Δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που το Δικαστήριό σας στο ακροατήριο διατάσσει. Αυτή μπορεί να είναι και προφορική όπως λέει ο νόμος. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη στην παρούσα Δίκη. Ενδεχομένως αν θυμάμαι καλά μία πραγματογνωμοσύνη για άλλο κατηγορούμενο να ήταν από πιο πριν έτοιμη αλλά για πολλές άλλες μεταξύ των οποίων και αυτή που αφορά τον εντολέα μου τον κ. Τζωρτζάτο δεν ήταν έτοιμη πριν ξεκινήσει η διαδικασία, δεν ήταν έτοιμη τον Μάρτιο, δεν ήταν έτοιμη τον Απρίλιο. Στις 19 Μαίου ήρθε ο κ. Εισαγγελέας και μας είπε «σας έχω και ένα νέο, πάρτε και μερικές πραγματογνωμοσύνες να δείτε›. Αυτό συνιστά παραβίαση του νόμου. Το θέσαμε στο Δικαστήριό σας και έπ’ αυτού υπήρξε απόφαση του Δικαστηρίου σας που παραβιάζει την δίκαιη Δίκη.
Δεν είναι δυνατόν να αιφνιδιάζεται ο κατηγορούμενος και να μην μπορεί να ετοιμάσει την υπεράσπισή του και να παραβιάζεται και το άρθρο 6.3β της ΕΣΔΑ όταν μετά από 2,5 μήνες διαδικασίας έρχεται ο κ. Εισαγγελέας και μας λέει «έχω και κάτι καινούριο, να μερικές πραγματογνωμοσύνες›. Είναι μη νόμιμο, απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο γιατί η πραγματογνωμοσύνη είναι ένα από τα αποδεικτικά μέσα του Κώδικά μας, είναι αυτές οι πραγματογνωμοσύνες που προσκομίστηκαν στις 19 Μαίου μεταξύ των οποίων και η αφορούσα τον κ. Τζωρτζάτο. Είναι μη νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να αξιολογηθεί από το Δικαστήριό σας.
Σημειώνω παρενθετικά από τώρα ότι για την κατηγορία εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου οι πραγματογνωμοσύνες δεν έχουν και πολύ μεγάλη σημασία, θα το δούμε όμως στη συνέχεια αυτό. Παρόλα αυτά παραμένει η παρανομία ότι προσκομίστηκαν 19 Μαίου. Όπως εύστοχα είπε κάποιος συνήγορος, ήταν νομίζω ο κ. Ραχιώτης αν δεν κάνω λάθος, δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται η προδικασία όταν έχει ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία. Βέβαια η επεξεργασία μιας πραγματογνωμοσύνης συνιστά συνέχιση της προδικασίας.
Στα εργαστήρια της Αστυνομίας είναι πολύ επιμελείς οι αρμόδιοι Αστυνομικοί υπάλληλοι και συνεχίζουν πυρετωδώς την επεξεργασία των δεδομένων παρόλο που έχει ξεκινήσει η Δίκη. Βέβαια να θυμίσω και με την ευκαιρία το άρθρο 325 αν θυμάμαι καλά που μας λέει ότι όταν ξεκινήσει η διαδικασία πρέπει τα πειστήρια να είναι στη διάθεση του Δικαστηρίου. Για να το δούμε πάλι αυτό το άρθρο γιατί δεν το θυμάμαι απ’ έξω.
Το 325 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μας λέει, από την στιγμή που θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο το κλητήριο θέσπισμα – προσέξτε – από την στιγμή που θα επιδοθεί το κλητήριο θέσπισμα, δηλαδή περίπου 2 μήνες πριν ξεκινήσει η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου σας. Από την στιγμή λοιπόν που θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο το κλητήριο θέσπισμα ή η κλήση για την εμφάνιση, οι δικογραφίες και τα πειστήρια πρέπει να παραμένουν κατά τις εργάσιμες ώρες στο οικείο δικαστικό γραφείο για να μπορεί φυσικά ο συνήγορος υπεράσπισης να δει τα πειστήρια, να δει περί τίνος πρόκειται.
Φυσικά τα πειστήρια όχι μόνο δεν ήταν τον Ιανουάριο που είχαμε επίδοση της κλήσης στην διάθεση των συνηγόρων υπεράσπισης αλλά δεν ήταν ούτε τον Μάρτιο, ούτε τον Απρίλιο. Να θυμίσω το επανειλημμένο αίτημα της υπεράσπισης, κυρίως των συνηγόρων του κ. Γιωτόπουλου «φέρτε μας επιτέλους τα πειστήρια›. Τα πειστήρια όμως δεν ερχόντουσαν. Ήταν αλλού. Το περιβάλλον της Αστυνομίας ήταν φαίνεται πιο καλά γι’ αυτά. Βέβαια δεν ήταν θέμα περιβάλλοντος. Ήταν το πολύ απτό, το πολύ ρεαλιστικό θέμα ότι και τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο και τον Απρίλιο και στις αρχές Μαίου συνεχιζόταν η επεξεργασία των πειστηρίων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα.
Έχουμε και εδώ μία άλλη περίπτωση όπου η Αστυνομία και τα αρμόδια εργαστήριά της συνεχίζουν το έργο τους παρά την ύπαρξη της Δικαιοσύνης και παρά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Θα με ενδιέφερε η άποψη του κ. Εισαγγελέα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όχι, να μην κάνουμε διάλογο.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αυτή τη φορά με την άδειά μου κ. Εισαγγελέα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απ’ ότι είδατε και για μένα τα καλά λόγια, το μόνο που έμεινε είναι?.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Να ακούσουμε τον κ. Εισαγγελέα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Εισαγγελεύ, για λόγους αρχής όχι. Το μόνο που έμεινε και για μένα ακόμα είναι ότι είμαι καλός πυγμάχος, τίποτε άλλο. Δικαστής δεν είμαι. Προχωράμε.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Πότε ήταν κ. Εισαγγελέα; Ήταν τον Μάρτιο, ήταν τον Απρίλιο; Στο διάλειμμα που θα γίνει θα ελέγξω τα χαρτιά μου και θα σας πω πότε ακριβώς ήρθαν τα πειστήρια.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα τα βρούμε. 22 Απριλίου, έχουμε εδώ τον κ. Παπαδάκη που τα θυμάται όλα.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μάλιστα την πρώτη φορά ήρθαν αλλά ξαναέφυγαν γιατί κάποια στιγμή ήθελε να τα δει ο κ. Τζωρτζάτος και του είπαν «τι να κάνουμε, να ήσουν πιο γρήγορος› - δεν ειπώθηκε έτσι βέβαια. Ήρθαν και έφυγαν και θα ξανάρθουν βέβαια.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έτσι γίνεται. Αυτά πάνε και έρχονται.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μας έχουν μείνει κ. Πρόεδρε δύο λόγοι και είναι οι σημαντικότεροι για τους οποίους θεωρώ ότι δεν ήταν δίκαιη η ακροαματική διαδικασία. Έρχομαι στον προτελευταίο, τον 9ο λόγο. Το Δικαστήριό σας και με συγκεκριμένη απόφαση κιόλας παραβίασε κατάφορα το άρθρο 366 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Είναι αυτό που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις την ανάγνωση περικοπών από τις προανακριτικές ή ανακριτικές απολογίες και γενικότερα παραβίασε, θα έλεγα κατήργησε πλήρως τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της αμεσότητας.
Είναι ένα καίριο σημείο αυτό κ. Πρόεδρε. Με την απόφασή σας ανατρέψατε όλη την δομή της ισχύουσας Ελληνικής Ποινικής Δίκης. Αυτό δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο και εδώ θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ λιγάκι και στο τι λέει η θεωρία.
Θα ξεκινήσω βέβαια με τον κορυφαίο Έλληνα Ποινικολόγο που θαυμάζω, θεωρητικό του Ποινικού Δικαίου τον Καθηγητή Ανδρουλάκη. Βέβαια και άλλη μια φορά θα αναφερθώ στο έργο του το θεμελιώδες με τίτλο «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης›. Σελίδες 122 με 124. Δεν θα τις διαβάσω όλες βέβαια, μην ανησυχείτε.
Εδώ λέει ο Καθηγητής Ανδρουλάκης «θα μπορούσε εν πρώτοις να υποθέσει κανείς ότι στην κύρια διαδικασία επιτρέπεται πάντοτε ή ίσως και επιβάλλεται η χρησιμοποίηση ύστερα από προφορικοποίησή τους (ίσον ανάγνωση) όλων των εγγράφων της προδικασίας. Αν έτσι είχε το πράγμα τότε η ανάκριση θα ασκούσε όχι μόνο με το αποτέλεσμά της, δηλαδή την παραπομπή στο ακροατήριο αλλά επιπλέον και με τα επιμέρους αποδεικτικά στοιχεία που συγκομίστηκαν στην διάρκειά της ιδίως μαρτυρικές καταθέσεις, απολογία του κατηγορουμένου, ισχυρότατη επιλογή στην τελική έκβαση της υπόθεσης.
Ωστόσο οι συνθήκες υπό τις οποίες συγκεντρώνονται τα εν λόγω στοιχεία κατά την προδικασία απέχουν συχνά πολύ από το να πληρούν τις προϋποθέσεις αδιάβλητης γνησιότητας που εξασφαλίζει η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο. Όλοι όσοι διαθέτουν κάποια εμπειρία της ποινικής πράξης γνωρίζουν καλά κάτω από ποιες συνθήκες λαμβάνονται μερικές φορές η απολογία του κατηγορουμένου και οι καταθέσεις των μαρτύρων στην προανάκριση. Σε κάθε δε περίπτωση είναι πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο ο κατηγορούμενος ή οι μάρτυρες να αμφισβητούν και όχι σπάνια, με πάθος όσα φέρονται ότι κατέθεσαν προδικαστικά›.
Σχόλιο του ομιλούντος. Δεν είναι πρώτη φορά λοιπόν που οι κατηγορούμενοι αμφισβητούν αυτά που φαίνεται να έχουν πει στη προδικασία. Είναι ένα τόσο συχνό φαινόμενο που το αναφέρει και το ΄94 ο κ. Ανδρουλάκης. Τελειώνω το σχόλιο, συνεχίζω την ανάγνωση της περικοπής από το βιβλίο του.
«Ο δόλος ή η πλάνη που καταχωρούντος ενδέχεται όντως να αλλοιώσουν τα καταχωρούμενα. Γι αυτό ο Δικαστής μόνο στην δική του αντίληψη μπορεί να έχει αληθινή εμπιστοσύνη και αυτό ακριβώς είναι το έρεισμα πάνω στο οποίο κτίζει το οικοδόμημά της η λεγόμενη αρχή της αμεσότητας κατ’ εφαρμογή της οποίας η επιρροή της προδικασίας στην κύρια διαδικασία, σε τούτο έγκειται η δεύτερη από τις δυνατότητες που προαναφέρθηκαν, υφίσταται ουσιαστική μείωση με την έννοια ότι τα στοιχεία της πρώτης προδικασίας ακόμη κι αν προφορικοποιηθούν στο ακροατήριο με την ανάγνωση σχετικών εγγράφων δεν μπορούν κατά κανόνα να χρησιμεύσουν για να θεμελιωθεί οριστική δικαστική κρίση›.
Στη συνέχεια εξηγεί ο Καθηγητής Ανδρουλάκης ότι υπάρχουν δύο πτυχές της αρχής της αμεσότητας. Η σημαντικότερη στην οποία και μόνο αναφέρεται είναι η αρχή της άμεσης προσωπικής επαφής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή μόνο εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία επιτρέπεται να χρησιμεύσουν στον κρίνοντα προς θεμελίωση της απόφασής του με τα οποία ήρθε σε άμεση προσωπική επικοινωνία, των οποίων έχει άμεση προσωπική αντίληψη.
Με τον τρόπο αυτόν αποκλείεται η άντληση στοιχείων προς στήριξης της δικαστικής κρίσης από την ανάγνωση των προδικαστικών καταθέσεων των μαρτύρων ή της χάρτινης κατά Μπέλινγκ απολογίας του κατηγορουμένου τουλάχιστον εκεί όπου είναι δυνατή η άμεση ακρόαση των ίδιων προσώπων στο ακροατήριο. Όσα επομένως κατατίθενται στην προδικασία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν μόνον επικουρικά και δη μόνο εφόσον η εμφάνιση και η κατάθεση στο ακροατήριο των ίδιων προσώπων είναι ανέφικτη. Αυτά λέει ο κ. Ανδρουλάκης.
Εννοείται ότι ήταν εδώ στο ακροατήριο όλοι οι κατηγορούμενοι σε αυτή την Δίκη άρα δεν γεννάται θέμα εφαρμογής έστω και επικουρικής αυτών που είπαν στην προδικασία. Όμως θα συνεχίσω με κάτι που έχει πει πάλι ο Καθηγητής Ανδρουλάκης πριν από 30 σχεδόν χρόνια.
Είναι ένα άρθρο του που είχε δημοσιευθεί το 1974, δυο τρεις μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας. Είναι ένα άρθρο πάρα πολύ σημαντικό, τραγικά επίκαιρο ακόμα και σήμερα, το οποίο αποτελεί θα έλεγα και σταθμό στην Ποινική βιβλιογραφία. Το άρθρο αυτό φέρει τον τίτλο «Επί του προβλήματος της προανακριτικής απολογίας› -είναι ακριβώς το πρόβλημά μας.
Αφού πει πολλά και ενδιαφέροντα ο καθηγητής Ανδρουλάκης -το άρθρο ξεκινά στη σελ. 1345 του Νομικού Βήματος και τελειώνει στη σελ. 1356 – ας πάω κατευθείαν στο τέλος του άρθρου, στη σελ. 1355. Τί μας λέει ο σοφός καθηγητής: «Η αρχή της αμεσότητας, ισχύει μεν αναμφιβόλως κατά νόμον, πλην δεν έτυχε μέχρι τούδε της δεούσης επιστημονικής και νομολογιακής επεξεργασίας ούτως ώστε να επιτελέσει καθ’ ολοκληρίαν την ανατεθειμένην εις αυτήν αποστολήν. Ρόλον δε κερκόπορτας δι’ ης εισέβησαν και εισδύουν ακόμη προδικαστικαί μαρτυρικαί καταθέσεις και απολογίαι εις τον χώρον της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας, διαδραματίζουν τα άρθρα 357 παρ. 4 και 366 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.. Ναι μεν εκ των διατάξεων ακριβώς τούτων συνάγεται η καταρχήν απαγόρευσις συμφώνως προς την αρχήν της αμεσότητος της αναγνώσεως και αποδεικτικής αξιοποιήσεως των προδικαστικών μαρτυριών και απολογιών, σύγχυσιν όμως προκαλεί η ευθύς αμέσως αναγνωριζομένη δυνατότης της αναγνώσεως περικοπών τούτων προς κατάδειξιν αντιφάσεων. Συγκεκριμένως γίνεται παγίως δεκτός ότι αι εν λόγω αναγνωσθείσαι περικοπαί, συγχωρείται όπως ληφθούν υπόψιν υπό του Δικαστηρίου κατά τον σχηματισμόν της δικανικής αυτού πεποιθήσεως. Το Δικαστήριον δύναται, με άλλας λέξεις, να προτιμήσει φερ’ ειπείν την εν τη περικοπή προδικαστικήν νομολογίαν της εν τω ακροατηρίων αρνήσεώς της και να θεμελιώσει επί της πρώτης, την καταδίκην του κατηγορουμένου. Ούτω πως όμως, είναι φανερόν ότι η αρχή της αμεσότητος, η ουσία, καταργείται ολοσχερώς›.
Μια απορία δική μου: Αυτή τη Δίκη είχε υπόψη του ο καθηγητής Ανδρουλάκης; Όχι βέβαια, γιατί γράφηκε 30 χρόνια πριν. Είναι ένα πρόβλημα που δεν έχει ανακύψει τώρα, αν θέλετε σ’ αυτή την Δίκη ανακύπτει με πολύ μεγάλη οξύτητα. Είναι ένα κλασικό πρόβλημα αν θέλετε, ορθής απονομής ποινικής δικαιοσύνης.
Προσέξτε όμως τη συνέχεια αυτών που λέει ο καθηγητής Ανδρουλάκης, που βέβαια δεν είναι κάποιος τυχαίος, νομίζω όλοι αναγνωρίζουμε την απέραντη σοφία αυτού του καθηγητή που έχει σημαδέψει επί 30 χρόνια την ελληνική ποινική θεωρία. Τί λέει λοιπόν ο καθηγητής Ανδρουλάκης: «Έχει λοιπόν εντελώς εντελώς ιδιαιτέραν σημασίαν να τονισθεί ότι κατ’ ορθήν θεώρησιν ουδ’ αι αναγνωσθείσαι περικοπαί συγχωρείται όπως αξιοποιηθούν καθ’ εαυτάς αποδεικτικώς υπό του Δικαστηρίου›. Ούτε και οι περικοπές που διαβάσατε κ.κ. Δικαστές μπορούν να αξιοποιηθούν αποδεικτικώς.
Συνεχίζω: «Η αποστολή της αναγνώσεως των περικοπών εξαντλείται εν τη υποδείξει προς τον κατηγορούμενον της αντιφάσεως. Εν τη εννοία ταύτη η ανάγνωσις γίνεται προς αυτόν, μεταξύ της προδικαστικής ομολογίας του και της εν τω ακροατηρίω αρνήσεως της ενοχής επί τω τέλει, όπως ούτος λάβει θέσιν επ’ αυτής. Αφ’ ης ούτος λάβει θέσιν και εμμείνει εις την άρνησίν του, αι αναγνωσθείσαι περικοπαί εκπληρώσασαι την αποστολήν των, αποχωρούν τρόπον τινά από το προσκήνιον, το οποίον καταλαμβάνει ολοσχερώς η επ’ ακροατηρίω απολογία›.
Πώς τελειώνει ο καθηγητής Ανδρουλάκης: «Είναι απαράδεκτος να είπει το Δικαστήριον ότι πιστεύει εις την προανακριτικήν ομολογίαν και όχι εις την εν τω ακροατηρίω άρνησιν. Τούτο μόνο δύναται να είπει, ότι δεν πιστεύει εις την τελευταίαν, δι’ άλλους, τούτους και εκείνους τους λόγους. Επειδή δε ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα για την αμεσότητα της αποδείξεως, δικαίωμα όπως μόνον ό,τι κατέθεσεν υπό τας εν τω ακροατηρίω συνθήκας αδιαβλήτου και απολύτου ελευθερίας ληφθεί υπ’ όψιν προς κρίσιν της περιπτώσεώς του, η τυχόν θεμελίωσις της καταδίκης του επί της προανακριτικής ομολογίας, καθιστά την σχετικήν απόφασιν αναιρετέαν, κατ’ άρθρον 171 παρ. 1δ του Κ.Ποιν.Δ.›.
Με απλά λόγια κ. Πρόεδρε, το λέω για να το καταλάβουν και οι κατηγορούμενοι που δεν ξέρουν νομικά, τί λέει ο καθηγητής: Ναι, μπορείς να διαβάσεις κ. Πρόεδρε κάποιες περικοπές, αλλά αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν μόνο κατά τον εξής τρόπο: Θα διαβάσεις την περικοπή και θα πεις στον κατηγορούμενο Τζωρτζάτο για παράδειγμα: «Γιατί αρνείσαι την τάδε κατηγορία, όταν στην ομολογία σου έχεις πει κάτι άλλο;› Από κει και πέρα μας λέει ο καθηγητής Ανδρουλάκης, φεύγει απ ‘τη μέση η προανακριτική ομολογία και μένει μόνο η στάση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Αν υπάρχουν άλλα, ξεχωριστά στοιχεία για την κατάγνωση της ενοχής του, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Τα λέει όχι ο Μυλωνάς, ο Ανδρουλάκης τα λέει αυτά, ότι φεύγει από τη μέση η προανακριτική ομολογία γιατί αυτό επιτάσσει η αρχή της αμεσότητας. Εσείς βέβαια μπορείτε να διαφωνήσετε με τον καθηγητή Ανδρουλάκη και να εκφέρετε μια διαφορετική κρίση.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Πράγματι, αναφερθήκατε στην απόφαση 90/1996, την έχω και αυτή εδώ, υπάρχει μία απόφαση, δε νομίζω να υπάρχει άλλη, που μας λέει ότι ναι, μπορεί να διαβαστεί και πλήρες το κείμενο. Αν νομίζετε ότι αρκεί μία απόφαση του Αρείου Πάγου του 1996 για να καταλήξετε στο συμπέρασμα που καταλήγετε, δικαίωμά σας.
Σημειώνω όμως από τώρα, ότι δίνετε πολύ μεγάλη σημασία στις αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Θα το δούμε και στη συνέχεια σε άλλο ζήτημα, να δούμε, εκεί θα δώστε την ίδια βαρύτητα στη νομολογία του Αρείου Πάγου ή όπου μας βοηθά επιλεκτικά λέμε ότι υπάρχει η απόφαση του Αρείου Πάγου, αγνοούμε τη θεωρία, αγνοούμε αυτά που λέει η επιστήμη και όπου δεν μας βοηθά δεν υιοθετούμε αυτά που λέει ο ¶ρειος Πάγος; Γιατί θα δούμε τί λέει ο ¶ρειος Πάγος σε άλλη περίπτωση....
Και βέβαια πρέπει να τονίσω ότι αυτή την σημασία της αμεσότητας δεν τη λέει μόνο ο καθηγητής Ανδρουλάκης, τη λένε και οι νεότεροι θεωρητικοί. Ένας νέος λέκτορας και εκλεκτός του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι ο κ. Γιώργος Τριανταφύλλου που και αυτός έχει γράψει κάποια πράγματα. Έχει γράψει δύο άρθρα που αναφέρονται στην αρχή της αμεσότητας. Το ένα έχει δημοσιευθεί στον τόμο «Αντιεγκληματική πολιτική› εκδόσεις Α. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2003, σελ. 307-315. Δε θα το αναφέρω να μη σας κουράσω, θα αναφερθώ στο πρώτο.
Είναι ένα άρθρο που έχει δημοσιευθεί στον Τιμητικό Τόμο «Μνήμη ΙΙ – Εις μνήμην Δασκαλόπουλου Σταμάτη και Μπάκα› -σημειώνω εδώ ότι υπήρχαν και άλλοι διαπρεπείς Εισαγγελείς όπως ο αείμνηστος Σταμάτης που τίμησαν πραγματικά την Εισαγγελική Αρχή, για να μην αδικώ την Εισαγγελική Αρχή, τα όσα είπα αφορούσαν του συγκεκριμένους εκφραστές της. Υπάρχουν λαμπροί Εισαγγελείς που εφαρμόζουν πιστά το Δίκαιο και που δεν παραβιάζουν την ΕΣΔΑ, κλείνω όμως την παρένθεση.
Στον τόμο λοιπόν αυτόν έχει δημοσιευθεί η μελέτη του λέκτορα Γιώργου Τριανταφύλλου που φέρει τον τίτλο «Αρχή και αμεσότητας και προσωπική απόδειξη›, είναι ακριβώς το θέμα μας. Ξεκινά στη σελ. 685 και σταματά στη σελ. 723, είναι μια πολύ μεγάλη και λεπτομερής μελέτη, αξίζει να της ρίξετε μια ματιά. Θα αναφέρω μόνο δύο σημεία από το κείμενο αυτό.
Στη σελ. 708 είναι το πρώτο: «Έντονες αντιρρήσεις προκαλεί και η κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 366 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., που θεωρεί αποδεικτικό μέσο την ανάγνωση των αντίθετων περικοπών της προδικαστικής απολογία του κατηγορουμένου. Η πρακτική λειτουργία της διάταξης αυτής σήμερα και ίσως η αρχική πρόθεση του νομοθέτη, ήταν η αξιοποίηση της προδικαστικής ομολογίας όταν ο κατηγορούμενος αρνείται στο ακροατήριο την αποδιδόμενη κατηγορία›.
Λίγο πιο κάτω διαβάζουμε τα εξής: «Ωστόσο η ερμηνεία του άρθρου 366 παρ. 2 θα πρέπει να λάβει υπόψη της άλλες συνιστώσες και ιδίως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που καθιστούν αμφίβολη την ορθότητα της κρατούσας γνώμης. Ιδίως θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η ιδιάζουσα θέση του κατηγορουμένου στο ισχύον σύστημα απόδειξης που του παρέχει ευρύ πλαίσιο αυτονομίας ως προς το αν και τί θα καταθέσει. Η επισήμανση των αντιφάσεων της απολογίας του προς την αντίστοιχη προδικαστική, παρά την ενδεχόμενη αποδεικτική αξία της, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε έμμεσο περιορισμό της αυτονομίας του, εξωθώντας τον σε κατάθεση περιστατικών που δεν επιθυμούσε εξαρχής να καταθέσει στο ακροατήριο. Η ερμηνεία του άρθρου 266 παρ. 2, προκειμένου να είναι σύμφωνη με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της απολογίας, θα πρέπει επομένως να αποκλείει την αξιοποίηση των περικοπών που διαβάζονται. Η λειτουργία τους θα πρέπει να περιοριστεί στην απλή ερώτηση προς αυτόν, ποια θέση λαμβάνει σε σχέση με την αντίστοιχη περικοπή. Η άρνηση του περιεχομένου της θα πρέπει να αποκλείει την αξιοποίησή της›.
Εδώ παραπέμπει ρητά στον καθηγητή Ανδρουλάκη και στο άρθρο που ανέφερα. «Υπό την αντίθετη εκδοχή, θα περιγραφόταν και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα σιωπής του, αφού η τελευταία ενόψει της αναγιγνωσκόμενης και αξιοποιήσιμης περικοπής θα ήταν ανώφελη αλλά και επικίνδυνη. Χάριν της πληρέστερης προστασίας του δικαιώματος σιωπής, θα πρέπει μάλιστα να γίνει δεκτό ότι η άρνηση απάντησης σε συγκεκριμένη ερώτηση στο ακροατήριο δεν επιτρέπεται να περιγραφεί με την ανάγνωση της αντίστοιχης δαπάνης που έχει τυχόν δοθεί στην προδικασία. Η θέση αυτή εναρμονίζεται και με το γράμμα του άρθρου 366 παρ. 2, που επιτρέπει την ανάγνωση μόνο στην περίπτωση που όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι διαφορετικά απ’ όσα εξέθεσε στην προδικασία και όχι όταν αρνείται απλώς να απαντήσει›.
Και τελειώνει ο κ. Τριανταφύλλου: «Η ανάγκη για τήρηση της αρχής της αμεσότητας γίνεται μάλιστα ακόμα περισσότερο επιτακτική όταν οι αναγιγνωσκόμενες περικοπές προέρχονται από την κατάθεση που ο νυν κατηγορούμενος έδωσε ως μάρτυρας στην προδικασία. Εδώ, η αξιοποίηση της προδικαστικής κατάθεσης εις βάρος του σιωπούντος κατηγορουμένου, θα ισοδυναμούσε με διπλή προσβολή του δικαιώματος σιωπής, αφού η εξέταση ως μάρτυρα στερεί από τον μετέπειτα κατηγορούμενο το δικαίωμα της άρνησης να καταθέσει›.
Βλέπουμε λοιπόν, καλός είναι ο ¶ρειος Πάγος, αλλά ίσως καλύτερη είναι και η ενασχόληση με την προβληματική των συνταγματικών θεμάτων που θέτει ο κ. Τριανταφύλλου και ιδίως του δικαιώματος σιωπής.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Καταλαβαίνω, τα νομικά για τους κ.κ. κατηγορουμένους είναι λίγο δύσπεπτα, αλλά αυτά είναι που πρέπει το Δικαστήριό σας να αξιολογήσει νομίζω.
Αν θυμάμαι καλά, στην απόφαση που έχετε λάβει κάνετε και μια αναφορά στον Ζησιάδη. Βρήκα τον Ζησιάδη, φαντάζομαι αναφέρεστε στο θεμελιώδες έργο του «Ποινική Δικονομία›, γ’ έκδοση 1977 έχω εγώ, β’ τόμος, σελ. 540. Τί μας λέει ο κ. Ζησιάδης: «Επίσης, ως ορθώς εκρίθη, ανεπίτρεπτος τυγχάνει η ανάγνωσις της εν τη ανακρίσει ληφθείσης απολογίας όπερ συνάγεται εκ του συνδυασμού των άρθρων 463 και 365 καθ’ α επ’ ακροατηρίων αναγιγνώσκονται αι κατά τους νομίμους τύπους συντεταγμέναι εκθέσεις ανακριτικών υπαλλήλων ως και τα λοιπά έγγραφα, πλην των απολογιών των δικαζομένων κατηγορουμένων, αίτινες δύνανται να αναγνωσθώσιν υπό τον περιορισμόν του άρθρου 366 παρ. 2. Ήτοι, αν τούτο εζητήθη παρά τινος των διαδίκων ή του συγκατηγορουμένου και αφορά την εαυτού υπεράσπισιν ή την εν γένει εν τη ποινική δίκην θέσιν του›.
Στη συνέχεια λέει ο αείμνηστος Ζησιάδης: «Εάν τα προφορικώς νυν επ’ ακροατηρίω εκτειθέμενα υπό του κατηγορουμένου είναι εν όλω ή εν μέρει διάφορα των παρ’ αυτού εν τη προδικασία εκτεθέντων, δύνανται να αναγνωσθώσιν προς αυτόν αι αντίθεται περικοπαί της κατά την ανάκρισιν απολογίας του (άρθρο 366 παρ. 2) ή να υποβοηθηθεί η μνήμη του κατηγορουμενου και να καταδειχθώσιν αι αντιφάσεις του και προκληθώσιν οι εξηγήσεις του›.
Βλέπουμε λοιπόν ότι και ο Ζησιάδης μας λέει ότι ανεπίτρεπτος τυγχάνει η ανάγνωσις της απολογίας. Μόνο περικοπές και μόνο για συγκεκριμένους λόγους. Και δεν είναι και από τους πιο φιλελεύθερους ο αείμνηστος καθηγητής Ζησιάδης.
Να δούμε όμως κάποιον άλλον, πιο σημαντικό. Όπως ξέρετε, υπήρχε ένας άλλος θεωρητικός που έχει σφραγίσει την Ποινική Δικονομία, είχε διατελέσει και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, είναι ο Μπουρόπουλος. Μάλιστα θα έλεγα ότι σε πάρα πολλά σημεία ο Κ.Ποιν.Δ., φέρει τη σφραγίδα του και θα έλεγα ότι η δική του γνώμη, αν και έχει διατυπωθεί πριν από πολλά χρόνια, έχει μια βαρύτητα γιατί βλέπουμε τί έλεγε ένας πολύ συντηρητικός νομικός –μάλιστα έγινε και Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου νομίζω επί Μεταξά αν θυμάμαι καλά- αλλά ένας νομικός που έχει πολύ μεγάλες γνώσεις και που η ερμηνεία που έχει δώσει και στον Κ.Ποιν.Δ. αλλά και στον Ποινικό Κώδικα, ακόμα και τώρα νομίζω ότι αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βοήθημα.
Τί μας λέει λοιπόν ο αείμηστος Μπουρόπουλος –είναι από την «Ερμηνεία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας›, β’ έκδοση, 1957, τόμος α’, άρθρα 1-373, σελ. 506: «Η παράγραφος 2 του άρθρου 366 είναι ανάλογος προς την παράγραφο 4 του άρθρου 357. Σαφώς εκ της διατάξεως ταύτης δείκνυται ότι εν τω ακροατηρίων δεν επιτρέπεται η ανάγνωσις της εν τη προδικασία απολογίας του παρόντος κατηγορουμένου, ούτε προ ούτε μετά την εν τω ακροατηρίων εξέτασιν. Μόνο μετά το πέρας αυτής, εάν τα υπ’ αυτού λεγόμενα είναι εν όλω ή εν μέρει διάφορα των υπ’ αυτού κατά την ανάκρισιν εκτεθέντων, δύναται ο διευθύνων την συζήτησιν να διατάξει την ανάγνωσιν των περικοπών, μόνο εκείνων της κατά την ανάκρισιν απολογίας του, αίτινες είναι αντίθεται προς τα εν τω ακροατηρίω λεγόμενα και να προκαλέσεις τας εξηγήσεις του, ας πάντοτε είναι ελεύθερος να δώσει ή όχι ο κατηγορούμενος›.
Αν θέλετε, ο αυθεντικός εκφραστής του πνεύματος του Κ. Ποιν. Δ., ο αείμνηστος Εισαγγελέας Μπουρόπουλος είναι σαφέστατος, πιο σαφής δεν γίνεται να είναι. «Σαφώς εκ της διατάξεις ταύτης δείκνυται ότι εν τω ακροατηρίω δεν επιτρέπεται η ανάγνωσις της εν τη προδικασία απολογίας ούτε προ ούτε μετά την εν τω ακροατηρίων εξέτασιν›. Αμέσως μετά διευκρινίζει και το υπογραμμίζει με μαύρα γράμματα: «Μόνο περικοπές μπορούμε να διαβάσουμε και μόνο για συγκεκριμένο σκοπό›. Να μας δώσει κάποιες εξηγήσεις.
Για να δούμε λοιπόν ποια είναι η αξία της απόφασης του Αρείου Πάγου που επικαλείσθε και να δούμε πώς αντιμετωπίζει η θεωρία, η παλαιότερη, η πολύ παλαιά, είναι του ’57 αυτή η ερμηνεία και η λιγότερο παλιά του ’74, η σύγχρονη του 1996 που είναι το άρθρο του κ. Τριανταφύλλου και του Ζησιάδη το 1977. Από τους πλέον συντηρητικούς εκφραστές της μέχρι τους ενδεχομένως πιο φιλελεύθερους και νεότερους, σ’ αυτό είναι σαφής: «δεν διαβάζουμε όλες τις απολογίες, μόνο περικοπές, μόνο για να βρεθεί η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να δώσει κάποιες εξηγήσεις›. Και βέβαια, όπως με τη γνωστή του νομική δεινότητα ανέπτυξε ο καθηγητής Ανδρουλάκης, όταν τις διαβάσουμε, φεύγουν από το προσκήνιο οι απολογίες.
Αυτά μας λέει η θεωρία, εσείς βέβαια κρίνετε διαφορετικά. Πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο με μία απόφαση ακόμα και Τριμελούς Εφετείου Αθηνών να αλλάξει η νομολογία και να τεθούν νέα δεδομένα. Βέβαια αυτά τα δεδομένα καλό θα ήταν να συμβαδίζουν και με την ΕΣΔΑ αλλά τί να κάνουμε, δε μπορούμε να τα έχουμε όλα....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ας διακόψουμε εδώ για ένα δεκάλεπτο.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Νομίζω ότι έχει καθιερωθεί εκεί γύρω στις 11:00 να γίνεται μία διακοπή προς αναψυχή όλων των παραγόντων της Δίκης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πάντως κ. Μυλωνά δεν ασκώ ακόμα την πυγμαχία, μην με φοβάστε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εγώ ποτέ δεν ασχολήθηκα με πυγμαχία δεν έχω ιδέα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Κύριε Ιπποκράτη, δίκαιη δίκη ?.. αλλά διακοπές θέλετε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Οι διακοπές που κάνει είναι οι συνήθεις.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Όταν ζητάτε διακοπή, αμέσως.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μα νομίζω ότι έχει καθιερωθεί εκεί γύρω στις 11:00 να γίνεται μία διακοπή προς αναψυχή όλων των παραγόντων της δίκης.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Κάντε όσες διακοπές θέλετε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ευχαριστώ κ. Εισαγγελέα. ¶λλωστε ξέρετε πολύ καλά ότι προσωπικά δεν έχω τίποτα μαζί σας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εμείς είχαμε 3λεπτους γύρους τότε, κάθε 3 λεπτά χτύπαγε το καμπανάκι.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Με κανέναν από την Έδρα είτε Δικαστή, είτε Εισαγγελέα δεν έχω προσωπικά τίποτα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σκεφτείτε να είχατε και προσωπικά. Ευτυχώς που δεν ξέρετε και πυγμαχία κ. Μυλωνά. Ο κ. Παπαδάκης ξέρει καράτε μου έχει πει. Τι να το κάνετε; Εδώ γίνονται κοινωνικοί αγώνες, δεν γίνονται με τα χέρια οι αγώνες. Έτσι κ. Γιωτόπουλε; Οι κοινωνικοί αγώνες δεν γίνονται με πυγμαχίες.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εντάσσονται και αυτές στο πλαίσιο της παροχής των αναγκαίων ευκολιών στην υπεράσπιση προς διεξαγωγή του έργου της. Οι διακοπές εντάσσονται στις ευκολίες.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Εδώ επισήμως πλέον το λόγο έχει ο κ. Μυλωνάς.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε και βέβαια έτσι ως μία εισαγωγή να πω ότι ευτυχώς που ήρθε και ο κ. Χιρδάρης να έχουμε και έναν συνήγορο πολιτικής αγωγής. Για άλλη μια φορά νομίζω σώζει την τιμή της πολιτικής αγωγής μαζί με τον κ. Κατσαντώνη που είχε έρθει μια φορά νομίζω. Δεν νομίζω να μας έχει κάνει την τιμή κανείς άλλος συνήγορος πολιτικής αγωγής να εμφανιστεί. Φαίνεται όλοι είναι χρήστες του internet και διαβάζουν κατευθείαν από κει τα πρακτικά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι να πω κι εγώ;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Βεβαίως και επαίνεσα την στάση που επέλεξε. Δεν είμαι ο μόνος που επισημαίνω τις παρανομίες κ. Εισαγγελέα. Αυτό νομίζω πρέπει να είναι πρόσθετο αντικείμενο προβληματισμού.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορούμε να αρχίσουμε την αγόρευση.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Είχα μείνει σε μία παρέκβαση κ. Πρόεδρε που δεν την είχα ξεκινήσει στο πλαίσιο της ενασχόλησής μου με το άρθρο 366 παράγραφος 2 με την αρχή της αμεσότητας. Εδώ είχε γεννηθεί ένα συναφές θέμα που έχει να κάνει με το ζήτημα της μορφής της απολογίας. Ξαφνικά είχε διαμαρτυρηθεί σύσσωμη η πολιτική αγωγή, όχι σύσσωμη, η πλειονότητα της πολιτικής αγωγής, να μην αδικώ κάποιος λίγους εκλεκτούς συναδέλφους της πολιτικής αγωγής και βεβαίως υιοθέτησε αυτή τη στάση και ο κ. Εισαγγελέας και είπαν «μα είναι δυνατόν κανείς να διαβάζει την απολογία, τι πράγματα είναι αυτά, η αρχή της προφορικότητας, η αρχή της αμεσότητας›. Εκεί την θυμηθήκαμε την αρχή της αμεσότητας βέβαια, αλλού την ξεχνάμε.
Να δούμε όμως αν όντως γεννάται θέμα να μην επιτρέπεται η γραπτή απολογία. Και εδώ υπήρξε απόφαση του Δικαστηρίου σας και αυτή είναι εσφαλμένη κ. Πρόεδρε. Θα εξηγήσω το γιατί. Πρώτον εισαγωγικά να πω ότι κανείς από τους σύγχρονους θεωρητικούς της Ποινικής Δικονομίας δεν αναφέρονται σε αυτό το ζήτημα και δεν απαγορεύουν και δεν κρίνουν ότι δεν επιτρέπεται να είναι γραπτή η απολογία.
Νομίζω ότι τα τρία σημαντικότερα σύγχρονα έργα Ποινικής Δικονομίας στην Ελλάδα είναι οι θεμελιώδεις έννοιες του κ. Ανδρουλάκη, είναι το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο του Καθηγητή Καρρά, δεύτερη έκδοση του 1998 και είναι και το 2002 Ποινική Δικονομία που έχει δημοσιεύσει ο Καθηγητής Αδάμ Παπαδαμάκης από την Θεσσαλονίκη. Νομίζω ότι αυτά τα τρία είναι τα σημαντικότερα εγχειρίδια σύγχρονα της Ποινικής Δικονομίας.
Τα έψαξα, σε κανένα από αυτά δεν βρήκα κάτι που να μας λέει ότι δεν επιτρέπεται να είναι γραπτή η απολογία του κατηγορουμένου. Εδώ αν θυμάμαι καλά στην απόφασή σας κάτι είπατε για Τσουκαλά, για Ζησιάδη και για Στάικο νομίζω. Τον Στάικο δεν τον βρήκα, είναι του 1955 αν θυμάμαι καλά. Βρήκα όμως τον Τσουκαλά και τον Ζησιάδη. Να δούμε λοιπόν τι λένε αυτοί οι δύο.
Βέβαια πρέπει να παραδεχθώ ότι ο Ζησιάδης στο έργο που σας είπα «Ποινική Δικονομία› Β΄τόμος, 3η έκδοση ΄77 λέει ότι η αρχή της προφορικότητος επιβάλλει το ανεπίτευκτο της εγγράφου απολογίας του κατηγορουμένου. Το λέει αυτό αλλά συνεχίζει αμέσως παρακάτω και τούτο η να διασφαλισθεί το αυθόρμητο της απολογίας. ¶ρα ακόμα κι ένας συγγραφέας που ο μόνος άλλωστε μας λέει ότι δεν επιτρέπεται η έγγραφη απολογία, εξηγεί τον λόγο για να εξασφαλιστεί λέει το αυθόρμητο της απολογίας.
Ανοίγω μία παρένθεση και λέω, δεν ήταν αυθόρμητη η απολογία του εντολέα μου του κ. Τζωρτζάτου ο οποίος έκατσε και έγραψε ο ίδιος τα όσα ήθελε να μας πει για την ζωή του, αυτά που συγκίνησαν και τον κ. Μαρκή τον οποίο βλέπω τώρα να διαβάζει κάτι άλλο αν δεν κάνω λάθος. Είναι κάτι ενδιαφέρον κ. Εισαγγελέα;
Β. ΜΑΡΚΗΣ: (εκτός μικροφώνου)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δηλαδή είχε και κάποιο θετικό αποτέλεσμα η αγόρευσή μου. Σας παρακινεί να ασχοληθείτε λίγο παραπάνω με τα νομικά. Έχω την εντύπωση ότι ναι μεν το Δικαστήριο είναι αυτό που κατεξοχήν υποχρεούται να παρακολουθεί τον συνήγορο αλλά το να μην παρακολουθεί τον συνήγορο και ο Εισαγγελέας μάλλον δεν είναι νόμιμο. Βέβαια πρέπει να επισημάνω ότι σας καλύπτει ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας που παρακολουθεί. ¶ρα εσείς δικαιούστε να αδιαφορείτε για την αγόρευση και βέβαια αν είναι και προς αγαθό σκοπό για να βελτιώνεται τις νομικές σας γνώσεις τόσο το καλύτερο. Έστω και εμμέσως θα είναι χρήσιμη και για σας η αγόρευσή μου.
Είμαι σιγουρότατος και για σας και για τον κ. Ζαϊρη και υποθέτω και για τον κ. Κουρκάκη. Θεωρώ δεδομένο ότι το Δικαστήριό σας παρακολουθεί με προσοχή τα όσα λέγονται. Τώρα οι Εισαγγελείς άλλος ο ρόλος τους. Δεν φταίω εγώ αν εμπνέεται από το παράδειγμα του κ. Γιωτόπουλου ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας και διαβάζει κατά την διάρκεια, δεν φταίω εγώ. Βλέπετε οι κατηγορούμενοι επηρεάζουν και τους Εισαγγελείς. Σίγουρα από μένα δεν θα υπερβείτε το 18μηνο εξαιτίας μου. Αυτό σας το βεβαιώνω.
Είχα μείνει στην εξής απορία: γιατί δεν είναι αυθόρμητη η συγκινητική και για τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα απολογία του κ. Τζωρτζάτου του εντολέα μου ο οποίος ένα μεγάλο μέρος το διάβασε, το είχε προετοιμάσει ο ίδιος, έβγαλε από την ψυχή του αυτά που ήθελε να πει και στη συνέχεια όταν ήταν να πει τα παθήματά του και τα βασανιστήριά του τότε θεώρησε καλύτερο να τα πει όπως τα έχει νιώσει και να τα πει προφορικά. Πού ήταν το πρόβλημα; Ότι δεν ήταν αυθόρμητη η δική του απολογία;
Θα έλεγα ότι πολύ πιο καλά αποτυπώνει κανείς την ψυχή του, πολύ πιο καλά δίνει το προσωπικό του στίγμα όταν έχει μπει και στην βάσανο να προετοιμάσει την απολογία του και να πει αυτά ακριβώς που θέλει με τον προσωπικό του τόνο που επιλέγει ο ίδιος. ¶ρα νομίζω ότι το να μας διαβάζει κάποιος τμήμα ή και ολόκληρη την απολογία του όχι μόνο δεν είναι παράνομο αλλά αντίθετα συνεισφέρει στην καλύτερη διάγνωση της προσωπικότητας του συγκεκριμένου κατηγορουμένου.
Να πω και άλλο ένα παράδειγμα που δεν αφορά βέβαια τον εντολέα μου. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, σύμφωνα με την άποψη του κ. Εισαγγελέα, της πολιτικής αγωγής συντάχτης των προκηρύξεων είναι ο κ. Γιωτόπουλος. Φυσικά ο ίδιος το αρνείται. Μήπως λοιπόν ακόμα καλύτερα για το Δικαστήριό σας ήταν που διάβασε την απολογία του ο κ. Γιωτόπουλος για να δείτε και να συγκρίνετε αν τυχόν το κείμενο που σας διάβασε μπορεί να έχει κάποια σχέση με τις προκηρύξεις που φέρεται ότι έχει γράψει; Μήπως λοιπόν όχι μόνο δεν θα έπρεπε να απαγορεύσουμε αλλά να παροτρύνουμε τους κατηγορουμένους να εκθέτουν γραπτώς τις απόψεις τους αν το θέλουν ακριβώς για να δει το Δικαστήριό σας πώς σκέφτεται, πώς αντιδρά, πώς τοποθετείται κάθε κατηγορούμενος.
Ας γυρίσω όμως στους παλιούς συγγραφείς. Έχετε αναφερθεί και στον Τσουκαλά. Πράγματι ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς ήταν μία κορυφαία προσωπικότητα στο χώρο του Ποινικού Δικαίου και ειδικότερα της Ποινικής Δικονομίας. Δυστυχώς πέθανε το 1947, δεν πρόλαβε το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αυτά τα σοφά που έχει γράψει αφορούν το προγενέστερο Δίκαιο αλλά διατηρούν και πάλι την αξία τους νομίζω.