Κόσμος
Πέμπτη, 09 Οκτωβρίου 2003 15:48

Ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις

Στη Δαμασκό πιστεύουν ότι θα έλθει μια ημέρα που ο Μπους θα χρειάζεται τον Μπασάρ Ασαντ περισσότερο απ' όσο τον χρειάζεται ο σύρος ηγέτης. Κι αυτό, λόγω του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η Ουάσινγκτον στο Ιράκ. Προς το παρόν, πάντως, η κυβέρνηση Μπους επιμένει να ζητάει από τη Συρία περισσότερα απ' όσα μπορεί να της δώσει: όχι απλώς την καταστολή της Χαμάς και των ομοίων της, αλλά και τη διάλυση της στρατιωτικής πτέρυγας της Χεζμπολάχ του Λιβάνου. Ο υπουργός Εξωτερικών της Συρίας κατηγορεί την κυβέρνηση Μπους ότι ξεπέρασε όλες τις προηγούμενες σε «παράνοια και τάση προς τη βία».

Το λεξιλόγιο αυτό, σημειώνει ο Ντέιβιντ Χερστ στην «Guardian» αντανακλά τη βαθιά αντιπάθεια ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα: τους νεο-συντηρητικούς της Ουάσινγκτον, που έχουν διαμορφώσει τη στρατηγική του προέδρου Μπους στη Μέση Ανατολή, και την παλιά φρουρά της Συρίας.

Οι πρώτοι πιστεύουν ότι η Συρία εμποδίζει περισσότερο από κάθε άλλη αραβική χώρα τους στόχους τους στη Μέση Ανατολή και την κατηγορούν ότι αναπτύσσει όπλα μαζικής καταστροφής που απειλούν ολόκληρη την περιοχή. Χρησιμοποιούν δηλαδή την ίδια φρασεολογία που οδήγησε σε πόλεμο στο Ιράκ.

Η δεύτερη πιστεύει ότι η Συρία είναι η εστία του παναραβικού εθνικισμού, που μόνον αυτός μπορεί να αντισταθεί στο σιωνισμό και στα σχέδιά του να κατακερματίσει το αραβικό έθνος.

Το κακό είναι ότι η Συρία ήταν πάντα υπερβολικά αδύναμη για να αναλάβει αυτό το ρόλο. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, έχει αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο, χάνοντας το ένα μετά το άλλο όλα τα στρατηγικά της χαρτιά, δηλαδή τις παλαιστινιακές οργανώσεις που φιλοξενούσε και τη στρατιωτική παρουσία που είχε στο Λίβανο. Ποτέ άλλοτε δεν αισθανόταν τόσο πολιορκημένη.

Εκτός από τον παραδοσιακό σιωνιστικό εχθρό, που έφτασε να την βομβαρδίσει, και τη φιλο-ισραηλινή Αμερική, που κατέλαβε το Ιράκ, η χώρα βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την «τρίτη μεταβλητή αυτής της εξίσωσης», όπως λέει ο Ριάντ Τουρκ, ένας διαφωνών που έχει περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή: το συριακό λαό.

Οι μεταρρυθμιστές της Συρίας γνωρίζουν ότι οι εθνικιστικοί τόνοι της κυβέρνησης είναι κυρίως ένα εργαλείο για τη φίμωση της αντιπολίτευσης και τη διαιώνιση των κατασταλτικών νόμων έκτακτης ανάγκης που ισχύουν από το 1963. «Γνωρίζουμε ότι οι εκκλήσεις της Αμερικής για δημοκρατία αποτελούν προκάλυμμα των στρατηγικών και οικονομικών της συμφερόντων», λέει ο Ανουαρ Μπούνι, ένας από τους γνωστότερους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Μερικοί από εμάς λένε όμως ότι αυτό που έκανε η Αμερική στο Ιράκ, ο φόβος που κατέλαβε τους ηγέτες μας, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τους μεταρρυθμιστές».

Προς το παρόν, η παλιά φρουρά «παίζει αναμονή». Περιμένει δηλαδή να βυθιστεί η Αμερική στο τέλμα του Ιράκ. «Για να το πούμε ωμά», λέει ένας δυτικός διπλωμάτης, «τα πτώματα των αμερικανών στρατιωτών αποτελούν το ακριβέστερο βαρόμετρο του ηθικού της Συρίας».

Δεν αποκλείεται οι νεο-συντηρητικοί να κερδίζουν το παιχνίδι και να πείσουν τον Μπους να επιτεθεί τελικά στη Συρία. Στη Δαμασκό πάντως πιστεύουν ότι θα επικρατήσει η παραδοσιακή, πραγματιστική γραμμή της αμερικανικής διπλωματίας στη Μέση Ανατολή. Οι μεταρρυθμιστές δεν ξέρουν όμως αν θα ήταν πολύ ικανοποιημένοι με μια τέτοια εξέλιξη, αφού φοβούνται ότι η αμερικανική υποχώρηση θα σταματούσε κάθε μεταρρύθμιση στο εσωτερικό της χώρας τους. Και αυτό είναι κρίμα, λένε, γιατί οι μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό θα είχαν πολύ σημαντικότερες επιπτώσεις από οποιαδήποτε λύση προσπαθούν να επιβάλουν οι Αμερικανοί στο Ιράκ.

Πηγές: The Guardian, ΑΠΕ