Πολιτική
Τρίτη, 30 Σεπτεμβρίου 2003 20:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (30/09/2003) Μέρος 4/5

Λέει λοιπόν ο κ. Λοβέρδος για την αποπολιτικοποίηση της βίαιης ποινικής πολιτικής δράσης στο βιβλίο του, ?λέει αυτής της καθολικής αποπολιτικοποίησης η κρυφή της πλευρά είναι η ιδεολογική. Στην περίπτωση της τρομοκρατίας εναντίον του κράτους, το καθοριστικό στοιχείο είναι η μια βίαια μέσα αμφισβήτηση από το υποκείμενο, τόσο του σκληρού πυρήνα του αστικού κράτους, της αναμφισβήτητης μονοπώλησης της βίας, όσο και του θεμελιώδους για το αστικό κράτος μύθου των συνταγματικών πολιτικών διαδικασιών συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας. Η με άλλες λέξεις αμφισβήτηση της μοναδικότητας και της παντοδυναμίας, της συνταγματικά κατοχυρωμένης πολιτικής τάξης του σύγχρονου κράτους.

Η πολιτική βία είναι μια πολιτική πρόταση. Η έννοια της πολιτικής είναι σαφώς ευρύτερη από τα οποιαδήποτε δικαιικά πλαίσια που καθορίζονται στα όρια μιας συγκεκριμένης συνταγματικής τάξης. Αυτά λέει ο κ. Λοβέρδος. Δεν είναι ο κ. Λοβέρδος κυβερνητικό στέλεχος σήμερα, δεν κινδυνεύει να θεωρηθεί τρομοκράτης, δεν κινδυνεύει να θεωρηθεί συνοδοιπόρος ή συμπαθών, δεν είναι με οποιονδήποτε τρόπο ύποπτος για το οτιδήποτε γι’ αυτό αναφέρομαι σ’ αυτόν.

Θα επανέλθω, θα σταματήσω σ’ αυτό το σημείο το ζήτημα του πολιτικού εγκλήματος, και θα επανέλθω θα σταματήσω σ’ αυτό το σημείο, για να αναφερθώ για λίγο, σε ένα άλλο κομμάτι που αφορά τη διαδικασία μέσα σ’ αυτή την αίθουσα. Θα επανέλθω και θα σας μιλήσω για την δράση της οργάνωσης. Και θα ήθελα να αναφερθώ στις αγορεύσεις των εισαγγελέων. Είναι 12 κ. Πρόεδρε, με έχουν εγκαταλείψει οι αντοχές μου.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όπως ξέρετε στις 12.30 τρώνε. Να μην τεμαχιζόμεθα εδώ γιατί είναι θέμα ωραρίου.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Είχα λοιπόν την αίσθηση, από τις αγορεύσεις των κ. Εισαγγελέων ότι 6 μήνες αποδεικτικής διαδικασίας, δεν πρόσθεσαν τίποτα στη γνώση τους γύρω απ’ αυτή την απόφαση. Είχα την αίσθηση μετά τις αγορεύσεις τους, ότι θα μπορούσαν να είχαν πει τα ίδια πράγματα στην αρχή της δίκης, με την ίδια ακριβώς αιτιολογία, με την ίδια στήριξη. Θα μπορούσαν να τα έχουν πει με μόνη την χρήση του βουλεύματος. Ή ίσως και λίγο της δικογραφίας, των τυπικών ανακρίσεων, όπως είχαν προκύψει στο διάστημα μέχρι της 2 Μαρτίου.

Με προσωπική φόρτιση ο κ. Λάμπρου, με υποκειμενική αντίληψη περί αντικειμενικότητας ο κ. Μαρκής. Παρατήρησε ο κ. Μαρκής, δεν σας προσβάλω κ. Μαρκή ελπίζω, παρατηρώ κάτι, ήταν ένας υποκειμενικός τρόπος αυτός με τον οποίο τοποθετηθήκατε αντικειμενικά σε διάφορα ζητήματα, που προέκυπταν από τη διαδικασία. Παρότι πρέπει να πω ότι σε πολλές από τις προτάσεις σας, διαπίστωσα αυτό που είπα και πριν, ότι σταθήκατε δίκαιος παραπάνω απ’ ότι σας επέβαλε το βούλευμα, παραπάνω απ’ ότι σας επέβαλαν οι προκαθορισμοί αυτής της ιστορίας.

Δεν έχουμε εδώ αγγλοσαξωνικό σύστημα, σωστά παρατηρήσατε, εδώ σε μας η εισαγγελική αρχή οφείλει να ερευνά και να ψάχνει την αλήθεια. Δεν οφείλει μόνο να στηρίζει την αλήθεια. Δεν οφείλει μόνο να στηρίζει την κατηγορία. Οφείλει να αναζητήσει στοιχεία. Οφείλει να αναδείξει τα κρίσιμα στοιχεία. Οφείλει να αιτιολογήσει τις προτάσεις της. Οφείλει να τις τεκμηριώσει και να μας απαντήσει στα ερωτηματικά και στους ισχυρισμούς που τέθηκαν. Δεν είμαι σίγουρη αν ποτέ στη διάρκεια των αγορεύσεών σας, είτε εσείς, είτε ο κ. Λάμπρου, ασχοληθήκατε καθόλου με κάποιον από τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιόν σας σ’ αυτή την αίθουσα. Ως τέτοιων, ως υπερασπιστικών ισχυρισμών, έστω και για να τους αντικρούσετε.

Όχι για να τους κάνετε δεκτούς. Η πρότασή σας, με τον ίδιο τρόπο που έκανε και το βούλευμα, συνολικοποιεί τις κατηγορίες, δεν εξειδικεύσατε σχεδόν ποτέ την επιμέρους συμμετοχή του οποιουδήποτε απ’ αυτούς για τους οποίους ζητάτε σχεδόν ποτέ κ. Μαρκή, σχεδόν ποτέ. Αυτό στον οποίον ζητάτε την συμμετοχή, την επιμέρους συμμετοχή, την ειδική συμμετοχή, αν θέλετε. Τον τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται στη πράξη. Το ήταν και αυτός εκεί, αν μου επιτρέπετε, γιατί ο λέει ο τάδε, δεν αρκεί. Δεν αιτιολογήσατε ποτέ τα συμπεράσματα των προτάσεών σας.

Κάποιες από τις προτάσεις σας, οι περισσότερες, στερούνται σχεδόν παντελώς αποδεικτικής τεκμηρίωσης. Αλλά και το κυριότερο, σε μια σειρά από ζητήματα, σε μια μεγάλη σειρά από υποθέσεις, λείπει παντελώς η πρότασή σας. Δεν είναι πρόταση, δεν είναι πρόταση εισαγγελέως σε μια τέτοια δίκη, σε μια από τις ιστορικές δίκες του τόπου μας, δεν είναι πρόταση εισαγγελέως, επιτρέψτε μου κ. Εισαγγελεύ, το «και όπου δεν είπα, ένοχοι είναι›. Γιατί εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να σας απαντήσουμε μ’ αυτό τον τρόπο. Και γιατί είσαστε εδώ για να αποδείξετε την ενοχή, είσαστε εδώ για να τεκμηριώσετε την ενοχή. Και πάνω σε τι θα σας αντικρούσουμε; Πάνω σε ποια επιχειρήματά σας θα απαντήσομε; Ελλείπει από το βούλευμα η αιτιολογία. Ελλείπει η εξειδίκευση. Σε ποια εξειδίκευση θα τοποθετούμε εμείς; Ποια είναι η κατηγορία τελικά, πάνω στην οποία πρέπει να τοποθετηθούμε;

Γιατί η υπεράσπιση με το δικό μας δίκαιο είναι αντίκρουση, ποια αντίκρουση θα κάνουμε σε μια τέτοια κατασκευή; Το άλλο πράγμα που με απασχόλησε στις αγορεύσεις σας, είναι ότι δείχνατε ένα λεπτό, να μην είχατε προβληματιστεί στη διάρκεια της δίκης, μα ένα λεπτό για τις πολύ σοβαρές παραβιάσεις του νόμου, που διαπιστώσαμε, που το δέχομαι ότι για λόγους σκοπιμότητας έπρεπε να παραβλέψετε, αλλά δεν ένιωσα να προβληματίζεστε έστω ένα λεπτό, το καταλαβαίνω μάλλον ότι για λόγους σκοπιμότητας θα έπρεπε να παραβλέψετε, δεν σας είδα όμως ένα λεπτό να αγωνιάτε γι’ αυτό που λέγεται απονομή δικαιοσύνης. Μια απονομή δικαιοσύνης που δεν αφορά τούτους εδώ, εδώ θα βγουν οι αποφάσεις που θα βγούνε, εδώ θα μπούνε οι ποινές που θα μπούνε. Αλλά το ξαναλέω, τα δικαιώματα θα τα βρούμε μπροστά μας, στη παραβίαση των δικαιωμάτων. Στο σύστημα καταστολής που στήνει, που εξυφαίνεται μέσα από αποφάσεις σαν και αυτές που παίρνονται σ’ αυτή τη δίκη, μέσα από γραμμές που χαράζονται μέσα από αυτή τη δίκη. Και άθελά σας πολλές φορές, θα βαραίνουν επάνω μας τα επόμενα χρόνια.

Δεν αμφισβητήσατε, δεν προβληματιστήκατε ούτε μια στιγμή για τις ανακριτικές αρχές. Δεν προβληματιστήκατε ούτε μια στιγμή για τις εισαγγελικές αρχές. Το καταλαβαίνω, είναι και ζήτημα αλληλεγγύης, οφείλατε να το κάνετε, και εγώ στη θέση σας το ίδιο θα έκανα. Δεν προβληματιστήκατε ένα λεπτό για τις διωκτικές αρχές. Αρχές που ξέρετε ότι και οι ίδιοι στις αγορεύσεις σας, αμφισβητήσατε κάποιες στιγμές, την αξιοπιστία του αποτελέσματος των μαρτυριών που φθάσανε εδώ μέσα. Και θα πω πού.

Δεν αμφισβητήσατε τον τρόπο λειτουργίας. Και κάνατε και ακόμα κάτι, συνδράματε στις επιθέσεις ενάντια στους δικηγόρους υπεράσπισης. Αναγνωρίσατε όμως, πρέπει να πω, από την άλλη πλευρά, αναγνωρίσατε την ιστορικότητα της δίκης. Και νομίζω ότι και οι δυο σας, αναγνωρίσατε ότι πρόκειται για μια δίκη ιστορική, μια δίκη ιστορική, όπως δεν μπορεί να είναι η δίκη του Πάσσαρη, μια δίκη που είναι ιστορική, γιατί δεν είναι απλά ποινική δίκη. Γιατί είναι μια πολιτική δίκη.

Αναγνωρίσατε επομένως, μέσα από την ιστορικότητα της δίκης τον πολιτικό της χαρακτήρα. Αναγνωρίσατε τον πολιτικό της χαρακτήρα και με ρητές αναφορές σας. Είπατε κ. Λάμπρου, ότι ερχόταν ο τάδε κατηγορούμενος για να πλήξει τους θεσμούς λέτε, να ανατρέψει το πολίτευμα, κουβαλώντας στο οπλοστάσιό του την ένοπλη επαναστατική βία. Αναφερθήκατε στον Τσε και τον ¶ρη, τιμή μας σ’ αυτή την αίθουσα, τους οποίους αποκαλέσατε γνήσιους επαναστάτες και τιμήσατε με τον λόγο σας.

Αναφερθήκατε στην υπόθεση Γουέλς χαρακτηρίζοντάς την επίθεση στο πολίτευμα, στους θεσμούς. Αυτά δεν σας λέγαμε εδώ όλο το Μάρτιο; Αυτό ακριβώς το πράγμα σας λέγαμε ακριβώς όλο το Μάρτιο ότι είναι επίθεση στους θεσμούς, στο πολίτευμα, ότι είναι αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος, ότι είναι επίθεση αν θέλετε στον πυρήνα αυτού που είναι το πολιτικό σύστημα, η ουσία του είναι ο τρόπος με τον οποίον δομείται, είναι η εξουσία με τον τρόπο, με τις κυρίαρχες δομές εξουσίας και με τα αγαθά τα οποία το περιβάλλον. Είναι το κράτος με τις διαφορετικές εκφάνσεις της νομιμότητας και της υπόστασής του.

Και είπατε ξανά, οι έκρυθμες ενέργειες των κατηγορουμένων, σε τελική ανάλυση επανέρχεστε, στρεφόντουσαν εναντίον της δημοκρατίας της οργανωμένης κοινωνίας. Σκοτώσανε λέτε τους αστυνομικούς και τους εκπροσώπους της δικαστικής αρχής, γιατί ήσαν με την πλευρά του κράτους, γιατί έπλητταν το κράτος. Η διατύπωσή σας ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα που έχει ποτέ επινοηθεί, είναι παρατήρηση που κατοχυρώνει ακριβώς το πολιτικό χαρακτήρα της δίκης. Δεν φαντάζομαι να το είπατε ποτέ σε δίκη επί ναρκωτικών; Το ότι η 17Ν είναι ένα συντηρητικό μόρφωμα με μεσαιωνικές αντιλήψεις, είναι μια κρίση που δεν είναι κρίση ποινική, είναι κρίση πολιτική. Ο παραλληλισμός σας με τους δηλωσίες το ίδιο, αν και δεν κατάλαβα καλά σε ποιους ακριβώς απευθυνόταν.

Η διατύπωσή σας ότι η αστυνομία και η δικαιοσύνη, αποτελούσαν εμπόδιο στα σχέδιά τους για επικράτηση, εμπόδιο η πολιτική και οι πολιτικοί, πού αλλού παραπέμπει κ. Εισαγγελέα; Προς το πολιτικό έγκλημα. Αυτό σας λέγαμε και εμείς. Αυτό προσπαθήσαμε να σας αποδείξουμε. Αυτό υποστηρίξαμε.

Παραπέμπει όμως στο πολιτικό έγκλημα, σε ένα πολιτικό έγκλημα, που δεν είναι πολιτικό έγκλημα με τους όρους μόνο του δικαίου, αλλά είναι και με τους όρους του δικαίου πολιτικό έγκλημα. Η κοινωνία έχει τις δικές της απόψεις για τον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης.

Αποκορύφωμα στις τοποθετήσεις σας ήταν η τοποθέτησή σας επί Μπακογιάννη. Μιλώντας για την υπόθεση Μπακογιάννη, επιβεβαιώσατε απόλυτα τον πολιτικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης ενέργειας, αναδεικνύοντας τα στοιχεία του πολιτικού εγκλήματος. Τι είπατε; Πάλεψε είπατε για την εθνική συμφιλίωση. Για μια κυβέρνηση στην οποία για πρώτη φορά συμμετείχε η αριστερά. Αυτό δεν μπόρεσαν να το αντέξουν οι εχθροί της πατρίδας. Και το τι είναι πατρίδα για τον καθένα βέβαια, είναι πολιτικό και είναι και ιδεολογικό. Οι εχθροί της δημοκρατίας. Μας καλύψατε κ. Εισαγγελεύ, πολιτικό, πολιτικότατο, κορυφαία εκδήλωση πολιτικής δράσης με βαρύτατη ποινική απαξία, είναι η ενέργεια κατά Μπακογιάννη. Μας βγάλατε από το κόπο να το υποστηρίξουμε και να το αποδείξουμε εμείς. Εγώ συντάσσομαι σ’ αυτό με την πρότασή σας.

Πολιτική θεωρώ ότι ήταν και η κριτική που έκανε ο κ. Μαρκής. Δεν αρκεί κ. Μαρκή να αποφαίνεστε ότι κάτι είναι έγκλημα, είναι ταυτολογία, είναι έγκλημα γι’ αυτό είμαστε εδώ μέσα. Δεν αρκεί να πείτε ότι κάτι είναι έγκλημα, για να το απεκδύσετε από τον πολιτικό του χαρακτήρα.

Οι αναφορές σας στον εντολέα μου ήταν αναφορές πολιτικές έστω κι αν προσπαθήσατε να το αποδώσετε χαρακτηριστικά το οποίο δεν αποδέχομαι. Μάλλον θα επανέλθω ή μάλλον θα το διατυπώσω κάπως διαφορετικά. Υπάρχει ένα ζήτημα που τέθηκε 3 ή 4 φορές μέσα σε αυτήν την αίθουσα το οποίο ήταν μία έκκληση ή πρόταση ή προώθηση ή εξώθηση στον εντολέα μου να αυτοκτονήσει.

Είπε ο κ. Λάμπρου, ο κ. Λάμπρου συμφωνεί. Όχι; Είπατε το δέον. Αν πρέπει κανείς να υπακούσει στο δέον, αν το δέον είναι καθολικό, αν το δέον που καθορίζει την δική σας συνείδηση πρέπει να καθορίζει την συνείδηση όλων μας είναι η ιδέα που μας κινεί. Επομένως ήταν μία πρόταση.

Είπατε λοιπόν κ. Λάμπρου, εσείς κ. Εισαγγελεύ ότι πρέπει να αυτοκτονήσει όπως έκανε ο ¶ρης ή θα έπρεπε να σκοτωθεί όπως έκανε ο Τσε. Τον καλέσατε ξανά να αυτοκτονήσει. Είπατε το ίδιο πράγμα κι εσείς κ. Αναπληρωτά. Είπατε ότι αν συνειδητοποιήσει θα αυτοκτονήσει ή θα τρελαθεί. Ήταν μία δεύτερη παραίνεση για αυτοκτονία. Μια τρίτη φορά το είπατε εσείς, μια τέταρτη φορά τουλάχιστον το άκουσα από τα έδρανα της πολιτικής αγωγής και φαντάζομαι πόσες φορές θα αναφέρθηκε ακόμα χωρίς να το έχω ακούσει.

Μιλήσατε για ιδεοληψία κ. Μαρκή. Είναι ένα ποινικός κατηγορούμενος αλλά οφείλω να σας πω ότι μπορεί να υπάρχει ποινικοί ιδεοληπτικοί. Δεν το ξέρω. Οι επαναστάτες είναι ιδεοληπτικοί και οι ήρωες είναι ιδεοληπτικοί. Αυτό που κινεί τους ανθρώπους και τους κάνει ήρωες, δεν κάνω αναφορά στους κατηγορούμενους, δεν θέλω να το συνδέσετε με τέτοιο τρόπο είναι η δύναμη της ιδέας. Είναι η κινητήρια δύναμη η ιδέα. Είναι αυτό που οπλίζει τα χέρια σε κάθε περίπτωση, οπλίζει τον εξεγέρτη, οπλίζει αυτόν που χύνεται ζωσμένος εκρηκτικά επάνω σε αυτόν που θεωρεί εχθρό. Οπλίζει τον οπλαρχηγό, τον ληστή του πρώιμου 1800τόσο του 19ου αιώνα να πάρει τα όπλα και να στραφεί ενάντια σε ένα πανίσχυρο κράτος.

Λέει κάτι ο Καζαντζάκης σε μία αποστροφή του στην αναφορά στον Γκρέκο. Θαυμάζει και λέει: δύναμη που έχει η ψυχή του ανθρώπου, αρπάζει ένα πανί και το κάνει σημαία. Η ιδέα κάνει το πανί σημαία. Η ιδέα κινεί από τον Σπάρτακο στον Διάκο και ως τον Μπελογιάννη κινεί τους ανθρώπους και κάνει τους εγκληματίες, ίσως και τους εγκληματίες μπορεί να τους κάνει ήρωες γιατί μόνο με την δύναμη της ιδέας μπορούν να γράφουν οι άνθρωποι ιστορία.

Μας κάνατε φραστικές επιθέσεις στις οποίες συνταχθήκατε με τις λογικές εκείνων που μας αντιμετώπιζαν σαν συνοδοιπόρους, σαν καθοδήγηση κάποιων με διάφορα υπονοούμενα. Μας κατηγορήσατε καταρχήν ότι παρελκύαμε την δίκη. Μας αντιμετωπίσαμε με ειρωνεία όταν προσπαθούσαμε να αναδείξουμε τα ζητήματα της δίκης. Μας αφήσατε έκθετους στις επιθέσεις της πολιτικής αγωγής. Μας κατηγορήσατε ότι είμαστε μια ομάδα με ισχυρά ερείσματα, καθοδηγητές κάποιου πολύ ισχυρού μηχανισμού έξω από εδώ. Αυτό αφορά ολόκληρο το Δικαστήριο, δεν αφορά μόνο εσάς.

Μεμφθήκατε την υπερασπιστική μας γραμμή και μεμφθήκατε συναδέλφους που αντικατέστησαν άλλους που είχαν αποχωρήσει. Υιοθετήσατε κάποιες θέσεις της πολιτικής αγωγής που ήταν θέσεις κίτρινων εντύπων. Η θέση για τα οικονομικά – να το ξαναπώ – ήταν θέση κίτρινων εντύπων. Οι θέσεις για την ανασύσταση της Οργάνωσης την οποία πολλές φορές ακούσαμε εδώ μέσα στις φυλακές ήταν θέσεις κίτρινων εντύπων, θέσεις Κακαουνάκη ήταν κι αυτές τα περί ανασύστασης της Οργάνωσης. Μα ποια ανασύσταση; Ποια ανασύσταση κ.κ. Δικαστές;

Ήταν κρατούμενοι, απομονωμένοι σε κελιά, χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας με κανέναν άλλον. Μεταφέρθηκαν νομίζω σε αυτές τις φυλακές αρχές Αυγούστου το μεγαλύτερο μέρος των κατηγορούμενων. Μεταφέρθηκε ο Σάββας Ξηρός αρχές Σεπτέμβρη σε αυτές τις φυλακές. Μπορεί να κάνω λάθος στις ημερομηνίες. Ο Σάββας Ξηρός μεταφέρθηκε σίγουρα στις 2 Σεπτέμβρη. Καμία επικοινωνία δεν υπήρχε. Τις πρώτες ημέρες δεν είχαν δικαίωμα σε ραδιόφωνα, δεν είχαν δικαίωμα σε εφημερίδες.

Από πού θα μπορούσε να υπάρχει αυτή η ανασύσταση της Οργάνωσης μέσα στις φυλακές. Παρέμειναν σε πλήρη απομόνωση, σε χωριστές φυλακές μέχρι τις παραμονές της δίκης. Μέσα Φεβρουαρίου βρέθηκαν σε αυτόν τον χώρο όλοι μαζί οι κρατούμενοι να προαυλίζονται όλοι μαζί στους ίδιους χώρους. Πώς θα γινόταν η ανασύσταση; Εκτός βεβαίως και οι αιχμές σας αποτελούν μία μομφή απέναντι στους δικηγόρους, μια μομφή που δεν πρόκειται να την δεχθούμε.

Μιλήσατε για θεατρικές παραστάσεις για μας και για τους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους κ. Μαρκή. Δεν μιλήσατε ποτέ όμως για τις θεατρικές παραστάσεις που έδιναν εδώ. Εσείς το χρησιμοποιήσατε. Όχι; Μιλήσατε για θεατρικές παραστάσεις που δίναμε εδώ μέσα σε κάποια στιγμή. Όχι;

Β. ΜΑΡΚΗΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Για κυνήγι των εντυπώσεων. Φαντάζομαι οι συνάδελφοί μου θα σας τα πουν πολύ πιο αναλυτικά όλα αυτά. Είμαι βέβαιη ότι θα καλυφθώ με μία πολύ πιο εκτενή αναφορά. Κάνω απλά καταγραφή για τις ανάγκες της έναρξης αυτής της διαδικασίας μέσα στην οποία θα προσεγγίσουμε κι εμείς σαν υπεράσπιση τώρα που μας δίνεται επιτέλους ο λόγος, αυτό το φαινόμενο που δικάζετε εδώ πέρα.

Να δούμε από τις σημειώσεις μου τι άλλο έχει πει. Μιλήσατε για ευπρέπεια και σοβαρότητα των θυμάτων αντιπαραθέτοντας στους υπερασπιστές και στους μάρτυρες υπεράσπισης. Θα έρθω σε αυτό. Μιλήσατε για σχέδιο μεθόδευσης απαξίωσης του Δικαστηρίου. Μας καταγγείλατε ότι συμμετέχουμε σε πολιτικές συγκεντρώσεις λες και συμμετέχοντας στην δίκη, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση στερηθήκαμε των πολιτικών μας δικαιωμάτων. Πάψαμε να είμαστε πολιτικά δρώντα άτομα, πάψαμε να είμαστε πολίτες με δικαίωμα λόγου, πάψαμε να έχουμε το δικαίωμα που είχαν πολύ περισσότερο σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και ασκούσαν οι συνήγοροι συνάδελφοι μας της πολιτικής αγωγής.

Καταγγείλατε – γιατί δεν αφορά εμάς – τις μηνύσεις που κατατέθηκαν από μάρτυρες κατά του κ. Πέτσου. Δεν σας ακούσαμε όμως να πείτε τόσο κ. Μαρκή για τις επιθέσεις που δεχθήκαμε εμείς από τα απέναντι έδρανα, για τα κείμενα που κατατέθηκαν εδώ πέρα που όξυναν σε κάποια φάση και την διαδικασία, που αποσκοπούσαν στο να δημιουργήσουν καταστάσεις, που ήταν θεατρικά επεισόδια.

Αυτά δεν νιώσατε την ανάγκη να τα καταγγείλετε. Δεν κάνατε καμία καταγγελία για τα τηλεοπτικά σαφάρι των απέναντι εδράνων. Επί 1 χρόνο, επί 15 μήνες καθημερινά από το πρωί ως το βράδυ στην αρχή επιλεγμένα, πιο περιορισμένα μάλλον τώρα, δεν υπήρχε συνήγορος πολιτικής αγωγής που να μην μιλάει και να βγαίνει στη συνέχεια στα κανάλια, να μην έχει βγει πριν στα κανάλια να τα πει και να μην βγαίνει στα κανάλια μετά για να τα ξαναπεί για να εμπεδώσει το αίσθημα του δικαίου, να εμπεδώσει το μήνυμα η κοινωνία, για να εμπεδώσει και να βαθύνει το χάσμα το οποίο αναφέρεται ο Πρόεδρος. Το χάσμα ανάμεσα σε μας και στην κοινωνία. Πώς να το γεφυρώσουμε το χάσμα;

Δεν βρήκατε καμία παρατήρηση να κάνετε ούτε όταν ο κ. Κεχαγιόγλου απηύθυνε την δηλητηριώδη του ευχή για «καλό παράδεισο›. Θα περίμενα από το Δικαστήριό σας να αντιδράσει. Δεν αντέδρασε όμως. Επομένως οφείλω να επαναλάβω το ερώτημα του κ. Πανούση σε αυτήν την αίθουσα. «Μήπως υπάρχει τεκμήριο υπέρ της εξουσίας›;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διακόπτουμε για μισή ώρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Είπατε για το Δικαστήριο, είπατε για τους Εισαγγελείς, τώρα θα πούμε και για τα αδικήματα, η ώρα τους είναι.

Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Θα πούμε και για τα αδικήματα. Προτού πούμε για τα αδικήματα έχουμε να πούμε κάποια άλλα πράγματα, αν μου επιτρέπετε, τα οποία συνδέονται με τα αδικήματα. Αν δεν καταγράψουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ή απλώνεται αν θέλετε, όλο αυτό το πράγμα που κάνουμε εδώ μέσα, δεν μπορούμε νομίζω να το κρίνουμε, στο βαθμό που θα εξακολουθήσω να λέω, έχουμε μια πολιτική δίκη, τα γύρω είναι πολύ πιο σημαντικά, αλλά θα σας πω βεβαίως και κάτι που έχει άμεσα σχέση με τη Δίκη.

Θα μιλήσω λίγο για τους μάρτυρες και τις αναγνωρίσεις. Είναι γνωστό σε εσάς, περισσότερο απ’ ότι σε μας, πόσο ρευστό πράγμα είναι αυτό που λέγεται μνήμη. Είναι μια άγνωστη χώρα, οι αναμνήσεις μεταβάλλονται, διανθίζονται, μειώνονται με το χρόνο. Οι αναμνήσεις, όπως έχουν αποδείξει νεότερες έρευνες, μεταναστεύουν και μετακινούνται στη διάρκεια του χρόνου, σε διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου. Αναφέρομαι σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που είχε δει το φως στο ΒΗΜΑ.

Αποδείχθηκε από έρευνες που έκαναν ειδικοί ότι αυτό το πολύ άγνωστο πράγμα που είναι η μνήμη, άγνωστο στους επιστήμονες, είναι κάτι που μπορεί και να κατασκευάζεται. Το ΒΗΜΑ βεβαίως παρουσιάζοντας αυτό το άρθρο που είναι από το ?New Scientist? και δεν γράφηκε για να υποστηρίξει τους κατηγορουμένους της 17Ν, αναφέρεται σε ένα περιστατικό εμφύτευσης ψεύτικων αναμνήσεων στο μυαλό ατόμων. Επιστήμονες λέει εμφύτευσαν ψεύτικες αναμνήσεις στο μυαλό ατόμων κατά τη διάρκεια μιας έρευνας που έγινε για να αποδειχθεί πόσο εύκολο είναι στις διωκτικές αρχές να κάνουν κάποιον να πιστέψει ότι είδε κάτι που στην πραγματικότητα δεν συνέβη ποτέ.

Είναι γνωστά, αναφέρθηκαν και σε αυτή την αίθουσα από μάρτυρες, τα κλασικά παραδείγματα και οι κλασικές ασκήσεις που κάνουν καθηγητές στους μαθητές τους για να αξιολογήσουν τη μνήμη τους αλλά και για να τους καταδείξουν ακριβώς τη ρευστότητα αυτού του κομματιού του μυαλού μας και της προσωπικότητάς μας, ίσως αναφέρθηκε ο κ. Βένιος Αγγελόπουλος, πρέπει να το είχε πει, στο κλασικό παράδειγμα του τύπου που μπαίνει μέσα σε μία αίθουσα πανεπιστημιακή με ένα μαχαίρι, φωνάζει, απειλεί, δημιουργεί μια φασαρία και στη συνέχεια καλούνται οι φοιτητές να περιγράφουν αυτό που έχουν δει.

Η μνήμη λοιπόν κατασκευάζεται. Η σχετική προσπάθεια είναι εύκολη λένε οι επιστήμονες. Η υπερμνησία και η αμνησία αντίστοιχα είναι παθήσεις της μνήμης, είναι παθήσεις της προσωπικότητας που δεν οδηγούν ποτέ όμως στο κρεβάτι του ψυχίατρου, στο κρεβάτι του γιατρού. Παρήλασαν από εδώ μάρτυρες, μάρτυρες αμνησιακοί, μάρτυρες υπερμνησιακοί, μάρτυρες άρρωστοι και βεβαίως μάρτυρες κατασκευασμένοι.

Κύριε Πρόεδρε κράτησα μια φράση σας η οποία απευθυνόταν στην κα Βόζεμπεργκ μια μέρα. Σας ζητούσε η κα Βόζεμπεργκ να φέρει έναν μάρτυρα και της είπατε «μα είναι να μας πει τίποτα, γιατί και όλοι αυτοί που ήρθαν μέχρι τώρα μήπως μας είπαν τίποτα; Τίποτα δε μας είπαν.› Δεν ξέρω αν το θυμάστε. «Και οι άλλοι που έρχονται εδώ δεν προσφέρουν τίποτα όπως βλέπετε›, είπατε στην κα Βόζεμπεργκ. Είναι χαρακτηριστική η αίσθηση που είχαμε στη διάρκεια της διαδικασίας σε όλο εκείνο το μέρος που εξετάζονταν οι μάρτυρες κατηγορίας.

Και δε μιλάμε για την κα Γεννηματά, έχουμε κάνει κατάχρηση σ’ αυτή την αίθουσα, τη χρησιμοποιούμε γιατί συζητήθηκε και είναι ένα σημείο αναφοράς βέβαια, μιλάμε για δεκάδες μάρτυρες που παρήλασαν με τα ίδια χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι εδώ μέσα έπασχαν από υπερμνησία βέβαια, ανακάλυπταν γεγονότα μετά πολλά χρόνια από τον χρόνο κατά τον οποίο τα είχαν παρακολουθήσει.

Είμαι βέβαιη -όπως είναι και η πρόταση της Εισαγγελικής αρχής-, ότι όλες αυτές τις καταθέσεις θα τις θεωρήσετε βάσιμες. Έχω το φόβο ότι δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς, έχω το φόβο ότι θα τις νομιμοποιήσετε, παρ’ όλα αυτά και με τη δική σας συνείδηση και με την αίσθηση της πραγματικότητας που είχαμε όλοι εδώ μέσα, θα έπρεπε να τις απορρίψετε 90%.

Αναγνωρίσεις που βασίζονταν σε περιγραφές που για πρώτη φορά γίνονταν στο Δικαστήριο. Αναγνωρίσεις που ανέτρεπαν εντελώς περιγραφές που έγιναν αμέσως μετά το γεγονός. Αναγνωρίσεις που γίνονται για πρώτη φορά 10, 125, 18 χρόνια μετά το γεγονός. Αναφέρθηκα και προηγουμένως, δεν χρειάζεται να αναφερθώ πάλι.

Αναγνωρίσεις που ανατρέπονταν από καταθέσεις άλλων μαρτύρων. Υπήρχαν καταθέσεις εδώ μαρτύρων, παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια αυτοί που ξέφευγαν από τη γραμμή να μην κλειστούν σ ‘αυτή την αίθουσα, υπήρχαν καταθέσεις μαρτύρων οι οποίες ήταν αντικρουόμενες. Κλείναμε τα μάτια. Ανακρίσεις βεβαίως ανθρώπων –αναφέρθηκα και πριν- οι οποίοι είχαν εκβιαστεί, όχι με την έννοια του εκβιασμού, είχαν κληθεί να αναγνωρίσουν επί δεδομένου εδάφους. «Αυτός είναι, αναγνώρισέ τον›.

Για πρώτη φορά είδαμε αυτό το παράδοξο γεγονός των αναγνωρίσεων με ποσοστά αναγνωρισιμότητας, με ποσοστά βεβαιότητας, κάτι που δεν το προβλέπει, δεν το φαντάστηκε ποτέ η επιστήμη. Νομίζω κ. Πρόεδρε ότι το ακυρώσατε και με κάποια αποστροφή σας κάποια στιγμή μέσα σε αυτή την αίθουσα εσείς ο ίδιος, είπατε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει και μάλιστα το αποποιηθήκατε, είπατε ότι «αυτό δεν ήταν δικό μου›. Οι μάρτυρες ξεκίνησαν να το κάνουν, κι εγώ παρασύρθηκα στο τους ρωτάω γιατί αυτοί το έλεγαν. Έγινε όμως καθεστώς στη Δίκη. Κι έγινε καθεστώς το οποίο δεν απασχόλησε, τουλάχιστον σε επίπεδο πρότασης Εισαγγελικής, δεν απασχόλησε ποτέ, δεν είδα, δεν άκουσα την Εισαγγελική αρχή κάποια στιγμή και από τους δύο Εισαγγελείς που παρίστανται να αμφισβητεί μία από αυτές τις καταθέσεις. Ή μάλλον υπήρξαν κάποιες αμφισβητήσεις και θα αναφερθώ.

Υπήρχε ένας μάρτυρας εξαιρετικά ειλικρινής ο οποίος έχει πει εδώ μια πολύ μεγάλη αλήθεια, αυτή που βασικά θα έπρεπε να μην ξεχνάτε όταν σταθείτε να βγάλετε την απόφασή σας. Είπε λοιπόν ο Μόσχος από την υπόθεση Περατικού: «εγώ ήμουν πρωταγωνιστής της υπόθεσης, δεν μπορώ να δώσω στοιχεία›. Έτσι είναι, «είμαι πρωταγωνιστής της υπόθεσης και δεν μπορώ να δώσω ακριβή περιγραφή. Εγώ ήμουν μέσα στο γεγονός, εγώ το ζούσα, εγώ το υπέστην το γεγονός, δεν μπορώ να προσδιορίσω›. Μακάρι να μπορούσαν και οι άλλοι μάρτυρες της ίδιας κατηγορίας να έχουν την ίδια ειλικρίνεια και το θάρρος –γιατί χρειαζόταν και θάρρος- που είχε αυτός ο μάρτυρας.

Κάποια στιγμή, επανειλημμένα μάλλον, ο κ. Λάμπρου αποκάλεσε γνήσιους Έλληνες, πραγματικούς Έλληνες, καλούς Έλληνες αυτούς οι οποίοι κατέθεταν και αναγνώριζαν. Δεν θα σταθώ στην αξιολόγηση από πλευράς κατηγοριών φρονημάτων, αλλά θέλω να επισημάνω κάτι. Ένας μάρτυρας που καταθέτει γιατί είναι γνήσιος και καλός Έλληνας, δεν είναι ένας καλός μάρτυρας, γιατί ένας μάρτυρας που καταθέτει με τέτοια κριτήρια φρονηματικά, με τέτοιες σκέψεις, έχει σκοπιμότητα κ. Εισαγγελεύ.

Έχοντας σκοπιμότητα, δεν μπορεί να είναι καλός μάρτυρας. Καθορίζεται, επικαθορίζεται από τα φρονήματά του, επικαθορίζεται από τη στάση του, επικαθορίζεται από τις σκοπιμότητές του και δε μπορεί επομένως να βοηθήσει τη διαδικασία σας.

Να ξαναέρθω σε αυτό που έθιξα πριν, στον μάρτυρα Κάτσιο. Επεσήμανε ο κ. Μαρκής ότι διέγνωσε φόβο. Βέβαια πουθενά αλλού δε θεώρησε ότι έπρεπε να επισημάνει ότι έβλεπε, βλέπαμε όλοι εμπάθεια, μίσος, πολιτική καπηλεία, φαντασίωση, όλα αυτά τα πράγματα δεν ένιωσε την ανάγκη να τα επισημάνει, αυτά δεν είναι στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμήσουμε για να αξιολογήσουμε την κατάθεση των μαρτύρων, αυτά τα παρακάμπτουμε, τα βάζουμε στη μπάντα, γιατί αυτά μας συμφέρουν. Τα άλλα όμως δεν μας συμφέρει.

Ο μάρτυρας Κάτσιος δεν είχε φόβο, είχε μια αμηχανία εδώ μέσα και μία αμηχανία την οποία το Δικαστήριο πίεσε πολύ και μεγέθυνε. Μου έκανε εντύπωση ότι αξιοποιήθηκε και από τους δύο Δικαστές, από τους δύο Εισαγγελείς. Να κάνω και μία παρατήρηση σ’ αυτό το σημείο: Γιατί κ.Μαρκή φοβούνται οι μάρτυρες; Ποιον και τί; Ποιος απειλείται εδώ μέσα; Γιατί θέσατε ένα τέτοιο θέμα απειλής. Ποιος απειλείται εδώ μέσα; Ποιος μπορεί να απειληθεί από 18 έγκλειστους; Πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε το βαθμό επικινδυνότητάς τους; Μήπως αυτό είναι μια άμεση μομφή σε εμάς; Ποιος θα μπορούσε να μεταφέρει προς τα έξω απειλές; Εγώ θίγομαι και οφείλω να σας το πω, από τέτοιου είδους παρατηρήσεις. Θίγομαι όχι ως δικηγόρος της συγκεκριμένης υπόθεσης, θίγομαι ως δικηγόρος γενικά.

Υποστήριξαν λοιπόν τον μάρτυρα Κάτσιο και ο κ. Λάμπρου και ο κ. Μαρκής. Ο κ. Λάμπρου, για να στηρίξει τη θεωρία περί εμπλοκής της κας Σωτηροπούλου στην υπόθεση Παλαιοκρασσά και ο κ. Μαρκής για να στηρίξει τα περί εκφοβισμού. Και όμως, ο μάρτυρας αυτός, μέσα στην απέραντη αμηχανία του, ήταν ένας μάρτυρας εξαιρετικά συνεπής. Ήταν ένας μάρτυρας που ήρθε απροκατάληπτος, χωρίς αισθήματα διάκρισης, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη πλευρά, πήγε στην ανάκριση, του είπαν «αναγνωρίζεις, σου μοιάζει αυτή η κυρία αυτή που είδες, που περιγράφεις, με τη Σωτηροπούλου;› και είπε ο άνθρωπος, έψαξε, προσπάθησε να σταθεί αντικειμενικά, να βοηθήσει, είπε ότι κάτι φέρνει στο χρώμα του προσώπου της. Έτσι είπε ο μάρτυρας τότε.

Η γυναίκα την οποία περιγράφει στις καταθέσεις του είναι μια γυναίκα 1,75 μελαχρινή με άσπρες τρίχες, άγριο πρόσωπο, μεγάλη μύτη, που κουβαλάει ένα μεγάλο σακ βουαγιάζ που δεν ήταν σ’ αυτό το ύψος θα σερνόταν στο έδαφος, έχει σκληρό πρόσωπο, είναι ένα πολύ συγκεκριμένο πρόσωπο. Δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να έχει την οποιαδήποτε σχέση, την οποιαδήποτε αναφορά εκείνο το πρόσωπο στο πρόσωπο της κας Σωτηροπούλου.

Δεν είναι μόνο όμως το πρόσωπο της γυναίκας εκείνου του επεισοδίου, είναι και το πρόσωπο του άντρα εκείνου του επεισοδίου. Ποιος ήταν ο άντρας εκείνου του περιστατικού; Τί περιγράφει ο μάρτυρας Κάτσιος; Λέει ότι είναι ένας από τους καλούς ανθρώπους, απροκατάληπτος και προς τη μια και προς την άλλη πλευρά, χωρίς προδιαγραφές οποιουδήποτε τύπου.

Ξεκίνησε μόνος του τότε και πήγε στην Αστυνομία και τους είπε «να σας διηγηθώ κι εγώ κάτι που μπορεί να έχει σχέση, μπορεί και να μην έχει, αλλά εγώ κάτι είδα, να σας το πω τί είδα. Είδα επί δύο μέρες συνεχόμενες στο πεζοδρόμιο της Βουλής να στέκεται μία μηχανή μεγάλου κυβισμού πάνω στην οποία ήταν ένας τύπος με αλυσιδάκια, μελαχρινός, 1,80 ύψος, με ανοιχτό πουκάμισο, που κάπνιζε, που είχε χοντρή φωνή, είχε ένα σημάδι στο χέρι ο οποίος έκανε εμφανή την παρουσία του σ’ εκείνο το σημείο με κάθε τρόπο, είχε τη γυναίκα δίπλα του, είχε έναν άλλον τη δεύτερη φορά, μιλούσε, σταματούσε τους περαστικούς να τους ζητήσει τσιγάρο› -γιατί αυτό είναι το σημείο στο οποίο ο μάρτυρας έρχεται σε επαφή με τον άνθρωπο που περιγράφει, τον σταματάει να του ζητήσει τσιγάρο ή αναπτήρα, δε θυμάμαι. Κάνει επομένως αισθητή την παρουσία του.

Ο άνθρωπος αυτός, όπως περιγράφεται από αυτόν τον μάρτυρα δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως σχέση με τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Είναι πολύ ψηλότερος, οδηγεί μηχανή μεγάλου κυβισμού μάλιστα. Σε κανένα σημείο σε όλη τη δικογραφία δεν έχουμε περιστατικό –νομίζω τουλάχιστον- που να φέρεται να οδηγεί μηχανή ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Δε μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά, οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα στον τύπο τον δασύτριχο με τα αλυσιδάκια, τα σταυρουδάκια, τα ανοιχτά πουκάμισα, τα τσιγάρα και όλο αυτό στο οποίο παραπέμπει. Δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον άνθρωπο που βλέπετε εδώ μέσα, ούτε υπό συνθήκες οποιασδήποτε μεταμφίεσης θα μπορούσε να έχει αποκτήσει αυτά τα χαρακτηριστικά.

Πολύ περισσότερο δε θα μπορούσε ένα μέλος της Οργάνωσης με τα χαρακτηριστικά που είχε στη συμμετοχή του ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, να συμμετέχει σε ένα τέτοιο πράγμα με τέτοιους όρους, κάνοντας τόσο εμφανή την παρουσία του, εμπλέκοντας τόσο πολύ τους περαστικούς, φωνάζοντας, κραυγάζοντας «εγώ είμαι εδώ, προσέξτε με›. Γιατί σας είπε –και αυτό ακριβώς αυτό προκύπτει απ’ όλη τη δικογραφία- ότι «εγώ είχα μάθει 17 χρόνια ζώντας με άλλο όνομα, να περνάω απαρατήρητος›.

Αυτό απέδειξε με τον τρόπο που κινήθηκε δυο μήνες, όταν όλη η Αστυνομία τον αναζητούσε, με τον τρόπο που αναφέραμε. Γιατί αυτό απέδειξε μπαίνοντας στη ΓΑΔΑ με τον τρόπο που μπήκε τον προηγούμενο Σεπτέμβρη. Ήταν λοιπόν ένας ειλικρινής μάρτυρας, ένας ειλικρινής μάρτυρας που έπρεπε να τον δεχθείτε και να τον τιμήσετε γι αυτή την του την ειλικρίνεια. Δεν το κάνατε όμως. Τον αξιοποιήσατε γιατί σας χρειάζεται για τη στήριξη της υπόθεσης, για τη στήριξη της κατηγορίας. Αυτό δεν είναι δίκαιο.

Δεν ήταν μόνο πράγματι η κα Γεννηματά την οποία αναφέρουμε συνέχεια σ’ αυτή την αίθουσα. Στο επίπεδο του παραλόγου ήταν η κατάσταση της μάρτυρος Λουρίδα και πολλών άλλων. Τί μας είπε η κα Λουρίδα, η αδερφή του αστυνομικού Λουρίδα ο οποίος τραυματίστηκε στην υπόθεση των ΜΑΤ: Και τότε είπε κάποια πράγματα, στον Ανακριτή είπε πολύ περισσότερα και εδώ είπε ακόμα περισσότερα, ότι μετά το επεισόδιο, μετά την έκρηξη, υπήρχε άνθρωπος ο οποίος ήταν ο Σάββας, ο οποίος τότε δεν ήταν μέλος της Οργάνωσης κιόλας, αλλά ήταν ο Σάββας γιατί έτσι τον ήθελε η κυρία, ο οποίος πήγε στο νοσοκομείο να βρει το θύμα του στα πλαίσια μιας κατασκευής που παραπέμπει απλά, σε μία εντελώς προσωπική σχέση ανάμεσα στο θύμα και στον υποτιθέμενο ύποπτο.

Σε αυτή την περίπτωση, δε μπορούμε καν να μιλήσουμε για δράση, δεν είναι μέλος της Οργάνωσης. Πηγαίνει λοιπόν κατά την εκδοχή της η κα Λουρίδα στο νοσοκομείο να βρει το θύμα του και να το αποτελειώσει. Παραλογισμοί. Μήπως δεν είναι παραλογισμός οι καταθέσεις του Μηλίωνη που στο ίδιο περιστατικό έρχεται να περιγράψει- αναφέρθηκα πάλι πριν, θα αναφερθούμε και στην υπόθεση της κας Σωτηροπούλου- 17 χρόνια μετά ότι «εγώ αναγνωρίζω σήμερα την μια κοπέλα που είδα την προηγούμενη ημέρα› Δεν έχω κανέναν λόγο να την προσέξω, είναι την προηγούμενη μέρα, δεν είναι την ώρα του περιστατικού που έχεις ένα λόγο να κοιτάξεις γύρω σου τί γίνεται, ποιος είναι, που εντυπώνονται ίσως κάποια πράγματα παραπάνω ή παρακάτω ή με όποιον τρόπο εντυπώνονται.

«Την είδα την προηγούμενη ημέρα να περνάει έξω από το αμαξοστάσιο των ΜΑΤ› λοιπόν. Κι έρχεται σήμερα να πει ότι «εγώ θυμάμαι ότι εκείνη, την προηγούμενη ημέρα, μια κοπέλα που πέρασε απ’ το δρόμο είναι η κα Σωτηροπούλου›. Κι έρχεστε με βάση αυτή την κατάθεση, αντί εσείς να του πείτε ότι «πήγαινε παιδί μου, είσαι απαράδεκτος να τα λες αυτά εδώ μέσα›, έρχεστε και στηρίζετε αυτό τον ισχυρισμό, στηρίζετε την κατηγορία.

Ξέρετε καλύτερα από εμάς ποια είναι η αξιοπιστία των αστυνομικών μαρτύρων, των αστυνομικών που καλούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες. Είναι υποχρεωμένοι να στηρίξουν συγκεκριμένες εκδοχές. Είναι υποχρεωμένοι να στηρίξουν με την αίσθηση αυτή του «δέον› που λέγαμε πριν, με την αίσθηση του καθήκοντος, να στηρίξουν συγκεκριμένες κατηγορίες, υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Έχουμε δει τους ανθρώπους που έρχονται σε δίκες και υποστηρίζουν παράλογα πράγματα που δε θα μπορούσαν να σταθούν. Σε δίκες διαδηλώσεων π.χ., κ. Μαρκή έχουμε δικάσει πολλές φορές τέτοιου είδους περιστατικά.

Μάρτυρες που υποστηρίζουν ότι μέσα σε ένα πλήθος δυο χιλιάδων ανθρώπων εντόπισαν έναν, τον παρακολούθησαν, τον αναγνώρισαν ώρες μετά, ευτυχώς όχι και μέρες ακόμα, να περιφέρεται κάπου και τον συνέλαβαν. Παράλογες κατασκευές που κατά κανόνα δεν κάνουν δεκτά τα δικαστήρια όταν αξιολογούν αυτού του είδους τις καταθέσεις. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που τα κάνουν δεκτά.

Εσείς οι ίδιοι εδώ μέσα, αναγνωρίσατε εμμέσως την αναξιοπιστία σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις. Εμμέσως όμως και με πολύ συγκρατημένο τρόπο. Αναγνωρίσατε την περίπτωση Βεργή, είπατε για τη Βεργή ότι δεν μπορεί να τη χτύπησαν όπως λέει, δε λέει αλήθεια. Αυτό βέβαια δεν έχει να κάνει με την κατηγορία, έχει να κάνει με την αξιοπιστία της μάρτυρος. Αν η μάρτυρας ψεύδεται εκεί, γιατί κ. Μαρκή σε όλα τα άλλα και αυτή και όλοι οι μάρτυρες πρέπει να λένε αλήθεια;

-

Αλλά πολύ περισσότερο και με πολύ πιο σημαντικό, σημαδιακό, σημαίνοντα τρόπο, δεχθήκατε την αναξιοπιστία ενός μάρτυρα, στην περίπτωση Παπαφώτη, στην περίπτωση Σεπολίων. Τί βγήκατε και είπατε; Τί είπε ο Παπαφώτης; Ο Παπαφώτης είπε ότι εξετάστηκε πολλές ώρες εδώ μέσα, είπε ότι «εγώ αναγνωρίζω από την υπόθεση των Σεπολίων δύο ανθρώπους, αναγνωρίζω τον Κουφοντίνα και αναγνωρίζω και τον Κονδύλη. Αυτούς είδα, αυτός με πυροβόλησε›.

Γιατί συνέβαινε αυτό; Ο προηγούμενος Αστυνομικός ο Καδάς νομίζω ήταν σε αυτήν την περίπτωση, είχε αναγνωρίσει δύο άλλα πρόσωπα από αυτή την υπόθεση. Είχε αναγνωρίσει νομίζω τον Χριστόδουλο και τον Σάββα. Είχε ονομάσει τον Χριστόδουλο και στον Σάββα. Αφού ο ένας είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με δύο άτομα, ψηλοί, έτσι, αλλιώς αντιστοιχούσαν εκεί, αυτούς αναγνώρισε, περίσσευε και έπρεπε να αναγνωριστούν οι άλλοι δύο.

Έτσι όμως όπως τοποθετούσε ο Παπαφώτης τους ανθρώπους τους οποίους είχε περιγράψει, μάλλον οι δύο που περίσσευαν ήταν ο Κονδύλης και ο Κουφοντίνας. Έτσι όπως τους είχε περιγράψει ο Παπαφώτης έτσι έπρεπε να τους βάλει και να ενεργούν. Αυτά όμως τα στοιχεία δεν αντιστοιχούσαν στην αλήθεια. Δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα. Αυτό έβγαινε από την υπόλοιπη δικογραφία.

Ο Παπαφώτης όμως και ο Καδάς είχαν χωρίσει μεταξύ τους τα πρόσωπα της υπόθεσης, τους κατηγορούμενους. Έπρεπε διότι αυτό τους επιβάλλει το καθήκον το δέον το δικό τους, έπρεπε να κάνουν αυτές τις συγκεκριμένες αναγνωρίσεις. Ήρθαν εδώ να υπηρετήσουν το καθήκον τους. Είναι καλοί Έλληνες, είναι καλοί πολίτες που λέει ο κ. Λάμπρου.

Δεχθήκατε εσείς κ. Μαρκή ότι ο Παπαφώτης δεν λέει αλήθεια, δεν μπορεί να ήταν ο Κονδύλης και δεν ήταν. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Δεν ενέχει αμφισβήτηση αυτού του γεγονότος αυτό. Με βάζει όμως σε σκέψεις γιατί αποδέχεστε την ψευδή κατάθεση ενός Αστυνομικού, την αναξιοπιστία ενός μάρτυρα σε μία μοναδική περίπτωση σε όλη την δίκη, σε όλους τους 500 μάρτυρες, 280 που πέρασαν από εδώ πέρα. Σε μία που αφορά την προσπάθειά σας να απαλλάξετε από κατηγορίες τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν μαζί σας.

Θα αναφερθώ σταχυολογώντας από εκείνο το περιβόλι των μαρτύρων σε έναν ακόμα από τους παράλογους, τους μάρτυρες του παραλόγου που πέρασαν από αυτή την αίθουσα. Αστυνομικός και αυτός αλλά ήταν νέο παιδί νομίζω τότε, ο μάρτυρας Ζαφειρόπουλος, υπόθεση ΜΑΤ Καισαριανής. Ο μάρτυρας Ζαφειρόπουλος κινήθηκε στην ίδια λογική που κινήθηκε, δεν είναι κατασκευασμένος ο μάρτυρας ο κ. Ζαφειρόπουλος, λέει πράγματα που πιστεύει. Τα πιστεύει απόλυτα.

Κινήθηκε στην ίδια λογική στην οποία κινήθηκε στην ίδια υπόθεση παραδόξως και η κα Λουρίδου. Τι μας είπε ο κ. Ζαφειρόπουλος; Μας είπε ότι αναγνωρίζει από εκείνη την υπόθεση τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Πώς τον αναγνωρίζει τον Δημήτρη Κουφοντίνα; Ήρθε λέει μετά την έκρηξη από πάνω του και τον κοίταζε και γέλαγε. Μετά την έκρηξη οι αυτουργοί εκείνης της ενέργειας αντί να φύγουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα να απομακρυνθούν από το γεγονός, να αποφύγουν την όποια σύλληψη, την όποια έρευνα. Είναι 100-200 μέτρα από τα αμαξοστάσια της Αστυνομία των ΜΑΤ. Στέκονται πάνω από τα θύματά τους, τα κοιτάνε και γελάνε. Γελάνε με μίσος.

Όχι αυτό μόνο μας είπε ο Ζαφειρόπουλος. Τον αναγνώρισε και περαιτέρω ο Ζαφειρόπουλος τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Τον αναγνώρισε τις προηγούμενες ημέρες ότι τον παρακολουθούσε με το αυτοκίνητό του όταν ερχόταν από Περιστέρι. Πάλι προσωποποιείται η σχέση της αντιπαράθεσης με έναν παράλογο τρόπο και παρόλα αυτά αυτός ο μάρτυρας έρχεται και καταθέτει εδώ μέσα. Παρόλα αυτά με βάση την κατάθεση αυτού του μάρτυρα θα έρθει το Δικαστήριο αύριο και θα πει «αναγνωρίσθηκε και από έναν μάρτυρα στην υπόθεση των ΜΑΤ Καισαριανής.

Να πιάσω άλλον έναν μάρτυρα ο οποίος προκάλεσε τη θυμηδία και στον Τύπο και όχι μόνο αυτός. Ο κ. Παπαρούνης, υπόθεση Μποδοσάκη. Κρίθηκε από εσάς αξιόπιστος. Τι μας είπε ο Παπαρούνης; Ο Παπαρούνης ήταν κοντά, ήταν πολύ κοντά στο επεισόδιο την στιγμή που έγινε, είναι πολύ κοντά την ώρα της επίθεσης που γίνεται στην Κηφισιάς το 1988.

Περιγράφει λοιπόν ο Παπαρούνης στην κατάθεσή του την προανακριτική έναν άνθρωπο. Δίνει μια εκτεταμένη περιγραφή. Δεν λέει απλώς ένα ύψος ή κατιτί «ήταν μελαχρινός, μου φάνηκε κάπως ψηλός, ογκώδης, αδύνατος. Δίνει μια εκτεταμένη περιγραφή ενός ανθρώπου γερασμένου 40 χρόνων, μικροκαμωμένου, με μάτια μικρά σαν κουμπότρυπες και με πολλές ρυτίδες στο πρόσωπο.

Όταν πηγαίνει στον Ανακριτή και του λέει ο Ανακριτής κατά τον γνωστό φαντάζομαι σκηνικό – το έχουμε εμπεδώσει – «ο Κουφοντίνας ήταν, τον αναγνωρίζεις;›. Λέει ο μάρτυρας «ναι›. Επιδεικνύει ο Ανακριτής στον μάρτυρα για να κάνει την αναγνώριση την φωτογραφία του Δημήτρη Κουφοντίνα που έβγαλε στα 15-17 του χρόνια, την φωτογραφία της ταυτότητας του Δημήτρη Κουφοντίνα από το 1978.

Ο μάρτυρας αναγνωρίζει «ναι, αυτός ήταν›. Ο γερασμένος άντρας με τα μικρά σαν κουμπότρυπες μάτια, με τις ρυτίδες στο πρόσωπο, ο μικροκαμωμένος και κουρασμένος ήταν ο νεαρός των 15-17 χρόνων που έβλεπε στην φωτογραφία. Ερχόμενος σε αυτή την αίθουσα και βρισκόμενος σε μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ευκολία γύρισε και έκανε πάλι στην ίδια αναγνώριση «ναι, βεβαίως τον αναγνωρίζω, αυτός είναι, ακριβώς αυτός που περιέγραψα και στην τότε κατάθεσή μου›. Σε αυτήν την ιστορία θα μου πείτε ότι υπήρχε μάρτυρας, υπήρχε αναγνώριση. Αν αυτή είναι αναγνώριση κ.κ. Δικαστές αυτή δεν είναι δίκαιη δίκη.