Πολιτική
Τετάρτη, 08 Οκτωβρίου 2003 20:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (08/10/2003) Μέρος 04/07

Νομίζω έχετε αναφερθεί στον Β΄ τόμο και μάλλον εννοείτε την ερμηνεία της Ποινικής Δικονομίας και όχι τις παραδόσεις που έχει δημοσιεύσει στο 36.37. Εγώ αναζήτησα την ερμηνεία της Ποινικής Δικονομίας στον Β΄ τόμο με τίτλο «Η πορεία της Ποινικής Δίκης›. Έχει δημοσιευθεί το 1947, το έτος που δυστυχώς απεβίωσε και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.

Τι βρήκα λοιπόν στη σελίδα 331 και 332 αυτού του πολύ σημαντικού εγχειριδίου Ποινικής Δικονομίας; Λέει τα εξής ο αείμνηστος Τσουκαλάς, που και αυτός έχει σημαδέψει θετικά την πορεία της Ποινικής Δικονομίας, αναφερόμενος βέβαια στην εξέταση του κατηγορουμένου: «η εξέταση γίνεται πάντοτε προφορικώς. Εν τούτοις δεν δύνανται να μην ληφθώσιν υπόψη και όσα εγγράφως καταρτήσας αναγιγνώσκει›. Βλέπετε τι λέει ο Τσουκαλάς. Μάλιστα σε σχετική υποσημείωση, είναι η υποσημείωση 7 στη σελίδα 332, δεδομένου όμως ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι υπόχρεος να απολογηθεί και να απαντήσει σε ερωτήσεις, δύναται να εκλέξει μεταξύ μη απαντήσεως και αναγνώσεως των σημειωμάτων του.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Τσουκαλάς ο οποίος μας λέει στην αρχή ότι η εξέταση γίνεται προφορικώς, αμέσως στη συνέχεια μας λέει «εν τούτοις δεν δύνανται να μην ληφθώσιν υπόψη και όσα εγγράφως καταρτήσας αναγιγνώσκει›. Είναι η περίπτωση του κ. Τζωρτζάτου, του κ. Γιωτόπουλου και άλλων κατηγορουμένων. ¶ρα λοιπόν κατά τούτο ήταν εσφαλμένη η παραπομπή της απόφασής σας στον Τσουκαλά γιατί είδατε τι ακριβώς λέει για την συγκεκριμένη περίπτωση.

Τον Στάικο όπως σας είπα δεν τον είδα, δεν ξέρω τι λέει. Είδα όμως τον Μπουρόπουλο γιατί καίτοι συντηρητικός και συγγραφέας που δεν ασχολείται και πάρα πολύ με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου παρόλα αυτά έχει και αυτός συνεισφέρει πάρα πολλά στην διαμόρφωση της Ποινικής Δικονομίας και μάλιστα και ως βασικός συντάχτης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Υπάρχει σχετική απόφαση του Δικαστηρίου σας. Εδώ θα έλεγα ουσιαστικά ακυρώνοντας την απόφαση που λάβατε. Αυτό ήταν θετικό αλλά παραμένει η απόφαση. Θα έρθει κάποτε κάποιο άλλο Δικαστήριο και θα μας πει «ξέρετε, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων που δίκασε την υπόθεση 17Ν μας είπε ότι απαγορεύεται η γραπτή απολογία, να και η νομολογία κ. συνήγορε›.

Γι’ αυτό λοιπόν θεωρώ ότι έχει σημασία να τονιστεί και το εσφαλμένο αυτής της παρεμπίπτουσας απόφασης. ¶λλωστε πάντοτε υπάρχει θεωρητικά και η ελπίδα. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία όπως ξέρετε, ότι μπορείτε να ανακαλέσετε και κάποιες από αυτές τις αποφάσεις.

Τι μας λέει ο Μπουρόπουλος; Στη σελίδα 505 του Α΄ τόμου της Β΄ έκδοσης της ερμηνείας του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που έχει δημοσιευθεί το 1957 μετά την εξέταση των μαρτύρων ή στην ερμηνεία του άρθρου 366. Επακολουθεί ως τελευταίο αποδεικτικό μέσο ανάλογων των μαρτύρων η εξέταση του κατηγορουμένου ήτις είναι συγχρόνως και μέσο υπερασπίσεως αυτού ?. καλείται απολογία. Όπως και όταν εξετάζεται κατά την ανάκριση ούτω και εν τω ακροατηρίω απολογούμενος πρέπει να μην διακόπτεται και να αφήνεται ελεύθερος να εκθέσει όπως αυτός κρίνει ορθό τις απόψεις του εφαρμοζομένων πλήρως των εν τω άρθρο 273 διατασσομένων περί του τρόπου της εξετάσεως του κατηγορουμένου›.

Όταν το διάβασα πραγματικά είχα μία θετική έκπληξη. Τι μας λέει εδώ ο αείμνηστος Μπουρόπουλος; Όταν απολογείται ο κατηγορούμενος θα εφαρμοστούν πλήρως όσα ορίζονται στο 273 για τον τρόπο εξέτασης του κατηγορουμένου. Όμως στο 273 ορίζεται ότι η απολογία του κατηγορουμένου μπορεί να είναι και γραπτή. ¶ρα λοιπόν βλέπουμε ότι ο Μπουρόπουλος όχι μόνο δεν μας λέει ότι απαγορεύεται το να διαβάσει ο απολογούμενος κατηγορούμενος τα όσα έχει γράψει αλλά με αυτόν τον τρόπο μας παραπέμπει στο 273 και μας λέει ότι ακόμα και γραπτή μπορεί να είναι η απολογία του εφόσον εφαρμόζονται πλήρως τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 273.

Βέβαια το άρθρο 273 όπως ίσχυε τότε αναφέρεται ρητά στο θέμα αυτό εφόσον λέει: δικαιούται επίσης να εγχειρήσει έγγραφο την απολογία του. Η τότε διατύπωση. Τώρα έχουν προστεθεί άλλες παράγραφοι στο άρθρο 273. Αυτή η παράγραφος έχει μείνει ως έχει. Βέβαια προσέξτε λίγο και τι καταλαβαίνει κανείς όταν δει πίσω από τους αριθμούς. Μας λέει το ίδιο το κείμενο του άρθρου 273 ότι «εν άρθροις 223 παράγραφοι 2, 3 και 5 και 225 διατάξεις εφαρμόζονται και επί της εξετάσεως κατηγορουμένων›. Το τονίζει αυτό στην ερμηνεία του άρθρου 273 ο Μπουρόπουλος, είναι στη σελίδα 357.

Όμως για να δούμε τι έλεγε τότε και τι εξακολουθεί να λέει το άρθρο 223 και 225 για την εξέταση των μαρτύρων. Μας λέει το 223 πώς εξετάζονται οι μάρτυρες. Το 225 για τις εξετάσεις που γίνονται κατ’ αντιπαράσταση. Προσέξτε όμως, σαφώς το 273 δεν παραπέμπει στο 226 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και είναι σαφής επιλογή του νομοθέτη. Γιατί; Το 226 το οποίο εξαιρείται εφαρμογής όταν απολογείται ο κατηγορούμενος μας λέει ότι ο εξεταζόμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει μειώσεις εκτός αν πρόκειται για λογιστικά ζητήματα κλπ.

Για τους μάρτυρες λοιπόν η βούληση του νομοθέτη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν σαφής. Δεν μπορείς κύριε να μας διαβάζεις παρά μόνο για λογιστικά ζητήματα κι αν τυχόν το επιτρέψει για ειδικούς λόγους ο Ανακριτής και το Δικαστήριο. Αυτή όμως η διάταξη του 226 δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση απολογίας κατηγορουμένου ακριβώς γιατί ο νομοθέτης ήθελε να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος να εκφραστεί κατά την απολογία του όπως αυτός νομίζει καλύτερα και νομίζω ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι ο πρωτεργάτης της σύνταξης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο αείμνηστος Μπουρόπουλος στην ερμηνεία του όχι μόνο δεν μιλάει, δεν αναφέρει καν το θέμα της απαγόρευσης της γραπτής απολογίας αλλά μας λέει σαφώς «θα εφαρμοστούν πλήρως τα αναγραφόμενα στο άρθρο 273›.

¶ρα λοιπόν βάσει των απόψεων της θεωρίας και με μία ερμηνεία του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου η οποία βασίζεται πρωτίστως στην άποψη του Μπουρόπουλου προκύπτει ότι πουθενά δεν απαγορεύεται το να διατυπώσει γραπτώς ο κατηγορούμενος την απολογία του, να διαβάσει ένα κείμενο. Όπως πρόσθεσε ο ομιλών πριν από λίγο, έχω την άποψη ότι σε τέτοιου είδους δίκες το να αφεθεί ο Τζωρτζάτος για παράδειγμα που εκπροσωπώ, ο Χ κατηγορούμενος να εκφραστεί όπως αυτός νομίζει??. Η πόρτα λιγάκι. Είμαι σίγουρος ότι ούτε και ο κ. Εισαγγελέας έδωσε εντολή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιος μπήκε τελευταίος από τους κ.κ. κατηγορουμένους; Εμείς δεν πάμε από κει. Κάποιος από σας σαμποτάρει.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Λάμπρου, να σας πω κι εγώ κ. Χρήστο δεν νομίζω ότι είναι αρμόζων. Καλύτερα κ. Μυλωνά λοιπόν. Αλλιώς αν έχουμε πια τόση οικειότητα που λέμε κ. Ιπποκράτη, κ. Χρήστο και ξεκαθαρίζουμε. Εσείς διαλέγετε. Κύριε Μυλωνά, δεν έχω πρόβλημα. Ο κ. Μαρκής το είχε, μας το εξήγησε, εγώ δεν έχω πρόβλημα.

Έλεγα λοιπόν ότι ο κάθε κατηγορούμενος επιλέγει τον τρόπο της απολογίας του και θα έλεγα ότι η γραπτή διατύπωση των απόψεών του βοηθάει ακόμα καλύτερα το Δικαστήριό σας να σχηματίσει δικανική πεποίθηση. Έρχομαι στον τελευταίο λόγο για τον οποίο δεν ήταν δίκαιη η Δίκη στο ακροατήριο που είναι και ο πιο σημαντικός. Θα αρκούσε και αυτός για να καταλήξω στο θλιβερό συμπέρασμα ότι δεν ήταν δίκαιη η ακροαματική διαδικασία. Αυτός ο λόγος λοιπόν αφορά τη μεγαλύτερη, την πιο σύνθετη, την συστηματική παραβίαση της δίκαιης Δίκης η οποία συνίσταται στην αγνόηση του δικαίου της απόδειξης και των σχετικών κανόνων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.

Γιατί; Σε κάθε ποινική δίκη και πόσο μάλλον σε μία Δίκη που διαρκεί επί 8 μήνες και έχει πάρα πολλά θέματα να εξετάσει, υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι κανόνες του δικαίου απόδειξης οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής, οι οποίοι – να το πω κομψά – αγνοήθηκαν παντελώς σε αυτή τη Δίκη. Γι αυτό λοιπόν τα θέματα της απόδειξης θα αφιερώσω μία ξεχωριστή ενότητα της αγόρευσής μου την επόμενη γιατί από μόνα τους αποτελούν ένα ξεχωριστά μεγάλο κεφάλαιο. Όμως πρώτα γιατί θέλω να λέω όλα τα δεδομένα πρέπει να σημειώσω την αυστηρή τήρηση των δικονομικών κανόνων σε ένα επιμέρους ζήτημα.

Στις 19 Ιουνίου ετέθη το θέμα της διερμηνείς. Είχε έρθει ένας Γάλλος μάρτυρας για τον κ. Ψαραδέλλη και προσεφέρθη η σύζυγος του κ. Ψαραδέλλη να διερμηνεύσει. Ο κ. Πρόεδρος εφαρμόζοντας αυστηρά τους δικονομικούς κανόνες επεσήμανε ότι δεν μπορεί να είναι διερμηνέας μάρτυρας η σύζυγος ενός κατηγορουμένου. Πολύ σωστά κ. Πρόεδρε, είχαμε μία περίπτωση αυστηρής επιβαλλόμενης τήρησης των δικονομικών κανόνων βέβαια σε ένα θέμα που δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία.

Εφόσον περνώ σε μία επόμενη ενότητα της αγόρευσής μου νομίζω ότι μπορώ και ίσως επιβάλλεται για να είναι και σαφή τα πράγματα και στους κατηγορουμένους και σε όλους όσους μας ακούνε, να πω πάλι ποιοι είναι αυτοί οι 10 λόγοι για τους οποίους δεν ήταν δίκαιη η Δίκη στην ακροαματική διαδικασία.

Πρώτος λόγος λοιπόν, δεν δικάστηκαν οι ανθρωποκτονίες από Μικτό Ορκωτό αλλά από Τριμελές Εφετείο κατά παραβίαση του άρθρου 97 του Συντάγματος. Δεύτερος λόγος, είχαμε κακή σύνθεση του Δικαστηρίου αφού αποδέχθηκε την ισχύ του σχετικού άρθρου του νόμου 30/90, είχαμε ένα έκτακτο Δικαστήριο κατά παραβίαση του άρθρου 8 του Συντάγματος αλλά και του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ.

Τρίτος λόγος, παραβιάστηκε το άρθρο 6 παράγραφος 3α της ΕΣΔΑ γιατί αρκετοί κατηγορούμενοι και ιδίως ο κ. Τζωρτζάτος τον οποίο εκπροσωπώ δεν είχαν γνώση ακριβή των κατηγοριών που τους αποδίδονται με το παραπεμπτικό βούλευμα. Τέταρτος λόγος, παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 3β της ΕΣΔΑ επειδή προσκομίστηκαν κατά την διάρκεια της Δίκης νέα έγγραφα και ιδίως νέες πραγματογνωμοσύνες αιφνιδιάζοντας τους κατηγορουμένους. Πέμπτος λόγος, η στάση της Εισαγγελικής Αρχής κατά την διάρκεια της Δίκης με προσβολές των κατηγορουμένων, των μαρτύρων, των δικηγόρων και ιδίως με πλήρη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

Έκτος λόγος, η στάση του Προέδρου σε κάποια θέματα και η στάση του Δικαστηρίου σε τρία επιμέρους σημεία από τα οποία εμφαίνεται έλλειψη της απαιτούμενης αντικειμενικής αμεροληψίας κατά άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ. Έβδομος λόγος, παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής σε αρκετές υποθέσεις με δεδομένο ότι τοποθετήθηκαν πολύ συχνά συνήγοροι πολιτικής αγωγής σε υποθέσεις για τις οποίες δεν ενομιμοποιούντο γιατί δεν είχαν δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής.

Όγδοος λόγος, παραβίαση του συνολικού πλέγματος των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που αφορά την διενέργεια των πραγματογνωμοσυνών και επιπλέον αποδοχή του να προσκομίζονται μετά από 2,5 μήνες διαδικασίας νέες πραγματογνωμοσύνες. Ένατος λόγος, παραβίαση του άρθρου 366 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και γενικότερα αγνόηση της καθοριστικής για την δομή της Ποινικής Δίκης αρχής της αμεσότητας. Δέκατος λόγος στον οποίο έρχομαι τώρα, αγνόηση του δικαίου της απόδειξης. Αυτά για να συμμαζεύουμε λίγο και τα νομικά μας θέματα.

Για την σημασία του δικαίου της απόδειξης δεν θα πω πολλά πράγματα. Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά. Νομίζω ότι είναι αυτονόητη και απλώς να τονίσω ότι η ύπαρξη συγκεκριμένων κανόνων δικαίου απόδειξης ίσως συνιστούν το καθοριστικότερο σημείο το οποίο διαφοροποιεί το αγγλοσαξονικό από το ηπειρωτικό ευρωπαϊκό δικονομικό σύστημα. Αυτό απλώς εισαγωγικά.

Ας προχωρήσω τώρα με δύο διευκρινήσεις. Να δούμε λοιπόν τι σημαίνει «αποδεικνύω› και βέβαια θα αναφερθούμε σε ποιον άλλον, μαντέψτε, στον Καθηγητή Ανδρουλάκη. Αυτή την φορά βέβαια όχι στο έργο του «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης›, σε ένα πιο πρόσφατο, είναι ένα έργο του 1998 με τον τίτλο «Αιτιολογία και αναιρετικός έλεγχος ως συστατικά της ποινικής απόδειξης›.

Εδώ λοιπόν μας λέει ο Καθηγητής Ανδρουλάκης στην πρώτη κιόλας σελίδα του έργου του τι είναι ποινική απόδειξη. Απόδειξη, αποδεικνύω σημαίνουν ετυμολογικά αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω και δείχνω σε κάποιον κάτι. Το ενέργημα της απόδειξης είναι λοιπόν μεταβατικό. Αποδεικνύω πάντοτε κάτι. Επικοινωνιακό, αποδεικνύω πάντα σε κάποιον, δηλαδή σε έναν αποδέκτη της απόδειξης κάτι.

Λίγο πιο κάτω στην δεύτερη σελίδα, όπως θα γίνει αντιληπτό από το ακολουθούντα έχει εντελώς ιδιαίτερη σημασία να συνειδητοποιήσουν πρωτίστως οι ίδιοι οι ποινικοί δικαστές μας ότι αυτοί και όχι κανένας άλλος είναι οι αποδεικνύοντες στην ποινική δίκη. Δεν τους αποδεικνύουν όπως στην πολιτική δίκη. Αυτοί αποδεικνύουν. Αυτή η τόσο κρίσιμη αλήθεια ωστόσο είναι εντελώς συνηθισμένο να παροράτε ακόμα και από σημαντικούς ποινικολόγους. Αυτό παρακαλώ συγκρατείστε το. Εσείς σε τελική φάση θα πρέπει να αποδείξετε σε μας, στους κατηγορούμενους, στην κοινή γνώμη, σε όλους τους άλλους ότι τελέστηκαν κάποια εγκλήματα.

Συνεχίζει ο καθηγητής Ανδρουλάκης: ?Απόδειξη και αιτιολογία. Πώς; Αυτό είναι το επόμενο ερώτημα. Πώς αποδεικνύει κανείς κάτι, επομένως και ο Δικαστής την ενοχή του κατηγορουμένου σε κάποιον ή κάποιους; Το αποδεικνύει πρώτα δείχνοντας ορισμένα στοιχεία, δηλαδή αποδείξεις στα οποία στηρίζεται και έπειτα εξηγώντας πώς τα εκτίμησε έτσι ώστε να φτάσει στην περί ενοχής κρίση του. Τόσο η παράθεση των αποδείξεων όσο και η εξήγηση της εκτίμησής τους, η συνολική δείξη της αποκάλυψης, βρίσκουν την τελική τους έκφραση με έναν τρόπο: Με την απόφαση του Δικαστή και ειδικότερα με την αιτιολογία της. Η αιτιολογία επομένως συναρτάται εννοιολογικά με την απόδειξη, αποτελεί μέρος της απόδειξης και μάλιστα την κορωνίδα της›.

Ερχόμαστε στην πεποίθηση: «Με την έννοια της απόδειξης συνάπτεται η έννοια της πεποίθησης, στην παρούσα αλληλουχία της λεγόμενης δικανικής πεποίθησης της οποίας επιβάλλεται επίσης η απαρχής ανάλυση και κατανόηση. Έχω πεποίθηση για κάτι, σημαίνει κατά βάση είμαι βέβαιος ότι τούτο το κάτι είναι αληθινό, σωστό. Σε αντίθεση λοιπόν με την απόδειξη που είναι μεταβατική και ακόμα πράξη επικοινωνίας με άλλους, η πεποίθηση είναι αμετάβατη και αφορά κατά βάση σε ένα μόνο πρόσωπο, σε αυτόν που την έχει. Κατά συνέπεια, η ύπαρξή της είναι κατ’ αρχήν ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον που η ύπαρξή της έχει και για τους άλλους, δικό του, εσωτερικό ζήτημα. Γι αυτό γίνεται κάποτε λόγος και για ενδόμυχη πεποίθηση. Η συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στην απόδειξη και την πεποίθηση είναι φανερή. Η απόδειξη ως αποτέλεσμα της αποδεικτικής διαδικασίας στο μέτρο που έχει ως αποδέκτη τον ίδιο τον αποδεικνύονται δικαστή, πετυχαίνει συχνά να απολήξει και σε πεποίθηση του τελευταίου για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Όμως η πεποίθηση, επειδή είναι εσωτερική και υποκειμενική, αφενός μπορεί να σχηματιστεί δυστυχώς ακόμα και στον δικαστή ανεξάρτητα και έξω από την απόδειξη, όντας έτσι προϊόν προκατάληψης ή παραπλάνησης. Αφετέρου μπορεί να παρασταθεί για διάφορους λόγους ως υπάρχουσα ενώ πράγματι ελλείπει. Είναι λοιπόν αφημένη στον εαυτό της, κατά την ύπαρξή της αμφίβολη και κατά το περιεχόμενό της προβληματική. Γι αυτό η ακριβής σχέση της πεποίθησης με την απόδειξη αποτελεί ζήτημα που πρέπει να διευκρινιστεί›.

Κάνω ένα διάλειμμα, εδώ προλαβαίνω τον σεβαστό κ. Πρόεδρο ο οποίος υποθέτω θα σκέφτεται αυτή τη στιγμή «μας κάνει τώρα διάλεξη ο κ. Μυλωνάς; Είμαστε σε τριήμερα επιστημονικών συναντήσεων;› -το έχει πει κάποια άλλη φορά. Όχι κ. Πρόεδρε, απλώς οργανώνω την υπεράσπισή μου με έναν τρόπο που δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στα νομικά επιχειρήματα και όλα όσα επικαλούμαι δεν τα κάνω για να σας δείξω ότι έχω διαβάσει τον Ανδρουλάκη, φαντάζομαι όλοι μας τον έχουμε διαβάσει, αλλά για να στηρίξω σε αυτά τα δεδομένα την επιχειρηματολογία μου που αφορά τον κ. Τζωρτζάτο.

Από τώρα λοιπόν επισημαίνω ότι άλλο πράγμα είναι η πεποίθηση που υποκειμενικά έχει ο καθένας μέσα του, εσείς, ο κ. Ζαϊρης, ο κ. Κουρκάκης, μπορεί να σχηματίσετε κάποια στιγμή υποκειμενικά, ενδόμυχα την πεποίθηση ότι «αυτοί είναι, αυτοί τα έκαναν, ο Τζωρτζάτος τα έκανε. Έτσι το νιώθω, αυτή τη γενικότερη εντύπωση έχω, ήμουν 8 μήνες παρών στην ακροαματική διαδικασία, την παρακολούθησα συστηματικά, αυτή την πεποίθηση έχω›. Δεν αρκεί αυτό κ.κ. Δικαστές, γι αυτό αναφέρω τα όσα σοφά λέει πάλι ο καθηγητής Ανδρουλάκης. Γιατί πέραν του σχηματισμού μιας ενδόμυχης πεποίθησης στον καθέναν από εσάς, χρειάζονται και πολλά άλλα πράγματα. Χρειάζεται η απόδειξη, χρειάζεται και η αιτιολόγηση.

Στη συνέχεια αναφέρεται ο καθηγητής Ανδρουλάκης στην ιστορική σχέση απόδειξης και πεποίθησης –δε σας διαβάσω φυσικά όσα λέει- μας λέει όμως ότι υπάρχουν τρία μοντέλα απόδειξης τα οποία αναπτύσσει. Το πρώτο είναι το σύστημα των λεγόμενων νομικών αποδείξεων.

Σύμφωνα με αυτό, απόδειξη της τέλεσης του εγκλήματος εθεωρείτο πάντοτε τότε αλλά και μόνο τότε δεδομένη, εφόσον συνέτρεχαν κάποιες προϋποθέσεις, δηλαδή αποδείξεις, ρητά και αποκλειστικά προβλεπόμενες από το νόμο. Έπρεπε λ.χ. να υπάρχει ομολογία του κατηγορουμένου, η βασίλισσα των αποδείξεων ή κατάθεση για την ενοχή του από δύο αυτόπτες και αξιόπιστους μάρτυρες και μάλιστα άντρες.

Εφόσον υπήρχαν τέτοιες αποδείξεις και μόνο τότε, η απόδειξη της ενοχής ήταν για όλους υποχρεωτικά δεδομένη, τελείως ανεξάρτητα από την προσωπική πεποίθηση του δικαστή για την ύπαρξή της, η οποία πεποίθηση μπορούσε και να λείπει. Και αν ακόμα ο δικαστής πίστευε τον κατηγορούμενο αθώο, όφειλε να τον καταδικάσει. Με αυτά βλέπουμε να ισχύει εδώ ένα καθαρό μοντέλο απόδειξης που καθόλου δε νοθεύεται από στοιχεία πεποίθησης. Όλα είναι αντικειμενικά και βέβαια.

Αυτό, προσθέτω εγώ κ.κ. Δικαστές, είναι ένα ξεπερασμένο μοντέλο, είναι το πρώτο μοντέλο των κανόνων, το σύστημα των νομικών αποδείξεων, όπου όταν έχουμε κάποιες νομικές αποδείξεις δε μας νοιάζει τί πιστεύει ο δικαστής. Αυτό βέβαια είναι ξεπερασμένο.

Πάμε σε ένα άλλο μοντέλο, αν θέλετε το ακριβώς αντίθετο του πρώτου. Είναι το μοντέλο της πεποίθησης. Μας λέει ο καθηγητής Ανδρουλάκης: «Όταν με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 καταργήθηκε στη Γαλλία το σύστημα των νομικών αποδείξεων και ανατέθηκε η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο δικαστήριο των ενόρκων, διαπιστώνουμε να συντελείται εκεί ένα πέρασμα στο άλλο άκρο. Από το καθαρό μοντέλο της απόδειξης, στο καθαρό μοντέλο της πεποίθησης. Ο ένορκος, τον οποίο οι νέες ιδέες προβιβάζουν σε παλλάδιο της ελευθερίας, δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να πεισθεί αυτός ο ίδιος να σχηματίσει δηλαδή υποκειμενική δικανική πεποίθηση απαλλαγμένη από αμφιβολίες για την ενοχή του κατηγορουμένου και αν δεν τα καταφέρει, in dubio proreo, να τον αθωώσει. Ο επικοινωνιακός διάλογος της απόδειξης αντικαθίσταται έτσι με το μονόλογο, ή αν θέλει κανείς με τον εσωτερικό διάλογο της πεποίθησης, του σχηματισμού της πεποίθησης›.

Και αυτό το μοντέλο κ.κ. Δικαστές είναι ξεπερασμένο, δεν αρκεί να σχηματίσετε μέσα σας την πεποίθηση για τους χ, ψ, ω λόγους ότι ο κ. Τζωρτζάτος έχει τελέσει τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται. Γιατί; Γιατί τώρα πια είναι σε ισχύ, το τρίτο μοντέλο απόδειξης, ένα μικτό μοντέλο.

Τί μας λέει επ’ αυτού ο καθηγητής Ανδρουλάκης –σελ. 7-8 του έργου του: «Το καθαρό μοντέλο της πεποίθησης δεν άντεξε για πολύ στο κλίμα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η πεποίθηση που δεν συνοδεύεται και από απόδειξη με τον μαντειακό χαρακτήρα που ως άλλον χρησμό Πυθίας την διακρίνει, είναι έκθετη στην εύλογη δυσπιστία και την επίκριση της ποινικής δημοσιότητας, αλλά προπάντων των μερών και των συνηγόρων τους. Πέρα από το ενδεχόμενο να είναι προϊόν άλογου συναισθήματος, προκατάληψης αλλά και ηθελημένης μεροληψίας, ο ανεξέλεγκτος ισχυρισμός για ύπαρξη δικανικής πεποίθησης αφήνει εξ αντικειμένου τελείως ανοικτές όλες τις εγγενείς πιθανότητες λάθους που βαραίνουν πάνω στην αναζήτηση της αλήθειας σε σχέση με ένα υποτιθέμενο παρωχημένο γεγονός. Η άφευκτη συνειδητοποίηση αυτών των αδυναμιών του νέου συστήματος συνέβαλλε στον κλονισμό του αμιγούς ορκωτού συστήματος στην ηπειρωτική Ευρώπη, δεν άργησε δε να οδηγήσει γενικότερα στην πρόταση και υιοθέτηση μικτών αποδεικτικών μοντέλων στα οποία η πεποίθηση συνδυάζεται με την απόδειξη και στηρίζεται σε αυτήν. Όπου δηλαδή η απόδειξη οδηγεί σε πεποίθηση αλλά και η πεποίθηση μετουσιώνεται σε απόδειξη›.

Στη συνέχει εξηγεί το ισχύον μοντέλο της έλλογης, της αιτιολογημένης πεποίθησης ο καθηγητής Ανδρουλάκης. Ένα απόσπασμα μόνο θα σας διαβάσω ακόμα, νομίζω έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον οι αναπτύξεις του, είναι στις σελίδες 8-17 του βιβλίου του. Εγώ θα διαβάσω ένα μικρό κομματάκι από τη σελίδα 10: «Η αιτιολογημένη πεποίθηση: Το αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας αληθινής σύνθεσης των μοντέλων απόδειξης και πεποίθησης συντελέστηκε με την παγίωση της υποχρέωσης του Δικαστή να αιτιολογήσει την απόφασή του, την χωρίς πια νομικές αποδεικτικές δεσμεύσεις σχηματιζόμενη δικανική του πεποίθηση. Με την αιτιολόγηση, η αναγκαία για την έντιμη δικανική κρίση πεποίθηση γίνεται, ή κατ’ ακρίβεια πλησιάζει να γίνει όντως απόδειξη, δηλαδή απόδειξη και στους άλλους για τους άλλους. Το πράγμα λοιπόν δεν άργησε πολύ να ξεκαθαρίσει. Ναι, κατάργηση των νομικών αποδείξεων, ναι, ελεύθερη δηλαδή νομικά αδέσμευτη εκτίμηση των όποιων αποδείξεων και ελεύθερος, δηλαδή νομικά ελεύθερος σχηματισμός δικανικής πεποίθησης. Όμως, έλλογη αιτιολόγηση της τελευταίας στην απόφαση, για να περιοριστούν η αυθαιρεσία και η προκατάληψη και να υπάρχει αληθινή απόδειξη στην Ποινική δίκη›.

Σε υποσημείωση σχετική, διευκρινίζει ο καθηγητής Ανδρουλάκης: «Η βασική αυτή αλήθεια-διευκρίνιση, ότι δηλαδή η ελευθερία εκτίμησης του δικαστή δεν σημαίνει διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει τις αποδείξεις έτσι ή αλλιώς, «όπως του έρθει› αλλά απλώς και μόνο απαλλαγή της δικαστικής εκτίμησης των αποδείξεων από δεσμευτικούς νομικούς κανόνες›.

Δε σας κουράζω άλλο με τα όσα πολύ ενδιαφέροντα λέει ο καθηγητής Ανδρουλάκης, έκρινα όμως σκόπιμο να τα πω αυτά γιατί θα πρέπει με την απόφασή σας όχι απλώς να μας πείτε ότι «ναι, έχουμε σχηματίσει δικανική πεποίθηση ότι τα έκανε αυτά ή όλα ή τα μισά ο κ. Τζωρτζάτος›, πρέπει να μας εξηγήσετε αιτιολογημένα, να πείσετε εμάς τους άλλους πώς καταλήξατε σ’ αυτό το συμπέρασμα.

Εδώ κ. Πρόεδρε θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι και γι αυτόν τον λόγο ήταν απογοητευτική η στάση της Εισαγγελικής Αρχής. Δε σας προσέφερε καμία βοήθεια σ’ αυτό το τόσο κρίσιμο νομικό ζήτημα γιατί πολύ πιο εύκολο θα ήταν το έτσι κι αλλιώς δύσκολο έργο σας αν υπήρχε μια τεκμηριωμένη Εισαγγελική πρόταση που θα σας έδινε κάποιες κατευθύνσεις, θα σας βοηθούσε κι εσάς στην αναζήτηση της αλήθειας. Τώρα όμως, χωρίς να έχετε καμία βοήθεια από την Εισαγγελική Αρχή, πρέπει μόνοι σας να βαδίσετε στα δύσκολα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας.

Να δούμε τώρα λιγάκι τί σημαίνει αυτή η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας για την οποία έχει γίνει πολύς λόγος σ’ αυτή τη Δίκη, θα έλεγα είναι μία από τις αγαπημένες αρχές του κ. Τακτικού Εισαγγελέα. «Μα δε θέλετε να βρούμε την αλήθεια σ’ αυτή τη Δίκη; Φοβάστε την αλήθεια; Εμείς ζητάμε την αλήθεια. Εσείς;› Να δούμε λοιπόν τί σημαίνει αυτή η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας.

Ανδρουλάκης και πάλι, από το έργο του του 1994, σελ. 157. Ερχόμαστε τώρα στον δεύτερο από τους αναφερθέντες κανόνες που ισχύουν στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο. Αυτός δεν αναφέρεται πια στο αντικείμενο της Δίκης αλλά στο, θα μπορούσε κανείς να πει, υλικό της, στον προσδιορισμό δηλαδή των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία ο δικαστής μπορεί να στηρίξει την απόφασή του.

Σε αντίθεση λοιπόν προς την πολιτική δίκη, όπου κατά κανόνα επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη μόνο όσα προσάγονται από τους διαδίκους, έστω και αν με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο δεν αποκτά πρόσβαση παρά μονάχα σε μία τυπική όχι δε αναγκαία και ουσιαστική αλήθεια, σε αντίθεση λοιπόν προς αυτόν τον τρόπο θεώρησης, λέει ο καθηγητής Ανδρουλάκης: «Στα ηπειρωτικά τουλάχιστον ευρωπαϊκά ποινικοδικονομικά δίκαια ισχύει η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας. Η σοβαρότητα ακριβώς των ποινικών υποθέσεων και η βαρύνουσα σημασία των συμφερόντων που τίθενται εδώ σε κίνδυνο, απαγορεύουν να εξαρτηθεί η δικανική κρίση από την ποσότητα και την ποιότητα των στοιχείων που προσάγονται από τον Εισαγγελέα, τον κατηγορούμενο και τους διαδίκους εν γένει. Στην αντίθετη περίπτωση, όλοι αυτοί θα είχαν στην πραγματικότητα εξουσία διαθέσεως της Δίκης. Ο ποινικός δικαστής μπορεί επομένως να αναζητήσει αυτοτελώς και αδέσμευτα όσα στοιχεία κρίνει πως οδηγούν στην ουσιαστική αλήθεια. Μάλιστα δε είναι και υποχρεωμένος να το κάνει›.

¶ρα λοιπόν, όταν μιλάμε για αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας στην ποινική δίκη, εννοούμε μόνο αυτό. Δεν αρκεί να μας προσκόμισε τα στοιχεία, όσα στοιχεία προσκόμισε ο Εισαγγελέας, ο πολιτικώς ενάγων, ο κατηγορούμενος. Το Δικαστήριο μπορεί από μόνο του να αναζητήσει και νέα στοιχεία. Ενώ στην πολιτική δίκη ο κανόνας είναι ότι δεν μπορεί. Αυτό λοιπόν και μόνο αυτό σημαίνει αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και όχι βέβαια ότι κάνουμε ό,τι μπορούμε και παίρνουμε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν, ανεξάρτητα από το αν είναι νόμιμα ή όχι για να δούμε τί έγινε.

Είναι θα έλεγα ένας τεχνικός όρος βάσει του οποίου και το Δικαστήριο μπορεί και οφείλει θα έλεγα, να αναζητήσει και αυτό από μόνο του το τί έχει γίνει σε μια περίπτωση. Θα έλεγα ότι με την αρχή αυτή απλώς καθιερώνεται η ενεργητική συμμετοχή του δικαστή στην αποδεικτική διαδικασία.

Να δούμε τώρα λοιπόν και την αρχή της ηθικής απόδειξης. Και αυτή επανειλημμένα, ίσως πιο πολύ και από την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ήταν καραμέλα θα έλεγα στο στόμα της Πολιτικής Αγωγής. Πάρα πολύ συχνά την ανέφερε και η Εισαγγελική Αρχή. Αρχή της ηθικής απόδειξης, με την έννοια ότι κάνουμε ό,τι θέλουμε, ψάχνουμε ό,τι θέλουμε γιατί δεν έχουμε κανέναν περιορισμό. Για να δούμε πώς η θεωρία αντιμετωπίζει την αρχή της ηθικής απόδειξης:

Δεν θα πρωτοτυπήσω βέβαια, πάλι στον Ανδρουλάκη θα ανατρέξω, σελ. 139 αυτή τη φορά: «Τί σημαίνει η λεγόμενη ηθική απόδειξη: Με τον όρο αυτόν εννοούμε κατ’ ακρίβεια δύο πράγματα, δύο επιμέρους αρχές που διέπουν την ποινική απόδειξη: Πρώτον, το απεριόριστο των αποδεικτικών μέσων. Στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστή μπορεί καταρχήν να χρησιμεύσει οτιδήποτε. Δεύτερον, την ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από τον δικαστή.

Οι αποδείξεις εκτιμώνται από τον δικαστή ελεύθερα, όχι σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις κάποιου νομικού κανόνα αλλά σύμφωνα με τις επιταγές της συνειδήσεώς του και μόνο. Ακόμα λοιπόν και αν έχει λ.χ. ομολογήσει ο κατηγορούμενος, είναι καθ’ όλα δυνατό να αθωωθεί. Το δεύτερο αυτό σκέλος της αρχής της ηθικής αποδείξεως έχει ανάγκη να διευκρινιστεί με τα αμέσως ακολουθούντα: Στην πατρίδα της ηθικής αποδείξεως, τη Γαλλία, η ελεύθερη εκτίμηση του δικαστή θεωρήθηκε αρχικά ότι συμπίπτει προς τη λεγόμενη αρχή της ενδόμυχης πεποιθήσεώς του.

Αυτό σημαίνει ότι ο σχηματισμός της δικανικής πεποίθησης όχι μόνο είναι ελεύθερος από νομικές δεσμεύσεις, αλλά αποτελεί κατά κάποιο τρόπο και εσωτερικό ζήτημα της συνειδήσεώς του. Ο δικαστής σχηματίζει ενδόμυχα την πεποίθησή του και δεν χρωστάει να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν για τον τρόπο αυτό συνέβη. Επομένως αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, η δικαστική απόφαση παραμένει αναιτιολόγητη.

Τούτο ίσχυε κατ’ εξοχήν για τις αποφάσεις των ενόρκων. Όμως αυτό έχει ξεπεραστεί› -και μας διευκρινίζει- «εδώ παραμονεύει ένας σοβαρός κίνδυνος για την ορθότητα της δικαστικής κρίσης και τις ατομικές ελευθερίες, η δικαστική κρίση δεν αποτελεί πράγματι, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να αποτελεί χώρο που προσφέρεται για υπαρκτικές εκδηλώσεις ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων ατόμων, αλλά θα έπρεπε να διαμορφώνεται πάντοτε απρόσωπα. Κατά τούτο, το σύστημα των νομικών αποδείξεων βρίσκει μια κάποια δικαίωση›.

Στη συνέχεια εξηγεί ο καθηγητής ότι αυτό το δεύτερο σκέλος της αρχής της ηθικής απόδειξης δεν ισχύει πια, δεν μπορεί ο δικαστής να προβαίνει σε μία ελεύθερη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Παρακαλώ συνδέστε αυτά που μόλις σας είπα με τα αμέσως προηγουμένως αναπτυχθέντα σχετικά με τα μοντέλα απόδειξης και με τη σχέση πεποίθησης και αιτιολόγησης. ¶ρα η αρχή της ηθικής απόδειξης είναι κουτσουρεμένη, να το πω έτσι απλά, ως προς το δεύτερο σκέλος της.

Θα δούμε στη συνέχεια ότι το ίδιο ισχύει, ότι περιορίζεται επίσης και ως προς το πρώτο σκέλος της, που αφορά το απεριόριστο των αποδεικτικών μέσων.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα παρακαλούσα όλα αυτά λίγο πιο σύντομα διότι αρχίζω εγώ τώρα και νιώθω ότι είστε εσείς ο δάσκαλος του νηπιαγωγείου και εγώ είμαι το νήπιο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αυτό το έχετε πει εσείς για την κα Κούρτοβικ. Εγώ έχω πει ότι είστε ένας εκλεκτός δικαστής που ξεχωρίζει για το αυξημένο επίπεδο των γνώσεών του.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ, αυτά είναι όχι γνωστά, πασίγνωστα. Είναι ωραία αυτά, αλλά εδώ μέσα.... Σε Τριμελές Εφετείο είμαστε, μην το ξεχνάμε.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μα γι αυτό ακριβώς τα λέω, αν ήμουν στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο δε θα έκανα τέτοιες αναπτύξεις. Σε ένα επίπεδο δικαστών τόσο ανεβασμένο, σε αυτούς αρμόζει η ανάπτυξη τέτοιων θεμάτων.

Συνεχίζω κ. Πρόεδρε. Εδώ χρειάζεται μια απαραίτητη συμπλήρωση. Θα μπορούσατε να μου πείτε «κ. Μυλωνά, κάτι μας έχετε πει εσείς για βάρος απόδειξης, αυτό το φέρει η Εισαγγελική Αρχή; Τί γίνεται εδώ πέρα; Ποιος αποδεικνύει; Αποδεικνύει ο δικαστής η η Εισαγγελική Αρχή;› Εδώ θα κάνω μία διαφοροποίηση. Σε ένα πρώτο στάδιο υπάρχει βάρος απόδειξης και το φέρει ο Εισαγγελέας και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Θα αναφερθώ σε συγκεκριμένη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου: Αφού όμως ολοκληρωθεί η διαδικασία και αφού ο φέρων το βάρος απόδειξης, ο Εισαγγελέας, έχει πει ό,τι έχει πει, καλείται το Δικαστήριο να αποφανθεί. Εκεί το Δικαστήριο, τόσο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας όσο και στη συνέχεια, κατά την εξέταση της υπόθεσης, μπορεί και οφείλει θα έλεγα, να αυτενεργήσει. ¶ρα σε ένα πρώτο στάδιο το βάρος απόδειξης το φέρει ο Εισαγγελέας και όχι βέβαια ο κατηγορούμενος, αλλά σε μια τελική φάση το Δικαστήριο το οποίο από μόνο του υποχρεούται να διερευνήσει όλες τις πτυχές της υπόθεσης, πρέπει να αποδείξει προς τους άλλους το τί έχει αντιληφθεί.

Να δούμε όμως τί μας λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Υπάρχει η απόφαση Τέλθνερ κατά Αυστρίας στις 20/3/2001. Είναι πάρα πολύ σημαντική, θα αναφερθώ εκτενώς σε αυτήν, γιατί από τα πραγματικά περιστατικά αυτής της υπόθεσης και από τον τρόπο που τα αντιμετώπισε, που τα έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, νομίζω ότι μπορώ να συναγάγω πολλά συμπεράσματα και για τις επιμέρους υποθέσεις για τις οποίες κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος.

Την υπόθεση αυτή την έχει παρουσιάσει ο ομιλών στο περιοδικό «Ποινικός Λόγος›, σελίδες 705-708 του έτους 2001. Εδώ, ως προς το νομικό σκέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι σαφές. Μας λέει ότι «το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ απαιτεί μεταξύ άλλων όταν ασκούν τα καθήκοντά τους τα μέλη ενός Δικαστηρίου, να μην εκκινούν με την προσχηματισμένη αντίληψη ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται. Το βάρος απόδειξης το φέρει η κατηγορούσα αρχή και κάθε αμφιβολία πρέπει να ωφελεί τον κατηγορούμενο. Έτσι, το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται όταν το βάρος απόδειξης μετακυλίεται από την κατηγορούσα αρχή στην Υπεράσπιση›.

Ας δούμε όμως λίγο τα πραγματικά περιστατικά για έχουν, όπως είπα και πριν, πολύ μεγάλη σημασία. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 8/4/1995 έγινε ένα δυστύχημα σε ένα μικρό χωριό εκεί στο Τυρόλο στην Αυστρία, στο Όπστάικ, έτσι λέγεται το χωριό. Ο Κ. χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο και τραυματίστηκε ελαφρά στο χέρι. Κατήγγειλε το συμβάν στην αστυνομία, ανέφερε τη μάρκα του αυτοκινήτου και τον αριθμό κυκλοφορίας του. Ο Κ. όμως δεν είχε μπορέσει να αναγνωρίσει τον οδηγό του αυτοκινήτου. Οι αστυνομικοί του τοπικού Αστυνομικού Σταθμού αμέσως άρχισαν τις έρευνες, βρήκαν το αυτοκίνητο, το οποίο ανήκε στην μητέρα του προσφεύγοντος, στην κα G. και ήταν παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι όπου έμενε ο προσφεύγων με την οικογένειά του.

Η μητέρα του προσφεύγοντος δήλωσε ότι δεν είχε οδηγήσει και ότι ο προσφεύγων δεν είχε ακόμα επιστρέψει. Έδειξε μάλιστα στους αστυνομικούς στο δωμάτιό του ότι το κρεβάτι του ήταν ανέγγιχτο. Και η μητέρα του δήλωσε ότι το αυτοκίνητο το χρησιμοποιούσαν συχνά και άλλα μέλη της οικογένειας.

Και όταν αργότερα ξαναρωτήθηκε η μητέρα του, είπε στην αστυνομία ότι δεν έχει γυρίσει ο γιος μου. Στην έκθεση έρευνας, η αστυνομία ανέφερε τον προσφεύγοντα ως τον ύποπτο και έκρινε ότι σύμφωνα με τις γενικές παρατηρήσεις των αστυνομικών, ο προσφεύγων ήταν ο κύριος χρήστης του αυτοκινήτου.

Στη συνέχεια δικάζεται ο προσφεύγων σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο για πρόκληση σωματικής βλάβης από αμέλεια. Ο ίδιος δηλώνει ότι είναι αθώος. Ότι δεν οδηγούσε το αυτοκίνητο και ότι δεν επιθυμεί να προσθέσει κάτι άλλο. Προσέξτε το αυτό, είμαι αθώος δεν ήμουν οδηγός, δεν λέω τίποτα άλλο. Ο παθών Κ καταθέτει ως μάρτυρας, επιβεβαιώνει την κατάθεσή του και μας λέει όμως, ότι δεν είχα μπορέσει να αναγνωρίσω τον οδηγό και δεν ξέρω εάν ήταν άνδρας ή γυναίκα.

Η μητέρα του προσφεύγοντος και η αδελφή του, η οποία και αυτή οδηγούσε το αυτοκίνητο άσκησαν το δικαίωμα που είχαν να μην καταθέσουν. Προβλεπόταν στην αυστριακή ποινική δικονομία. Παρόλα αυτά ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος σωματικής βλάβης από αμέλεια και καταδικάστηκε σε πρόστιμο, χρηματική ποινή.

Για την απόδειξη των γεγονότων, το δικαστήριο βασίστηκε στην έκθεση έρευνας της αστυνομίας. Την κατάθεση του θύματος και την υπεράσπιση του προσφεύγοντος. Προσέξτε ποια ήταν η αιτιολογία της απόφασης.