Πολιτική
Τρίτη, 30 Σεπτεμβρίου 2003 20:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (30/09/2003) Μέρος 3/5

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Το Δικαστήριό σας δεν πήγε να δει τα κελιά μια και το επανέφερε όμως ο κ. Λάμπρο οφείλω να επιμείνω. Θα επιμείνω, είναι γνωστό, είναι πάγιο στα Δικαστήριά σας, αν ένας άνθρωπος φτάσει με χειροπέδες στην αίθουσα του Αυτόφωρου θα μπει μέσα. Αν φτάσει ελεύθερος, θα βγει. Είναι δεδομένο, το ξέρετε κι εσείς, το ξέρουμε κι εμείς. Όταν ένας άνθρωπος φτάνει υπό τέτοιες συνθήκες σ’ αυτή την αίθουσα, τί πρέπει να περιμένετε;

Την κατάσταση των κελιών, το πώς πρέπει να είναι τα κελιά στις φυλακές μας –και είπατε ότι εμείς κρατάμε ψηλά τις σημαίες των αγώνων μας και τις κατακτήσεις μας- δίνεται από τον σωφρονιστικό κώδικα, δίνεται και από τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά των βασανιστηρίων. Ορίζονται τα μέτρα τα τετραγωνικά που έχει ανά κρατούμενο κι εμείς λέμε ότι δεν μας πειράζουν τα μέτρα τα τετραγωνικά εδώ μέσα, δεν είναι αυτό το κρίσιμο. Ορίζεται –όχι στον κώδικα τον σωφρονιστικό αλλά στις αρχές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η τουαλέτα πρέπει να είναι χωρισμένη με τοίχο από το υπόλοιπο κελί γιατί αλλιώς, λογικό είναι, ο κρατούμενος ζει σε μία τουαλέτα.

Ορίζεται ρητά και από τον δικό μας το νόμο και από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, από τις επεξεργασίες που έχουν γίνει από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ότι πρέπει να υπάρχει φυσικό φως, να υπάρχει ήλιος, να υπάρχει αερισμός. Ορίζεται ακόμα ένας όρος για τον προαυλισμό των κρατούμενων, ένα 8ωρο λέει ο δικός μας ο νόμος. Πρέπει να είναι ο υπόδικος ελεύθερος έξω από το κελί τουλάχιστον ένα 8ωρο. Ορίζονται οι όροι της επικοινωνίας με το ευρύτερο περιβάλλον και κυρίως ορίζονται οι όροι επικοινωνίας με τον δικηγόρο.

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ισχύει και δεν εφαρμόστηκε εδώ μέσα. Δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει φυσικό φως, δεν υπάρχει αερισμός, –αυτό που μου έλεγαν στο διάλειμμα- το μάτι του ανθρώπου, του κρατούμενου, δεν μπορεί να πάει πέρα από τα δυο μέτρα, στα δυο μέτρα βρίσκει τοίχο. Αν είσαι 13 μήνες σε ένα μέρος που στα 2 μέτρα ή στα 5 όταν βγαίνεις στην αυλή, το μάτι σου βρίσκει τοίχο, τα μάτια αρχίζουν και πονάνε και το μυαλό αρχίζει και βλέπει άλλα πράγματα. Ειρωνεύονταν κάποτε τα κομμάτια αυτά του κίτρινου Τύπου, όταν ένας κρατούμενος μίλησε για «μυγάκια›, ότι βλέπει μυγάκια.

Πολύ περισσότερο, απαγορεύεται και από τον σωφρονιστικό μας κώδικα και από την Ευρωπαϊκή σύμβαση και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΣΔΑ, η απόλυτη απομόνωση του κρατούμενου. Και δεν είχαμε απόλυτη απομόνωση ενός κατάδικου, είχαμε απόλυτη απομόνωση υποδίκων, κάτι που είναι εντελώς παράνομο με τον δικό μας το νόμο. Απόλυτη απομόνωση γιατί υπήρχαν δυο άνθρωποι ανάμεσα στους κρατούμενους, οι οποίοι έμεναν επί 21 ώρες μέσα στο κελί μόνοι και επί 3 ώρες έξω από το κελί, στην αυλή, επίσης μόνοι, επί τρεις ώρες.

Έξω απ’ το κελί, στην αυλή, σ’ αυτά τα άθλια προαύλια που περιγράψαμε, μόνοι. Όταν ξεκίνησαν μετά από πολλές προσπάθειες και πολλή φασαρία και στήριξη πρέπει να πω σ’ εκείνο το σημείο κι από τον Τύπο -είπαμε είχε αρχίσει το καλό να διώχνει το κακό- κατόρθωσαν να κερδίσουν έναν τρίωρο προαυλισμό με έναν ή δύο από τους συγκρατούμενούς τους, πάλι όμως στον πάτο του βαρελιού. Πάλι στον πάτο εκείνου του σιδερένιου βαρελιού που έβραζε το καλοκαίρι κι ήταν παγωμένο το χειμώνα, και πάλι χωρίς να βλέπουν ουρανό.

Μου επεσήμανε κάτι η κα Σωτηροπούλου: Το γραφείο στο οποίο συνεδριάζετε, πρέπει να είναι δίπλα στο χώρο του προαυλίου, πρέπει το γραφείο στο οποίο στέκεστε στις διακοπές της Δίκης, να είναι δίπλα στο πάνω μέρος αυτού του βαρελιού, κοιτάξτε το. Μπορείτε να δείτε για τί μιλάμε.

Πρέπει να πω ότι γι αυτό το πράγμα, γι αυτή την κατάσταση, σε ό,τι αφορά την κα Σωτηροπούλου κι όχι σε ό,τι αφορά τον κ. Κουφοντίνα, προσέφυγα στα Συμβούλια τα Δικαστικά στον Πειραιά και απορρίφθηκαν οι προσφυγές μου. Προσέφυγε στα διάφορα όργανα, την Επιτροπή Δεοντολογίας του Δικηγορικού Συλλόγου, στην Επιτροπή εκείνη που λειτουργούσε στον Σύλλογο που είχε περάσει ως Επιτροπή Δεοντολογίας στην οποία συμμετείχε και ο Συνήγορος του Πολίτη και νομιμοποίησαν και αυτοί αυτή την κατάσταση, βρήκαν ότι δεν φεύγει μακριά από τις διατάξεις του Νόμου και η ιστορία αυτή κατέληξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπου έχει αυτήν την προσφυγή.

Να έρθω λοιπόν σε αυτό που έλεγα για τη διαδικασία, γι αυτή την τυπική νομιμότητα, τον τύπο ως προς τις δικονομικές διατάξεις που επικράτησε στην αντιμετώπισή τους μέσα σε αυτή την αίθουσα. Θεωρώ ότι εφαρμόστηκαν κατά τον τύπο και δεν εφαρμόστηκαν κατά την ουσία. Δεν υπηρέτησαν την ουσία. Αυτό βέβαια ήταν ένα ζήτημα που αφορούσε πολύ περισσότερο αυτά που είχαν γίνει πριν φτάσουμε στην αίθουσα αυτή.

Αναφέρθηκα στο χρόνο της διαδικασίας και στις 80 υποθέσεις. Να σημειώσω για μια φορά ακόμα ότι οι 80 αυτές υποθέσεις δεν εξετάστηκαν σε διαδοχικές συνεδριάσεις, οι υποθέσεις διασπάστηκαν σε διάφορες συνεδριάσεις, κάτι που απαγορεύεται από τον Κώδικά μας. Ο Κώδικάς μας απαιτεί εφόσον ξεκινήσει η διερεύνηση μιας υπόθεσης, να συνεχιστεί μέχρις ότου ολοκληρωθεί. Αυτό το πράγμα εδώ μέσα δεν έγινε.

Όχι μόνο διασπάστηκαν, αλλά διασπάστηκαν και βρέθηκαν να εξετάζονται υποθέσεις μέχρι και σε έξι διαφορετικές συνεδριάσεις. Να εξετάζεται από ένας μάρτυρας σε κάθε διαφορετική συνεδρίαση και να έρχονται εδώ πέρα μάρτυρες εκτός σειράς και εκτός προβλέψεων και εκτός προγραμματισμού, οι οποίοι εξετάζονταν πάνω σε υποθέσεις που εμείς δεν είχαμε τον φάκελο, δεν είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε παραβολή με την προανακριτική τους κατάθεση για να δούμε, συμφωνούν, δε συμφωνούν και να κρίνουμε την αξιοπιστία, για να κρίνετε κι εσείς την αξιοπιστία.

Δεν μπορείτε εσείς, μόνοι σας, χωρίς τη δική μας συμβολή και βοήθεια να αντιμετωπίσετε όλον αυτόν τον όγκο. Έρχονταν μάρτυρες εδώ των οποίων δεν μπορούσαμε να αξιολογήσουμε την αξιοπιστία, συγκρίνοντάς την με τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, γιατί ο προηγούμενος μάρτυρας είχε καταθέσει πριν δύο εβδομάδες και ερχόταν ο καινούργιος, έλεγε τα δικά του, αλλά ήταν αδύνατο να έχουμε κάθε φορά τα προηγούμενα πρακτικά και την κατάσταση και την αρχική και την προανακριτική για να μπορέσουμε να κάνουμε τη σύγκριση.

Και έρχονταν μάρτυρες κι εδώ βεβαίως ενδιάμεσα και με βάση τα όσα είχαν προκύψει και όσα είχαν διαρρεύσει στον Τύπο, είχαν κάθε δυνατότητα να προετοιμαστούν κατάλληλα για να ανατρέψουν τα στοιχεία τυχόν που είχαν στηριχθεί, που είχαν αποδειχθεί, είχαν αναδειχθεί με την κατάθεση του προηγούμενου. Να αναφερθώ σε μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, γιατί με πονάει κιόλας ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ’ αυτή την αίθουσα κ.κ. Δικαστές, γιατί αφορά κι έναν Καθηγητή Πανεπιστημίου που την έφερε εδώ, ο οποίος βεβαίως έχει το βάρος να υπερασπίζεται τα αμερικανοβρετανικά συμφέροντα σ’ αυτή την αίθουσα κι είναι ένα δύσκολο έργο αυτό και το καταλαβαίνουμε, στην έκρηξη της ρουκέτας κατά της Αμερικανικής Πρεσβείας, μια ρουκέτας η οποία αν θυμάστε χτύπησε τον εξωτερικό τοίχο της Πρεσβείας, υπήρξε μάρτυρας ο οποίος ήρθε εδώ και κατέθεσε ότι δεν υπήρχε μπαρ στον εξωτερικό χώρο της Πρεσβείας κι ήταν λογικό ότι δεν μπορούσε να υπάρχει μπαρ.

Εσείς κ. Μαρκή δικαιώσατε βεβαίως την ορθή κρίσή που μπορούσε να έχει κανείς κοιτάζοντας απλά τα πράγματα και με την απλή λογική. Είχατε μια πολύ δίκαιη πρόταση σ’ αυτό το πράγμα και κάνατε και μια πολύ σωστή παρατήρηση σε σχέση με τις απόπειρες ανθρωποκτονίας. Ήρθε λοιπόν ο μάρτυρας και είπε ότι δεν υπήρχε μπαρ στον εξωτερικό χώρο και θα ήταν αδιανόητο γιατί θα υπήρχε ένα μπαρ στον εξωτερικό χώρο μιας Πρεσβείας, νύχτα μέσα στο χειμώνα, με θερμοκρασία γύρω στους 5 βαθμούς κατά τα συνήθως συμβαίνοντα στην Ελλάδα Φεβρουάριο μήνα, με τρεις υπαλλήλους οι οποίοι φύλαγαν την Πρεσβεία, για ποιον λόγο θα λειτουργούσε ένα μπαρ για την εξυπηρέτηση αυτών των τριών security οι οποίοι είχαν την φύλαξη αυτού του εξωτερικού χώρου της Πρεσβείας εκείνο το βράδυ.

Κατοχυρώθηκε σε αυτή την αίθουσα αυτό, αναδείχθηκε και ήρθε μετά από δυο εβδομάδες ένας άλλος μάρτυρας να μας πει παράδοξα και σε αντίθεση με την αρχική του κατάθεση, είναι ένας Αμερικανός μάρτυρας –δεν έχω το όνομά του δυστυχώς- που στην αρχική του κατάθεση δήλωσε ότι δεν ήταν ακριβώς έξω αλλά ήταν σχεδόν έξω, ήταν πίσω από τη λαμαρίνα που ήταν στο έξω μέρος της Πρεσβείας, είναι παράδοξο η παντοδύναμη Αμερικανική Πρεσβεία να διατηρεί τα μπαρ για τους υπαλλήλους της κάτω από κάποια λαμαρίνα κοντά στον εξωτερικό χώρο της Πρεσβείας, όταν όλοι ξέρουμε όσοι έχουμε μπει μέσα ότι έχει εξαιρετικά μπαρ και εξαιρετικούς χώρους που λειτουργούν μέσα στους ορόφους της και στο υπόγειο και στα οποία εξυπηρετούνται με τον καλύτερο τρόπο οι υπάλληλοί της.

Όταν δικάζουμε μια υπόθεση οφείλετε πριν ξεκινήσετε να βγάλετε έξω –και το κάνετε- τους μάρτυρες κατηγορίας. Γιατί τους βγάζετε; Γαι να μην επηρεαστεί ο ένας απ’ τον άλλον, για να μην κατασκευάσει ο ένας επιχειρήματα για να καλύψει τον άλλον. Τί νόημα είχε αυτό το πράγμα, τί νόημα είχε αυτή η διάταξη μέσα σε αυτή την αίθουσα με τον τρόπο που εξετάστηκαν όλοι αυτοί;

Αυτά όμως επέβαλλε η ταχύτητα της διαδικασίας. Γι αυτό μιλάμε για συνοπτικές διαδικασίες και όλα αυτά με την απειλή του 18μηνου που συνέχεια μας επισείατε από την Έδρα, που όμως κ. Πρόεδρε, το έχουμε πει πολλές φορές, ότι είναι ένα πλαστό δίλημμα γιατί είναι δεδομένο ότι δε θα φτάσουμε στο 18μηνο, δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσουμε στο 18μηνο. Είναι δεδομένο ότι ακόμα κι αν φτάσουμε στο 18μηνο κανένας απ’ αυτούς που είναι σε αυτή την αίθουσα, δεν θα επιχειρήσει ποτέ να εκφύει από την δικαιοσύνη, από την κρίση σας. Κανένας δε θέλει να το κάνει και κανένας δεν μπορεί να το κάνει.

Ήταν μια απειλή που έπρεπε να επικρέμεται σε βάρος σας και σε βάρος μας για να γίνεται η Δίκη με τον τρόπο που έγινε. Αυτό είχαν στο μυαλό τους αυτοί που το συνέλαβαν αυτό το πράγμα. Αυτό είχαν στο μυαλό τους αυτοί που έφτιαξαν τον 3090, αυτό είχαν στο μυαλό τους αυτοί που σκέφτηκαν τη συνένωση των δικογραφιών, αυτό είχαν στο μυαλό τους αυτοί που κατασκεύασαν πέρα από σας, έξω από σας, μακριά από σας αυτή τη Δίκη που την είπατε «επικοινωνιακό εγχείρημα› και είναι. Μιλήσατε για επικοινωνιακό εγχείρημα, με άλλους όρους το είπατε, αλλά στο μυαλό όλων μας είναι αυτό που είναι.

Να πω λίγο και για τους μάρτυρες που παρήλασαν εδώ. Παρήλασαν 508 μάρτυρες, νομίζω 286 περίπου μάρτυρες κατηγορίας. Αντιμετωπίστηκαν από σας ως αξιόπιστοι και από τον κ. Εισαγγελέα, μάρτυρες που ήταν φαντασιόπληκτοι, μάρτυρες που ήταν εμφανώς κατασκευασμένοι, μάρτυρες που ήταν υπερμνησιακοί, παθολογικές περιπτώσεις, εμφανώς παθολογικές περιπτώσεις υπερμνησιακών τύπων.

Ήδη από το στάδιο των ανακρίσεων διαπιστώσαμε ότι καλούνταν οι μάρτυρες, όχι για να αναγνωρίσουν, όχι για να περιγράψουν, με βάση τους κανόνες της ανακριτικής, οι κανόνες ανακριτικής ξεχάστηκαν σ’ αυτή τη διαδικασία, αλλά καλούνταν αποκλειστικά και μόνο για να ταυτοποιήσουν. Η διαδικασία δεν ήταν «πες μας τί θυμάσαι, τί είδες, ποιος μπορεί να ήταν›, αλλά η διαδικασία ήταν «αυτός ήταν, τον βλέπεις στη φωτογραφία, ήταν αυτός;› Αυτό δεν ξέρω ποιου βαθμού ανάκριση είναι, δεν είναι όμως εξέταση μάρτυρα με τις διαδικασίες, με τους όρους του νόμου και της επιστήμης.

Έρχονταν αυτοί οι μάρτυρες εδώ, ήρθαν και μας το είπαν «μα μου το είπε ο ανακριτής› και απορούσατε κι εσείς στην Έδρα, πώς βρίσκονταν όλες αυτές οι φωτογραφίες; Πώς έβγαιναν άνθρωποι να αναγνωρίσουν ανθρώπους που σήμερα είναι φαλακροί ή ασπρομάλληδες ή δεν ξέρω τί, έβγαιναν να τους αναγνωρίζουν από φωτογραφίες όπου είναι 15χρονοι; Ήταν απλό, δεν αναγνώριζαν, τακτοποιούσαν, αυτό τους ζητήθηκε εκεί, φοβάμαι, σε μεγάλο βαθμό, ότι σ’ αυτό οδηγήθηκαν, κ. Πρόεδρε σας τιμώ σ’ αυτό, δεν τους ζητήσατε να τακτοποιήσουν αλλά εκεί οδηγήθηκαν μέσα από τη διαδικασία και μέσα σ’ αυτή την αίθουσα.

Κλήθηκαν οι μάρτυρες στην αίθουσα αυτή με έναν τρόπο επιλεκτικό. Έλεγε ότι αν υποστηρίζουν αυτά που θέλουμε, αν υποστηρίζουν αυτά που θα λέει το κατηγορητήριο, αν υποστηρίζουν αυτά που συμφέρουν τη διαδικασία, πρέπει να έρθουν. Αν υποστηρίζουν πράγματα διαφορετικά, αν υποστηρίζουν πράγματα που ανατρέπουν, αν υποστηρίζουν πράγματα που υπονομεύουν, είτε κατά την έννοια της συμμετοχής είτε κατά την έννοια των χαρακτηριστικών δηλαδή αυτών που συμμετείχαν, γιατί υπάρχουν μάρτυρες που λένε εντελώς διαφορετικά πράγματα είτε υπονομεύουν κατά τη βαρύτητα, κατά τον τρόπο τέλεσης και τη βαρύτητα του αδικήματος, αυτοί δεν έπρεπε να έρθουν. Και δεν κλήθηκαν.

Δέχονταν εγκώμια από την Έδρα κάθε φορά που οι μάρτυρες αναγνώριζαν και επιτιμήθηκαν όταν δεν αναγνώριζαν. Πιέστηκαν αρχικά και επιτιμήθηκαν στη συνέχεια. Να θυμίσω μια κορυφαία περίπτωση, να θυμίσω τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο μάρτυρας Κάτσιος. Όταν αρνήθηκε να αναγνωρίσει επιπλήχθηκε. Διαμαρτυρηθήκατε, ο κ. Μαρκής του απέδωσε φόβο, έκανε λόγο για απειλές, τρομοκρατήσαμε τον μάρτυρα για δεύτερη φορά, τρομοκρατήθηκε μία φορά σε επίπεδο ανακριτή, όχι γιατί τον τρομοκράτησε ο κ. Ζερβομπεάκος, τρομοκρατήθηκε καταθέτοντας ο άνθρωπος και εμπλεκόμενος σε μια τέτοια ιστορία και ευρισκόμενος να πρέπι να προσδιορίσει πρόσωπα χωρίς αυτά τα πρόσωπα να προκύπτουν μέσα από τη μνήμη του και τρομοκρατήθηκε για δεύτερη φορά μέσα σ’ αυτή την αίθουσα.

Όταν αρνήθηκε να αναγνωρίσει –θα επανέλθω σ’ αυτό- το σημάδι Κουφοντίνα, δέχτηκε μύδρους από την Έδρα. Ένα σημάδι που τότε το προσδιόριζε στον καρπό, που εδώ το έβαλε λιγάκι παραπάνω, έπιανε και λίγο το μετακάρπιο. Όταν όμως μιλάμε –αν μιλάμε- για το σημάδι που έχει στο χέρι ο Δημήτρης Κουφοντίνας, μιλάμε για ένα σημάδι που είναι στον ώμο, μιλάμε για τεράστια διαφορά. Και επιπλήχθηκε ο μάρτυρας που δεν το αναγνώρισε.

Κλήθηκαν μάρτυρες ιδίως από τη διαδικασία της ανάκρισης, μάρτυρες που δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ να καταθέσουν. Μάρτυρες αυτόκλητοι, μάρτυρες αυτοκατασκεύαστοι ή ετερόφωτοι, δεν το ξέρουμε, θεωρούμε ότι μερικές φορές είναι σαφές ότι ήταν και ετερόφωτοι, μάρτυρες πρωτοεμφανιζόμενοι που πρέπει να δυσπιστεί η δικαιοσύνη ευθύς εξαρχής σ’ αυτές τις καταθέσεις, πρέπει να είναι καχύποπτη σε αυτό, πρέπει να αμύνεται απέναντι σ’ αυτό.

Δεν είναι δουλειά δική σας το 170, το 1709 είναι δουλειά της Αντιτρομοκρατικής. Η Αντιτρομοκρατική μπορεί να μας δίνει τέτοιου είδους στοιχεία, μπορεί να στηρίζεται σε τέτοιου είδους στοιχεία, εσείς όμως όχι. Οι Ανακριτές όχι, η δικαιοσύνη δεν πρέπει, δεν έχει δικαίωμα να το κάνει. Τό’ κανε όμως. Ήρθαν εδώ μάρτυρες που είχαν μετά από 17 και 18 χρόνια να πουν ότι «ναι, βεβαίως το θυμόμουν αλλά δεν το είπα, είτε γιατί το ξέχασα, είτε γιατί το είπα και δεν το έγραψαν› -η συνήθης επίκληση ήταν αυτή, το είπα και δεν το έγραψαν, ας πούμε ο εκπληκτικός μάρτυρας Μηλιώνης από τα ΜΑΤ Καισαριανής που ήρθε μετά από 17 χρόνια να πει ότι αναγνώρισε μόλις είδε την κα Σωτηροπούλου να περιφέρεται εκεί και ναι μεν το είχε πει τότε αλλά οι συνάδελφοί του που είχαν χτυπηθεί, που έπνεαν μένεα, που έδιναν μάχη τότε γιατί ήταν δική τους υπόθεση, ήταν οι άμεσα θιγόμενοι, οι συνάδελφοί του δεν το έγραψαν και τόσοι άλλοι.

Τυπικά θα σας έλεγα ότι εφαρμόστηκαν οι δικονομικοί κανόνες και σ’ ότι αφορούσε τις απολογίες. Νομιμοποιήθηκε να απολογούνται εδώ κατηγορούμενοι υπό τους συνεχείς σχολιασμούς και πάει στην ευχή πολιτική είναι η δίκη, σχολιάζουμε, και υπό τους χλευασμούς κ. Δικαστές της πολιτικής αγωγής. Νομίζω ότι θα είναι στις μαύρες σελίδες της δίκης η απολογία του Βασίλη Ξηρού. Νομίζω ότι θα βαρύνει στις συνειδήσεις σας και στις συνειδήσεις όλων μας αυτό που έγινε εδώ μέσα. Εκβιάστηκαν άνθρωποι που ήθελαν να κάνουν χρήση του δικαιώματος σιωπής, εκβιάστηκαν να μιλήσουν. Και προκλήθηκαν με ποικίλους τρόπους από την έδρα. Δεν ήσαστε ανακριτές, θα το ξαναπώ, δεν είστε Αντιτρομοκρατική, δεν έχετε το δικαίωμα επιτρέψτε μου να πω, να καλείτε κάποιον να μιλήσει. Να καλείτε κάποιον να μιλήσει, με την απειλή ότι, μπορεί υπ’ αυτούς τους όρους αν δεν μιλήσει, αν κάνει χρήση του δικαιώματος που του δίνει ο νόμος, να έχει χειρότερη μεταχείριση από πλευράς σας. Ο νόμος του το δίνει το δικαίωμα. Αν δεν το έδινε, θα σας καταλάβαινα, αλλά το δίνει ο νόμος όμως, τι νόημα έχει η δική σας επίκληση;

Να τον καλείτε πολύ περισσότερο να μιλήσει, για να αντιστοιχηθεί με τους αξιακούς κώδικες εκείνων που μίλαγαν, δες τον Κουφοντίνα, δεν είναι ωραίος, δεν είναι παλικάρι; Πες τα και εσύ. Μα κύριε Πρόεδρε αν πρέπει να χρησιμοποιούμε αυτούς τους αξιακούς κώδικες αυτών που μιλάνε, γιατί αυτό δεν το απευθύνατε και στον κ. Τσελέντη, και στον κ. Κονδύλη, γιατί δεν απευθύνετε την ίδια προτροπή, αν αυτοί είναι αξιακοί κώδικες, θα έπρεπε να το κάνατε. Αν δεν το κάνατε, η σκοπιμότητα που υπηρετούν τέτοιου είδους εκκλήσεις, θα προβληματίσουν. Και θα έλεγα ότι σε κάθε περίπτωση είναι κάτι που δεν αντιστοιχεί στο νόμο.

Πολύ περισσότερο θα έλεγα ότι με τυπικό τρόπο, με μια τυπική σας απόφαση, η οποία αντιβαίνει σε όλη την νομολογία σχεδόν που έχουμε, διαβάστηκαν οι προανακριτικές, πιστεύω παράτυπα και παράνομα σ’ αυτή την αίθουσα. Χαμογελάτε, το ξέρω πόσο σας ήταν αναγκαίες, παρόλα αυτά, παράτυπη και παράνομη ήταν η ανάγνωσή τους. Ο νόμος λέει κάτω από ποιους όρους διαβάζονται, λέει τι διαβάζονται. Τι νόημα έχει το διάβασμα ολόκληρων καταθέσεων σε ανθρώπους οι οποίοι μερικά ομολογούσαν. Τι νόημα είχε στη περίπτωση ανθρώπων σαν τον Βασίλη Τζωρτζάτο ή σαν τον Θωμά Σερίφη να διαβάσετε , ολόκληρη την ανακριτική του κατάθεση; Δεν ήταν αντίθετο με το γράμμα του νόμου; Ήταν αντίθετο με το γράμμα του νόμου. Ήταν η απόφασή σας δίκαιη; Ήταν η απόφασή σας μια απόφαση που αντιστοιχεί στη δίκαιη δίκη; Ήταν η τήρηση ακόμα και των δικονομικών κανόνων κατά τον τύπο τους; Ήταν σύμφωνη σε εκείνη τη περίπτωση; Δεν ήταν.

Εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει. Ενδιαφέρει άλλους συναδέλφους μου. Και να καταγράψουμε και μια ακόμα παραβίαση που γίνεται σ’ αυτά τα πλαίσια αυτής της φάσης της διαδικασίας. Το τεκμήριο αθωότητας. Θεμέλιο δικαιικής τάξης και κανόνας άσκησης πολιτισμού χαρακτηρίζεται από τον Αλεξιάδη και είναι.

Δεν προστατεύεται από το νόμο όμως, προστατεύεται από την ΕΣΔΑ, προστατεύεται από το Διεθνές Σύμφωνο, από τη Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από το Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Και έχει κριθεί και θεωρείται ότι το τεκμήριο αυτό, δεν καλύπτει μόνο εσάς, καλύπτει το τεκμήριο αυτό όλα τα δικαστικά πρόσωπα και τους ιδιώτες επομένως που εμπλέκονται στη δίκη, καλύπτει και την πολιτική αγωγή που εμπλέκεται στη δίκη και αυτή οφείλει να το σεβαστεί. Οφείλουν να το σεβαστούν με τις τελευταίες νομολογιακές εξελίξεις με τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΣΔΑ, και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα ΜΜΕ αποτελεί άλλωστε αναφορά και στο σχέδιο του συνόλου αρχών του 1977 του ΟΗΕ, επομένως δεν είναι οι τελευταίες κατευθύνσεις της ΕΣΔΑ, και τα ΜΜΕ οφείλουν να σεβαστούν το τεκμήριο αθωότητας.

Δεν πρόλαβα να δω ποια είναι η έκβασή της είναι η υπόθεση Πολιτσίνου κατά Μάλτας, που αφορά ένα τέτοιο ζήτημα, η οποία έχει κοινοποιηθεί είναι από το 1999 στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στα πλαίσια των διαδικασιών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Συναφέστατο τεκμήριο είναι βεβαίως και το δικαίωμα σιωπής. Και κατά συνέπεια όλων αυτών, είναι ότι οι αμφιβολίες είναι υπέρ του κατηγορούμενου. Ο νόμος απαιτεί την απόδειξη της ενοχής. Ο νόμος δεν απαιτεί την απόδειξη της αθωότητας. Δεν μας επιβάλει να συνεργαστούμε μαζί σας, για να μας καταδικάσετε κύριοι Δικαστές. Μας δίνει το δικαίωμα να αμυνθούμε για να μην μας καταδικάσετε. Αλλά δεν μας επιβάλει, ούτε μας ζητά να συνεργαστούμε μαζί σας, για να βοηθήσουμε στην καταδίκη μας. Για να βοηθήσουμε στην απόδειξη της ενοχής. Αυτό είναι δικό σας έργο. Αν δεν μπορείτε να το κάνετε, είναι δικό σας πρόβλημα. Δεν είναι δικό μας.

Και ο νόμος μας προστατεύει απέναντι σ’ αυτό και οφείλετε αυτό να το σεβαστείτε, είναι θεμέλιο δικαιικής τάξης, είναι κανόνας άσκησης πολιτισμού, για να επαναλάβω τα λόγια του κ. Αλεξιάδη. Στη μεγαλύτερη δίκη της νεώτερης ιστορίας μας, το τεκμήριο αθωότητας παραβιάστηκε πολλαπλά. Κατηγορούμενοι διασύρθηκαν από το τύπο, καθυβρίστηκαν από δημόσια πρόσωπα, οι καταθέσεις τους, οι απολογίες τους, η προσωπική τους ζωή εκτέθηκε βορά του κάθε αδαούς μέσα από τον τύπο, από τα κανάλια, σπιλώθηκαν, απειλήθηκαν και καταγγέλθηκαν οι μάρτυρες και οι υπερασπιστές τους.

Λιντσαρίστηκαν ηθικά προτού φθάσουν σ’ αυτή την αίθουσα. Η ίδια η διαδικασία με την ταχύτητα, την αοριστία, την καταπάτηση των δικονομικών κανόνων, με τον χλευασμό των μαρτύρων υπεράσπισης, επιτρέψτε μου, είπατε ότι ήταν ισότιμοι, δεν ήταν ισότιμοι. Εγώ έχω την αίσθηση κ. Πρόεδρε ότι εδώ απέναντί σας, η κάθε κυρία Γεννηματά είχε τον σεβασμό σας. Είχαν τον σεβασμό σας οι μάρτυρες υπεράσπισης; Είχε τον σεβασμό σας ο κ. Μπιτσάκης; Αναφέρομαι στον κ. Μπιτσάκη, με έθιξε, με πείραξε ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε μέσα σ’ αυτή την αίθουσα, λιγότερο από σας και περισσότερο από την πολιτική αγωγή. Είναι κορυφή διεθνούς αναγνώρισης και προπηλακίστηκε και αυτός και αρκετοί άλλοι μάρτυρες από τους μάρτυρες υπεράσπισης. Αν μου το λέτε είναι έτσι δεν το άκουσα. Αλλά η συμπεριφορά που είδα απέναντι στον άνθρωπο αυτό, δεν είναι αντίστοιχη, δεν δικαιούστε να λέτε σε έναν άνθρωπο που είναι κορυφή στο κόσμο, στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή στην επιστήμη του, να του λέτε από ποιο πανεπιστήμιο μας ήρθες εσύ; Και είσαι και καθηγητής τι είναι αυτά που λες. Νομίζω ότι δεν το είπατε εσείς, αλλά η πολιτική αγωγή. Το από ποιο πανεπιστήμιο μας ήρθες εσύ, απευθύνθηκε και σε άλλους μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν θυμάμαι ποιους. Ήταν μια διαδικασία στην οποία δεν συμμετείχα, την παρακολουθούσα ακροθιγώς και εκπλησσόμουν με τον τρόπο αντιμετώπισης.

Προπηλακίστηκαν οι συνήγοροι υπεράσπισης από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής, ακόμα και με επιστολές και με καταγγελίες που κατατέθηκαν στο Δικαστήριό σας. Όταν ένας μάρτυρας ήταν υπέρ της αθωότητας, όταν ο ισχυρισμός που εισφερόταν από το μάρτυρα ήταν ένας ισχυρισμός υπέρ της αθωότητας, συνεκτιμάτο. Όταν όμως ήταν για την καταδίκη του κατηγορούμενου για την ενοχή, εκτιμάτο κύριε Πρόεδρε.

Και υπάρχει ένα ζήτημα. Αν με την δίκαιη προσέγγισή σας και με την επιλογή που έγινε την προανακριτική, φθάσει το Δικαστήριό σας και θα φθάσει βέβαια να απορρίψει την αξιοπιστία μαρτύρων σαν αυτή της κας Γεννηματά, μήπως θα είναι για να νομιμοποιήσει μαρτυρίες, τύπου Μπερετάνων και Βουτσαλίδων; Υπάρχει ένα ζήτημα.

Και να κάνω μια τελευταία αναφορά στους θεσμούς. Μας κατηγορείτε ότι προσπαθούμε να υπονομεύσουμε το κύρος της διαδικασίας και το κύρος της δικαιοσύνης. Εμείς θεωρούμε ότι είχαμε σ’ αυτή την δίκη επαναδιαπραγμάτευση όλων των αξιών του δικαίου και δεν θεωρούμε μόνο εμείς, δεν είμαστε εμείς που κάναμε κριτική στους θεσμούς σ’ αυτή τη διαδικασία. Την έκαναν κορυφαία της νομικής επιστήμης στο τόπο μας. Ο καθηγητής κ. Πανούσης, Σάββατο στις 4/3 γράφει ότι, τα ατομικά δικαιώματα απορροφήθηκαν από το δημόσιο συμφέρον. Όργανο καταπίεσης στην υπηρεσία του κράτους χαρακτηρίζει τη δικαιοσύνη, ρωτάει μάλλον, μήπως η δικαιοσύνη έχει μετατραπεί σε όργανο καταπίεσης στην υπηρεσία του κράτους; Μήπως υπάρχει τεκμήριο εξουσίας; Και ο κ. Πανούσης συνοδοιπόρος είναι κ. Πρόεδρε; Ο κ. Μανωλεδάκης μιλάει για καθεστώς έκτακτης ανάγκης και εκτροπής από το κράτος δικαίου. Ο καθηγητής της Θεσσαλονίκης ο κ. Λάμπρος Μαργαρίτης ο συνονόματός σας, μιλάει για έκτακτο ευκαιριακό ειδικό δικονομικό καθεστώς.

Και ποια ήταν η κριτική που κάναμε σ’ αυτή την αίθουσα; Κάναμε την κριτική αυτή που μας αντιστοιχούσε. Κρίναμε τις διαδικασίες, κρίναμε τις παραβιάσεις. Καταγγείλαμε τις παραβιάσεις. Καταγγείλαμε τους θεσμούς. Ναι, δεν καλύπτει, δεν προστατεύει κανείς τους θεσμούς συγκαλύπτοντας, αποκαλύπτοντας προστατεύονται οι θεσμοί. Εσείς όμως κ. Πρόεδρε δυσανασχετούσατε κάθε φορά που προσπαθούσαμε να αποκαλύψουμε τις παραβιάσεις των θεσμών.

Δυσανασχετούσατε και σ’ αυτά τα πράγματα που δεν σας αφορούσαν. Σας ενοχλούσε να θίγεται εδώ μέσα ο πολιτικός κόσμος της χώρας. Σας ενοχλούσε να θίγετε ο οικονομικός κόσμος της χώρας και ας πλουτίζει σε βάρος του κόσμου. Του κοσμάκη που είναι μέσα στη λιτότητα και στη φτώχια 15 χρόνια τώρα. Σας ενοχλούσε να μιλάμε για τους θεσμούς που έργο τους είναι η προστασία του πολίτη και που δεν μπόρεσαν να το ασκήσουν.

Στη διάρκεια εκείνης της διαδικασίας, εκείνου του εφιάλτη του τρομολαγνικού του προηγούμενου καλοκαιριού, η πολιτεία μας έχει θεσμούς, έχει ανεξάρτητες αρχές που όφειλαν να παρέμβουν, υπάρχει Συνήγορος του Πολίτη, που ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, που ήταν η Αρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων στην οποία απευθυνθήκαμε κιόλας, χωρίς να βρούμε στήριξη και βοήθεια; Πού ήταν το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο; Και σ’ αυτό απευθυνθήκαμε. Σας κατέθεσα τις αποφάσεις, καμιά βοήθεια.

Προσπαθούσε η ΕΣΗΕΑ να συγκρατήσει τους οχετούς και δεν άντεχε και δεν μπορούσε. Αμήχανη, απρόθυμη, έως και εχθρική ήταν και αυτή η Επιτροπή Δεοντολογίας που φτιάχτηκε από κορυφές του νομικού μας πολιτισμού. Σας ενοχλεί να καταγγέλλονται. Σας ενόχλησε και αντισταθήκατε όταν προσπαθήσαμε να εξετάσουμε εδώ τους αρχηγούς που ήρθαν να καταθέσουν για την υπόθεση Ριανκούρ. Δεν έχουμε στοιχεία εκτός απ’ αυτά της δικογραφίας, δεν ξέρουμε παραπάνω απ’ αυτά που αναδείχθηκαν. Δεν πιστεύουμε κανέναν απ’ αυτούς που ήρθαν να καταθέσουν εδώ μέσα και δεν πιστέψατε και εσείς κανέναν απ’ αυτούς που ήρθαν να καταθέσουν, από όποια πλευρά και αν ήρθαν να καταθέσουν. Αλλά δεν θελήσατε να αγγίξετε το κύρος αυτών των θεσμών σ’ αυτή την αίθουσα. Και επομένως δικαιούμαι και εγώ να ρωτάω, υπάρχει τεκμήριο εξουσίας;

Υπάρχει ένα μόνο πράγμα το οποίο μπορεί να νομιμοποιεί αυτές τις καταστάσεις. Όχι μόνο να νομιμοποιεί ηθικά, αλλά να νομιμοποιεί πολιτικά και αυτό το μόνο πράγμα που μπορεί να νομιμοποιεί και να εξηγεί πολιτικά, είναι ότι έχουμε μια πολιτική δίκη κ. Δικαστές, δικάζονται πολιτικές πράξεις σ’ αυτή την αίθουσα, δικάζονται και πολιτικά πιστεύω σ’ αυτή την αίθουσα. Σ’ αυτή την αίθουσα θα πρέπει να βγουν μηνύματα, σας επιβάλλουν να βγουν μηνύματα πολιτικά, δεν σας επιβάλλουν μόνο να πάρετε ποινικές αποφάσεις, βαρύτατης ποινικής απαξίας οι πράξεις που δικάζουμε, δεν το συζητάμε. Δεν αμφισβητούμε αυτή τη διάσταση αυτής της δίκης. Μας αφορά όμως και η άλλη.

Αυτό και μόνον αυτό, είναι αυτό που δικαιολογεί όλα αυτά που γίνονται εδώ μέσα. Αυτό που εσείς δεν θελήσατε να αναγνωρίσατε στην αρχή της δίκης. Ήταν προκαθορισμένη, προδιαγεγραμμένη η πορεία και ήταν δεδομένη η απόφαση για το πολιτικό έγκλημα.

Να πω λοιπόν ότι όχι μόνον αυτή, αλλά και όλες οι υπόλοιπες αποφάσεις σας, στην αρμοδιότητα, στην ακυρότητα των προανακριτικών, στην προανάκριση του Σάββα και στην ανάκριση του Σάββα, στην παρουσία των όπλων στον Ανακριτή, στην απολογία χωρίς συνήγορο, στην ανάγνωση και χρήση των προανακριτικών, γίνανε αποφάσεις που χαρακτηρίστηκαν από κάτι. Αξιοποιήσατε νομίζω, την χειρότερη νομολογία και πετάξατε στο καλάθι της δικαστικής ιστορίας την καλύτερη. Υποκλίθηκε η νομιμότητα στη σκοπιμότητα. Αλλά παραβιάστηκε ακόμα και αυτή η νομιμότητα. Με συνέπειες που νομίζω ότι θα είναι οδυνηρές για την ιστορία της δικαιοσύνης μας τα επόμενα χρόνια. Θα καθορίσει η νομολογία τα δικαστήριά μας, θα καθορίσει τις αποφάσεις που θα παίρνονται στα μικρά δικαστήρια. Θα καθορίσει με το χειρότερο τρόπο κάποιες από τις αποφάσεις σας, αυτά που θα γίνονται στα μικρότερα δικαστήρια.

Και ήθελα να πω κάτι. Ότι συχνά το σκεπτικό των αποφάσεών σας, επειδή ήσαστε δίκαιοι και το εννοώ, ως συνειδήσεις, συχνά το σκεπτικό σας κονταροχτυπιέται με το διατακτικό. Έχουμε αποφάσεις σας συχνά που στο σκεπτικό, κατοχυρώνετε, δικαιώνετε το δίκαιο, το νόμο, την ουσία του νόμου, τιμάτε την δικαιοσύνη, υπερασπίζεστε το δικαίωμα. Το διατακτικό σας όμως το διαψεύδει.

Η ένσταση για τον πολιτικό χαρακτήρα, τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης και των ενεργειών που ήρθατε να δικάσετε εδώ μέσα, ήταν η μόνη ένσταση την οποία προβάλαμε. Ήταν η μόνη ένσταση την οποία προβάλαμε από πλευράς του Δημήτρη Κουφοντίνα, ως ένσταση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου σας, να δικάσετε την υπόθεση. Ως ένσταση αντισυνταγματικότητας του νόμου. Ήταν η μόνη ένσταση που προβάλαμε, γιατί πιστεύαμε ότι μια τέτοια υπόθεση, μια υπόθεση που έχει πολιτικό χαρακτήρα, μια υπόθεση σε ένα τέτοιο ζήτημα όπου συγκρούεται, όπως είπαμε όπου αμφισβητείται ο πυρήνας της πολιτικής εξουσίας, το πολιτικό μας σύστημα, μπορεί να δικαστεί μόνο από λαϊκούς δικαστές. Μόνο λαϊκοί δικαστές, μπορούν και πρέπει να δικάζουν τέτοιου είδους δίκες. Μόνο κατά το Ορκωτικό σύστημα, μπορούσαν να κριθούν τέτοιου είδους δίκες.

Είναι πολιτικός ο χαρακτήρας της δράσης, το ξαναλέω, ανεξάρτητα από την βαρύτατη ποινική απαξία που έχουν αυτές οι πράξεις, είναι πολιτικός ο χαρακτήρας των ενεργειών, είναι πολιτικός με όρους ιστορίας, με όρους κοινωνίας. Η ιστορία και η κοινωνία καταγράφουν αυτή τη δράση σαν πολιτική. Καταγράφουν αυτή την υπόθεση σαν μια πολιτική υπόθεση. Είναι πολιτικός υποστηρίξαμε και με όρους δικαίου. Γιατί έχουμε μια οργανωμένη δράση, στα πλαίσια ενός πολιτικού σχηματισμού, που έχει απώτερο σκοπό την αλλαγή του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, μια δράση που πλήττει το πολιτικό σύστημα, πλήττοντας το κράτος στην ουσία του και στις ιδιαίτερες εκφάνσεις του που συνιστούν την ιδιαίτερή του υπόσταση, που πλήττει το κράτος τα έννομα αγαθά εκείνα, που αποτελούν την ασπίδα προστασίας του κράτους, την δημόσια τάξη, τις διεθνείς σχέσεις. Έχουμε μια δράση που είναι και με όρους δικαίου πολιτική, γιατί βάλλει κατά του δοσμένου κοινωνικού συστήματος, πλήττοντας εκπροσώπους των οικονομικών δομών αυτού του συστήματος.

Πήραμε μια απόφαση για το πολιτικό έγκλημα. Μετά από πολυήμερες εδώ συζητήσεις, δεχόμενοι ότι πολιτικό έγκλημα νοείται αυτό, που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξης, που υπάρχει σύμφωνα με το ισχύον πολίτευμα και ως συναφές, εκείνο που τελεί σε τέτοια συνάφεια, ώστε η προσβολή που επέρχεται σε κάποια έννομα αγαθά, σε κάποιο έννομο αγαθό, να έχει άμεσο αποτέλεσμα, στην παρασκευή των μέσων για την διάπραξη του πολιτικού εγκλήματος, αποδεχόμενη την αντικειμενική θεωρία, την διδασκαλία της αντικειμενικής θεωρίας και ορίζοντάς το με βάση τις δικές της εκδοχές.

Ήταν δεδομένο βεβαίως ότι ήταν προκαθορισμένη η κρίση σας πάνω σ’ αυτό. Δεν κρίνεται κάτω από τέτοιους όρους η ποιότητα της δράσης. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί ένα δικαστήριο το οποίο να αμφισβητήσει τον εαυτό του, να ακυρώσει τον εαυτό του. Ήταν μια απόφαση σκοπιμότητας. Δεν ήταν μια απόφαση νομικής ορθότητας. Είπατε, είναι πολιτικό έγκλημα αυτό που δεν υπάρχει. Όμως οι νομικές έννοιες, πρέπει να έχουν σχέση με την πραγματικότητα, πρέπει να βγαίνουν από την πραγματικότητα. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι αυτή που φτιάχνει το έδαφος, πάνω στο οποίο θα γίνουν, θα φτιαχτούν στη συνέχεια, οι νομικές έννοιες.

Δεν μπορεί να φτιάχνονται στο σωλήνα του νομικού εργαστηρίου, του νομικού σπουδαστηρίου, τα λέγαμε και τότε. Αλλιώς δεν πείθουν και δεν ασκούν το ρόλο τους στη κοινωνία, δεν πείθουν την κοινωνία και δεν την αφορούν. Και βέβαια, το πολιτικό έγκλημα και η πολιτική δράση, η πολιτική βία δεν είναι καταρχήν αντικείμενο της νομικής θεωρίας, η πολιτική δράση η πολιτική βία, είναι αντικείμενο της πολιτικής επιστήμης. Είναι αντικείμενο άλλων τομέων γνώσης δεν είναι της νομικής επιστήμης.

Η σημερινή πραγματικότητα νομοκρατείται και ποινικοκρατείται. Ο νόμος υπεισέρχεται στη ρύθμιση όλων των κοινωνικών σχέσεων. Και η κοινωνική πραγματικότητα δεν καθορίζει πια τον νόμο, αλλά ο νόμος καθορίζει την πραγματικότητα. Αυτό είναι το καθεστώς στο οποίο ζούμε. Σε ένα τέτοιο κλίμα, τα δικαστήρια ανάγονται σε ρυθμιστές, της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής.

Ανάγονται σε ερμηνευτές της. Πολύ περισσότερο τα Δικαστήρια νομοθετούν. Και συχνά οι αποφάσεις σας συνιστούν νομοθεσία. Όμως η ιστορία δεν γράφεται στα Δικαστήρια. Η δικαστική κατάληξη είναι εκφυλισμός της ιστορίας, εκφυλισμός των ιστορικών φαινομένων. Τι μας είπε το βούλευμα; Μας είπε το βούλευμα ότι πολιτικό έγκλημα είναι το έγκλημα που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της καθεστηκυίας τάξης. Συνεπώς μας λέει, τρομοκρατικές ενέργειες που έπληξαν αθώα θύματα, ή προκάλεσαν κίνδυνο σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, συνδυαζόμενες μάλιστα με ληστείες, κλοπές κλπ, δεν αποτελούν πολιτικά εγκλήματα, αλλά συγκροτούν αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.

Μ’ αυτή τη διατύπωση το βούλευμα χαρακτηρίζει τρομοκρατικές πράξεις, τις περιεχόμενες στη κατηγορία, ταυτολογώντας δε, αποφαίνεται ότι ως τρομοκρατικές πράξεις δεν εμπίπτουν στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Βεβαίως δεν υπάρχει νομική κατηγορία, περί τρομοκρατίας, τρομοκρατικής πράξης, στο δικό μας ποινικό σύστημα, στην δική μας δικαιική τάξη.

Υπάρχουν οι συμβάσεις οι διεθνείς τις οποίες υπογράψαμε, όπου υπάρχει ο όρος τρομοκρατία. Δεν υπάρχει ορισμός της τρομοκρατίας. Τα είπαμε επί μακρό και τότε. Και νομίζω ότι και σ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, εσείς δεν χρησιμοποιήσατε τον όρο τρομοκρατία. Εσείς ως δικαστές δεν χρησιμοποιήσατε τον όρο τρομοκρατία. Τουλάχιστον από ένα μέρος και μετά της διαδικασίας, νομίζω ότι δεν άκουσα από σας αυτό τον όρο. Και νομίζω ότι δεν τον άκουσα ούτε από τους κ. Εισαγγελείς, πλην μιας περίπτωσης νομίζω, που τον άκουσα από τον κ. Λάμπρου, σε χρήση.

Αυτά είπε το βούλευμα, αυτά είπε η απόφασή σας. Είπε η απόφασή σας λοιπόν, ότι δεν είναι πολιτικό έγκλημα αυτό που περιγράφεται στο βούλευμα. Και από εκεί και πέρα σταθήκαμε όλοι για να δούμε τι περιγράφεται στο βούλευμα. Από εκεί και πέρα, ξεχνώντας την απόφασή σας ασχοληθήκαμε όλοι μας μ’ αυτό που ήταν αυτονόητο. Το πολιτικό χαρακτήρα της δράσης, δράσης το ξαναλέω ποινικής απαξίας, η οποία δικάζεται σ’ αυτή την αίθουσα.

Μ’ αυτό ασχοληθήκατε εσείς. Μ’ αυτό ασχολήθηκαν οι περισσότεροι των μαρτύρων. Μ’ αυτό ασχοληθήκανε οι περισσότεροι της πολιτικής αγωγής στις ερωτήσεις που κάνανε. Μ’ αυτό ασχοληθήκανε τα ίδια τα θύματα των ενεργειών που ήρθαν για να καταθέσουν εδώ μέσα. Μ’ αυτό ασχοληθήκανε οι δικηγόροι τους, όταν ήρθαν να αγορεύσουν, πάνω στα ζητήματα που αφορούσαν την κατηγορία.

Για να το επιβεβαιώσουμε όλοι στη διάρκεια της διαδικασίας το αυτονόητο, ότι και η βίαιη πολιτική δράση, είναι πολιτική δράση. Ότι η δράση αυτή αποτέλεσε μια πολιτική πρόταση. Αποτέλεσε ιστορικά μια πολιτική πρόταση. Δεν χρησιμοποιώ δικά μου λόγια. Για να μην θεωρηθώ και κατηγορηθώ αντίστοιχα, από διάφορους, αύριο όχι από σας, χρησιμοποιώ τα λόγια ενός κυβερνητικού στελέχους, του καθηγητού κ. Λοβέρδου, από το βιβλίου του «Παρεκκλίσεις› και με βάση τις αναλύσεις του για το αυταρχικό κράτος.

Λέει λοιπόν στις Παρεκκλίσεις ο κ. Λοβέρδος, αναφέρεται στην ευρεία προσπάθεια απολιτικοποίησης της πολιτικής δράσης, στην οποία έχει επιδοθεί σήμερα η Διεθνής Κοινότητα, προσπαθώντας να εξοβελίσει τον όρο πολιτικός, απ’ όλα τα νομικά κείμενα, στα οποία είχε εμφιλοχωρήσει τις προηγούμενες δεκαετίες. Όλες οι συμβάσεις για την έκδοση, όλες οι συμβάσεις για τις βομβιστικές ενέργειες, όλες οι συμβάσεις για τις αεροπειρατείες, όλες οι συμβάσεις δικαστικής συνεργασίας, όλες οι συμβάσεις αστυνομικής συνεργασίας, δεν παραλείπουν να αναφέρουν στις διατάξεις τους, επικεντρώνουν μάλιστα τις διατάξεις τους, ξεκινάνε τις διατάξεις τους, με την ρητή αναφορά και το ρητό ξεκαθάρισμα. Η τρομοκρατική δράση δεν είναι πολιτικό έγκλημα, δεν θεωρείται πολιτική δράση. Η πολιτική δράση δεν θεωρείται πολιτική δράση. Αυτό μας λέει. Δεν έχουμε δει βέβαια καμιά σύμβαση απ αυτές τις διεθνείς που υπογράφονται για την καταπολέμηση των ναρκωτικών να νιώθει την ανάγκη να κάνει την διαφοροποίηση, δεν είδαμε ποτέ σε καμιά τέτοια σύμβαση, ότι τα ναρκωτικά το εμπόριο ναρκωτικών δεν είναι πολιτικό έγκλημα, δεν είναι πολιτικό υπόθεση, εκεί δεν νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν. Είναι προφανές. Νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν, εκεί που είναι πραγματικά πολιτική η δράση, πολιτικός ο χαρακτήρας και που υποβάλλεται απ’ αυτούς που χαράζουν τις τύχες μας στον πλανήτη να αποπολιτικοποιηθεί.