ΔΙΚΗ 17Ν
ΔΕΥΤΕΡΑ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2003
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:05
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σε όλους. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.
ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ο κρατούμενος κ. Ψαραδέλλης Θεολόγος δεν θα εισέλθει καθόλου στην αίθουσα του Δικαστηρίου σήμερα, υπάρχει πρόβλημα υγείας. Ο κ. Γεωργιάδης Διονύσιος θα έρθει σε λίγα λεπτά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απόφαση του Δικαστηρίου είναι η προσωρινή εκπροσώπηση. Μπορεί να τον εκπροσωπήσει ο κ. Βλάχος. Ο κ. Αγιοστρατίτης έχει το λόγο. Θα πει και για τους τρεις κατηγορουμένους.
Γ. ΑΓΙΟΣΤΡΑΤΙΤΗΣ: Κύριοι Δικασταί, λόγοι που δεν είναι του παρόντος με υποχρεώνουν να είμαι ιδιαίτερα συνοπτικός. Επιγραμματικά θα θέσω κάποια ζητήματα τα οποία πιστεύω ότι ενδιαφέρουν το Δικαστήριό σας και την κοινωνία γενικότερα. Η πρόοδος της έπ’ ακροατηρίου διαδικασίας, της μακρόχρονης έπ’ ακροατηρίου διαδικασίας επιβεβαίωσε αυτό το οποίο από την αρχή θέσαμε στο Δικαστήριο σας και εκφράστηκε με την ένσταση που υπέβαλλε το σύνολο σχεδόν της υπεράσπισης περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 97 παράγραφος 1 του Συντάγματος και με την οποία ζητούσαμε να παραπεμφθεί η υπόθεση αυτή στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του συντάγματος.
Αφού παρακάμφθηκαν οι θεωρίες, η επιστήμη και το ίδιο το Σύνταγμα στο οποίο ο συνταγματικός νομοθέτης επιμένει από αρχαιοτάτων χρόνων, νομίζω και θα το βρω στη συνέχεια, από το Σύνταγμα της Επιδαύρου να παραπέμπει αυτές τις υποθέσεις και τα κακουργήματα στα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια, η ένστασή μας απορρίφθηκε από το Δικαστήριό σας το οποίο επεκαλέσθη την πάγια νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, την πάγια νομολογία που στην ιστορική εξέλιξη αυτού του τόπου εξυπηρέτησε πάντα στα κρίσιμα ζητήματα κοινωνικοπολιτικές σκοπιμότητες, την πάγια νομολογία η οποία στην ιστορική εξέλιξη την μεταπολεμική τουλάχιστον εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των νικητών, των ισχυρών, της οικονομικής ολιγαρχίας και υπονόμευσε τα συμφέροντα των ηττημένων και των εργαζομένων.
Μεταπολεμικά και μετεμφυλιοπολεμικά στην διάρκεια της Χούντας που η Ελληνική Δικαιοσύνη με ανώτατα στελέχη της την επάνδρωσε αλλά και μετά την πτώση της Χούντας με εκείνες τις αποφάσεις περί στιγμιαίων εγκλημάτων, με τις συνεχιζόμενες αποφάσεις κατά πάγιο τρόπο για τα θέματα των απεργιών των εργαζομένων η Δικαιοσύνη κράτησε μία συγκεκριμένη στάση και εξυπηρέτησε κοινωνικοπολιτικές σκοπιμότητες.
Κοινωνική σκοπιμότητα εξυπηρετεί και τώρα με την ανακάλυψη του ενδεχόμενου δόλου όταν διαπιστώθηκε ότι ξεσηκώθηκε η κοινή γνώμη για τα θύματα από τους σεισμούς και τα θύματα από το πλοίο «ΣΑΜΙΝΑ›, κοινωνική σκοπιμότητα για να κατασιγάσουν τα πάθη και στη συνέχεια δεν αποκλείεται να επανέλθουμε στην ενσυνείδητη αμέλεια ή σε οτιδήποτε άλλο.
Είναι χαρακτηριστικό, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πάρα πολλές περιπτώσεις γι’ αυτή την πάγια νομολογία μας και τον πάγιο τρόπο με τον οποίο τουλάχιστον και μεταχουντικά λειτουργούσε η πάγια νομολογία στα κρίσιμα αυτά ζητήματα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους διωγμούς χιλιάδων αγωνιστών. Χαρακτηριστικά έχω να αναφέρω την περίπτωση του έτους 1949 κατά την οποία ο Μανώλης Γλέζος δικαζόμενος σε Δικαστήριο καταδικάστηκε με ψήφους 4 προς 1, ο Επίτροπος όμως του Δικαστηρίου αυτού χαρακτήρισε την πράξη του να κατεβάσει την σημαία από την Ακρόπολη πρόστυχη και άτιμη και στη συνέχεια βέβαια καταδικάστηκε.
Είναι χαρακτηριστικό το εξής: πριν 2-3 μέρες μία διακεκριμένη δημοσιογράφος αναφερόμενη κάνοντας μία πολύ μεγάλη έρευνα για το θέμα του Γρηγόρη Στακτόπουλου ο οποίος είναι γνωστή η ιστορία του, συνελήφθη το ΄48, οδηγήθηκε σαν δολοφόνος του Πολκ με όλο εκείνο το κλίμα που υπήρχε εκείνη την περίοδο, καταδικάστηκε, βασανίστηκε, βγήκε μετά από πολλά χρόνια από τις φυλακές κατεστραμμένος, πέθανε στη συνέχεια. Ταυτόχρονα όμως έκανε αιτήσεις αναψηλάφησης της δίκης οι οποίες απορρίπτονταν. Δύο νομίζω είχε κάνει οι οποίες απερρίφθησαν και οι δύο.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Αθανάσιος Καφήρης αποχωρώντας από το Δικαστικό Σώμα πριν από μερικές ημέρες και είναι τιμή αυτό για τον Εισαγγελέα πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναψηλάφησής του γιατί αυτός ο άνθρωπος ήταν αθώος, δεν είχε καμία σχέση. Οι σκοπιμότητες όμως εκείνων των εποχών τον οδήγησαν και στην φυλακή, στην καταστροφή ολόκληρης της ζωής του.
Ο Εισαγγελέας λοιπόν κ. Καφήρης στην πρότασή του λέει τα εξής: «Θα πρέπει να πάψει οριστικά η εναντίον του ποινική δίωξη ως προσήκον χρέος στην αλήθεια και την δημοκρατική χρηστότητα. Δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι όλα τα υπηρεσιακά συμβάντα της εποχής εκείνης θα πρέπει να ενταχθούν στο γενικότερο πλαίσιο των ιδιαίτερων συγκυριών της ταραχώδου περιόδου του μεταπολεμικού εθνικού βίου της χώρας κατά την οποία η αμερικανική παρουσία γίνεται πλέον αισθητή και έντονη›.
Έτσι λοιπόν με αυτά τα κριτήρια διαμορφωνόταν η πάγια νομολογία. Τι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα να αναφέρουμε για το θέμα του πολιτικού εγκλήματος, την περίπτωση την έχουμε ξαναπεί εδώ των τριών Δικαστών οι οποίοι τόλμησαν Σαρτζετάκης, Βάλλας και Αλεξόπουλος κατά πλειοψηφία σε 5μελής σύνθεση να χαρακτηρίσουν την πράξη του Γερμανού Πόλε πολιτικό έγκλημα κι έτσι να μην εκδοθεί, ότι η ενέργειά τους αυτή, η δικαστική τους κρίση προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ο οποίος άσκησε πειθαρχική δίωξη εναντίον τους, ξεσηκώθηκε ο νομικός κόσμος όλης της χώρας και μιλάμε για πρόσφατα γεγονότα και βεβαίως η πειθαρχική δίωξη δεν προχώρησε μετά από αυτή την αντίδραση όμως εισήχθη στη συνέχεια η υπόθεση στον ¶ρειο Πάγο ο οποίος έκρινε ότι είναι εγκλήματα του Κοινού Ποινικού Δικαίου και ο Πόλε στάλθηκε «πακέτο› στις Γερμανικές Αρχές.
Βέβαια δεν μπορώ να πω ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ενδιαφερόταν για την τύχη του κάθε Φολίνι, Πόλε ή Μπιάνκο, απλά οι συγκεκριμένοι Δικαστές εκινήθηκαν πέρα από τα πλαίσια τα οποία τους έχει θέσει η πολιτεία παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σχετικές συνταγματικές διατάξεις. Αυτοί κινήθηκαν πέρα από τα πλαίσια και γι’ αυτό έπρεπε να διωχθούν και για να τρομοκρατούνται και οι επερχόμενοι μην τυχόν τολμήσει κανείς και χαρακτηρίσει πολιτικό έγκλημα κάποιες πράξεις οι οποίες είναι πολιτικά εγκλήματα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση των συγκεκριμένων κατηγορουμένων οι πράξεις τους ήταν αμιγώς πολιτικές. Κατά το υποκειμενικό στοιχείο τα κίνητρά τους ήταν αμιγώς πολιτικά και η στόχευσή τους ήταν πολιτική σε όλες τις πράξεις. Βέβαια δεν αναμέναμε τίποτα διαφορετικό από το Δικαστήριό σας. Σκεφτήκαμε μάλιστα συζητώντας πριν μερικές ημέρες με κάποιους συναδέλφους στους διαδρόμους τι θα γινόταν αν το Δικαστήριό σας απεφάσιζε να παραπέμψει κατ’ εφαρμογή του 97.1 του Συντάγματος την υπόθεση στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. 4 κατά τεκμήριο ύποπτοι πολίτες φιλοτρομοκράτες έναντι 3 Δικαστών, αυτοί οι 4 πολίτες οι οποίοι όπως ακούγεται φοβούνται, απειλούνται, δεν ξέρουν νομικά σε αντίθεση με τους Δικαστές οι οποίοι δεν φοβούνται, ξέρουν νομικά θα αποφάσιζαν ενδεχομένως οι 4 αυτοί άνθρωποι κάποια πράγματα όχι απαραίτητα για την ποινική αξιολόγηση των πράξεων αλλά για κάποια επιμέρους ζητήματα, ίσως να αποφάσιζαν ότι ενδεχομένως και κάποια κίνητρα του κ. Κουφοντίνα να ήταν ευγενή.
Την άλλη ημέρα αντιλαμβάνεστε ότι θα γίνει μεγάλη καταστροφή σε αυτόν τον τόπο. Πέρα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα μας παίρνουν δεν αποκλείεται εκείνος ο πανέξυπνος Πλανητάρχης με τον τρισχαριτωμένο Πρωθυπουργό της Αγγλίας να εύρισκαν και χημικά όπλα κάπου στην Αθήνα, στα Πατήσια και να γινόταν και καμία επέμβαση.
Όλα λοιπόν ωραία και καλά πήγαν τα πράγματα. Αυτό το σενάριο τρόμου δεν υπήρξε και η υπόθεση εισήχθη στο Δικαστήριό σας. Πολιτικά εγκλήματα λοιπόν δεν υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο. Σας λέω ότι από το 1827 αν θυμάμαι καλά προβλέπονται τα πολιτικά εγκλήματα και παραμένουν στο Σύνταγμά μας παρά ταύτα τα πολιτικά εγκλήματα θα μένουν μόνο για την περίπτωση ενδεχομένως κάποιου Ρώσου μεγαλοαπατεώνα ο οποίος θα μπορεί να χαρακτηρίζεται και αγωνιστής της ελευθερίας του Τύπου, ακούστηκε και αυτό και ο πολίτης Κέιν της Ρωσίας, έτσι ακούστηκε από κάποιον συνάδελφό μου.
Έτσι στερηθήκαμε της παρουσίας των λαϊκών Δικαστών. Εμείς εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η παρουσία τους αποτελεί έκφραση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν θα επικαλεστώ κ.κ. Δικαστές γιατί πολλές φορές έχουν ειπωθεί εδώ σε αυτή την αίθουσα την επιχειρηματολογία όλη αυτή που αναπτύχθηκε κατά την ένσταση τις πρώτες ημέρες της δίκης σχετικά με το πολιτικό έγκλημα, τις δηλώσεις κορυφαίων Υπουργών, τις προκηρύξεις που εξέδιδε η συγκεκριμένη Οργάνωση. Δεν θα επικαλεστώ την στάση των Κομμάτων την επόμενη ημέρα κάθε ενέργειας της 17Ν. Δεν θα επικαλεστώ τι δήλωσε ο Πρωθυπουργός στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ούτε το γεγονός ότι μόνο γι’ αυτή την Οργάνωση η φίλη και σύμμαχη χώρα μας εξέδωσε ταξιδιωτική οδηγία και για καμία άλλη εγκληματική Οργάνωση δεν έχει δώσει ταξιδιωτική οδηγία.
Θα πω μόνο αυτά τα οποία ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας ο Τακτικός, ο κ. Λάμπρου ανάπτυξε στην αγόρευσή του και τα οποία δίνουν όλη την πολιτική διάσταση των πράξεων που αποδίδονται ή φέρονται ότι έχουν τελέσει οι κατηγορούμενοι και την πολιτική διάσταση ακριβώς αυτής της δίκης.
Λέει λοιπόν ο κ. Λάμπρου για τον κ. Γιωτόπουλο «αυτός ερχόταν όχι για να βοηθήσει την κοινή προσπάθεια. Ερχόταν για να εμποδίσει την Δημοκρατία, να πλήξει τους θεσμούς, να ανατρέψει το πολίτευμα και να χαλκεύσει νέα δεσμά στον Ελληνικό λαό. Κουβαλούσε μαζί του στο οπλοστάσιό του την ένοπλη επαναστατική βία. Εναντίον τίνος; Εναντίον της Δημοκρατίας, εναντίον του Ελληνικού λαού (για την Οργάνωση). Με την συνεχή εγκληματική τους δράση έριξαν βαριά την σκιά πάνω στην καλύτερη Δημοκρατία που γνώρισε ετούτος ο τόπος. Χτύπησαν όλους τους τομείς της ζωής, τους θεσμούς και τις αξίας, πρόσβαλαν σημαντικά τους πολιτικούς, την πολιτική, την οικονομία, τον πολιτισμό, τις λαϊκές κατακτήσεις. Αυτά όλα τα έκανε μία εγκληματική Οργάνωση σαν την εταιρεία δολοφόνων δηλαδή›.
Συνεχίζει ο κ. Λάμπρου «κάθε επίθεση, κάθε δολοφονία, κάθε απόπειρα ήταν μία βίαιη πρόκληση, μία επίθεση χωρίς πρόσωπο ενάντια στο πολίτευμα, στους θεσμούς του και στο θεμέλιό του που είναι η λαϊκή βούληση. Το δημοκρατικό πολίτευμα αυτό που όλοι μας από όλες τις πολιτικές παρατάξεις Δεξιά, Αριστερά, Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά φιλελεύθεροι αγωνιστήκαμε και αγωνιζόμαστε να στεριώσουμε και να κρατήσουμε ισχυρό. Το έχω τονίσει επανειλημμένα ότι η έκρυθμες ενέργειες των κατηγορουμένων σε τελική ανάλυση στρέφονταν εναντίον της Δημοκρατίας, εναντίον της οργανωμένης κοινωνίας, εναντίον εκείνων υπέρ των οποίων υποτίθεται ότι ενδιαφέρονταν ότι αγωνίζονταν ότι μάχονταν›.
Έχει πει και πολλά άλλα. Είναι κουραστικό να τα αναφέρω τα οποία ακριβώς επαναλαμβάνουν, δίνουν και την πολιτική διάσταση αυτής της δίκης. Εμένα μου αρέσει να χρησιμοποιώ την επιχειρηματολογία της απέναντι πλευράς όχι της από εδώ πλευράς και ο κ. Λάμπρου έδωσε πράγματι όλη την πολιτική διάσταση των πράξεων που αποδίδονται κατά το κατηγορητήριο στους κατηγορουμένους.
Παρά τις συντονισμένες όμως προσπάθειες των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης οργανωμένες και κατευθυνόμενες, παρά τις πιέσεις του ντόπιου και ξένου παράγοντα η κοινωνία μας δεν πείστηκε γι’ αυτό. Τώρα μόλις έξω άκουσα από κάποιον συνάδελφό μου ότι και σήμερα δημοσιεύεται ένα γκάλοπ το οποίο δίνει πάρα πολύ μεγάλα ποσοστά στον πολιτικό χαρακτήρα των πράξεων των κατηγορουμένων. Η κοινωνία μας, ένα μεγάλο λοιπόν κομμάτι της κοινωνίας μας δεν πείστηκε και τους θεωρεί λαϊκούς αγωνιστές και όχι εγκληματίες του Κοινού Ποινικού Δικαίου.
Ένα ενδιαφέρον θέμα κ.κ. Δικαστές είναι με ποιες συνθήκες οδηγηθήκαμε σε αυτήν την δίκη η οποία για μας, για τους εντολείς μου δικάζεται από ένα αναρμόδιο Δικαστήριο. Το πώς οδηγηθήκαμε, με ποιες συνθήκες οδηγηθήκαμε σε αυτήν την δίκη συναρτάται με το ερώτημα κατά πόσο η Δίκη αυτή είναι δίκαιη ή όχι, αυτό το οποίο τόσο πολύ ακούγεται εδώ και ένα χρόνο.
Η αντίρρησή μας εδώ κ.κ. Δικαστές είναι θεμελιώδης διότι σε ένα ταξικό σύστημα οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης δεν μπορεί να υπάρξει δίκαιη Δίκη. Αυτή είναι η άποψή μας. Αυτό συνιστά η έννοια της δίκαιης Δίκης, συνιστά αντίφαση στους όρους. Μία κοινωνία που έχει ανταγωνιστικές τάξεις, οι θεσμοί της, το Δίκαιο και η Δικαιοσύνη δεν είναι ουδέτερα αυτά όλα απέναντι στα συμβαίνοντα. Δεν είναι το Δίκαιο, η Δικαιοσύνη και οι θεσμοί πάνω από τις τάξεις αυτές αλλά είναι δομημένα ώστε να επιβάλλουν και να εξασφαλίζουν την κυριαρχία της κυρίαρχης τάξης σε όλη την ιστορική εξέλιξη.
Όταν λοιπόν μιλάμε για μία εκμεταλλευτική κοινωνία όπως είναι το καπιταλιστικό σύστημα οι θεσμοί, το Δίκαιο και η Δικαιοσύνη έχουν αποστολή να εξασφαλίζουν την κυριαρχία της εκμεταλλεύτριας μειοψηφίας απέναντι στην εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία. Είναι λοιπόν λάθος και αποπροσανατολιστικό να μιλάμε για δίκαιη Δίκη μέσα σε ένα αστικό σύστημα σε μια ταξική ανταγωνιστική κοινωνία. Εκτός κι αν μιλάμε για δίκαιη Δίκη μέσα στο αστικό πλαίσιο, μέσα στους αστικούς θεσμούς και να εξετάζουμε κατά πόσο αυτοί οι θεσμοί, αυτή η νομοθεσία λειτουργία και εφαρμόζεται σωστά ή όχι μέσα σε αυτό το σύστημα που και γι’ αυτό το θέμα έχουμε κάποιες αντιρρήσεις και θα τις πούμε στη συνέχεια.
Πολύ χαρακτηριστικά για όλα αυτά τα οποία λέω έχει εκφραστεί ο Ανατόλ Φράνς ο οποίος λέει το εξής: «ο νόμος στην μεγαλόπρεπη ισότητά του απαγορεύει τόσο στον πλούσιο όσο και στον φτωχό να κοιμάται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύει στους δρόμους ή να κλέβει ψωμί›. Το Δίκαιο λοιπόν είναι ένα φαινόμενο της ταξικής κοινωνίας, έχει χαρακτήρα ταξικό και αντιστοιχεί στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πάρα πολλά. Ας πιάσουμε το φορολογικό σύστημα. Είναι γνωστό ότι υποφέρει όλος ο Ελληνικός λαός, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι από το φορολογικό σύστημα. Πιάνω ένα έτσι τυχαίο θέμα. Όπως είναι επίσης γνωστό ή μάλλον δεν είναι και ευρύτερα γνωστό στους δύστυχους Έλληνες ότι το εφοπλιστικό κεφάλαιο δεν υπόκειται σε κανέναν απολύτως φόρο. Δεν πληρώνουν οι εφοπλιστές μας κανένα απολύτως φόρο απαλλαγμένοι από την ισχύουσα νομοθεσία.
Τέτοια παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά για να δείξουμε το πώς λειτουργούν το Δίκαιο, οι θεσμοί και η Δικαιοσύνη σε αυτή την ταξική ανταγωνιστική μας κοινωνία. Ας δούμε όμως με ποιες συνθήκες οδηγηθήκαμε κ.κ. Δικαστές σε αυτή την Δίκη.
Ξεκινάμε με μία απαράδεκτη προανακριτική διαδικασία που υποτάχθηκε στις ανάγκες τις επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης, με μια προανακριτική διαδικασία που στο σύνολό της ήταν παράνομη, αντίθετη με το Σύνταγμα το οποίο τακτικά επικαλούμεθα, αντίθετο με τις ευρωπαϊκές συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου που τώρα τελευταία πάρα πολύ μας απασχολεί. Υπήρξαν απίστευτες διαρροές αυτής της δικογραφίας. Μάλιστα από τις πρώτες μέρες που συνελήφθη ο Σάββας Ξηρός είδαμε να διαχέονται μέσα από τα Κανάλια διάφορες πληροφορίες, μιλάει ο Σάββας, συνεργάζεται ο Σάββας, πονάει ο Σάββας και ταυτόχρονα μετά από λίγες μέρες να βλέπουμε στα τηλεοπτικά Κανάλια την δήθεν απόρρητη αυτή προανακριτική δικογραφία με όλα τα έγγραφα και τις υπογραφές της, να κυκλοφορούν.
Έγινε μάλιστα και μία έρευνα από τον Εισαγγελέα νομίζω τον κ. Τζώνη για το πώς διέρρευσε για να τηρηθούν και οι τύποι διότι άρχισαν να εκφράζονται διάφορες διαμαρτυρίες. Έπρεπε να τηρηθούν οι τύποι. Εδόθη εντολή σε έναν Εισαγγελέα να κάνει έρευνα. Με κάλεσε κι εμένα και του είπα το πότε παρέλαβαν την δικογραφία οι δικηγόροι, οι θεσμικοί υπερασπιστές των κατηγορουμένων κλπ όμορφα. Φαίνεται από τις ημερομηνίες. Εγώ την παρέλαβα μετά από 50 ημέρες.
¶ρα αυτοί οι οποίοι διέρρεαν σκόπιμα για να κάνουν τα επικοινωνιακά τους παιχνίδια ήταν αποκλειστικά η Διωκτική Αρχή, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Οδηγηθήκαμε στην Δίκη αυτή με μια άθλια προπαγάνδα, αυτό θα το πληρώνουμε για πολλά χρόνια, των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης κατευθυνόμενοι από συγκεκριμένα κέντρα ξένα και ελληνικά. Υποβαθμίστηκε ένα έγγραφο το οποίο τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου σας και ανέφερε τις οδηγίες τις οποίες έδινε η Αντιτρομοκρατική Αγγλική Υπηρεσία. Αυτό το έγγραφο, ένα δημοσίευμα του δημοσιογράφου Τάκη Μίχα το οποίο έδινε οδηγίες ακόμα και για κυλιόμενα μνημόσυνα τα οποία έπρεπε να γίνονται σε ημέρες πένθους του Ελληνικού λαού. Δηλαδή αν είναι Πάσχα παραδείγματος χάρη και πενθεί ο Έλληνας χριστιανός εκεί ρίξτε όσα περισσότερα μνημόσυνα μπορείτε, «κυλιόμενα› μάλιστα τα αποκαλούσαν προκειμένου να αλλοιώσουμε την κοινή γνώμη σε αυτόν τον τόπο.
Έγινε ένα πολιτικό και προσωπικό λιντσάρισμα των κατηγορουμένων. Το τί ακούστηκε και πόσο σεβάστηκαν τη θέση του κατηγορουμένου αυτοί οι άνθρωποι, η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, είναι ακόμα ζωντανό στις μνήμες μας. Όλα τα κανάλια, όλες οι εφημερίδες έπαιζαν σε συνεχόμενες και επαναλαμβανόμενες φάσεις τη σύλληψή τους, την προσαγωγή τους, δεμένους με τα αλεξίσφαιρα, γιατί έπρεπε να πεισθεί ο ελληνικός λαός ότι επιτέλους οι θεσμοί νίκησαν του τρομοκράτες, τους δέσαμε και τους πάμε τώρα.
Ταυτόχρονα έπρεπε να αλλοιωθεί η κοινή γνώμη, να αρχίσει να έχει κάποιες άλλες αντιλήψεις από αυτές που είχε μέχρι τότε σχετικά με όλα αυτά τα γεγονότα που είχαν συμβεί τα 27 χρόνια.
Παραβιάστηκε κατά τρόπο πρωτοφανή το τεκμήριο αθωότητας. Νομίζω μία συνάδελφός μου είπε ότι αυτό το τεκμήριο αθωότητας εξασφαλίστηκε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και από Διεθνή Συνθήκη για την Προστασία των Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Με έκπληξη είδα ότι με το τεκμήριο αθωότητος προστατεύεται ο κατηγορούμενος από το 1827, από το πολιτικό σύνταγμα της Ελλάδας κατά την εν Τροιζήνι Γ’ Εθνική Συνέλευση όπου αναφέρει στο άρθρο 14: «Έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος›.
Αυτό το πράγμα βέβαια ερμηνεύθηκε ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αθώοι και ακολούθησε και στα άλλα συντάγματα. Αυτά τα ζητήματα τα οποία αφορούν την προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, ουδείς φυλακίζεται, φυλακώνεται μάλλον ήταν τότε η έκφραση, κανένας δεν μπορεί να κρατηθεί πάνω από 24 ώρες χωρίς να προσαχθεί στον αρμόδιο δικαστή, όλα αυτά τα πράγματα, αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση της χώρας προβλέφθηκαν –ήδη είχαν έρθει τα μηνύματα από άλλες χώρες.
Παρόλα αυτά βρέθηκαν σήμερα άνθρωποι, αυτά τα χαρακτηριστικά του συντάγματος, αυτά τα δικαιώματα των κατηγορουμένων να τα καταπατήσουν και να τα εξαφανίσουν μέσα σε μία νύχτα. Είχαμε λοιπόν ταυτόχρονα κάποιες απόψεις οι οποίες αποφάσιζαν πριν από σας για σας. Είχαμε τις συνεχείς παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Όλοι θεωρούσαν δεδομένο, γιατί θέλω να δω με ποιες συνθήκες οδηγηθήκατε εσείς να ανεβείτε σ’ αυτή την Έδρα και να δικάσετε, όλοι το είχαν δεδομένο, όλοι το είχαν αποφασίσει, από τον Πρωθυπουργό, τους κορυφαίους Υπουργούς, τον κ. Μίλερ, ότι αυτοί οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι είναι οι κοινοί εγκληματίες οι οποίοι ετέλεσαν αυτά τα εγκλήματα και απλά έμενε η τυπική διεκπεραίωση μιας διαδικασίας η οποία θα επέβαλλε και τις ποινές.
Είχαμε λοιπόν πολύ σοβαρές παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Είχαμε παρεμβάσεις της νομοθετικής εξουσίας, η οποία παρουσίαζε πάνω σ’ αυτά τα θέματα μία εναλλασσόμενη βούληση. Είχαμε ένα νόμο αντιτρομοκρατικό, τον 774/78, είχαμε έναν άλλο νόμο, τον 1916/90, χρειάστηκε λίγο πριν από τη σύλληψη των κατηγορουμένων να ψυφιστεί ίσως ένα χρόνο πριν αν θυμάμαι καλά, ένας άλλος αντιτρομοκρατικός νόμος, αντισυνταγματικός, αντιλαϊκός, παράνομος, αντίθετος με τα ήθη του ελληνικού λαού, ένας νόμος ο οποίος προωθούσε και εξυμνούσε την κατάδοση και έδινε κίνητρα στους καταδότες, ένας νόμος που επανέφερε μετά τη γερμανική κατοχή τις κουκούλες σε κάποιους μάρτυρες οι οποίοι δεν θα ήθελαν να φαίνεται το πρόσωπό τους, ένα νόμο ο οποίος επέτρεπε την αστυνομική διείσδυση, τις υποκλοπές, τις παράνομες καταγραφές οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν και υλικό της δικογραφίας.
Πολλά επίσης ειπώθηκαν γι αυτό το νόμο, είναι κουραστικό να επανέλθω, άλλωστε κορυφαίοι νομικοί και καθηγητές Πανεπιστημίου το έκαναν μεταξύ των οποίων και ορισμένοι οι οποίοι συμμετέχουν αυτή τη στιγμή στην Πολιτική Αγωγή και οι οποίοι απεχώρησαν διαμαρτυρόμενοι από την Επιτροπή Σύνταξής του. Είναι ένας νόμος ο οποίος θα πεταχτεί στα σκουπίδια της ιστορίας. Αυτοί οι νόμοι ποτέ δεν κατόρθωσαν να επιβιώσουν.
Στη συνέχεια λοιπόν είχαμε μέσα στα πλαίσια της διαρκώς εναλλασσόμενης βούλησης του νομοθέτη, ένα νόμο ο οποίος αφορούσε τη δημοσιότητα της Δίκης. Είχαμε τον 2145/93, είχαμε τον 2172/93, έκριναν γι αυτή τη Δίκη ειδικά, ότι πρέπει να ψηφιστεί ένας άλλος νόμος προκειμένου έτσι να μπορέσουν να αποκλείσουν τη δημοσιότητα της Δίκης, η οποία για εμάς είναι ένα λειτουργικό στοιχείο της ανεξαρτησίας του δικαστή.
Σχηματίστηκε λοιπόν ένα ποινικοδικονομικό κανονιστικό πλαίσιο ειδικά γι αυτή τη Δίκη, προκειμένου να έχει και μια ειδική άμυνα το Δικαστήριό σας με την επίκληση τροποποιήσεων του Κ.Ποιν.Δ., ψηφίστηκε κι ένας νόμος που δεν έγινε αναφορά εδώ, με τον οποίο αποτρέπεται το πρόβλημα το οποίο θα δημιουργούσαν οι συνήγοροι Υπεράσπισης, με συνεχείς αιτήσεις εξαιρέσεως όλων των δικαστών του λεκανοπεδίου ή όλων των δικαστών που υπηρετούν στην Αθήνα, όπως επίσης για να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο –τί σκέφτηκαν οι άνθρωποι- των συνεχών παραιτήσεων των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Έφτιαξαν λοιπόν και τέτοιο νόμο, έφτιαξαν μία ειδική έκτακτη νομοθεσία προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυτή η Δίκη. Αποκορύφωμα ήταν ο νόμος ο οποίος αφορά τη συγκρότηση της σύνθεσης του Δικαστηρίου που θα δίκαζε. Δεν έφτανε ότι το 97 παρ. 1 του συντάγματος έχει φαλκιδευθεί στην ουσία, έχει καταργηθεί και αν αφαιρεθούν ακόμα μερικά κακουργήματα και πάνε στα Τριμελή Εφετεία, στην ουσία δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει αυτό το άρθρο στο σύνταγμα, έπρεπε να φτιάξουν και ένα νόμο που να αφορά ειδικά τη σύνθεση.
Κι εδώ πάλι εναλλασσόμενη η βούληση του νομοθέτη, εγώ δεν τη θεωρώ αυθόρμητη και πηγαία αυτή τη βούληση, πιστεύω ότι ήταν κατ’ εντολή όλα αυτά τα πράγματα. Αφού λοιπόν ξεφύγαμε από την αφερέγγυα απολυταρχική αντίληψη του διορισμού των δικαστών από έναν διορισμένο προϊστάμενο και αφού περάσαμε στην δημοκρατική διαδικασία της κληρώσεως των δικαστών, επανήλθαμε στο νόθο σύστημα του να επιλέγονται οι δικαστές για κάποιες δίκες -και θα δούμε αν θα εφαρμοστεί πάλι αυτή η διάταξη- να επιλέγονται λοιπόν μεταξύ των βιολογικά ικανών και των αρίστων.
Οδηγηθήκαμε σ’ αυτή τη Δίκη με την επίκληση του απροπροσανατολιστικού διλήμματος ασφάλεια ή ελευθερία. Αυτό το δίλημμα τέθηκε σε όλο τον ελληνικό λαό. Τί θέλετε; Αν θέλετε την ασφάλεια –λες και κινδύνεψε ποτέ ο ελληνικός λαός από τη συγκεκριμένη Οργάνωση- θα αποδεχθείτε τον περιορισμό των ατομικών σας δικαιωμάτων, λες και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ασφάλεια με σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι πρόφαση η ασφάλεια, είναι πρόφαση για να οδηγηθούμε στη συρρίκνωση αυτών των δικαιωμάτων, διότι αυτή είναι η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Οδηγηθήκαμε στη Δίκη με μία –δεν είχε και ιδιαίτερο αποτέλεσμα- προσπάθεια αποϊδεολογικοποίησης των κατηγορουμένων. Οι κατηγορούμενοι έπρεπε να εμφανίζονται στον ελληνικό λαό ως κοινοί εγκληματίες, απατεώνες, ληστές, κακοποιοί όπως έχει συνηθίσει να ακούει για διάφορους άλλους και όχι ότι είχαν κάποιες ιδεολογικές θέσεις οι οποίες άλλωστε ποτέ δεν ακούστηκαν και σ’ αυτό συνέτεινε η μη παρουσία των τηλεοπτικών μέσων σ’ αυτή τη Δίκη.
Με παραβιάσεις των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων από την πρώτη στιγμή της σύλληψης, φτάνουμε σ’ αυτή τη Δίκη, με παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, με απαγόρευση επικοινωνίας με τους συνηγόρους, θα πούμε και για τον Σάββα Ξηρό τί έγινε, αλλά θα πούμε και για τους άλλους, με σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας των δικηγόρων με τους κατηγορουμένους, χωρίς πρόσβαση στη δικογραφία. Χαρακτηριστικά εγώ αναφέρω ότι ο Σάββας Ξηρός εκλήθη να απολογηθεί επί μιας δικογραφίας 50-100.000 σελίδων, ούτε ξέρω πόσο έφτανε, μέσα σε μια προθεσμία μιάμισης μέρας που του δόθηκε. Σε άλλες περιπτώσεις, οι Τακτικοί Ανακριτές βλέπουμε ότι χορηγούν και πολύ μεγάλες προθεσμίες, καμία φορά και μηνών όπως είδαμε στην υπόθεση του Χρηματιστηρίου τώρα τελευταία.
Εδώ δεν έφτανε ο χρόνος ούτε καν φωτοτυπίες να βγάλουμε αυτή της δικογραφίας, όχι να τη μελετήσουμε. Οδηγήθηκαν λοιπόν να απολογηθούν χωρίς να έχουν λάβει γνώση της δικογραφίας. Στη συνέχεια προφυλακίστηκαν, οδηγήθηκαν σ’ αυτά τα λευκά κελιά που στόχο έχουν την εξόντωσή τους και όχι βέβαια τον εγκλεισμό τους, όπως προβλέπει ο σωφρονιστικός κώδικας, δηλαδή να απαγορεύεται η ελευθερία κινήσεως. Στόχος αυτών των λευκών κελιών είναι η εξόντωσή τους. Παραμένουν στον πάτο ενός βαρελιού όπως είπε η συνάδελφός μου κα Κούρτοβικ, σ’ έναν μεταλλικό πάτο ενός βαρελιού σε υπόγεια κελιά, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους κρατουμένους κτλ.
Οδηγηθήκαμε σε αυτή τη Δίκη με σοβαρές, σοβαρότατες παραβιάσεις των δικαιωμάτων των συνηγόρων. Η τρομοκρατία που απευθυνόταν σε όλο τον ελληνικό λαό εκείνες τις μέρες, απευθύνθηκε και στους συνηγόρους Υπεράσπισης. Χρησιμοποιήθηκαν τα Μέσα Ενημέρωσης για να απειλούνται και να εκβιάζονται οι συνήγοροι Υπεράσπισης. «Ή είσαστε ομοϊδεάτες ή είσαστε συνοδοιπόροι φιλοτρομοκρατές και πάτε δωρεάν στη Δίκη, ή παίρνετε και πληρώνεστε από τα λεφτά των ληστειών›.
Εμείς κ.κ. Δικαστές, τη στάση ζωής μας, όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης δεν την έχουμε καταθέσει για να πάρουμε επιτόκια, άλλοι το έχουν κάνει αυτό το πράγμα. Εμείς είμαστε στο πλευρό αυτών των κατηγορουμένων για να μη γίνει η ρομφαία της δικαιοσύνης στιλέτο στην καρδιά τους. Είμαστε σ’ αυτή την Δίκη για να διαφυλάσσουμε τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα κάθε Έλληνα πολίτη και βεβαίως να υπερασπίσουμε στο βαθμό που το Δικαστήριό σας εσφαλμένα κινείται σε ορισμένες αξιολογήσεις που κάνει, να υπερασπίσουμε τις πράξεις των κατηγορουμένων, ιδιαίτερα αυτών -γιατί είναι πολλοί οι αθώοι εδώ μέσα- οι οποίοι είναι αθώοι.
Εμείς λοιπόν έχουμε περάσει τη ζωή μας διά πυρός και σιδήρου. Εγώ προσωπικά και διά πυρός, διότι είναι γνωστό ότι την ημέρα που με ειδοποίησαν να επισκεφθώ τον Σάββα Ξηρό, την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, με το λεπτό ακριβώς, στις 14:30 ακριβώς, εγώ έμπαινα στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ γιατί έτσι μου είχαν ορίσει και την ίδια στιγμή, εξωτερικά το γραφείο μου πήρε φωτιά. Και βέβαια όταν γύρισαν είχαν γυρίσει όλους τους χώρους, ενώ δεν είχαν καεί όλοι οι χώροι, λίγοι είχαν καεί, όλα τα δωμάτια του γραφείου, φάνηκε να έχουν μπει άνθρωποι μέσα, ίσως για να σβήσουν τη φωτιά εκεί που δεν υπήρχε.
Εμείς λοιπόν δεν θα σας πούμε αν είμαστε φίλοι των τρομοκρατών, συνοδοιπόροι, συμπαθούντες ή οτιδήποτε άλλο, ή αν παίρνουμε χρήματα από τα χρήματα των ληστειών. Δε θα σας απαντήσουμε για να εκτίθεται όποιος κάνει αυτό το ερώτημα, για να συνεχίσει να εκτίθεται κάνοντας αυτό το ερώτημα. Ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου και όλα αυτά τα ρομαντικά που γράφονται και ακούγονται στη συγκεκριμένη περίπτωση εξαφανίστηκαν, οι επιθέσεις ήταν απερίγραπτες, η συνάδελφός μου κα Κούρτοβικ σας κατέθεσε 20 από τα σημαντικότερα δημοσιεύματα όπου δεχόμασταν απίστευτες επιθέσεις.
Εγώ προσωπικά συνάντησα ανθρώπους που μου έλεγαν «γιατί πας εκεί και υπερασπίζεσαι αυτούς τους ανθρώπους; Αυτά όλα, ότι ο κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα στην υπεράσπισή του κτλ., δεν έχουν σημασία σ’ αυτή την υπόθεση›. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να μείνουν αν είναι δυνατόν, μέσα στα πλαίσια της εξόντωσης που αποφάσισε η «δημοκρατία μας› γι αυτούς τους ανθρώπους. Έπρεπε να μην έχουν αν είναι δυνατόν και δικηγόρο. «Ακούς εκεί, καθηγητής Πανεπιστημίου να υπερασπίζεται κατηγορούμενους για τη 17Ν!›
Αυτά λοιπόν όλα τα υποστήκαμε και τελικά οδηγηθήκαμε σ’ αυτή τη Δίκη μέσα σε ένα πλαίσιο συρρίκνωσης θεσμών και δικαιωμάτων. Η Διεθνής Αμνηστία στην ετήσια έκθεσή της, καταγράφει την περίπτωση του Σάββα Ξηρού και το παρατηρητήριο των συμφωνιών του Ελσίνκι. Η ετήσια αυτή έκθεση μάλιστα πάει σε όλες τις κυβερνήσεις όλων των κρατών και σε πολλούς άλλους αποδέκτες, όπως επίσης καταγράφονται σε ένα μικρό ποσοστό και όλες αυτές οι παραβιάσεις εν μέσω των οποίων οδηγηθήκαμε σ’ αυτή τη Δίκη.
Τί ήταν λοιπόν η 17Ν και πώς πρέπει να εκτιμηθεί και να κριθεί η δράση της; Ήταν μια συμμορία παρανοϊκών εγκληματιών, φονιάδες, άξεστοι, κτήνη, ηλίθιοι, δειλοί, καταδότες, μαφία, -αυτό το είπε ο Πρωθυπουργός-, βρικόλακες, λαθρεπιβάτες της ιστορίας και της Αριστεράς; Ή ήταν κάτι άλλο αυτή η 17Ν; Εν πάση περιπτώσει πώς πρέπει να κριθεί σαν Πολιτική Οργάνωση;
Η 17Ν κύριοι Δικαστές γεννήθηκε και έδρασε μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο γεννήθηκε και έδρασε. Σαν κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, πρέπει να κριθεί και να εκτιμηθεί η Οργάνωση αυτή μέσα στο πολιτικό, κοινωνικό, ιστορικό πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκε και έδρασε.
Δεν θα πρέπει σαν πολιτική Οργάνωση ένοπλης πάλης, να κριθεί αποκομμένη από την ιστορική εξέλιξη με ένα κατηγορητήριο του 2002, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτές οι πράξεις κρίνονται από ένα σύστημα δικαιοσύνης το οποίο αμφισβητούν οι κατηγορούμενοι και το θεωρούν άδικο και μεροληπτικό, ένα σύστημα υποταγμένο στο κράτος το οποίο κράτος το θεωρούν άδικο, αντίπαλό τους και το πολεμούν κι ένα Δικαστήριο που θεωρούν οι κατηγορούμενοι ότι εκτελεί εντολές αυτού του κράτους και το οποίο Δικαστήριο πάντως και είναι και δική μου άποψη αυτή, ήρθε εδώ να δικάσει εξοπλισμένο με μια ειδική νομοθεσία κάτω από πιέσεις ξένων και ντόπιων παραγόντων, με μια ειδική νομοθεσία, με μια ειδική σύνθεση και με μια ειδική άμυνα στην περίπτωση κατά την οποία θα εδημιούργοντο οποιαδήποτε προβλήματα και αναφέρομαι σε αυτή την τροποποίηση του Κ.Ποιν.Δ. για τις εξαιρέσεις των Δικαστών και τις παραιτήσεις των συνηγόρων Υπεράσπισης.
¶λλη λοιπόν η εποχή του Γουέλς, όταν βγαίναμε από μια ξενοκίνητη φασιστική αιματοβαμμένη χούντα, άλλη η εποχή του Μάλλιου και του Μπάμπαλη, άλλη η εποχή του Παύλου Μπακογιάννη, άλλη η εποχή του Σόντερς, όταν βγαίναμε πάλι –εδώ έχει σημασία η ιστορική εξέλιξη και το πλαίσιο στο οποίο έγιναν αυτές οι ενέργειες- από ένα φριχτό πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, στον οποίο είχε σημαντική παρουσία ο Σόντερς, με χιλιάδες αθώα θύματα, δολοφονημένα μάλιστα –και το είπα τότε στην κα Σόντερς- από δειλούς πιλότους οι οποίοι από ύψος 30.000 μέτρων, πέταγαν τις βόμβες τους σε πομπές δύστυχων προσφύγων οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο ή σε λεωφορεία, ή σε πρεσβείες ή οτιδήποτε άλλο.
Το φαινόμενο κ.κ. Δικασταί των Οργανώσεων της ένοπλης πάλης, κανένα κράτος και ιδιαίτερα το δικό μας δεν φρόντισε να το προσεγγίσει, να το αναλύσει, να εξαλείψει τις αιτίες που δημιουργούν αυτό το φαινόμενο της ένοπλης πάλης. Αντίθετα, σε όλα τα κράτη και στη χώρα μας, επελέγη σαν μοναδική λύση η καταστολή και πάλι η καταστολή, με αποτέλεσμα αυτά τα φαινόμενα μέσα από τις αδυναμίες τους και τα λάθη τους να ξαναγεννιούνται. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αυτού που συμβαίνει στην Ιταλία.
Ένα ερώτημα το οποίο τέθηκε πολλές φορές μέσα σε αυτή την αίθουσα, είναι κατά πόσον είναι δυνατόν μέσα σε μια Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, να λειτουργούν Οργανώσεις τέτοιες ένοπλης πάλης. Δεν θα αναφερθώ κύριοι Δικαστές σε όσα ο κ. Κουφοντίνας ανέπτυξε στην απολογία του περί των Κοινοβουλευτικών Δημοκρατιών, οι οποίες είναι υπεύθυνες γι αυτές τις σφαγές που γίνονται αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Γιουγκοσλαβία, ίσως αύριο στη Συρία, δεν ξέρω κι εγώ πού, δεν αποκλείω και τη δική μου χώρα.
Δεν θα αναφερθώ πώς ενεργούν, λειτουργούν, αποφασίζουν και δραστηριοποιούνται αυτές οι Κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες και οι ευρωπαϊκές ιδιαίτερα. Εκείνο το οποίο έχω να πω είναι ότι οι Κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες αυτού του είδους γεννούν και αναπαράγουν την βία, την ανισότητα, την αδικία, τον πόλεμο και έτσι νομιμοποιούν χωρίς να το θέλουν ενδεχομένως κάθε μορφής αντίσταση.
Τι ήταν λοιπόν η 17Ν; Ήταν μία αντικαπιταλιστική, αντιϊμπεριαλιστική πολιτική Οργάνωση ένοπλης πάλης. Ήταν μία Οργάνωση αυτοτελής, όχι ετεροκίνητη διότι έχουμε δει τέτοιες Οργανώσεις οι οποίες χρηματοδοτούνται από άλλες Οργανώσεις συναφείς από τον παγκόσμιο χώρο ή καθοδηγούνται και ιδεολογικά πολλές φορές από άλλες Οργανώσεις. Η 17Ν ήταν μια αυτοτελής και όχι ετεροκίνητη πολιτική Οργάνωση ένοπλης πάλης. Ήταν μια Οργάνωση επαναστατικής Αριστεράς η οποία είχε επιλέξει τον δρόμο της ένοπλης πάλης.
Ένα κομμάτι της Αριστεράς ήταν που πιστεύει ότι το κοινωνικό μας σύστημα είναι άδικο. Γεννά και αναπαράγει την βία, την ανεργία, τη φτώχια, την εκμετάλλευση και μπορεί να ανατραπεί μόνο με την επανάσταση. Είναι μία ιδεολογική άποψη η οποία σε παλαιότερα χρόνια ήταν ευρύτερα αναπτυγμένη στον παγκόσμιο χώρο και τώρα έχει πάρει αυτή την μορφή τουλάχιστον στα ευρωπαϊκά κράτη.
Η 17Ν λοιπόν ήταν ένα κομμάτι της Αριστεράς το οποίο δεν είχε καμία σχέση με την μεταρρυθμιστική Αριστερά που όλοι γνωρίζουμε, αυτή την Αριστερά η οποία συνδιαλέγεται, συζητάει, συμφωνεί, κάθεται και στο ίδιο τραπέζι με τους εκπροσώπους αυτού του κοινωνικού συστήματος και τελικά υποτάσσεται και υποδουλώνεται από αυτό το σύστημα.
Η 17Ν είναι μία Οργάνωση ένοπλης πάλης η οποία στόχο της είχε να χτυπάει τα σύμβολα του ιμπεριαλισμού, του καπιταλισμού, το μεγάλο κεφάλαιο ντόπιο και πολυεθνικό το οποίο δρα ασύδοτο στη χώρα μας, δολοφονεί, παρανομεί και πολλές φορές με την ανοχή της Δικαιοσύνης. Ήρθε εδώ ένας εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου στην Ελλάδα κ.κ. Δικασταί. Η είσοδός του, η παρουσία του μέσα σε αυτή την αίθουσα είχε έναν στόχο, να σας δείξει ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο. Σας έδειξε με όλη την κατάθεσή του ότι «εγώ είμαι το αφεντικό σε αυτόν τον τόπο›. Μάλιστα σε μια αποστροφή εκεί της καταθέσεώς του είπε «καλά που τους πιάσατε εσείς γιατί αν τους έπιανα εγώ ξέρετε τι θα γινόταν›.