Πολιτική
Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2003 21:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (25/09/2003) Μέρος 2/5

Φυσικά τόλμησαν ν’ αγγίξουν και την Αριστερά, να την πληγώσουν, να την τραυματίσουν λέγοντας ότι είμαστε «η επιτιθέμενη Αριστερά›. Μα δεν ήταν ποτέ αμυνόμενη η Αριστερά, μια ζωή επιτιθέμενη ήταν και καλά έκανε. Επιτίθεται εκείνος που δεν είναι μέσα στην εξουσία του συστήματος για να επιβάλλει τις απόψεις του, αλλά επιτίθεται με συλλαλητήρια, με διάλογο, με ανοιχτές και στρογγυλές τράπεζες, με έγγραφα, με μανιφέστα. Όχι με τα όπλα.

Σε κάθε περίπτωση από τη μεταπολίτευση και μετά ποιος έθιξε την Αριστερά; Αντίθετα. Αν τολμούσε κανείς στο Πανεπιστήμιο -μετά γενιά Πολυτεχνείου είμαι κι εγώ και οι περισσότεροι από εδώ ηλικιακά, συμπλέουμε ίδια γενιά- να μην είναι Αριστερός ήταν φασίστας a priori και μάλιστα ενός φασισμού πολύ σκληρού που στήριζε τη Χούντα των συνταγματαρχών. Αυτή ήταν η περιρρέουσα αντίληψη στην κοινωνία μας. Όταν ήσαν Αριστερός ήσουν προοδευτικός έχουν ταυτιστεί αυτές οι έννοιες σαν τσιτάτα. Με ποιο δικαίωμα δεν ξέρω. Λες και ο δημοκράτης δεν φαίνεται από τον τρόπο της ζωής του, λες και ο δημοκράτης δεν φαίνεται από τον τρόπο που εκτιμά τις ανθρώπινες αξίες των συνανθρώπων του. Φαίνεται από την ιδεολογία που διαβάζει, ασπάζεται και υποστηρίζει σε ακροατήρια, που είναι πρόθυμα να ακούσουν οτιδήποτε.

Η 17Ν επέλεξε στόχους που ήταν πέρα, έξω και πίσω από κάθε λογική. Αλλά τα αίτια είναι σαφή και συγκεκριμένα. Επέλεξε στόχους με ταπεινά και αχρεία ελατήρια. Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος το είπε χαρακτηριστικά, ο Στάικος -και ας βδελύσσεται τώρα το συγκεκριμένο, τότε φίλο και συνοδοιπόρου του- ήταν ό,τι μισούσε και μισούσε ό,τι δεν μπορούσε να φτάσει. Όταν έδωσε την εντολή να σκοτωθεί ο Κωστής Περατικός, ήταν γιατί ο Κωστής Περατικός ήταν νέος, όμορφος, πετυχημένος, αγαπούσε τη ζωή, είχε απέραντη καλοσύνη. Αυτά είναι τα στοιχεία του Κωστή Περατικού.

Είχα την τύχη αλλά και την ατυχία να είναι στενός παιδικός μου φίλος. Την ατυχία γιατί χάθηκε νωρίς και την τύχη να τον γνωρίσω. Ένα κάλλιστο πλάσμα που λάτρευε τα παιδιά του, λάτρευε τη ζωή και ταλέντο επιχειρηματικό με οικογενειακή παράδοση όχι από κλέφτες και λωποδύτες όπως αρέσκεται να λέει η 17Ν, αλλά από ανθρώπους που ρισκάρισαν, επένδυσαν τα λεφτά τους, τόλμησαν να μπουν στον ανταγωνισμό. Αυτό λέει η ελεύθερη κοινωνία, αυτό λέει η παγκόσμια αντίληψη όχι η παγκοσμιοποίηση με τα Κινήματα αμφισβήτησής της, η παγκόσμια αντίληψη για τη χρήση του χρήματος και για τους οικονομικούς ορίζοντες για το άνοιγμα της κοινωνίας.

Αυτός ο άνθρωπος ξεκίνησε από το Λονδίνο όπου ήταν οι επιχειρήσεις απλωμένες και πολύ καλά εδραιωμένες και ήρθε να επενδύσει στον τόπο του. Ήθελε να ζήσει στην Ελλάδα, ρισκάρισε, γιατί πίστεψε σε αυτά που του υποσχέθηκαν, τα είπε εδώ ανάγλυφα ο κ. Περατικός, ένας άνθρωπος σεβάσμιος και αξιοπρεπής. Τον κρίνατε και δεν είναι ανάγκη να τον χαρακτηρίσω είναι και παρών. Πάντα ήταν παρών από την πρώτη στιγμή ήταν παρών και το δήλωσε ο ίδιος κάνοντας την αυτοκριτική του ότι από τότε που σκοτώθηκε το παιδί του ήταν παρών, αλλά δεν έλειψε ποτέ παρά την ηλικία του γιατί είναι ένας αιώνιος έφηβος και ήρθε εδώ και τι είπε; «Κύριοι με πλήγωσε το κράτος, δεν μου έδωσε αυτά που μου υποσχέθηκε και λένε ψέματα αυτοί οι άνθρωποι, έδωσα 12 εκ. δολάρια έχασα κι εκείνο, έχασα και το άλλο›, έχασε όλη την ακίνητη περιουσία και λένε ψευδόμενοι για να πείσουν ότι ο άνθρωπος αυτός πήρε δάνεια και ως εκ τούτου ήταν και κερδισμένος από πάνω, παραφράζοντας την πραγματικότητα που τα δάνεια τα πήρε η εταιρεία δεν τα πήρε ο Περατικός. Ο Περατικός αντίθετα εγγυήθηκε με την προσωπική του περιουσία και την έχασε κι έχασε και το παιδί του.

Αυτοί οι κοινωνικοί αγωνιστές όμως μετά τη δολοφονία του Κωστή Περατικού, ενός ανθρώπου που αγαπούσε τη μουσική, την ποίηση, την σκληρή εργασία, τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τον αέρα, έγινε καλύτερη η Ελλάδα μετά την απώλεια του Κωστή Περατικού, άσχετα αν το μεταγενέστερο καθεστώς το ιδιοκτησιακό ωφελήθηκε, δεν υπαινίσσομαι τίποτε πραγματικότητα καταγράφω, αλλά έτσι είναι.

Στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναφερθώ σε μια σκοπιμότητα που είχα αναφέρει και επιχειρηματολογώντας για το πολιτικό έγκλημα. Είναι ένα αναπάντητο ερώτημα μέσα από τις προκηρύξεις που είναι όλες αδιαφανείς, τι σκοπό εξυπηρετούσε ο κάθε στόχος. Ο Γιώργος Πέτσος δεν έπαψε από την πρώτη στιγμή να λέει ότι «αν εγώ έφευγα από τη μέση θα εξυπηρετείτο μια πολιτική σκοπιμότητα της εποχής›, χωρίς να αποδίδει ευθύνες συγκεκριμένα σε κανέναν. Ο νοών νοείτω. Είναι βέβαιο αυτό.

Αν διαβάσετε την προκήρυξη κατά Πέτσου σε πέντε σημεία και άλλα δυο στην επόμενη Μπακογιάννη περιγράφεται σαν ο απατεώνας εξωνημένος και ο χειρότερος ευθυνόμενος για το σκάνδαλο Κοσκωτά ο αείμνηστος Κουτσόγιωρας και αντ’ αυτού χτυπιέται ο Πέτσος. Χτυπιέται ο Πέτσος και υβρίζεται και λοιδορείται και εξευτελίζεται το όνομά του διότι έπρεπε να πεθάνει για να μην γίνει το Ειδικό Δικαστήριο. Δεν το λέει ο Γιώργος Πέτσος το λένε οι εφημερίδες της εποχής που σας κατατέθηκαν, το λέει ο Καθηγητής Πανεπιστημίου ο Φίλιας στον οποίο με επόμενη προκήρυξη η 17Ν απαντά και δεν απαντά τίποτα.

Εξυπηρετήθηκε μια σκοπιμότητα από το Ειδικό Δικαστήριο; Η ιστορία το έδειξε; Αθωώθηκε πανηγυρικά ο Γιώργος Πέτσος; Και έρχεται ο Σάββας Ξηρός και λέει στην πρώτη κατάθεσή του στις 20 του μηνός που αναφέρεται σε αυτό το θέμα ότι ο Γιώργος Πέτσος επελέγη σαν στόχος για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Είπε ο Λάμπρος –λέει- έτσι απλά, σαν να μιλάμε για μυρμήγκια από το ΠΑΣΟΚ να πάρουμε τον Πέτσο και από τη Νέα Δημοκρατία τον Μπακογιάννη. Σαν να μιλάμε για αντικείμενα.

Στην κατάθεσή του όμως ενώπιον του ειδικού ανακριτή του κ. Ζερβομπεάκου στις 8/11 τι λέει; Το έχει ξεχάσει; Έχει σκοπιμότητα; Ένα είναι βέβαιο ότι δεν πιέζει κανείς εκεί, ούτε μπορεί να το ισχυριστεί, πήγε με τον κ. Αγιοστρατίτη. Τι λέει εκεί; Ο Πέτσος επελέγη σαν στόχος για κάποια πολεοδομική παράβαση, η οποία μάλιστα ήταν και τρίτου ειρήσθω εν παρόδω. Ρωτάται εδώ: ο Σάββας Ξηρός όταν ανακρίνεται προανακριτικά και λέει ότι υποδείχθηκε ο στόχος αυτός από τον Λάμπρο είναι ακριβής, πράγματι έτσι τους είπε ο Λάμπρος, ότι «Φάτε αυτόν από εδώ φάτε εκείνον από εκεί› και αυτοί βέβαια εκτελούν χωρίς εξήγηση δεν τους ενδιαφέρει, αρκεί που το πολιτικό γραφείο δια στόματος του πρώτου ιθύνοντος εμπνευστή και εμπόρου του τρόπου, επέλεξε το συγκεκριμένο στόχο.

Ξέρετε γιατί το αναφέρω αυτό; Διότι ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος που ήρθε στο Δικαστήριό σας να πει ότι είναι το θύμα μιας παγκόσμιας σκευωρίας και που επέλεξε να απολογηθεί με γραπτό κείμενο όχι γιατί δεν μπορεί να τα πει –δεν αμφισβητώ την ικανότητά του ν’ αρθρώνει προφορικό λόγο- αλλά γιατί στον προφορικό λόγο ξεφεύγουν αλήθειες, επιλέγει να γράψει λέξη προς λέξη την κατάθεσή του και βεβαίως αγαπά ο Θεός τον κλέφτη αγαπά και το νοικοκύρη. Ακούστε γιατί.

Στην απολογία του ο κ. Γιωτόπουλος λέει: «Μια απλή παρατήρηση στο σημείο όπου αναφέρεται ο Γιωτόπουλος δείχνει ότι η παρουσία του δεν είναι λειτουργική, όπου κι όταν αναφέρεται δεν χρησιμεύει σε κανένα δρώμενο. Φαίνεται σαν να έχει προστεθεί αυθαίρετα, σαν να τον έχουν κολλήσει. Οι εμπνευστές του σχεδίου θέλησαν να εκμεταλλευτούν την απολογία του Σάββα βάζοντας στο στόμα του αυτό που ήταν προμελετημένο ότι ο Γιωτόπουλος αποφάσιζε τις δολοφονίες δηλαδή Μπακογιάννη, Στιούαρτ και την απόπειρα κατά του Πέτσου. Η επιλογή των τριών δεν είναι τυχαία, με αυτή επιτυγχάνετο το μέγιστο πολιτικό πλήγμα κατά του Γιωτόπουλου. Με τον Μπακογιάννη αυτόματα έμπαινε στο κυνήγι η Δεξιά, με τον Πέτσο ένα μεγάλο τμήμα των ανωτάτων κρατικών στελεχών και υπουργών του ΠΑΣΟΚ. Οι σκευωροί κατέφεραν έτσι να βγάλουν στη θέση του το σύνολο σχεδόν των πιο μεγάλων πολιτικών Κομμάτων της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης που θα ζητούσαν για λογαριασμό τους την κεφαλή του επί πίνακι›.

Παρακάτω είναι ο ολέθριο λάθος: «Δεν είναι τυχαίο ότι οι ανακριτές μου αστυνομικοί, δηλαδή το πρώτο τμήμα της σκευωρίας, δυο μέρες πριν από αυτή την απολογία του Σάββα στις 18/7 (δηλαδή αναφέρεται στην απολογία του Σάββα στις 20/7) για τις μόνες ενέργειες της 17Ν που μίλησαν ήταν γι’ αυτές τις τρεις. Δεν με ρώτησαν πως έγιναν, αλλά γιατί και χρησιμοποίησαν τις ίδιες ακριβώς λέξεις που χρησιμοποιεί ο Σάββας μερικές μέρες μετά. Ο Μπακογιάννης επιλέχθηκε γιατί ήταν ένας ικανός άνθρωπος της Δεξιά και γέφυρα προς την Αριστερά, ο Πέτσος για λόγους οικονομικών παραβάσεων›.

Εξήγησα στο Δικαστήριό σας ότι σε αυτή την κατάθεση που αναφέρεται ο Γιωτόπουλος ο Σάββας Ξηρός έχει πει ότι και οι δυο επελέγησαν για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Καμία σχέση για οικονομικές παραβάσεις, καμία σχέση για το ρόλο του αείμνηστου Μπακογιάννη στη συμφιλίωση της Αριστεράς με τη Δεξιά.

Κάποιος συνάδελφος είπε χτες «δεν θα μπω στο γιωτοπουλισμό› και είχε δίκιο με την έννοια της επανάληψης ή της καταγραφής τόσων αντιφάσεων, τέτοιας αλλόκοτης συμπεριφοράς που ο καθένας δικαιούται να κάνει τις προσεγγίσεις του και να δώσει και τις ερμηνείες που θέλει. Εγώ θα πω στον γιωτοπουλισμό για να κάνω μια διαφορετική προσέγγιση.

Πρόσεξα πάρα πολύ την πολύ σοβαρή ψυχογραφική αλλά και πραγματολογική προσέγγιση που επιχείρησε ο Αναπληρωτής Εισαγγελέας ο κ. Μαρκής. Ο κ. Μαρκής είπε επί λέξει «Ξέρετε κύριοι Δικαστές γιατί αρνείται τα πάντα, γιατί θυματοποιείται ως θύμα σκευωρίας ο Γιωτόπουλος; Γιατί θα πέσει ταφόπλακα διαφορετικά στην Οργάνωση›. Νομίζω ότι δεν είναι έτσι. Ο Γιωτόπουλος δεν μιλά γιατί ελπίζει στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, γιατί ελπίζει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Δεν το λέω επιπόλαια κύριοι Δικαστές, με απασχόλησε πάρα πολύ σοβαρά και θα σας εξηγήσω γιατί.

Ένα φαινόμενο που άκουσα τελευταία σαν πρωτότυπο σε αυτή τη Δίκη είναι οι μάρτυρες Υπεράσπισης ειδικά του Γιωτόπουλου. Οι μάρτυρες αυτοί ήρθαν από του πουθενά –κυριολεκτικά από το πουθενά- για να μας πουν ότι τον άνθρωπο που ήρθαν να υπερασπιστούν, έχουν να τον δουν πάνω από 30 χρόνια. Πρωτοφανές στα ελληνικά δεδομένα, πρωτοφανές ίσως και στα παγκόσμια. Επιφυλάσσομαι να το ερευνήσω, δεν το έχω ερευνήσει και θέλω να ακριβολογώ.

Οι μάρτυρες αυτοί όμως δεν ήταν τυχαίοι, ήταν ακαδημαϊκοί οι περισσότεροι από αυτούς. Ήταν ακαδημαϊκοί και ήρθαν με αυτό το άλλοθι εδώ σε αυτή την αίθουσα, με το άλλοθι της ακαδημαϊκής ιδιότητας, λες και μπορεί να καλύψει όλων των ειδών τις συμπεριφορές, ακόμη κι αυτές που προσβάλλουν τον τόπο μας και θα είμαι συγκεκριμένη.

Βέγιος Αγγελόπουλος για τη 17Ν: «Ούτε καταδικάζω, ούτε συμφωνώ›, «Ο Γιωτόπουλος υπήρξε θύμα σκευωρίας›. Καθηγητής Μπιτσάκης δηλώνοντας ότι δεν τον γνωρίζει καν «Δεν τον έχω δει ποτέ› είπε ο κ. Μπιτσάκης «Τα αποτυπώματα μεταφέρονται› σας είπε, «Έβαλε τη βόμβα και γι’ αυτό κατηγορείται› «Πως το ξέρετε;› «Το διάβασα στις εφημερίδες› «Γνωρίζετε κ. Καθηγητά πως βιοποριζόταν ο κ. Γιωτόπουλος; «Το γνωρίζω, από μεταφράσεις› «Πως το γνωρίζετε;› «Από τις εφημερίδες› Κατάθεση Καθηγητή Πανεπιστημίου. «Είναι παλικάρι ο Γιωτόπουλος και το διακρίνει από τον ήρωα, γιατί ο ήρωας μπορεί να είναι και άφρων, ενώ το παλικάρι συνειδητά δεν φοβάται, ο ήρωας δεν φοβάται γιατί είναι αλλόκοτος, γιατί ρισκάρει, γιατί δεν υπολογίζει, γιατί δεν σκέφτεται› Ερωτώμενος πως γνωρίζει ότι είναι εκείνος που έβαλε τη βόμβα στην αμερικάνικη Πρεσβεία «Δεν ξέρω καν αν συμμετείχε› λέει αλλά προσθέτει «Οι γραφολόγοι για τους οποίους μου μιλάτε γιατί δεν έφερε γραφολόγους φοβούνταν› «Πως το ξέρετε κ. Καθηγητά;› «Φοβούνταν. Υπήρχε η συνωμοσία της σιωπής. Φοβούνταν να έρθουν› Καθηγητής Πανεπιστημίου.

Ο Κώστας Ζουράρις επιχείρησε ένα συμψηφισμό, μια αναλογία που θεωρώ ότι προσβάλλει τη λογική, τη δημοκρατία και τα ευαίσθητα αισθήματα κάθε Έλληνα πολίτη, όταν ρωτήθηκε για τις ληστείες να χαρακτηρίσει την ιδιοτέλεια των ληστειών «Ο Καραϊσκάκης από πού έβρισκε τα χρήματα› είπε. Ανατρίχιασα κύριοι Δικαστές. Κι εσείς και εγώ και ο καθένας νομίζω ότι τον Καραϊσκάκη τον έχει κατατάξει αλλού και δεν τολμά να τον συγκρίνει κανέναν από αυτούς τους ήρωες.

Αναφερόμενος βεβαίως στον Γιωτόπουλο λέει «Είναι ένας ευπατρίδης με εσωτερική ευγένεια και οι προκηρύξεις πολύ σοβαρά πολιτικά κείμενα› σε αυτό θα συμφωνήσω μαζί του ότι έχει το δικαίωμα να το λέει. Αλλά να χαρακτηρίζει ευπατρίδη με εσωτερική ευγένεια, έχει το δικαίωμα να το λέει στο βαθμό που έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να το κρίνουμε αυστηρά.

Έρχεται ο κ. Σκαρπαλέζος, ο περίφημος κ. Σκαρπαλέζος κι αυτός από το πουθενά από το Παρίσι της επαναστατικής εποχής των Café de Pari και των Μπιστρό για να μας πει ότι «Συνεργάστηκαν οι δυνάμεις της αυτοκρατορίας που έχουν γνώσεις τεχνικές, για να γίνει η συγκεκριμένη σκευωρία κύριοι Δικαστές› Όταν του επισημάνθηκε ότι η προκήρυξη, το πρωτότυπο Περατικού όπου υπάρχει γραπτή κι έχει πιστοποιηθεί η γραφή του Γιωτόπουλου, απαντά «Εγώ δεν μπορώ να είμαι σίγουρος ότι δεν είχε γίνει μια διακριτική επίσκεψη. Κάποιος αστυνομικός θα το θεωρούσε προσφορά στα συμφέροντα της πατρίδας του› Καθηγητής Πανεπιστημίου.

Για να έρθει βέβαια και σαν το κερασάκι στην τούρτα ο ανεκδιήγητος κ. Ζιλ Περό κατά δήλωσή του δημοσιογράφος και αναλυτής και μας είπε: «Όσα του καταλογίζουν αποτυπώματα σε βιβλία, ιδιόγραφα σε κείμενο προκήρυξης είναι απολύτως περιθωριακά στοιχεία› είναι η διατύπωσή του, δεν είναι αποδείξεις, δεν τις αναγνωρίζει το σύστημά μας. Η απόδειξη γι’ αυτόν θα ήταν αυτό που τον συμφέρει. Βεβαίως δίνει και μετά τη διέξοδο «Ο Γιωτόπουλος θα καταδικαστεί κατά πάσα πιθανότητα, όμως η αμφιβολία για την ενοχή του θα παραμείνει› Να η επιδίωξη του Γιωτόπουλου.

Να γιατί επιστρατεύτηκαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και το λέω μετά λόγου γνώσεως. Οι μάρτυρες Υπεράσπισης έχουν ιερό καθήκον να συμβάλλουν στην ανεύρεση της αλήθειας, να προσφέρουν πληροφορίες, να στηρίξουν την αθωότητα του κατηγορούμενου, όχι να έρχονται εδώ να εξυφαίνουν τις συνωμοσίες που ο κατηγορούμενος έχει βρει σαν διαφυγή και σαν υποστήριξη της αθωότητάς του και να προσβάλλουν τη δημοκρατία και τους θεσμούς να λέει ότι το κράτος συνωμότησε με τις ξένες μυστικές δυνάμεις για να εξοντώσει έναν αθώο. Είναι ντροπή να λέγονται αυτά τα πράγματα σε αίθουσα Ποινικού Δικαστηρίου εν καιρώ δημοκρατίας και ανοιχτής κοινωνίας.

Έχω μια διαφοροποίηση με την Εισαγγελική πρόταση σε κάποια ζητήματα νομικά –και κάνω μια παρένθεση από την ένταση που ίσως άθελά μου δημιούργησα-. Για το 211 κ.κ. Δικαστές αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις που ήταν πολύ σοβαρές. ¶κουσα με πολλή προσοχή την προσέγγιση από την Εισαγγελική Έδρα, κατά πόσον ο 2928 το αγγίζει ή αδιαφορεί γι αυτό ως προς το δικαίωμα του κατηγορούμενου για συγκατηγορούμενό του να οργανώσει την ενοχή.

Έχω την άποψη την επιστημονική ότι ο 2928 αδιαφορεί για την ύπαρξη του 211, το αφήνει να λειτουργεί όπως είναι, άποψη που υποστήριξε και ο καθηγητής κ. Αναγνωστόπουλος και βέβαια έχω την αίσθηση ότι το πνεύμα και ο σκοπός του νομοθέτη ήταν μέσα από το 211 να αποτρέψει από κάποιον την μετάθεση ευθυνών. Εδώ δεν έχουμε τέτοια υπόθεση. Εδώ εκείνοι που κατηγορούν συγκατηγορούμενούς τους, έχουν κι εκείνοι αναλάβει τις ευθύνες, επομένως δεν είναι στην ίδια λογική.

¶λλωστε, οι θέσεις της συγκεκριμένης διάταξης που η επιστημονική μου άποψη είναι ότι κάποια στιγμή πρέπει να καταργηθεί αφού εντάσσεται σε μια άλλη λογική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νομιμοποιεί την κατάδοση, δεν γίνεται η συζήτηση εδώ για κατάδοση, είχε να κάνει συνήθως με τις υποθέσεις ναρκωτικών, όπου η βαρύτητα πέφτει σε αυτόν που ήταν ο έμπορος και προμηθευτής, σε αντιδιαστολή με το βαποράκι κατά το κοινώς λεγόμενο, με τον διακινητή. Κάπου εκεί ήταν η λογική του 211 και σαν τέτοια νομίζω θα μπορούσε να απασχολήσει το Δικαστήριό σας αν πράγματι το αποδεικτικό υλικό εξαντλείτο και περιοριζόταν μόνο στο 211.

Εδώ όμως έχω την αίσθηση ότι η ακροαματική διαδικασία ανέδειξε, εκτίμησε και θα εκτιμήσει στη διάσκεψη, τόσα αποδεικτικά υλικά, που σε συνδυασμό με το 211 απλώς ενδυναμώνουν αυτές τις καταθέσεις στο βαθμό που τις ενδυναμώνουν και αφορούν από κατηγορούμενο σε συγκατηγορούμενό του. ¶λλωστε, ειδικά με το 211 θα μπορούσε να μας απασχολήσει αν μιλούσαμε για μία μόνο κατάθεση. Κάποιος καταθέτει και ενοχοποιεί έναν ή κάποιους άλλους.

Εδώ υπάρχουν συγκλίνουσες προανακριτικές καταθέσεις οι οποίες συνελέγησαν με τον πλέον νόμιμο τρόπο και τις δικονομικές εγγυήσεις και σ’ αυτή την περίπτωση νομίζω ότι το 211 είναι ένα πολύ σοβαρό και ισχυρό αποδεικτικό μέσο που θα λειτουργήσει ισότιμα με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να θεμελιώσουν την κατηγορία.

Ειδικά αυτό το ανέφερα γιατί στην υπόθεση Περατικού παραπέμπεται, εκτός του Σάββα Ξηρού, του Βασίλη Ξηρού, του Δημήτρη Κουφοντίνα, και ο Ηρακλής Κωστάρης. Είναι ένα θέμα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο σας, η Πολιτική Αγωγή δεν ήρθε εδώ σώνει και καλά να βγάλει ενόχους. Έχω την αίσθηση ότι, επειδή ο μόνος ο οποίος αναφέρεται στον Ηρακλή Κωστάρη είναι ο Βασίλης Ξηρός, το έχει δει με λεπτομέρειες ο κ. Μαρκής και ο κ. Λάμπρου, δεν θεμελιώνεται η ενοχή του, ειδικά για την υπόθεση Περατικού. Νομίζω ότι δεν εμπλέκεται ο Ηρακλής Κωστάρης, γιατί δεν είμαι και βέβαιη, ότι ο «Τάκης› που αναφέρει ο Βασίλης Ξηρός -είναι ο μόνος που τον αναφέρει- είναι ο Ηρακλής Κωστάρης. Κάποιος είπε ότι ήταν «Τάκης ή Χάρης›, κάποιος είπε ότι ήταν μόνο «Χάρης›, σε κάθε περίπτωση υπάρχουν νομίζω πολύ σοβαρές αμφιβολίες.

Η δεύτερη διαφοροποίηση που έχω με την Εισαγγελική πρόταση διά στόματος του κ. Λάμπρου που δεν είχα την τιμή να την ακούσω γιατί ήταν η δεύτερη ημέρα και δεν ήμουν εδώ, είναι αναφορικά με την παραπομπή του Σάββα Ξηρού στην υπόθεση Περατικού για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση του Αβδούλου, του αστυνομικού δηλαδή που κατεδίωξε τους δράστες μετά την τέλεση της πράξης, μετά την τέλεση της δολοφονίας Περατικού.

Σ’ αυτή την περίπτωση παραπέμπεται λάθος άτομο, δεν ήταν ο Σάββας Ξηρός. Δυστυχώς ήταν ο Βασίλης Ξηρός εκείνος που πυροβόλησε. Αυτό προκύπτει από την ομολογία του ίδιου του Βασίλη την προανακριτική, προκύπτει από τον Σάββα Ξηρό που βεβαιώνει ότι καθόταν πίσω, δηλαδή πίσω από τον οδηγό, που οδηγός ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας, προκύπτει από τον μάρτυρα Ρούσση και προκύπτει και από τον μάρτυρα Παπαγεωργίου εν μέρει.

Θα απασχολήσει την διάσκεψή σας, αλλά εδώ, αυτό που ενδιαφέρει εμένα είναι ότι πιστεύω ότι έχουμε μια κλασική περίπτωση απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο. Ο κ. Εισαγγελέας πρότεινε να μη γίνει κατηγορία για δόλο, δηλαδή μάλλον πρότεινε ότι δεν προέκυψε η ανθρωποκτόνος πρόθεση.

Είναι όμως κλασική περίπτωση ενδεχόμενου δόλου και το εισηγούμαι διότι ο κ. Λάμπρου επιφυλάχθηκε ενδεχομένως να δευτερολογήσει οπότε στην κρίση του θα είναι αν θα πρέπει στη δευτερολογία του να συμπεριλάβει και αυτό, διότι υπάρχει ήδη ο μάρτυρας Παπαγεωργίου που λέει ότι «η σφαίρα πέρασε 60 πόντους πάνω απ’ το κεφάλι μου›.

Πράγματι βρέθηκε η σφαίρα μέσα σε μία ψησταριά καρφωμένη 50 πόντους πάνω απ’ το κεφάλι του συγκεκριμένου μάρτυρα Παπαγεωργίου και βεβαίως κ.κ. Δικαστές είναι πλούσια η νομολογία πάνω σε συγκεκριμένες απόπειρες ανθρωποκτονίας όπου κάποιος για εκφοβισμό, παρά το γεγονός ότι μπορεί να το λένε μάρτυρες, δεν πυροβολεί ποτέ στο πλήθος, πυροβολεί στον αέρα, ψηλά.

Εδώ, πράγματι υπήρξε οδός διαφυγής, πράγματι δεν υπήρξε η πρόθεση του πρώτου βαθμού, αλλά υπήρξε η πρόθεση ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, διότι σαφώς ο Βασίλης Ξηρός με τα συγκεκριμένα εγκληματικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του, όταν πυροβολούσε στο πλήθος σε τέτοια ώρα που ήταν κατάμεστος ο Πειραιάς, αποδέχθηκε το ενδεχόμενο κάποιος να σκοτωθεί. Αποδέχθηκε το ενδεχόμενο ή τον κίνδυνο, όπως έχει πει η ερμηνεία πια του ενδεχόμενου δόλου, να προκύψει το οδυνηρό αποτέλεσμα. Το αποδέχτηκε και με αυτόν τον σκοπό πυροβόλησε.

Ειδικά δε ο ίδιος ο Αβδούλος ερωτώμενος, ο οποίος δεν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, είπε «ενδεχόμενο να είχε κάποιος χτυπηθεί›. Ο δε μάρτυρας Παπαγεωργίου, λέει «μπορούσε να είχε σκοτωθεί κάποιος›. Με αυτά τα δεδομένα πιστεύω ότι ο Βασίλης Ξηρός ευθύνεται για απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο και σ’ αυτήν βέβαια την απόπειρα δεν είναι ηθικός αυτουργός ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, γιατί δε μπορούσε να γνωρίζει και η καθοδήγησή του βέβαια με ένα άλλο σκεπτικό, το οποίο θα ήταν πολύ σκληρό, πολύ αυστηρό, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μέσα στον κίνδυνο ενός εγχειρήματος, μιας ενέργειας, θα μπορούσε και σ’ αυτό να έχει ευθύνη και γνώση ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος αλλά δε νομίζω ότι αυτό ευσταθεί.

Ένα σημείο που σ’ αυτή την Δίκη το προανέφερα και επανέρχομαι, πλήγωσε τους πάντες νομίζω κ.κ. Δικασταί, είναι η δήλωση του Γιώργου Πέτσου αναφορικά με την ευθύνη κάποιων που είναι έξω απ’ αυτή την αίθουσα και θα μπορούσαν να υποστηρίξουν συνειδητά εγκληματικές πράξεις. Έγινε αγωγή εις βάρος του, έγινε μήνυση, γράφηκαν πολλά, ειπώθηκαν δημόσια. Είχε δίκιο ο Γιώργος Πέτσος ή είχε άδικο;

Μ’ ενδιαφέρει να το εξετάσω δι’ ολίγον γιατί: Διότι κ.κ. Δικασταί, όταν υπάρχουν οι μάρτυρες που σας ανέφερα πριν και οι οποίοι έρχονται συνειδητά στο Δικαστήριό σας να υποστηρίξουν ότι ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος είναι θύμα σκευωρίας των μυστικών υπηρεσιών σε συνεργασία με τις διωκτικές αρχές του τόπου μας, ενδεχομένως και με τη δικαιοσύνη που ανέβηκε επάνω εκεί για να προσδώσει πολιτικά οφέλη στην Κυβέρνηση, αυτό υπονοήθηκε ευθέως από τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, οι άνθρωποι που υποστηρίζουν αυτές τις θέσεις χωρίς στοιχεία, είναι συνοδοιπόροι ιδεών και αντιλήψεων.

Είναι συνοδοιπόροι εκείνης της αντίληψης που λέει «όχι μόνο δεν εμπιστεύομαι το κράτος μου, αλλά έχω δικαίωμα να το βρίζω, δεν εμπιστεύομαι τη δικαιοσύνη, τη θεωρώ εντολοδόχα, εγκάθετους τους δικαστές και έχω δικαίωμα να το λέω και να το υποστηρίζω χωρίς στοιχεία›. Συνοδοιπόροι τέτοιων αντιλήψεων δεν αγαπούν την πατρίδα μας κ.κ. Δικασταί. Δεν αγαπώ τον τόπο μου όταν τον κρίνω χωρίς στοιχεία, επειδή έχω το δικαίωμα να το κάνω, γιατί αυτό μου το παρέχει η δημοκρατία. Δεν αγαπώ τον τόπο μου όταν προσβάλλω τον θεσμό της δικαιοσύνης που είναι μια κορυφαία συνιστώσα της δημοκρατίας. Δεν εμπιστεύομαι το Δικαστήριο γιατί έχω δικαίωμα να το κάνω, αλλά δεν έχω δικαίωμα να βρίζω. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να βρίζει. Και υπήρξαν ύβρεις σ’ αυτή την αίθουσα με αυτούς τους χυδαίους υπαινιγμούς.

Κύριοι Δικασταί, κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι η τρομοκρατία είναι ένα υπαρκτό μέγεθος που ανέκυψε, ιδρύθηκε, γεννήθηκε, ανδρώθηκε, ενισχύθηκε από τις κοινωνικές ανισότητες. Διότι η δημοκρατία έχει προβλήματα, διότι υπάρχουν 2.000.000 φτωχοί –αλήθεια αυτά τα οποία λέω- διότι υπάρχουν εργατικά ατυχήματα, διότι υπάρχει πόνος, διότι οι μισθοί δεν είναι υψηλοί και διότι κάποιοι έχουν το θράσος να πλουτίζουν. Με νόμιμο τρόπο, αλλά για εμάς θράσος.

Αυτοί που υποστηρίζουν αυτές τις αντιλήψεις έχουν δικαίωμα δημόσια να τα λένε, έχουν δικαίωμα να κατεβαίνουν στους δρόμους και να πάμε κι εμείς μαζί κ.κ. Δικαστές για τα 2.000.000 φτωχών στον τόπο μας. Και να φωνάξουμε για την έλλειψη του κράτους πρόνοιας. Και να φωνάξουμε ακόμη περισσότερο για την ολιγωρία των διωκτικών αρχών και του επίσημου κράτους να ανέχεται αυτό το φαινόμενο 30 χρόνια.

Να φωνάξουμε. Αλλά να μην πάρουμε τα όπλα. Σε ποια πολιτισμένη χώρα πήρε κανείς τα όπλα και έβγαλε μ’ αυτό δίκιο; Πότε με τα όπλα σε καιρούς δημοκρατίας οδηγηθήκαμε σε υγιή αποτελέσματα; Κάποια στιγμή θέλω να έχω έναν διάλογο με τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Ούτε θα τον πείσω, ούτε θα με πείσει, αλλά θέλω να ακούσω πώς σκέφτεται, αν μπορούσε ποτέ να το κάνει ειλικρινά, εκτός Δίκης φυσικά.

Κύριοι Δικασταί, η τρομοκρατία δυστυχώς γοήτευσε κάποιους. Γοήτευσε ένα πενιχρό ακροατήριο, μία δράκα που μοιάζει με εκείνες του μεσαίων, που από θρησκευτικό φανατισμό δρούσαν, σκεπτόντουσαν και λειτουργούσαν. Τους γοήτευσε, γιατί η δύναμη του όπλο, η οσμή του αίματος και το εύκολο χρήμα, ασκούν γοητεία όταν δεν υπάρχει παιδεία και ασκούν γοητεία σε αυτούς τους ανθρώπους προπάντων που τολμούν να κατηγοριοποιούν την ανθρώπινη ζωή.

Στην υπόθεση Πέτσου, η απόπειρα ανθρωποκτονίας είναι και για δύο ανθρώπους που δεν αναφέρθηκαν, παρά στο τέλος της προκήρυξης, αφού έτυχε να συνοδεύουν τον Υπουργό Πέτσο. Είναι «μαντρόσκυλα, κοπρόσκυλα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας και ως τέτοιους θα τους χτυπάμε απροειδοποίητα›. Δεν ξέρουμε τη διαδρομή τους, ούτε ποιοι είναι, ούτε ότι είναι μεροκαματιάρηδες όπως όλοι αυτοί εδώ οι άνθρωποι που υπηρετούν στα Σώματα Ασφαλείας. Είναι ήσσονος αξίας άνθρωποι, μηδενικοί. Τί έγινε; Ένα σκυλί παραπάνω.

Αποδείχθηκε στο Δικαστήριό σας κ.κ. Δικαστές ότι ο Καραχάλιος και ο Σαββάκης ήταν άνθρωποι του μεροκάματου, της βιοπάλης, του μόχθου, άνθρωποι που συντηρούσαν οικογένειες, μάνα και αδερφή, και άνθρωποι που κατ’ αποτέλεσμα είναι ανάπηροι σήμερα. Ο Καραχάλιος έχασε την όρασή του στο μεγαλύτερο βαθμό, έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και εξ αντικειμένου παροπλίστηκε και από την Υπηρεσία του, τον έχουν σ’ ένα γραφείο «μολυβοσπρώχτη›.

Αυτή ήταν η εκτίμηση της ανθρώπινης ζωής από τον κ. Κουφοντίνα, τον κ. Ξηρό και κάποιους άλλους μέσα απ’ αυτή την ομάδα. Διότι ο αστυνομικός δεν μπορεί να έχει την ίδια αξία ούτε με τον Γιώργο Πέτσο, ούτε με τον Μιχάλη Μαργαρίτη, ούτε με τη Βόζεμπεργκ. Δεν μπορεί να έχουν την ίδια αξία οι αστυνομικοί, διότι δεν έχουν την ίδια παιδεία κατά τον Κουφοντίνα ή διότι δεν καταλαβαίνουν την πολιτική αντίληψη, την αλλαγή των πραγμάτων της κοινωνίας που εξελίσσεται. Τί να τους κάνεις; Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει, για άλλους λόγους εδώ.

Αναρωτιέμαι, πώς τολμούν να προσβάλλουν τον Μαρξ και τον Λένιν και όλους αυτούς τους ανθρωπιστές ιδεολόγους της Αριστεράς; Τους Ουμανιστές που είχαν σαν κυρίαρχο όπλο, αξία, σύμβολο, την ανθρώπινη ζωή; Πώς τολμούν να προσβάλλουν την Αριστερά εκείνη των αγώνων και της πάλης;

Δεν ήμουν Αριστερή ποτέ, σεβόμουν ανέκαθεν τους αγώνες, όλοι οι φίλοι μου ανήκουν εκεί και άλλωστε στα χρόνια του Πανεπιστημίου όλοι αριστερίζαμε λένε, το έχουν πει και οι θιασώτες του ελεύθερου κεφαλαίου μεταγενέστερα. Γιατί η Αριστερά έχει ευαισθησία, η Αριστερά έχει ανθρωπισμό. Χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι έχει και το μονοπώλιο της ευαισθησίας και του ανθρωπισμού.

Η Αριστερά ντρέπεται σήμερα γιατί κάποιοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους χρησιμοποιούν τις αξίες τους. «Μίλησα για το σπίτι μου› λέει ο Κουφοντίνας. Το «σπίτι του› δεν σκοτώνει ανθρώπους, δε ληστεύει Τράπεζες. Ούτε ρώτησε αν ο συγχωρεμένος, εκείνος ο καημένος ο άνθρωπος, ο Μάτης που βρέθηκε μπροστά στο 45άρι τί υπηρετούσε, ποιες ιδέες είχε, ποιες ήταν οι αρχές του, ποια ήταν η αγωνία της ζωής του, ποιος του έδωσε το δικαίωμα να αναπνεύσει μετά. Μας εμποδίζει. Φάτον κι αυτόν, να πηγαίνει.

Δεν εκτίμησαν τίποτα. Δε σεβάστηκαν τίποτα, καμιά αξία, καμία αρχή. Δεν ξέρω αν μπορώ να πω κάποιες σκέψεις που αγγίζουν τη σφαίρα των εσωτερικών μου ανησυχιών, δεν δικαιούμαι να το κάνω. Πληγώθηκε πολύ απ’ αυτή την υπόθεση. Γιατί περίμενα απ’ τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο –έχει δίκιο ο κ. Κατσαντώνης που έβαλε στοίχημα, εγώ δεν το έβαζα, ήμουν πιο επιφυλακτική-, περίμενα να ανέβει και να διεκδικήσει αν μη τί άλλο την υστεροφημία του, με ανδρισμό να πει «ναι ρε παιδιά, ήμουν κι εγώ εκεί κι έπαιρνα αποφάσεις, γιατί έτσι πίστευα, γιατί έτσι μ’ άρεσε, γιατί αυτός είμαι›.

Δεν τόλμησε να το κάνει. Τόλμησε μόνο να κρύβεται πίσω από μια οργανωμένη ψευδολογία και να κατηγορεί το κράτος, τη δικαιοσύνη, τις αρχές, τους θεσμούς, τους συνανθρώπους του. Δεν αγάπησαν τον άνθρωπο μερικοί απ’ αυτούς. Κάποιοι παρασύρθηκαν, θα το κρίνετε, δεν υποχρεώνομαι να μετρήσω ή να προτείνω.

Δεν αγάπησαν την ανθρώπινη αξία και δεν δικαιούνται να επικαλούνται ιδεολογία και είναι αδιάφορο αν η έννομος τάξη δεν ενδιαφέρεται για κανενός την ιδεολογία. Είναι αδιάφορο εδώ. Ούτε τα κίνητρα έχουν σημασία αν είναι πολιτικά, έχει κριθεί το θέμα και δε μπαίνω στη λογική του. Δεν αγάπησαν τον άνθρωπο, τον κατηγοριοποίησαν, δεν υπάρχει πιο τραγική κατάντια για έναν άνθρωπο να μετρά την ανθρώπινη ζωή στο καντάρι με την αξία. Του αστυνομικού είναι τόσο, 3 δραχμές, του δικηγόρου 50, του γιατρού 150.

Το τελευταίο θύμα της 17Ν κ.κ. Δικασταί, ήταν ο Κωστής Παλαμάς. Κακοποιήθηκε, θα έτριζαν τα κόκαλά του. Να τολμήσει ο αρχιδολοφόνος να τον δώσει παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές για να σκοτώνουν ανθρώπους και να ληστεύουν περιουσίες. Ο Κωστής Παλαμάς, που δεν άντεξε η καρδιά του και σταμάτησε όταν μπήκαν τα στρατεύματα κατοχής να υποδουλώσουν την πατρίδα του. Αυτός ο κορυφαίος της ευαισθησίας και του ρομαντισμού.

Είπε και με συγκίνησε χθες ο Νίκος Λίβος αναφερόμενος στο αίμα του Αξαρλιάν, ότι θα χρησιμεύσει για την εμπέδωση της δημοκρατίας. Ναι κύριοι Δικαστές, όλα τα θύματα πρέπει να ανακηρυχθούν σε εμπεδωτές τις δημοκρατίας απ’ αυτή την ιστορία, για να καταλάβουν οι επόμενες γενιές ότι με τη βία οδηγούμαστε σε αδιέξοδο.

Εγώ θα χρησιμοποιήσω ένα άλλο ποίημα και θα το πω από στήθους, γιατί θεωρώ ότι οι μαζικοί νεκροί από τρομοκρατικές ενέργειες, είναι και οφείλουν να είναι πάντα ιεροί, είτε ήταν ο Μάτης, είτε ο Μπακογιάννης, είτε ο Αξαρλιάν, είτε ο Βελούτσος. Όλοι την ίδια αξία έχουν, αυτό λέει ο πολιτισμός μας, αυτό λέει το σύνταγμά μας.

Η Μυρτιώτισσα, εκείνη η γενναία γυναίκα, αναφερόμενη σ’ ένα τέτοιο θύμα, αναφερόμενη στη μάνα που πονάει γι αυτές τις ζωές, μιλά για το παιδί της που χάθηκε από μαζική τρομοκρατική ενέργεια, στη σύλληψη της ποιήτριας ήταν αυτό, είπε:

Μανούλα, το όνομά του δε θά’ βρεις πουθενά

σ’ όποιον τάφο κι αν κλάψεις, τον γιο σου θε να κλαις

κι όπου κερί ανάψεις, «του γιου μου είναι› θα λες.

Εδώ δεν ξεχωρίζουν με ονόματα οι νεκροί,

τους ξέρουν, τους γνωρίζουν μ’ ένα όνομα: Ιεροί.

Σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε πολύ την κα Βόζεμπεργκ. Το Δικαστήριο διακόπτει για 5 λετπά.

ΔΙΑΚΟΠΗ