Πολιτική
Πέμπτη, 09 Οκτωβρίου 2003 20:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (09/10/2003) Μέρος 02/04

Εδώ θα έλεγα ότι η συστηματική προσπάθεια εκ μέρους της Εισαγγελικής Αρχής να μαρτυροποιήσει του κατηγορουμένους ιδίως με μία διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 357 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν νομικά εσφαλμένη. Ο κάθε κατηγορούμενος και ο κάθε συγκατηγορούμενος οτιδήποτε και να πει καλό, κακό, ουδέτερο για οποιονδήποτε δεν γίνεται μάρτυρας. Παραμένει συγκατηγορούμενος, παραμένει διάδικος στην δίκη και όχι μάρτυρας. Η μαρτυροποίηση κατηγορουμένου η οποία προβλέπεται ως θεσμός στο αγγλοσαξονικό Δίκαιο δεν ισχύει στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα ούτε και κατόπιν εφαρμογής του άρθρου 6.3δ της ΕΣΔΑ.

Θα εφαρμόσουμε βεβαίως, υποχρεούμαστε να εφαρμόσουμε το 6.3δ αλλά δεν έχει αυτό συνέπεια ότι ο κατηγορούμενος γίνεται μάρτυρας. Όμως τι προκύπτει όπως θα δούμε και πιο κάτω από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το 6.3δ. Εάν ο συγκατηγορούμενος κάνει δηλώσεις στο ακροατήριο κατά άλλους κατηγορουμένους τότε αυτός ο συγκατηγορούμενος αντιμετωπίζεται ως «μάρτυρας κατηγορίας› για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 6.3δ, γιατί αυτό το άρθρο μας λέει ότι ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του έχουν δικαίωμα να εξετάσουν τους μάρτυρες κατηγορίας.

Εδώ θέλω να υπογραμμίσω το εξής: η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο χρησιμοποιεί αυτόνομες έννοιες. Δεν γίνεται καμία αναγωγή στις εθνικές έννομες τάξεις. Μια σειρά από όρους που περιέχονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση τους ερμηνεύει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αυθεντικά με έναν αυτόνομο τρόπο. Αυτό κάνει και στον όρο «μάρτυρας κατηγορίας›.

Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αν κάποιος συγκατηγορούμενος κάνει δηλώσεις γιατί όπως θυμάστε δεν είναι αντικείμενο ομολογίας η επιβάρυνση κάποιου τρίτου. Ομολογία σημαίνει αποδέχομαι κάτι για τον εαυτό μου. Βέβαια – ανοίγω εδώ μία παρένθεση – όταν απολογείται ή γενικότερα όταν τοποθετείται ένας κατηγορούμενος σε μία ποινική δίκη έχει δικαίωμα να λέει ότι θέλει, δεν μπορούμε να τον φιμώσουμε. Αν θέλει για τους Χ, Ψ λόγους μπορεί να κάνει δηλώσεις και εις βάρος άλλων κατηγορουμένων ή μπορεί να κάνει δηλώσεις υπέρ άλλων κατηγορουμένων. Συνέβη και αυτό σε αυτή τη Δίκη όπως θα δούμε. Και αυτό έχει τη σημασία του.

Βέβαια ο κανόνας σε αυτή τη Δίκη ήταν ότι έγιναν δηλώσεις εις βάρος άλλων κατηγορουμένων. Τότε σε αυτή την περίπτωση που γίνονται δηλώσεις εις βάρος συγκατηγορούμενο στο ακροατήριο ενώπιόν σας τότε γεννάται ζήτημα εφαρμογής του 6.3δ. Επειδή το 6.3δ δεν μιλάει για συγκατηγορούμενο αλλά μιλάει για μάρτυρα κατηγορίας, έρχεται η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και μας το εξηγεί αυτό. Μας λέει ότι: ξέρετε κύριοι, όταν αναφέρει το 6.3δ «μάρτυρα κατηγορίας› εγώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το ερμηνεύω αυτόνομα όπως δικαιούμαι και όπως το συνηθίζω για πάρα πολλούς άλλους όρους και επεκτείνω το πεδίο εφαρμογής του όρου «μάρτυρας κατηγορίας› και εντάσσω σε αυτό και τον συγκατηγορούμενο.

Αυτό είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα, εντελώς διαφορετικό ζήτημα είναι το αν ο κατηγορούμενος γίνεται έτσι μάρτυρας. Αυτό δεν μας το λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Είναι σαφής η νομολογία του. Αν ο συγκατηγορούμενος κάνει δηλώσεις ναι τότε μπορεί αυτές οι δηλώσεις του να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής του 6.3δ που μιλάει για μάρτυρα κατηγορίας επειδή κάνω μία διασταλτική ερμηνεία του όρου «μάρτυρας κατηγορίας› και εντάσσω σε αυτόν τον όρο και τον συγκατηγορούμενο. Τίποτα παραπάνω δεν μας λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Βέβαια είναι κάτι που το έχω πει ήδη κατά την διάρκεια της Δίκης, εάν η απόφασή σας βασιστεί σε καταθέσεις συγκατηγορουμένων που έχουν γίνει στην προδικασία οι οποίες όμως δεν έχουν επαναληφθεί στο ακροατήριο, έχουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, τότε παραβιάζεται το άρθρο 6.3δ της ΕΣΔΑ σύμφωνα με συγκεκριμένη απόφαση, την απόφαση Κράξι, την έχουμε πει, θα την πω και αμέσως στη συνέχεια.

¶ρα λοιπόν συνοψίζω τρία πολύ σημαντικά σημεία από τώρα. Πρέπει να θέσω υπόψη του Δικαστηρίου σας όσον αφορά το 6.3δ της ΕΣΔΑ πρώτον, από αυτή την διάταξη δεν μαρτυροποιείται ο συγκατηγορούμενος. Ο συγκατηγορούμενος παραμένει διάδικος και όχι μάρτυρας με ότι αυτό συνεπάγεται. Δεύτερον, αν στο ακροατήριο κάποιος συγκατηγορούμενος κάνει δηλώσεις εις βάρους άλλου κατηγορουμένου ενεργοποιείται το 6.3δ και αυτός αντιμετωπίζεται ως μάρτυρας κατηγορίας συνεπώς έχει δικαίωμα ο επιβαρυνόμενος κατηγορούμενος και ο δικηγόρος του να του απευθύνουν ερωτήσεις.

Ένα τρίτο σημείο που έχει μία καθοριστική σημασία στην συγκεκριμένη υπόθεση και γενικότερα και ειδικά για τον κ. Τζωρτζάτο, αν στην απόφασή σας βασιστείτε σε κάποιες καταθέσεις συγκατηγορουμένων που έχουν γίνει μόνο στην προδικασία τότε παραβιάζεται το άρθρο 6.3δ της ΕΣΔΑ που σε αυτό το σημείο θεσπίζει μία ξεχωριστή αποδεικτική απαγόρευση. Γιατί είχαμε περιπτώσεις, θα τις δούμε στη συνέχεια που στο ακροατήριο είτε είπαν άλλα πράγματα οι συγκατηγορούμενοι, είτε ασκώντας το δικαίωμα σιωπής δεν είπαν τίποτα και παρόλα αυτά στην προδικασία φέρεται να έχουν καταθέσει εντελώς διαφορετικά. Όμως αυτά που έχουν πει στην προδικασία και μόνο κάποιοι συγκατηγορούμενοι δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από τον κ. Τζωρτζάτο για παράδειγμα με την υποβολή ερωτήσεων, με τον έλεγχο της αξιοπιστίας αυτής της κατάθεσης. Συνεπώς μας λέει σαφέστατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχουμε παραβίαση του 6.3δ, έχουμε μία αποδεικτική απαγόρευση.

Να δούμε όμως τώρα τι λέει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το άρθρο 6 παράγραφος 3δ της ΕΣΔΑ. Όπως ξέρετε από το Νοέμβριου του 1998 έχουμε το νέο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει καταργηθεί η Επιτροπή που υπήρχε προηγουμένως. Τώρα ποια λειτουργεί σε μόνιμη βάση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και από τις αρχές του 1999 το νέο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκδίδει πάρα πολλές αποφάσεις.

Σε αυτές όσον αφορά το άρθρο 6.3δ θα περιοριστώ γιατί και γενικότερα σημασία έχει τι έχει πει ένα Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όχι το 1991 στην υπόθεση Ισκρό ή του ΄96 στην υπόθεση Φεραντέλι και Σαντ ¶ντζελο που έτσι κι αλλιώς δεν έχει καμία σχέση με το θέμα μας αλλά ποιες είναι οι πιο πρόσφατες, οι τελευταίες δικαστικές του κρίσεις. Ειδικά για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε κάτι τέτοιο γιατί σύμφωνα με την πάγια νομολογία του το ίδιο θεωρεί ότι η σύμβαση είναι ένα ζωντανό όργανο το οποίο δεν μένει στάσιμο αλλά συνεχώς βελτιώνεται, αλλάζει, εξελίσσεται και βέβαια αυτή τη βελτίωση, την αλλαγή, την εξέλιξη την διαπιστώνουμε στις τελευταίες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Βέβαια υπάρχουν κάποιες φορές που άλλα έλεγε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το 1980, άλλα λέει το 2002. Σημασία λοιπόν έχει τι λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τώρα, το 1999, το 2000, το 2001, 2002, 2003. Για το άρθρο 6 παράγραφος 3δ της ΕΣΔΑ μέχρι στιγμής από τις αρχές του 1999 που έχει βγάλει αποφάσεις το νέο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχουμε 13 αποφάσεις του που εφαρμόζουν το άρθρο 6.3δ της ΕΣΔΑ.

Κάποιες από αυτές δεν μας ενδιαφέρουν καθόλου γιατί αφορούν μια άλλη πτυχή του 6.3δ που αφορά τους μάρτυρες υπεράσπισης, όχι τους μάρτυρες κατηγορίας. Είναι για παράδειγμα η απόφαση Πιζάνο κατά Ιταλίας 27 Ιουλίου 2000, είναι για παράδειγμα η απόφαση Πέρνα κατά Ιταλίας 25 Ιουλίου 2001. Αυτές τις δύο τις αφήνουμε απ’ έξω.

Υπάρχουν βέβαια και κάποιες άλλες αποφάσεις που αφορούν τους μάρτυρες και ειδικότερα τους ανώνυμους μάρτυρες γιατί σας είπα και πριν ότι ένα βασικό πεδίο εφαρμογής του 6.3δ είναι η καταδίκη βάσει ανώνυμων μαρτυριών. Εδώ έχουμε άλλες δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που θα τις αφήσουμε απ’ έξω, είναι η Βίσερ κατά Ολλανδίας στις 14 Φεβρουαρίου 2002 και Μπιρούτις και ¶λι κατά Λιθουανίας της 28ης Μαρτίου 2002 και αυτές προφανώς δεν ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη υπόθεση όπως δεν ενδιαφέρουν και άλλες δύο αποφάσεις που αφορούν το ειδικότερο θέμα της λήψης υπόψη από το Δικαστήριο καταθέσεων ανηλίκων που συνήθως είναι θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων και που δεν έχουν καταθέσει στο Δικαστήριο και που δεν έχει μπορέσει ο κατηγορούμενος να τα εξετάσει τα ανήλικα θύματα. Είναι η περίπτωση της απόφασης ΑΜ (αρχικά) κατά Ιταλίας από 14 Δεκεμβρίου 1999 και είναι η περίπτωση της απόφασης PS κατά Γερμανίας της 20ης Δεκεμβρίου 2001.

Μία παρένθεση, προβλέπεται η δυνατότητα ο προσφεύγων να μην αποκαλύψει τα στοιχεία του στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η απόφαση να αναφέρεται με τα αρχικά του μόνο κάτι που για κατανοητούς λόγους έπραξαν οι προσφεύγοντες που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα σεξουαλικά κατά ανηλίκων.

Έτσι λοιπόν περιορίζεται ο κύκλος των αποφάσεων που μας ενδιαφέρουν. Θα αφήσω απ’ έξω άλλη μία υπόθεση, είναι η απόφαση την υπόθεση Σολακόφ κατά Φίρομ, πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας της 31ης /10/2001 γιατί εδώ ήταν ένα μπερδεμένο ζήτημα, ήταν ο μάρτυρας ο οποίος είχε διαφύγει στο εξωτερικό, δεν πήγε ο συνήγορος του κατηγορουμένου να τον εξετάσει στο εξωτερικό ενώ είχε το δικαίωμα, δεν αφορά και αυτή η περίπτωση την υπόθεσή μας.

Τι μας έχουν μείνει λοιπόν; Μας έχουν μείνει 5 υποθέσεις. Μία απόφαση από αυτές θα την αφήσω για τη συνέχεια. Είναι μία ελληνική υπόθεση πολύ ενδιαφέρουσα, Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας 9ης Μαίου 2003 που όμως και αυτή δεν αφορά ευθέως το θέμα μας, θα την δούμε λίγο παρακάτω.

Έχουμε λοιπόν 4 υποθέσεις. Τη μία θα την αφήσω παρόλο που έχει ενδιαφέρον, είναι η υπόθεση Σαντάκ και ¶λι κατά Τουρκίας, την έχω αναφέρει της 17ης Ιουλίου 2001 η οποία εφαρμόζει το 6.3δ για μάρτυρες κατηγορίας σε θέματα τρομοκρατίας. Ας το κρατήσουμε αυτό ως σημείωση και ας προχωρήσουμε στις 3 άλλες περιπτώσεις που πραγματικά μας ενδιαφέρουν.

Είναι δύο ιταλικές αποφάσεις γιατί πράγματι η Ιταλία έχει αντιμετωπίσει ζητήματα τέτοια τρομοκρατίας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) και μία απόφαση κατά Τουρκίας. Είναι λοιπόν η υπόθεση Λούκα ή Λουκά κατά Ιταλίας για την οποία έχει εκδώσει απόφαση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2001 και αφορούσε εδώ όχι την τρομοκρατία, αφορούσε εμπόριο ναρκωτικών.

Είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση η οποία νομίζω ότι μπορεί να συσχετιστεί με την παρούσα υπόθεση ενώπιόν σας γιατί σε αυτή την υπόθεση δεν είχε μπορέσει να εξετάσει ο κατηγορούμενος τον μάρτυρα και η καταδίκη του είχε βασιστεί – είναι η παράγραφος 40 – όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και πάλι επαναλαμβάνει την γνωστή του θέση ότι όταν μία καταδίκη βασίζεται μόνο ή και σε ένα καθοριστικό βαθμό του odysseys degree σε καταθέσεις που έχουν γίνει από ένα πρόσωπο το οποίο ο κατηγορούμενος δεν είχε μπορέσει να το εξετάσει είτε στον προδικασία, είτε στο ακροατήριο, περιορίζονται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και έχουμε παραβίαση του άρθρου 6.3δ της ΕΣΔΑ.

Στην παρούσα υπόθεση ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί μόνο επί τη βάση καταθέσεων του Ν στο Δικαστήριο. Στην συγκεκριμένη υπόθεση αρχικά ο Ν ο οποίος επιβάρυνε τον κατηγορούμενο δεν ήταν κατηγορούμενος και είχε δώσει μία κατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. Στη συνέχεια όμως ασκήθηκε ποινική δίωξη και εις βάρος του Ν. Όμως έγινε διαχωρισμός της υπόθεσης και αυτός ο Ν κατηγορήθηκε στο πλαίσιο μιας άλλη δίκης. Όπως διαβάζουμε στη παράγραφο 13 της απόφασης Λουκά στην ακροαματική διαδικασία όπου ήταν κατηγορούμενος ο προσφεύγων ο Λουκά εμφανίστηκε ο Ν ο οποίος ήταν κατηγορούμενος αλλά σε άλλη συναφή δίκη για να καταθέσει. Όμως ο Ν στο ακροατήριο επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός, να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής που είχε βάσει του ισχύοντος ιταλικού Δικαίου.

Παρόλα αυτά καταδικάστηκε ο προσφεύγων γιατί αξιοποιήθηκε η αρχική κατάθεση που είχε δώσει ο Ν πριν και αυτός θεωρηθεί κατηγορούμενος. Νομίζω ο συσχετισμός με τις παρούσες υποθέσεις είναι σαφής. Έχουμε και εδώ περιπτώσεις που κάποιος συγκατηγορούμενος, δεν νομίζω ότι έχει σημασία το ότι είναι στην παρούσα Δίκη ή στην υπόθεση Λουκά ήταν σε κάποια άλλη δίκη, έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου.

Έρχεται όμως εδώ στο ακροατήριο και είτε ανακαλεί τα όσα έχει πει, είτε ασκεί το δικαίωμα σιωπής. Μα αυτό έκανε και ο Ν στην υπόθεση Λούκα. Ήρθε στο ακροατήριο και είπε «έχω δικαίωμα σιωπής, είμαι κατηγορούμενος κι εγώ› για την ίδια υπόθεση (προσέξτε) αλλά έχει γίνει διαχωρισμός. «Είμαι σε άλλη δίκη κατηγορούμενος, δεν λέει τίποτα›. Παρόλα αυτά το Δικαστήριο βάσισε την κρίση του περί ενοχής για τον προσφεύγοντα στα όσα είχε πει ο Ν (με τα αρχικά που προσδιορίζεται στην απόφαση) σε ένα προγενέστερο στάδιο όπου δεν είχε μπορέσει να τον εξετάσει ο κατηγορούμενος.

Έρχεται βέβαια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και μας λέει ότι ξέρετε είναι αυτόνομη η έννοια του μάρτυρα κατηγορίας, ξέρετε κύριοι ο συγκατηγορούμενος σε συναφή υπόθεση και αυτός αντιμετωπίζεται ως μάρτυρας κατηγορίας στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 6.3δ και βέβαια ομόφωνα διαπιστώνει παραβίαση αυτής της διάταξης.

Βέβαια η περίπτωση που είναι η πλέον αρμόζουσα για την υπόθεσή μας είναι η πρόσφατη καταδίκη, ομόφωνη καταδίκη της Ιταλίας στην υπόθεση Κράξι. Είναι ο γνωστός αποθανών Ιταλός Πολιτικός και πρώην Πρωθυπουργός. Είναι η απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2002, την έχω αναφέρει και σε προγενέστερο στάδιο της Δίκης. Εδώ τα πράγματα ήταν πάλι παρόμοια με όσα συμβαίνουν σε αυτή τη Δίκη.

Καταδικάστηκε για οικονομικά εγκλήματα ο Κράξι επειδή κάποιος, ένας συγκατηγορούμενός του τον είχε επιβαρύνει αλλά και αυτός πέθανε στη συνέχεια και επειδή τον είχαν επιβαρύνει και κάποιοι άλλοι συγκατηγορούμενοί του, τρεις νομίζω οι οποίοι εμφανίστηκαν στο ακροατήριο αλλά βέβαια άσκησαν το δικαίωμα σιωπής που προβλέπεται στον ιταλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Βέβαια υπήρχε τότε στον ιταλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συγκεκριμένη διάταξη που έλεγε ότι «δεν πειράζει, μπορούμε να αξιοποιήσουμε ως Δικαστήριο αυτά που έχει πει στην προδικασία ο κατηγορούμενος που είτε δεν μπορεί να τα επαναλάβει γιατί έχει πεθάνει, είτε θα μπορούσε θαυμάσια να τα επαναλάβει αλλά ασκεί το δικαίωμα σιωπής.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Ο Κράξι ήταν στο ακροατήριο;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ο Κράξι εκπροσωπείτο νομίμως από δικηγόρους στο ακροατήριο. Ήταν δικονομικά παρών.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Αυτό δεν έχει καμία νομική σημασία γιατί με απόφαση του Ιταλικού Δικαστηρίου είχε επιτραπεί η εκπροσώπησή του και επιπρόσθετα το άρθρο 6.3δ παρέχει δικαίωμα στον κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του να εξετάσει τους μάρτυρες.

(Διαλογικές συζητήσεις)

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) ?. Θα πάει να υπερασπίσει τον εαυτό του. Γιατί αρνήθηκε;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μέχρι στιγμής είχα ακούσει από τον κ. Εισαγγελέα κριτική για το ισχύον Δίκαιο στην Ελλάδα. Τώρα ακούω και κριτική για το ισχύον Δίκαιο και τον τρόπο εφαρμογής στην Ιταλία.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) ?. Κάθεται κάτω και δικάζεται.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Τι να κάνουμε; Η λογική της ιταλικής δημοκρατίας και του νομοθέτη της είναι λίγο διαφορετική από την δική σας. Dura lex sed lex κ. Εισαγγελέα.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Σηκώθηκε και έφυγε. Δεν πήγε να δικαστεί.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Το τεκμήριο αθωότητας, αυτή την αντίληψη έχετε για?. Σηκώθηκε έφυγε άρα είναι ένοχος. Το ιταλικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να του πει να έρθει αυτοπροσώπως άμα έκρινε; Του είπε το ιταλικό Δικαστήριο και δεν πήγε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μην πιάνουμε κουβέντα. Πάνω σε θέματα ουσίας? Ένας από τους κατηγορουμένους σας έδωσε μία απάντηση η οποία δεν είναι και τόσο?.

(Διαλογικές συζητήσεις)

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Συγγνώμη κ. Εισαγγελέα. Όταν ο πρώην Πρωθυπουργός μας ο αείμνηστος Παπανδρέου δικαζόταν από το Ειδικό Δικαστήριο και εκπροσωπείτο από δικηγόρους εκεί δεν υπήρχε πρόβλημα; Δεν υπήρχε βεβαίως αλλά για σας υπήρχε φαντάζομαι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όταν καταδικάστηκε δεν πήγε?.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν καταδικάστηκε ο πρώην Πρωθυπουργός, αθωώθηκε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Όχι, για τον Κράξι λέω. Δεν δέχθηκε την απόφαση.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ναι, έμεινε φυγόδικος. Αλλά τι σημασία έχει αυτό για τα νομικά επιχειρήματα που αναπτύσσω; Πάντως να θυμίζω ότι και ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδας δικάστηκε και εκπροσωπείτο από άλλους συνηγόρους και έγινε κανονικά η δίκη και κανείς δεν είπε τίποτα, για να έρθουμε και στα ελληνικά δεδομένα γιατί προς το παρόν είμαστε στα ιταλικά.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Αυτό που είπατε για τον κ. Κράξι.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Όχι «κύριος›, έχει πεθάνει ο άνθρωπος, αείμνηστος Κράξι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Να υποθέσω ότι ως νέος Αντιεισαγγελέας στον ¶ρειο Πάγο θα εισηγηθείτε την τροποποίηση της απόφασης της Ολομέλειας που επιτρέπει την εκπροσώπηση από συνήγορο.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Αντιμετώπιση σύμφωνα με το νόμο όλων των θεμάτων.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Μετά από την πολλοστή διακοπή εκ μέρους του Τακτικού Εισαγγελέα νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω κ. Πρόεδρε. Έχω την άδεια;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ δεν σας αφαίρεσα ούτε στιγμή το λόγο.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Όχι, αλλά είναι γνωστές οι παρεμβάσεις του κ. Εισαγγελέα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είναι γνωστές, είπε κάτι.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Για να βοηθήσω κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θέλει λέει να σας βοηθήσει όπως εσείς θέλατε ?.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Τον ευχαριστώ αλλά καμία φορά οι προθέσεις δεν ανταποκρίνονται στο αποτέλεσμα αλλά τι να κάνουμε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν έχει σημασία.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εγώ μένω στις καλές προθέσεις πάντως.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Το ξέρετε ότι ακούμε αυτά που λέτε;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Υποχρεούστε να τα ακούτε ως Εισαγγελική Αρχή.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Και να τα λάβετε υπόψη σας, να τα σχολιάζετε όμως όχι. όταν αγορεύει ο συνήγορος υπεράσπισης όλοι ακούνε. Βέβαια υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο να διαβάζω βιβλία αλλά ο κανόνας είναι ότι ακούνε.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Εν καιρώ θα τα ακούσετε.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Στην δευτερολογία σας, βεβαίως.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ελάτε, με αφήσατε στη μέση τώρα και είναι ενδιαφέρον αυτό που λέτε. Πέστε το.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ο κ. Αναπληρωτής Πρόεδρος παρακολουθεί ή να περιμένω να παρακολουθήσει και αυτός;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ, δεν μπορείτε να κάνετε παρατηρήσεις.

Χ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: (εκτός μικροφώνου) Σας παρακαλώ πάρα πολύ, δεν είναι από πουθενά υποχρεωμένος να σας κοιτάζω, να σας ακούω ναι.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Σωστό. Απλώς δημιουργείται ίσως η πλανημένη αίσθηση ότι δεν με ακούτε.

Χ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Σας παρακαλώ λοιπόν σε μένα θα απευθύνεστε μέσα στα πλαίσια. Δεν υποχρεούμαι από πουθενά να σας κοιτάζω στα μάτια.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Τι σας είπα εκτός πλαισίου; Σας είπα «κοιτάξτε με στα μάτια κ. Αναπληρωτή Πρόεδρε;›. Δεν είπα τέτοιο πράγμα.

Χ. ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Σας παρακαλώ πάρα πολύ να ζητήσετε να μην κάνει προσωπικές επιθέσεις ?.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Πού την είδε την επίθεση ο κ. Αναπληρωτής Πρόεδρος;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σας παρακαλώ να μην μιλάτε έτσι στους παράγοντες της διαδικασίας.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Εγώ θεώρησα ότι εκείνη την στιγμή δεν παρακολουθούσε. Μου επεσήμανε ότι έκανα λάθος, το δέχομαι. Δέχομαι την άποψη του ότι παρακολουθούσε αν και δεν με κοιτούσε και συνεχίζω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Μυλωνά, δεν σας φτάνει που σας κοιτάω εγώ συνέχεια στα μάτια;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δεν ζητώ κάτι τέτοιο κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλό δεν είναι αυτό εκ μέρους όλου του Δικαστηρίου;

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Ότι τίποτε άλλο κ. Πρόεδρε, θα το παρεξηγούσε και η γυναίκα μου αν με κοιτάγατε συνέχεια στα μάτια.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι να μας παρεξηγήσουν; Μόνο όταν γράφω παίρνω τα μάτια μου από πάνω σας να σημειώσω κάτι από αυτά που λέτε. Σας παρακαλώ λοιπόν πολύ.

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Σας είπα, είχα την πλανημένη εντύπωση ότι δεν παρακολουθούσε ο κ. Αναπληρωτής Πρόεδρος. Μου επεσήμανε ότι παρακολουθούσε καίτοι δεν με κοιτούσε, το δέχομαι και συνεχίζω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ξέρω ότι ακούμε με τα αυτιά, όχι με τα μάτια, αν τώρα αλλάξουμε και τους φυσικούς νόμους εδώ μέσα... γιατί έχουμε αλλάξει πολλά εδώ πέρα.... Πρέπει να πάμε όλοι στον ψυχίατρο για να μας ξαναφέρει την ισορροπία της προσωπικότητάς μας απ’ αυτά που βλέπουμε και ακούμε, αλλά τέλος πάντων, ας ακούσουμε και αυτό, ότι ακούμε με τα μάτια. Λοιπόν προχωρήστε...

Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δε νομίζω να είπα κάτι τέτοιο βέβαια, άκουσαν όλοι τί ακριβώς είπα. Συνεχίζω απαντώντας στην τοποθέτηση του κ. Τακτικού Εισαγγελέα και λέγοντας ότι στην υπόθεση Κράξι την οποία αναφέρω προς το Δικαστήριό σας, υπήρχε ένα σαφές δικαίωμα βάσει του ιταλικού δικαίου, να μην είναι παρών ο κατηγορούμενος και να εκπροσωπηθεί από δικηγόρους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαστήριο το ιταλικό δέχθηκε το αίτημα που υπέβαλλε διά των συνηγόρων του ο αποθανών στη συνέχεια Κράξι και η δίκη διεξήχθη κανονικά, εν τη απουσία του Κράξι, με την παρουσία όμως δύο συνηγόρων υπεράσπισης. ¶ρα δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα από αυτή την πλευρά.

Το πρόβλημα όμως που υπήρχε ήταν ότι η καταδίκη του Κράξι βασίστηκε σε καταθέσεις, σε δηλώσεις συγκατηγορουμένων που ο ένας είχε πεθάνει, άρα αδυνατούσε να εμφανιστεί στο ακροατήριο και οι άλλοι μεν ήταν εν ζωή αλλά άσκησαν δικαίωμα σιωπής και δεν είπαν λέξη στο ακροατήριο. Παρόλο που ρητά το ιταλικό δίκαιο με το άρθρο 513 προέβλεπε ότι δεν υπάρχει δικονομικό εμπόδιο στη λήψη υπόψη μόνο των προδικαστικών καταθέσεων και βάσει αυτής της νομοθεσίας καταδίκασε τον Κράξι βάσει μόνο των προδικαστικών καταθέσεων και δηλώσεων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρόλο που υπήρχε συγκεκριμένη διάταξη στον ιταλικό Κ.Ποιν.Δ., (τέτοια διάταξη δεν έχουμε στο ελληνικό δίκαιο), παρόλα αυτά αγνόησε αν θέλετε το ιταλικό δίκαιο και είπε το Ευρωπαϊκό Διακαστήριο:

«Εγώ εφαρμόζω την ΕΣΔΑ. Το άρθρο 6 παρ. 3δ λέει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να εξετάσει αυτός ή οι δικηγόροι του τον μάρτυρα κατηγορίας που τον επιβαρύνει. Εγώ ως Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευρύνω το πεδίο εφαρμογής του όρου ‘μάρτυρας κατηγορίας’ και θεωρώ, αυτό που έχω πει και στην υπόθεση Λούκα, το επαναλαμβάνω στην υπόθεση Κράξι, ότι μάρτυρας κατηγορίας για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι και ο συγκατηγορούμενος. Συνεπώς, κύριοι Ιταλοί, από τη στιγμή που καταδικάσατε τον Κράξι βάσει καταθέσεων που έχουν δοθεί στην προδικασία, δηλαδή βάσει καταθέσεων που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν από τους συνηγόρους του Κράξι, παραβιάζετε το άρθρο 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ›.

Απλή, σαφής η θέση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και ομόφωνη η καταδίκη της Ιταλίας. Δεν υπήρχε μειοψηφούσα άποψη. Εδώ έχει ενδιαφέρον να δούμε και τη συνέχεια γιατί βεβαίως υπήρχαν αντιδράσεις στην Ιταλία. Υπήρχε τροποποίηση του νόμου, υπήρχε αντίθεση απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, γιατί έχει και Συνταγματικό Δικαστήριο η Ιταλία και στη συνέχεια τί έγινε;

Ποια ήταν η κατάληξη; Τροποποιήθηκε το σύνταγμα της Ιταλίας για να συμβαδίζει με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και το άρθρο 111 του ιταλικού συντάγματος που θεσπίστηκε με τη συνταγματική τροποποίηση της 23/11/1999 περιέχει ουσιαστικά αυτά που λέει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ με λίγο διαφορετικά λόγια ως συνταγματικό κείμενο της ιταλικής δημοκρατίας και μας λεει συγκεκριμένα στην παράγραφο 4, ότι ?η κρίση περί ενοχής για έναν κατηγορούμενο δε μπορεί να βασιστεί στις δηλώσεις που έχουν γίνει από ένα πρόσωπο το οποίο δεν μπορεί να έχει τύχει εξέτασης από τον κατηγορούμενο ή από τον δικηγόρο του›.

Βλέπουμε λοιπόν ότι προκειμένου να συμμορφωθεί προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το 1999 η ιταλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να προτείνει τροποποίηση του συντάγματος, εκεί γίνεται πιο εύκολα η τροποποίηση του συντάγματος απ’ ότι σε εμάς και να έχουμε πια κατοχύρωση αυτής της βασικής αρχής ότι δεν είναι δυνατόν να βασιστεί η καταδίκη ενός κατηγορουμένου σε δηλώσεις προσώπων, είτε μαρτύρων είτε συγκατηγορουμένων συμπεραίνω εγώ, που δεν έχει μπορέσει να τα εξετάσει. Αυτό έχει πια μια συνταγματική ισχύ στην Ιταλία. Βέβαια η καταδίκη στην υπόθεση Κράξι είναι μεταγενέστερη αλλά τα πραγματικά περιστατικά αφορούν προγενέστερο διάστημα.

Βλέπουμε λοιπόν όχι μόνο το πώς αντιμετωπίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αλλά και η Ιταλία αυτό το ζήτημα. Εδώ λοιπόν έχουμε μία πρόσθετη, πολύ σημαντική αποδεικτική απαγόρευση που έχει ευθεία εφαρμογή και στην παρούσα Δίκη, η οποία προκύπτει από το άρθρο 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ που όπως όλοι ξέρουμε έχει υπέρτερη του νόμου ισχύ άρα λοιπόν, εκτός από την αποδεικτική απαγόρευση του άρθρου 211α του Κ.Ποιν.Δ. κύριοι Δικαστές, είστε υποχρεωμένοι να λάβετε υπόψη σας αυτή την αποδεικτική απαγόρευση που προκύπτει από το άρθρο 6 παρ. 3δ της ΕΣΔΑ όπως αυτό ερμηνεύεται από την δεσμευτική για σας νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως ειδικά αυτή αποτυπώνεται και την απόφαση Λούκα κατά Ιταλίας και φυσικά στην απόφαση Κράξι κατά Ιταλίας.

Γιατί βέβαια αυτές ακριβώς είναι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που αφορούν συγκατηγορούμενο και όχι εκείνες που μας ανέφερε ο κ. Αναγνωστόπουλος. Είναι αποφάσεις πολύ φρέσκιες, είναι αποφάσεις του 2001 η μία και του Δεκεμβρίου 2002 η δεύτερη. Δε νομίζω ότι μπορείτε να αποστείτε από αυτή τη νομολογία, εκτός αν σκεφτείτε «τί μας νοιάζει εμάς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ας πάει ο κ. Τζωρτζάτος μετά από 5, 6, 7 χρόνια στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να βρει το δίκιο του›. Δε νομίζω ότι θα λειτουργήσετε έτσι, νομίζω ότι παρόλο που και σε αυτή την περίπτωση δεν έχετε έναν άμεσο έλεγχο, ο έλεγχος θα γίνει πολύ αργότερα, όταν οι ισχυρισμοί μας απορριφθούν και από τον ¶ρειο Πάγο ενδεχομένως και στη συνέχεια προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο και πάλι θα εφαρμόσει τη νομολογία Κράξι.

Αλλά βέβαια δε νομίζω ότι το δεδομένο του μη άμεσου ελέγχου θα οδηγήσει το Δικαστήριό ας να σκεφτεί με τέτοιο τρόπο και να πει ότι «δε βαριέσαι, ας είναι και το 6-3δ, εγώ δεν ασχολούμαι με αυτό, αδιαφορώ, ας πάει μετά ο Τζωρτζάτος και ο όποιος Τζωρτζάτος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο›. Δε νομίζω προσωπικά ότι θα υιοθετήσετε αυτή τη στάση.

Υπάρχει όμως και μία ακόμα πιο πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το άρθρο 6-3δ. Μια τουρκική υπόθεση, την είπα κι εχθές, είναι η Γκιουνές κατά Τουρκίας, απόφαση της 19/6/2003. Αυτή έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον γιατί αφορά πάλι θέματα τρομοκρατίας. Βέβαια δεν αφορά συγκατηγορούμενο, αφορά μάρτυρα κατηγορίας.

Εδώ όμως θα έλεγα ότι αυτός ο προσφεύγων ήταν, τηρουμένων των αναλογιών, ένας Τούρκος Τζωρτζάτος, γιατί κάπως έτσι ήταν τα δεδομένα που είχε και αυτός είχε βασανιστεί στην αστυνομία, και αυτός είχε ομολογήσει κατόπιν βασανιστηρίων και στη συνέχεια καταδικάστηκε από δικαστήριο –βέβαια εδώ έχουμε μια διαφοροποίηση, εκεί ήταν το δικαστήριο κρατικής ασφάλειας με συμμετοχή στρατοδίκη, προς Θεού δεν έχουμε τέτοιο πράγμα εδώ, αλλά και εκεί όπως θα δούμε, η καταδίκη του βασίστηκε σε μη νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία.

Η Τουρκία καταδικάστηκε όχι μόνο ομόφωνα πάντα, για παραβίαση του 6-3δ, αλλά και για παραβίαση του 3 –βασανιστήρια γαρ στην προδικασία- και για παραβίαση του 6 παρ. 1 επειδή δεν ήταν ανεξάρτητο και αμερόληπτο ένα δικαστήριο στο οποίο συμμετείχε στρατοδίκης.

Από αυτή την απόφαση και από την παράγραφο 62 έλαβα τις πληροφορίες που σας μετέφερα χθες, σύμφωνα με τις οποίες ο τουρκικός Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με την ερμηνεία που δίνεται από τη νομολογία του ακυρωτικού τουρκικού, είναι πολύ πιο προχωρημένος. Ακόμα και τώρα λοιπόν σας καλώ να ακολουθήσετε τα βήματα της Τουρκίας. Μπορούμε από όλους τους γείτονες να διδασκόμαστε, ακόμα και από τους Τούρκους όταν έχουν κάτι καινούργιο να μας προσφέρουν.

Δε θα διδαχθούμε από αυτούς στη συστηματική άσκηση βασανιστηρίων στην Αστυνομία, αυτό είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, θα διδαχθούμε όμως πολλά πράγματα από τη στάση του τουρκικού ακυρωτικού, το οποίο, το θυμίζω και πάλι, για να κρίνει ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο μία ομολογία που έχει γίνει στην Αστυνομία ή στον Εισαγγελέα, απαιτεί να επαναληφθεί στο ακροατήριο και αν δεν επαναληφθεί στο ακροατήριο, λένε οι υπανάπτυκτοι Τούρκοι κατά τα άλλα, ότι δεν μπορούμε να τη δεχθούμε ως αποδεικτικό μέσο.

Λένε οι Τούρκοι που κατά τα άλλα βέβαια είναι πολύ πίσω στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχουμε σωρεία καταδικών της Τουρκίας για βασανιστήρια και για ανθρωποκτονίες ακόμα από δυνάμεις της κρατικής ασφάλειας, εκεί είναι πολύ πίσω και διαφορετικοί οι Τούρκοι, ακόμα και αυτοί λοιπόν λένε ότι και μία ομολογία που επαναλαμβάνεται στο ακροατήριο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μέσο απόδειξης αν δεν συνοδεύεται από συμπληρωματικά στοιχεία αποδεικτικά. Μάλιστα, χαρακτηριστικά στην υπόθεση αυτή η τουρκική κυβέρνηση είχε ισχυρισθεί ότι ο ίδιος ο κρατούμενος προκάλεσε τα τραύματα, τα αποτελέσματα των βασανιστηρίων, ότι αυτός έπεσε και χτύπησε.

Ας αφήσω προς το παρόν το σκέλος των βασανιστηρίων, ίσως αναφερθώ σε αυτό αργότερα, όταν θα μιλήσουμε και για τα βασανιστήρια που υπέστη ο Βασίλης Τζωρτζάτος. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μας λέει ότι δεν είναι δυνατόν να βασιστεί κανείς σε δηλώσεις που έχουν γίνει στην προδικασία για την καταδίκη του κατηγορουμένου, όταν αυτός δεν μπορούσε να εξετάσει αυτούς που τα δήλωσαν. Βέβαια εκεί δεν ήταν συγκατηγορούμενοι, ήταν οι αστυνομικοί οι οποίοι τον είχαν αναγνωρίσει ότι συμμετείχε σε κάποιες ένοπλες ενέργειες του ΡΚΚ.

Όμως αυτή η αναγνώριση είχε γίνει μόνο στην Αστυνομία και παρόλο που ζήτησε ο κατηγορούμενος να έρθουν να τον αναγνωρίσουν και πάλι οι αστυνομικοί στο ακροατήριο, δεν συνέβη κάτι τέτοιο και βέβαια έγινε δεκτή η παραβίαση του άρθρου 6-3δ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να βασίσει την καταδίκη του αναφέρει και τον ελλιπή και προβληματικό τρόπο που έγιναν αυτές οι αναγνωρίσεις, και αυτό ένα σημαντικό στοιχείο, ας μην μπω σε λεπτομέρειες, να μη σας κουράσω.

Να αναφέρω ότι είναι ακριβώς μία περίπτωση όπου ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι είναι μέλος της τρομοκρατικής Οργάνωσης του ΡΚΚ και μάλιστα ότι έχει συμμετάσχει και σε ένοπλες επιθέσεις και έχει συγκρουστεί και με αστυνομικούς, δηλαδή μια κατηγορία πολύ πιο βαριά από αυτήν που αντιμετωπίζει ο κ. Τζωρτζάτος.

Λέει λοιπόν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην παρ. 96: «Το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει τις αναμφισβήτητες δυσκολίες της μάχης εναντίον της τρομοκρατίας, ιδιαίτερα στο ζήτημα της αναζήτησης και της διαχείρισης των αποδείξεων και δεν παραβλέπει και τα σοβαρά προβλήματα που προκαλεί η τρομοκρατία στην κοινωνία. Όμως το Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτά τα δεδομένα δεν επιτρέπεται να οδηγήσουν σε έναν τέτοιον περιορισμό των δικαιωμάτων της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου›.

Αυτό είναι πολύ σημαντικό κύριοι Δικαστές, γιατί σε μία υπόθεση τρομοκρατίας, σε μια υπόθεση όπου κατηγορείται κάποιος ότι όχι μόνο είναι μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης αλλά κι ότι έχει συμμετάσχει σε ένοπλη σύγκρουση εναντίον των Κρατικών Αρχών, έρχεται το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μας λέει ότι ναι, σε υποθέσεις τρομοκρατίας υπάρχουν πολύ μεγάλες δυσκολίες και μάλιστα υπάρχουν δυσκολίες στη συλλογή και στη διαχείριση των αποδείξεων αλλά παρ’ όλα αυτά, τονίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 19/6/2003 –είχε ήδη ξεκινήσει τέσσερις μήνες αυτή η Δίκη- ότι ακόμα κι όταν μιλάμε για τρομοκρατία –προσθέτω εγώ, εντός ή εκτός εισαγωγικών- ακόμα και τότε, ακόμα κι όταν έχουμε μεγάλες αποδεικτικές δυσκολίες, δεν πρέπει να παραβιάζουμε τα δικαιώματα της Υπεράσπισης και εν προκειμένω το άρθρο 6-3δ της ΕΣΔΑ. Βεβαίως, ομόφωνα παραβιάστηκε το άρθρο αυτό και στην υπόθεση αυτή την τουρκική.

Νομίζω κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές ότι από την αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για το άρθρο 6 παρ. 3δ, προέκυψαν τα εξής σαφή και αναμφισβήτητα νομίζω δεδομένα: Ακόμα κι όταν έχουμε να κάνουμε με τρομοκρατία, με τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως θέλετε χαρακτηρίστε τις, ακόμα και τότε τα δικαιώματα της Υπεράσπισης παραμένουν σαφή και δεδομένα. Δεν χωρεί έκπτωση στο κράτος δικαίου θα έλεγα εγώ, στην τήρηση της ΕΣΔΑ, όταν μιλάμε ακόμα και για τέτοιου είδους οργανώσεις.

Πολύ πιο συγκεκριμένα και σε σχέση πάντα με τη συγκεκριμένη υπόθεση: Έχουμε δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Λούκα και Κράξι, που λένε και οι δύο το εξής: Αν τυχόν ένα Δικαστήριο βασίσει καταδίκη σε δηλώσεις συγκατηγορουμένου που έχουν δοθεί στην προδικασία -και οι οποίες, διευκρινίζω εγώ, δεν έχουν επαναληφθεί στο ακροατήριο είτε γιατί έχει πεθάνει ο συγκατηγορούμενος είτε γιατί έχει ασκήσει το δικαίωμα σιωπής του- τότε υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6-3δ της ΕΣΔΑ, επειδή ο επιβαρυνόμενος κατηγορούμενος και οι συνήγοροί του δεν είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν αυτόν τον επιβαρύνονταν συγκατηγορούμενο.

Παρόλο που στην Ιταλία υπήρχε ρητή πρόβλεψη ότι γίνονται αποδεκτές αυτές οι προδικαστικές καταθέσεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήταν σαφέστατο. Δύο φορές καταδίκασε την Ιταλία και την ανάγκασε ουσιαστικά να τροποποιήσει το σύνταγμά της. Μπορεί να μη συμφωνεί για παράδειγμα ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας με αυτή την άποψη αλλά ο νόμος είναι νόμος, η νομολογία είναι νομολογία και μάλιστα η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει μια υπέρτερη σημασία και δε νομίζω ότι μπορούμε να την αγνοήσουμε αν θέλουμε να εφαρμόζουμε το ισχύον δίκαιο.

¶ρα λοιπόν μία πρόσθετη δεύτερη αποδεικτική απαγόρευση που υποχρεούσθε εκ του νόμου να εφαρμόσετε σ’ αυτή τη Δίκη, συνάγεται από το 6-3δ της ΕΣΔΑ με το περιεχόμενο που μόλις σας ανέφερα.

Να περάσω στο γενικότερο ζήτημα του πώς αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και βέβαια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο που επεξεργάζεται τη σχετική νομολογία, το θέμα του δίκαιου της απόδειξης. Γιατί, όπως και χθες ανέφερα, η σημαντικότερη παραβίαση εκ μέρους του Δικαστηρίου σας της δίκαιης δίκης στο ακροατήριο, προέρχεται από την αγνόηση του δικαίου της απόδειξης.

Δικονομική αλήθεια αναζητούμε, δεν μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας κάποια αποδεικτικά στοιχεία ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινά ή όχι. Έτσι μας λέει το ισχύον δίκαιο, έτσι επιτάσσει το σύνταγμά μας το οποίο προβλέπει τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, τα ίδια επιτάσσει και η ΕΣΔΑ. Για να δούμε, πέρα από το άρθρο 6-3δ γενικότερα τί μας λέει η ΕΣΔΑ για τα θέματα του δικαίου της απόδειξης:

Η πρώτη μου αναφορά θα είναι σύντομη γιατί αφορά την υπόθεση ¶λαν κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 5/11/2002, είναι κι αυτή μια πρόσφατη απόφαση, το περιεχόμενο όμως της οποίας το είχα αναφέρει μάλλον εκτενώς στην τοποθέτησή μου για μια ένσταση την 1/8 στο Δικαστήριό σας. Αν θέλετε ρίξετε πάλι μια ματιά στα όσα τότε είχα λεπτομερώς πει, δεν θα τα επαναλάβω να μη σας κουράσω.

Θα θυμίσω όμως ότι από τη συγκεκριμένη απόφαση βγαίνει το γενικότερης σημασίας συμπέρασμα ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, παραβιάζεται όχι μόνο όταν έχουμε αποδεικτικά μέσα που είναι προϊόν βασανιστηρίων, αυτό είναι δεδομένο και θα έλεγα και αυτονόητο. Παραβιάζεται το άρθρο 6-1 της ΕΣΔΑ κατά το σκέλος του που αφορά το δίκαιο της απόδειξης, ακόμα και όταν λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί βάσει γενικότερης πίεσης, καταναγκασμού και εξαπάτησης αυτού που κάνει τις δηλώσεις.

Θυμίζω ότι στην υπόθεση ¶λαν, για να καταφέρουν να βγάλουν την ομολογία του κατηγορουμένου ο οποίος βεβαίως στην αρχή αρνείτο να πει οτιδήποτε, είχαν βάλει στο κελί του οι αστυνόμοι έναν πληροφοριοδότη, έναν άλλον κακοποιό που τον είχαν στο χέρι γιατί είχαν εις βάρος του πάρα πολλά στοιχεία για άλλα εγκλήματα, ήταν το υποχείριο αν θέλετε της Αστυνομίας, τον έβαλαν όμως στο ίδιο κελί ως συγκρατούμενο και εκεί, κουβέντα στην κουβέντα, κατάφερε να εκμαιεύσει ο πληροφοριοδότης –χαφιέ θα τον έλεγε κάποιος άλλος, εγώ ας μείνω στον κομψότερο όρο «πληροφοριοδότης›- κάποιες δηλώσεις από τον ¶λαν.

Βάσει αυτών των δηλώσεων καταδικάστηκε, οι οποίες, σημειώνω εγώ, μπορεί να ήταν και αληθινές, δεν το ξέρουμε τί κουβεντιάζουν δύο κρατούμενοι. Δεν είναι απαραίτητο εσφαλμένα, μπορεί να λένε και την αλήθεια μεταξύ τους. Όμως το Ευρωπαϊκό δικαστήριο δέχθηκε ότι η αξιοποίηση αυτού του αποδεικτικού μέσου που ήταν και το μόνο εις βάρος του ¶λαν, είναι επιλήψιμη, δεν είναι νόμιμη και δέχθηκε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Μπορεί να μη μας αρέσει κ.κ. Δικαστές το να αγνοείται η αλήθεια, αν είχε πει την αλήθεια ο ¶λαν τότε στις συζητήσεις και βέβαια αν τις είχε μεταφέρει σωστά ο πληροφοριοδότης, μπορεί να μη μας αρέσει αυτό, αλλά έχουμε ως κεκτημένο του νομικού μας πολιτισμού, -θυμίζω την τοποθέτηση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Βενιζέλου όταν συζητείτο το 211α- που είχε τονίσει ότι «τώρα πια, μιλάμε για αποδεικτικές απαγορεύσεις›.