Να πιάσω δύο νομικά ζητήματα από αυτά που έβαλαν οι κ.κ. Εισαγγελείς πολύ εν τάχη. Δεν με πολυαπασχολούν, δεν με ενδιαφέρουν. Θα ασχοληθούν επί μακρό οι συνάδελφοί μου. Το ένα είναι η ορθότητα του 2.11Α. Έχουμε μια νομολογία που δυσπιστεί απέναντι στην κατάθεση συγκατηγορούμενου, στην μαρτυρία του συγκατηγορούμενου και δεν αποδέχεται τη δυνατότητα να αποτελέσει υλικό για μία καταδίκη που είναι πολύ προηγούμενη από το 2408. Από το 1987 έχουμε αποφάσεις, έχουμε από το 1956 μάλιστα αποφάσεις οι οποίες επισημαίνουν τον κίνδυνο που συνιστά για μία υπόθεση η κατάθεση του συγκατηγορούμενου.
Υπάρχει η απόφαση 43/1956 που συνήθως αναφέρουν οι Κώδικες Ποινικής Δικονομίας. Υπάρχει και η πιο πρόσφατη η 1136/87 με το ίδιο πράγμα. Είναι δέσμιος ο κατηγορούμενος, ο συγκατηγορούμενος εξαιτίας αυτού που αντιμετωπίζει. Είναι έκθετος σε πιέσεις. Μεροληπτεί, έχει υποχρεώσεις, έχει ανάγκη να απαλλαγεί από την κατηγορία. Έχει ανάγκη να πετύχει ανταλλάγματα. Ρητά το αναφέρουν αυτές οι δύο αποφάσεις. Ρητά σε αυτό το πράγμα αναφέρονται αυτές οι δύο αποφάσεις που σας ανέφερα, αποφάσεις βέβαια που φαντάζομαι και άλλες υπάρχουν. Οι συνάδελφοί μου θα είναι πολύ πιο αναλυτικοί σε αυτό το θέμα.
Ήρθε ο νόμος να επιβεβαιώσει αυτό που είχε ήδη δει η νομολογία, ότι δεν μπορεί οι κατηγορούμενοι να είναι αξιόπιστοι ως μάρτυρες και όχι με την έννοια της αποδεικτικής οδηγίας. Δεν είχαν ανάγκη από αποδεικτική οδηγία. Δεν είχαν ανάγκη από κανόνα αξιολόγηση στα Δικαστήρια. Τον είχαν τον κανόνα αξιολόγησης. Τον είχαν ήδη θεμελιώσει με την ομολογία τους. Δεσμευτικά μπήκε η απαγόρευση στο νόμο και σαν θεσμευτική απαγόρευση αντιμετωπίστηκε από όλη την υπόλοιπη νομολογία σας πλην ελαχίστων αποφάσεων οι οποίες διαφέρουν.
Υπάρχει η νομολογία που την αποδέχεται ως απόλυτης ισχύος, υπάρχει νομολογία που την αποδέχεται ως σχετικής ακυρότητας κανόνα αξιολόγησης, σε κάθε περίπτωση όμως θεωρούν ότι είναι κανόνας δεσμευτικός για το Δικαστήριο.
Στις προτάσεις σας κ. Μαρκή νομίζω ότι επιβεβαιώσατε και ο κ. Λάμπρου – και οι δύο Εισαγγελείς – επιβεβαιώσατε όχι αυτό που λέμε καταδικάζοντας, αυτό που καταδίκαζαν οι αποφάσεις που βγήκαν που θεωρούσαν ότι δεν είναι αξιόπιστος ο μάρτυρας, αυτό που επιβεβαίωση η τροποποίηση του νόμου που μας εισέφερε στη νομοθεσία μας το 2.11α.
Επιβεβαιώσατε λέγοντας τι; Κρίνατε ως άνευ άλλου αξιόπιστες και χρησιμοποιήσατε αβασάνιστα τις ομολογίες ακριβώς εκείνων που συνεργάστηκαν για να απαλλάξουν τον εαυτό τους, συνεργάστηκαν με τις Αρχές, κρίνατε τις ομολογίες τους σαν αξιόπιστες παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία τους δεν επιβεβαιωνόντουσαν από την δικογραφία. Τις κρίνατε αξιόπιστες ως προς ότι αφορούσε την συμμετοχή των ίδιων στα γεγονότα. Τις κρίνατε αξιόπιστες σε ότι αφορούσε την συμμετοχή ή την ενοχή άλλων για τα γεγονότα. Τις κρίνατε όμως σαν αξιόπιστες σε ότι αφορούσε την αθωότητα άλλων, την μη συμμετοχή άλλων στα γεγονότα.
Έτσι ενώ κρίνατε συνολικά αξιόπιστη την κατάθεση των ανθρώπων που αποδέχθηκαν την ενοχή τους και σας έδωσαν στοιχεία μέσα σε αυτήν την αίθουσα, δυσπιστήσατε απέναντι στην αναφορά τους, την επιβεβαίωση και από αυτούς ακόμα του γεγονότος ότι δεν υπήρχε γυναίκα μέσα στην Οργάνωση. Κάνατε μία αναφορά αλλά πολύ περισσότερο όχι δυσπίστησε, δεν τις δέχθηκε ο έτερος των Εισαγγελέων ο οποίος θεώρησε ότι υπάρχει παρά το γεγονός ότι έρχονται και αυτοί ακόμα, οι δικοί σας μάρτυρες.
Μάρτυρες του νόμου, μάρτυρες του στέμματος έρχονται να σας πουν ότι «ναι, δεν υπήρχε γυναίκα στην Οργάνωση›. Αυτούς τους θεωρείτε αξιόπιστους. Σε αυτό όμως το στοιχείο που μπορεί να σας ανατρέπουν την λογική του κατηγορητηρίου σε αυτό ειδικά τους θεωρείτε αναξιόπιστους. Τους θεωρήσατε αναξιόπιστους. Σταχυολογώ μόνο γιατί δεν διεκδικώ καμιά διαφοροποίηση, δεν διεκδικώ να αρθρώσω λόγο και να διεκδικήσω πρόταση για κανέναν από τα επεισόδια για τα οποία δικάζετε, για καμία από τις ενέργειες.
Σας είπε εδώ ένας από τους μάρτυρες του στέμματος ότι δεν θα μπορούσε ας πούμε στην ληστεία ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ να συμμετέχει ένας άνθρωπος σαν τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Δεν θα μπορούσε από τα περιστατικά αυτής της ληστείας, δεν θα μπορούσε γιατί δεν αντιστοιχεί στην προσωπικότητά του. Κρίθηκε όμως από εσάς αναξιόπιστος γιατί αυτό ήταν στοιχείο το οποίο αντιφάσκει με την κατηγορία κι εμείς θέλουμε από αυτήν την αίθουσα να επιβεβαιωθεί η κατηγορία. Αυτό δεν είναι δίκαιη δίκη.
Προτείνατε την ενοχή στο σύνολο σχεδόν των υποθέσεων για τον κατηγορούμενο τον οποίο εκπροσωπώ. Με μια πρόχειρη ματιά θα σας έλεγα ότι σε 24 τουλάχιστον υποθέσεις υπάρχει μία μόνο μαρτυρία συγκατηγορούμενου η οποία τον εμπλέκει. Βεβαίως είναι εύκολο να δεχθούμε ότι ο Κουφοντίνας είναι, να τον βάλουμε σε όλα, δεν μας πειράζει. Τι στοιχίζει; Δεν στοιχίζει στον ίδιο ίσως, στοιχίζει στην Δικαιοσύνη.
Υπόθεση Τσαντ. Μοναδικό στοιχείο η προανακριτική του Χριστόδουλου Ξηρού την οποία έχει ανακαλέσει. Ανεξάρτητα από αυτό το μοναδικό στοιχείο, υπόθεση Αθανασιάδη. Μοναδικό στοιχείο, μόνη μαρτυρία η μαρτυρία Τζωρτζάτου την οποία επίσης έχει ανακαλέσει. Γκιοργκού Τσετίν, μοναδικό στοιχείο η κατάθεση του Σάββα Ξηρού την οποία επίσης έχει ανακαλέσει. Υπόθεση Σόντερς το ίδιο, μοναδικό στοιχείο η κατάθεση του Σάββα Ξηρού. MEGA, μοναδικό στοιχείο ο Σάββας Ξηρός. Οι εκρήξεις στα διαμερίσματα, μοναδική μαρτυρία είναι το Θωμά Σερίφη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Εγώ δεν μπορώ ότι για όλες όσες δεν σας έχω τοποθετηθεί θεωρώ ότι είναι αθώος ή αν θέλετε ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί αυτό που ο ίδιος σας είπε ότι «οι αγώνες των λαών δεν είναι ένοχοι ή αθώοι, είναι δίκαιοι›. Δεν μπορώ να σας πω αυτό το πράγμα. Σας είπε ο ίδιος όταν τον ρωτήσατε αν είναι ένοχος ή αθώος, σας είπε ότι οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι ένοχοι ή αθώοι, είναι δίκαιοι. Δεν μπορώ όμως εγώ να τοποθετηθώ με αυτόν τον τρόπο για να στηρίξω τη θέση της υπεράσπισης απέναντι στην κατηγορία.
Θωμάς Σερίφης λοιπόν οι εκρήξεις στα διαμερίσματα. Εκρήξεις στην Εκάλη, Σάββας Ξηρός. Έκρηξη 25/1/1991, Σάββας Ξηρός επίσης. Ψάχνω να την βρω στο κατηγορητήριο, 25/11 πρέπει να είναι, πρέπει να έχω κάνει λάθος. Επιφυλάσσομαι, θα το δω και θα σας πω. Έκρηξη στην ΒΡ, το ίδιο. Τουριστικά λεωφορεία, το ίδιο. ΔΕΗ Αγίων Αναργύρων, το ίδιο. SIEMENS, το ίδιο. Σάββας Ξηρός σε όλα αυτά. LOWENBRAU, το ίδιο. ΔΟΥ Μοσχάτου, ΔΟΥ Πειραιά, ΔΟΥ Πετρούπολης, ΔΟΥ Φιλαδέλφειας, ALICO, NATIONALE NEDERLADEN, ARC ROYAL, η επίθεση στην ALPHA, η έκρηξη επί της οδού Κιθαιρώνος, οι επιθέσεις στις τρεις τράπεζες του Πειραιά, η υπόθεση που φέρεται εδώ ως ληστεία στην Εθνική Τράπεζα Θεσσαλονίκης από 19/7/2000. Πρόχειρα είναι 24 υποθέσεις, μπορεί να υπάρχουν και άλλες.
???.: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Λιγότερες είναι; Εσείς επικαλεσθήκατε το επιχείρημα του Βασίλη Ξηρού. Στην υπόθεση Σόντερς θα μπορούσατε να πείτε, συζητήσιμο και μόνον εκεί και είναι συζητήσιμο το αν και κατά πόσο αυτή η κατάθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση γιατί ο Βασίλης Ξηρός δεν συμμετέχει στο περιστατικό εκεί, δεν έχει γνώση, δεν έχει δει και επομένως δεν μπορεί να σας πει το τι συνέβη.
Επικαλεστήκατε ένα επιχείρημα σε σχέση με τον Βασίλη Ξηρό γενικεύοντάς του και λέγοντας κ. Μαρκή, φαντάζομαι προσπαθείτε να στηρίξετε σε αυτό την δεύτερη την ενδείξεων που είναι αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να προχωρήσει σε μία καταδίκη, σε μία κατάθεση. Είπατε ότι ο Βασίλης Ξηρός στην κατάθεσή του λέει ότι «σε όλες τις ενέργειες που συμμετείχε ο αδελφός μου συμμετείχε και ο Δημήτρης Κουφοντίνας›.
Λέτε λοιπόν ότι σε όλες τις ενέργειες συμμετείχε και ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ένα επιχείρημα που είναι έωλο διότι δεν είναι δυνατόν να έχει οποιαδήποτε νομική βασιμότητα μία τέτοια κατάθεση. Είναι ζήτημα καταρχήν σε ποια κατάθεση το είπε αυτό ο Βασίλης Ξηρός. Το είπε στην κατάθεση που έδωσε στην Θεσσαλονίκη που δεν ξέρουμε κάτω από ποιους όρους την έδωσε ή στην κατάθεση της Αθήνας που ήταν άκυρη έτσι κι αλλιώς. Το Δικαστήριό σας δεν το δέχθηκε αλλά ένα άλλο Δικαστήριο κάποια στιγμή θα το δεχθεί. Αυτή η κατάθεση κάποια στιγμή θα φτάσει σε ένα Δικαστήριο και θα κριθεί σε ένα Δικαστήριο που θα την κρίνει.
Η δεύτερη κατάθεση λοιπόν, η υποτιθέμενη απολογία είναι αντιγραφή επί λέξει της πρώτης. Είναι μία κατάθεση επομένως, μία απολογία που ποτέ δεν έκανε ο Βασίλης Ξηρός. Την πρώτη κατάθεση δεν μπορείτε να την χρησιμοποιήσετε γιατί ενοχοποιείται, γιατί καταθέτει εναντίον του χωρίς να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του νόμου. Είναι μαρτυρική. Την δεύτερη δεν μπορεί να την χρησιμοποιήσετε γιατί είναι αντιγραφή μιας κατάθεσης η οποία είναι μαρτυρική, έχει δοθεί κατά παράβαση του νόμου και έχει θεμελιώσει την ενοχή του για όλα αυτά για τα οποία στη συνέχεια καλείται να καταθέσει. Δεν μπορείτε όμως να την χρησιμοποιήσετε και για τον πρόσθετο λόγο ότι είναι προφανές, καταφανές ότι ένας άνθρωπος με την συγκρότηση του Ξηρού δεν μπορούσε να έχω δώσει με τέτοια πιστότητα μια τέτοια κατάθεση επαναλαμβάνοντας σε τέτοια έκταση επί λέξει αυτά που είχε πει στην Θεσσαλονίκη να τα επαναλάβει με τέτοιο τρόπο όταν έφτασε στην Αθήνα.
Είναι προφανές ότι έχουμε μία κατάθεση που έχει αντιγραφή από την άλλη. Εκεί μπαίνει ένα ζήτημα πλαστότητας κ. Πρόεδρε, αυτό το οποίο επικαλούμην πριν, ποιος θα μας βεβαιώσει το αν μίλαγε ή δεν μίλαγε ο Βασίλης Ξηρός. Ο Αστυνομικός που αντέγραφε την μία κατάθεση από την άλλη; Επειδή το λέει αυτός ότι μίλαγε ο Βασίλης Ξηρός, αυτό είναι έγκυρο για σας; Αυτό επειδή δεν έχει προσβληθεί για πλαστότητα πρέπει να γίνει δεκτό; Είναι υλικό το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και είναι υλικό που μπορεί να χρησιμοποιήσετε σε μία τέτοια σημασίας δίκη;
Πέραν αυτού πάσχει και για κάποιον άλλο λόγο αυτή η κατάθεση. Δεν μπορεί να καταθέτει ο Βασιλάκης Ξηρός πράγματα για τα οποία δεν γνωρίζει. Ο Βασίλης Ξηρός έμενε στην Θεσσαλονίκη, δεν έμενε στην Αθήνα. Ήρθε στην Αθήνα περιορισμένα και εξακολούθησε να διατηρεί την σχέση με τον αδελφό του, την όποια σχέση είχε έχοντας ξανά μετακομίσει στην Θεσσαλονίκη.
Ο Βασίλης Ξηρός ήρθε στην Αθήνα το 1996. Για ότι υπήρξε πριν το 1996 δεν έχει γνώση αλλά δεν έχει γνώση ούτε για το μετά του 1996. Για την συμμετοχή του ή όποια ελάχιστη συμμετοχή του εντελώς περιφερειακή – το είπατε κι εσείς – δεν του επιτρέπει να ξέρει το τι γινόταν. Δεν μπορεί ακόμα να καταθέτει και δεν μπορεί να γίνεται δεκτή μια τέτοια κατάθεση και για τον πρόσθετο λόγο ότι είναι υπονομευόμενη είτε το θέλουμε, είτε όχι. Γιατί ο Βασίλης Ξηρός κατέθεσε στη Θεσσαλονίκη υπό το κράτος μιας απειλής, της απειλής που το επέβαλε ο μηχανισμός ο οποίος τον ενέπλεκε εκείνη την στιγμή, η θύελλα εκείνη για την οποία μίλησα του προηγούμενου καλοκαιριού η οποία τον έβαζε στη θέση του αμυνόμενου. «Προσπαθούνε (μας λέει) να κάνουν κακό κάποιοι στον αδελφό μου και γι’ αυτό το λόγο θα τα πω›.
Μια τέτοια κατάθεση όμως στερείται αμεροληψίας. Ειδικά μια τέτοια κατάθεση δεν μπορείτε να την λάβετε υπόψη σας. Να ξαναπώ ότι δεν με πειράζει, δεν με ενοχλεί η ουσία. Να ξαναπώ όμως ότι αυτό δεν είναι δίκαιη κρίση, δεν είναι δίκαιη δίκη.
Αναφερθήκατε στην ανάκληση των απολογιών και είπατε ότι δεν γνωρίζει το δικό μας σύστημα ανάκληση απολογίας, ανάκληση ομολογίας. Προφανώς και δεν γνωρίζει το δικό μας σύστημα ανάκληση ομολογίας. Το ζήτημα δεν είναι η ισχύς της ανάκλησης της απολογίας κατά το σύστημα, κατά το νόμο. Το ζήτημα είναι το κύρος του τρόπου με τον οποίο έχει ληφθεί. Αυτό σας τέθηκε σε αυτήν την αίθουσα. Δεν σας τέθηκε το ζήτημα της ανάκλησης. Μπορεί κωδικά να χρησιμοποιήσαμε τον όρο «ανάκληση› αλλά δεν ήταν αυτό το οποίο αναπτύξαμε σε αυτήν την αίθουσα. Το κύρος αυτών των πράξεων προσβάλαμε. Αυτό κρίθηκε, αυτό θέλαμε από το Δικαστήριό σας να κρίνει. Το Δικαστήριο όμως έκρινε με τον τρόπο που έκρινε.
Και υποπέσατε και εσείς στο ίδιο σφάλμα αναγκαία που έπεφτε και το βούλευμα, ενάντια στη λογική στη κοινή λογική και ενάντια στο υλικό της δικογραφίας, διόγκωση όλων των κατηγοριών και για σας κάθε σωματική βλάβη ήταν απόπειρα και για σας κάθε συνέργια, κάθε συμμετοχή, κάθε γνωριμία, κατά τον κ. Λάμπρου ήταν συμμετοχή και κάθε συνέργια ήταν συναυτουργία. Και για σας κάθε απόπειρα, κάθε έκρηξη, ήταν μαζικές απόπειρες ανθρωποκτονιών.
Και ας αντικρούεται από όλο το υλικό και ας αντικρούεται από τα πραγματικά περιστατικά, ας αντικρούεται από το αποτέλεσμα, ας διαψεύδετε από το αποτέλεσμα. Και ας διαψεύδετε ακόμα πολύ περισσότερο από την όλη λογική της δράσης της συγκεκριμένης οργάνωσης και τον τρόπο παρέμβασής της.
Αυτή δεν είναι η άποψη που έχει ενιαία και πάντοτε η νομολογία μας γι’ αυτά τα ζητήματα. Η άποψη που έχει είναι διαφορετική. Είναι διαφορετική όμως με μια συγκεκριμένη λογική. Η λογική και οι σκοπιμότητες αυτής της δίκης γιατί είναι μια πολιτική δίκη, επέβαλαν αυτή τη διόγκωση, όπως επέβαλαν και όλα τα άλλα που ωφελούσαν την θεαματοποίηση και την αξιοποίηση της υπόθεσης, για να στέλνει τα μηνύματα του τρόπου στη κοινωνία προς τα έξω.
Όταν εξετάζετε άλλες υποθέσεις που ήταν διαφορετική η πολιτική τους σκοπιμότητα, είναι διαφορετικές οι θέσεις που έχουν τα δικαστήριά σας. Ενδεικτικά και πολύ πρόχειρα, θέλω ν’ αναφερθώ σε δυο – τρεις από δημοσιευμένες αποφάσεις, υπάρχουν πολλές, μια πρόχειρη, ένα πρόχειρο μάζεμα, ν’ αναφερθώ λοιπόν στο βούλευμα του Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης το 1395/99 είναι το βούλευμα που αφορά την υπόθεση που ήδη σας ανάφερα του Σέρβου μαθητή Μάρκου Μπουλάτοβιτς που εκτελέστηκε από έναν αστυνομικό στη Θεσσαλονίκη το 1998, ενώ βρισκόταν σε σχολική εκδρομή μαζί με τους συμμαθητές του, γιατί ο αστυνομικός προσπάθησε να τους κάνει έλεγχο. Το βούλευμα θεώρησε ότι δεν υπήρχε δόλος, ούτε ενδεχόμενος, αλλά υπήρχε αμέλεια. Υπήρχε αμέλεια, γιατί δεν αποδεχόταν λέει το θανατηφόρο αποτέλεσμα ο δράστης, αλλά τράβηξε περίστροφο απλά για να τους συλλάβει. Τράβηξε ένα περίστροφο για να συλλάβει ένα παιδί, ένα παιδί 15 χρονών και το περίστροφο εκπυρσοκρότησε και σκοτώθηκε.
Νομίζω ότι, με την απόφαση που βγήκε πριν από λίγους μήνες, απαλλάχθηκε, αθωώθηκε. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, άλλη κρίση 1455/95, ανθρωποκτονία σε άμυνα και με πολλαπλά πυρά, είναι η γνωστή υπόθεση του Μιχάλη Πρέκα. Ο Μιχάλης Πρέκας, εκτελέστηκε από αστυνομικούς στο μπαλκόνι του σπιτιού όπου είχε καταφύγει, περικυκλωμένος από δεκάδες μια μεγάλη δύναμη της ελληνικής αστυνομίας, όντας δεδομένο ότι δεν είχε περάσει ούτε τρίχα των ανθρώπων που ήταν μέσα στο σπίτι. Όντας βέβαιο ότι με το πιστόλι που κρατούσε στα χέρια του, ελάχιστους μπορούσε να απειλήσει. Όντας βέβαιο ότι με αυτό το πιστόλι δεν είχε εκ του αποτελέσματος, τραυματίσει, δεν είχε προκαλέσει ούτε μια γρατσουνιά στους ανθρώπους που τον διώκανε.
Εκτελέστηκε με πολλαπλά πυρά. Με καταιγισμό πυρών. Η ενέργεια θεωρήθηκε σε άμυνα, ανθρωποκτονία σε άμυνα και το τελικό αποτέλεσμα, αν θυμάμαι καλά ήταν, απαλλαγή όλων των ενόχων. Συμβούλιο του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης 161/1999. Εκτέλεση λαθρομεταναστών από πυρά στρατιωτικών. Η υπόθεση οδηγεί σε απαλλαγή με το ίδιο το βούλευμα. Σε μετατροπή συγνώμη, δεν πηγαίνει σαν ανθρωποκτονία από πρόθεση, δεν πηγαίνει σαν ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, πηγαίνει σαν απόπειρα ανθρωποκτονίας. Δεν πηγαίνει σαν ανθρωποκτονία, παρά το γεγονός ότι έχει σκοτωθεί άνθρωπος, διότι αποφαίνεται το βούλευμα, αφού πυροβόλησαν και οι δυο και καθώς δεν αποδείχθηκε ποιος από τους δυο επέφερε το θάνατο, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε και θα πρέπει να παραπεμφθούν και οι δυο για απόπειρα. Δεν ξέρω ποια ήταν η συνέχεια. Αναφέρομαι όμως γιατί είναι ενδεικτική του τρόπου που η δικαιοσύνη αποφαίνεται όταν έχει να κρίνει από την άλλη όχθη. Όταν έχει να κρίνει από την άλλη πλευρά. Πού είναι οι ενδεχόμενοι δόλοι που είναι όλα εκείνα τα φοβερά που επικαλείται το βούλευμα και που μας επικαλεστήκατε στις δικές σας αγορεύσεις;
Είναι ενδεικτικό της υποκρισίας του συστήματος. Και είναι ενδεικτικό αυτό που λέμε. Είναι τεκμήριο υπέρ της εξουσίας. Με τέτοιους όρους δεν ξέρω πώς μπορούμε να δικαστούμε. Δεν υπάρχει κανείς συνήγορος της πολιτικής αγωγής απέναντι, θα ήθελα όμως να πω δυο λόγια και για την πολιτική αγωγή.
Ήταν ιδιαίτερη η θέση της σ’ αυτή τη δίκη, ιδιαίτερος ο ρόλος που έπαιξε. Η θέση της πολιτικής αγωγής, η θέση του συνήγορου πολιτικής αγωγής, είναι μια θέση εξαιρετικά λεπτή, ένας ρόλος πάρα πολύ δύσκολος, που πρέπει να τον διεκπεραιώνει κανείς με συστολή, με σεμνότητα, με φειδώ και με τα μάτια χαμηλά.
Γιατί ο ρόλος του δικηγόρου είναι σε έδρανα υπεράσπισης. Μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να βρίσκεται απ’ αυτά τα έδρανα, και όταν βρίσκεται, το κόστος, το βάρος που έχει, είναι πολύ μεγάλο. Αυτό που δικαιώνει τον δικηγόρο νομίζω ότι είναι τα έδρανα υπεράσπισης, το ρόλο του δικηγόρου, νομίζω ότι είναι τα έδρανα υπεράσπισης και σας το λέω, έχοντας ελάχιστες φορές σταθεί από την άλλη πλευρά της αίθουσας.
Πέρα από το ότι η ίδια η κοινωνία δυσπιστεί απέναντι στο ρόλο του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής, δυσπιστεί ο ίδιος ο νόμος, δυσπιστεί η θεωρία μάλλον. Είναι ένας ιδιώτης κατήγορος μας λέει η θεωρία. Και ο ρόλος του ιδιώτη κατηγόρου είναι αποθετικός γιατί εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα και δεν εξυπηρετεί την ιδέα του δικαίου. Η ίδια η επιστήμη περιορίζει το ρόλο του.
Θεωρεί υπάρχει αμφισβήτηση για το εάν θα έπρεπε να συμμετέχει και υπάρχει και μια μεγάλη συζήτηση, για το εάν θα έπρεπε να συμμετέχει στη δίκη, να υπάρχει στις διαδικασίες ο θεσμός του ιδιώτη κατηγόρου με τον τρόπο που υπάρχει αυτό το πράγμα στο ρόλο του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής.
Είναι μια θέση η οποία υπονομεύει έτσι κι αλλιώς η θέση του πολιτικώς ενάγοντος υπονομεύει, όχι του συνηγόρου, η θέση του πολιτικώς ενάγοντος υπονομεύει την δίκη, υπονομεύει ήδη την αξιοπιστία τη δική του, υπονομεύει το κύρος του, το γεγονός ότι κινείται από προσωπικά συμφέροντα. Το γεγονός ότι εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα. Το γεγονός ότι συμμετέχει στη δίκη, όχι για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά για την επίτευξη προσωπικών αποτελεσμάτων, προσωπικού οφέλους αποτελεσμάτων.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι δυσπιστεί απέναντι σ’ αυτό το ρόλο και ο ίδιος ο νόμος. Αναξιόπιστο τον θεωρεί τον πολιτικώς ενάγοντα ο νόμος και γι’ αυτό δεν τον βάζει να ορκίζεται, όπως δεν βάζει να ορκίζεται τα παιδιά, τα ανήλικα παιδιά και όπως δεν βάζει να ορκίζονται και αυτοί που έχουν διανοητικά προβλήματα. Σ’ αυτή τη κατηγορία αξιοπιστίας βάζει τον πολιτικώς ενάγοντα.
Και υπάρχει και ένα στοιχείο υποκρισίας στη συμμετοχή των πολιτικώς εναγόντων στη δίκη. Ένα στοιχείο υποκρισίας, γιατί ο νόμος τον θέλει να συμμετέχει στη δίκη για την αστική αποκατάσταση, με κριτήρια αυστηρά και περιοριστικά γι’ αυτό το πράγμα. Σε καμία περίπτωση όμως και ποτέ στις δίκες που δικάζομε, δεν συμμετέχει ο πολιτικώς ενάγων στην δίκη, διεκδικώντας την αστική του αποκατάσταση.
Αντίθετα η αστική του αποκατάσταση, η αποκατάσταση ηθικής βλάβης, είναι ένα πρόσχημα, ένα πρόσχημα που περιγράφεται προκλητικά στα Δικαστήρια, προκλητικά γιατί αποδεικνύει το πόσο είναι πρόσχημα, αποδεικνύει το πόσο το σύστημα είναι υποκριτικό σ’ αυτό, καταγράφεται μ’ αυτά τα αιτήματα, της μιας δραχμής των εκατό δραχμών, του ενός ευρώ, με επιφύλαξη πάντα.
Στην πράξη ο πολιτικώς ενάγων συμμετέχει στη δίκη διεκδικώντας μια ηθική διεκδίκηση. Διεκδικώντας την καταδίκη του κατηγορουμένου. Και διεκδικεί την καταδίκη του κατηγορούμενου, όχι με όρους δικαίου, όχι με όρους αναζήτησης της αλήθειας, όχι με όρους ηθικής απόδειξης. Ο ρόλος του είναι, να καταδικάσει το αίτημά του είναι η καταδίκη του κατηγορούμενου, ανεξάρτητα από τα στοιχεία που θα προκύψουν. Ανεξάρτητα από τις ευθύνες, ανεξάρτητα από τις ενοχές, ανεξάρτητα απ’ αυτό που περιγράφεται σαν ηθική αλήθεια.
Είναι αυτό που λέει ο Τσουκαλάς, στη Ποινική του Δικονομία το 1941, ένα παρείσακτο σώμα στη διαδικασία της δίκης και στην αναζήτηση της αλήθειας, ένα σώμα που διαταράσσει την μυσταγωγία της δίκης. Τι έγινε σ’ αυτή την αίθουσα;
Σ’ αυτή την αίθουσα οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής διαπρέψανε. Πρώτη φορά και όχι όλοι βέβαια, πρέπει να κάνω εξαιρέσεις, υπήρχαν εξαίρετοι συνάδελφοι που άσκησαν με σεμνότητα και ποιότητα εξαιρετική το ρόλο τους. Σ’ αυτή τη δίκη λοιπόν για πρώτη φορά στην ιστορία, είδαμε τόσους πολλούς και τόσους καλούς δικηγόρους να συνωστίζονται στα έδρανα της πολιτικής αγωγής, και πρώτη φορά είδαμε τόσο πάθος για μια τόσο εύκολη νίκη. Πρώτη φορά είδαμε πολιτικώς ενάγοντες να φτιάχνουν σωματεία για να στηρίξουν, να διεκδικήσουν την καταδίκη των ενόχων. Και να καταθέτουν για πολιτική χρήση, να οργανώνουν επικοινωνιακά happening γιατί επικοινωνιακά happening ήταν τα μνημόσυνα και να καταθέτουν προς χρήση τους δικούς τους νεκρούς. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο πρώτος ο οποίος ηθικά προσβάλει τους νεκρούς μέσα σ’ αυτή την αίθουσα. Αυτοί που τους χρησιμοποιούν πολιτικά ή εμείς, που ρωτάγαμε τους μάρτυρες;
Επιδόθηκαν σε μια βέβηλη και ανήθικη επίθεση εναντίον δικαιωμάτων, κατηγορούμενων, μαρτύρων και υπερασπιστών. Υπερασπίστηκαν τις κατασταλτικότερες των λογικών. Υπερασπίστηκαν τις κατασταλτικότερες των πρακτικών. Υπερασπίστηκαν την καταπάτηση δικαιωμάτων. Έβαλαν κατά των συναδέλφων τους. Δεν δίστασαν και ως προς τους μάρτυρες – δεν αναφέρομαι στο σύνολο το ξαναλέω, αναφέρομαι σε ένα μέρος απ’ αυτούς – και διαχωρίζω σαφώς από τους υπόλοιπους, δεν δίστασαν λοιπόν συνήγοροι της πολιτικής αγωγής να αλλοιώσουν στοιχεία. Δεν δίστασαν να στηρίξουν κατασκευασμένους ψευδομάρτυρες, δεν δίστασαν να κατασκευάσουν επιχειρήματα.
Διαγκωνίστηκαν σε κορώνες, χαρακτηρισμούς, ειρωνείες, χλευασμούς ή ύβρεις, σε χουλιγκανισμούς κ. Δικαστές, με αποκορύφωμα αυτή την δηλητηριώδη την φονική ευχή του κ. Κεχαγιόγλου, ο οποίος απηύθυνε αυτή την ευχή, νιώθοντας μάλιστα ότι ήταν ο εκπρόσωπος δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, μας είπε εδώ ότι πολιτικώς ενάγοντες σ’ αυτή τη δίκη είναι δέκα εκατομμύρια Έλληνες. Και προφανώς ο συνάδελφος ένιωθε να τους εκπροσωπεί.
Μια ευχή που στάζει μίσος. Δεν δίστασαν εκδικητικά και με εμπάθεια και εν είδη βεντέτας, να αγγίξουν τα ιερότερα των ανθρώπων, τη μάνα, τον πατέρα, το παιδί, δεν δίστασαν να αγγίξουν ένα από τα ιερότερα των κωδίκων των αξιακών της κοινωνίας μας, την αφοσίωση του ανθρώπου στον άνθρωπο. Προβάλλοντας τα φθηνότερα των ηθικών μοντέλων. Τα φθηνότερα των μοντέλων ηθικής που μπορεί να έχει η κοινωνία μας. Ασέλγησαν πάνω στην οικογενειακή τραγωδία της Αγγελικής. Ασχημόνησαν σε βάρος του παιδιού της.
Και σε βάρος αυτού του παιδιού έγινε η πιο ανήθικη και η πιο αμοραλιστική επίθεση που μπορούσε ποτέ να έχει γίνει. Ανήθικη με την έννοια της ηθικής, αμοραλιστικής με την έννοια της ηθικότητας, να χρησιμοποιήσω την διάκριση. Ο κ. Αναγνωστόπουλος ο συνάδελφος, καθηγητής πανεπιστημίου διδάσκει παιδιά, ήρθε σ’ αυτή την αίθουσα και τόλμησε να διαβάσει παιδική έκθεση, να σας διαβάσει παιδική έκθεση για να την επικαλεστεί σαν στοιχείο σε μια δίκη σαν και αυτή. Και επικαλέστηκε μάλιστα ότι αυτή η παιδική έκθεση αποτελεί και στοιχείο της δικογραφίας. Και λυπάμαι, αλλά το δεχθήκατε.
Και δεν δίστασε ένας άλλος καθηγητής πανεπιστημίου να κάνει κάτι ακόμα χειρότερο, να προσπαθήσει να φορτώσει στο παιδί το φόρο του αίματος, για να το σπιλώσει ηθικά, να το στιγματίσει κοινωνικά, να το τραυματίσει ψυχικά, γιατί χρειαζόμαστε ακόμα ανθρωποθυσίες σ’ αυτό το τόπο, για να ξεκινήσουν τα καράβια από την Αυλίδα. Είναι στάσεις, ανήθικες, στάσεις χωρίς ήθος, χωρίς πολιτικά κίνητρα, χωρίς ευγενή, οποιαδήποτε έννοια ευγενών κινήτρων, οποιοδήποτε είδος ευγενών κινήτρων, είναι μια στάση που δεν δικαιώνει τους νεκρούς. Και εγώ αυτούς τους δυο συναδέλφους τους καλώ να ζητήσουν συγνώμη γι’ αυτό που κάνανε.
Και δεν δίστασαν σ’ αυτή την επίθεση την γενικευμένη να πιάσουν και τον Παλαμά. Κατηγορήθηκε λοιπόν ο Παλαμάς για εγκωμιασμό και οι υποθήκες του αντιμετωπίστηκαν ως προκηρύξεις τρομοκρατικής ομάδας. Κάνατε την αναφορά σας και εσείς κ. Πρόεδρε και μου θυμίσατε κάτι, μου θυμίσατε δύσκολες μέρες, που πρωτακούστηκε που επαναλήφθηκε η ιστορία, γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται. Πού ξανακούστηκε αυτοί οι στίχοι μέσα σε δικαστήριο; Ξανακούστηκαν στην δίκη του Μενέλαου Λουντέμη στο τέλος του Εμφύλιου στο Στρατοδικείο που τον δίκαζε. Ο συνήγορός του λοιπόν απάγγειλε τους στίχους και ζήτησε από το δικαστήριο να τους κρίνει. Το γνωρίζετε κ. Μαρκή. Και το δικαστήριο απάντησε. Πρόκειται περί αναρχοκομμουνιστικού κατασκευάσματος. Δεν είναι σήμερα ο εχθρός οι αναρχοκομμουνιστές κ. Πρόεδρε. Περάσαμε σε μια εποχή, που αυτοί που χθες ήταν τρομοκράτες, είναι κομμάτια του πολιτικού μας συστήματος, γίνονται αποδεκτοί και η προηγούμενη τρομοκρατική τους δράση, είναι νόμιμη, είναι νομιμοποιημένη και δικαιωμένη κοινωνικά και ιστορικά. Και τιμώνται γι’ αυτό. Το είδαμε σ’ αυτή την αίθουσα.
Έκανα μια σταχυολόγηση στις βρισιές που ακούστηκαν εδώ μέσα. Μας είπαν λοιπόν, είπαν τους κατηγορούμενους, εγκληματίες, δολοφόνους, ληστές, ύαινες, αυτό το είπατε εσείς κ. Πρόεδρε, φονιάδες, αιμοσταγή κτήνη, ανθρώπους του Νεάντερνταλ, ηλίθιους, δειλούς, καταδότες, λαθρεπιβάτες, αριστερή μαφία, κοινωνικούς βρυκόλακες, ανώμαλους, αγράμματους, αμόρφωτους, άξεστους και ακοινώνητους. Και πολλά ακόμα, φρασεολογίες που αντιστοιχούν σε εμφυλιοπολεμικές ανακοινώσεις, αντιστοιχούν σε κίτρινα πρωτοσέλιδα, αντιστοιχούν σε Μακρονήσια και σε εκτελεστικά αποσπάσματα. Φρασεολογία όμως που η εμπειρία της γλώσσας, δεν κρατάει για ποινικές δίκες κ. Δικαστές, για πολιτικές δίκες κρατάει. Και για τον ιδεολογικό αντίπαλο.
Νομίζω αυτή η ιδεολογική αντιπαλότητα που διέπνεε, διαπερνούσε και όλες τις αγορεύσεις της πολιτικής αγωγής, νομίζω ότι σ’ αυτήν θα πρέπει να αναζητήσουμε και το λόγο της τόσο θερμής παρουσίας της εδώ μέσα. Δεν μπορώ όμως, να μην κάνω αναφορά σ’ αυτό το σημείο και σε κάτι ακόμα. Σε μια αποστροφή μιας συναδέλφου, που όλοι την σεβόμαστε, γιατί είναι μέλος της οικογένειας ενός θύματος, είπε, φώναξε, τολμάνε λέει, να ζητάνε μια δίκαιη δίκη; Και εγώ θα πω, δεν ζητάμε δίκαιη δίκη, δεν ελπίζουμε σε δίκαιη δίκη.
Θα έρθω σε ένα άλλο κεφάλαιο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μόνο μια και σταματήσατε, επειδή μ’ αρέσει η ισότητα έναντι πάντων, κάποτε που σας έκανε επίθεση η από εκεί πλευρά, είπα ότι ο θεσμικός ρόλος του συνηγόρου είναι διαφορετικός από τους πελάτες και ότι φυσικά, όχι μόνο δικαιούται, αλλά είναι και υποχρεωμένος εδώ να παρίσταται και επίσης σας υπενθυμίζω ότι η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι, ότι έχουν ίσα δικαιώματα και οι πολιτικώς ενάγοντες με τους κατηγορουμένους. Αυτό για την αρχή της ισότητας, επειδή κάποτε υπερασπίστηκα εσάς και παρεξηγήθηκα από τους από εκεί, τώρα είμαι υποχρεωμένος να πω και για τους από εκεί προς εσάς τα ίδια. Οι δικηγόροι, οι συνήγοροι είναι συνήγοροι και είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους όπως λέει η συνείδησή τους. Δεν είναι σωστό δηλαδή να λέτε για τους συναδέλφους σας.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Εγώ μπορεί να είμαι αρνησιακής κατηγορίας άτομο και εσείς μπορεί να είστε υπερμνησιακής, ελπίζω όμως ότι?
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν το θυμάστε αυτό που είπα εγώ ότι η προσωπικότητα του συνηγόρου, ήταν και ο κ. Παπαδάκης το άκουσαν όλοι αυτό, είχε γίνει θύελλα εκείνη την ημέρα, είναι τελείως διαφορετική?
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Εγώ δεν θυμάμαι να με υπερασπιστήκατε όταν δεχόμουν τις φοβερές επιθέσεις που δέχθηκα στη πρώτη φάση της διαδικασίας μέσα σ’ αυτή την αίθουσα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι στη πρώτη φάση που κάτι είπε ένας συνήγορος συγκεκριμένος, δεν θέλω να πω το όνομά του, δεν κάνει, και είπα εγώ, ότι είναι τελείως ξεχωριστή και μάλιστα ο κ. Χρυσικόπουλος είπε, είμαστε ικανοποιημένοι, γιατί είχε γίνει θύελλα εδώ μέσα, πώς δεν το θυμάστε αυτό; Γι’ αυτό λέω τα ίδια και σε σας.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Δέχθηκα επανειλημμένα επιθέσεις από την απέναντι πλευρά.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Και υποχρεώσεις όχι μόνο δικαιώματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και υποχρεώσεις αυτοί τις ξέρουν τις υποχρεώσεις, να μην τους τις υπενθυμίζω εγώ τις υποχρεώσεις, δεν κάνει. Απλώς χάρη μιας ισότητας, να μην φανεί ότι η παλάντζα στρίβει τόσο πολύ προς την υπεράσπιση από μένα, πάει και από εκεί η παλάντζα. Ελάτε κ. Κούρτοβικ.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Δεν μπορώ να συνεχίσω για πολύ και επειδή έχω ένα θέμα το οποίο νομίζω ότι είναι ακριβώς αυτό που με καλέσατε πριν να μιλήσω. Έχω το θέμα που αφορά για την οργάνωση για την δράση της, τους στόχους της, το περιεχόμενό της. Να διακόψουμε δεν ξέρω όμως εάν μπορέσω να συνεχίσω. Εγώ θα σας παρακαλούσα να διακόψουμε για αύριο.
(Διαλογικές Συζητήσεις)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εμείς έχουμε μάθει να εργαζόμαστε γύρω στις 14 ώρες την ημέρα, αλλά δεν απαιτούμε και από τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Αυτή την εποχή είναι δεδομένο ότι τόσες ώρες και κάτι παραπάνω εργαζόμαστε και εμείς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν μπορείτε να συνεχίσετε.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Και για να μην διακόψουμε σε ένα τέταρτο κύριε Πρόεδρε.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)
Να διακόψουμε για αύριο το πρωί κ. Πρόεδρε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κατόπιν του αιτήματος, διακόπτουμε για αύριο το πρωί στις 9.