Δεν μπορεί κανείς να είναι θεωρητικός, να είναι πανεπιστημιακός ή υποψήφιος και σε μια δίκη, επειδή τυχαίνει να είναι συνήγορος πολιτικής αγωγής, να αγνοεί πλήρως τα όσα έχει πει η θεωρία και η νομολογία και να παρουσιάζει άλλα αντί άλλων την πραγματικότητα. Αυτό δεν επιτρέπεται να το κάνει ένας δικηγόρος, πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να το κάνει ένας θεωρητικός του ποινικού δικαίου.
Ο κ. Τζανετής λοιπόν 19 Σεπτεμβρίου. Τώρα στο 211Α εισάγει μια εξαίρεση από την αρχή της ειδικής απόδειξης βεβαίως και θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Αυτό είναι μια άποψή του που θα την δούμε. Στη συνέχεια όμως τι μας λέει; Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει αμφιβολία βεβαίως, προσέξτε την διατύπωση, δεν υπάρχει αμφιβολία βεβαίως, ότι το άρθρο 211Α, εισάγει έναν ατελή κανόνα αποδείξεων, δεν συνδέεται με κάποια δικονομική κύρωση, δεν τάσσει ρητά ακυρότητα σε περίπτωση παραβιάσεώς του και δεν εμπεριέχει τίποτα περισσότερο, παρά μια οδηγία στον δικαστή.
Μια οδηγία το να προσπαθήσει να αναζητήσει κάποια πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία. Και λίγο πιο κάτω, αναφέρει βέβαια διαφοροποιείται ο κ. Τζανετής εδώ και λέει, διότι ναι μεν όταν ο νομοθέτης χρησιμοποιεί ενικό αριθμό αυτό δεν σημαίνει ότι μια ομολογία δεν μας αρκεί, μας αρκούν οι περισσότερες. Γιατί συνήθως οι διατάξεις εκφέρονται σε ενικό αριθμό, είναι ζήτημα νομοτεχνικό. Ήδη από εδώ βλέπουμε μια αντίκρουση της άποψης του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα. Συνεχίζει όμως ο κ. Τζανετής.
Αλλά επειδή ακριβώς είναι οδηγία, ο αριθμός των απολογιών έχει μεγάλη σημασία, διότι μειώνει την ανάγκη να προσφύγει ο δικαστής σε κάποια άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πέρα από τις ομολογίες αυτές. Όσο περισσότερες είναι οι ομολογίες, τόσο πιο αξιόπιστες είναι και τόσο λιγοστεύει η ανάγκη προσφυγής σε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία.
Και αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία κ. Δικαστές, δεν χρειάζεται να είναι συγκεκριμένες αποδείξεις, μπορεί να είναι και ενδείξεις, μπορεί να είναι η σιωπή του συγκατηγορουμένου. Και ο κ. Τζανετής λοιπόν, μετά από τον κ. Αναγνωστόπουλο επιμένει, δεν υπάρχει βεβαίως αμφιβολία μας λέει, ότι εισάγει το 211Α έναν ατελή κανόνα αποδείξεων, πρώτο επιχείρημα και δεύτερο επιχείρημα, δεν συνδέεται με κάποια δικονομική κύρωση, δεν τάσσει ρητά ακυρότητα, σε περίπτωση παραβιάσεώς του και δεν περιέχει τίποτα περισσότερο παρά μια οδηγία στον Δικαστή. Είναι σαφής, κατηγορηματικός, δεν αφήνει καμία χαραμάδα, έστω και τη παραμικρή, για να υπάρξει μια διαφορετική προσέγγιση.
Ελάτε όμως που υπάρχει διαφορετική προσέγγιση. Και δεν υπάρχει μόνο διαφορετική προσέγγιση από την θεωρία της Ποινικής Δικονομίας. Βέβαια είπαμε ότι ως θεωρητικοί και ικανότατοι θεωρητικοί, θα έπρεπε τουλάχιστον να μας πουν ότι ξέρετε, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι θεωρητικοί που τα λένε διαφορετικά.
Εδώ ενδεικτικά θέλω να αναφέρω δυο πολύ σημαντικές μελέτες για το θέμα αυτό, η μια είναι του δικηγόρου του κ. Γρηγόρη Τσόλια, με τίτλο «το άρθρο 211Α Κ.Ποιν.Δ. ανάμεσα στην ηθική απόδειξη και στην δεσμευτικότητα των αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη› έχει δημοσιευθεί στα Ποινικά Χρονικά 2002, σελίδα 176 έως 184. Και είναι και μια πάρα πολύ σημαντική μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Θράκης κ. Αλέξανδρου Κωστάρα με τίτλο «η ενοχοποίηση του κατηγορουμένου από τον συγκατηγορούμενό του και υπότιτλος Συμβολή στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 211Α Κ.Ποιν.Δ.›, που έχει δημοσιευθεί στα Ποινικά Χρονικά 2001, σελίδα 769 και 780 και αποτελεί και προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο Διονυσίου Σπινέλη.
Να σημειώσουμε βέβαια ότι και ο κ. Αναγνωστόπουλος και ο κ. Τζανετής, είναι τακτικοί συνεργάτες και ενδεχομένως και μέλη της Συντακτικής Επιτροπής των Ποινικών Χρονικών. Δεν διαβάζουν το περιοδικό στο οποίο συνεργάζονται; Δεν νομίζω.
Τα άλλα επιχειρήματα που έχουν αναπτύξει και κάποιοι άλλοι συνήγοροι πολιτικής αγωγής, να μην αναφέρω κατά λέξει αυτά που έχουν πει οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής, θα προσπαθήσω λίγο να συνοψίσω τα επιχειρήματά τους. Μετά από τα δυο βασικά επιχειρήματα που έχουν καταλυτική σημασία, γιατί εάν γίνουν αποδεκτά δεν εφαρμόζουμε ουσιαστικά το 211Α το παρακάμπτουμε, τα οποία αφορούν αυτά που είπαν οι κύριοι Τζανετής και Αναγνωστόπουλος, ότι είναι μια οδηγία – υπόδειξη και δεν υπάρχει καμία δικονομική κύρωση. Έχουμε ένα δεύτερο επίπεδο θα έλεγα επιχειρηματολογίας εκ μέρους της πολιτικής αγωγής, το οποίο προϋποθέτει λογικά ότι δεχόμαστε την πλήρη εφαρμογή του 211Α, αλλά μας λένε αυτά τα επιχειρήματα, θα προβούμε σε μια συσταλτική ερμηνεία.
Εδώ έχω σημειώσει τρία βασικά επιχειρήματα. Το πρώτο, ότι δεν εφαρμόζεται αυτό το άρθρο, όταν ο συγκατηγορούμενος αποδέχεται και την δική του ενοχή. Όταν τα φορτώνει μόνο στον άλλον, θα το εφαρμόσουν. Όταν ο ίδιος αποδέχεται την δική του ενοχή, τότε λέει αυτή η εκδοχή, δεν θα το εφαρμόσουμε το 211Α .
Το δεύτερο το έχουμε ήδη πει, ότι δεν εφαρμόζεται όταν έχουμε πολλούς συγκατηγορουμένους και το τρίτο είναι ίσως το πιο σημαντικό, δεν εφαρμόζεται όταν ο συγκατηγορούμενος δεν κατηγορείται για την ίδια πράξη. Το έχει αναφέρει και η κα Τσόλκα.
Ας δούμε όμως τώρα πώς αντικρούονται αυτά τα επιχειρήματα.
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εκτός μικροφώνου.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Θα έρθω και σ’ αυτό κ. Εισαγγελέα. Ας δούμε όμως τα σημαντικότερα επιχειρήματα, αυτά που αφορούν την απλή υπόδειξη - οδηγία και την μη πρόβλεψη δικονομικής κύρωσης. Είναι αυτά που αντικρούει ο κ. Αναγνωστόπουλος το ’97 και υιοθετεί το 2003. Εδώ όλως παραδόξως θα έλεγα ότι το έργο μου είναι πολύ εύκολο. Βρήκα απλώς την νομολογία του Αρείου Πάγου και εσείς έχετε πει ότι είναι σημαντική η νομολογία του Αρείου Πάγου, δίνει τις κατευθύνσεις, δίνει την ερμηνεία στο ισχύον δίκαιο, την συνέλεξαν και σας την παρουσιάζω.
Βέβαια αυτό το πολύ απλό που έκανα εγώ, δεν μπορούσαν δεν επιβαλλόταν να το κάνουν οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής και μάλιστα οι θεωρητικοί του δικαίου; Δεν θα έπρεπε να δούνε τι λέει ο ¶ρειος Πάγος; Και κοίταξα επειδή είχα και πολλά άλλα να ασχοληθώ μόνο την νομολογία του έτους 2002. Και βρήκα δημοσιευμένες 11 αποφάσεις του Αρείου Πάγου το 2002, οι οποίες εφαρμόζουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το άρθρο 211Α.
¶ρα αμέσως – αμέσως, έχουμε μια εν τοις πράγμασι αντίκρουση της άποψης ότι είναι αντισυνταγματική η διάταξη, γιατί όχι μια, όχι δυο, όχι τρεις, ένδεκα αποφάσεις του Αρείου Πάγου την εφαρμόζουν κανονικά και πουθενά δεν γεννάται θέμα αντισυνταγματικότητας. Σας τις αναφέρω και τις 11 έτσι για λόγους πληρότητας, είναι όλες του 2002, και έχουν δημοσιευθεί στον Ποινικό Λόγο στο περιοδικό. Είναι η 156 δημοσιευμένη στην σελίδα 120 του έτους 2002 του Ποινικού Λόγου. Είναι η 421 στην σελίδα 549, πάντα για τον Ποινικό Λόγο του 2002. Είναι η 571 στη σελίδα 928, είναι η 876 στη σελίδα 1016, η 892 απόφαση του Α.Π. δημοσιευμένη στην 1033 σελίδα, η 916 δημοσιευμένη στην 1035 σελίδα, η 1368 δημοσιευμένη στην σελίδα 1441 με εκτενές ενημερωτικό σημείωμα του κ. Παπαχαραλάμπους, είναι η 1195 δημοσιευμένη στην σελίδα 1689 είναι η 1533 η δημοσιευμένη στην σελίδα 1556, είναι η 1553 δημοσιευμένη στην σελίδα 1573 και μάλιστα αυτή η απόφαση του Αρείου Πάγου η 1553/2002, επειδή έχει μια ευρύτερη σημασία, έχει δημοσιευθεί και στο Νομικό Βήμα του 2003, στην σελίδα 530. Και επίσης η 1994/2002, δημοσιευμένη στον Ποινικό Λόγο του 2002, στη σελίδα 2322.
Για να δούμε τι λένε μερικές απ’ αυτές, δεν θα σας τις πω όλες. Ας δούμε τι μας λέει η 1994/2002, αφορά υπόθεση ναρκωτικών. Εδώ μας λέει, δεν κάνει βέβαια δεκτή την αίτηση αναιρέσεως, το Δικαστήριο λέει δεν έλαβε αποκλειστικά υπόψη του την απολογία του παραπάνω συγκατηγορουμένου, είναι ουσιαστικά αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης, αλλά συνεκτίμησε και εκτός από την απολογία του συγκατηγορουμένου του και την κατάθεση ενός μάρτυρα και τα αναγνωσθέντα έγγραφα.
Ας δούμε τι μας λέει η 421 απόφαση. Και αυτή βεβαίως δεν κάνει δεκτή την αίτηση αναίρεσης, αλλά μας λέει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν μπορεί να θεμελιώσει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου αποκλειστικά και μόνο σε μια τέτοια μαρτυρική κατάθεση, εάν η περί ενοχής του κατηγορουμένου κρίση στηρίζεται και σε άλλες αποδείξεις, η συνεκτίμηση δεν δημιουργεί έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης. Προσέξτε όμως παρακάτω, μας λέει ότι, δεν προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τις απολογίες των Ε.Φ.Γ.Ν.Σ.Σ. οι οποίοι προσέτι δεν προκύπτει ότι είχαν λάβει την ιδιότητα του συγκατηγορουμένου. Επομένως ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, που στηρίχθηκε με την αιτίαση ότι η περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του Εφετείου, στηρίχθηκε μόνο στις απολογίες των τριών συγκατηγορουμένων του αναιρεσείοντος, στηρίζεται σε ανακριβή προϋπόθεση και ως εκ τούτου είναι αβάσιμος. Εδώ λοιπόν έχουμε μια πρώτη έμμεση παραδοχή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι μιλάμε για εφαρμογή του 211Α, ακόμα και όταν έχουμε 3 καταθέσεις συγκατηγορουμένων.
Θα δούμε τι μας λέει όμως η 571/2002 απόφαση του Α.Π. Αφορά και πάλι ναρκωτικά και εδώ στην θέση του Ακυρωτικού είναι πιο σαφής. Και προσέξτε, οι πωλήσεις αυτές αποδεικνύονται, όχι μόνο από τις μαρτυρίες των αγοραστών που ήταν συγκατηγορούμενοι στην πρωτόδικη δίκη, αλλά και από άλλα στοιχεία.
Απ’ αυτό και μόνο βλέπουμε κατά την γνώμη μου ότι ακόμα και όταν οι μαρτυρίες αφορούν άτομα που και αυτά εμπλέκονται σε παράνομες πράξεις, ακόμα και τότε εφαρμόζεται το 211Α. Το πιο σημαντικό όμως είναι κάτι άλλο, στην ίδια απόφαση διαβάζουμε κατά λέξη τα εξής. Έτσι την κρίση του αυτή – εννοείται το Εφετείο – δεν στήριξε μόνο στις προανακριτικές καταθέσεις και απολογίες συγκατηγορουμένων, όπως αβασίμως προβάλλεται.
¶ρα λοιπόν νομίζω ότι είναι ένα λογικό συμπέρασμα, ότι εάν είχε στηρίξει την κρίση του το Εφετείο στις απολογίες συγκατηγορουμένων πολλών, τότε θα εφαρμόζαμε το 211Α. ¶ρα λοιπόν ο ¶ρειος Πάγος απορρίπτει το επιχείρημα ότι το 211Α αφορά μόνο όταν έχουμε ένα συγκατηγορούμενο, και όχι δυο ή τρεις.
Τα ίδια δέχεται και η απόφαση 916/2002 που μας λέει ότι στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο για να καταδικάσει τον πρώτο αναιρεσείοντα, δεν στηρίχθηκε μόνο στις καταθέσεις και απολογίες των συγκατηγορουμένων του, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει. Δεύτερη λοιπόν απόφαση του Ακυρωτικού από την οποία προκύπτει ότι θα είχαμε πεδίο εφαρμογής του 211Α αν τυχόν είχε βασιστεί η καταδίκη στις απολογίες πολλών συγκατηγορουμένων.
Τα ίδια μας λέει και η απόφαση 1195/2002, όμως σ’ αυτήν υπάρχουν και κάποια πρόσθετα στοιχεία που έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Εδώ η κατηγορία ήταν και μεταφορά ναρκωτικών ουσιών, αλλά και παράνομη προώθηση λαθρομεταναστών. Ήταν κάποιοι αλβανοί που οι κατηγορούμενοι τους είχαν μεταφέρει με σκοπό το κέρδος λαθραία στην Ελλάδα. Εδώ λοιπόν έχουμε ως δεδομένο ότι προκύπτει από την απόφαση ότι και οι τρεις συγκατηγορούμενοι συνεργάζονταν σ’ αυτή την εγκληματική δραστηριότητα.
¶ρα λοιπόν όταν έχουμε συνεργαζόμενους συγκατηγορούμενους που τελούν και οι τρεις το έγκλημα, δεν γεννάται θέμα μη εφαρμογής του 211Α. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τα είχε φορτώσει ο ένας στον άλλον, ήταν και οι τρεις από κοινού στην ίδια εγκληματική δραστηριότητα. Και βέβαια για άλλη μια φορά το Δικαστήριο, ο ¶ρειος Πάγος μας λέει ότι το Εφετείο στήριξε την περί ενοχής κρίση του, όχι μόνο στις καταθέσεις των συγκατηγορουμένων του, οι οποίες από μόνες τους δεν είναι ικανές, σύμφωνα με το άρθρο 211Α για την καταδίκη του κατηγορουμένου, αλλά και στα άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
Τρίτη λοιπόν απόφαση που μας λέει ότι, δεν έχουμε στήριξη ενοχής σε δυο μαρτυρίες συγκατηγορουμένων, αλλά έχουμε και άλλα στοιχεία. Δηλαδή να το πούμε πιο απλά, αν τυχόν για κάποια υπόθεση τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος του κ. Τζωρτζάτου είναι, οι δηλώσεις δυο συγκατηγορουμένων του, υποχρεωτικά εφαρμόζουμε το 211Α και δεν μπορεί να στηριχθεί κρίση περί ενοχής μόνο σ’ αυτές τις δυο δηλώσεις των συγκατηγορουμένων του.
Μήπως και αυτό είναι μια πρόσθετη ένδειξη ενοχής;
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Εκτός μικροφώνου
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Προχωρώ στην απόφαση 1368/2002 του Αρείου Πάγου. Εδώ το Ακυρωτικό μας είναι σαφέστατο. Κατά την διάταξη του άρθρου 211Α το Δικαστήριο της ουσίας δεν μπορεί να θεμελιώσει σε μαρτυρική κατάθεση. Στην περίπτωση αυτή η κρίση του Δικαστηρίου, στηρίζεται σε μη επιτρεπόμενο κατά νόμο αποδεικτικό μέσο και η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Είναι η πρώτη περίπτωση που μας έλεγε το ’97 ο κ. Αναγνωστόπουλος, έχουμε δικονομική κύρωση; Βεβαίως, έχουμε λόγο αναίρεσης την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, τα λέει και το Ακυρωτικό.
Και σ’ αυτή την απόφαση αν θέλετε δείτε τις πολύ ενημερωτικές παρατηρήσεις του κ. Παπαχαραλάμπους που σας είπα. 1368/2002 Ποινικός Λόγος 2002, σελίδα 1441.
Ερχόμαστε τώρα στην απόφαση 1533/2002. Αυτή έχει ενδιαφέρον γιατί εξετάζει το ζήτημα εφαρμογής του 211Α, όχι σε υπόθεση ναρκωτικών, εδώ έχουμε λαθρεμπορία και λαθρεμπορία τσιγάρων, γιατί νομίζω ότι κάποιος συνήγορος της πολιτικής αγωγής είπε, μα ξέρετε αυτή η διάταξη ουσιαστικά πρέπει να εφαρμοστεί μόνο στα ναρκωτικά, εκεί έχουμε τα ειδικά μας ζητήματα, δεν μπορούμε να την εφαρμόσουμε κάπου αλλού, συσταλτική ερμηνεία προτείνω.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το Ακυρωτικό εφαρμόζει το 211Α και σε υπόθεση λαθρεμπορίας τσιγάρων. Εδώ έρχομαι στην σημαντικότερη θα έλεγα απόφαση του Α.Π. είναι αυτή που έχει δημοσιευθεί και στο Νομικό Βήμα, είναι η 1553/2002 και δεν είναι τυχαίο ότι εισηγητής είναι ο κ. Λαφαζάνος, ένας διαπρεπέστατος νομικός, έχει γίνει τώρα νομίζω και Αντιπρόεδρος του Α.Π. από τους καλύτερους δικαστές νομίζω που έχουμε.
Εδώ λοιπόν ο κ. Λαφαζάνος τι εισηγείται και βεβαίως γίνεται αποδεκτό από τον Α.Π.; Τα εξής. Επειδή από την διάταξη του άρθρου 211Α που ορίζει, συνάγεται ότι η μαρτυρική κατάθεση – απολογία του συγκατηγορουμένου, μπορεί να αξιολογείται αποδεικτικά, όχι όμως και να αποτελεί το μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Για την παράβαση της διάταξης αυτής, δεν απαγγέλλεται ρητά ακυρότητα, πλην όμως η παράβασή της επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δεν τηρείται διάταξη που καθορίζει την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ΄ του Κ.Ποιν.Δ., και επομένως ιδρύεται λόγος αναιρέσεως.
Είναι η δεύτερη περίπτωση που αναφέρει ο κ. Αναγνωστόπουλος το 1997 και εδώ πανηγυρικά έρχεται ο ¶ρειος Πάγος και μας λέει, φυσικά και υπάρχει δικονομική κύρωση όταν έχουμε στήριξη της κρίσης περί ενοχής μόνο σε μαρτυρία ή κατάθεση συγκατηγορουμένου, έχουμε απόλυτη ακυρότητα και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως του 171 παρ. 1 περίπτωση δ.
Νομίζω βέβαια ότι μετά απ’ όλα αυτά, δεν τίθεται ζήτημα καν να συζητήσουμε τα δυο αυτά επιχειρήματα ότι δεν ισχύει το 211Α και ότι είναι μια απλή οδηγία, ή ότι και να το παραβούμε δεν υπάρχει καμία κύρωση. Νομίζω ότι ο ¶ρειος Πάγος και περιορίστηκα μόνο στο 2002, είναι σαφέστατος.
Και μάλιστα ενδεικτικά αναφέρω στην 520/2003 απόφαση που δημοσιεύεται σε προσεχές τεύχος του Ποινικού Λόγου, έχουμε την πολύ ενδιαφέρουσα διατύπωση ότι, ο από το άρθρο 510 παρ. 1α λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ιδρύεται και όταν, παρά την δικονομική απαγόρευση που εισάγεται από το άρθρο 211Α Κ.Ποιν.Δ. το Δικαστήριο προβαίνει στην κρίση περί ενοχής.
Βλέπουμε λοιπόν ότι συνεχίζει και το 2003 ο ¶ρειος Πάγος, όχι μόνο να μας λέει ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, αλλά και να αναφέρει κατά λέξει παρά την δικονομική απαγόρευση που εισάγεται από το άρθρο 211Α.
Βλέπετε λοιπόν ότι, δεν είναι και τόσο σωστό να αλλάζει κανείς έτσι μέσα σε έξι χρόνια την άποψή του και ότι η πρώτη άποψη που είχε διατυπώσει ο κ. Αναγνωστόπουλος είναι η πιο σωστή και αυτή που ακολουθεί και ο ¶ρειος Πάγος. Ίσως θα έπρεπε ο κ. Αναγνωστόπουλος να το σκεφθεί και να αναθεωρήσει την άποψή του, ιδίως όταν θα τελειώσει και αυτή η δίκη και θα έχει παύσει και η εντολή που έχει από τα θύματα της Αγγλίας και της Αμερικής.
Μας έχει μείνει ένα επιχείρημα το οποίο δεν έχει αντικρουστεί. Νομίζω ότι τα άλλα επιχειρήματα σχετικά με την μη εφαρμογή του 211Α δηλαδή το ότι αποτελεί μόνο απλή υπόδειξη – οδηγία, το ότι δεν προβλέπεται δικονομική κύρωση, το ότι δεν εφαρμόζεται όταν ο συγκατηγορούμενος αποδέχεται και την δική του ενοχή και το ότι δεν εφαρμόζεται όταν έχουμε πολλούς συγκατηγορουμένους, έχουν πλήρως αντικρουστεί από την παράθεση της πλήρους ομολογίας του Αρείου Πάγου.
Έχομε ένα τελευταίο επιχείρημα. Μας είπε και νομίζω ότι το έχει αναπτύξει η κα Τσόλκα αυτό στο ακροατήριό σας, ότι δεν εφαρμόζεται το 211Α όταν ο συγκατηγορούμενος δεν κατηγορείται για την ίδια πράξη. Για παράδειγμα υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, δεν νομίζω ότι αφορούν τον κ. Τζωρτζάτο αλλά άλλους κατηγορουμένους που ενώ σύμφωνα με το κατηγορητήριο κάποιος έχει τελέσει μια πράξη μαζί με τον α΄, β΄, γ΄ έρχεται ο δ΄ και λέει ότι ξέρετε ήταν ο α΄ αυτός που το έκανε. Εδώ μια πρώτη γενική επισήμανση.
Μπορεί βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις να κατηγορείται ο κ. Τζωρζάτος μαζί με τον α΄ και τον β΄ και για την συγκεκριμένη πράξη να μην κατηγορείται ο δ΄, αλλά όλοι οι συγκατηγορούμενοι, ο α΄, β΄, γ΄, δ΄, κατηγορούνταν από κοινού ότι συμμετείχαν στην οργάνωση 17Ν και ότι αυτή η συμμετοχή τους, η από κοινού συμμετοχή τους συνιστά πλήρωση του εγκλήματος του 187 του Ποινικού Κώδικα.
¶ρα μια πρώτη σκέψη για να αντικρούσουμε αυτό το τελευταίο επιχείρημα, αφορά την διαπίστωση ότι όλοι οι κατηγορούμενοι, κατηγορούνται για τέλεση του εγκλήματος του άρθρου 187. Αν θέλετε το συνδετικό στοιχείο που ενώνει όλους τους κατηγορουμένους, ο νομιμοποιητικός λόγος που όλοι οι κατηγορούμενοι βρίσκονται μαζί ενώπιόν σας και αν θέλετε ο νομιμοποιητικός λόγος που το δικαστήριο που τους δικάζει είναι το Τριμελές Εφετείο και όχι το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο είναι ακριβώς η εφαρμογή σύμφωνα με το κατηγορητήριο του άρθρου 187. Αυτό είναι ένα πρώτο επιχείρημα.
Υπάρχουν όμως άλλα δυο επιχειρήματα. Το ένα το εισφέρει ο καθηγητής Κωστάρας στο άρθρο που σας ανέφερα. Τι μας λέει εκεί; Εξετάζει στην σελίδα 770 το θέμα της ταυτότητας της πράξεως και λέει τα εξής. Επ’ αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι ταυτότητα της πράξεως έχουμε, όχι μόνο όταν η ίδια ακριβώς πράξη αποδίδεται σε περισσότερα πρόσωπα, λόγου χάρη περισσότερα άτομα κατηγορούνται ότι διέπραξαν μια απάτη, μια πλαστογραφία, αλλά και όταν τα πρόσωπα αυτά ενοχοποιούνται για την τέλεση τυπικά μεν διαφορετικών εγκλημάτων, τα οποία όμως έχουν μεταξύ τους μια ουσιαστική συνάφεια. Ή όπως αλλιώς θα το λέγαμε καλύτερα, μια οργανική εσωτερική σύνδεση.
Τέτοια σύνδεση υπάρχει καταρχάς στα λεγόμενα εγκλήματα συγκλίνουσας ή παράλληλης δράσης, χαρακτηριστικό γνώρισμα δε των εγκλημάτων αυτών, είναι η σύγκλιση στο ίδιο σημείο των μερικότερων από διαφορετικά εγκλήματα προερχομένων ενεργειών, οι οποίες όμως συντίθενται σε μια ενότητα εγκληματικής συμπεριφοράς. Νομίζω έτσι κ. Εισαγγελέα ότι απαντώ και στην δική σας απορία και νομίζω ότι αυτά που λέει ο κ. Κωστάρας έχουν κατ’ εξοχήν πεδίο εφαρμογής στα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται οι παρόντες κατηγορούμενοι, οι οποίοι σύμφωνα με το κατηγορητήριο είχαν όλοι ενωθεί υπό την σκέπη της οργάνωσης 17Ν.
¶ρα λοιπόν στη συγκεκριμένη δίκη δεν γεννάται θέμα να μιλήσουμε για άλλη κατηγορία. Βέβαια υπάρχει και άλλο ένα επιχείρημα, υπάρχει και άλλη μια απόφαση του Αρείου Πάγου, λίγο παλαιότερη αυτή τη φορά. Είναι η 1161/1997 δημοσιευμένη στο Νομικό Βήμα 1998 σελίδα 555 έως 557. Εδώ ο ¶ρειος Πάγος προβαίνει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διεύρυνση της έννοιας της πράξης. Τολμηρή απόφαση ριζοσπαστική και βέβαια δεν έχω τίποτα άλλο, παρά να σας την αναφέρω και να την επικροτήσω.
Μας λέει λοιπόν αυτή η απόφαση του ’97 του Αρείου Πάγου, η οποία αναφέρεται στο 211Α του Κ.Ποιν.Δ. Ο συγκατηγορούμενος για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί, όχι μόνον ο κατά νόμο συμμέτοχος σε οιανδήποτε μορφή των συναυτουργών, ηθικών αυτουργών, εμμέσων ή αμέσων συνεργών, αλλά και κάθε άλλος, του οποίου η μεθεπομένη αξιόποινη πράξη καίτοι αυτοτελής και διακεκριμένη όμως συνέχεται άμεσα με προηγηθείσα αξιόποινη πράξη, τελεσθείσα από άλλο πρόσωπο και η οποία θεωρείται ως θεμελιωτική βασική, επί της οποίας ερείδεται η μεταγενέστερη αξιόποινη συμπεριφορά του εν συνεχεία αυτουργού, όπως συμβαίνει επί του αδικήματος της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος.
Με δυο λόγια, εφαρμόζει ο ¶ρειος Πάγος το 211Α και στην περίπτωση που μια ξεχωριστή πράξη έχει τελέσει ο ένας κατηγορούμενος και ο άλλος κατηγορούμενος εντελώς σε άλλο τόπο και χρόνο έχει τελέσει την ξεχωριστή πράξη της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος.
Και όμως ο ¶ρειος Πάγος μας λέει ότι και σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμόζουμε το 211Α. Ήταν κατηγορούμενος για κλοπή ο ένας κατηγορούμενος και ο άλλος ήταν ο κλεπταποδόχος, αυτός που είχε αργότερα σε άλλο τόπο και χρόνο, αποδεχθεί τα προϊόντα του εγκλήματος.
Μας λέει λοιπόν αυτή η πρωτοποριακή θα έλεγα απόφαση του Αρείου Πάγου η 1161/1997 και σ’ αυτή τη περίπτωση βεβαίως εφαρμόζουμε το 211Α μιλάμε για την ίδια πράξη, όπως αυτή ερμηνεύεται από τον ¶ρειο Πάγο.
Εδώ έχουμε και ένα άλλο επιχείρημα, το οποίο όμως και αυτό θέλω να το αντικρούσω, με αφορμή την αγόρευση του κ. τακτικού Εισαγγελέα. Έχουμε πράγματι ένα Αντιτρομοκρατικό Νόμο, η διατύπωση είναι του κ. Εισαγγελέα. Ο Νόμος 2928/2001 και έχουμε και ένα άρθρο 187Α που αφορά κάποια μέτρα επιείκειας. Μας είπε ο κ. Εισαγγελέας, μήπως από την θέσπιση αυτού του άρθρου μπορεί να επηρεαστεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 211Α. Δεν το νομίζω και θα ήθελα να σας πω το γιατί.
(Διαλογικές Συζητήσεις)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Να δούμε πρώτα τι μας λέει το άρθρο 187Α, μέτρα επιείκειας. Αν κάποιος από τους υπαιτίους των πράξεων συγκρότησης συμμετοχής σε οργάνωση ή συμμορίας, κατά τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 187, καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα, ή με τον ίδιο τρόπο συμβάλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας, απαλλάσσεται από την ποινή με τις πράξεις αυτές.
Και προσέξτε το, η τελική διατύπωση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου μας λέει ότι, για όποιον καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν σε βάρος του από εγκληματική οργάνωση, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μπορεί να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη.
Γιατί στην αρχή δεν υπήρχε αυτή η προσθήκη σε βάρος του. Να δούμε τι μας λέει η εισηγητική έκθεση του νόμου γι’ αυτό το άρθρο 2 με το οποίο προστίθεται το άρθρο 187Α στον Ποινικό Κώδικα. Με το άρθρο 2 η παραπομπή είναι στο βιβλίο του καθηγητή Μανωλεδάκη «Ασφάλεια και Ελευθερία, ερμηνεία του νόμου 2928/2001› έχει εκδοθεί το 2002, και το κομμάτι της εισηγητικής έκθεσης περιέχεται στις σελίδες 58 και 59 του βιβλίου.
Με το άρθρο 2 του σχεδίου ουσιαστικά αναδιαμορφώνεται η ισχύουσα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα για την επιεική μεταχείριση του δράστη, ο οποίος διευκολύνει την πρόληψη εγκλημάτων. Η ρύθμιση λαμβάνει υπόψη της εμπειρίες από την εφαρμογή του νόμου για την καταπολέμηση των ναρκωτικών του άρθρου 24, ενώ εντάσσεται στο ίδιο πνεύμα με την διάταξη του άρθρου 45 του Κ.Ποιν.Δ.
Και βέβαια πιο κάτω αναφέρεται ότι, η ατιμωρησία του δράστη δεν επεκτείνεται και σε όσες περιπτώσεις αυτός έχει τελέσει κάποιο από τα εγκλήματα που επιδιώκουν τα μέλη της οργάνωσης. Σημειώνω δυο πράγματα. Ότι εντάσσεται στο ίδιο πνεύμα με τη διάταξη του άρθρου 45 του Κ.Ποιν.Δ. που ως γνωστόν αφορά τις περιπτώσεις που μπορεί ο Εισαγγελέας να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης.
Είμαστε λοιπόν σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο και όχι στη διαδικασία στο ακροατήριο. Και βεβαίως είναι πολύ σημαντική η υπόμνηση της εισηγητικής έκθεσης ότι αυτό το άρθρο ουσιαστικά αναδιαμορφώνει την παράγραφο 3 του άρθρου 187. Να δούμε τι έλεγε αυτή η παράγραφος 3 του 187., όπως ίσχυε πριν το 2001.
Ο υπαίτιος απαλλάσσεται από την ποινή των προηγουμένων παραγράφων, αν με αναγγελία στην αρχή, καταστήσει δυνατή την πρόληψη της διάπραξης των κακουργημάτων ή πλημμελημάτων. Με αναγγελία στην αρχή λοιπόν καταστήσει δυνατή την πρόληψη.
Βάση αυτών των δεδομένων θεωρώ λοιπόν ότι και το επίμαχο άρθρο 187Α δεν έχει καμία σχέση με τη διαδικασία στο ακροατήριο. Σε ένα άλλο προγενέστερο στάδιο, όπου ο μεταμεληθείς τρομοκράτης, πριν ξεκινήσει η υπόθεση και προκειμένου να έχουμε πρόληψη των εγκλημάτων πηγαίνει στις αρχές, καταγγέλλει κάποια πράγματα και έχει μια αντίστοιχη ανταμοιβή, πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη. Δεν νομίζω λοιπόν ότι τίθεται θέμα οποιασδήποτε μορφής σύγκρουσης μεταξύ του 211Α και του 187Α και γενικότερα του Αντιτρομοκρατικού Νόμου. Και βέβαια όπως είπα και στην αρχή, είμαι σίγουρος, ότι εάν είχε τεθεί έστω και το παραμικρό ζήτημα περιορισμού του άρθρου 211Α από το σχέδιο του νόμου που τελικά έγινε ο νόμος 2928, τόσο ο κ. Μαρκής, όσο και ο κ. Λίβος που ήταν μέλη της Επιτροπής που συνέταξε αυτό το νομοσχέδιο, θα είχαν σπεύσει να μας ενημερώσουν γι’ αυτό τον προβληματισμό.
Υπάρχουν ακόμα δυο περιφερειακά αν θέλετε επιχειρήματα, που άπτονται της εφαρμογής του άρθρου 211Α. Προέρχονται από τον κ. Αναγνωστόπουλο και τα δυο. Ας δούμε λοιπόν τι λέει. Είναι τα αποσπάσματα των πρακτικών από την αγόρευση του κ. Αναγνωστόπουλου, του εκπροσώπου ξέρετε?
Τι μας λέει στη συνέχεια ο κ. Αναγνωστόπουλος, που προσέξτε, είναι ένας πολύ καλός νομικός και είναι άξιος επίκουρος καθηγητής, δεν το αμφισβητούμε καθόλου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακούστε να δείτε, εσείς τα λέτε πάρα πολύ ωραία, τον βάζετε καλό νομικό και τον Πρόεδρο και τον Αναγνωστόπουλο και όλους, εδώ όμως ακυρώνετε αυτά που είπατε στην αρχή μ’ αυτά που λέτε και καταλογίζετε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Υπάρχει κανείς αλάθητος πλην του Πάπα κ. Πρόεδρε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εσείς νομίζω.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Όχι , όχι, το έχω δηλώσει από την αρχή ότι ο πρώτος που κάνει λάθη, είναι ο μικρός και ασήμαντος δικονομολόγος που μιλεί τώρα ενώπιόν σας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πάρτε το στο χώρο του αστείου αυτό που είπα. Ελάτε παρακαλώ.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μας λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος στις 15/9: «Αναζήτησα και βρήκα ότι ανάλογη διάταξη προς το άρθρο 211α περιέχει ο ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας όπως ισχύει και σήμερα, είναι το άρθρο 192 παρ. 3 του ιταλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο επιγράφεται ‘Εκτίμηση των αποδείξεων’. Στην παρ. 3 ο ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας έχει μία διάταξη ανάλογη προς το άρθρο 211α διατυπωμένη απλώς από άλλη σκοπιά. Ειδικώς δηλαδή για την απολογία του κατηγορουμένου, πράγμα που δεν κάνει για τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, αφού πει ποια είναι τα αποδεικτικά μέσα λέει ότι αυτά εκτιμώνται ελευθέρως από το δικαστήριο, ό,τι δηλαδή και το δικό μας άρθρο 177›.
Είναι κατά λέξη τα όσα έχει πει ο κ. Αναγνωστόπουλος. Για να δούμε όμως, αυτά που μας λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος ότι περιέχονται στο άρθρο 192 παρ. 3, είναι το ακριβές περιεχόμενο του άρθρου αυτού; Να το δούμε λίγο. Θυμίζω και πάλι, μας έχει πει ο κ. Αναγνωστόπουλος ότι ειδικώς για την απολογία του κατηγορουμένου, πράγμα που δεν κάνει για τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, μας λέει αυτό το άρθρο ότι αυτά εκτιμώνται ελευθέρως από το δικαστήριο, ό,τι δηλαδή και το δικό μας 177. Είναι έτσι;
Το άρθρο 192 παρ. 3 το οποίο επιγράφεται πράγματι «Εκτίμηση των αποδείξεων› μας λέει ότι οι δηλώσεις του συγκατηγορουμένου αξιολογούνται μόνο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία των αποδείξεων, τα οποία επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία τους.
Τί μας είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος; Ότι υπάρχει κι αυτή η παράγραφος στον ιταλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που μας λέει όμως ό,τι περίπου και το 177. Τί λέει το άρθρο 192 παρ. 3 του ιταλικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας; Λέει ουσιαστικά ό,τι και το 211α γιατί μας λέει ότι οι δηλώσεις όχι γενικά του κατηγορουμένου, οι δηλώσεις του συγκατηγορουμένου τις οποίες κάνει, αυτές πώς θα αξιοποιηθούν; Όπως τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που μας είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος; Όχι.
«Μόνο, αποκλειστικά με τα υπόλοιπα άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία τους›. Είναι δυνατόν να παραποιούμε έτσι την πραγματικότητα κ. Πρόεδρε; Βαριές οι κουβέντες, αλλά τί να κάνουμε; Επειδή δηλαδή υπάρχει κι ένας συνήγορος που έχει τη λόξα και θα πάει να βρει και τον ιταλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κάτι που προφανώς δεν το περιμένει ο κ. Αναγνωστόπουλος, μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μου το έφερε και μου το έδωσε και το διάβασα. Για να τον αποκαταστήσω τον κ. Αναγνωστόπουλο. Μου τα έφερε σε φωτοτυπία και τα διάβασα, τα έχω εδώ, στα χέρια μου.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δηλαδή διαβάσαμε δυο φορές το ίδιο κείμενο και το ίδιο κείμενο το μετέφρασε ο κ. Αναγνωστόπουλος όπως το μετέφρασε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπορεί να μην ξέρει καλά ιταλικά, ενώ εσείς ξέρετε.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Κοιτάξτε, το ?unitamente? δεν είναι και δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Το «μόνο›. Ο κ. Αναγνωστόπουλος ξέρει γερμανικά, έχει κάνει το διδακτορικό του στη Γερμανία, έχει γαλλικό δημοσίευμα άρα κατανοεί την γαλλική γλώσσα, δεν είναι και δύσκολο να καταλάβει το τί σημαίνει ?sono valutate unitamente ?..?
Το ζήτημα είναι ότι ποτέ δεν έχει έρθει ο κ. Αναγνωστόπουλος όταν μιλούν οι συνήγοροι Υπεράσπισης. Να έρθει εδώ και με χαρά να το επαναλάβω ενώπιόν του.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να του κάνουμε μια βιαία προσαγωγή εδώ.....
(διαλογικές συζητήσεις)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εγώ επιδιώκω να υπερασπιστώ αποτελεσματικά τον κ. Τζωρτζάτο και επιδιώκω να αντικρούσω με νομικά επιχειρήματα τα όσα ακούγονται εις βάρος του εντολέα μου. Τίποτε παραπάνω. Αλλά αν θέλετε, επειδή έχω και κάποιες θεωρητικές ανησυχίες, δεν ανέχομαι, να σας το πω έτσι, από Πανεπιστημιακούς, να μην εμφανίζουν όλα τα δεδομένα όπως αυτά βρίσκονται –είδατε τί κομψή διατύπωση χρησιμοποίησα. Και βεβαίως δεν ανέχομαι από Πανεπιστημιακούς να μη διαβάζουν τη νομολογία του Αρείου Πάγου.
Το επόμενο σημείο που θα ήθελα να αναφέρω, αφορά μεν τα όσα είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος, αλλά έχει να κάνει με μια άλλη μεγάλη ενότητα που είναι το πώς ερμηνεύεται το άρθρο 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ. Με δεδομένο ότι μπορούμε ίσως να του δώσουμε μία ακόμη ευκαιρία να έρθει σε αυτή την αίθουσα και να ακούσει τα όσα λέει η Υπεράσπιση, νομίζω ότι θα μπορούσαμε να διακόψουμε για αύριο το πρωί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αύριο μάλλον νωρίτερα θα φύγουμε, είναι συνδικαλιστικά τα θέματα....
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δε θα έχει τη χαρά ο κ. Αναγνωστόπουλος τη χαρά να με ακούσει, τί να κάνουμε, θα διαβάσει τα πρακτικά φαντάζομαι....
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Νομίζω ότι έχει την υπόθεση Στακτόπουλου, έχει άλλα πράγματα τώρα....
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ας προχωρήσουμε λοιπόν λίγο. Επιμένω κ. Πρόεδρε σε αυτό γιατί ο κ. Αναγνωστόπουλος είναι αυτός που έχει εισφέρει και μία ευρωπαϊκή διάσταση αν θέλετε κατά την εξέταση του άρθρου 211α και έχει μια άλλη βαρύτητα αν στρεφόμαστε εναντίον του 211α επικαλούμενοι και ευρωπαϊκά επιχειρήματα. Να δούμε λοιπόν πέραν της πλημμελούς κατανόησης εκ μέρους του κειμένου του άρθρου 192 παρ. 3 της ιταλικής Ποινικής Δικονομίας, τί άλλο έχει συνεισφέρει στην υπόθεσή μας.
Ο κ. Αναγνωστόπουλος προκειμένου να αναφερθεί στο 211α επικαλείται και δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τις έφερε αλλά μάλλον δεν τις είχε διαβάσει. Εγώ τις διάβασα και θα σας πω που σφάλλει οι κ. Αναγνωστόπουλος. Τί μας λέει ακριβώς ο κ. Αναγνωστόπουλος: «Η περίπτωση της Ιταλίας έχει και το πρόσθετο ενδιαφέρον ότι στην Ιταλία ως γνωστόν έχουν διεξαχθεί πάρα πολλές δίκες με κατηγορουμένους μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων›. Σωστό μέχρις εδώ.
«Εκεί πάνω το ζήτημα αυτό της αξιοπιστίας δηλαδή των λεγομένων από ορισμένους κατηγορούμενους, ήταν θέμα που απασχόλησε τα Δικαστήρια από τον πρώτο βαθμό μέχρι και το ακυρωτικό δικαστήριο της Ιταλίας. Δύο δε υποθέσεις οδηγήθηκαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Είναι η υπόθεση Ισκγρώ κατά Ιταλίας το 1991 και η υπόθεση Φεραντέλι και Σαντ Αντζελο κατά Ιταλίας το 1996. Στις υποθέσεις αυτές τα δικαστήρια είχαν στηρίξει την περί ενοχής κρίση των κατηγορουμένων που προσέφυγαν, σε όσα συγκατηγορούμενος είχε πει απολογούμενος και μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις, συγκατηγορούμενος ο οποίος δεν κατορθώθηκε να είναι στο ακροατήρι›. Δηλαδή μόνο επί τη βάσει αυτών τα οποία είχαν λεχθεί στην προδικασία. Δεν ήταν ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο. Στη μεν περίπτωση του Ισγκρώ διότι ο κατηγορούμενος δεν ανευρίσκετο, ο οποίος είχε ενοχοποιόησει τους υπολοίπους, δεν τον έβρισκαν οι διευθύνσεις που τον αναζητούσαν, δεν υπήρχε, οι διευθύνσεις που έδωσαν οι κατηγορούμενοι αν και αναζητήθηκε δεν βρέθηκε και επομένως υπήρχε εξ αντικειμένου αδυναμία της ανευρέσεως και της προσαγωγής του στη δίκη. Στην δε περίπτωση Φεραντέλι και Σαντ ¶ντζελο διότι ο κατηγορούμενος που τους είχε επιβαρύνει αυτοκτόνησε διαρκούσης της προδικασίας και άρα και αυτός δεν ήταν δυνατό να είναι παρών στη δίκη. Μάλιστα δε στη δεύτερη υπόθεση (Ισγκρώ), το μόνο το οποίο είχε από απόψεως δυνατοτήτων των κατηγορουμένων να αντιπαρατεθούν, να αντιμετωπίσουν τα λεγόμενα του συγκατηγορουμένου του, ήταν μία κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή τους χωρίς την παρουσία συνηγόρων στη διάρκεια της ανακρίσεως. Εκεί δηλαδή οι κατηγορούμενοι όπου επιβάρυνε ο ένας τον άλλον, ερωτήθηκαν διασταυρωτά τί έχουν να πουν γι αυτά που λέει ο ένας εις βάρος του άλλου›.
Όλα αυτά τα είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος στις 15/9. Βέβαια, τί κατάλαβαν όλοι, ακόμα και οι κύριοι κατηγορούμενοι που δε γνωρίζουν νομικά; Ότι στην υπόθεση Ισκγρώ υπήρχε ένας άλλος συγκατηγορούμενος που επιβάρυνε κάποιους κατηγορούμενους. Μάλιστα στη συνέχεια, αυτόν τον συγκατηγορούμενο δε μπόρεσαν να του βρουν για να τον φέρουν στο δικαστήριο γιατί είχε αλλάξει διεύθυνση και μάταια τον έψαχναν.
Βεβαίως δεν αφορά τρομοκρατική υπόθεση, αυτό αφήνεται να εννοηθεί από την αρχή της τοποθέτησης του κ. Αναγνωστόπουλου, δεν το λέει με πλήρη σαφήνεια, πάντως η συγκεκριμένη υπόθεση, διευκρινίζω, δεν αφορά τρομοκρατικές ενέργειες. Εδώ λοιπόν, υπήρχε η υπόθεση μιας απαγωγής. Απαγωγή και στη συνέχεια θάνατος ενός νέου ανθρώπου. Στην παράγραφο 9 της απόφασης περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά.
Στις 11/11/78 διατάχθηκε η σύλληψη του κ. Ισγκρώ μαζί με κάποιους άλλους. Ήταν ύποπτοι, κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε απαγωγή και θάνατο ενός νέου ανθρώπου, του G. ο οποίος είχε πέσει θύμα απαγωγής στις 9/11/78 και ο οποίος στη συνέχεια, την επόμενη ημέρα είχε βρεθεί νεκρός από μία υπερβολική δόση χλωροφορμίου. Η απόφαση του Εισαγγελέα είχε βασιστεί σε κάποιες δηλώσεις ενός κυρίου D., από τον οποίον είχαν ζητήσει οι οργανωτές της απαγωγής να τους βοηθήσει ελέγχοντας, φυλάσσοντας το θύμα αλλά στη συνέχεια αποφάσισε να συνεργαστεί με τους καραμπινιέρι. Στη συνέχει ο κ. D. Παρέσχε πληροφορίες για την προετοιμασία της απαγωγής και για τις συναντήσεις που είχαν γίνει μεταξύ του κ. Ισγκρώ και ενός άλλου κατηγορουμένου.
Κάποια στιγμή ο προσφεύγων παραδέχτηκε ότι ήξερε τον κύριο D. αλλά αρνήθηκε ότι του είχε ζητήσει να πάρει μέρος στην εγκληματική ενέργεια και στις 10/4/1979 ο ανακριτής εξέτασε κατ’ αντιπαράσταση τον προσφεύγοντα με τον κύριο D. Σύμφωνα με το τότε ισχύον δίκαιο, ο προσφεύγων δεν είχε τη συμπαράσταση δικηγόρου και ο καθένας ανέπτυξες τις απόψεις του και τη δική του εκδοχή των γεγονότων.
Περιγράφεται λεπτομερώς στην απόφαση Ισγκρώ τι είπε ο ένας και τι είπε ο άλλος. Και στη συνέχεια, χωρίς δικηγόρο βέβαια, παραπέμφθηκε ο κ. Ισγκρώ μαζί με εννέα συγκατηγορουμένους για δίκη στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Μόντζα. Ξέρετε όμως ποια είναι η κρίσιμη λεπτομέρεια; Ότι σ’ αυτή τη δίκη, υπήρχαν βέβαια 10 συγκατηγορούμενοι, αλλά ο κ. D δεν ήταν κατηγορούμενος. Τι μας είπε ο κ. Αναγνωστόπουλος;
Εδώ έχουμε μια περίπτωση ότι ένας συγκατηγορούμενος επιβαρύνει τον άλλον συγκατηγορούμενο, είχαν έρθει κατ’ αντιπαράσταση σε εξέταση στην προδικασία, αλλά μετά εξαφανίστηκε δεν μπόρεσαν να τον βρούνε. Τι μας λέει η παράγραφος 16 της απόφασης Ισγκρώ; Ότι κατόπιν αιτήσεως του Εισαγγελέα, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την κλήτευση του κ. D ως μάρτυρα. Και βεβαίως στη συνέχεια, τον ψάχνανε δεν μπορέσανε να τον βρούνε ποτέ, και καταδικάστηκε τελικά ο προσφεύγων, βάσει της μαρτυρικής κατάθεσης του κ. D και βεβαίως βάση και της κατ’ αντιπαράσταση εξέτασης που είχε γίνει στον Ανακριτή.
Γιατί λοιπόν τέτοιες ανακρίβειες από τον κ. καθηγητή; Γιατί μας λέει 4, 5 φορές, ναι ξέρετε, είναι ο συγκατηγορούμενος που χάθηκε και δεν τον βρήκαμε και γι’ αυτό δεν μπόρεσε να τον εξετάσει ο προσφεύγων και γι’ αυτό προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο; Είναι σαφέστατο από την ανάγνωση, είναι απλή η ανάγνωση της απόφασης Ισγκρώ ότι μιλάμε για έναν μάρτυρα. Είναι κάποιος κατηγορούμενος και ζητάει την κλήτευση ενός μάρτυρα, ο οποίος δεν βρίσκεται. Δεν είναι όμως αυτή η προβληματική μας.
Αυτονόητο είναι ότι, το 211Α , μιλάει για συγκατηγορούμενο. Όμως ο κύριος D στην υπόθεση Ισγκρώ ουδέποτε, ούτε στο ξεκίνημα της διαδικασίας, είχε την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Πάντοτε ήταν μάρτυρας και όπως καταλαβαίνετε, η συγκεκριμένη υπόθεση την οποία επικαλέστηκε ο κ. Αναγνωστόπουλος πολύ απλά δεν έχει καμία σχέση με την προβληματική μας.
Είναι ένα εντελώς διαφορετικό νομικό ζήτημα το να ζητάει ο κατηγορούμενος την κλήτευση ενός μάρτυρα κατηγορίας και αυτός να μην βρίσκεται κι εντελώς διαφορετικό ζήτημα να ζητάει ο κατηγορούμενος να εμφανιστεί ο συγκατηγορούμενός του και να πει κάποια πράγματα. Νομίζω ότι και πάλι έχουμε την ημέρα με την νύχτα.
¶ρα λοιπόν και σ’ αυτό το σημείο, είπατε ότι ο κ. Αναγνωστόπουλος σας έφερε την απόφαση, δικαιούμαι να συμπεράνω, ότι δεν την είχε διαβάσει. Γιατί εάν την είχε διαβάσει, θα ήξερε πολύ καλά?νομίζω ότι στη συνέχεια είπατε ότι έφερε και τις αποφάσεις.
(Διαλογικές Συζητήσεις)
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν έχει σημασία να δούμε την πειστικότητα των επιχειρημάτων ενός λαμπρού εκπροσώπου της πολιτικής αγωγής, που μας λέει ότι ξέρετε κύριοι; Για το 211Α πρέπει να δείτε και τι λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και να σας φέρνω και δυο αποφάσεις at hoc για την συγκεκριμένη περίπτωση. Τι να πούμε λοιπόν τώρα εμείς όταν βλέπουμε ότι η μια απόφαση δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο και ότι μας παραπλανά και εμάς και εσάς και όλους ο κ. Αναγνωστόπουλος όταν λέει, τρεις φορές τουλάχιστον το είπε, σας διάβασα κατά λέξη τα πρακτικά, όταν λέει ότι ξέρετε, στην υπόθεση «Ισγκρώ› ο συγκατηγορούμενος που τον είχε ενοχοποιήσει δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο. Ελάτε όμως που δεν ήταν συγκατηγορούμενος ήταν μάρτυρας. Γιατί το έκανε αυτό ο κ. Αναγνωστόπουλος; Θα μείνουμε με την απορία.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο σημείο αυτό να διακόψουμε για αύριο στις 9 το πρωί.