Πολιτική
Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 2003 21:06

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (13/10/2003) Μέρος 6/8

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί εν ομαλότητι πλέον.

Δ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ: (αρχικά εκτός μικροφώνου) ? για δύο λόγους. Πρώτον, να μην θεωρηθεί ότι αυτομόλησα και πάνε στράφι τα περί Μπαμπέφ και δεύτερον, εξυπηρετώντας τον κ. Παπαδάκη τον συνάδελφο.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Όπου θέλεις κάθισε γιατί και οι Εισαγγελείς είναι μοναχικά πρόσωπα, το είπε ο κ. Μαρκής, να τους κάνεις παρέα. Κάθισε εκεί πέρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο συμπατριώτης κ. συνήγορος και γνωστός προ ετών δεν παίρνει την θέση ποτέ της πολιτικής αγωγής. Επειδή σε όλους έχω κρατήσει σημειώσει λεπτομερείς για να θυμάμαι τι λένε, εκτός από εκείνα βέβαια που με βρίζουν, δεν τα κρατάω εγώ, τα ξεχνάω διότι πιστεύω ότι όταν τα κρατάς έστω και υποσυνείδητα μπορεί να δράσουν εις βάρος κάποιου που εγώ δεν το έχω κάνει ποτέ. Είναι άλλο το ένα, άλλο το άλλο, τελείως διαφορετικό. Πότε δεν μπορεί να γίνει με μένα. Φαντάζομαι να με έχουν καταλάβει όλοι εδώ μέσα. Δεν κρατάω τίποτα. Ο κ. Παπαδάκης έχει το λόγο.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Εφέτες ο τεράστιος Γολγοθάς του υπερασπιστικού βάρους που αναλαμβάνει όποιος ετοιμάζεται να αγορεύσει σε μία τέτοια υπόθεση πρέπει να σας πω ότι είναι αρκετά διασκευασμένος σε ότι αφορά το πρόσωπό μου γιατί έχω την τιμή και την ατυχία ταυτόχρονα να διαδέχομαι στο βήμα έναν εξαιρετικό αγορητή ο οποίο πραγματικά επί 5 ημέρες ανέπτυξε και εξάντλησε με πληρότητα όλα τα νομικά θέματα τα οποία τέθηκαν στην Δίκη αυτή ανταποκρινόμενος απόλυτα στις ανάγκες του υπερασπιστικού βάρους του κ. Τζωρτζάτου.

Αισθάνομαι την ανάγκη τον κ. Μυλωνά να τον ευχαριστήσω δημόσια και να τον συγχαρώ δημόσια για τον τρόπο με τον οποίο συνεργάστηκε στην υπόθεση αυτή μαζί μου. Θα ήθελα μιας και είναι νωπή η μνήμη από τον επίλογο της τοποθέτησής του να μην ξεκινήσω την αγόρευση αυτή με τις σκιές οι οποίες έμειναν. Επιτρέψτε μου και το κάνω γιατί αισθάνομαι και απέναντι στο Δικαστήριο την ευθύνη και απέναντι στην κοινωνία που παρακολουθεί την Δίκη και απέναντι στον ίδιο τον κ. Ιπποκράτη Μυλωνά ο οποίος ανταποκρινόμενος σε δική μου πρόσκληση όταν έγκαιρα κατάλαβα ανεπαρκείς τις δυνάμεις μου για να μπορέσω να αντιμετωπίσω την υπεράσπιση αυτή να με τιμήσει ανταποκρινόμενος στην από κοινού ανάληψη του υπερασπιστικού βάρους.

Να πω τα εξής: νομίζω ότι είναι αναπόφευκτο σε μία συμβίωση 8 μηνών και σε μεγέθη αγορεύσεων της τάξεως των 5 ημερών και εντάσεις να υπάρξουν και αντεγκλήσεις να υπάρξουν και αντιπαραθέσεις να υπάρξουν. Σημασία έχει το πώς αντιμετωπίζονται, το πώς διαχωρίζουμε την ουσία από τις αντεγκλήσεις και το πώς εκλαμβάνουμε αυτό το οποίο είπατε και το είπατε και τώρα, ύβρεις και επιθέσεις.

Πρέπει να πω ξεκινώντας από το δεύτερο και να κάνω μία έκκληση στο Δικαστήριό σας και αυτή την στιγμή ακόμα, την κριτική να μην την αντιμετωπίζει ως επιθέσεις. Ζούμε βέβαια σε μία χώρα στην οποία είναι μηδαμινή η ανοχή των Δικαστών στην άσκηση κριτικής τις δικαστικές αποφάσεις. Μέχρι πριν λίγα χρόνια δικαζόταν ως περιύβριση αρχής και το 1996 η τότε ηγεσία του Αρείου Πάγου ζητούσε να επανέλθει το αδίκημα αυτό. Είναι όμως μία ελευθερία η οποία συνάδει με το κρατούν δίκαιο και συνάδει και με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όταν αναφέρεται σε αποφάσεις προπαρασκευαστικές των οποίων υπάρχει ακόμη περιθώριο ανάκλησης.

Δεν είναι δυνατόν η κριτική στο σύνολό της να αντιμετωπίζεται ως επίθεση, οι απαντήσεις να αντιμετωπίζονται ως ύβρεις και να εκτοξεύονται εκφράσεις όπως «οχετός› κλπ οι οποίες ελπίζω ότι δεν θα δουν το φως των πρακτικών. Κατά τα λοιπά θα ήθελα να πω ότι εκείνο που θα πρέπει να συγκρατήσει κανένας από την αγόρευση του κ. Μυλωνά είναι η τεκμηριωμένη, επανειλημμένη και πλήρης απόδειξη του τρόπου με τον οποίο εφαρμόστηκαν οι αρχές της δίκαιης δίκης αυτής της οποίας τα Ευρωπαϊκά και τα Ελληνικά Δικαστήρια, το ευρωπαϊκό και το ελληνικό Δίκαιο αναγνωρίζει σαν τέτοια τόσο στην προδικασία όσο και στο ακροατήριο.

Εδώ θα ήθελα να θυμίσω μία επισήμανση που είχα κάνει εν καιρώ σε κάποιο ανύποπτο χρόνο στην διαδικασία όταν πάλι είχε τεθεί ένα θέμα από τα πολλά εν πάση περιπτώσει στα πλαίσια μιας ιδιότυπης βεντέτας που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε σας και στον κ. Μυλωνά και είχα πει το εξής: μην κοιτάτε εμάς του δικηγόρους της Αριστεράς. Εμείς είμαστε μαθημένοι στη σφαλιάρα. Εμείς πριν ανοίξουμε τον Κώδικα είμαστε δέσμιοι μιας ιδεολογίας η οποία λέει ότι αυτά τα έχει για τους υπηκόους η εξουσία. Η εξουσία δεν δεσμεύεται γιατί καμία εξουσία δεν έχει αρχές. Οι εξουσίες έχουν μόνο συμφέροντα.

Εμείς λοιπόν όταν για παράδειγμα τίθεται το άρθρο 334 (λέω την τύχη μία διάταξη) από μέσα μου ήδη έχει αυτοηττηθεί κάνοντας τον συλλογισμό «σιγά μωρώ, δεν πάει να το λέει η διάταξη, αυτό έχει σημασία ή έχει σημασία ποιος έχει την εξουσία να εφαρμόζει την διάταξη;›. Αυτά εγώ και κάποιοι σαν και μένα, ο Ιπποκράτης Μυλωνάς είναι ένα γέννημα αυτού του νομικού πολιτισμού, είναι μία αυθεντική του έκφραση. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ανοίγει τις γραφές και συγκρίνει την πράξη με τις γραφές και εγκαλεί την εξουσία και εγκαλεί και την Δικαστική εξουσία στην τήρηση των γραφών.

Εάν από την τοποθέτηση αυτού του ανθρώπου βγαίνει το πιο σημαντικό σφυροκόπημα στο ποια διαδικασία έχει τηρηθεί μέχρι τώρα, τι χροιά έχει κανένας να κάνει πολιτικές προσεγγίσεις ή άλλου είδους προσεγγίσεις στην Δίκη αυτή; Αυτά σε ότι αφορά τον κ. Μυλωνά. Κατά τα λοιπά για να ελαφρύνω λίγο την ατμόσφαιρα θα ήθελα να πω ότι την αγόρευσή μου την ξεκινώ διακατεχόμενος από κάποια συναισθήματα απρόβλεπτης απαισιοδοξίας συνιστάμενη στο γεγονός ότι το σχέδιο το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων δια της μακράς αγορεύσεως να φτάσετε σε ένα σημείο να σηκώσετε τα χέρια ψηλά και να πείτε «αθώος› δυστυχώς δεν απέδωσε.

Έτσι είμαι υποχρεωμένος να προσθέσω κι εγώ τα δικά μου επιχειρήματα, να προσθέσω κι εγώ τον δικό μου αγόρευσης που όμως για να μην ανησυχείτε δεν θα είναι επαναληπτικός, θα είναι συμπληρωματικός της επιχειρηματολογίας του κ. Ιπποκράτη Μυλωνά, θα είμαι όμως υποχρεωτικά μα γρήγορος αφενός μεν διότι ο εντολέας αντιμετωπίζει 33 κακουργηματικές πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και είμαστε η πρώτη υπερασπιστική ομάδα η οποία μιλάμε επί της ουσίας για όλες. Σας θυμίζω ότι ο κ. Μυλωνάς μόλις 6-7 πρόλαβε να αναπτύξει και ο κ. Παρασκευόπουλος λόγω κακού προγραμματισμού και ανατροπών λόγω εξυπηρετήσεων άλλων συναδέλφων τελικώς δεν υπεισήλθε σε συγκεκριμένες κατηγορίες.

Ακόμα σας θυμίζω και σας θέτω υπόψη ότι μέσα στους 8 μήνες που έχουν περάσει και ακόμα περισσότερο όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα έχουν διαμορφωθεί δύο πραγματικότητες που αντιπαλεύουν η μία την άλλη και είμαι υποχρεωμένος να διεξέλθω και στις δύο.

Η μία πραγματικότητα είναι η δικονομική αλήθεια, αυτή η οποία αναδείχθηκε μέσα στη διαδικασία του ακροατηρίου από τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, από τους μάρτυρες, από τα έγγραφα, από τις ομολογίες, από τις απολογίες και από όσα εν πάση περιπτώσει το Δίκαιό μας επιτρέπει να ληφθούν υπόψη με κριτήρια αυστηρά δικονομικά.

Η δεύτερη αλήθεια που συγκρούεται με την πρώτη και που είναι κρατούσα μέχρι αυτή την στιγμή είναι μία αλήθεια εξωδικαστική, μία αλήθεια των Μέσων Ενημέρωσης, μία αλήθεια του τηλεοπτικού κανιβαλισμού και του βαρβαρισμού, μία αλήθεια της τρομο-υστερίας, μία αλήθεια που είναι ένα ψέμα ταυτόχρονα αλλά ένα ψέμα που είναι πειστικό. Γιατί όπως πρόσφατα σε σφυγμομέτρηση διαβάσατε και όλοι σχολιάσαμε εδώ πέρα, η Δίκη αυτή διεξάγεται με το 78% των ερωτηθέντων να πιστεύουν ότι συλλήβδην οι κατηγορούμενοι είναι όλοι ένοχοι για όσα κατηγορούνται γιατί βέβαια καμία τηλεόραση δεν μπήκε να μεταδώσει την Δίκη, καμία έμμεση δημοσιότητα ή άμεση άλλη δεν μπόρεσε να υποκαταστήσει την πλύση εγκεφάλου την οποία έχει υποστεί η κοινή γνώμη από τις 29 Ιουνίου 2002 και διαρκούσης της Δίκης ακόμα και φοβάμαι ότι όλοι μηδέν και ημών των υπερασπιστών εξαιρουμένων τελούμε υπό το κράτος της κυρίευσης από αυτήν την δεύτερη την ψεύτικη αλήθεια.

Μισή μου λοιπόν τοποθέτηση περίπου θα αφορά, λέω «μισή› δεν είμαι μαθημένος και κανείς μας νομίζω δεν είναι, σε μεγέθη χρονικών αγορεύσεων 1-2 ημερών κλπ. Υπολογίζω καλώς εχόντων των πραγμάτων την Τετάρτη να τελειώσω. Η μισή μου αγόρευση λοιπόν θα αφορά την μη δικονομική αλήθεια, αυτή που έχει διαμορφωθεί έξω από δω αλλά δυστυχώς και έχει συνεχιστεί και μέσα από δω και που εδώ περιλαμβάνω και ένα σημείο που ίσως δεν θα αρέσει αλλά είμαι υποχρεωμένος στην συνείδησή μου και στους συναδέλφους μου να το κάνω διότι οι επιθέσεις τις οποίες έχουμε δεχθεί μέσα σε αυτή την αίθουσα δεν θα μείνουν αναπάντητες και βεβαίως στη συνέχεια θα ασχοληθώ με την δικονομική αλήθεια και με την υπεράσπιση του εντολέα μου στις κατ’ ιδίαν υποθέσεις για τις οποίες βαρύνεται και κατηγορείται.

Κύριε Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές ξεκινάμε από την εκτίμηση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και των συνθηκών οι οποίες γέννησαν στην Ελλάδα όλο αυτό το πλέγμα της λεγόμενης «αντιτρομοκρατικής πολιτικής› και έφτασαν στην διαμόρφωση ιδεολογικοπολιτικής συνείδησης, στην διαμόρφωση νομικής ανοχής, στην διαμόρφωση κοινωνικής συναίνεσης εδώ και κάποια χρόνια τελευταία μέχρι την έναρξη της λεγόμενης επιχείρησης εξάρθρωσης της 17Ν.

Σταθμός πρώτος, 11 Σεπτεμβρίου 2001 η πτώση των δίδυμων πύργων. Η πλανητική μονοκρατορία των Ηνωμένων Πολιτειών περνάει σε ένα στάδιο καινούριο αυταρχικής θωράκισης ενός νέου μακαρθισμού. Αν και τον παλιό μακαρθισμό ο διωγμένος ήταν οι Κομμουνιστές σε όλο τον πλανήτη μόνο και μόνο από την ιδεολογία τους αυτή τη φορά στη θέση του Κομμουνισμού η λέξη κλειδί η οποία αποτελεί το αντικείμενο και το περιεχόμενο του νέου μακαρθισμού σε όλο τον κόσμο είναι η λέξη «τρομοκρατία›.

Τρομοκράτες είναι όλοι όσοι από οποιαδήποτε αφετηρία και σε οποιαδήποτε κατεύθυνση και με οποιαδήποτε μεθόδευση αντιπαλεύουν τη νέα τάξη πραγμάτων, αντιστέκονται στην πλανητική μονοκρατορία των Ηνωμένων Πολιτειών είτε λέγονται Βάσκοι, είτε λέγονται Κούρδοι, είτε λέγονται Παλαιστίνιοι, είτε λέγονται ¶ραβες, είτε λέγονται Ταμίλ, είτε λέγονται οτιδήποτε άλλο.

Με τον όρο «τρομοκρατία› σηματοδοτείται ο παγκόσμιος εχθρός της δήθεν κοινωνικά ειρηνευμένης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων των οποίων εγγυήτρια δύναμη από μόνη της πια από ένα σημείο και μετά είναι η Αμερική, οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η νέα τάξη πραγμάτων εγκαθιστά ένα κεντρικό δίλημμα στο παγκόσμιο πολιτικό επίπεδο. Όποιος είναι εναντίον της είναι σύμμαχος των τρομοκρατών και αυτό ισχύει για όλους και όποιος παρεκκλίνει και αντιστέκεται το πληρώνει ακριβά με πολέμους, με υπονομεύσεις και με χίλιες δύο άλλες μορφές.

Βεβαίως στην έννοια «τρομοκρατία› κανένας νομοθέτης στον κόσμο και στην Ελλάδα δεν κατόρθωσε να δώσει ορισμό και κατά την ταπεινή μου άποψη δεν θα καταφέρει και ποτέ γιατί αν δούμε την τρομοκρατία ως μία ιδιαίτερη κατηγορία τέλεσης αδικημάτων στο νομικό επίπεδο η ίδια η ετοιμολογία της προϋποθέτει άσκηση εξουσίας, προϋποθέτει κράτος. Δεν μπορεί να ασκηθεί από κάποιον που δεν διαθέτει κρατική εξουσία.

Αυτό το σύνθημα που φωνάζουν στα πεζοδρόμια πολλές φορές «το κράτος είναι ο μόνος τρομοκράτης› έχει και μία νομική ορθότητα. Τρομοκρατία δεν μπορεί να ασκήσει άλλος αν δεν έχει κρατική εξουσία. Βέβαια τρομοκρατία δεν σημαίνει αν κανείς προσπαθεί να την προσεγγίσει την οποιαδήποτε μορφή ατομικής εγκληματικότητας διότι εκεί θα συναντήσει το ορθό αντίλογο που πάρα πολλοί τον άρθρωσαν ότι η υπάρχουσα νομοθεσία η ποινική καλύπτει το σύνολο της ποινικής απαξίας όλων των μορφών εγκληματικότητας και συνεπώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να τυποποιούνται νέες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς με αόριστες έννοιες.

Δείτε τα βουλεύματα, υπάρχουν άπειρα τέτοια στην δικογραφία τα οποία αποφαίνονται για την απονομή σύνταξης σε θύματα της εν Ελλάδι τρομοκρατίας βάσει του νόμου 1897/90 πώς βολοδέρνουν ανάμεσα σε τρεις διαφορετικούς και αλληλοσυγκρουόμενους ορισμούς για το τι σημαίνει τρομοκρατία που τους αναφέρουν και τους τρεις μέσα στο βούλευμα χωρίς πολλές φορές να παίρνουν θέση και διεξέρχονται εν πάση περιπτώσει όλη αυτή την απορία για να καταλήξουν στην απονομή της σύνταξης.

Μιας και λέω για τις συντάξεις να σταθώ για να πω και κάτι το οποίο αισθάνομαι την ανάγκη να το πω διότι με ευαισθητοποίησε, το άκουσα από 3-4 συνηγόρους της πολιτικής αγωγής οι οποίοι στις αγορεύσεις τους έθεσαν το θέμα της ανυπαρξίας κρατικής μέριμνας για τα θύματα των ενεργειών αυτών. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω συγκεκριμένες περιπτώσεις έλλειψης κρατικής μέριμνας, δεν έχω και λόγο να αμφισβητήσω όμως τους συναδέλφους μου.

Εκείνο το οποίο μπορώ να σας πω είναι ότι έχω στα χέρια μου ένα δημοσίευμα του 2001 το οποίο αναφέρει τα ποσά των συντάξεων που το κράτος χορηγεί στα λεγόμενα θύματα της τρομοκρατίας. Είναι να σου σηκώνεται η τρίχα. Υπάρχουν συντάξεις 7.500 ευρώ και συντάξεις 300 ευρώ το μήνα. Ακόμα κι εκεί το κράτος διαιωνίζει την ταξικότητά του, διαιωνίζει την υποκρισία του, τους ανθρώπους για τους οποίους υποτίθεται τους θεωρεί θύματα. Θύματα του υπ’ αριθμόν 1 ελληνικού και παγκόσμιου εχθρού και αυτούς ακόμα τους ανθρώπους τους διαιρεί όπως τους διαιρούσε πριν την θεματοποίησή τους σε έχοντες και μη έχοντες, σε πλούσιους και φτωχούς και σε συνταξιούχους ανάλογα με την δουλειά που έκαναν.

Όμως ξαναέρχομαι στο θέμα της τρομοκρατίας και της έννοιάς της. Έννοια λοιπόν δεν υπήρξε. Όποτε επιχειρήθηκε να διατυπωθεί το στοιχείο το οποίο τη προσδιόρισε στις όποιες προσεγγίσεις έγιναν είτε στη σύμβαση του Παλέρμο που δεν μπόρεσε τελικά να υιοθετηθεί, είτε στην απόφαση-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ότι αφορά την τρομοκρατία που είναι πιο πρόσφατη, είτε σε άλλες διεθνείς συμβάσεις κυριαρχούσε παντού το υποκειμενικό στοιχείο, ότι δηλαδή τρομοκρατία είναι πράξεις βίας οι οποίες συνδέονται με τον σκοπό της βίαιης κατάληψης της εξουσίας ή της επιδίωξης πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών αλλαγών ή της καταστροφής των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών δομών του συστήματος. Ένα υποκειμενικό στοιχείο το οποίο το αρνείται η κρατούσα άποψη ως αρκετό για να χαρακτηρίσει ένα έγκλημα ως πολιτικό αλλά το θεωρεί επαρκέστατο για να χαρακτηρίσει ως ένα έγκλημα τρομοκρατικό.

Αυτή είναι μία από τις αντιφάσεις του Δικαίου σε ότι αφορά το θέμα της τρομοκρατίας που είχε άλλωστε αναδειχθεί και κατά την συζήτηση για το πολιτικό έγκλημα. Εν πάση περιπτώσει το μόνο βέβαιο εάν κανείς θέλει να προσεγγίζει τις έννοιες αυτές χωρίς την βάρβαρη πλύση εγκεφάλου που έχουμε υποστεί όλο αυτόν τον καιρό είναι το εξής απλό: τρομοκρατία δεν μπορεί παρά να σημαίνει δύο τουλάχιστον στοιχεία, το αδιάκριτο και το απρόκλητο απέναντι στο στόχο.

Το αδιάκριτο και το απρόκλητο σημαίνει αν θέλετε να πάμε και σε επίπεδο μη κρατικό, η βόμβα στο Σταθμό της Μπολώνια που οποιοσδήποτε περνούσε από εκεί πέρα θα μπορούσε να είναι θύμα. Σημαίνει η δράση ναζιστικών ομάδων οι οποίες με κριτήρια φυλετικά ή ρατσιστικά είναι κριτήρια εθνικά, βγαίνουν παγανιά και όποιος είναι αλλοδαπός κινδυνεύει από αυτούς. Εδώ δεν έχουμε τέτοιου είδους χαρακτηριστικά. Έχουμε μία πολιτική δραστηριότητα, έχουμε μία ποινικά παραβατική συμπεριφορά άλλου είδους, άλλων κριτηρίων, άλλης ποιότητας στοχοθέτησης.

Δεν το λέω αυτό το πράγμα για να την στηρίξω ηθικά ή για να πω ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να δει αυτό και να αθωώσει ενόχους, να νομιμοποιήσει ανθρωποκτονίες, να νομιμοποιήσει ληστείες ή εκρήξεις. Το λέω απλά γιατί πρέπει να δούμε τα πράγματα όπως αναδεικνύεται από τη δικονομική αλήθεια για την οποία μίλησε. Στην δικονομική αλήθεια δεν εντάσσεται κανένα στοιχείο περί τρομοκρατίας από όλα όσα προεξέθεσα.

Τα ελληνικά χαρακτηριστικά του κυνηγιού των τρομοκρατών και ειδικά μετά της 11 Σεπτεμβρίου 2001 νομίζω ότι μπορεί κανείς να τα ιχνηλατήσει με μεγάλη ευκολία στις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα τάσσεται υπέρμαχη στο νέο διεθνές σκηνικό με τις χώρες του σκληρού πυρήνα της ιμπεριαλιστικής εξουσίας. Είναι συμμέτοχη σε όλους τους πολέμους εκτός από τον τελευταίο με κάποιες διαφοροποιήσεις όπου επέλεξε το γαλλογερμανικό στρατόπεδο του εσωτερικού ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων χωρίς όμως αυτό να καταλήξει πρακτικά σε ιδιαίτερα διαφορετικά πράγματα.

Μην ξεχνάμε ότι η τελευταία πράξη της Ελληνικής Προεδρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η υπογραφή από τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας της σύμβασης έκδοσης ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, μία σύμβαση η οποία δημιουργεί δυναμική ανατροπής όλων των θετικών κεκτημένων στο Δίκαιο έκδοσης για τις μετέπειτα ατομικές διακρατικές συμβάσεις που θα υπογραφούν ανάμεσα στην Ελλάδα και στις Ηνωμένες Πολιτείες και δημιουργεί τέτοια δυναμική διότι αφού με το κύρος της συλλογικής διαπραγμάτευσης του συνόλου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπόρεσε να πετύχει ούτε την εξασφάλιση του σεβασμού στη συνταγματική τάξη την εσωτερική της κάθε χώρας, ούτε την εξασφάλιση του σεβασμού της μη θανατικής ποινής, ούτε την εξασφάλιση της παραγραφής και άλλων αρχών που διέπουν το δίκαιο της έκδοσης και που υπάρχουν και στην ισχύουσα αυτή την στιγμή συμφωνία Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει να τους πετύχει και να επιβάλλει διαπραγματευτικούς όρους στην οποιαδήποτε συμφωνία μεμονωμένη η κάθε μία χώρα όταν θα διαπραγματεύεται σε ένα πλαίσιο που έχει ήδη διαμορφωθεί και που είναι αρνητικό.

Η Ελλάδα συμμετείχε σε όλους τους πολέμους και στη Σερβία, στήριξε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και μπήκε στην λογική του αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία. Η Ελλάδα όμως μπαίνει και με κάποια άλλα δικά της χαρακτηριστικά σε αυτόν τον αγώνα, χαρακτηριστικά εγχώρια. Για την 17Ν υπάρχει πάρα πολλά χρόνια πριν από τις 11 Σεπτέμβριου 2001 καθώς και άλλες Οργανώσεις ένοπλης βίας.

Τρεις φορείς της πολιτείας έχουν ένα μεγάλο βάρος για την ένοπλη βία. Πρώτα απ’ όλα βέβαια η Ελληνική Αστυνομία, η Ελληνική Αστυνομία η οποία επί 27 χρόνια αδυνατεί να εντοπίσει τις Οργανώσεις αυτές. Όταν το επιχειρεί ο μόνος τρόπος με τον οποίο το κάνει είναι να στήνει σκευωρίες ενάντια σε αγωνιστές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς οι οποίες σκευωρίες στην καλύτερη περίπτωση φτάνουν μέχρι έξω από την πόρτα κάποιων Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων.

Μία ολόκληρη γενιά Αξιωματικών στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία ξεκινάει και φτάνει στην ολοκλήρωση της θητείας της μέσα σε συνθήκες ανυποληψίας, συχνά εξευτελισμού, αναξιοπιστίας απέναντι ακόμα και στις άλλες κρατικές εξουσίες. Θυμηθείτε τον κ. Πέτσο όταν κατέθετε ως μάρτυρας για την δικιά του την περίπτωση, άνθρωπος ο οποίος είχε χρηματίσει Υπουργός Δημοσίας Τάξεως με ποια καχυποψία αντιμετώπιζε την Αστυνομία και τις Αντιτρομοκρατικές Υπηρεσίες όπου έφτανε στο σημείο να πιστεύει ότι υπήρχε και περιπολικό της Αστυνομίας το οποίο ευνοούσε το εναντίον του χτύπημα στον κάθετο δρόμο που βρισκόταν το αυτοκίνητό του.

Μία Αστυνομία ακόμα η οποία έχει και ως υπηρεσία ηττηθεί από την 17Ν σε όλες τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις. Να θυμηθούμε τον εξευτελισμό του Αστυνομικού Τμήματος στο Βύρωνα, το φιάσκο της Ριανκούρ και την επιχειρησιακή ήττα στα Σεπόλια. Μία Αστυνομία η οποία έχει και εδώ είναι που θέλω να καταλήξω πολύ μεγάλη ντροπή να ξεπλύνει όλα αυτά τα χρόνια που μαζεύονται.

Μία νομοθετική εξουσία η οποία στην διάρκεια της μεταπολίτευσης έχει θεσπίσει δύο αντιτρομοκρατικούς νόμους και οι δύο από την ίδια κυβέρνηση. Την κυβέρνηση των ιδεολογικών απογόνων, του μετεμφυλιακού ελληνικού κράτους, το νόμο 774/78 και το νόμο 1916/90. νόμοι οι οποίοι στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας που ήταν και τότε ένα αόριστο νομικό μόρφωμα κατέστελλαν συνταγματικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Νόμοι οι οποίοι δεν νομιμοποιήθηκαν ποτέ στην ελληνική κοινή γνώμη γιατί η ελληνική κοινή γνώμη έχει βαριά τα βιώματα από το μετεμφυλιακό κράτος και από τους φρονηματικούς διωγμούς ολοκλήρου του αιώνα και αντιστάθηκε σθεναρά, αντιστάθηκε η διανόηση, αντιστάθηκε η Αριστερά, αντιστάθηκαν τα κινήματα, αντιστάθηκαν και Δικαστές.

Αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων οι οποίες προκειμένου να εκτονώσουν την πίεση που δεχόντουσαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες όλα αυτά τα χρόνια συνεχώς προανήγγελλαν ότι τους ακουμπάνε, ότι βρίσκονται σε κλοιό γιατί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο θα φτάσουν κοντά πάντοτε μέσα από τους ίδιους δρόμους, μέσα από τους δρόμους της ενοχοποίησης της επαναστατικής Αριστεράς και της ενοχοποίησης κάθε ριζοσπαστικής ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής φωνής που υπήρχε στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο αυτά.

Δεν είναι μόνο η Σύμβαση του Παλέρμου, οι συμβάσεις ανατροπής του δικαίου της έκβασης. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, που επίσης καταργεί αρχές του δικαίου της έκδοσης. Η υποταγή στο νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, που αυτοαναγορεύει τον Οργανισμό σε εγγυητή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δίνει το δικαίωμα σε ολόκληρο τον κόσμο να επεμβαίνει, για να τα αποκαθιστά με βομβαρδισμούς και πολέμους. Είναι η συνεργασία με την Scotland Yard και το FBI και η απεμπόληση κάθε εθνικής αυτονομίας των διωκτικών μηχανισμών. Είναι η προσπάθεια απώθησης στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, κάθε ανατρεπτικής ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής φωνής, που βρίσκεται έξω από τα πλαίσια της επίσημης αριστεράς, με την σύνδεσή της με την τρομοκρατία. Και είναι και η λοιδορία δικαστηρίων και δικαστών, γιατί τόλμησαν να αθωώνουν συνήθεις υπόπτους. Λοιδορία που ειδικά για τους ένορκους ασκείται κατά κόρον ανεμπόδιστα, από κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες της χώρας, όπως ο κ. Μητσοτάκης και από αμερικανικές παρεμβάσεις, χωρίς να συναντήσει κανενός μηδέ και των Ενώσεων Δικαστών και Εισαγγελέων εξαιρουμένων την αντίδραση.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η Ελλάδα προχωρεί στις αρχές του 2001, στη θέσπιση του λεγόμενου Αντιτρομοκρατικού και στην πραγματικότητα του νόμου εκείνου που για πάντα θα μείνει στην κοινωνία με το όνομα «τρομονόμος› του νόμου 2928/2001. Ας σταθούμε σε μερικά πολύ ενδιαφέροντα περιστατικά, του σταδίου της ψήφισής του.

Είναι γνωστή η συμμετοχή του κ. Διώτη, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος από το 1994, βρίσκεται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στη θέση του αρμοδίου εισαγγελέα για την τρομοκρατία, και που είναι από τους βασικούς εισηγητές του νόμου, σε μια συνέντευξή του ακόμα από της 15 Απριλίου 2000 στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία να εισηγείται.

Εξάλλου είναι προφανές ότι, στις οργανωμένες ομάδες τρομοκρατικές ή άλλες, τη συμμετοχή κάποιων και ιδίων των ηγετών, γνωρίζουν μόνο τα μέλη τους ή κάποια απ’ αυτά. Επομένως είναι πολύ πιθανόν, να μην μπορεί αυτή να αποδειχθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με τις αποκαλύψεις των μελών της. Στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή της διάταξης, του άρθρου 211Α, του Κ.Ποιν.Δ. κατά την οποία η μαρτυρική κατάθεση ή αιτιολογία του κατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, οδηγεί σε ατιμωρησία του δράστη. Πιθανότατα του προνοητικού εγκεφάλου της οργάνωσης, ο οποίος φρόντισε να μην εκτεθεί σε άλλου είδους αποδείξεις.

Για το λόγο αυτό έχω την γνώμη ότι, η διάταξη αυτή, πρέπει να καταργηθεί τουλάχιστον για τις ανωτέρω υποθέσεις. Δυο σχόλια. Σχόλιο πρώτο. Διατυπούμενο το πρώτον εδώ, θα το συναντήσουμε κι αλλού, γιατί έχουμε και άλλα κρούσματα τέτοια. Η χώρα μας διακρίνεται από ένα συνταγματικό σύστημα διάκρισης των εξουσιών. Οι βουλευτές νομοθετούν, οι δικαστές δικάζουν, η κυβέρνηση κυβερνά. Πώς εντάσσεται ένας εισαγγελέας μέσα στο σύστημα αυτό, ο οποίος εκτός του ότι μετέχει κατά σύστημα σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, αρθρογραφεί και διατυπώνει και τις απόψεις του και τις διατυπώνει μάλιστα κατά τρόπο αντίθετα απ’ όσα προέκυψε αυτό από την αγόρευση του συναδέλφου Ιπποκράτη Μυλωνά, η νομολογία του Αρείου Πάγου παγίως δέχεται αντίθετα.

Σχόλιο δεύτερο. Η άποψη του κ. Διώτη για την κατάργηση του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., είναι εκπεφρασμένη από το 2000 τον Απρίλιο, ένα χρόνο πριν ψηφιστεί ο νόμος 2928. Μήπως είναι και αυτό ένα επιχείρημα το οποίο συνηγορεί, στην άποψη ότι δεν έχουμε σιωπηρή κατάργηση του 211Α από το νόμο 2928; Είχαμε άλλες δυο συγκεκριμένες ενδείξεις, στο βαθμό βέβαια που αξιολογούνται συγκεκριμένων ανθρώπων μέσα στην δίκη εδώ, του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα κ. Μαρκή και του συνηγόρου πολιτικής αγωγής, κ. Λίβου, αμφοτέρων μελών της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής ομού μετά του κ. Διώτη.

Το γεγονός ότι πρώτον, ουδείς εκ των δυο παρισταμένων εδώ, δεν συνηγόρησε στην άποψη της σιωπηρής κατάργησης του 211Α από τον 2928, σε συνδυασμό ότι, αυτή η κατάργηση είχε προταθεί ένα χρόνο πριν από τον αρμοδιότερο σε θέματα τρομοκρατίας εισαγγελέα, σημαίνει ότι ελήφθη υπόψη η άποψη αυτή και ότι δεν έγινε αποδεκτή, γιατί εάν έγινε, όπως σε όλους του τις άλλες επεμβάσεις, ο νόμος 2928 που ήταν ρητές και συγκεκριμένες στο σώμα του Κ.Ποιν.Δ. έτσι θα διελάμβανε και μια αντίστοιχη, με την οποία θα καταργούσε ή θα έκαμπτε για τις περιπτώσεις της ρυθμισθείσας ύλης του νόμου 2928, την αποδεικτική απαγόρευση του 11Α.

Ο κ. Διώτης εισηγήθηκε και άλλα πράγματα βέβαια στην ίδια συνέντευξη που έχουν γίνει δεκτά. Έλεγε, για την συλλογή των αποδείξεων πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα καταγραφής με συσκευές ήχου και εικόνας, με την επιφύλαξη βέβαια των διατάξεων του νόμου για την προστασία της ελευθερίας, ανταπόκρισης και επικοινωνίας, καθώς και η χρησιμοποίηση του σχετικού υλικού ως αποδεικτικού στοιχείου, ενώπιον Δικαστηρίου. Καθώς και η υποχρέωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου, η υποχρέωση για παροχή βιολογικού υλικού για συγκριτική εξέταση του DNA.

Αμέσως βλέπετε ότι οι άλλες δύο προτάσεις τις οποίες έκανε, είναι ενσωματωμένες αυτουσίως υλοποιημένες στο κείμενο του νόμου 2928. Ο κ. Διώτης βέβαια είχε και άλλες απόψεις επιπλέον που δεν έγιναν δεκτές. Σε μια επόμενη συνέντευξή του, πάλι πριν από την θέσπιση του 2928, διαβάζω από την εφημερίδα ΒΗΜΑ 14.1.2001, πρόκειται για μια συνέντευξη στην κα Ιωάννα Μαύρου, στην οποία η συνέντευξη επιγράφεται με τον τίτλο «η κοινωνία θα νικήσει την τρομοκρατία. Ο Εισαγγελέας κ. Ιωάννης Διώτης μιλάει αποκλειστικά στο ΒΗΜΑ για το νέο νόμο που ετοιμάζεται. Η κοινωνία θα νικήσει την τρομοκρατία. Ο έλεγχος του DNA. Τα νέα αποδεικτικά μέσα και η προστασία των μαρτύρων›.

Και λέει μεταξύ άλλων ο κ. Διώτης: Ρωτάται, τα νέα αποδεικτικά μέσα στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας; Και απαντά: «ίσως θα πρέπει να περιληφθούν διατάξεις δικονομικές, που θα λαμβάνονται υπόψη και μέσα αποδεικτικά όπως οι βιντεοσκοπήσεις, οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών, όλα αυτά βεβαίως με την παροχή δικαστικών εγγυήσεων και ακόμα με δικαστικές εγγυήσεις υπό προϋποθέσεις, θα ήταν χρήσιμη η άρση του απορρήτου σε υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος του επαγγελματικού απορρήτου, όπως των δικηγόρων ή των δημοσιογράφων.›

Αυτός είναι ο άνθρωπος τον οποίον η πολιτεία εμπιστεύθηκε, ολίγα χρόνια μετά, να διεξαγάγει την προανάκριση στην υπόθεση της 17Ν. Αυτό το σεβασμό είχε ο κ. Διώτης, στο δικαίωμα της απόρρητης επικοινωνίας συνηγόρου με κατηγορούμενο για τις υποθέσεις αυτές. Είμαι ευτυχής ότι η άποψη αυτή δεν συμπεριελήφθη στο κείμενο του νόμου 2928, εξακολούθησε όμως αλώβητος ο κ. Διώτης ο εμπνευστής, να είναι και ο εφαρμοστής του νόμου αυτού και βεβαίως το πώς τον εφήρμοσε, εν σχέση με το τι πίστευε για το πώς πρέπει να εφαρμοστεί, δεν χρειάζεται άλλη ανάγκη αποδείξεων.

Επεξεργασία του σχεδίου έγινε από επιτροπή που συστήθηκε με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στις 21.11.2000. Στην Επιτροπή συμμετείχαν ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης κ. Πρόδρομος Ασημιάδης ως Πρόεδρος και οι κ.κ., Βασίλειος Μαρκής Αντεισαγγελέας τότε Εφετών, Ιωάννης Διώτης, Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Νίκος Ανδρουλάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Μανωλεδάκης, να μην λέω τους τίτλους είναι γνωστοί, Νίκος Παρασκευόπουλος, Αργύριος Καρράς, Χρήστος Μυλωνόπουλος, Ιωάννης Πανούσης, Χριστόφορος Αργυρόπουλος και Χάρης Παπαχαραλάμπους, δικηγόρος και σύμβουλος του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Από την Επιτροπή παραιτήθηκαν ευθύς εξ αρχής και πριν συζητηθούν επί της ουσίας τα θέματα οι κ.κ., Μανωλεδάκης, Παρασκευόπουλος και Αργυρόπουλος και αντικαταστάθηκαν από τους κ.κ. Φίλιππο Σπυρόπουλο, Νικόλαο Λίβο και Αντώνιο Βγότζα. Στα τέλη Ιανουαρίου παραιτήθηκε και ο κ. Αργύριος Καρράς χωρίς να αντικατασταθεί, αφού οι εργασίες της Επιτροπής έβαιναν προς το τέλος τους. Στην Επιτροπή είχε αρχικά δεχθεί να μετάσχει και ο κ. Γεώργιος Κασιμάτης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, που όμως στη συνέχεια, αρνήθηκε τη συμμετοχή του αν δεν εξαιρούνταν από τη ρύθμιση οι τρομοκρατικές εγκληματικές οργανώσεις. Την ίδια στην ουσία τήρησε, παραμένοντας πάντως στην Επιτροπή, ο κ. Χάρης Παπαχαραλάμπους. Σας διάβασα ένα απόσπασμα από την εισηγητική έκθεση του νόμου 2928, τι βγαίνει απ’ αυτό; Ότι τα πλείστα από μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, χωρίς καμία τοποθέτηση πολιτική να έχουν, ή άλλο λόγο να διάκεινται υπέρ των τρομοκρατών, ή του οργανωμένου εγκλήματος αποχώρησαν μέχρι και ο Σύμβουλος του Υπουργού Δικαιοσύνης ο κ. Παπαχαραλάμπους αποχώρησαν, διότι σταδιακά έβλεπαν να καταπατούνται συνταγματικά και δικονομικά δικαιώματα από την διατύπωση του κειμένου του νόμου ο οποίος στη συνέχεια απετέλεσε τον 2928.

Και να ήταν μόνο αυτή; Να δούμε και πώς ψηφίστηκε. Ποια είναι η νομιμοποίηση δηλαδή της ελληνικής κοινωνίας, στα πλαίσια της υπάρχουσας αντιπροσωπευτικότητας της κοινοβουλευτικής έστω, από την ψήφιση του 2928.

Διαβάζω δημοσιεύματα των ημερών από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. «Παρόντες κατά την ψηφοφορία 7/6/2001 ήσαν μόλις 22 βουλευτές. Από τους οποίους οι 12 της Νέας Δημοκρατίας και οι 10 του ΠΑΣΟΚ. Υπέρ σημειωτέον σε περίοδο λειτουργίας της Ολομέλειας της Βουλής και όχι τμημάτων θερινών, είναι 7/6/2001. Υπέρ ψήφισαν οι 12 της Νέας Δημοκρατίας και 8 του ΠΑΣΟΚ. Ενώ καταψήφισαν 2 του ΠΑΣΟΚ.› Αυτά συνέβησαν στην Ολομέλεια της Βουλής. Τα πρώτα πέντε άρθρα , που είναι και τα πιο σημαντικά λέω εγώ, πέρασαν στις 6/6/2001 με ψήφους 7 βουλευτών, 4 της Νέας Δημοκρατίας, 1 του ΠΑΣΟΚ, ενώ ψήφισαν κατά 2 του ΠΑΣΟΚ και απείχαν και στις δυο ψηφοφορίες οι βουλευτές του Συνασπισμού και του ΚΚΕ.

Οι διαφωνήσαντες βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ζήτησαν και ορθά, να μην αναγραφεί η λέξη «ομόφωνα› στο τελικό πρακτικό της Βουλής για την ψήφιση του νόμου, ανέκραξαν την φράση «κατά πλειοψηφία›. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος, δήλωνε δημοσίως ότι το νομοσχέδιο δεν έχει την δεδηλωμένη πλειοψηφία των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Ενώ ο βουλευτής Απόστολος Ανδρεουλάκος, απευθυνόμενος στον Υπουργό και Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ γινόταν πιο δεικτικός. Αν αφαιρέσουμε εσάς και τον εισηγητή, δεν ακούσαμε άλλον από την κυβερνητική πλειοψηφία να στηρίζει το νομοσχέδιο. Παρά ταύτα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος, δήλωνε ικανοποιημένος γιατί έβλεπε ευρύτερα συναίνεση. Ολίγα περί αντιπροσωπευτικότητας.

Βουλευτικές εκλογές και όχι με σύστημα το οποίο αποτυπώνει τον πραγματικό συσχετισμό των δυνάμεων στην κοινωνία, γιατί τέτοιο είναι μόνο η απλή αναλογική, αλλά εκλογικό σύστημα το οποίο υπηρετεί και καθιδρύει ψεύτικα διλήμματα, ανάγει την υποτιθέμενη ακυβερνησία, σε υπ’ αριθμόν ένα εχθρό και εγκλωβίζει τους ψηφοφόρους στα μεγάλα κόμματα. Αντιπροσωπευτικότητα ανάλογη του συστήματος αυτού. Και διαμόρφωση κατ’ αυτό τον τρόπο του κοινοβουλευτικού συσχετισμού των δυνάμεων.

Και 12 βουλευτές μόνο, εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία ανήκει όχι στη κυβέρνηση, ανήκει στην αξιωματική αντιπολίτευση, στο κόμμα που είχε νομοθετήσει τον 774, και τον 1916, και εκείνοι είναι που σώζουν την παρτίδα του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλου, γνωστού από τα παλιά φοιτητικά χρόνια και ως «πρύτανη των ΜΑΤ› γιατί ήταν ο πρώτος ο οποίος μετείχε σε επιτροπή ασύλου, που το 1985 επέτρεψε για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά να μπουν τα ΜΑΤ στο Χημείο σε κατάληψη. Αυτή λοιπόν είναι η ευρύτερη συναίνεση που ψήφισε το νόμο 2928/2001.

Ότι είναι κ. Δικαστές και ότι λειτουργεί στο όνομα του Ελληνικού Λαού να είστε βέβαιοι ότι δεν λειτουργεί κατ’ ανάγκη και για λογαριασμό του. Και ότι πολλές φορές αυτή η αντιπροσώπευση, η θεσμική – συμβατική, είναι ψευδής, και αλλοιώνει και παραμορφώνει την πραγματικότητα. Οι ίδιες οι ρυθμίσεις του νόμου 2928, δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης ή παρερμηνείες των αιτιών για τις οποίες τόσοι καθηγητές αποχώρησαν και τόσοι βουλευτές δεν ανέλαβαν την ευθύνη να τον υπερψηφίσουν. Εισάγεται η φρονηματική δίωξη, γιατί τέτοια είναι η δίωξη μόνο για την συμμετοχή ή την ένταξη σε μια ομάδα χωρίς να συνοδεύεται από οποιαδήποτε πράξη, και την επεκτείνει και στην απλή συνέργια και ναι μεν βάζει το φερετζέ του οικονομικού οφέλους για να αποκλείσει δήθεν την δίωξη του φρονηματικού στοιχείου, αλλά είδατε πάρα πολύ καλά μέσα εδώ πώς ένα ολόκληρο στοκ ληστειών συνοδεύει μια οργάνωση ένοπλης πάλης, έτσι ώστε το οικονομικό όφελος να βγαίνει, όχι από τη δικονομική αλήθεια, από τα μέχρι τώρα, ως κίνητρο εκείνου ο οποίος ανήκει σε μια οργάνωση, άρα στη πράξη και αυτό είναι πολύ εύκολο να καταστρατηγηθεί.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)