Πολιτική
Τετάρτη, 08 Οκτωβρίου 2003 20:05

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (08/10/2003) Μέρος 06/07

Παρακάτω: εννοείται ότι ο Δικαστής είναι ελεύθερος να κρίνει κατά πόσο η τοιαύτη ομολογία ανταποκρίνεται εις την αλήθεια. Εδώ επιτρέψτε μου να σημειώσω, έχουμε μία άλλη βασική αντίθεση μεταξύ του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού και του αγγλοσαξονικού δικονομικού συστήματος γιατί βέβαια ξέρουμε όλοι ότι στο αγγλοσαξονικό σύστημα όταν κανείς δηλώσει ένοχος από κει και πέρα σταματάει η διαδικασία και προχωρούμε στην επιβολή της ποινής. Είμαστε όμως στην Ευρώπη, ευτυχώς προσθέτω εγώ και η ομολογία του κατηγορουμένου είναι ένα αποδεικτικό μέσο ανάμεσα στα πολλά.

Ακούστε τι αναγράφεται στην αιτιολογική έκθεση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το 1935 σχετικά με αυτό το θέμα της ομολογίας. Εν πάση περιπτώσει μετά προσοχής να εξεταστεί η ομολογία του κατηγορουμένω οσάκις αύτη δεν ενισχύεται παρά άλλων αποδείξεων. Αν εν πλήρη διανοητική υγεία ευρίσκεται ο ομολογών δέον να ερευνηθεί παρά του εξετάζοντος τούτο κυρίως δια καταλλήλων ερωτήσεων παν περιστατικό όπερ οπωσδήποτε δύναται να επίρρωσει ή εξασθενίσει ταύτη, να δώσει εξηγήσεις επί πάσης τυχόν αντιφάσεως, να προκληθεί ο ομολογών εις το αναφέρει λεπτομέρειες κλπ.

Παρέμβαση του ομιλούντος: να αναφέρει λεπτομέρειες ο ομολογών για την συγκεκριμένη πράξη. Σημειώστε το και αυτό. Συνεχίζω το παράθεμα, την ανάγνωση του παραθέματος από την αιτιολογική έκθεση. Εν τη εκτιμήσει ομολογίας τινός προς τούτο μάλλον δυσπίστως να αποβλέψει της προς το αυθόρμητο και ειλικρινές ταύτης, πόσο μάλλον προσλαμβάνει αύτη την μορφή κατηγορητηρίου μάλλον ή απολογίας ως ενίοτε εν τη πράξει παρατηρήσαμε. Για την ορθή εκτίμηση των ομολογιών εκ μέρους των Δικαστών δεν θεωρούμε περιττό να αναγράψουμε τας ακολούθους παρατηρήσεις του καθηγητού Φλωριάν. Εν τη πράξει πολύ συχνά οι ομολογίες του κατηγορουμένου εκπορεύονται εξ συνοπτικών παρ’ αστυνομικών εξετάσεων. Εν τούτοις ουδέποτε επαρκώς θα τονιστεί η ανάγκη όπως η δήθεν ομολογία αύται εκτιμώνται και χρησιμοποιούνται μετ’ άκρας συνέσεως καθ’ όσον τεθημένων κατά μέρος των περιπτώσεων αληθινών τρομοκρατήσεων και εξαπατήσεων ή αθεμίτων τεχνασμάτων το περιβάλλον και οι περιστάσεις καταθέσεις παρ’ αστυνομικών λαμβάνονται δεν είναι μάλλον ευνοϊκές αφηγήσεις ?. ηρέμους και αυθορμήτους. Αυτά μας έλεγε η αιτιολογική έκθεση.

Ας δούμε στη συνέχεια αν αρκεί μόνο η ομολογία για μία καταδίκη. Εδώ νομίζω υπάρχει και η απόφαση του Δικαστηρίου σας που είπε ότι είναι ένα από τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμώνται, τα ίδια λέει και το άρθρο 428 του Γαλλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ότι εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τα άλλα στοιχεία η ομολογία. Ας πούμε και άλλη μία απόφαση του Αρείου Πάγου γιατί κι εμένα με ενδιαφέρει το τι έχει πει το Ανώτατο Ακυρωτικό μας, είναι η 1031 του 2002 δημοσιευμένη στα Ποινικά Χρονικά του 2003, σελίδα 347 με 348. Εκεί λοιπόν αναφέρεται ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων τάδε, τάδε προκύπτει ότι στη ποινική δίκη η ομολογία εκτιμάται ελευθέρως όπως και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Το λέει ο ¶ρειος Πάγος, το είπατε κι εσείς νομίζω.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμα κι αν ο κ. Σάββας Ξηρός ή ο κ. Τζωρτζάτος φέρεται να έχει ομολογήσει φοβερά και τρομερά πράγματα στην προδικασία αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα κι αν θεωρήσετε ότι δεν είναι προϊόν βασανιστηρίων όπως τεκμηριωμένα ισχυρίζεται ο κ. Τζωρτζάτος, ακόμα και τότε και υπό αυτή την εκδοχή το ότι έχει πει, υποτίθεται ότι έχει πει κάποια πράγματα δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα. Μόνο στον μεσαίωνα επιδιώκαμε πάση θυσία το να εκμαιεύσουμε την ομολογία του κατηγορουμένου ώστε να τον καταδικάσουμε βάση της ομολογίας. Έχουμε προχωρήσει, δεν ήμαστε πια στο μεσαίωνα. Είμαστε στο 2003 αισίως και τώρα πια η ομολογία είναι ένα από τα αποδεικτικά μέσα που πρέπει να εκτιμηθεί και σε σχέση με τα υπόλοιπα.

Να δούμε τώρα ένα άλλο επιμέρους θέμα. Είναι νοητή ανάκληση ομολογίας. Εδώ θυμάμαι μας είχε ζητήσει κιόλας ο Τακτικός κ. Εισαγγελέας αν τυχόν κάποιος βρει ότι κάπου προβλέπεται η ανάκληση ομολογίας τον παρακαλώ πολύ να μου το πει. Θα σας το πω κ. Εισαγγελέα και δεν το λέει ένας, αρκετοί το λένε. Θα ξεκινήσω βέβαια από έναν συνάδελφό σας, όχι τώρα πια γιατί εσείς είστε στον ¶ρειο Πάγο. Μέχρι πριν από λίγο καιρό νομίζω ήσασταν μαζί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, είναι βέβαια ο ήδη αναφερθείς ο κ. Καίσαρης με την ερμηνεία του την πολύ σημαντική την πολύτομη του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας, αυτή την φορά πηγαίνουμε στον Γ΄ τόμο. Έχει δημοσιευθεί το 1984 και αναφέρεται στα άρθρα 127 με 179.

Διαβάζουμε στη σελίδα 2331, υπότιτλος «ανάκληση της ομολογίας›. Παρότι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δεν περιέχει ρητή διάταξη περί ανακλήσεως της ομολογίας εν τούτοις παρά πάντων γίνεται αποδεκτό ότι δεν υπάρχει κώλυμα εις την ανάκληση της ομολογίας υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν εξεδόθη ήδη η τελειωτική απόφαση. Εξάλλου ως ήδη εξετέθη ανωτέρω πλείστοι λόγοι οδηγούν τον κατηγορούμενο εις ψευδή ομολογία, οπότε θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι συγχωρείτε η ανάκληση αυτής. Ούτως η γενομένη κατά την ανάκριση ομολογία δύναται να ανακληθεί μεταγενεστέρως ενώπιον του Ανακριτού ή Προανακριτικού υπαλλήλου αν εξακολουθεί η προδικασία ή στο ακροατήριο ενώπιον των Δικαστών. Επίσης η ομολογία η γενομένη ενώπιον του ακροατηρίου στην αρχή της αποδεικτικής διαδικασίας δύναται να ανακληθεί βραδύτερον, διαρκούσης της συνεδριάσεως ή εις ετέρα συνεδρίαση μετ’ αναβολήν. Ομοίως δύναται να ανακληθεί ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ή κατά την πρωτοβάθμιο δίκη ομολογία ως λόγου χάρη δύναται να ανακληθεί ενώπιον του Εφετείου η γενομένη στο Πλημμελειοδικείο ομολογία. Ο Δικαστής λοιπόν είναι ελεύθερος να δεχθεί την ομολογία εξ ολοκλήρου και αδιαιρέτως ή εν μέρει και διαιρετώς.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ένας εκλεκτός συνάδελφός σας, ένας Εισαγγελικός Λειτουργός ο κ. Καίσαρης στην ερμηνεία που έχει δημοσιεύσει το θεωρεί αυτονόητο ότι όλοι δέχονται φυσικά και νοείται ανάκληση της ομολογίας. Προσέξτε, μας λέει ότι ακόμα κι αν έχουμε μία πολυήμερη διαδικασία στην αρχή μπορεί να λέει άσπρο ο κατηγορούμενος και μετά στο τέλος να λέει μαύρο. Είναι νοητή αυτή η ανάκληση, δεν είναι κατακριτέα, θα αξιολογηθεί από το Δικαστήριο σύμφωνα και με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Γιατί λοιπόν κ. Εισαγγελέα λέγατε «μα τι είναι αυτά, νοείται ανάκληση ομολογίας, τι πράγματα είναι αυτά;›. Βεβαίως και νοείται. Είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο όταν μάλιστα η αρχική ομολογία έχει προκληθεί ενώπιον της Αστυνομίας υπό τις συνθήκες που σας ανέπτυξα χθες στην αγόρευσή μου.

Βέβαια να δούμε πάλι και τον αείμνηστο Ζησιάδη. Ποινική Δικονομία, γ΄ έκδοση 1977, β΄ τόμος, σελίδα 150, υπότιτλος «η ανάκληση της ομολογίας›. Την ομολογία δύναται να ανακαλέσει ο κατηγορούμενος τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την έπ’ ακροατηρίου διαδικασία. Πρέπει δε να συγχωρείτε η ανάκληση διότι πλείστοι λόγοι ως ελέχθη άγουν τον κατηγορούμενο εις την ψευδή ομολογία. Η εκτίμηση όμως της αξίας της ανακλήσεως εναπόκειται εις την ελευθέραν του Δικαστού κρίση.

Ποιο το περίεργο λοιπόν; Πάντοτε συνέβαινε και πάντοτε θα συμβαίνει να υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιος κατηγορούμενος που έχει ομολογήσει υπό την πίεση, την όποια πίεση της Αστυνομίας έρχεται στο ακροατήριο και ανακαλεί την ομολογία του. Δεν είναι κάτι που πρέπει να μας παραξενεύει. Είναι κάτι που συμβαίνει συχνά στην ποινική πρακτική και το οποίο αξιολογείται βάσει όλων των στοιχείων της διαδικασίας.

Ποια είναι όμως η αποδεικτική αξία της ομολογίας; Ας αναφερθώ πάλι στον Ζησιάδη, στον ίδιο τόμο. Κάνει και μία θεωρητική αναδρομή και μας λέει ότι παλαιότερα η ομολογία θεωρείτο η βασίλισσα των αποδείξεων και επισημαίνει ότι τώρα πια βέβαια αυτό δεν ισχύει και τονίζει ότι η ομολογία δεν δύναται να άγει σε καταδίκη όταν αποδεικνύεται εσφαλμένη, ψευδής και ανεπαρκής. Αναφέρεται εκτενώς, ας μην σας τα πω τώρα, στις λεπτομέρειες αυτού του θέματος και εξηγεί γιατί ακόμα κι όταν έχουμε ομολογία δεν έχουμε τελειώσει το έργο το δικαστικό, εσείς δεν έχετε τελειώσει το δικαστικό σας έργο αλλά παρά την ύπαρξη ομολογίας πρέπει να εξετάσετε όλα τα δεδομένα και όλες τις συνθήκες υπό τις οποίες δόθηκε αυτή η ομολογία.

Βέβαια και ο ίδιος ο Εισαγγελέας Εφετών ο κ. Καίσαρης στο έργο που σας ανέφερα εξετάζει διεξοδικά το θέμα της αποδεικτικής ισχύος της απολογίας και αυτός λέει ότι πρέπει να ενισχύεται από άλλες αποδείξεις και δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτή από μόνη της χωρίς συσχετισμό με το υπόλοιπο υλικό. Ας μην επεκταθώ σε αυτό το ζήτημα.

Θα αναφέρω μόνο ακόμα τα όσα γράφει ο Γαρδίκας, ένας θεμελιωτής ίσως και της αστυνομικής και της εγκληματολογίας στην Ελλάδα, πολύ συντηρητικός καθηγητής ο οποίος έχει γράψει μεταξύ άλλων ένα άρθρο σε δύο συνέχειες στα Ποινικά Χρονικά του 1959 «Η αξία της δια μαρτύρων αποδείξεως εν τη ποινική δίκη› και αφιερώνει ειδική ενότητα στην εξέταση του κατηγορουμένου στα άρθρα 185 επόμενα.

Και ο Γαρδίκας λοιπόν, ο αείμνηστος αυτός και πολύ συντηρητικός το ξαναλέω καθηγητής μας λέει ότι η ομολογία του κατηγορουμένου η άλλοτε regina propationum σήμερα καταδεικνύεται ότι δεν είναι απόδειξη της ενοχής και ότι είναι επισφαλής, το λέει κατά λέξη. Η ψευδής ομολογία δεν είναι σπάνια και μάλιστα η ενότητα αυτή ξεκινάει στη σελίδα 185. Στις σελίδες 187 με 190 περίπου αναφέρει και μία πολύ διδακτική όπως λέει ο ίδιος περίπτωση από την οποία προκύπτει το επισφαλές της ομολογίας. Λίαν διδακτική είναι η κάτωθι περίπτωση της αδίκου καταδίκης της Ροζαλίντου Αδ οφειλόμενη στην παρασχεθείσα υπόσχεση προς την κατηγορουμένη ότι θα τύχει ευνοίας αν ομολογήσει.

Να μην σας κουράσω με τις λεπτομέρειες που έχουν ενδιαφέρον στο κείμενο του Γαρδίκα. Να πω μόνο ότι το ενδιαφέρον εδώ ότι ενώ κάποια στιγμή ομολογεί τα πάντα η ίδια μετά από κάποιο χρονικό διάστημα εντοπίζεται ο δράσης ανθρωποκτονίας ο οποίος μάλιστα είχε στην κατοχή του και το ρολόι που είχε κλέψει από το θύμα γιατί για ανθρωποκτονία ήταν η κατηγορία.

Εξηγεί αυτή η γυναίκα στη συνέχεια γιατί καίτοι αθώα ομολόγησε τα πάντα. Μου λέει ότι ο Ανακριτής με απειλούσε ότι θα κρατούμην εν μονώσει στο σκοτεινό κελί στο οποίο είχα εγκαθιδρυθεί και είχα απειλές και ήθελα να βγω έξω και γι αυτό τελικά ομολόγησα. Το πιο ενδιαφέρον αν θέλετε είναι ότι δεν είχε ομολογήσει μόνο αυτή, την είχε καταδώσει και ο σύζυγός της που ήταν συγκατηγορούμενος. Ο σύζυγός της για να απαλλαγεί στην ανάκριση εξαπέλυσε βαρεία κατηγορία κατά της συζύγου του. Κατά την δευτέρα δε δίκη όταν απεδείχθη ?. δικαιολογήθηκε ως εξής: είπον πάντα ταύτα και θα έλεγον πολύ περισσότερα για να εξέλθω εγώ από την φυλακή.

Βλέπουμε λοιπόν ακόμα και ο σύζυγος προκειμένου να σωθεί υπό το κράτος πίεσης καταγγέλλει την σύζυγό του, ομολογεί πράγματα εντελώς ψεύτικα και λέει: και πολύ περισσότερα θα έλεγα προκειμένου να σωθώ. Βλέπουμε λοιπόν ποια είναι η σχετικότητα της αξίας της ομολογίας ακόμα κι αν δεχθούμε ότι δεν ήταν προϊόν βασανιστηρίου στην περίπτωση του κ. Τζωρτζάτου.

Βέβαια θα τελειώσω αυτό το κομμάτι σχετικά με την ομολογία. Δυστυχώς όταν το διάβαζα δεν αισθανόμουν καθόλου ευχάριστα τολμώ να πω αναφερόμενος στην Τουρκική Ποινική Δικονομία. Δυστυχώς η Τουρκία σε επίπεδο κειμένων τουλάχιστον είναι πολύ πιο προχωρημένη από εμάς. Σε μία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που θα σας αναφέρω στη συνέχεια, είναι μία απόφαση του 2003, αφορά υπόθεση τουρκική, αναφέρονται οι ρυθμίσεις της Τουρκίας στο θέμα αυτό.

Μεταφράζω πρόχειρα από τα γαλλικά, είναι παράγραφος 62 της απόφασης Χουλκί Γκιουνές κατά Τουρκίας της 19ης Ιουνίου 2003. Στο κομμάτι της απόφασης που παρατίθεται η σχετική νομοθεσία του κράτους, της Τουρκίας εν προκειμένου διαβάζουμε τα εξής: «σύμφωνα με το άρθρο 247 του Τουρκικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπως αυτός ερμηνεύεται από το Τουρκικό Ακυρωτικό Δικαστήριο για να γίνει αποδεκτό ένα πρακτικό ανάκρισης που περιέχει ομολογίες που έχουν γίνει στην Αστυνομία – προσέξτε – στην Αστυνομία ή στον Εισαγγελέα, πρέπει, είναι απαραίτητο αυτές οι ομολογίες να επαναληφθούν ενώπιον του Δικαστή. Αυτά λένε οι Τούρκοι, οι καθυστερημένοι Τούρκοι, οι Τούρκοι που συστηματικά παραβιάζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου. Δεν τους θέλουμε αλλά κάποια πράγματα τα λένε πολύ καλύτερα.

Προσέξτε, αν δεν υπάρχει αυτό η ανάγνωση κατά την ακροαματική διαδικασία τέτοιων εκθέσεων ως αποδεικτικών μέσων απαγορεύεται και δεν μπορεί σε αυτές να βασιστεί μία καταδίκη κατηγορουμένου ακόμα και μία ομολογία. Ακόμα και μία ομολογία που επαναλαμβάνεται στο ακροατήριο, δεν μπορεί αυτή μόνη να είναι ένα αποδεικτικό στοιχείο αλλά επιβάλλεται να συνοδεύεται από συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία.

Εδώ μας αφήνουν πολύ πίσω οι Τούρκοι, όπως περιγράφεται η νομική τους κατάσταση στο άρθρο 247 του Κ.Ποιν.Δ., όπως αυτό ερμηνεύεται από τον τουρκικό ακυρωτικό. Τί μας λένε; Να το πω και πάλι: «Έχεις ομολογήσει κύριε στην αστυνομία ή και στον Εισαγγελέα; Αν δεν επαναλάβεις στο ακροατήριο αυτά που έχεις πει, απαγορεύεται το Δικαστήριο να τα λάβει υπόψη του›. Μία αποδεικτική απαγόρευση. Κάτι ξέρουν βέβαια οι Τούρκοι από το πώς εκμαιεύονται οι ομολογίες στην αστυνομία.

Δεύτερη ασφαλιστική δικλείδα: Ακόμα και αν τα επαναλάβεις στο ακροατήριο, η ομολογία σου αυτή καθαυτή δεν μπορεί να θεμελιώσει καταδίκη, πρέπει να έχουμε και συμπληρωματικά στοιχεία. Εδώ να προσθέσω ότι στον γερμανικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν υπάρχει μεν παρόμοια ρύθμιση, αλλά όπως αναγράφεται στη θεωρία, μαθαίνουμε την πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία, ότι σύμφωνα με την ομολογία του γερμανικού ακυρωτικού, υπάρχει λόγος αναίρεσης όταν μία καταδίκη βασίζεται μόνο σε ομολογία κατηγορουμένου. Δεν κρίνεται επαρκής και τεκμηριωμένη μια δικαστική απόφαση που θα θεμελιώνει καταδίκη μόνο στην ομολογία του κατηγορουμένου. Βέβαια εδώ τον δρόμο μας τον δείχνει η Τουρκία, δυστυχώς σχολιάζω εγώ.

Να πούμε τώρα και δυο λόγια για τις περίφημες αναγνωρίσεις εκ μέρους των μαρτύρων. Και εδώ δυστυχώς δεν υπάρχει λεπτομερής ανάπτυξη στον Κ.Ποιν.Δ., παρόλο που στο διάγραμμα του σχεδίου του Κ.Ποιν.Δ. το 1932, στο κεφάλαιο περί ανακριτικών πράξεων, υπήρχε αναφορά στις αναγνωρίσεις. Ειδικότερα στη σελ. 79 του διαγράμματος διαβάζουμε ότι «η ιταλική Ποινική Δικονομία περιέλαβε διατάξεις εν άρθροις 360-364, δι’ ων δίδονται οδηγίες στον Ανακριτήν διά την ενέργειαν της αναγνωρίσεως προσώπων ή πραγμάτων, ως και διά τα κατ’ αντιπαράστασιν εξετάσεις μαρτύρων ή κατηγορουμένων. Αι διατάξεις αύται, ως λίαν χρήσιμοι και αποτέλεσμα μακράς πείρας, πρέπει να υιοθετηθώσι και παρ’ υμίν›.

Δυστυχώς το διάγραμμα αυτό δεν ακολουθήθηκε από τους συντάκτες του σχεδίου του Κ.Ποιν.Δ., αυτή η υπόδειξη έμεινε μετέωρη και δεν είχαμε σχετική ρύθμιση. Το μόνο που έχουμε στο άρθρο 225 του Κ.Ποιν.Δ., ότι ο μάρτυρας όταν πρόκειται να αναγνωρίσει πρόσωπα ή πράγματα, προσκαλείται προηγουμένως να τα περιγράψει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Αυτό βέβαια δεν είναι αρκετό και βέβαια να θυμίσω ότι κάτι τέτοιο στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έγινε στην παρούσα Δίκη, δεν προσκλήθηκε ο μάρτυρας να περιγράψει πρώτα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τον κ Τζωρτζάτο για παράδειγμα που αναγνώριζε ή τον κ. Σάββα ή τον κ. Χριστόδουλο ή τον οποιονδήποτε κατηγορούμενο αλλά έλεγε «ναι, αναγνωρίζω τον Τζωρτζάτο, αναγνωρίζω τον Χριστόδουλο›.

Εδώ θέλω να επισημάνω ότι τη σωστή κατεύθυνση μας τη δίνει η ισχύουσα ιταλική Ποινική Δικονομία η οποία ακολουθεί το γράμμα της προηγούμενης, της τότε ισχύσασας, το 1930 Ποινικής Δικονομίας. Στην ισχύουσα λοιπόν Ποινική Δικονομία της Ιταλίας του έτους 1989, υπάρχει ξεχωριστό κεφάλαιο με τίτλο «Αναγνωρίσεις› και στο άρθρο 214, είναι ένα μεγάλο άρθρο, υπάρχει μια λεπτομερής περιγραφή –δε θα σας το διαβάσω- του πώς πρέπει να γίνονται οι αναγνωρίσεις, προσέξτε, με ποινή ακυρότητας.

Μας λέει εκεί με δυο λόγια η ιταλική Ποινική Δικονομία, είναι το άρθρο 214, ότι πρώτα πρέπει να γίνει προετοιμασία. Θα έρθει στο ακροατήριο αυτός ο οποίος είναι έτοιμος να αναγνωρίσει κάποιον, θα μας δώσει λεπτομερή στοιχεία, θα μας πει αν προηγουμένως τον έχει δει, αν έχει δει φωτογραφίες του, όλες τις λεπτομέρειες και, προσέξτε, στη συνέχεια αποσύρεται εκτός αιθούσης ο μάρτυρας που θα αναγνωρίσει κάποιον, έρχονται δύο άλλοι άνθρωποι οι οποίοι όσο είναι δυνατόν μοιάζουν στον κατηγορούμενο του οποίου επίκειται ενδεχομένως η αναγνώριση, πρέπει να είναι ντυμένοι περίπου όπως αυτός και κάθονται και οι τρεις, δύο συν ένας και μάλιστα περίπου με τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίον τον είχε δε αρχικά ο μάρτυρας που θα αναγνωρίσει.

Στη συνέχεια έρχεται ο μάρτυρας μέσα στην αίθουσα και καλείται να πει στο Δικαστήριο αν αναγνωρίζει κάποιον. Προσέξτε, δύο ακόμα άνθρωποι, βοηθοί του Δικαστηρίου, που μοιάζουν ει δυνατόν με τον κατηγορούμενο και φοράνε περίπου και τα ίδια ρούχα. Βλέπετε πόσο προχωρημένος είναι ο ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και βλέπετε τί τεράστιο χάσμα υπάρχει μεταξύ της ειδικής ρύθμισης της ιταλικής Ποινικής Δικονομίας και του τρόπου που ήρθαν πολλοί μάρτυρες και αναγνώρισαν εδώ. Σας τα είπε και ο κ. Αγιοστρατίτης και η κα Κούρτοβικ. «Από το καρύδι› ακούσαμε, «από το βλέμμα› κτλ.

Θα προσθέσω εδώ ότι ειδικά για τον κ. Τζωρτζάτο ήταν πάρα πολύ λίγες οι αναγνωρίσεις έστω και με αυτόν τον τρόπο και ήταν και πλήρως αναξιόπιστες όπως θα δούμε στην πορεία. Εδώ να επισημάνω ότι στον ιταλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υπάρχει και ξεχωριστό άρθρο για τις ενδείξεις.

Τώρα μπαίνω σε ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο του δικαίου της απόδειξης. Υπάρχουν δύο αποδεικτικές απαγορεύσεις που επηρεάζουν ευθέως την παρούσα Δίκη γιατί αφορούν και οι δύο τις δηλώσεις συγκατηγορουμένων. Όχι ομολογίες όπως είπαμε, δεν ομολογούν οι συγκατηγορούμενοι για τρίτους, οι συγκατηγορούμενοι ομολογούν ό,τι ομολογούν για τον εαυτό τους. Κάνουν όμως καμιά φορά και δηλώσεις για συγκατηγορουμένους.

Εδώ υπάρχουν δύο αποδεικτικές απαγορεύσεις που θεσπίζονται στο νόμο, οι οποίες έχουν τεράστια σημασία. Η δεύτερη αποδεικτική απαγόρευση αφορά τον τρόπο ερμηνείας του άρθρου 6 παρ. 3δ από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η πρώτη είναι το περίφημο άρθρο 211α του Κ.Ποιν.Δ. Να ξεκινήσω με τη διαπίστωση ότι η Πολιτική Αγωγή με λίγες εκλεκτές εξαιρέσεις, είχε, θα έλεγα, μία φτώχια σε νομικά επιχειρήματα. Τις περισσότερες φορές καταναλώθηκε στο να λέει «οι εγκληματίες, οι δολοφόνοι, που έκαναν εκείνο, το άλλο, το τρίτο›.

Πολύ λίγα νομικά θέματα απασχόλησαν την Πολιτική Αγωγή, ένα όμως νομικό ζήτημα για το οποίο ακούστηκαν αρκετές απόψεις από την Πολιτική Αγωγή, είναι ακριβώς το περίφημο ζήτημα του άρθρου 211α του Κ.Ποιν.Δ. το οποίο βέβαια αναφέρεται στην μαρτυρία ή κατάθεση συγκατηγορουμένων. Να το θυμηθούμε άλλη μια φορά έχει προστεθεί με το Ν. 2408/1996 και μας λέει τα εξής: «Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου›.

Για παράδειγμα, αν λέει κάτι για τον κ. Τζωρτζάτο ο κ. Τσελέντης και δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο, σύμφωνα με το 211α δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη μαρτυρία του κ. Τσελέντη καταδικαστική απόφαση εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου. Εδώ εισαγωγικά θα μιλήσω λιγάκι για τις συζητήσεις κατά το στάδιο κατάρτισης αυτού του άρθρου γιατί επανειλημμένα η Πολιτική Αγωγή αναφέρθηκε στις αντιρρήσεις που τότε είχαν προταθεί.

Θέλω να είμαι αντικειμενικός, είχε προβάλλει αντιρρήσεις και η κα Ψαρούδα Μπενάκη και ο καθηγητής κ. Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης κατά τη συζήτηση του νόμου. Ενώ τον είχε υπερασπιστεί όλως παραδόξως ο κ. Κωνσταντινίδης, νομίζω πρώην Εισαγγελέας ή καθηγητής του Ποινικού Δικαίου.

Θέλω να τονίσω ότι έχουν μια κάποια αξία, έχουν ένα κάποιο ενδιαφέρον και οι συζητήσεις στο στάδιο της επεξεργασίας ενός νομοσχεδίου που αργότερα γίνεται νόμος του ελληνικού κράτους. Όμως αυτές οι συζητήσεις έχουν γίνει το 1996 και παρά τις αντιρρήσεις αρκετών Βουλευτών ο νόμος ψηφίστηκε, τί να κάνουμε, έτσι είναι το Κοινοβουλευτικό σύστημα, συμφωνούμε ή διαφωνούμε, αν οι περισσότεροι συμφωνούν γίνεται νόμος του ελληνικού κράτους και οφείλουμε να το εφαρμόσουμε.

Και βέβαια πολύ πιο μεγάλη σημασία έχει το πώς ακριβώς αντιμετωπίστηκε αυτός ο νόμος, η συγκεκριμένη διάταξη και από τη θεωρία αλλά βέβαια κ. Πρόεδρε και από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, νομίζω έχει και αυτό μεγάλη σημασία. Πριν προχωρήσω όμως εκεί ας δούμε λίγο τί είχε πει ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, ο κ. Βενιζέλος. Πρακτικά της Βουλής, συνεδρίαση της 7/5/1996. Στη σελ. 6042 των πρακτικών απαντά στις αντιρρήσεις κάποιων Βουλευτών και ιδίως του καθηγητή Γεωργίου Αλεξάνδρου Μαγκάκη και λέει τα εξής ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Ευάγγελος Βενιζέλος:

«Το σύστημα των νομικών αποδείξεων οδήγησε σε ακρότητες και αντικαταστάθηκε, γιατί όπως διδάσκει η ιστορική εμπειρία, η βασική νομική απόδειξη που επιζητούσε ο δικαστής ήταν η ομολογία του κατηγορουμένου. Για να αποσπασθεί η ομολογία του κατηγορουμένου, μετήρίχοντο τα βασανιστήρια και έτσι φθάσαμε στην καταρράκωση βεβαίως του συστήματος, το οποίο υπήρχε πριν από την ανάπτυξη του φαινομένου που λέγεται σύγχρονο κράτος δικαίου. Από τότε όμως έχει κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα. Περάσαμε στο σύστημα των ηθικών αποδείξεων και μία νέα γενιά προβληματισμού επιστημονικών επεξεργασιών και νομοθετικών ρυθμίσεων, είδε εδώ και δεκαετίες το φως της επικαιρότητας. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις. Οι αποδεικτικές απαγορεύσεις εκπηγάζουν από την ίδια αρχή του κράτους δικαίου και από μία δέσμη συνταγματικών διατάξεων›.

Τονίζει λοιπόν το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να ενταχθεί ο προβληματισμός για το άρθρο 211α ο τότε Υπουργός και μας λέει ότι τώρα πια στη σύγχρονη θεωρία της Ποινικής Δικονομίας, υπάρχουν οι αποδεικτικές απαγορεύσεις, μία έκφραση των οποίων συνιστά και το άρθρο 211α του Κ.Ποιν.Δ.

Ο Βουλευτής της Αντιπολίτευσης κ. Κωνσταντινίδης τότε, παραδόξως αν θέλετε, είχε υπερασπισθεί την διάταξη και στη συνεδρίασης της Δευτέρας 13/5/1996 είχε πει μεταξύ άλλων τα εξής, σελ. 6263: «Έρχομαι στο άρθρο που αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα, για το άρθρο 211α θα ξαναπώ ότι φοβάμαι πως είμαι ο νονός άθελά μου αυτής της διάταξης. Πράγματι, μίλησε με συντάκτες του νομοσχεδίου επανειλημμένως και είπα ότι δεν είναι δυνατόν με έναν συγκατηγορούμενο να καταδικάζονται άνθρωποι αλλά είπα να το συνδυάσετε αυτό με την αστυνομική προανάκριση. Όλα από εκεί ξεκινάνε. Στην αστυνομική προανάκριση πιεζόμενος κάποιος εμπλέκει κάποια πρόσωπα πιστεύοντας ότι θα επιμερισθεί η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή. Ξέρει ότι οι κατηγορούμενοι τις περισσότερες φορές νομίζουν ότι αν αναφέρουν τέσσερα-πέντε ακόμα άτομα, τα πέντε χρόνια που προβλέπει ο νόμος διαιρούνται διά πέντε και πάει από ένα χρόνο›.

Και λίγο πιο κάτω: «Με αυτή την έννοια θα ήθελα από κάποιο νομοσχέδιο να υπάρχει μια κατευθυντήρια γραμμή ανάμεσα στο συνδυασμό του άρθρου 243 και του 211α, να ανησυχήσουν ενδεχομένως οι προανακριτές, να ληφθούν οι εγγυήσεις όταν γίνεται αστυνομική προανάκριση›.

Μάλιστα λέει ο κ. Κωνσταντινίδης, «εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να καταργηθεί η αστυνομική προανάκριση κ. Υπουργέ στη δεύτερη περίπτωση και να μείνει μόνο στα αυτόφωρα αδικήματα›. Αυτά τα λέει Βουλευτής της Ν.Δ. και καθηγητής του Ποινικου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής.

Βλέπουμε λοιπόν το πώς πολύ σωστά συνδέει την προβληματική του 211α ο κ. Κωνσταντινίδης με το φλέγον ζήτημα της νομιμότητας της αστυνομικής προανάκρισης που τόσο μας απασχόλησε σ’ αυτή τη Δίκη και στο οποίο αναφέρθηκα χθες στην αγόρευσή μου.

Εδώ λοιπόν ακούστηκαν διάφορα επιχειρήματα. Να έρθω όμως τώρα πάλι στον κ. Αναγνωστόπουλο τον συνήγορο πολιτικής αγωγής των αλλοδαπών θυμάτων, ο οποίος καθηγητής είναι στο πανεπιστήμιο, ικανότατος νομικός και έχει συνεισφέρει ίσως, την καλύτερη τοποθέτηση για το άρθρο 211Α από την μεριά της πολιτικής αγωγής. Έχει τοποθετηθεί στις 15 Σεπτεμβρίου. Τι μας είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος; Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα κ. Πρόεδρε να υποβάλω ορισμένες παρατηρήσεις προς το Δικαστήριό σας που αφορούν το άρθρο 211Α, σε συμπλήρωση θα έλεγα όσων πολύ ευστόχων ανέπτυξαν οι αξιότιμοι κ. Εισαγγελείς.

Το άρθρο 211Α, είναι μια αποδεικτική οδηγία, η οποία εμπεριέχει και ένα είδος αποδεικτικού περιορισμού. Δεν εμπεριέχει απαγορευτικό κανόνα απαγόρευσης – απόδειξης. Αυτό είναι παγιωμένο και παρ’ όλες τις διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί γι’ αυτό το θέμα, ουδείς αμφισβητεί ότι δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με αποδεικτική απαγόρευση, αλλά έχουμε να κάνουμε με μια αποδεικτική οδηγία. Πράγματι ένα σημαντικό θέμα.

Για να δούμε πώς το αντικρούει αυτό το επιχείρημα κάποιος θεωρητικός του δικαίου. Αυτά μας τα λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος στις 15 Σεπτεμβρίου του 2003. Υπάρχει ένα δημοσίευμα του 1997. Ακούστε τι λέει ο συγγραφέας αυτού του κειμένου. Το άρθρο 211Α Κ.Ποιν.Δ., εισάγει σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, ήπιο αποδεικτικό περιορισμό. Με άλλους λόγους, θεσπίζει απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποιήσεως της απολογίας του κατηγορουμένου αυτοτελώς, δηλαδή χωρίς ενίσχυσή της από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, προς θεμελίωση κρίσεως περί της ενοχής του κατηγορουμένου.

Και λίγο πιο κάτω ο ίδιος συγγραφέας, η νέα διάταξη αποτελεί σαφή περιορισμό της αρχής της ηθικής αποδείξεως και επέκταση της θεσπιζόμενης στο άρθρο 211, απαγορεύσεως εξετάσεως ως μάρτυρα του κηρυχθέντος ενόχου. Αυτός ο συγγραφέας λοιπόν το 1997, μας λέει λοιπόν με σαφήνεια ο συγγραφέας αυτός, ότι έχουμε μια αποδεικτική απαγόρευση.

Και λίγο πιο κάτω μας λέει, το άρθρο 211Α, δεν απαγγέλλει ρητώς την κύρωση της παραβάσεώς του. Η υπαινισσόμενη «υπακοή› προς την διάταξη του άρθρου 211Α άποψη του Μπρακουμάτσου ότι η νεοπαγής διάταξη δεν είναι εξοπλισμένη με δικονομική κύρωση, δεν είναι εν τούτοις ορθή. Ο αναιρετικός έλεγχος μπορεί να ασκηθεί προς δυο κατευθύνσεις.

Αφ’ ενός μεν με την παραδοχή απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας και αφ’ ετέρου με τον έλεγχο της αιτιολογίας της αποφάσεως. Νομίζω ότι είναι σαφές ότι αυτό το κείμενο είναι η ημέρα, η προηγούμενη άποψη του κ. Αναγνωστόπουλου είναι η νύχτα. Το ένα είναι το άσπρο και το μαύρο. Βέβαια αυτά τα έχει πει ο ίδιος ο κ. Αναγνωστόπουλος στα Ποινικά Χρονικά, του 1997 σε παρατηρήσεις σελίδα 117 με 120. Βλέπετε σε έξι χρόνια μέσα, πόσο ευέλικτος είναι ο κ. Αναγνωστόπουλος και πόσο εύκολα αλλάζει απόψεις.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κοιτάξτε θεωρητικά καθένας μπορεί να αλλάξει απόψεις, αλλά να το αιτιολογεί. Τα πάντα ρει κ. Εισαγγελέα?δεν μπορεί να μην σχολιάσω αυτό το δεδομένο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επειδή είπατε για Ηράκλειτο, δεν λέει τα πάντα ρει, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει. Μη λέμε λάθος.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Να το τονίσω και πάλι γιατί είναι και ένα από τα όμορφα αυτής της διαδικασίας. Έρχεται εδώ ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πολιτικής αγωγής και είναι σαφής και κατηγορηματικός. Δεν εμπεριέχει απαγορευτικό κανόνα απαγόρευσης απόδειξης. Αυτό είναι παγιωμένο. Και ο ίδιος μας έχει πει ότι αυτή η διάταξη θεσπίζει απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποιήσεως. Και μάλιστα επεκτείνεται η άλλη απαγόρευση εξετάσεως του 211.

Νομίζω ότι όταν κάποιος αλλάζει έτσι εύκολα απόψεις, φέρει το βάρος αιτιολόγησης, θα έλεγα ειδικής και εμπεριστατωμένης αυτής της αλλαγής. Και βέβαια εκτίθεται προς τα έξω, όταν μας λέει ότι αυτό είναι παγιωμένο και ότι ουδείς αμφισβητεί ότι δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με αποδεικτική απαγόρευση. Δεν θυμόταν ο κ. Αναγνωστόπουλος τι έχει γράψει το 1997; Ε, δεν νομίζω ότι η μνήμη του ήταν τόσο φτωχή, κάθε άλλο.

Και εδώ να υπενθυμίσω ότι είχε και μια άλλη δυνατότητα την οποία δεν αξιοποίησε. Ο Κώδικας Δεοντολογίας των Δικηγόρων μας λέει, ότι εάν σε κάποιο ζήτημα ο δικηγόρος έχει αναπτύξει συγκεκριμένη άποψη έχει δικαίωμα να μην αναλάβει αυτή την υπόθεση. Δεν το έπραξε ο κ. Αναγνωστόπουλος και αν θέλετε, προτίμησε να υποβαθμίσει, να τορπιλίσει ο ίδιος το αναμφισβήτητο επιστημονικό κύρος που έχει, με το να αλλάξει ξαφνικά στο άψε σβήσε σε έξι χρόνια άποψη και από το άσπρο να πάει στο μαύρο. Χωρίς καμιά αιτιολόγηση, προφανώς για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εντολέων του.

Και προσέξτε δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής, αυτό είναι παγιωμένο και ουδείς αμφισβητεί ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αποδεικτική απαγόρευση. Ένας τουλάχιστον το αμφισβητεί. Ο ίδιος ο κύριος Ηλίας Αναγνωστόπουλος το 1997. Τόσο εύκολα αλλάζουμε απόψεις; Θα μείνω με την απορία μου φαίνεται.

Και βέβαια δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Και αν θέλετε περνάω σε ένα γενικότερο πρόβλημα που είχαν αρκετοί συνήγοροι πολιτικής αγωγής. Και θα περιοριστώ σε αυτούς που ταυτόχρονα έχουν και την ιδιότητα του θεωρητικού, είτε πανεπιστημιακού, είτε υποψήφιου για το πανεπιστήμιο που έχουν τουλάχιστον ένα διδακτορικό.

Θα περίμενα απ’ αυτούς τους συνηγόρους να έχουν μια μεγαλύτερη ευαισθησία, όσον αφορά το θέμα επεξεργασίας κάποιων νομικών ζητημάτων. Γιατί η δεύτερη ιδιότητά τους, μας δείχνει ότι έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα νομικά θέματα, ότι έχουν μια ιδιαίτερη εξοικείωση με την θεωρία και βεβαίως με την νομολογία.

Και αν ένας δικηγόρος που δεν είναι διδάκτωρ ποινικού δικαίου ή που δεν είναι πανεπιστημιακός, δεν αναφέρεται στην ομολογία του Αρείου Πάγου, άντε ας το συγχωρήσουμε αυτό. Αν και κάθε δικηγόρος θα έπρεπε, τουλάχιστον την νομολογία του Αρείου Πάγου να την λάβει υπόψη του. Τι να πω όμως, για κάποιους συναδέλφους της πολιτικής αγωγής, με την δεύτερη ιδιότητα που σας ανέφερα, που εκφέρουν τέτοιου είδους απόλυτες κρίσεις, όπως αυτή του κ. Αναγνωστόπουλου και δεν είναι ο μόνος, περί ζητημάτων για τα οποία υπάρχει εντελώς διαφορετική τοποθέτηση του Αρείου Πάγου; Πώς θα χαρακτηριστεί αυτή η παντελής έλλειψη επιμέλειας περί την συλλογή των στοιχείων βάση των οποίων θα αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους;

Είναι δυνατόν κανείς να επιτελεί σωστά το έργο του συνηγόρου πολιτικής αγωγής και να αγνοεί την θεωρία της Ποινικής Δικονομίας και να αγνοεί, πολύ χειρότερα, την νομολογία του Αρείου Πάγου; Νομίζω ότι είναι σοβαρότατες παραλείψεις, που τουλάχιστον από πανεπιστημιακούς ή υποψήφιους πανεπιστημιακούς, δεν θα έπρεπε κανείς να το περιμένει.

Γιατί βεβαίως οφείλει κανείς να αντιπροσωπεύει τους εντολείς τους εν προκειμένω, αυτούς που έχουν δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, με μαχητικότητα και ζήλο, όμως αυτή η μαχητικότητα έχει σίγουρα ένα όριο. Δεν μπορεί κανείς να αγνοεί την θεωρία και πολύ περισσότερο δεν μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια στην νομολογία του Αρείου Πάγου. Γιατί δεν μπορώ να δεχθώ, ότι πανεπιστημιακοί καθηγητές όπως ο κ. Αναγνωστόπουλος, ή υποψήφιοι όπως ο συμφοιτητής μου και φίλος ο κ. Τζανετής, δεν ξέρει τι έχει πει ο ¶ρειος Πάγος γι’ αυτό το θέμα. Είναι στοιχειώδες προαπαιτούμενο για κάποιον που ασχολείται, όχι μόνο με την πρακτική δικηγορία, αλλά και με την θεωρία.

Γιατί και οι δυο που ανέφερα, επανειλημμένα έχουν διακριθεί στο χώρο της θεωρίας και έχουν γράψει πολύ αξιόλογες μελέτες. Περιμένω λοιπόν τουλάχιστον απ’ αυτούς, να κάνουν το μίνιμουμ, το ελάχιστο που απαιτείται για την εκπλήρωση του έργου τους, να δούνε τι μας λέει η θεωρία και ιδίως τι μας λέει η νομολογία του Αρείου Πάγου.

Εδώ να κάνω και τον διαχωρισμό, υπήρξαν και άλλοι πανεπιστημιακοί σ’ αυτή την αίθουσα. Προς τιμήν τους, δεν είπαν τα όσα είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος για το 211Α, ή τα όσα λέει ο κ. Τζανετής που θα σας πω στη συνέχεια. Είτε σιώπησαν, όπως ο αγαπητός καθηγητής μου ο κ. Γιαννίδης για το συγκεκριμένο θέμα, είτε ήταν πάρα πολύ προσεκτικοί στην διατύπωσή τους και ο κ. Λίβος στον οποίον αναφέρομαι συνέχεια και αυτός δεν είπε κάτι για το 211Α.

Διότι βεβαίως αυτοί οι δυο καθηγητές, λέκτορας ο ένας, αναπληρωτής καθηγητής ο άλλος, ήξεραν το αυτονόητο. Ότι εάν τοποθετηθούν διεξοδικά σ’ αυτό το ζήτημα, το επιστημονικό τους κύρος επιτάσσει να λάβουν υπόψη τους, τόσο τη θεωρία, όσο και την νομολογία. Γιατί δεν το έκαναν οι δυο άλλοι συνάδελφοι; Θα μου μείνει και αυτή η απορία.

Ένα βασικό λοιπόν επιχείρημα, όσων ασχολήθηκαν με το άρθρο 211Α είναι ότι αυτό ουσιαστικά δεν έχει κάποια έννομη συνέπεια στην υπόθεσή μας, γιατί αποτελεί απλή υπόδειξη – οδηγία, είναι το ένα επιχείρημα και επιπλέον, το δεύτερο επιχείρημα και να το παραβούμε, ε, δεν προβλέπεται και καμία δικονομική κύρωση. Αυτά υποστηρίζει το 2003 ο κ. Αναγνωστόπουλος. Αυτά θεωρεί ότι δεν ισχύουν το 1997 ο κ. Αναγνωστόπουλος. Ας δούμε όμως τι έχει πει ο κ. Τζανετής.

Πάντα στην αγόρευσή του ενώπιον του Δικαστηρίου σας στις 19 Σεπτεμβρίου και θα επιμείνω σ’ αυτό, γιατί δείχνω ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα επιστημονικού κύρους και διατήρησης της θεωρητικής αυτοτέλειας και ανάδειξη του ξεχωριστού, του να έχει κανείς και κάποιες θεωρητικές ανησυχίες και το κυριότερο να αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη προσοχή και να λαμβάνει πάντα υπόψη του αυτά που έχουν πει οι άλλοι θεωρητικοί και βεβαίως και η νομολογία του Αρείου Πάγου.