Πολιτική
Πέμπτη, 02 Οκτωβρίου 2003 20:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (02/10/2003) Μέρος 3/5

Εν πάση περιπτώσει ακούστε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από το βιβλίο του σχετικά με την μορφή της ποινικής δίκης. Αυτός είχε την άποψη ότι η έννοια της σύμβασης καθορίζει και τη νομική μορφή και γι’ αυτό θεωρούσε ότι δεν μπορεί να υπάρξει αυτό που λέμε προλεταριακό Δίκαιο. Το Δίκαιο θα αποδυναμωνόταν. Όσο θα υπήρχε Δίκαιο με τη νομική μορφή της σύμβασης θα ήταν αστικό, έτσι έλεγε αυτός, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές, τις οικονομικές αλλαγές. Μάλιστα την αφετηρία της ιδέας ο Αριστοτέλης την είχε υποστηρίξει υπό άλλη έννοια. Ότι η απονομή της δικαιοσύνης είναι με μία έννοια η εκπλήρωση μιας σύμβασης. Ο ζημιωμένος απαιτεί την αποζημίωσή του. Στην ποινική δίκη αυτό παίρνει την αφηρημένη της μορφή η έννοια της σύμβασης της αποζημίωσης.

Έχει πολύ ενδιαφέρον όμως αυτή η περιγραφή που κάνει λέγοντας «εξάλλου η αστική δικαιοσύνη φροντίζει με επιμέλεια ώστε να κλείσει η σύμβαση με τον ένοχο με όλους τους κανόνες της τέχνης›. Δηλαδή ο καθένας να μπορέσει να πειστεί και να ελέγξει ότι η πληρωμή καθορίστηκε αδέκαστα, δημοσιότητα νομικής διαδικασίας. Ότι ο εγκληματίας μπόρεσε να διαπραγματευθεί ελεύθερα την ελευθερία του, συζητητικό σύστημα και ότι χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες ενός τεχνικού, δικαίωμα συνηγόρου κλπ. Με μια λέξη η σχέση του κράτους και του κατηγορουμένου βρίσκονται απολύτως μέσα στα πλαίσια μιας καθαρά εμπορικής υπόθεσης. Σε αυτό ακριβώς συνίστανται οι εγγυήσεις της Ποινικής Δικονομίας.

Βεβαίως αυτό γράφτηκε με διάθεση κριτική. Εγώ όμως τις κρατάω τις εγγυήσεις της Ποινικής Δικονομίας. Πρέπει να υπάρχουν εγγυήσεις Ποινικής Δικονομίας ανεξάρτητα από την όποια προσέγγιση όποιος από μας κάνει είτε για την ερμηνεία, είτε για την αποδόμηση, είτε για την ενίσχυση, οτιδήποτε άλλο του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Θα έλεγα λοιπόν ότι συνδέοντας αν θέλετε και το επιχείρημά μου, την επιχειρηματολογία μου περί της καθαρά πολιτικής φύσης αυτής της ομάδας σε διάκριση ακόμα και από την ονομαζόμενη τρομοκρατική δράση έστω κι αν η τελευταία έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι παρά το γεγονός ότι φυσικά την επικρατούσα κοινωνική ηθική, τις αξίες κλπ ακολουθεί και η θεωρία όχι η νομολογία ως προς το αν ένα Δικαστήριο που υπερασπίζεται την υφιστάμενη και κρατούσα πολιτειακή τάξη θα αναγνωρίσει σε κάποιον μη ταπεινά κίνητρα.

Παρόλα αυτά όμως – δεν το ζητάω ούτε εγώ, μην παρεξηγηθώ – θα έκανα μία μικρή επισήμανση ότι σε κάποιες περιπτώσεις τα Δικαστήριά μας έχουν εισάγει μια ας την πω ηθικού χαρακτήρα αξιολόγηση με άλλη έννοια. Δηλαδή ίσως είναι η περίπτωση Ρασίντ αν δεν κάνω λάθος, γνωστή περίπτωση που λέει: εκ μέρους του δράστη εκ του ασφαλούς γι’ αυτόν θανάτωση ενός επιβάτη κλπ. «Εκ του ασφαλούς› το κρατάω, δεν είχε λόγο. Ήταν μία δράση με βαρύτατη απαξία, βόμβα σε αεροπλάνο. Βάζει όμως εκεί ο «πονηρός› και λέει «εκ του ασφαλούς› γι’ αυτό δεν σου αναγνωρίζω. Δεν ήταν γενναία η ενέργειά σου σε τελευταία ανάλυση. «Εκ του ασφαλούς› έβαλες τη βόμβα κι εσύ πήγες σπίτι σου.

Ή και στην περίπτωση των Χουντικών λέει «εκινούντο εκ του πάθους της αρχομανίας και της εκμεταλλεύσεως εξουσιών αναλόγως του βαθμού κλπ›. Δεν λέει «καταλύσατε την Δημοκρατία›. Είχαν βέβαια και την δικλείδα της ιδιότητας του Αξιωματικού για να μην μπουν. Θέλει να το τονίσει. Θέλατε τα αγαθά της εξουσίας, αρχομανείς.

Ήθελα να επισημάνω αυτό το πράγμα λέγοντας επίσης ότι δεν θα έπρεπε κατά το δυνατόν πιστεύω να συμβάλλετε στην όποια αποδυνάμωση με μια απόφασή σας θέλω να πω που θα καθορίσω στη νομολογία του 2.11α. Δεν θα μπω, είναι σίγουρο ότι οι άλλοι συνάδελφοι πολύ εκτενώς θα μιλήσουν. Όμως χάρηκα πάρα πολύ την τοποθέτηση του συναδέλφου της πολιτικής αγωγής που είπε «η προσωπική μου άποψη, η επιστημονική μου άποψη είναι ότι οι καταθέσεις του Σάββα Ξηρού θα κριθούν ως άκυρες›. Σκέφτηκε το μέλλον, σκέφθηκε τον εαυτό του, σκέφτηκε εργαλειακά αν θέλετε σαν ένα μέρος ενός συστήματος που είναι ο νομικός μας κόσμος, που είναι οι όποιοι μελλοντικοί κατηγορούμενοι.

Έτσι θα έλεγα έστω υπό την στενή ερμηνεία, εγώ να δεχθώ χάριν της συζήτησης ότι είναι ζήτημα γραμματικό ο ενικός και ο πληθυντικός όπως τοποθετήθηκε ο κ. Μαρκής. Δεν θα έπρεπε όμως της εμβέλειας νομικός σαν τον κ. Μαρκή να διαμορφώσει την ερμηνεία ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που είναι μόνο ένας συγκατηγορούμενος, τις είπε αναλυτικά χθες η κα Κούρτοβικ, μόνο ένας αναφέρει τον Κουφοντίνα για να μην την γλιτώσει γιατί αναγκαστικά θα οδηγηθεί κάποιος να σκεφθεί παρόλο που πρακτικά δεν έχει σημασία όπως αντιλαμβάνεστε γιατί και αυτό έχει σημασία.

Τότε τι λέμε; Μία φράση του Βασιλάκη «όπου πήγαινε ο αδελφός μου ήταν μαζί›. Μπορεί τυπικά να καλύπτουμε το δεύτερο στοιχείο. Θα περιμένω από το Δικαστήριό σας να μην δεχθεί μία τέτοιου τύπου τεκμηρίωση εφαρμογής του 2.11α. Από ερμηνείες γνωρίζουμε ότι τις κάνουμε. Κι εγώ στο Πανεπιστήμιο σε Εκλεκτορικά Σώματα έχω βρεθεί, γνωρίζω πώς μπορούν να ερμηνευθούν. Υπάρχει όμως πάντα ένας κοινός τόπος που είναι η λογική και το αίσθημα δικαίου αν θέλετε πάντα με γνώμονα την βελτίωση των όποιων, την καλυτέρευση δικαιωμάτων, θέσεις του κάθε μελλοντικού κατηγορουμένου. ¶ρα εν δυνάμει του καθένα από μας.

Κλείνω κ. Πρόεδρε με μια αναφορά στον πολυαναφερθέντα εδώ Βερσέζ ο οποίος νομίζω ότι κλείνει και το βιβλίο του με αυτή την παράγραφο. «Πού βρίσκεται η ηθική την οποία η κλασική αντίληψη θέτει στο επίκεντρο της δίκης; Αυτή φωτίζει τις δίκες συναίνεσης, δεν απουσιάζει όμως από τις μεγάλες δίκες ρήξης μόνο που σε αυτή την περίπτωση γίνεται ηθική της ιστορίας. Αυτή είναι που αφήνει την περηφάνια στον Κάρολο Α΄ γιατί δεν σήμανε ακόμα η ώρα όπου οι Βασιλείς της Αγγλίας οφείλουν να εγκαταλείψουν την σκηνή. Ωστόσο οι ίδια αποσυνθέτει εκ των έσω την εικόνα του Λουί Καπέ για να τον παραδώσει άοπλο στην Εθνοσυνέλευση. Αυτή είναι που κάνει το Ντρέιφους να αρκεστεί σε ένα τέταρτο γαλόνι προκειμένου να ζήσει. Η ίδια όμως κάνει τον Σεν-Ζιστ να βαδίζει σιωπηλός προς τον θάνατο σε ηλικία μόλις 27 ετών. Αυτή είναι που κλείνει με το χέρι της το στόμα του μεγάλου πνευματικού Δασκάλου του Ναού αλλά προσφέρει το 1964 στον Βιετναμέζο αγωνιστή Γιούγκεν Βαν Τρόι στην κατεχόμενη Σαϊγκόν μία συνέντευξη Τύπου προτού πεθάνει από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος›.

Θεωρώ ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας συγκέρασε υποδειγματικά και τις δύο αυτές ηθικές. Ο Βερσέζ μιλάει για δίκες συναίνεσης ή δίκες ρήξης. Ο Κουφοντίνας με ένα ιδιότυπο δικό του τρόπο συγκέρασε και τις δύο αυτές έννοιες. Εγώ τουλάχιστον αυτό βίωσα ας το πούμε σε αυτή τη διαδικασία. Ούτε άγιος, ούτε διάολος. ¶νθρωπος, αυτό έδειξε τουλάχιστον αυτό το 7μηνο που αλληλεπιδρούμε.

Είναι ώρα να κλείσω νωρίτερα απ’ ότι υποσχέθηκα όπως κλείνει την εισαγωγή του σε ένα βιβλίο του ένας Έλληνας καταραμένος θα έλεγα υπό την Μποντλερική έννοια «καταραμένος›, ένας ανώνυμος περίπου άνθρωπος που έκαψε τα φτερά του κ. Πρόεδρε σαν πεταλούδα στη φωτιά επαναστατικών προσδοκιών. Συμμετείχε στην Αντίσταση, φυλακίστηκε, συγκρούστηκε με τους συντρόφους του, μια αινιγματική φυσιογνωμία που γύρισε τον κόσμο. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, δεν τον ήξερα πριν εκδοθεί το βιβλία και τελικά αυτοκτόνησε το 1999. Είχε όμως δεχθεί και αυτός προηγουμένως τις γνωστές επισκέψεις του Αμερικανού φίλου που του έλεγε να μεταφράσει το βιβλίο του στα αγγλικά και με την ευκαιρία συζητούσαν για πρόσωπα και πράγματα της περιόδου της αντίστασης της μεταπολίτευσης.

Ονομάζετε Τάσος Δαρβέρης και το βιβλίο του που είχε γράψει νομίζω στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 «Μια ιστορία της νύχτας›. Το απόσπασμα με το οποίο κλείνει την εισαγωγή του και θα κλείσω κι εγώ την τοποθέτησή μου έχει ως εξής μιλώντας για τα προβλήματα που είχε η Αντίσταση για την οποία αναφέρετε αυτός «δεν θα μπορούσα να αρνηθώ ωστόσο στην Αντίσταση ένα βαθμό μεγαλοσύνης γιατί η μεγαλοσύνη δεν αναβλύζει μέσα από το φωτοστέφανο αγίων ή ημιθέων παρά μέσα από το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα κανονικών ανθρώπων που παλεύουν, πονάνε, φιλοδοξούν, υποφέρουν, μετανιώνουν ακόμα πότε-πότε για τον δρόμο που διάλεξαν. Δεν πεθαίνουν με το χαμόγελο στα χείλη γιατί αγαπούν τη ζωή, που δεν φωνάζουν viva la muerte στα οδοφράγματα γιατί δεν είναι στρατιώτες του θανάτου, είναι στρατιώτες της ζωής. Γι’ αυτήν παλεύουν και αγωνίζονται και όταν την βλέπουν να φεύγει μέσα από την αγκαλιά τους κάνουν το παν για να την κρατήσουν›. Ούτε άγιος, ούτε διάβολος. ¶νθρωπος ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον κ. Καρύδη.

Ο κ. Μυλωνάς έχει το λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Με δεδομένο ότι όπως επανειλημμένα έχω πει εκτιμώ ιδιαίτερα την προσωπικότητά σας?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αμοιβαία κι εγώ το ίδιο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Έχω μία παράκληση. Θα ήθελα παρακαλώ πολύ να ανακαλέσετε αυτό που είπατε χθες.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι είπα χθες;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Το προσβλητικό και ειρωνικό «ο μέγας και τρανός δικονομολόγος›. Καταλαβαίνω ότι ήταν κάποια στιγμή έντασης αλλά παρακαλώ πολύ να το ανακαλέσετε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχω ούτε πρόθεση αν το είπα βέβαια γιατί δεν το θυμάμαι, δεν έχω πρόθεση.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Όχι, το είπατε και καταλαβαίνω ότι ήταν άκρως ειρωνικό.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν ανταποκρίνεται προς τα αισθήματά μου τα οποία τρέφω προς εσάς, της άπειρης εκτίμησης. Ακούγονται κι έξω ότι λέω.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ότι και τίποτε άλλο, δεν ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα. Είμαι ένας μικρός και ασήμαντος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τα καλά λόγια που λέω για σας πρέπει να ακούγονται φυσικά και θα τα μαθαίνετε. Δεν ανταποκρίνονται λοιπόν σε τέτοια αισθήματα τέτοια λόγια κι αν τα είπα που δεν νομίζω.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ήταν μία άσχημη στιγμή, το δέχομαι.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν νομίζω ότι είπα τέτοιο πράγμα.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Το είπατε, είναι σαφές, το έχουν ακούσει όλοι οι δημοσιογράφοι αλλά προς το τέλος της ημέρας – τι να κάνουμε – καμία φορά λέμε και πράγματα που μας ξεφεύγουν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι κ. Μυλωνά, δεν ανταποκρίνεται προς τα αισθήματα τα οποία τρέφω εκτίμησης και συμπάθειας για σας. Για όνομα του Θεού! Στο σημείο αυτό διακόπτουμε για 5 λεπτά.

ΔΙΑΚΟΠΗ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Ο κ. Παρασκευόπουλος έχει τον λόγο.

Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, πραγματικά είναι μία από τις μεγαλύτερες στιγμές αυτής της Δίκης. Είναι η σύνοψη όλων των επιχειρημάτων με τη λογική, με βάση αυτά τα οποία απεδείχθησαν.

Θα ξεκινήσω με κάτι που είχε πει ο Κλεόβουλος ο Διοδότου.. Θα συμφωνήσω με τον πρώτο λαλήσαντα της Πολιτικής Αγωγής και θα σας πω την ιστορία για το λέγω αυτό. Όταν απεστράτησαν οι Μυτιληναίοι, διετάχθη μετά από αγόρευση του Κλεοβούλου του Διοδότου, ο αφανισμός των Μυτιληναίων πατριωτών του κ. Εισαγγελέα, των Λεσβίων. Τότε ήταν επικυριαρχία των Αθηναίων. Ταράχτηκαν όλοι και ανεβαίνει ο επόμενος ρήτορας, ο οποίος ήθελε να ανατρέψει την μήνη των Αθηναίων, να μην πάνε να ξεκληρίσουν αυτό τον λαό που επικυριαρχούσαν.

Εκεί πράγματι τους έπεισε λέγοντας τα εξής: «Θα συμφωνήσω με τον προλαλήσαντα στο τί συμφέρει στην πόλη› -θα σας πω εγώ πού θα συμφωνήσω με τον προλαλήσαντα εν προκειμένω γι αυτό και το λέω. Αφού τους είπε πολλά, στο τέλος είπε «εν πάση περιπτώσει, επειδή γνωρίζετε ότι έχουν πολλοί κατά νου να αποστατήσουν κατά των Αθηναίων, αντιλαμβάνεσθε ότι αν γνωρίζουν ότι μόνο αφανισμός θα υπάρχει, θα παλέψουν μέχρι θανάτου, οπότε αν παλέψουν μέχρι θανάτου, επί ποίων θα επικυραρχώμεν, επί ξηρών βράχων;› Και φεύγει δεύτερη τριήρης να προλάβει την πρώτη και πράγματι γλίτωσαν κατά τον Θουκυδίδη οι Μυτιληναίοι.

Εγώ λοιπόν, πού θα συμφωνήσω με τον κ. Αναγνωστόπουλο: Θα συμφωνήσω στο ότι πράγματι θα πρέπει όλοι μας να εισφέρουμε έναν λόγο όσο μπορούμε πιο σωστό, για την ανεύρεση της αληθείας. Εκεί θα συμφωνήσω γιατί κατά τα άλλα διαφωνώ κάθετα. Δεν είναι μπροστά βέβαια, αλλά δικαιούμαι να το πω ότι δεν συμφωνώ.

Το γεγονός αυτό κ. Πρόεδρε, ότι θα αναζητήσουμε την αλήθεια, δεν σημαίνει ότι θα απεμπολήσω οποιοδήποτε δικαίωμα μέσα από αυτά που μου επιτάσσει το καθήκον μου. Βεβαίως προηγείται το καθήκον αληθείας, βεβαίως προηγούνται όλα αλλά και το καθήκον το υπερασπιστικό πάντα μέσα στα πλαίσια όπως είπατε προηγουμένως της λογικής.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικασταί, θα προσπαθήσω να αποφύγω τις επαναλήψεις γιατί είναι σίγουρο ότι θα επαναληφθούν πολλά πράγματα. Ήδη έχουν επαναληφθεί, θα ενθυμείστε που λέγατε κι εσείς τότε ότι κάνετε προ-αγόρευση, κάτι τέτοιο γινόταν με τα σχόλιά μας, με τις παρεμβάσεις τις δικές σας κτλ. Πράγματι, υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι προκαταβολής αγορεύσεως. Παίρναμε κάποιες προκαταβολές δηλαδή όλοι μας. Γι αυτό θα μου συγχωρήσετε εάν υπάρξει κάποια επανάληψη, διότι δεν είναι δυνατόν μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό των εγγράφων, μέσα σ’ αυτές τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων που παρήλασαν κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, να μην κάνεις κάποια λάθη, λάθη επαναλήψεως. Γι αυτό εξ απαρχής θα ζητήσω συγνώμη εάν θα υποπέσω σε τέτοιο αμάρτημα, σε τέτοια πλημμέλεια.

Κύριε Πρόεδρε, η Δίκη αυτή είναι πράγματι δίκη πολιτική. Εγώ από τη σκοπιά μου έτσι την είδα, έτσι τη βλέπω κι έτσι θα τη βλέπω. Γιατί το λέω αυτό: Γιατί ο λόγος μου θα είναι περισσότερο κοινωνικοπολιτικός και λιγότερο νομικός. Αυτό το άφησα στην υπόλοιπη ομάδα εκ της μαχητικής τριάδος όπως μας αποκάλεσε ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας κ. Μαρκής. Με έβαλαν μπροστά, είμαι πρεσβύτερος, μου είπαν «τόπο όχι στα νιάτα, αλλά στην ηλικία› και το δέχθηκα βεβαίως, γιατί, χωρίς να θέλω να επιδαψιλεύσω τιμές και στους δύο νεότερους από μένα, και ο κ. Μυλωνάς και ο κ. Παπαδάκης είναι πράγματι μεθοδικότεροι από εμέ, πιο νέοι, πιο μελετηροί και όλα αυτά οπωσδήποτε τους δίνουν το δικαίωμα να αναλύσουν περισσότερο τα θέματα τα οποία έχουν ήδη ανακύψει.

Επίσης έχω να πω το εξής: Σε μία αποστροφή του λόγου του ο Αναπληρωτής Εισαγγελέας κ. Μαρκής στις αρχές αυτής της Δίκης, όταν συνεζητείτο το θέμα του πολιτικού εγκλήματος, αν δεν με απατά η μνήμη μου, το έχω σημειώσει αλλά δεν βρήκα τα πρακτικά τα συγκεκριμένα, είχε πει ότι εν πάση περιπτώσει, επειδή τα θέματα τίθενται από τη θεωρητική τους σκοπιά και μόνο από την πλευρά του βουλεύματος και μόνο από την προδικασία του αν είναι πολιτικό έγκλημα ή όχι τα δικαζόμενα αδικήματα, θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να περιμένουμε την αποδεικτική διαδικασία και ενδεχομένως να αποφασίσουμε καλύτερα.

Εγώ συμφωνώ για δύο λόγους: Πιστεύω ότι το Δικαστήριό σας αξιότιμε κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές έσπευσε να αποχαρακτηρίσει, έσπευσε –επιτρέψτε μου την έκφραση- να πλανηθεί, γιατί για πλάνη θα μιλήσω, δε θα μιλήσω για τίποτε άλλο, κάτω από το πλέγμα της τότε χρονικής στιγμής και των πιέσεων που οδήγησαν τη νομοθετική εξουσία να επελαύσει επί της δικαστικής. Ήταν μια έκφραση που την είχα πει και τότε και την επαναλαμβάνω γιατί την πιστεύω.

Συνεπώς έχω τη γνώμη, παρ’ ότι είναι παρεμπίπτουσα και η απόφασή σας αυτή, μπορείτε και να ανακαλέσετε –δεν ευελπιστώ βέβαια κάτι τέτοιο, το λέω ευθέως, δε θέλω να κρύβομαι πίσω απ’ το δάχτυλό μου ούτε να κοροϊδέψω κανέναν-, είναι βέβαιο ότι η απόφασή σας είναι ειλημμένη όπως ακριβώς το λέει η μετοχή αυτού του ρήματος, του «λαμβάνω›. Όμως επίσης πιστεύω ότι μπορείτε όταν θα συντάξετε το αιτιολογικό, γιατί είχατε επιφυλαχθεί –και θα σας υπενθυμίσω τα δικά σας λόγια, είχατε πει το εξής: «Έτσι λοιπόν, ειδικότερα το άρθρο 97 παρ. 1 ορίζει ότι τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια δικάζουν τα πολιτικά εγκλήματα›. Αυτά τα λέω συνοπτικά βέβαια, το πλήρες αιτιολογικό θα συνταχθεί εν καιρώ διότι δεν είναι δυνατόν τώρα να γίνει. Εγώ το δέχομαι αυτό, πραγματικά δεν μπορεί να συντάξετε αιτιολογικό.

Γι αυτό λοιπόν λέγω, ότι όταν θα διασκεφθείτε και θα αρχίσετε να συντάσσετε το αιτιολογικό, ίσως χρησιμεύσουν και αυτά τα οποία θα προσπαθήσω με τις ταπεινές μου γνώσεις να εισφέρω, μια και μας είπε και ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας «ας επιφυλαχθούμε να δούμε τί θα αποδειχθεί, τί θα βγει από το αποδεικτικό υλικό για να έχουμε μία ολοκληρωμένη κρίση›.

Πιστεύω κ. Πρόεδρε ότι αυτό το πρόβλημα του πολιτικού εγκλήματος αν ενθυμήστε είχα πει ότι δεν καλείστε να γνωμοδοτήσετε, δεν καλείστε να αποφασίσετε, καλείστε να φιλοσοφήσετε. Εναπετέθη στις πλάτες σας ένα τεράστιο πρόβλημα. Είναι τεράστιο το πρόβλημα το αν είναι πολιτικό έγκλημα η δράση της 17Ν. Τρεις φορές η πολιτεία προσπάθησε να διατυπώσει ορισμό. Δεν τα κατάφερε, ή δεν ήθελε. Με τον 747 του ’74 έρχεται το ΠΑΣΟΚ τον καταργεί για τον θεώρησε τελείως αντιδημοκρατικό, έρχεται το ’90 ο Μητσοτάκης, τον καταργεί πάλι το ΠΑΣΟΚ το ’93 και για τρίτη φορά έρχεται μία κατ’ εμέ, όπως είπα προηγουμένως επέλασης της νομοθετικής εξουσίας υπό το πέλμα, κατ’ εμέ, -συγχωρήσατέ μου την έκφαση-, του big brother.

Είναι σαφέστατο, όσο κι αν σας φαίνεται ότι αγγίζει τα όρια όχι του πολύ σοβαρού, είναι σοβαρότατο κ. Πρόεδρε. Είναι άποψή μου, άποψη του ομιλούντος η οποία έχει θεμελιωθεί σε ορισμένα γεγονότα –και θα σας πω αμέσως. Αποφανθήκατε ότι οι κατηγορούμενοι δεν είναι πολιτικοί εγκληματίες, αυτό μας είπατε με την απόφασή σας, την πρόχειρη έστω. Ακούσατε βεβαίως και τις προτάσεις και των δύο Εισαγγελέων και προηγουμένως και μετέπειτα έγιναν εδώ πέρα κάποια πράγματα και είδα κάποιες σκηνές που η μνήμη μου τις ανέπλασε.

Θυμήθηκα πραγματικά, όταν η Πολιτική Αγωγή εκραύγαζε, γιατί περί κραυγών επρόκειτο και όχι περί επιχειρημάτων, «δολοφόνοι, αλήτες, κτήνη, δε ντρέπεστε!› -φράσεις που ειπώθηκαν κ. Πρόεδρε και μάλιστα αν θυμάστε οργίστηκα τότε με έναν συνάδελφο της Πολιτικής Αγωγής ο οποίος είπε «δε ντρεπόσαστε;›, οργίστηκα και φυσικά είπα ότι θυμήθηκα εικόνες των παιδικών μου χρόνων. Εκεί ανέφερα για το θέμα του Καλογιάννη, γιατί πρέπει αυτό να επαναληφθεί, ότι οι εικόνες αυτές θύμισαν κάποιους Αριστερούς λαϊκούς αγωνιστές οι οποίοι ενώ είχαν νικηθεί, εσύροντο στα Στρατοδικεία τότε, της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ξέρετε ποιους είχαν μάρτυρες; -όχι πολιτικώς ενάγοντες γιατί δεν υπήρχε η Πολιτική Αγωγή τότε παρ’ ότι υπήρχαν τα ίδια αδικήματα περίπου- Τους μαυραγορίτες, τους σαλταδόρους της κατοχής, οι οποίοι το έπαιζαν μπουρζουαζία της τότε αστικής τάξης, ήσαν δεν ήσαν, και του στρατιωτικού κατεστημένου της εποχής εκείνης.

Δεν έκανε «τσακ› κανένας. Θυμάμαι παιδάκι που κρύβαμε τα ΝΕΑ παραμάσχαλα και κρυφά. Αυτό μου θύμισαν. Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν δύνασαι και δεν μπορείς βεβαίως να πονάς, βεβαίως να θλίβεσαι. Ήταν πράγματι αξιοπρεπής και πολύ σοβαρή και πολύ συγκινητική η στάση του κ. Λίβου, δε μπορώ να μην το σημειώσω αυτό το πράγμα. Όπως επίσης –θα πρέπει να το πω αυτό αξιότιμοι κ.κ. Δικασταί- εξίσου αξιοπρεπής ήταν και η στάση του κ. Κουφοντίνα.

Ξέρετε τί μου έκανε εντύπωση; Για κανέναν δεν σηκώθηκε να ζητήσει συγνώμη ιδιαίτερη, παρά μόνο για τον Αξαρλιάν, τον αείμνηστο Αξαρλιάν. Αυτό λοιπόν που θέλω να επισημάνω είναι ακριβώς ότι η απόφασή σας η οποία δόθηκε καθ’ ον δρόμο σας είπα και πράγματι ήταν σαν να άκουγα έναν βόμβο, έναν αχό, χωρίς κανένα επιχείρημα, χωρίς τίποτα, με ύβρεις, οι οποίες θύμιζαν την εικόνα που σας είπα και να είναι η ορχήστρα των πολιτικώς εναγόντων με μαέστρους –να μου το συγχωρήσετε αυτό- τους κ.κ. Εισαγγελείς. Γιατί αναφέρθηκε στον κ. Λάμπρου σε κάποια στιγμή ένας εξ όλων και είπε, όπως σας τα είπε και ο Εισαγγελέας αυτά, ότι είστε αιμοσταγείς. Δικαίωμά του να χαρακτηρίζει και ο Εισαγγελέας όπως νομίζει.

Μπορούν να πιουν το κώνειο της ενοχής, αλλά θα πρέπει να ακουστούν κάποια πράγματα, γι αυτό τον λόγο είμαστε εμείς εδώ. Μόνο γι αυτό τον λόγο. Κι όταν μίλησα για «μυλόπετρες› δεν αναφέρθηκα μόνο στους συναδέλφους μου, αναφέρθηκα στο ότι οι διωκτικές αρχές λειτούργησαν έτσι και χρησιμοποιούν εσάς, αν θέλετε, με όποιον τρόπο αυτοί νομίζουν, για να λιώσουν αυτό το στάρι, αυτό που λέγεται κατηγορούμενος. Πιστεύω λοιπόν ότι είπα και του κακοφάνηκε το κ. Εισαγγελέα ότι έχει εναποτεθεί στις πλάτες μας, στις πλάτες της Υπεράσπισης το βάρος της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κακοφάνηκε γιατί θεώρησε, συνδικαλιστής ο ίδιος, ότι δεν είναι δυνατόν αυτό να είναι και τόσο αληθινό. Και όμως είναι, ή αν θέλετε, κατά ένα μέγιστο μέρος, για να είμαι πιο ακριβής κ. Πρόεδρε.

Όταν είπα για την Πολιτική Αγωγή ότι θα πρέπει και αυτοί να μετέχουν σε κάποιος συλλογισμούς ακριβώς γι αυτό, γιατί οι πιο πολλοί από τους συναδέλφους της απέναντι όχθης, είναι και θα είναι υπερασπιστές και δεν θα πρέπει μέσα στην πορεία αυτή να υποστηρίξουν θέσεις οι οποίες είναι σαφώς αντιδικονομικές, σαφώς ενάντια στα δικαιώματα της υπεράσπισης, σαφώς ενάντια στα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό καταλαβαίνετε ότι είναι κι ένα αίτημα δικό μας και τους προκάλεσα και τους προσεκάλεσα να ταχθούν μεθ’ ημών.

Βεβαίως δεν περιμέναμε από κανέναν να θωπεύσει τους κατηγορουμένους, όποιους απ’ αυτούς είναι ένοχοι, για όποιες πράξεις έκαναν, ασφαλώς όχι. Όμως έχουμε την αξίωση, εγώ προσωπικά έχω την αξίωση γι αυτόν που υπερασπίζομαι και για όσους άλλους ομολόγησαν ότι είχαν εμπλακεί σ’ αυτή την υπόθεση, ότι θα πρέπει να τους αποδωθεί το δίκαιο με την ιδιότητα που τους πρέπει. Αυτό θα είναι το αίτημα.

Ποια είναι η ιδιότητα που τους πρέπει; Σας είπε ο κ. Καρύδης, δεν ξέρω αν κατάλαβα καλά για τα θέματα των ταπεινών ελατηρίων, των ελαφρυντικών κτλ., για τα οποία πάλι υπήρξε μια πρώιμη άποψη εκ μέρους του Αναπληρωτή Εισαγγελέα για το θέμα του 42, θα τα πούμε αυτά μετά στην πορεία, πώς προάγεται το 42 σε αυτουργία, εν πάση περιπτώσει, πιστεύω λοιπόν ότι δεν είχαν ανάγκη θωπειών, είχαν ανάγκη να αποδοθεί η ιδιότητα αυτή, του πολιτικού αδικηματία και όποια ποινή αν θέλετε, εσείς είστε Δικαστήριο, θα τη βάλετε για όσους κριθούν εξ αυτών ένοχοι.

Κύριοι Δικαστές, πράγματι η πολύπαθη αυτή έννοια του πολιτικού εγκλήματος όπως είπα και προηγουμένως τρεις φορές πέρασε μέσα από τη Βουλή και μάλιστα θα πρέπει να πει κανείς κάτι: Ο τελευταίος νόμος που λειτούργησε ως εμβρυουλκός, ο 2928 για να φύγουν τα πολιτικά εγκλήματα από τον φυσική τους θέση, είπατε κι εσείς «ξέρετε, δεν έχουν φυσικό δικαστή; Εγώ δεν είμαι δικαστής;› Βεβαίως, και ο Ειρηνοδίκης δικαστής είναι. Να τους πάμε στο Ειρηνοδικείο να δικαστούν.

Όχι κύριε Πρόεδρε, έχετε θέση συγκεκριμένη προσωπικώς υμείς και, επιτρέψτε μου την παρένθεση, έχετε εκφραστεί και σωστά βεβαίως, ως θεωρητικός, γιατί είπατε και το άλλο, ότι είστε δικαστής, αυτό όμως δε σημαίνει τέτοια αποστασιοποίηση, οι απόψεις μας πάντοτε μεταφέρονται και μάλιστα όταν ασκούμε ένα τόσο ύψιστο λειτούργημα. Εσείς έχετε μία μυθική, θα έλεγα, εξουσία. Λέτε λοιπόν σε ένα θέμα που είχε τεθεί σε μια Ημερίδα στις 15/4/2002 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για τα προβλήματα και τις απόψεις για τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, παραθέτετε κάποιες απόψεις μεταξύ των οποίων κορυφαία κατά την άποψη τη δική μου βέβαια, είναι τα εξής:

«Μέσω των Ορκωτών Δικαστών επίσης μεταφέρονται στις αίθουσες διασκέψεων τα μηνύματα από έναν υφέρποντα και αδήριτα διευρυνόμενο κοινοτισμό που αξιώνει υπό ορισμένες περιστάσεις, ως προς ορισμένα παρεκτραπέντα μέλη της κοινωνίας› -είδατε πόσο ήπια μιλάτε- «μεγαλύτερη ανοχή και ηπιότερη μεταχείριση, πράγμα που περιορίζει κατά ένα μέτρο τις περιθωριοποιήσεις και την οριστική αποκοπή των παραβατών από τον υγιή κοινωνικό ιστό. Όλα αυτά που εκτέθηκαν συμβάλλουν σ’ έναν έλεγχο των εντάσεων μεταξύ του πραγματικού και του ισχύοντος› κτλ., αναφέρεστε σε κάποιους συγγραφείς.

Πιο κάτω λέτε: «Για τους δικαστές της χώρας μου δεν μπορώ να περισσότερα, είναι συνάδελφοί σας, από όσα ήδη σας εξέθεσα με βάση την προέλευση και τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση από το ίδιο το σύνταγμα›. Πιο κάτω: «Τους καταλογίζεται όμως από πολλούς ότι είναι φορείς μιας μονοδιάστατης αντίληψης της κοινωνικής πραγματικότητας και της δυναμικής της, την οποία βλέπουν στατικά μέσα από τις προκατασκευασμένες έννοιες της επιστήμης τους, πράγμα που εμποδίζει τη σύλληψη όλης της αλήθειας, όπως εμφανίζεται στη ζωή, απαραίτητης για τον ακριβή εντοπισμό και εκτίμηση των αποδοκιμαζομένων από την ολότητα παρεκβάσεων. Πέραν δε αυτών, μία σύγχρονη κοινωνία απορρίπτει την πλήρη κυριαρχία ενός επαγγελματικού δικαστικού κορεκτιβισμού›.

Εγώ το δέχομαι αυτό, είμαι από τους θιασώτες των Ορκωτών και των Μικτών Ορκωτών....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν το διαβάσατε όλο. Σε παρέμβαση της κας Μαραγκοπούλου η οποία είπε «και τα εγκλήματα ακόμη της τρομοκρατίας;› εγώ είπα ?όχι αυτά›.

Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Να μη σας αδικήσω κ. Πρόεδρε, απλώς είπα να μη διαβάσω....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Το συνέδριο ήταν διεθνές, ήταν Γερμανοί, Γάλλοι, ¶γγλοι, όλος ο κόσμος εκεί πέρα. Αυτές ήταν οι θέσεις μου.

Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: Να σας το διαβάσω όλο: «Καταρχήν πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία στη διαδικασία επιλογής των μελών της κοινωνίας που θα συγκροτήσουν τον κατάλογο των ενόρκων με προσανατολισμό προς τη γνησιότητα και αυθεντικότητα της διάγνωσης, των υπόρρητων ρευμάτων της κοινωνίας. Θα πρέπει η επιλογή να μην περιορίζεται σε δημόσιους υπαλλήλους και υπαλλήλους τραπεζών, επιστήμονες κτλ. ...... Με την ορθή εφαρμογή του άρθρου 379 Κ.Ποιν.Δ., το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο θα πρέπει να μεριμνά και για τη συμμετοχή εμπόρων, αγροτών, εργατών›.

Έχει μεγάλη σημασία που το αναγιγνώσκω, διότι πράγματι είμαι κι εγώ αυτών των απόψεων και γι αυτό δίνω μεγάλη σημασία, γι αυτό είδατε ότι φώναζα προσωπικά να πάνε στο Μικτό Ορκωτό. Προχωρώ όμως για να μη σας αδικήσω, δε θέλω να διαβάζω αποσπασματικά. Σας είπα την κορυφαία για μένα φράση που είπατε στο θέμα των Δικαστών. Προχωρώ όμως:

«Φρονώ ότι η σημειούμενη απροθυμία των ελεύθερων επαγγελματιών να μετάσχουν στη σύνθεση των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων μπορεί να υπερκερασθεί από τη θέσπιση μιας δίκαιης αποζημίωσης από την πολιτεία, τον οβολό ή τον διόβολο των Ηλιαστών. Η διαδικασία στο ακροατήριο θα πρέπει να είναι λεπτομερειακή και προσανατολισμένη στο γνωστικό και στην ικανότητα πρόσληψης του καθημερινού ανθρώπου ώστε να γίνουν κατανοητές από τους ενόρκους όλες οι πτυχές της υπόθεσης που εκδικάζεται, τόσο στο πεδίο των αποδείξεων όσο και στη νομική αξιολόγηση. Ο Πρόεδρος στον οποίο ανήκει εν πολλοίς η πηδαλιούχηση του συστήματος› -εκεί στα αγγλοσαξωνικά ξέρετε βέβαια καλύτερα από μένα ότι είναι ένας και είναι αμιγές, είναι Ορκωτών, δηλαδή ο Πρόεδρος ο οποίος δικονομικά κατευθύνει- «καθώς και οι λοιποί παράγοντες της διαδικασίας θα πρέπει να φροντίσουν να αναδυθούν με πλήρη καθαρότητα όλα τα αναγκαία στοιχεία προς μόρφωση της κρίσης των λαϊκών μελών. Στη συνέχεια κατά το στάδιο της διάσκεψης θα πρέπει να αναλυθούν όλα τα αναγκαία στοιχεία υπέρ και κατά του κατηγορουμένου, με τη σήμανση της βαρύτητας του καθενός από αυτά και να αναλυθούν οι νομικές διατάξεις στο μέτρο του δυνατού ώστε να γίνουν κατανοητές από τον μη νομικ› -είναι κι αυτή ένα ύψιστο λειτούργημα του Δικαστού, είτε τρεις είναι επάνω είτε ένας.

Εδώ απαιτείται μια ειδική αντίληψη γι αυτό λέω, τί θα έχαναν οι άνθρωποι αυτοί; Τί θα έχανε η δικαιοσύνη εάν οι τρεις είχατε και άλλους τέσσερις λαϊκές δικαστές μαζί; Προχωρώ: «Εδώ απαιτείται μια ειδική αντίληψη της επικοινωνίας μεταξύ ετερόκλητων. Οι δικαστές έχουν γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ τους την ειδική γλώσσα του τεχνοκράτη νομικού μη κατανοητή από τον λαϊκό δικαστή. Είναι λοιπόν αναγκαία η χρήση της καθομιλουμένης, την οποία κατανοούν οι ένορκοι ως μεταγλώσσας, μεταφοράς των ευεργετημάτων της επιστήμης και της δικαστικής εμπειρίας από τους δικαστές προς τους ενόρκους, καθώς και μεταφοράς των ενεργημάτων του λαϊκού δικαστή προς τους τακτικούς δικαστές.

Η διαδικασία αυτή πρέπει να είναι εύπλαστη και να δημιουργεί βέβαιες γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ τακτικών δικαστών και ενόρκων. ¶λλως δεν μπορεί να δημιουργηθεί έλεγχος ομαλής διάδρασης και τελικής μέτεξης. Η ανάπτυξη μιας καλής ανθρώπινης σχέσης μεταξύ των Τακτικών Δικαστών και ενόρκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας βοηθά τα μέγιστα στην δημιουργία ενός εποικοδομητικού επικοινωνιακού λόγου.

Κοιτάξτε πόσα οφέλη θα είχαμε. Σε πρώτο στάδιο θα πρέπει να προσπελασθούν τα εμπόδια των προκατασκευασμένων σκέψεων των Τακτικών Δικαστών και Ενόρκων έναντι αλλήλων. Προς τον σκοπό αυτόν, οι Τακτικοί Δικαστές και ιδίως ο Πρόεδρος, καλό θα είναι να αποφεύγουν πατερναλιστικές συμπεριφορές ακόμη και επί προφανών αληθειών, αφού ο ίδιος ο νόμος κατέστησε ισότιμη την ψήφο του Τακτικού και του Ορκωτού Δικαστή. Παράλληλα δε θα πρέπει να διεισδύουν όσο μπορούν βαθύτερα στις απόψεις των Ενόρκων περί του ορθού κατά την άποψη του καθημερινού ανθρώπου, ώστε να συλλάβουν τις τυχόν μετακινήσεις των αντιλήψεων περί του ορθού. Καταφρονητικές ή από βάθρου συμπεριφορές των Δικαστών και ιδίως του Προέδρου, επιφέρουν αυτομάτως περιθωριοποιήσεις και αποκοπή της διαδικασίας ανάπτυξης του υποκειμενικού λόγου.

Εκ παραλλήλου όμως και οι Ορκωτοί Δικαστές θα πρέπει πριν εκφέρουν την τελική κρίση τους, να πειστούν πρώτα ότι κατενόησαν πλήρως τις παραμέτρους όλες του προβλήματος με τον τρόπο αυτόν που τις βλέπουν οι Δικαστές και να εξηγούν ορθολογικά γιατί εμμένουν στην άποψή τους, ώστε έτσι να πεισθούν και οι Δικαστές ότι δεν παρεισάγονται στην ύψιστη απόφασή τους ανεπίτρεπτες παράμετροι όπως επιρροές, φόβοι, προκαταλήψεις. Αν όλα αυτά λειτουργήσουν σωστά, με τις συγκλίσεις των απόψεων των τακτικών και των λαϊκών δικαστών, δημιουργείται ένας ομογενοποιημένος θετικός τρόπος σκέψης που μπορεί να οδηγήσει σε ορθότερες και ευστοχότερες αποφάσεις που είναι και το εναγωνίως ζητούμενο. Πρέπει να θυμηθούμε λίγο και τον Ηράκλειτο: «Εκ των διαφερόντων γαρ καλείσθαι αρμονίειν›. Για την τεκμηρίωση της μικρής μου εισήγησης, αναδύφησα.....› κτλ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο σημείο αυτό να κάνουμε ένα διάλειμμα για μισή ώρα.