίνουν τις εντολές.

Επειδή ακούγονται διάφορες εκφράσεις εδώ πολλές φορές για τον κ. Γιωτόπουλο και για τη δειλία του και για τον τρόπο της συμπεριφοράς του ή για την έλλειψη ανδρισμού όπως έχω ακούσει, θα ήθελα να προσφέρω στην κρίση σας την εξής γνώμη: Αν υποτεθεί ότι ήταν ένας από τους ηγέτες, λογικώς το αρνείται, μέχρι εκεί που αντέχουν τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά και λογικώς επίσης δεν δίνει τους υπολοίπους που συνεργάστηκε. Ίσως είναι όμως ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζει από πού μπορεί να έπαιρνε εντολές η δική του ομάδα.

Έχω την αίσθηση ότι δεν θα βγει από τη διαδικασία αυτή μέχρι το τέλος η αλήθεια. Ίσως περνώντας τα χρόνια και μετά τις πιθανές καταδίκες θα εμφανιστεί στο σύνολό της η αλήθεια, θα υπάρχουν άτομα τα οποία θα μιλήσουν, θα πουν τι ξέρουν ή τι ήξεραν. ¶νθρωποι οι οποίοι θα πουν τι ακριβώς έχει συμβεί και γιατί δεν μίλησαν. Διότι από ότι έχουμε όλοι μας αντιληφθεί έγινε μια διαδικασία που πάρα πολλοί κατηγορούμενοι ομολόγησαν και μετά τα πήραν πίσω.

Ο κ. Κουφοντίνας ανέλαβε την πολιτική ευθύνη, ξέρει για τις πράξεις, επιθυμούσε την ανάγνωση των προκηρύξεων δεν μιλά όμως, δεν λέει με ποιους ήταν μαζί. Οι υπόλοιποι έδειξαν ότι μετάνιωσαν και ζήτησαν την επιείκεια μέσω της υπερασπιστικής τους γραμμής του Δικαστηρίου και γενικότερα της κοινωνίας.

¶λλοι πάλι όπως η περίπτωση του Θωμά Σερίφη, ήταν η ομολογία εκείνη η οποία διήρκεσε στο χρόνο, διήρκεσε στη διάρκεια αυτής της ακροαματικής διαδικασίας, δεν ήθελε να ενοχοποιήσει άλλο πρόσωπο, δεν ήθελε ν’ αναφερθεί στους συνεργάτες τους οποίους πιθανό να είχε και δεν ήθελε να γίνει ο μάρτυρας κατηγορίας, αλλά εν πάση περιπτώσει όλοι αυτοί οι κατηγορούμενοι σήμερα, που ο καθένας για τον δικό του λόγο έχει τελείως διαφορετική άποψη και τελείως διαφορετική υπερασπιστική γραμμή, μπορούν να δώσουν μια εικόνα ότι βρίσκονται στα εδώλια του κατηγορούμενου ένα μεγάλο, ένα βασικό επιχειρησιακό κομμάτι της τρομοκρατίας στη χώρα μας, που αναμφισβήτητα προήρθε από τη μήτρα όλων των Οργανώσεων από τον ΕΛΑ, που οπωσδήποτε υπήρχαν διαφωνίες και μεταμέλειες, που οπωσδήποτε υπήρχε ο φόβος, που οπωσδήποτε ο καθένας δεν ήθελε να δώσει αλλά έτυχε να δώσει ονόματα συναγωνιστών του, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε ενώπιόν σας μια συμπαγής γραμμή, που θα οδηγούσε και σε βασικά γενικά συμπεράσματα που θα ολοκλήρωναν την αλήθεια, αυτή που αναζητά η κοινή γνώμη.

Να είστε βέβαιοι κύριοι Δικαστές ότι η κοινή γνώμη γνωρίζει ότι δεν είναι μόνο αυτοί, γνωρίζει ότι υπάρχουν κι άλλοι, γνωρίζει ότι αυτά τα οποία ειπώθηκαν, αποτελούν πράγματι ένα κομμάτι αυτών που θέλετε να εξετάσετε προκειμένου να αποδώσετε τις κατηγορίες. Δεν παύει όμως να πιστεύει κανείς ότι όλοι οι εγκέφαλοι ήταν οι άνθρωποι αυτοί που σήμερα δικάζονται και το σύνολο αυτών των αποφάσεων που συγκυριακά ενεργούσε, είναι δυνατό να είναι μόνο τα άτομα αυτά.

Αυτή τη διαφοροποίηση την οποία θα κάνω και τώρα πάρα πολύ μικρή, πάρα πολύ λίγη γιατί έχει αναλυθεί όταν εξετάζατε το θέμα του πολιτικού εγκλήματος, την κάνω και τώρα. Τι θα πει πολιτικό έγκλημα; Πολιτικό κίνητρο υπάρχει εν προκειμένω. Γιατί να μην είναι όλα τα στοιχεία εκείνων των κινήτρων χαρμεπέστερα στο πολιτικό έγκλημα όπως θέλουν να το παρουσιάζουν οι κατηγορούμενοι, από οποιοδήποτε άλλο έγκλημα. Κίνητρο υπήρχε κύριοι Δικαστές και μάλιστα συγκυριακό πολιτικό κίνητρο με χαμερπή στοιχεία όταν θέλησαν να χτυπήσουν τον Πέτσο, επιλέγοντας το στόχο διότι θα ήταν εύκολη η διαφυγή τους, ή διότι –όπως γράφει η προκήρυξη- δεν φυλασσόταν τόσο καλά όσο οι άλλοι αργυρώνητοι Υπουργοί.

Επίσης κίνητρο υπήρχε για τον Μπακογιάννη αλλά η επιλογή αυτή δεν είναι δυνατό να είναι επιλογή η οποία δεν πέρασε κάτω από τη βάσανο πολλών εγκεφάλων, όχι ενός. Πολλών, που θέλησαν κάποια στιγμή να δημιουργήσουν αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Διότι όλα τα χτυπήματα δεν αποσκοπούν στην αλλοίωση του καθεστώτος, ούτε όπως έχω πει κατ’ επανάληψη θα έχανε η Βενετιά βελόνι, αν σκοτωνόταν ο Πέτσος, κάποιος άλλος βουλευτής θα ερχόταν στη θέση του. Σκοτώθηκε και ο Παύλος Μπακογιάννης εκτός από τα ορφανά που άφησε και ασχολήθηκε η πατρίδα του και τον τιμά μ’ ένα ανδριάντα, από εκεί και πέρα πέρασε στην ιστορία και εξελέγη ένας άλλος βουλευτής στη θέση του, χωρίς να υπάρχει ουδεμία αλλοίωση του καθεστώτος. Χάθηκε όμως ένας άνθρωπος που κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας πολέμησε και πολέμησε ίσως πολύ πιο έντονα στο εξωτερικό από ότι πολεμούσαν άλλοι.

Διότι δεν θέλω ποτέ να κάνω διάκριση εκείνων που υπηρέτησαν την υπόθεση της ελευθερίας κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. ¶λλοι ήταν σε ξερονήσια, άλλοι ήταν σε εξορίες κατόπιν αποφάσεων των στρατοδικείων, άλλοι ήταν στις φυλακές, άλλοι είχαν τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους έξω, άλλοι δεν είχαν, ήταν στο εξωτερικό ώστε να μαζέψουν χρήματα προκειμένου να δημιουργηθεί κάποια αντιστασιακή πράξη στη χώρα μας, άλλοι έπιναν καφέ και συζητούσαν θεωρητικά τι θα γίνει με τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Αυτοί που συζητούσαν θεωρητικά απολαμβάνοντας τον καφέ τους στο Café de Pari όπως είπε προηγούμενα συνάδελφός μου, αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι σήμερα η οποιαδήποτε Αρχή ασφαλείας τους αναζητά για να τους ενοχοποιήσει. Αυτό αποτελεί απαράδεκτη τακτική και μπορεί μεν να θεωρηθεί φτηνή αστική δικονομική υπερασπιστική γραμμή, αλλά ποτέ δεν μπορεί να δικαιολογήσει εγκληματικές πράξεις που έγιναν μετά το 1974.

Αν θέλετε υπάρχει και κάτι άλλο στις περιπτώσεις που διατείνεται κανείς για τη δράση του στη Δικτατορία, δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί ότι αυτοί αποτελούσαν το στοιχείο εκείνο το οποίο οδηγούσε τις ανακριτικές Αρχές στην έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό τον λόγο το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης για πολλά χρόνια ο Σήφης Βαλυράκης, με άρθρο το οποίο είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα έγραφε: «Οι διωκτικές Αρχές ερευνούσαν για 20 χρόνια τα ίχνη της τρομοκρατίας της 17Ν αποκλειστικά στο χώρο της Εθνικής Αντίστασης κατά της Χούντας. Το γεγονός αυτό πιστεύω ότι οδήγησε σε αναποτελεσματικότητα την αντιτρομοκρατική προσπάθεια. Για την εξάρθρωση της 17Ν είναι κλειδί να αποκαλύπτουμε τα πραγματικά κίνητρα αυτών που κρύβονται πίσω από την τρομοκρατική Οργάνωση παρακάμπτοντας τις αποπροσανατολιστικές προκηρύξεις της›. Δηλαδή 20 ολόκληρα χρόνια εργάζονταν οι διωκτικές Αρχές εξετάζοντας περιπτώσεις αντιστασιακών ατόμων που είχαν ενεργήσει ενάντια στη Δικτατορία, για να βρουν εκεί την ύπαρξη της Οργάνωσης. Έρχεται ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης και λέει σταματήστε, μην ψάχνετε εκεί, πρέπει να ψάξουμε κι άλλου, μην κοιτάτε τις προκηρύξεις αυτές οι προκηρύξεις αποπροσανατολίζουν.

Αντιλαμβάνεστε ότι δεν υπήρχε ενιαία τακτική. Ότι υπήρχαν θύλακες με διαφορετικές απόψεις, ότι υπήρχαν άτομα τα οποία είχαν παρεισφρήσει κατά τη διάρκεια 50 ετών μέσα στις μυστικές υπηρεσίες εξυπηρετούντο και εξυπηρετούσαν την τρομοκρατία κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν μπορεί να το ξέρει κανείς, δεν μπορεί να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία αλλά η έλλειψη δυνατοτήτων μιας ενιαίας πολιτικής 27 ολόκληρα χρόνια, η έλλειψη συγκεκριμένου προγράμματος για την εξάρθρωση της τρομοκρατίας, που κατέληξε; Στην τυχαία έκρηξη της βόμβας στον Πειραιά.

Θα μου πείτε αν δεν υπήρχε η έκρηξη αυτή, υπήρχε η πιθανότητα να υπάρξει δίκη για τη 17Ν; Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε δηλώσει ότι βρισκόμαστε κοντά στην επιχειρησιακή εξάρθρωση της 17Ν. Πιστεύω ότι θα υπήρχαν τρεις – τέσσερις κατηγορούμενοι από αυτή την υπόθεση, διότι πράγματι υπήρχαν στοιχεία, ενδείξεις που έδιναν τη δυνατότητα να οδηγηθούν οι άνθρωποι αυτοί σε δίκη. Δεν θα υπήρξε όμως το σύνολο αυτών των ανθρώπων που τουλάχιστον βρίσκονται σε αυτή την αίθουσα με διάφορες ομολογίες συναγωνιστών τους και με λεπτομέρειες για κάθε εγκληματική πράξη, για κάθε πράξη η οποία τους βαρύνει.

Εμένα θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω και με τον όρο που άκουσα κατ’ επανάληψη από συναδέλφους μου δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής της κατάδοσης. Τι σημαίνει κατάδοση; Καταδίδει κανείς τον συναγωνιστή του όταν αντιμετωπίζει μια Δικτατορία, όταν είναι παράνομος, όταν κρύβεται και επειδή τα έφτιαξε με το τυραννικό καθεστώς, τότε καταδίδει. Όταν όμως ζει σ’ ένα κοινοβουλευτισμό, όταν ζει σε κοινοβουλευτική δημοκρατία και όταν υπάρχει μια έκρηξη και υπάρχει μια απολογία, υπάρχει μια ομολογία η οποία οδηγεί στην εξάρθρωση αυτού του κομματιού της 17Ν, αυτού του κομματιού της τρομοκρατίας στη χώρα μας, γιατί να θεωρείται κατάδοση;

Αν τη θεωρήσουμε κατάδοση, ορθώς λέγεται ότι αυτός ο νόμος ο οποίος ισχύει σήμερα εξυπηρετεί μόνο τις ανελεύθερες περιπτώσεις. Εδώ μπορεί κανείς ν’ αναλογιστεί ότι αυτή η κατάδοση είναι με την έννοια που θεωρούν οι άλλοι υποτιμητική, με την έννοια που τη θεωρώ εγώ είναι προσφορά για την εξάρθρωση της τρομοκρατίας, άρα προσφορά στη δημοκρατία. Αυτή την προσφορά έπρεπε να την αντιληφθούν οι περισσότεροι εκ των κατηγορούμενων ώστε να λύσουν τους διάφορους αυτούς κόμπους μνήμης που επικρατούν, για να δώσουν περισσότερα στοιχεία σε όλους εσάς που μέσα από ένα μεγάλο κυκεώνα δύσκολα, θα μπορέσετε να δείτε που ακριβώς κρύβεται η αλήθεια, αλλά εύκολα όμως θα μπορείτε να αντιληφθείτε ποιοι είναι οι ένοχοι, ποιοι έχουν μεταμεληθεί, ποιοι ήταν εκείνοι που δεν αναίρεσαν τις αρχικές τους ομολογίες αλλά παρέμειναν πιστοί σε αυτά τα οποία είπαν, λέγοντας επίσης ότι δεν υπέστησαν ούτε σε σωματική βία, ούτε ήπιαν ειδικά ψυχοφάρμακα τα οποία θα αλλοίωναν την σκέψη τους.

Από την αρχή δόθηκαν από άλλους, ομολόγησαν, μετάνιωσαν, παρέμειναν σε αυτά τα οποία είπαν πιστοί και βάσει αυτών θα μπορείτε εσείς να μορφώσετε γνώμη για το μέγεθος της ενοχής ενός εκάστου, χωρίς όμως ποτέ με οποιαδήποτε απόφαση να πιστεύετε ότι έχετε μπροστά σας όλη την αλήθεια όπως αυτή έχει εξελιχθεί.

Δεν θα σας καθυστερήσω αλλά θα ήθελα προκειμένου να ισχυροποιήσω τους ισχυρισμούς μου για άτομα τα οποία εκτός αιθούσης βρίσκονται αυτή τη στιγμή και τα οποία δεν έχουν ούτε ανακριθεί, ούτε ομολογήσει αλλά απολαμβάνουν την ελευθερία τους γνωρίζοντας ότι μερικοί συναγωνιστές τους κάθονται στα εδώλια του κατηγορούμενου και ότι θα εισπράξουν για λογαριασμό τους και το μερίδιο ευθύνης που τους ανήκει. Αυτό, αποδεικνύεται από το ταμείο στα τρία τετράδια που υπάρχουν οι ενισχύσεις από τις ληστείες και τα έξοδα.

Το 1995 παρουσιάζεται ο Φώτης, ο Στέλιος, ο Χάρης, ο Βαγγέλης και ο Στάθης κι έχει αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ανήκουν αυτά τα ονόματα. Τα ψευδώνυμα όμως Σάκης, Μαρίν, Θα, Γρι και Γιάννης ουδέποτε εμφανίστηκαν ούτε ως κατηγορούμενοι, ούτε ως άτομα τα οποία υπέστησαν την ανακριτική βάσανο. Εμφανίζονται όμως στα βιβλία ταμείου από το 1990 έως το 1997 και μόνο αυτό ισχυροποιεί κάθε άποψη που λέει ότι εδώ δεν είναι όλοι. Βεβαίως οι σημερινοί κατηγορούμενοι δεν θέλησαν ποτέ να αποκαλύψουν ή δεν το γνώριζαν διότι θα ανήκαν σε άλλο κρίκο τους συνεργάτες αυτούς οι οποίοι κατά τον Α ή Β τρόπο εξυπηρέτησαν ή εξυπηρετήθηκαν.

Το λέω αυτό διότι αυτό το έχω ζήσει και μέσα από τις προκηρύξεις. Στην προκήρυξη μετά τη δολοφονία του Κωστή Περατικού υπάρχουν στοιχεία τα οποία αναφέρονται σε υπογραφείσες συμβάσεις της επιχείρησης με την Τράπεζα, τα οποία δεν είχαν ανακοινωθεί ποτέ σε εφημερίδες. Η αναφορά διαφόρων χρηματικών ποσών αλλά και οι αντιθέσεις που υπήρχαν μεταξύ Διοίκησης του consortium των Τραπεζών και της επιχείρησης των ναυπηγείων, είναι στοιχεία τα οποία τα ήξερε ένας κλειστός κύκλος ανθρώπων, ο οποίος έκανε τη διαπραγμάτευση. Πως είναι δυνατό αυτά τα στοιχεία να συμπεριλαμβάνονται στην προκήρυξη η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα και στάλθηκε στην εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› μετά τη δολοφονία του Κωστή Περατικού;

Υπάρχουν στοιχεία του Οργανισμού ανασυγκρότησης επιχειρήσεων και αυτό είναι το βασικό κομμάτι του όλου συλλογισμού το οποίο γνώριζαν μόνο οι προκηρύξεις. Εγώ επειδή διετέλεσα και Υφυπουργός Βιομηχανίας υπήρχαν στοιχεία από τον Οργανισμό ανασυγκρότησης επιχειρήσεων τα οποία ουδέποτε ήταν γνωστά, παρά μόνο σ’ ένα μικρό κύκλο ανθρώπων. Πως αυτά τα στοιχεία έβλεπαν το φως της δημοσιότητας μέσω των προκηρύξεων και δεν τα έπαιρνε υπόψη του κανείς δημοσιογράφος.

Αλλά επειδή πιστεύω ότι ή οι κατηγορούμενοι είναι άβουλα όργανα ενός κατεστημένου κι ενός συστήματος που τα χρησιμοποιεί, ή είναι ενσυνείδητα όργανα του συστήματος αυτού, θα πρέπει να γνωρίζουν αν είναι ενσυνείδητα άτομα τα οποία υπηρετούν το κατεστημένο ότι έτσι δεν είναι δυνατό ποτέ να υπάρξει αυτός ο περιβόητος αυτοδιαχειριζόμενος σοσιαλισμός. Το αντίθετο. Ενδυναμώνονται πράξεις ανελεύθερες είναι υποχρεωμένοι οι μηχανισμοί του κράτους να έχουν διατάξεις σκληρές, να έχουν διατάξεις Αντιτρομοκρατικής πολιτικής οι οποίες πιθανό από κάποιο κακό χειριστή των διατάξεων αυτών να δεσμεύσει ακόμη και το λόγο, να δεσμεύσει ακόμη και την ελευθερία του ατόμου να παραβεί τα ελεύθερα δικαιώματα οποιουδήποτε ακριβώς επειδή υπάρχει τρομοκρατία. Πόσα άλλοθι μετά από τους δίδυμους πύργους δεν υπήρχαν για να γίνουν πόλεμοι από τους Αμερικάνους ή πόσα άλλοθι δεν θα υπάρξουν στο μέλλον για την επικράτηση πιο στυγνών διατάξεων, που θα προστατεύουν όμως το σύνολο ενός λαού, θα προστατεύουν την κοινή γνώμη, θα προστατεύουν την ελευθερία της σκέψης, θα προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή το μεγαλύτερο αγαθό, το οποίο οι άλλοι, οι σημερινοί κατηγορούμενοι θέλησαν πολλάκις να το συμψηφίσουν, λες και το αίμα συμψηφίζεται.

Ποιος διαφωνεί ότι δεν πεθαίνουν παιδιά από την πείνα; Ποιος διαφωνεί ότι δεν σκοτώνονται σ’ ένα άδικο πόλεμο άτομα συνεχώς χωρίς λόγο και χωρίς αιτία; Διότι διακυβεύονται συμφέροντα οικονομικά ατόμων που θέλουν να ποδηγετήσουν με αυτό τον τρόπο κράτη και λαούς; Πολλά. Αλλά κανείς δεν ήρθε να κάνει συμψηφισμό και κανείς δεν ήρθε με την ατομική τρομοκρατία να υπηρετήσει συμφέροντα τρίτου.

Διότι εγώ όσον αφορά τη δική μου περίπτωση μέσα μου έχω συγχωρήσει τους κατηγορούμενους. Τους έχω συγχωρήσει υπό την εξής έννοια μπορεί να θεωρείται αντιδικονομικό, αλλά τουλάχιστον είναι ανθρώπινο. Τους έχω συγχωρήσει διότι μου δίδεται η δυνατότητα από αυτή την ατυχία αλλά και τύχη ταυτόχρονα να ζω σήμερα και να μιλώ και να αντιμετωπίζω τις ιδεοληψίες τους, μια ιδιόμορφη μορφή ψυχικής ασθένειας με το λόγο μου, με τη δυνατότητα να προσφέρω στους υπολοίπους και όχι να σηκώσω το όπλο και να σκοτώσω, όχι να βάλω βόμβα και να τραυματίσω. Έτσι η ποινική τους μεταχείριση είναι θέμα δικό σας, θα το δείτε και θα αποφασίσετε. Εγώ προσωπικά όμως δεν μπορώ για την περίπτωσή μου να πω τίποτα, εκτός από μια εσωτερική συγγνώμη σε εκείνους που θέλησαν να μου αφαιρέσουν τη ζωή.

Δεν μπορώ όμως να μην μιλήσω για το φίλο μου τον Κωστή Περατικό, δεν μπορώ να μην μιλήσω για τον εντολέα μου τον πατέρα του, τα παιδιά του, την οικογένειά του. Δεν μπορώ να μην μιλήσω για ένα νεκρό ο οποίος θα μου πει «Φίλε ήρθε η στιγμή να μιλήσεις για εμένα, διότι εσύ είχες τη δυνατότητα να αποταθείς το γιο σου όταν τον κάλεσε η δασκάλα και να του πει έτσι γίνεται με τους πολιτικούς ο πατέρας σου ήταν πολιτικός σκοτώθηκε›. Εγώ είχα τη δυνατότητα να δω το γιο μου μετά και να του πω τι σημαίνει πολιτική σ’ ένα κοινοβουλευτισμό και να μην του δημιουργήσω το τραύμα που πήγε να του δημιουργήσει η δασκάλα του σχολείου όταν μάθαιναν από τα ραδιόφωνα ότι ο Πέτσος είχε πεθάνει, ότι ο Πέτσος είχε σκοτωθεί.

Τα παιδιά του Περατικού ποιος θα έρθει να τους πει ότι ο πατέρας τους ήταν θύμα ενός κράτους, μιας κρατικής μηχανής που δήθεν υπερασπίζονται οι κατηγορούμενοι. Ο κ. Κουφοντίνας, ο κ. Ξηρός κι εκείνοι που αποδεικνύεται από το κατηγορητήριο και από την ακροαματική διαδικασία ότι συνετέλεσαν στη δολοφονία του Κωστή Περατικού. Τι έκανε ο Κωστής Περατικός και η οικογένειά του; Έφεραν χρήματα από το εξωτερικό να τα επενδύσουν σε τι; Σε μια μορφή ιδιωτικοποίησης που είχε αρχίσει στον τόπο μας. Τι σημαίνει ιδιωτικοποίηση; Έχετε πει κ. Πρόεδρε πολλές φορές στη δίκη αυτή τι σημασία έχει τα αποδεικτικά στοιχεία, οι εγκληματικές ενέργειες. Αυτές οι εγκληματικές ενέργειες εφόσον στα έγγραφα που αναγνώσθησαν είναι οι προκηρύξεις έχουμε υποχρέωση να τιμήσουμε όχι τη μνήμη εκείνων που δεν βρίσκονται σήμερα εδώ κι έχουν δολοφονηθεί από τους κυρίους οι οποίοι αναφέρονται στο κατηγορητήριο και η ενιαία εισαγγελική πρόταση έχει συμπεριλάβει, αλλά έχουμε υποχρέωση να εξηγήσουμε και μερικά πράγματα τα οποία αποδεικνύουν το άδικο μιας υπόθεσης.

Ιδιωτικοποίηση σημαίνει παίρνω μια επιχείρηση που ήταν καταχρεωμένη, προκειμένου να τη λειτουργήσω για να μην δημιουργήσω ανεργία. Όταν έγινε ο Οργανισμός Απασχόλησης Επιχειρήσεων αυτό έκανε. Έπαιρνε τις επιχειρήσεις, διέγραφε κακώς τα χρέη, τα διέγραφε όμως, και προκειμένου να μην υπάρχουν απολύσεις εργαζομένων, τα έδινε σε εκείνος που είχαν την πρόθεση να επανασυστήσουν μια επιχείρηση.

Αυτό έκανε και ο Περατικός. Έφερε τα χρήματά του, ενώ θα μπορούσε να ζει στο Λονδίνο και η οικογένειά του ήρθε εδώ προκειμένου να αναλάβει τα ναυπηγεία. Υπήρχαν μέσα στις συμβάσεις αυτές δύο προγραμματικές συμφωνίες που έδιναν τη δυνατότητα στον συναλλασσόμενο να πει «ναι, αποδέχομαι με αυτό το τίμημα›, διότι υπάρχουν προγραμματικές συμφωνίες εν εξελίξει. Προγραμματικές συμφωνίες που είχαν άμεση σχέση με πλοία του ναυτικού και οι οποίες είχαν άμεση σχέση με βαγόνια του ΟΣΕ.

Έτσι γνώρισα και τον Κωστή Περατικό, ήμουν τότε Πρόεδρος και Γενικός Διευθυντής του ΟΣΕ και μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι υπήρχε μια καθυστέρηση στην ύπαρξη αυτής της εκτέλεσης της συμφωνίας της συγκεκριμένης. Και όμως, η σύμβαση που είχε υπογραφεί, ήταν σύμβαση η οποία υποχρέωνε τον Περατικό να κάνει απολύσεις στους 3.000 εργαζομένους μέχρι 100 άτομα, πράγμα που δεν έκανε. Συνολικά απολύθηκαν ή οικειοθελώς αποχώρησαν ή συνταξιοδοτήθηκαν, 40-45 άτομα.

Τα υπόλοιπα άτομα παρέμειναν και το 1995, όταν πλέον είχαν εξαντληθεί όλες οι πηγές χρηματοδότησης, όταν προσπαθούσε να κρατήσει τους εργαζομένους, όταν προσπαθούσε να αναβιώσει την επιχείρηση αυτή. Το ανάλγητο πράγματι κράτος το οποίο δεν τήρησε την έγγραφη υπόσχεσή του, πήρε την επιχείρηση πίσω. Εκείνος έχασε και τα λεφτά τα δανειακά τα οποία είχε οδηγήσει στα ναυπηγεία, έχασε και την προσωπική του περιουσία, προκειμένου να δημιουργήσει μία από τις βασικότερες ιδιωτικοποιήσεις αυτών των ετών.

Το αποτέλεσμα; Δολοφονήθηκε ο Κωστής Περατικός, το πήρε άλλος το ναυπηγείο και απολύθηκαν 2.400 εργάτες και παρέμειναν 600. Να πώς δημιουργείται η ανεργία γι αυτούς οι οποίοι κόπτονται ότι σκοτώνουν προκειμένου να μην υπάρχουν κοινωνικές αδικίες. Ποιος θα απαντήσει όχι στον πατέρα του Κωστή Περατικού, όχι στα παιδιά, αλλά και στους 2.400 εργαζομένους που έχασαν την εργασία τους; Διότι θα μπορούσε το ίδιο το κράτος, εφόσον ο Κωστής Περατικός δεν μπορούσε να συνεχίσει την επιχείρηση αυτή, να κρατήσουν οι Τράπεζες την επιχείρηση, να έρθει το ίδιο το κράτος να ενισχύσει απ’ τον κρατικό προϋπολογισμό, εις τρόπον ώστε να υπάρχουν θέσεις εργασίας και να μην απωλεσθούν.

Κύριε Πρόεδρε, συνάδελφοί μου εμπειρότεροι εμού στα Ποινικά Δικαστήρια, είχαν τη δυνατότητα να αναλύσουν όλες τις περιπτώσεις εκείνες του κατηγορητηρίου που θα σας οδηγήσουν στην ενοχοποίηση ή μη των κατηγορουμένων. Εκείνο όμως που για μένα έχει σημασία, είναι το χρέος που έχετε απέναντι στην ιστορία. Το χρέος που είχαμε και έχουμε όλοι, που περάσαμε μέσα από την αίθουσα αυτή σε αυτή τη διαδικασία. Το χρέος που έχετε εσείς, γι αυτό από την αρχή ήμουν υπέρ της ύπαρξης της τηλεόρασης, σε αντίθεση και με πολλούς άλλους συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής, μέσα στην αίθουσα αυτή.

Η Δίκη αυτή δεν είναι μόνο δίκη για να καταδικαστεί ο οποιοσδήποτε εκ των κατηγορουμένων ο οποίος συμμετείχε σε αυτές τις εγκληματικές ενέργειες. Η Δίκη αυτή είναι δίκη που πρέπει να διαπαιδαγωγήσει, είναι δίκη η οποία πρέπει να αφήσει αποτυπώματα απέχθειας προς τη βία και το αίμα. Είναι μια δίκη που θα δώσει το έναυσμα μελέτης ότι με το πιστόλι, με τη βόμβα, με το αίμα, με τον πόνο αθώων ανθρώπων –γιατί και εδώ διαφοροποιούμαι, δεν υπάρχει αθώος και ένοχος ως θύμα της τρομοκρατίας, δεν υπήρξε απόφαση η οποία να δικάζει, υπήρξε μια ομάδα ανθρώπων που δημιούργησαν μέσα στον συγκεκριμένο κρίκο που είχαν ενταχθεί, την εισήγησή τους για να φτάσει ακόμα ψηλότερα ή πήραν την εντολή από ακόμη ψηλότερα.

Σημασία λοιπόν έχει ότι αυτή η απόφασή σας θα πρέπει να φτάσει στους νέους ανθρώπους. Θα ήταν σκόπιμο μια σταθερή κάμερα να υπήρχε στην αίθουσα αυτή, να παρακολουθήσουν οι νέοι άνθρωποι, ότι τα προβλήματα και οι κοινωνικές αδικίες που υπάρχουν, δεν λύνονται με το αίμα. Λύνονται με την πειθώ, λύνονται μέσα στα πλαίσια μιας ευρύτερης δημοκρατίας που έχει τη δυνατότητα να ακούσει, να παλέψουν, να αγωνιστούν, να κερδίσουν το ψωμί τους πράγματι με αγώνα, αδικούμενοι πολλές φορές υπέρ τρίτων, σκληρότερων ανθρώπων που καταπατούν τα δικαιώματά τους. Αλλά θα αγωνιστούν ελεύθεροι, χωρίς να βλάπτεται η δική τους η ζωή.

Δεν έχει το δικαίωμα κανένας Γιωτόπουλος, κανένας Κουφοντίνας, κανένας συνεργάτης τους να αποφασίζουν για τη ζωή ενός ανθρώπου επειδή θέλουν να δουν δημοσιευμένη την δική τους υστεροφημία σε μία εφημερίδα μέσω της προκήρυξης. Δεν έχουν το δικαίωμα να δημιουργούν προβλήματα σε ένα κράτος που 27 ολόκληρα χρόνια ταλανιζόταν στο εξωτερικό. Και αυτά περί Αμερικής, ότι πίεσαν λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, λέγονται χάριν φθηνής κατανάλωσης.

Τί πάει να πει πίεσαν; 27 ολόκληρα χρόνια, όπου μιλούσαμε για Ελλάδα, όλοι έλεγαν ότι «εφόσον υπάρχει τρομοκρατία στη χώρα σας....›, δεν έβλεπαν τις δικές τους περιπτώσεις, αυτό δεν το έβλεπαν. Αλλά είναι γνωστός ο ρόλος όλων εκείνων των δυνάμεων εναντίον της χώρας μας, δεν έπρεπε λοιπόν εμείς να τους δίνουμε το δικαίωμα αυτό.

Πριν κλείσω, πέραν αυτών των ευθυνών που υπάρχουν, θα ήθελα να αναφερθώ και στα πρώτα χτυπήματα των πολιτικών. Το είχα πει κ. Πρόεδρε, ότι θα πρέπει όταν χτυπήθηκε ο Πέτσος να υπάρξει τελείως διαφορετική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στη χώρα μας, να γίνουν άλλου είδους συνεργασίες που θα κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα, πράγμα που έγινε μετά τη δολοφονία του Σόντερς.

Είχα πει τότε στη Βουλή, στις 26 του μήνα, είναι το ερώτημα το οποίο δικαιούμαι και εγώ να κάνω σήμερα: Γιατί ο Μπακογιάννης, τότε που γνώρισε τον Κοσκωτά και ήταν μέτοχος στην εταιρεία, είναι υπεύθυνος για το σκάνδαλο Κοσκωτά; Ή ο Πέτσος ο οποίος δέχτηκε από την αρχή τη γνωριμία μαζί του είναι υπεύθυνος για το σκάνδαλο; Ασφαλώς όχι. Αλλά αυτή είναι η σκευωρία, αυτή είναι η πλεκτάνη, αυτό είναι όλο το σύμπλεγμα των διαφόρων θεωριών, το οποίο ξεκινά με τις προκηρύξεις από 8 Μαΐου. Ήξερα ότι μπορεί να συμβεί ένα χτύπημα ακόμη σε πολιτικούς, στη δική μου απόπειρα.

Και φθάνει στις προκηρύξεις τις σημερινές να συνδεθούν με ενοχή οι αθώοι της υπόθεσης αυτής και όχι οι πραγματικοί ένοχοι. Πώς αντιμετώπισε η πολιτεία την εποχή εκείνη την απόπειρα του Πέτσου; Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ξέρετε τί είπε; «Η άσκηση τρομοκρατικής βίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μέσο για την επίλυση των όποιων υπαρκτών ή υποθετικών προβλημάτων›. Έθεσε δηλαδή το ερώτημα στην κοινή γνώμη, αντί να καταδικάσει την τρομοκρατία και την πράξη, ότι υπάρχουν προβλήματα. Υπαρκτά ή υποθετικά υπάρχουν. Και εφόσον υπάρχουν ευχόμαστε και στους τρεις τραυματισθέντες, στους αστυφύλακες υγεία, αλλά πρέπει να το τονίσουμε αυτό.

Αυτή ακριβώς η έκφραση του κυβερνητικού εκπροσώπου, στο πρώτο χτύπημα εν ενεργεία μέλους του ελληνικού κοινοβουλίου και μετά επακολούθησε η δολοφονία Μπακογιάννη, είναι αντιμετώπιση ανθρώπων που θέλουν να πολεμήσουν την τρομοκρατία; Ή χωρίς να το καταλάβουν συμπορεύονταν μαζί της; Ή χωρίς να το καταλάβουν δημιουργούσαν προϋποθέσεις της μη ευαισθητοποίησης για την οποία αναφέρθηκα στην αρχή της κοινής γνώμης.

Δυστυχώς είναι το δεύτερο και ευτυχώς για μένα που μου δίνεται σήμερα η ευκαιρία τουλάχιστον με αυτούς τους κατηγορουμένους να δω ποιοι ήθελαν να με δολοφονήσουν. Δεν έμαθα την αλήθεια, όπως δε θα τη μάθει η οικογένεια Περατικού. Και δε θα τη μάθει διότι δεν είναι όλη η αλήθεια. εκείνο όμως το οποίο θα με κάνει την ομιλία μου –δεν θα αναφερθώ σε άλλους ποιητές, γιατί έκανε την αρχή ο κ. Κουφοντίνας με τον Παλαμά- θα αναφερθώ στη δική μου ποίηση.

Στη δική μου ποίηση που κυκλοφόρησε το 1965, όταν ήμουν 18 χρονών και το πρώτο ποίημα «Το ξέφωτο της αλλαγής›, ήταν το ποίημα το οποίο απαγορεύτηκε και έγινε η πρώτη σύλληψή μου και η πρώτη φυλάκισή μου, γι αυτόν τον στίχο που θα σας διαβάσω. Είναι τόσο προφητικός αλλά και προσιδεάζει τόσο πολύ σε αυτά τα οποία έχουμε δει στην αίθουσα αυτή:

Ίσως ποτέ δε φοβηθήκαμε μαυριδερά κανόνια

Ίσως ποτέ γιαλιστερή λεπίδα, ούτε φωτιά ούτε αίματα στο δάσος

δύσκολο το διάβα.

Λουλούδι μέσ’ στο χέρι μας σφιχτά χωρίς ελπίδα

Διαπιστώνω από την ηλικία των 18 ετών κ. Κουφοντίνα, ότι πράγματι δεν υπήρχε ελπίδα, αλλά σφιχτά στο χέρι μας έπρεπε να είχαμε το λουλούδι και όχι το 45άρι, διότι έτσι θα δώσουμε στους νέους παρακαταθήκες να σηκώσουν το ανάστημά τους και να φτιάξουν καλύτερες κοινωνίες.

Με τη δική σας απόφαση κ.κ. Δικασταί και με την εμπειρία σας αλλά και με αυτά τα οποία εκτυλίχθηκαν ενώπιόν σας, έχω την αίσθηση ότι θα αποδώσετε το δίκαιο και θα δημιουργήσετε τις προϋποθέσεις στην κοινή γνώμη να πιστέψει ότι ο βασικότερες θεσμός της δημοκρατίας, η Δικαιοσύνη, λειτουργεί και λειτουργεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ευχαριστώ πολύ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε κι εμείς τον κ. Πέτσο. Η συνεδρίαση διακόπτεται για αύριο το πρωί στις 9.