Πολιτική
Πέμπτη, 25 Σεπτεμβρίου 2003 21:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (25/09/2003) Μέρος 3/5

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Η κα Τζούλη Ελένη στην υπόθεση Ξηντάρα.

Ε. ΤΖΟΥΛΗ: Κύριε Πρόεδρε, αξιότιμοι κύριοι Δικαστές πέρασε ένας χρόνος από τότε που εξαρθρώθηκε η εγκληματική Οργάνωση 17Ν κι άρχισε ουσιαστικά το ξήλωμα της σπείρας εκείνης που επί 27 ολόκληρα χρόνια καθοδηγούμενη από σκοτεινά κέντρα και ιδεολογίες –γιατί δεν θα χρησιμοποιήσω την έννοια ιδεολογίες- δολοφονούσε απροκάλυπτα και ύπουλα αθώους πολίτες. Της συμμορίας εκείνης που με το πρόσχημα κάποιας ανύπαρκτης ιδεολογίας όπως αποδείχθηκε σκορπούσε τον τρόμο λήστευε, καλοπερνούσε με τα κλοπιμαία όπως αποδείχθηκε και με τα χρήματα των ληστρικών επιθέσεων και εξέθετε τη χώρα μας εκβιάζοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς αυτής.

Μετά τις απολογίες των κατηγορούμενων και καθ’ όλη τη διάρκεια και εξέλιξης της ακροαματικής διαδικασίας, η δικαιοσύνη έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις των φερομένων ως κατηγορούμενων για τις εγκληματικές πράξεις που διαπράχθηκαν και μάρτυρες είμαστε όλοι της διαδικασίας αυτής που έγινε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, για να επιβεβαιώσουμε ότι η δικαιοσύνη ήταν εκείνη που λειτούργησε άψογα καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα μέσα από τους θεσμούς που το ίδιο το δημοκρατικό κράτος και καθεστώς μας έχει θεσπίσει.

Παρ’ όλα αυτά η δικαιοσύνη ήταν ο πρωταρχικός στόχος αυτής της Οργάνωσης. Τη δικαιοσύνη την ήθελαν με το πιστόλι στον κρόταφο οι παρόντες κατηγορούμενοι. Το λέω αυτό διότι μεταξύ των υπολοίπων αθώων θυμάτων της Οργάνωσης, ήταν και διακεκριμένα μέλη της ελληνικής δικαιοσύνης μεταξύ άλλων δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόροι. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και να ξεχάσουμε τον Θεοφανόπουλο, Ανδρουλιδάκη, Βενάρδο, Ταρασουλέα, Πέτσο, Παπαδημητρίου διακεκριμένα μέλη της νομικής οικογένειας, διακεκριμένοι συνάδελφοί μας που χτυπήθηκαν από τη 17Ν.

Όλο αυτό το διάστημα ακούγαμε για λαϊκούς αγωνιστές, για μιμητές του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, μαχητών της Εθνικής Αντίστασης, θεωρούσαν τη δράση τους ως κίνητρο και ιδεολογικό υπόβαθρο την αντιδικτατορική δράση αφού κατά τους ισχυρισμούς τους η δημοκρατία δεν επανήλθε στην Ελλάδα το 1974.

Η 17Ν είναι μια Οργάνωση κατά την άποψη της ομιλούσας η οποία διέπραττε ατομικά εγκλήματα. Δεν υπήρχε κανένα λαϊκό έρεισμα στα κίνητρα και στη βάση της Οργάνωσης. Σε κάθε χρονική και ιστορική περίοδο υπάρχουν πολιτικές κινητοποιήσεις στις οποίες υπάρχει και ενυπάρχει το στοιχείο της πολιτικής εγκληματικότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως εξέλειπε παντελώς. Τα εγκλήματα της Οργάνωσης αντιμάχονταν –υποτίθεται- με το σύστημα, έτσι όπως τα μέλη της και ο ηγετικός πυρήνας αυτής, ο κ. Γιωτόπουλος, το είχαν αντιληφθεί εννοιολογικά ώστε να εξυπηρετεί τις ιδεολογίες τους. Με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό ο θάνατος αθώων πολιτών και κάθε αθώου πολίτη, θα μπορούσε ν’ ανατρέψει το κοινωνικό γίγνεσθαι ή έστω να συντείνει προς αυτή την κατεύθυνση; Θα παραμείνει αναπάντητο ερώτημα όχι μόνο για εμένα, αλλά και για όσους παρακολουθούν τη δίκη αυτή.

Δεν αναφέρομαι κατ’ ανάγκη σε γνωστά ονόματα της κοινωνίας μας και σε επιφανείς πολίτες που θεωρήθηκαν στόχοι σύμφωνα με τα όσα θεωρούσαν οι κατηγορούμενοι ότι εξυπηρετούν την ιδεολογία τους και έπρεπε κατά τον λόγο αυτό να θυσιαστούν στο βωμό της Οργάνωσης. Εγώ αναφέρομαι σε απλούς πολίτες και συγκεκριμένα σε έναν από αυτούς στον εντολέα μου σ’ ένα απλό αστυφύλακα τον καιρό εκείνο, πατέρα δυο παιδιών, 28 ετών, ο οποίος ενεργούσε στα πλαίσια των καθηκόντων του και της διατεταγμένης υπηρεσίας του.

Μέχρι σήμερα ουδείς εκ των κατηγορούμενων δεν προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει καν, για να μας πείσει ότι και αυτά ακόμη τα αθώα θύματα, οι παράπλευρες απώλειες όπως θέλουν να τις χαρακτηρίζουν για να δικαιολογήσουν τη στάση τους εντάσσονται σ’ ένα κοινωνικό γίγνεσθαι που αντιμάχονταν και που εκείνη την ώρα αποτελούσε κατ’ αυτούς την αναγκαία απώλεια μπροστά στο στόχο τους που ήταν στην παρούσα φάση και για τη συγκεκριμένη υπόθεση γιατί έχει να κάνει και με ληστεία η απόπειρα ανθρωποκτονίας εις βάρος του εντολέα μου, με τη ληστρική επίθεση εις βάρος των ΕΛΤΑ ο στόχος τους ήταν η χρηματοδότηση του ένοπλου αγώνα τους, όπως θέλουν να παρουσιάσουν.

Αν υποθέσουμε ότι πράγματι αυτή ήταν η λογική τους και οι στόχοι τους, όπως αυτοί τους αντιλαμβάνονται μέσα από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις τους που προσπαθούν να μας πείσουν όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να επικεντρωθούν αποκλειστικά και μόνο σε στόχους που αντιπροσώπευαν την πολιτική εξουσία προκειμένου να προσπορίσουν στην Οργάνωση τα μέσα, τα όπλα εν προκειμένω για να ενισχύσουν τον ένοπλο αγώνα τους. Τα όπλα ήταν το μέσο για να επιτευχθούν οι στόχοι τους.

Θα μπορούσαν να στοχεύουν σε τέτοια κέντρα πολιτικής εξουσίας, όπως λήστεψαν το Συκούριο ή άλλα στρατόπεδα, δεν θα έπρεπε να επικεντρωθούν και να στοχεύουν στην περιουσία αθώων πολιτών προκειμένου να επαυξήσουν το ταμείο της Οργάνωσης από το οποίο πληρώνονταν και τα μέλη της Οργάνωσης. Γιατί να πληρώνονται με ξένα λεφτά; Από πότε η ιδεολογία εξαργυρώνεται; Σε αυτό, ειλικρινά δεν μπορώ να δώσω καμιά λογική εξήγηση αν και θα ήθελα ν’ ακούσω από κάποιον από αυτούς, θα ήθελα να διαβάσω σε κάποια προκήρυξή τους ν’ αναλάβουν την ευθύνη και να αποδεχτούν κάποια από τις αιματηρές ληστείες τους και να αιτιολογήσουν γιατί έπρεπε να κάνουν αυτές τις ληστείες, γιατί έπρεπε να παίρνουν όλα αυτά, για το που πήγαν όλα αυτά τα λεφτά. Όφειλαν να επιχειρηματολογήσουν ακόμη και γι’ αυτό.

Η 17Ν θεώρησε ότι αρκεί να υπάρχουν μόνο τα πολιτικά κίνητρα για να βαφτίζουν τις πράξεις τους ως πολιτικές, ή ως πράξεις που συμφωνούσαν με τη στείρα ιδεολογία τους. Πρέπει όμως και να υπάρχει λογική αντιστοιχία μεταξύ κινήτρου και πράξης, ή για την ακρίβεια προσφορότητα υλοποίησης των στόχων τους μέσω της εγκληματικής δραστηριότητάς τους, αφού αλλιώς θα υποβαθμίζονταν και ο πολιτικός χαρακτήρας των πράξεών τους, κάτι, που ουδόλως επιθυμούσαν.

Το αποτέλεσμα ωστόσο από τον τρόπο δράσης τους όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Οργάνωσης, από την ημέρα που αυτή εξαρθρώθηκε, το μόνο που αναδεικνύεται η εγκληματικότητα των πράξεών τους και μόνο αυτή. Στην περίπτωση των ληστειών αλλά και της απόπειρας ανθρωποκτονίας που τελέσθη εις βάρος του εντολέα μου, ο οποίος ούτε πολιτικός παράγοντας ήταν ο άνθρωπος, ούτε καθόριζε ή επηρέαζε με κάποιο τρόπο τα πολιτικά δρώμενα της χώρας ή το κοινωνικό γίγνεσθαι, τουναντίον ήταν ανυπεράσπιστος πολίτης που εκτελούσε το καθήκον του και ήταν εν ώρα υπηρεσίας.

Δεν υπάρχει καμία λογική στην πράξη αυτή. Γι’ αυτό θα στοιχειοθετηθεί στην πορεία εφόσον αποδείξουμε ότι υπήρχε ανθρωποκτόνος δόλος, η πράξη αυτή έγινε με δόλο, δεν έγινε ούτε στα πλαίσια άμυνας, ούτε στα πλαίσια εκφοβισμού. Εδώ γεννάται το ερώτημα: η θέληση θανάτωσης αυτού του απλού πολίτη ποιον ακριβώς στόχο της Οργάνωσης εξυπηρετούσε και θα καθιστούσε πρόσφορο προς υλοποίηση και των υπολοίπων στόχων τους ώστε η εγκληματική της δράση να περιαυτεί το μανδύα του πολιτικού εγκλήματος εν τέλει που ακόμη και σήμερα θεωρούν ότι υπάρχει λαϊκή απήχηση, υπάρχουν μέλη που επικρατούν αυτή τη στάση τους.

Τόσα χρόνια με τα όπλα για απελευθερώσουν το λαό από τα δεσμά από της αμερικανοκρατίας και του καπιταλισμού αφαιρούσαν ζωές αθώων πολιτών. Θέλουν να αποκαλούν τον εαυτό τους μαρξιστές, ωστόσο δεν είναι μαρξιστές αλλά δέσμιοι της δικής τους ιδεοληψίας. Προσομοιάζουν με το χαρακτήρα στο μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον δεν ξέρω αν το έχετε διαβάσει «Εταιρεία δολοφόνων ΕΠΕ› λεγόταν το μυθιστόρημα, γιατί αυτό είναι και οι ίδιοι, μια εταιρεία δολοφόνων και είναι ακόμη αμετανόητοι γι’ αυτό.

Το προσεκτικό διάβασμα του ανοιχτού γράμματος προς τον ελληνικό λαό έτσι όπως θέλουν οι ίδιοι να παρουσιάσουν την προκήρυξή τους, το προσεκτικό όμως διάβασμα αυτού, μας έπεισε για κάτι: ακόμη δεν έμαθαν τη λεπτή διαφορά ανάμεσα στο μαρξισμό και τους μαρξιστές. Ο μαρξισμός είναι ένα κοινωνικό σύστημα που εμπεριέχει καπιταλιστές, προλετάριους, φασίστες, αναρχικούς, λευκά κολάρα, οι καπιταλιστές είναι το σύνολο των ανθρώπων που ελέγχουν αυτό το σύστημα επομένως όλους τους καπιταλιστές του κόσμου και της οικουμένης να σκότωναν, κάποιοι άλλοι θα έπαιρναν τη θέση τους και θα ήταν οι κληρονόμοι αυτών.

Εκείνοι όμως συνέχιζαν να πραγματοποιούν το στόχο τους κάτω από αυτό το μανδύα, γιατί το ότι δεν κατάλαβαν αυτή τη λεπτή διαφορά ανάμεσα στις δυο έννοιες, καταδεικνύει ένα πράγμα: ενώ σας ομάδα και σαν Οργάνωση είχαν μια άριστη αναλυτική ικανότητα επί πάντων, επί παντός επιστητού όπως αυτό αποδεικνύεται από την ανάγνωση των προκηρύξεών τους δεν είχαν ίχνος συνθετικής ικανότητας και η συνθετική ικανότητα είναι να αντιλαμβάνονται τον κόσμο, τους ανθρώπους, την κοινωνία και την ιστορία σαν ενιαίο σύνολο, που δεν επιδέχεται διάλυση προκειμένου να αναλυθεί. Δεν θα μπορούσαν ποτέ να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Εκεί φέρονταν όμως σαν μωρά παιδιά που σπάνε το παιχνίδι τους για να δουν τι έχει μέσα κι εκείνοι έσπαγαν ανθρώπους και μέχρι και σήμερα που έφτασαν εδώ κατηγορούμενοι είναι αμετανόητοι γι’ αυτό. Αμετανόητοι για τα «σπασίματα› ανθρώπων που επιχειρούσαν όλα αυτά τα χρόνια.

Δεν καταλαβαίνουν ότι μετά από τόσα χρόνια δράσης αφού η Οργάνωση δεν κατάφερε ν’ αλλάξει τα πολιτικά δρώμενα της χώρας και τους πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων γιατί εξακολουθούσε να δρα επιλέγοντας μάλιστα τα τελευταία χρόνια της δράσης τους εκτός από δολοφονίες πολιτικών προσώπων και αιματηρές ληστείες; Κάθε πολιτικός Οργανισμός είτε αυτός είναι επαναστατικός, είτε είναι καθεστωτικός εφόσον επιδιώκει και διαπιστώνει ότι στο πέρασμα της ιστορικής του διαδρομής δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα και δεν μπορεί να πλήξει το υπάρχον καθεστώς οφείλει τουλάχιστον να αλλάζει τακτική αν όχι να αυτοδιαλύεται. Εκείνοι όμως συνέχιζαν.

Διαβάζοντας τις προκηρύξεις τους παρατηρεί κανείς ότι πουθενά δεν αποδέχονται και δεν αιτιολογούν με κανένα επιχείρημα τα κίνητρα και το σκοπό των ληστρικών επιθέσεών τους και κατ’ ανάγκη των δολοφονιών και των ανθρωποκτονιών που διέπρατταν προκειμένου να επιτύχουν να στέψουν με απόλυτη επιτυχία το στόχο τους, που δεν ήταν άλλος από την προσπόριση περιουσιακών οφελών για το ταμείο της Οργάνωσης και προκειμένου τα μέλη να περνούν πλουσιοπάροχα, χωρίς καν να δουλεύουν.

Σε σχετική ερώτησή σας κ. Πρόεδρε κάποια στιγμή προς τον κ. Κουφοντίνα που απευθύνατε, τον ρωτήσατε «Για πείτε μας από πού βρίσκατε τα λεφτά;› εκείνος χαρακτηριστικά σας απάντησε: «Κύριε Πρόεδρε ούτε πολιτικό Κόμμα ήμασταν για να δεχόμαστε χορηγίες, ούτε δάνεια μπορούσαμε να πάρουμε από Τράπεζες, ούτε κουπόνια μοιράζαμε›. Αυτή ήταν η απάντησή του. Έτσι απλά.

19 άνθρωποι δρώντας επί 27 ολόκληρα χρόνια πίστευαν ότι ακόμη μπορούσαν να αλλάξουν το αστικό σύστημα με την ένοπλη ανυπακοή, συνοδευόμενη με λουτρό αίματος σε κάθε προσπάθειά τους. Ποια θα ήταν άραγε η εμβέλεια της Οργάνωσης αν οι διακηρύξεις τους δεν συνοδεύονταν με αίμα αθώων πολιτών; Καμία. Γιατί δεν είχαν τη δύναμη να μπορέσουν να τοποθετηθούν, δεν είχαν τη δύναμη να δημοσιεύσουν στο Τύπο, να διαδηλώσουν ή με κάποιο άλλο τρόπο τις ιδέες τους για την αλλαγή αυτού του κόσμου και του συστήματος εν γένει. Εξάλλου η τακτική που ακολουθούσαν για την υλοποίηση των στόχων τους, τελούσε σε πλήρη αναντιστοιχία με τις προσβολές των έννομων αγαθών που προκάλεσαν. Έτσι η δολοφονία ενός βουλευτή που δεν ενσάρκωνε το πολιτειακό καθεστώς, ή ενός σταθμάρχη της CIA, ή ενός απλού αστυνομικού μισθοσυντήρητου, δεν μπορούσαν αντικειμενικά να εκτροχιάσουν τις θεμελιώδεις δομές του αστικού καθεστώτος.

Επιπλέον δεν υπήρχε χρονική συνοχή μεταξύ αυτών των εγκληματικών πράξεων ώστε να καταφάσκεται μια διάρκεια ή μια συστηματικότητα στην πορεία για την πραγμάτωση της παραπάνω στρατηγικής στόχευσης. Επί 27 χρόνια υπήρχαν χρονικά ασύνδετες εγκληματικές παρεμβάσεις. Πράγμα, που αποδεικνύει ολοφάνερα και κάτι άλλο: η 17Ν επεδίωκε να παρεμβαίνει βίαια στο κοινωνικό γίγνεσθαι σε άσχετες χρονικά στιγμές μεταξύ τους, για να προκαλεί οριακές μετατοπίσεις του υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων. Ενόψει όλων αυτών μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι υπήρχε μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στο στόχο τους και στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, γιατί απλά δεν υπήρχε αποτέλεσμα.

Όπως φαίνεται καθ’ όλα τα χρόνια της δράσης τους πολύ γρήγορα οι κατηγορούμενοι εκφυλίστηκαν σε μια τρομοκρατική ομάδα, πιθανότατα να ξεκίνησαν από μια ιδεολογική και πολιτική ομάδα και Οργάνωση. Έκαναν σύνθημά τους τη φράση του Φράνκο «Viva la muerta› δεν υπολόγιζαν και δεν διαχώριζαν τίποτα από εκεί και πέρα. στερούνταν παντελώς προοδευτικής δράσης και σκέψης καθ’ όσον για την τελευταία, για την προοδευτική σκέψη του δημοκρατικού μας καθεστώτος η πολιτική ήταν πάντοτε συνυφασμένη με τη συλλογική ανθρώπινη δράση και όχι με ατομικές βίαιες πράξεις. Γιατί εδώ είχαμε ατομικές βίαιες πράξεις χωρίς κανένα λαϊκό έρεισμα και χωρίς καμία απήχηση.

Θα μπορούσαν και προσπάθησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας οι κατηγορούμενοι να υποστηρίξουν ότι ο πολιτικός χαρακτήρας τους συνεπάγεται τη δυνατότητα να αποδοθεί το έγκλημα στα λεγόμενα μη ταπεινά αίτια, δηλαδή αίτια που αναγνωρίζονται από το νόμο ως ελαφρυντική περίσταση. Προκειμένου να πετύχουν κάτι τέτοιο, έβαζαν ως υπόβαθρο όλων των πράξεών τους τα πολιτικά κίνητρα και έβαζαν σε όλα τα θύματά τους το μανδύα του πολιτικού στόχου, εξηγώντας με τις προκηρύξεις τους γιατί επέλεγαν το συγκεκριμένο στόχο.

Ως προς τα μη ταπεινά αίτια που σαφώς και συνιστούν ελαφρυντική περίπτωση σύμφωνα με το νόμο, κακώς πιστεύετε ότι στα αίτια αυτά εμπίπτουν και τα πολιτικά ιδεολογικά κίνητρα έτσι όπως θέλουν να τα παρουσιάσουν οι ίδιοι. Γιατί μπορεί κάλλιστα και ο Χίτλερ όπως είχε πολιτικό-ιδεολογικά κίνητρα, ή οι συνταγματάρχες όταν επέβαλλαν τη δικτατορία όμως και τότε η ελληνική δικαιοσύνη δεν τους αναγνώρισε κανένα απολύτως ελαφρυντικό κι εκείνων τα κίνητρα πολιτικά και ιδεολογικά ήταν.

Τα μέλη της 17Ν ανέπτυξαν μια δραστηριότητα με τεράστια κοινωνική απαξία, μεγαλύτερη από ότι αυτή του κοινού εγκλήματος. Η δράση τους προσβάλλει όχι μόνο τα συγκεκριμένα θύματα, αλλά όλη την κοινωνία. Πολιτικά κίνητρα που οδηγούν σε στυγνή και απάνθρωπη περιφρόνηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, δείχνουν βαρβαρότητα όχι ευγένεια ψυχής. Μάλιστα η συνεχής και κατ’ επάγγελμα επανάληψη της δράσης αυτής επί 27 ολόκληρα χρόνια παρά την πρόδηλη ματαιότητα προς την επίτευξη των στόχων όποιοι κι αν ήταν αυτοί και όποιον θεωρούσαν μέσω των προκηρύξεών τους αποδείκνυε την έλλειψη της στοιχειώδους αναλογίας μεταξύ μέσου και επιτεύξιμου σκοπού. Οι δράστες ενώ έπρεπε να είχαν αντιληφθεί εγκαίρως το απρόσφορο των εγκληματικών τους ενεργειών, έβρισκαν ικανοποίηση από τη συνέχιση της δράσης τους. Γιατί μέσα στα πλαίσια αυτής της δράσης τους και μέσα από τις ληστρικές επιθέσεις που πραγματοποιούσαν, είχαν ένα πάγιο εισόδημα και πάρα πολύ μεγάλο.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ληστείας στα ΕΛΤΑ Αιγάλεω –για ν’ αναφερθώ στην περίπτωση που αφορά την υπόθεση του ηρωικού αστυνομικού τον οποίο και εκπροσωπώ- το ποσό λείας ανήλθε στα 290 εκ. Τη μέρα εκείνη ο ηρωικός αστυνομικός εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία, τυχαία βρέθηκε στο χώρο που διεπράχθη η ληστεία. Όταν πλησίασε στην κεντρική είσοδο των ΕΛΤΑ ο αυτουργός της απόπειρας ανθρωποκτονίας ο Δημήτρης Κουφοντίνας ειδοποιηθείς βγήκε έξω ντυμένος αστυνομικός, κρύφτηκε πίσω από το διπλοπαρκαρισμένο φορτηγό και άρχισε να τον πυροβολεί με ισχυρότατο αυτόματο οπλοπολυβόλο ρίχνοντας τρεις φορές κατά ριπάς και εκτοξεύοντας συνολικά 8 σφαίρες.

Το αν ήθελε να εκφοβίσει το θύμα ή να αμυνθεί εν προκειμένω, καταρρίπτεται από το γεγονός και μόνο ότι η πρώτη κιόλας σφαίρα –διότι ήταν και δεινός σκοπευτής- η πρώτη βολή σφηνώθηκε κατά τύχη στο φανάρι της υπηρεσιακής μοτοσικλέτας του εντολέα μου το οποίο είναι σε ευθεία γραμμή με την κοιλιά του και με την κοιλιακή του χώρα, όπερ σημαίνει ότι σε κάθε αντίθετη περίπτωση σε ένα εκατοστό πάνω ή κάτω θα ήταν ήδη νεκρός. Ακόμη κι όταν αποδυναμώθηκε ως αστυνομικό όργανο, έπεσε από τη μηχανή του και κρύφτηκε πίσω από σταθμευμένο όχημα, προκειμένου να μπορέσει να γλιτώσει από τα πυρά του δράστη, εκείνος συνέχιζε να τον πυροβολεί.

Η δεύτερη σφαίρα σφηνώθηκε στο πόδι του, διαπέρασε τη δερμάτινη μπότα, διαπέρασε το ντουλαπάκι που βρίσκεται στα δεξιά της μηχανής και σφηνώθηκε στο πόδι του. Αιμόφυρτος και ανήμπορος, έρποντας προς τη μηχανή του ώστε να μπορέσει να πατήσει το κόμβιο για να ειδοποιηθεί το κέντρο ασυρμάτου της Τροχαίας δέχτηκε κι άλλες σφαίρες στο ύψος του κορμού του, όχι στον αέρα. Το ότι ο αστυνομικός αυτός στη συνέχεια πέρασε από ΕΔΕ και βρέθηκε απολογούμενος από την υπηρεσία του γιατί δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει το κέντρο ασυρμάτου είναι ένα άλλο θέμα, που δεν θα το εξετάσουμε και δεν είναι αρμοδιότητά μας στην παρούσα περίπτωση.

Στη συγκεκριμένη απόπειρα ανθρωποκτονίας εμπλέκονται ο Σάββας Ξηρός, ο Χριστόδουλος Ξηρός, ο Βασίλειος Τζωρτζάτος, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, ο Θεολόγος Ψαραδέλλης και ο Τούρκος Εστούκ Γιανούζ. Κατηγορούνται ότι από κοινού και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσουν κακούργημα και συγκεκριμένα την απόπειρα ανθρωποκτονίας εις βάρος του εντολέα μου Κων/νου Ξηντάρα με πρόθεση να τον σκοτώσουν, πυροβόλησαν με αυτόματο όπλο εναντίον του.

Το θέμα της απλής συνέργιας των υπολοίπων κατηγορούμενων πρέπει να εξετάσουμε στην περίπτωση αυτή. Στην υπόθεση αυτή –γιατί όλοι είχαν συμμετοχική δράση με την έννοια συναπόφασης και της συνεκτέλεσης το οποίο θα αναλύσω και θα στοιχειοθετήσω αμέσως παρακάτω- αυτουργός της πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας η οποία απεφεύχθη διότι το θύμα μπόρεσε να καλυφθεί και για κανένα άλλο λόγο, από καθαρή τύχη ζει, είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Οι λοιποί συγκατηγορούμενοι είναι συνεργοί στην απόπειρα καθ’ όσον αποδείχθηκε περίτρανα η συναπόφαση και η συναυτουργία για τους εξής λόγους:

Όλοι ή σχεδόν όλοι έφεραν όπλα. Ακόμη και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ο οποίος βρισκόταν μέσα στο φορτηγό και δεν εμφανίστηκε, είχε όπλο για παν ενδεχόμενο, όπως λέει ο Σάββας Ξηρός στην απολογία του. Όλοι είχαν σκοπό όποιος στέκονταν εμπόδιο στην επίτευξη της ληστρικής τους επίθεσης απλά να βγει από τη μέση δεν είχαν σκοπό εκφοβισμού.

Στη θέση του άτυχου αστυνομικού θα μπορούσε να ήταν και κάποιος από τους υπαλλήλους των ΕΛΤΑ. Στη παρούσα φάση αυτουργός δεν θα ήταν ίσως ο Δημήτρης Κουφοντίνας, αλλά κάποιος από αυτούς που βρισκόταν κοντά στους υπαλλήλους και ακουμπούσαν το περίστροφο στην κοιλιά τους, το κατέθεσαν άλλωστε οι άνθρωποι «Υπήρχαν κι άλλοι με όπλα κοντά στα γκισέ των υπαλλήλων›. Όποιος τολμούσε να αντιδράσει, να προσπαθήσει να ξεφύγει ή να ειδοποιήσει με κάποιο τρόπο με ένα κόμβιο ή με οτιδήποτε άλλο την Αστυνομία, θα ήταν θύμα. Έτυχε να είναι ο αστυνομικός αυτός και έτυχε από καθαρά θέμα τύχης να είναι εν ζωή σήμερα.

¶λλωστε κανένας δεν έπραξε οποιαδήποτε απεφευκτική από τους συγκατηγορουμένους στην παρούσα φάση ώστε να αποτρέψει την πρόθεση του φυσικού αυτουργού. Πουθενά κανένας δεν δήλωσε ότι «εγώ ήθελα μόνο να ληστέψουμε και συμμετείχα μόνο με την έννοια της ληστείας, αυτό μου είχαν πει πάμε να ληστέψουμε, εγώ δεν επιθυμούσα να σκοτωθεί κανείς›. Κανένας δεν διαχώρισε τη θέση του, ουδείς τοποθετήθηκε επ’ αυτού. Όλοι το αποδέχονταν.

Με αυτή ακριβώς τη λογική μπορεί κανείς να πει ότι η συναπόφαση και η συνεκτέλεση όλων των αυτουργών έτσι όπως κατηγορούνται, είναι δεδομένη. Αναφορικά με τη συμμετοχική δράση αυτή θεμελιώνεται αφ’ ενός στο 15ο φύλλο της από 20/7/2002 συμπληρωματικής προανακριτικής εξέτασης του Σάββα Ξηρού ο οποίος σαφώς κατονομάζει ότι «Ο Τζωρτζάτος, ο Χριστόδουλος, ο Λουκάς ντυμένος αστυνομικός, ο Αποστόλης ο Τούρκος και κάποιος που δεν θυμάμαι και ο Λάμπρος ο οποίος συντόνιζε την επιχείρηση αυτή, μετείχαν στη ληστεία›. Το ίδιο επιβεβαιώνει και στην από 7/8/2002 στο 61ο φύλλο της απολογίας του ενώπιον του ειδικού εφέτη ανακριτή στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ, κατονόμασε ακριβώς τους ίδιους.

Ακολούθησε ο Χριστόδουλος Ξηρός τόσο στην από 17/7/2002 προανακριτική του εξέταση όσο και στην από 18/7/2002 κατάθεσή του ενώπιον του ανακριτή στην οποία επιβεβαιώνει την προηγούμενη κατονομάζει συνεργούς το Δημήτρη Κουφοντίνα, Βασίλη Τζωρτζάτο, τον Τούρκο Γιανούζ, τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, τον Θεολόγο Ψαραδέλλη και τον Σάββα Ξηρό, αναφέρει δε και αυτός ότι ο Λουκάς φορούσε στολή αστυνομικού.

Ο Βασίλης Τζωρτζάτος στο 6ο φύλλο της από 18/7/2002 προανακριτικής του κατάθεσης αποδέχεται τη συμμετοχή του στην εν λόγω ληστεία και κατονομάζει συνεργούς τους ίδιους (Αστούκ Γιανούζ, Δημήτρη Κουφοντίνα, Σάββα Ξηρό και Αλέξανδρο Γιωτόπουλο).

Το ότι οι ανωτέρω ομολογίες πρέπει να ληφθούν υπόψη ως γνήσιες, έγκυρες και αληθινές έχει αποδειχθεί, είναι πέρα πάσης αμφιβολίας, είναι ίδιες άλλωστε ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι υπό το καθεστώς βίας, απειλών, ψυχοφαρμάκων, ψυχοτρόπων και άλλων μεθοδεύσεων, οι άνθρωποι αυτοί έδωσαν ακριβώς τις ίδιες καταθέσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά. ¶λλωστε ο Χριστόδουλος Ξηρός είχε όλο το χρονικό περιθώριο από την ημέρα σύλληψης του αδελφού του να προετοιμάσει την κατάθεσή του σε περίπτωση που θα έπεφτε κι αυτός στα χέρια της Αστυνομίας και θα μπορούσε να έχει κοντρολάρει τη σκέψη του.

Είχαν το χρονικό περιθώριο και αλίμονο αν ένας άνθρωπος όπως ο Χριστόδουλος Ξηρός θα μπορούσε με μια πορτοκαλάδα να καταφύγει σε καταθέσεις και δηλώσεις που εξυπηρετούσαν αλλότρια συμφέροντα κατά τους ισχυρισμούς τους. Αν όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα μπορούσαν οι ίδιες μεθοδεύσεις να γίνουν και για τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, αλλά και για τον Θεολόγο Ψαραδέλλη. Θα μπορούσαν λοιπόν και αυτούς τους δύο να τους κάνουν να πουν ακριβώς τα ίδια πράγματα για να δέσουν, αν θέλετε, τους ισχυρισμούς τους και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί η αστυνομία και η δικαιοσύνη κατ’ αυτούς.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αλλά και στις ένορκες καταθέσεις ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, προσήλθαν και διάφοροι μάρτυρες, υπάλληλοι των ΕΛΤΑ όπου εκεί δημιουργήθηκαν διάφορα θέματα γνωστά σε εσάς. Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν με απόλυτη βεβαιότητα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Χριστόδουλου Ξηρού αλλά και των λοιπών εμπλεκομένων στη ληστρική επίθεση στα ΕΛΤΑ, τον Δαναλάτο, τον Πατσέλη και τους υπολοίπους.

Εκεί δημιουργήθηκε ένα τεράστιο θέμα: Το γιατί κάποιοι με απόλυτη βεβαιότητα ήρθαν και κατονόμασαν, πέραν πάσης αμφιβολίας αθώους για τις συγκεκριμένες πράξεις, δε μας ενδιαφέρει τί άλλο έκαναν και τί ήταν αυτοί οι κατηγορούμενοι, αλλά για τη συγκεκριμένη πράξη αθωώθηκαν και απηλλάγησαν από το Δικαστήριο. Το ότι ήρθαν και τους κατονόμασαν με τόσο μεγάλη ευκολία, δεν είναι αρμοδιότητα της ομιλούσας να κρίνει και θα ήθελα να απέχω από αυτή τη διαδικασία, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι οι σημερινές καταθέσεις τους, οι καταθέσεις που έδωσαν κατά τη διάρκεια εξέτασής τους στην υπόθεση αυτή, θα έπρεπε να θεωρηθούν άκυρες, ανυπόστατες, ψευδείς, φαιδρές.

Διότι όπως είπαν άλλωστε, «αν τότε μας έδειχναν μία φωτογραφία ανάμεσα στον Χριστόδουλο Ξηρο και στο Δαναλάτο, θα λέγαμε ότι είναι ο Χριστόδουλος Ξηρός›. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την ομοιότητα είτε στον σωματότυπο είτε στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τον καιρό εκείνο, του Δαναλάτου με τον Χριστόδουλο Ξηρό. Η σπουδή και η επιπολαιότητά τους δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να καταστήσει άκυρες και ανεπίδεκτες δικαστικής εκτιμήσεως και αξιολόγησης τις καταθέσεις που έδωσαν και ενώπιόν σας.

Εξ όλων αυτών προκύπτει ότι κατηγορούμενοι για τη συγκεκριμένη υπόθεση της απόπειρας ανθρωποκτονίας εις βάρος του άτυχου αστυνομικού είναι από κοινού και κατά συναυτουργία όλοι οι κατηγορούμενοι όπως αναφέρονται στο βούλευμα. Όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση της ανθρωποκτόνου δράσης του Δημητρίου Κουφοντίνα, αναφέρω τα κάτωθι:

Αναφέρθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, από τον συνάδελφο και συνήγορο του Βασίλη Τζωρτζάτου, ότι οι κινήσεις κι ο τρόπος που πυροβόλησε ο Δημήτρης Κουφοντίνας ήταν αποφευκτικές της θανάτωσής τους. Κύριε Πρόεδρε, κάποιος που δεν επιδιώκει τη θανάτωση του ανθρωπίνου στόχου, δεν πυροβολεί και δεν στοχεύει με αυτόματο οπλοπολυβόλο όπλο σε ευθεία γραμμή με τον στόχο του. Θα μπορούσε να στοχεύσει στον αέρα, θα μπορούσε να στοχεύσει αλλού.

Πίσω δε από τον αστυνομικό ο οποίος είχε κλείσει τη ροή κυκλοφορίας, βρίσκονταν αυτοκίνητα ακινητοποιημένα με κόσμο μέσα. Το δραστικό βεληνεκές του συγκεκριμένου όπλου, όπως και κατετέθη, είναι 100 μέτρα. Η απόσταση μεταξύ δράστη και θύματος ήταν 70 μέτρα. Το ωφέλιμο δε βεληνεκές σε σχετική διευκρινιστική ερώτηση και παρατήρηση του Αναπληρωτή κ. Εισαγγελέα, είναι 150 μέτρα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η σφαίρα σταματάει στα 150 μέτρα. Φτάνει μέχρι τα 400 μέτρα. Όπερ σημαίνει ότι αν η σφαίρα βρει στόχο και μετά τα 150 μέτρα, ή στα 150 μέτρα, σκοτώνει, ανάλογα με το σημείο του σώματος που θα πλήξει.

Αυτό σημαίνει ότι τόσο ο φυσικός αυτουργός, τόσο ο Δημήτριος Κουφοντίνας όσο και οι παρόντες λοιποί συγκατηγορούμενοι, δεν είχαν αποδεχθεί μόνο τη θανάτωση του συγκεκριμένου ο οποίος έτυχε να είναι το φυσικό εμπόδιο εκείνη τη στιγμή, αλλά και την πιθανή θανάτωση οποιουδήποτε αθώου περαστικού εκείνη την ώρα τύχαινε να βρεθεί στην τροχιά της σφαίρας. Οι άνθρωποι ήταν αδίστακτοι, προκειμένου να στεφθεί από απόλυτη επιτυχία η ληστεία τους.

Δεν είναι τυχαίο που σε καμία μα σε καμία προκήρυξη, δεν τολμούν να αιτιολογήσουν και να δώσουν μία αξία, μία επιχειρηματολογία, το γιατί έκαναν αυτές τις ληστείες. Δεν συνάδει κάτι τέτοιο στον άμεσο σοσιαλισμό που αυτοί προτάσσουν και προτείνουν ως ιδεώδες ιδανικό της Οργάνωσής τους. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με τα ιδανικά τους και με αυτό που θέλουν προς τα έξω να βγάλουν, δεν ταιριάζουν τα λεφτά με την ιδεολογία. Δυστυχώς όμως έτσι ήταν, χωρίς λεφτά δε μπορούσαν οι άνθρωποι αυτοί να ζουν.

Δεν θα ήθελα κ. Προέδρε να κουράσω άλλο με αναφορά σε κάθε έναν από τους κατηγορουμένους όσον αφορά το προφίλ τους και την εν γένει συμμετοχική τους δράση στην παρούσα Δίκη. Θέλω να τελειώσω την τοποθέτησή μου, έχοντας τη βεβαίωση ότι όσον αφορά τη συγκεκριμένη απόπειρα δολοφονίας αυτού του ηρωικού αστυνομικού, απεδείχθησαν πλήρως όλα τα πραγματικά περιστατικά, πληρείται τόσο η υποκειμενική υπόσταση όσο και η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απόπειρας.

Όλοι οι φερόμενοι σήμερα ως κατηγορούμενοι και συγκατηγορούμενοι, τόσο υπό την έννοια του φυσικού αυτουργού όσο και των λοιπών ως απλών συνεργών, πρέπει να τιμωρηθούν σύμφωνα με την Εισαγγελική πρόταση και για τις πράξεις που τους αποδίδονται. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε και την κα Τζούλη. Ο κ. Ευαγγελάτος έχει τον λόγο.

Δ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Παρίσταμαι για τις ληστείες των ΕΛΤΑ, αλλά θα προσπαθήσω όσο γίνεται κατά το ανθρωπίνως δυνατό, να υποβάλλω στο Δικαστήριό σας ορισμένες σκέψεις, συμπεράσματα και ενδεχόμενα επιχειρήματα τα οποία αναπηδούν τόσο από τη μελέτη της δικογραφίας όσο και σε συνδυασμό με όσα προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία και ταυτόχρονα σύμφωνα πάντοτε με τα δεδομένα της κοινής λογικής και πείρας.

Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Εφέτες, ύστερα από πραγματικά μια 7μηνη έντονη, κοπιαστική και πολλές φορές υπερφορτισμένη ακροαματική διαδικασία, η ιστορική και πολυσήμαντη αυτή Δίκη που σημαδεύει βαθιά την ελληνική κοινωνία και το νομικό πολιτισμό της χώρας, ευρίσκεται στην τελική της ευθεία. Η ώρα της κάθαρσης για τα τρομερά εγκλήματα της εγκληματικής και τρομοκρατικής Οργάνωσης της 17Ν είναι προ των πυλών.

Είναι ιστορική αξιότιμοι κ.κ. Εφέτες αυτή η πολύκροτη Δίκη γιατί θα καταδείξει και συμπυκνώσει την αποτελεσματική αντίδραση της ελληνικής Δικαιοσύνης, δηλαδή του οχυρού της δημοκρατίας, ενάντια στον Αττίλα της τρομοκρατίας, που επί 27 ολόκληρα χρόνια μάστιζε τον ελληνικό λαό στο όνομα δήθεν της ελληνικής κοινωνίας.

Μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας το 1974 στην πατρίδα μας και την εξάλειψη και των τελευταίων θλιβερών, μετά το 1981 κατάλοιπων του εμφύλιου σπαραγμού στη χώρα μας, ποτέ τόσοι πολλοί δεν υπόφεραν τόσα πολλά από τόσους λίγους στη διάρκεια τόσων χρόνων. Είναι πραγματική πολυσήμαντη αυτή η Δίκη γιατί το τελικό της αποτέλεσμα που θα ενσαρκούσε και θα ενσαρκώνει η απόφασή σας στο όνομα πάντα του ελληνικού λαού από στα σπλάχνα του οποίου κι εσείς προέρχεστε, θα αποδείξει περίτρανα ότι η ελληνική δημοκρατία, μέλος πλέον της Ε.Ε., διαθέτει την δικαστική λειτουργία που είναι στιβαρή και αποτελεσματική, που δεν εκδικείται, αλλά είναι μεγάθυμη όταν και όπου τα μηνύματα των καιρών τούτο το επιβάλλουν, επιτυγχάνοντας να συνδιαλλάξει την χρυσή τομή ανάμεσα στην ορθολογιστική και σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική και ταυτόχρονα την κατοχύρωση και εγγύηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αποτελούν πάντοτε το κρηπίδωμα της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως η τρομοκρατία, οποιαδήποτε και αν έχει κανείς θεωρητική, νομική ή και πρακτική άποψη για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της, δεν προσβάλλει μόνον άμεσα τα θύματά της, αλλά υπονομεύει όπως είναι δεδομένο καίρια και την κοινωνική συμβίωση, διαβρώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς και δημιουργεί καταλυτικές αμφιβολίες στους πολίτες για την ισχύ και αποτελεσματικότητα της έννομης τάξης.

Κύριοι Δικασταί, όσοι έχουμε την τιμή –και ο υποφαινόμενος πάρα πολλά χρόνια- το χρέος να ασκούμε το κοινωνικό λειτούργημα του δικηγόρου, ως συμπράττοντες, τονίζω, συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, θελγόμαστε περισσότερο από το βήμα εκείνο της Υπεράσπισης και δοκιμάζουμε ιδιαίτερη ικανοποίηση και συγκίνηση όταν προμαχούμε στις επάλξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα εκείνων που πραγματικά άδικα καταδιώκονται και είναι θύματα μοιραίων συμπτώσεων. Τότε, με ιδιαίτερη υπερηφάνεια και συγκίνηση προμαχούμε και υψώνουμε τα στήθη μας υπέρ των κατηγορουμένων και των ιερών δικαιωμάτων τους.

Υπάρχουν όμως ατυχώς στη ζωή περιπτώσεις που τόσο κραυγαλέα στυγνή, βάρβαρη υπήρξε η προσβολή του δικαίου και σχεδόν ολόκληρης της κλίμακας των ηθικών και κοινωνικών αξιών της ελληνικής κοινωνίας, όπως οι διερευνόμενες πράξεις των παρόντων κατηγορουμένων, ώστε ανερχόμενοι στο βήμα αυτό της Πολιτικής Αγωγής, να αισθανόμαστε ότι επιτελούμε ιδιαίτερο και επιτακτικό νομικό και ηθικοκοινωνικό καθήκον, συμβάλλοντας στο να ακουστεί και η φωνή των θυμάτων, η φωνή της Πολιτικής Αγωγής.

Δεν είναι η ώρα να αναπτύξω για τη νομική, πολιτική και κοινωνική αναγκαιότητα του θεσμού της Πολιτικής Αγωγής. Θέλω μόνο τούτο να τονίσω: Ότι παριστάμεθα όχι γιατί δεν εμπιστευόμαστε στις αρετές, το σθένος, την επιστημοσύνη και τις ανεγνωρισμένες ικανότητες των διακεκριμένων της Εισαγγελικής Αρχής που πραγματικά συνέβαλλαν αποφασιστικά στο τόσο δύσκολο, πολύπλοκο, ακανθώδες έργο του Δικαστηρίου σας, το οποίο με την Ολύμπια αταραξία του, υψηλό αίσθημα ευθύνης που θα περάσει στην ιστορία, αγωνίζεται κάτω από τις απαξιωτικές πολλές φορές κραυγές του σκληρού πυρήνα των κατηγορουμένων, να ανεύρει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια και να ορθοτομήσει το δίκαιο, σύμφωνα πάντοτε και με τις επιταγές των άρθρων 87 και 93 του ισχύοντος συντάγματος και με κατευθυντήριο άξονα την παγκόσμια αναγνωρισμένη αρχή της ηθικής απόδειξης.

Επειδή πολλές φορές οι κατηγορούμενοι προσπάθησαν να απαξιώσουν, να αμφισβητήσουν και να λοιδορήσουν το έργο και την αποστολή της Πολιτικής Αγωγής, δεν θα πρέπει, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, να παραβλέψουν ότι ιστορική, νομική, ηθικοκοινωνική, υπήρξε και είναι η αναγκαιότητα της παράστασης και της παρουσίας της Πολιτικής Αγωγής.

Θα ήθελα να αναφερθώ τώρα συνοπτικά στην ιδεολογική ταυτότητα, την οργανωτική δομή, τις επιδιώξεις, τις μεθόδους και τα μέσα δράσης της 17Ν.

α) Η ιδεολογία της τρομοκρατικής Οργάνωσης 17Ν αποτελεί συνοπτικά ένα αποκρουστικό αμάλγαμα επαναστατικού τυχοδιωκτισμού, μιλιταριστικού εθνικισμού και αντικαθεστωτικής ρητορίας.

β) Η ίδια η τρομοκρατική Οργάνωση συνωμοτική, κλειστή, εξτρεμιστική, τα χαρακτηριστικά της άλλωστε αξιότιμοι κ.κ. Δικαστές προέκυψαν κι εδώ από την ανάγνωση και από τη μελέτη του καταστατικού της που αναδίδει δυσοσμία ενός κλειστού, ασφυκτικού και απάνθρωπου αυταρχισμού.

Στήριξε η Οργάνωση αυτή την εκστρατεία της επαναστατικής τρομοκρατίας της σε μια ιδεολογία που αντικατόπτριζε ένα μείγμα αδιάλλακτου εθνικισμού, μαρξισμού, λενινισμού με τον οποίο δεν ασχολήθηκαν σε βάθος και ασχολήθηκε σοβαρά επίσης και με τα ελληνικά κομμουνιστικά δεδομένα. Καίτοι επηρεάστηκε και προσπάθησε πολλές φορές να αντιγράψει την ιδεολογία της μεθόδου δράσης των ιταλικών Ερυθρών Ταξιαρχιών, του γερμανικού Κόκκινου Στρατού και της γαλλικής ¶μεσης Δράσης, της περίφημης Action Direct.

Μάλιστα κατ’ απομίμηση των Ερυθρών Ταξιαρχιών φρόντισε έτσι ώστε τα χτυπήματά της να έχουν το απαιτούμενο time in, να συμπίπτουν με σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Ποτέ όμως, μα ποτέ, δεν κατόρθωσε να εξελιχθεί έστω και σε έμμεσο παράγοντα επιρροής των πολιτικών εξελίξεων σε αυτή τη χώρα. Παρά το γεγονός ότι πλαστογράφησε και ανίερα οικειοποιήθηκε την ηρωική εξέγερση-σφαγή του Πολυτεχνείου, ορόσημο στη νεότερη ελληνική ιστορία, που καταλυτικά άλλαξε τότε την πορεία των εξελίξεων στη χώρα μας.

Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια έμεινε στο σκοτεινό περιθώριο και έζησε μια απέραντη μοναξιά, αφού ποτέ δεν υπήρξε ένα ένοπλο γνήσιο λαϊκό επαναστατικό Κίνημα που να μπορέσει να απειλήσει σοβαρά την ελληνική δημοκρατία, αφού δεν είχε και δε μπορούσε να έχει έστω ένα υποτυπώδες λαϊκό έρεισμα.