Πολιτική
Δευτέρα, 13 Οκτωβρίου 2003 21:08

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (13/10/2003) Μέρος 8/8

Δεν νομίζω ότι υπάρχει προηγούμενο άλλη φορά στην Ελλάδα, απ’ αυτό που ζήσαμε σε επίπεδο επικοινωνιακής διαχείρισης από τον Ιούλιο του 2002 και σχεδόν μέχρι την έναρξη της δίκης. Σε 24ωρη βάση όλα τα κανάλια, όλες οι εκπομπές να παίζουν τρομοκρατία. 10,15 άνθρωποι, οι ίδιοι και οι ίδιοι να γυρνάνε από κανάλι σε κανάλι όλη την ημέρα και να λένε τα ίδια πράγματα και οποιοσδήποτε τολμά να προσεγγίσει με ένα πιο κριτικό τρόπο να εξοβελίζεται, να εξοστρακίζεται και να χαρακτηρίζεται συνοδοιπόρος. Ο τρόμος να επιβάλλεται πραγματικά σε οποιονδήποτε πολίτη θέλει να σκεφθεί, ή να διατυπώσει την άποψή του και να μην τολμά να το κάνει. Γιατί; Γιατί παραμονεύει ο διπλανός, που είναι έτοιμος να πάρει το 170 για να πει την ύποπτη είδηση, γιατί παραμονεύει ο τηλεοπτικός φακός και η τηλεοπτικής διαπόμπευση που είναι έτοιμη να τον δώσει βορά στην κοινωνία και στα ΜΜΕ, γιατί παραμονεύει η Δαμόκλειος Σπάθη 5, 6 κίτρινων δημοσιογράφων, ούτε καν και είναι προς τιμήν τους ούτε καν δικηγόροι, ελάχιστες οι εξαιρέσεις, και γενικά νομικοί, δεν βρέθηκαν αρωγοί σ’ αυτό το κλίμα τηλεοπτικού εκβαρβαρισμού, οι οποίοι κίτρινοι δημοσιογράφοι, υποκαθιστούν τους πάντες και όταν λέω τους πάντες, εννοώ τους πάντες.

Ακούστε, σας το κατέθεσα και αυτό ως δημοσίευμα. Ακόμα και ο τότε Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ ο κ. Κώστας Λαλιώτης, αρνήθηκε να καλύψει επικοινωνιακά, να χειριστεί επικοινωνιακά την επιχείρηση εξάρθρωσης της 17Ν. Το ανέλαβε ο κ. Κακαουνάκης και ο κ. Οικονόμου. Και ο κ. Λαλιώτης προσημείωσε από τότε την οριστική του έξοδο από την πολιτική που έμελλε όταν εισηγήθηκε στα πλαίσια της δικής του αντίληψης για το ΠΑΣΟΚ να το κατεβάσει στους δρόμους, τις αντιαμερικανικές συγκεντρώσεις του χειμώνα για τον πόλεμο στο Ιράκ, να βάλει την χαριστική βολή.

Κανείς πολιτικός παράγοντας δεν αναλαμβάνει την βρώμικη δουλειά, γιατί όποιος ξέρει από πολιτική, ξέρει ότι ο καιρός έχει γυρίσματα. Το αναλαμβάνει η λούμπεν δημοσιογραφία ορισμένων καναλιών. Και το αναλαμβάνει με την συνδρομή 10, 15 όπως είπα γυρολόγων των καναλιών, οι οποίοι είτε είναι πράκτορες, φανερά πράκτορες σαν τον Κρυστάλλη, είτε είναι άνθρωποι που εν πάση περιπτώσει η σχέση τους με τα δημόσια πράγματα δεν είναι και τόσο αγαθή, ούτε ο τρόπος με τον οποίον ασκούν την δημοσιογραφική τους δουλειά, οι οποίοι διαρκώς διαπομπεύουν, διαρρέουν προανακριτικό υλικό, συσχετίζουν πολιτικούς χώρους με την 17Ν, διαβάλουν πρόσωπα οικογενειακού περιβάλλοντος των φερομένων ως τρομοκρατών, καλούν συνηγόρους σε απολογία να πουν γιατί ανέλαβαν τον τρομοκράτη και τους παρακολουθούν με τις κάμερες ακόμα και έξω από τα γραφεία τους. Μεταδίδουν συνέχεια εκείνες τις εικόνες, που δεν ξέρω πόσα χρόνια θα πρέπει για να βγουν από το μυαλό μας των συλλαμβανομένων, άλλοτε on line και άλλοτε σε μαγνητοσκόπηση με τα αλεξίσφαιρα γιλέκα να προσάγονται στα δικαστήρια και τα τζιπ να κάνουν γύρω – γύρω στο προαύλιο χώρο των φυλακών.

Επαναλαμβάνω ότι τα δημοσιεύματα για τον ευρύτερο κύκλο και αρχίζει και η εξαγγελία του νέου γύρου των συλλήψεων, του νέου κυνηγιού των μαγισσών. Μια εξαγγελία καθαρά τρομοκρατική, με σκοπό να μην μπορέσει να ορθωθεί ο παραμικρός λόγος συμπαράστασης, όχι συμπαράστασης πολιτικής, αλλά συμπαράστασης νομικής στο επίπεδο των δικαιωμάτων.

Δεν βρίσκω καλύτερη περιγραφή και ανάλυση το φαινόμενο της τρομο-υστερίας απ’ αυτή που θα σας διαβάσω, και που δεν είναι αριστεριστής σαν και εμένα, αυτός που την λέει.

«Είναι φανερό ότι στη δίκη των μελών της Οργάνωσης 17Ν θα δοκιμαστεί η αντοχή του κράτους δικαίου στον τόπο μας. Όσο είναι καιρός πρέπει η επιστήμη του δικαίου με παρρησία να υπερασπιστεί τις αρχές του. Να επισημάνει τους κινδύνους που το απειλούν και να αποκαλύψει τις εκτροπές του απ’ αυτό.

Εντελώς συνοπτικά θα επισημάνω από την σημερινή πραγματικότητα κάποια σημεία που κατά την γνώμη μου δικαιολογούν ανησυχία καθώς αποτελούν σοβαρές ενδείξεις εκτροπής από το κράτος δικαίου, ειδικά στην περίπτωση της 17Ν με την επίκληση της σκοπιμότητας, για αποτελεσματική αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.

α) Σε ιδεολογικό επίπεδο. Καλλιεργείται από ορισμένα Μ.Μ.Ε. και συγκεκριμένους δημοσιογράφους η εντύπωση, πως όποιος υπερασπίζεται σήμερα το κράτος δικαίου, την αρχή της νομιμότητας, είναι σύμμαχος εκούσιος, ή έστω ακούσιος της τρομοκρατίας, ρίχνει νερό στο μύλο της και θα πρέπει να αλλάξει στάση.

Το ίδιο ισχύει και για τους δικηγόρους που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της υπεράσπισης προσώπων, κατηγορουμένων για τρομοκρατικές πράξεις, και κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν υπερασπιστές της τρομοκρατίας. Η περίπτωση αυτή ιδεολογικής βίας, καθαρά φασιστικού χαρακτήρα θυμίζει την περίοδο του εμφυλίου που όσοι δεν αποδοκίμαζαν τις εκτροπές της εξουσίας για την πάταξη του κομμουνισμού, χαρακτηρίζονταν συμπαθούντες και συνοδοιπόροι.

Είναι ένας εύκολος και ανώδυνος τρόπος για να απαλλαγούν από την ενοχλητική κριτική, όσοι σήμερα ασκούν καταχρηστικά την εξουσία τους. Το δυσάρεστο και επικίνδυνο σήμερα είναι ότι, ακόμα και νομικοί και συνταγματολόγοι, κάνοντας και υποκριτική αυτοκριτική, προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις εκτροπές από την νομιμότητα, για χάρη της αποτελεσματικής πάταξης της τρομοκρατίας, ισχυριζόμενοι άμεσα ή έμμεσα, ότι πρέπει, να αλλάξουν οι αρχές που χαρακτηρίζουν το κράτος δικαίου της εποχής μας, ενόψει του φαινομένου της τρομοκρατίας και κατηγορώντας όσους υπερασπίζονται αυτές τις αρχές, ως υποστηρικτές επιστημονικά άγονων και ξεπερασμένων θέσεων που επιβραδύνουν ή παρεμποδίζουν την αποτελεσματική πάταξη αυτού του φαινομένου.

β) Σε επίπεδο ενημέρωσης του λαού. Και πάλι από ορισμένα Μ.Μ.Ε. και συγκεκριμένους δημοσιογράφους παρακάμπτεται εντελώς το αυτονόητο, σε μια δημοκρατική πολιτεία αίτημα για ευλαβική τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της δίκαιης δίκης, στην αντιμετώπιση του οποιουδήποτε εγκλήματος, όσο βαρύ και αν είναι αυτό, ενώ τονίζονται μονομερώς, οι κίνδυνοι που δημιουργούνται για την κοινωνία και τον κάθε άνθρωπο, από την οργανωμένη εγκληματικότητα και ιδίως από την τρομοκρατία.

Έτσι αφήνουμε να καλλιεργείται η εντύπωση ότι οποιοδήποτε μέτρο για την αντιμετώπιση των εγκληματιών και ιδίως των τρομοκρατών, είναι δικαιολογημένο και νομιμοποιημένο στην συνείδηση του λαού. Δημιουργείται λοιπόν μια εικόνα έκτακτης ανάγκης για την σημερινή κοινωνία που δικαιολογεί την λήψη αντίστοιχα έκτακτων μέτρων, όπως σε καιρό πολέμου, ενώ αυτό, δεν ανταποκρίνεται βέβαια στην ελληνική πραγματικότητα. Αλλά δεν είναι μόνο η μονομερής και εκφοβιστική ενημέρωση και αγνόηση των επιταγών του κράτους δικαίου. Εξίσου επικίνδυνη είναι η εν τοις πράγμασι αλλοίωση και διαστρέβλωση των θεσμών του δικαίου από δημοσιογράφους, που υποδύονται το ρόλο του εισαγγελέα και του ανακριτή.

Αλλά εδώ συμπληρώνω εγώ ότι οι Ενώσεις Δικαστών & Εισαγγελέων σιώπησαν όλη εκείνη τη περίοδο και υποκαθιστούν την θεσμική δικαιοσύνη με μια τηλεδικαιοσύνη. Έτσι καλλιεργούν ένα ψευτο-δικαιικό κλίμα, ευνοϊκό για την δημιουργία ψευδών αντιλήψεων για το δίκαιο και τους κανόνες του, ασκώντας παράλληλα ψυχολογική πίεση στους δικαστές, που χειρίζονται τις ποινικές υποθέσεις, όχι μόνο της τρομοκρατίας, αλλά και κάθε ποινικής υπόθεσης που προκαλεί το ενδιαφέρον του λαού.› Αυτά τα λέει ο καθηγητής κ. Ιωάννης Μανωλεδάκης, στο αναφερόμενο και άλλες φορές στη δίκη αυτή άρθρο του, με τίτλο «Τρομοκρατία και Νομοκρατία› που έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη τεύχος 1 του 2003.

Δεν είναι βέβαια μόνο ο κ. Μανωλεδάκης ένας από τους λιγοστούς που έχει το θάρρος της γνώμης. Σας διαβάζω και ένα άλλο δημοσίευμα του Αυγούστου του 2002.

«Καθένας έχει την κατανόηση για την αγωνία των διωκτικών αρχών, να μην υποπέσουν ορισμένα από τα διατυπούμενα εγκλήματα σε παραγραφή. Όμως ο Εφέτης Ανακριτής και πολύ περισσότερο το Δικαστικό Συμβούλιο δεν είναι διωκτικές αρχές, είναι δικαστές. Και οφείλουν να τηρούν ίσες αποστάσεις από τις διάδικες πλευρές, την κατηγορούσα εισαγγελία και τον κατηγορούμενο ιδιώτη. Και ναι μεν ο Κ.Ποιν.Δ. επαφύεται στην κρίση του ανακριτή για το πόσο χρόνο θα θέσει στην διάθεση του κατηγορουμένου για να ετοιμάσει την άμυνά του, όμως αυτή η γενική και αφηρημένη νομοθετική ρύθμιση, υπόκειται στην ερμηνευτική εξειδίκευση που απαιτούν οι ιδιομορφίες κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης, με βάση την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Οποιαδήποτε λοιπόν αποστροφή και αν μας διακατέχει, εναντίον των εκτελεστών ανυπεράσπιστων θυμάτων και οποιαδήποτε αισθήματα σεβασμού της οδύνης των οικείων των θυμάτων αυτών, σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν την υποχρέωση των δικαστών, να συμμορφωθούν με την επιταγή της δίκαιης δίκης. Μια επιταγή που δεν εξαντλείται στις ανέξοδες κορώνες που κάθε τόσο ακούμε στο χώρο της πολιτικής αγοράς, αλλά οφείλουν να είναι αξιόπιστες και ορατές στην καθημερινή πρακτική.

Η διαμαρτυρία μου για την βάναυση καταπάτηση των αρχών της δίκαιης δίκης στη περίπτωση των κατηγορουμένων ως ηγετών και εκτελεστών της 17Ν, δεν περιορίζεται μόνο στην προαναφερόμενη παρωδία παροχής χρόνου υπεράσπισης. Εκτείνεται και στην ανυπαρξία εχέμυθης επικοινωνίας των κατηγορουμένων με τους δικηγόρους τους.

Πριν από 60 περίπου χρόνια, στα σκληρά χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, ο δάσκαλός μου Εμμανουήλ Μιχελάκης, υφηγητής τότε της πολιτικής δικονομίας και αργότερα καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου στη Νομική Αθηνών, υπηρετούσε ως έφεδρος αξιωματικός στο στρατοδικείο της Λάρισας. Όταν έγινε αντιληπτό από τη στρατιωτική διοίκηση ότι δεν ψήφισε ποτέ πρόταση για καταδίκη σε θάνατο, τον κάλεσε ο στρατηγός. Τον έπιασε από το πέτο και του επέστησε την προσοχή στις εθνικές υποχρεώσεις του. Δεν είχε κανένα περιθώριο να μην συμμορφωθεί εφεξής. Από τότε βιώσαμε πολλές δοκιμασίες, ώστε να μην δικαιούμαστε να κλείνουμε τα μάτια και το στόμα, όταν η δικαιοσύνη πιέζεται από διάφορες ανάγκες εθνικής σκοπιμότητας.

Μόλις τον Ιούλιο του 2002, ο καθηγητής κ. Κώστας Μπέης, ένας άνθρωπος ο οποίος, εκτός από καθηγητής είναι γνωστή και η πολιτική του διαδρομή, ήταν πάντα στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος, το υπηρέτησε και από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας για αρκετά χρόνια, τον θυμάμαι από φοιτητής στις αντιπαραθέσεις που είχαμε, πρέπει να πω ότι, φαίνεται ότι τον άνθρωπο αυτό η εξουσία δεν τον άλλαξε και είναι προς τιμήν του, ότι δεν απολείπεται των βασικών αρχών με τις οποίες πορεύτηκε και στην ακαδημαϊκή και στην πολιτική του ζωή.›

Να λοιπόν δυο πολύ ενδεικτικά δημοσιεύματα, δυο πάρα πολύ ενδεικτικές απόψεις ανθρώπων που έχουν νομικό κύρος που μας λένε για την τρομο-υστερία τι νιώθουμε και τι είναι. Βεβαίως η τρομο-υστερία έχει πολλά στάδια και αξίζει τον κόπο να δούμε πώς ένας από τους βασικούς της εκφραστές πάλι σε ένα καταπληκτικό δημοσίευμα που θα σας διαβάσω εδώ πέρα, δίνει εξηγήσεις γιατί σπιλώνουμε τα δημοσιεύματα, γιατί φωτογραφίζουν και γιατί εν πάση περιπτώσει μπλέκουν αθώους ανθρώπους. Ακούστε.

«Πώς να εξακριβώσεις τις πληροφορίες σου, όταν η 17Ν ή οι θυγατρικές της δεν έχουν διεύθυνση και τηλέφωνο; Πώς να μιλήσεις για υποψίες χωρίς να φωτογραφίσεις ανθρώπους που είναι πολύ πιθανόν να σπιλωθούν άδικα για πολλά χρόνια; Η εύκολη λύση είναι η εξής, πως η έρευνα ίσον τρομο-λαγνεία αλλά τότε γιατί γίναμε δημοσιογράφοι; Μέσα δε στον ρημαγδό και την δαιμονολογία που θα ακολουθήσει, μακάρι να βρούμε όλοι λίγο χρόνο για να ζητήσομε από λίγο συγνώμη. Γιατί πολύς κόσμος έκανε πολλά λάθη, κατηγόρησε λάθος ανθρώπους, και συγκάλυψε τους σωστούς.› Αυτά τα λέει ο κ. Αλέξης Παπαχελάς, στο ΒΗΜΑ στις 11 Ιουλίου του 2002. Πώς να εξακριβώσεις τις πληροφορίες για την 17Ν; Αυτή είναι η δημοσιογραφία λοιπόν.

Ή πρέπει να έχουμε τον Χρυσό Οδηγό για να μας λέει, πού έχει διεύθυνση η 17Ν και τηλέφωνο, ή πρέπει να γινόμαστε ντετέκτιβ και να μην ορωδούμε να μιλήσουμε για οποιονδήποτε έστω και να τον φωτογραφίζουμε γιατί αλλιώς πώς να μιλήσεις; Αυτή είναι η αντίληψη για την δημοσιογραφία και για τον δημόσιο λόγο, ενός μέρους της δημοσιογραφίας βέβαια, που είναι, αρκετά πια διακριτό στο απώτερο παρελθόν και στο περιθώριο της συνείδησής μας και που δεν έχει καμία σχέση, ευτυχώς, με την πλειοψηφία των δικαστικών ρεπόρτερ που καλύπτουν την δίκη αυτή.

Έχουμε και άλλα. Οι έρευνες, το δημοσίευμα το οποίο σας έλεγα πριν και δεν εύρισκα, το οποίο είναι της ίδιας περιόδου, του Αυγούστου «Οι έρευνες στρέφονται τώρα σε ένα ευρύτερο κύκλο ανθρώπων, πέρα από τα ενεργά μέλη της 17Ν, στο λεγόμενο υποστηρικτικό δίκτυο. Επεκτείνονται σταδιακά οι έρευνες των διωκτικών αρχών. Πρόκειται για τα άτομα εκείνα τα οποία, μερικές φορές εν αγνοία τους και άλλοτε συνειδητά, χρησιμοποιήθηκαν από τα μέλη της οργάνωσης, σε μια σειρά από δευτερεύουσες ενέργειες, όπως η άντληση πληροφοριών από υπηρεσίες, η διευκόλυνση σε παρακολουθήσεις, η κάλυψη έπειτα από ενέργειες. Το δίκτυο αυτό ανθρώπων, αρκετοί από τους οποίους σύμφωνα με εκτιμήσεις είναι συγγενείς των μελών της οργάνωσης, ή πολύ στενοί φίλοι, απαρτίζεται από 50 άτομα περίπου, τα οποία, μπορεί να έχουν χρησιμοποιηθεί άπαξ, όποτε χρειάστηκε η συνδρομή τους.›

Δείτε εδώ λοιπόν, πώς στήνεται μια επιχείρηση ευρύτερης τρομοκράτησης και ταυτόχρονα μια επιχείρηση ενεργοποίησης του καθενός τρομόπληκτου έλληνα πολίτη από τα 170, μήπως κάποτε είδα κάτι στην γειτονιά μου ύποπτο κλπ, και να τα χιλιάδες τηλεφωνήματα και να η μετατροπή του έλληνα πολίτη σε καθημερινό ρουφιάνο, και να η απαγόρευση άρθρωσης διαφορετικού λόγου στο νομικό ή στο πολιτικό επίπεδο από οποιονδήποτε. Ευρύτερος κύκλος συλλήψεων και νέος γύρος και τα τέσσερα Π και τα τέσσερα Ξ και το ένα και το άλλο. Και όλα αυτά τα πράγματα, συνεχίζονται μέχρι την δίκη.

Φθάνουμε σε on line συλλήψεις κυριολεκτικά και αναφέρομαι στα μέλη του ΕΛΑ. Φθάνουμε σε άρθρα, έχω εδώ πέρα μια συνέντευξη του κ. Λυκουρέζου στο «Κόσμο του Επενδυτή› 15.2.2003, «δέχεται σοβαρές απειλές κρίσιμος μάρτυρας στην δίκη της 17Ν.› Συμβάλει και εκείνος με τον τρόπο του στη δημιουργία, στη διοχέτευση, στο εξάπλωμα της τρομο-υστερίας.

Εκείνος που φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται αυτό το πράγμα, είναι ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας. Εκείνος στην αγόρευσή του, δεν ήμουν παρών γιατί ήμουν άρρωστος εκείνη την εβδομάδα γι’ αυτό έλειψα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων το διευκρινίζω, στα πρακτικά τη διάβασα, σε τρεις σελίδες εκφράζει την ανησυχία του όταν ανέλαβε, όταν κληρώθηκε εν πάση περιπτώσει να γίνει εισαγγελέας στην δίκη αυτή, τι ήταν εκείνο που τον φόβισε.

Μάταια ανέμενα, από τον εκπρόσωπο της Ένωσης Εισαγγελέων και από έναν άνθρωπο ο οποίος εν πάση περιπτώσει διατυπώνει δημόσιο λόγο κατά καιρούς, να στηλιτεύσει με δυο λέξεις αυτό το φαινόμενο της τρομο-υστερίας, όταν κατασκευάζονται ένοχοι. Αυτές τις κατασκευές έχουμε το 78% της κοινής γνώμης, όταν παρακολουθείτο η Σωτηροπούλου με το παιδί της από τα Κανάλια, οι συγγενείς όλων των κατηγορουμένων όταν κατ’ αυτόν τον τρόπο εξοστρακίζονταν κάθε προσπάθεια διαφορετικής προσέγγισης των ζητημάτων, όταν οι νομικοί που αναλάμβαναν εκαλούντο σε απολογία από ξετσίπωτους δημοσιογράφους της κίτρινης δημοσιογραφίας των Καναλιών να απολογούνται γιατί ανέλαβαν, όταν εν πάση περιπτώσει όλο αυτό το κυνήγι μαγισσών είχε υποκαταστήσει και την ίδια την Δικαιοσύνη, να βγει η Δικαιοσύνη και να πει «βρε αδελφέ φτάνει, τι είναι αυτά›. Όχι, την ουρά κάτω από τα σκέλια και υποταγή και ένταξη μέσα στον σκοπό.

Ο κ. Μαρκής λοιπόν τι είπε; Τον ανησύχησε λέει ένα οργανωμένο σχέδιο των συνηγόρων υπεράσπισης οι οποίοι περιδιάβαιναν όλη την Ελλάδα αμφισβητώντας το Δικαστήριο. Δύο τινά έπ’ αυτού: πρώτον, ακόμα και αυτή τη στιγμή μου κάνει εντύπωση η μονομέρεια και η επιλεκτικότητα. Ο κ. Εισαγγελέας δεν παρακολουθούσε 24 ώρες την ημέρα τηλεόραση και το σύνολο των δημοσιευμάτων του Τύπου. Αλίευσε 1-2-3, όχι περισσότερες πολιτικές εκδηλώσεις, πέστε το όπως θέλετε, στις οποίες μετείχαμε. Είναι καθήκον και τιμή μας γιατί ο ρόλος του συνηγόρου υπερασπιστή είναι να καταγγέλλει τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του εντολέα του. Δεν πήγα εγώ σε καμία τηλεόραση για να πω αν ο πελάτης μου είναι αθώος ή ένοχος. Δεν χτυπιόμουν με τον αντίδικο για το αν στην δολοφονία τον σκότωσε ο δικός του ή κάποιος άλλος.

Αυτοί που χτυπιόντουσαν είχαν την πλήρη ανοχή των πάντων και μέσα εδώ πέρα στην διαδικασία και έξω από αυτήν και από τον Δικηγορικό Σύλλογο 100 φορές τηλεοπτικές εμφανίσεις, ότι πήγα εγώ, η Κούρτοβικ και ο Ραχιώτης σε τρεις εκδηλώσεις και άλλοι συνήγοροι και ο κ. Σταμούλης και εξέφρασαν προβληματισμούς για το πολιτικό έγκλημα, για το αν είναι αρμόδιο ή δεν είναι το Δικαστήριο, για το νόμο της κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου και για την καταπάτηση την απροκάλυπτη των δικαιωμάτων όσων κατηγορουμένων συνελήφθησαν στην προδικασία, αυτό είναι οργανωμένο σχέδιο της υπεράσπισης για την αμφισβήτηση του Δικαστηρίου.

Θα έρθω βέβαια σε αυτό όταν θα ασχοληθώ με τις επιθέσεις του κ. Μαρκή εναντίον της υπεράσπισης σε ιδιαίτερο κεφάλαιο παρακάτω. Προς το παρόν θίγω τη μονομέρεια του Εισαγγελικού Λειτουργού και εκφράζω την περιέργειά μου για το πώς ένας άνθρωπος για 6 μήνες δεν έχει δει τίποτα από αυτά τα οποία μου έχουν δημιουργήσει μέχρι κι εμένα την πεποίθηση. Εγώ πίστευα ότι ο Τζωρτζάτος έχει σκοτώσει τον Μπακογιάννη μέχρι κοντά που άρχισε η Δίκη. Γι’ αυτά δεν λέει τίποτα. Τις 2-3 εκδηλώσεις που συμμετείχαμε 2-3 δικηγόροι αυτό βρήκε να το καυτηριάσει και να το αναβαθμίσει σε οργανωμένο σχέδιο της υπεράσπισης. Και της υπεράσπισης κιόλας, όχι των κατηγορουμένων με ταύτιση προς την υπεράσπιση. Εμείς πήγαμε πιο μπροστά δηλαδή και από τους κατηγορουμένους πολιτικά για να αμφισβητήσουμε αυτή την Δίκη.

Βεβαίως πώς να μην περιμένει κανείς ως επόμενη την στάση όταν κάποιοι άνθρωποι έρχονται εδώ πέρα ως μάρτυρες υπεράσπισης και ερωτώνται από εμένα, γιατί εξακολουθώ να το λέω ότι είναι σημαντική συνιστώσα για τον τρόπο διεξαγωγής της Δίκης αυτής η προκατάληψη, η νοοτροπία με την οποία ερχόμαστε μέσα σε αυτή την αίθουσα ακόντες άκοντες και στηλιτεύω την τρομο-υστερία και ρωτώ τον μάρτυρα Σταματόπουλο που ενόχλησε τον κ. Μαρκή για το άρθρο που έγραψε μετά στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ› αν υπήρξαν κατά την κρίση του εκφοβιστικά αποτελέσματα της τρομοϋστερικής διαχείρισης τα οποία να είναι αποτρεπτικά στο να έρθουν μάρτυρες υπεράσπισης ή τεχνικοί σύμβουλοι ή και συνήγοροι να αναλάβουν.

Το ρωτώ διότι μία Δίκη δεν μπορεί να είναι δίκαιη όταν δεν έχει αβίαστα το δικαίωμα κάποιος να έρθει μάρτυρας, να πάει συνήγορος, να πάει τεχνικός σύμβουλος, εκεί απειλείται με κράτηση εάν δεν πει ποιος. Δεν απειλήθηκε ο Βουτζαλής, δεν απειλήθηκε η Βεργή, δεν απειλήθηκε η Ευγενούλα. Θα πω για τον καθένα στην ώρα τους. Ο Σταματόπουλος απειλήθηκε με κράτηση λοιπόν και απεπέμφθη βιαίως, να μην πω λέξη «υβριζόμενος› αλλά εν πάση περιπτώση όχι και κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο εδώ πέρα διότι ως δημοσιογράφος εξέφρασε έναν λόγο διαφορετικό από εκείνον που είχαμε συνηθίσει να ακούμε από τα Κανάλια και τις τηλεοράσεις.

Βέβαια πώς να μην αντιμετωπιστεί με ειρωνεία και ο επίσης μάρτυρας υπεράσπισης του κ. Γιωτόπουλου εν προκειμένω ο κ. Βένιος Αγγελόπουλος όταν αναφέρθηκε στο ίδιο περιστατικό όντας και ο ίδιος μάρτυρας δικής μου απόπειρας προσέγγισης πανεπιστημιακών ανθρώπων μέσω αυτού για να έρθουν στην Δίκη και να πουν κάποια πράγματα γύρω από τα ηλεκτρονικά και αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία και με πλήρη δυσπιστία και απαξίωση ότι είναι δασκαλεμένος από τον κ. Παπαδάκη ή όπως δασκαλεμένος χαρακτηρίστηκε και ο μάρτυρας Κλέαρχος Σμυρναίος πάλι από τον κ. Μαρκή στις 19/6. Θα φτάσουμε εκεί όταν πάμε σε αυτό το σημείο.

Παράλληλα νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε και ορισμένα πράγματα στο πιο στενά νομικό επίπεδο και στην κίνηση εν πάση περιπτώσει του μηχανισμού της Δικαιοσύνης από τον Ιούλιο 2002 μέχρι την Δίκη. Καταρχήν θα ήθελα να επισημάνω την τιμητική κατά την γνώμη μου παρέμβαση των Δικηγορικών Συλλόγων και της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ήδη από τα μέσα Ιουλίου με ανακοινώσεις τους ο μεν Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ηπίως καλούσε τις διοικούσες αρχές της Εισαγγελίας Αθηνών να λάβουν θέση δημόσια και να ξεκαθαρίσουν πιο είναι το νομικό καθεστώς κράτησης του Σάββα Ξηρού χωρίς βεβαίως απάντηση. Ο δε Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης ελάμβανε θέση συγκεκριμένα και έλεγε ότι ο Σάββας Ξηρός δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί κρατούμενος και συνεπώς να απολαμβάνει τα δικαιώματα του κρατουμένου.

Οι παρεμβάσεις αυτές έπεσαν στο κενό και αντ’ αυτών είχαμε την παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τότε του κ. Κρουσταλάκη ο οποίος ήδη από τις 15 Ιουλίου έσπευσε να πει ότι οι Διωκτικές Αρχές επιτελούν το έργο τους καθώς και οι αρμόδιοι Εισαγγελικοί Λειτουργοί με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πού τον είδε θα ήθελα να ήξερα βέβαια. Σημασία όμως έχει ότι βγήκε και νομιμοποίησε απογοητευτικά για την μέχρι τότε δικαστική διαδρομή του συμπεριφερόμενος, όλες αυτές τις αποδοκιμαζόμενες από το Δίκαιο μέχρι τότε συμπεριφορές.

Παράλληλα την ίδια περίοδο που ζήσαμε την ελληνική εκδοχή, την ιδεολογικοπολιτική όπως την ονομάζω κεφαλαιοποίηση της επιχείρηση εξάρθρωσης 17Ν η οποία δημιουργούσε μία πόλωση στο δίλημμα που πολύ ωραία ο κ. Μανωλεδάκης την περιγράφει ότι όποιος δεν είναι μαζί μας είναι με τους τρομοκράτες, ισχυροποιώντας το κράτος απέναντι στην τρομοκρατία σε ένα δίλημμα πάντοτε ψεύτικο ή με το κράτος ή με την τρομοκρατία. Η απάντηση δεν είναι σε τίποτα από τα δύο αλλά είναι στα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα.

Είχαμε ευθεία παρέμβαση του Πρωθυπουργού της χώρας κ. Κωνσταντίνου Σημίτη ο οποίος μιλώντας στα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης στις 6 Σεπτεμβρίου 2002 προσδιόρισε πολιτικά την τρομοκρατία στο χώρο των λαθρεπιβατών όπως τους ονόμασε της Αριστεράς. Είπε ότι η Αριστερά η επίσημη δεν έχει καμία σχέση με αυτά. Φτάνει βέβαια αυτό το τελευταίο – το λέω καθ’ ερμηνεία εγώ – η Αριστερά να συμπράξει στο εθνικό μέτωπο εναντίον της τρομοκρατίας το οποίο είναι αναγκαίο αυτή την στιγμή να προωθήσουμε.

Η Αριστερά φοβούμαι ότι αντάλλαξε τη μη ενοχοποίησή της από την κρατούσα πολιτική με την παραίτησή της από την διατύπωση κάθε λόγου καταγγελτικού για τις παραβιάσεις των αρχών του κράτους δικαίου και αυτά τα λάθη η Αριστερά θα τα πληρώσει πάρα πολύ ακριβά στο μέλλον. Παράλληλα ένα ακόμα σημείο της επικοινωνιακής διαχείρισης είναι η μεθοδευμένη προσπάθεια ιδεολογικοπολιτικού και προσωπικού εξευτελισμού των συλλαμβανομένων.

Δεν είναι μόνο τα αλεξίσφαιρα και η διαπόμπευση των οικείων. Είναι κυρίως η παρουσίασή τους ως ρουφιάνων οι οποίοι κοιτάνε να σωθούν, τα δίνουν όλα για να σώσουν το τομάρι τους, δεν τους διακατέχει καμία ηθική συνοχή μεταξύ τους, ο ένας καρφώνει τον άλλον. Είναι όλοι τους μικροαστοί κατά τα λοιπά στην ζωή τους και παριστάνουν τους επαναστάτες και τους τρομοκράτες. Σε αυτά όλα βέβαια αντίλογος δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρχει. Οι αρμόδιοι για να τον διατυπώσουν είναι κρατούμενοι και στερούνται ακόμα και του δικαιώματος ελεύθερης επικοινωνίας ενώ εκ των υπολοίπων όποιος τολμήσει να διατυπώσει έχει στην καλύτερη περίπτωση τον χαρακτηρισμό του συνοδοιπόρου και στη χειρότερη τη δημόσια διαπόμπευση έτσι ώστε να αμβλυνθεί και ένα άλλο αντανακλαστικό ενός σημαντικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας που έχει ευαισθησία στις φρονηματικές και στις πολιτικές διώξεις. Να δημιουργηθεί μία πεποίθηση ότι βρε παιδί μου γι αυτά τα τομάρια δεν αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς αγώνες, να μιλάει για δικαιώματα, να μιλάει για κράτος Δικαίου, να μιλάει για οτιδήποτε. Κοίτα τους, αυτοί ήταν τόσα χρόνια;

Βέβαια ποια άλλη εικόνα μπορεί να δώσει αυτή η γενικευμένη τηλεοπτική βαρβαρότητα η δημοσίευση απολογιών, η σκοπίμως διαρρέουσα δημοσίευση απολογιών για την οποία εδώ κι αν είναι υποκρισία η δίωξη κάποιων δημοσιογράφων κάποιους μήνες μετά την στιγμή που όπως είδαμε από τα δημοσιεύματα πριν, το περιεχόμενο των απολογιών στην ουσία διέρρεε προτού διατυπωθεί σε επίσημα έγγραφα και κάτω από τις συνθήκες αυτές έχουμε και ένα πάρα πολύ σημαντικό κρούσμα παραβιάσεων της σωφρονιστικής νομοθεσίας η οποία επιδρά πολύ σημαντικά στην αρχή της δίκαιης δίκης εφόσον εμποδίζει, περιορίζει, διακωλύει ουσιωδώς το λειτούργημα του δικηγόρου εν σχέση με τον εντολέα του.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος στα μέσα Σεπτεμβρίου 2002 έκανε κάποιο διάβημα στον Εισαγγελέα των Φυλακών τον κ. Φραγκιαδάκη. Το διάβημα δεν έφερε αποτέλεσμα. Είχαν προηγηθεί και αναφορές όλων των συνηγόρων υπεράσπισης προς τον Δικηγορικό Σύλλογο. Εγώ δεν είχα αναλάβει ακόμα. Το «όλων› το λέω επειδή θα έρθω παρακάτω στις επιθέσεις γιατί πρέπει κάποιοι φωστήρες οι οποίοι βλέπουν οργανωμένα σχέδια να εξηγήσουν τι είναι εκείνο που ενώνει τον Σταμούλη που είναι ΠΑΣΟΚ, τον Πρωτέκδικο που είναι Δεξιός, εμένα που είμαι Αριστεριστής, τον Αγιοστρατίτη που είναι ΚΚΕ, τον άλλον που είναι Συνασπισμός σε κοινά διαβήματα, συνωμοτεί παγκοσμίως η 17Ν μέσω δικηγόρων διαφορετικών πολιτικών τοποθετήσεων για να διεκδικεί στοιχειώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα ή μήπως είναι τόσο απροκάλυπτη η παραβίασή τους;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είναι προσωπικά δεδομένα αυτά.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Αναλαμβάνω την ποινική ευθύνη έναντι εκείνων που τα δημοσιοποίησαν.

(Διαλογικές συζητήσεις)

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Λέω για το θέμα των κελιών. Τόσες φορές που το λέτε, σας προκαλώ να πάμε να τα δούμε. Ή κανονίστε να τα δείτε και μετά να έρθετε να το συζητήσουμε πώς είναι. Έχουν δημοσιευθεί –και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της στεγανότητας του σωφρονιστικού συστήματος- και κατόψεις σε εφημερίδες από το καλοκαίρι πώς θα ήταν αυτά τα κελιά, και συνεντεύξεις έχουν δοθεί και καταγγελίες έχουν γίνει και εδώ είναι και οι δεσμοφύλακες είναι, ρωτήστε αυτούς αν θέλετε για το πώς είναι και έχετε όλο το κύρος που κανένα Συμβούλιο Φυλακών δε θα σας αρνηθεί, να οργανώσετε να πάμε στα κελιά και να πάνε και οι δημοσιογράφοι να έρθουν να τα δουν, και οι δικηγόροι, και οι κατηγορούμενοι και όλοι. Και τότε να έρθετε να κουβεντιάσουμε πώς είναι

Εγώ εκείνο το οποίο οφείλω να επισημάνω στο Δικαστήριο είναι κατά πόσον αυτές οι συνθήκες προφυλάκισης παραβίαζαν το τεκμήριο αθωότητας και κατά πόσον υπηρετούσαν ή παραβίαζαν και αυτοί τη δυνατότητα επικοινωνίας των κατηγορουμένων με συνηγόρους. Λέω λοιπόν, με δεδομένο ότι δεν είχε ποτέ εκδοθεί Προεδρικό Διάταγμα ως τότε τουλάχιστον που να δημιουργηθεί διαφορετικές κατηγορίες κρατουμένων ή να διαχωρίζει τις υφιστάμενες, που είναι αναγκαίο σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 17 του Ν.2776/99, δηλαδή του Σωφρονιστικού Κώδικα, ούτε υπήρχε εσωτερικός κανονισμός των φυλακών στον Κορυδαλλό, επίσης απαιτούμενος κατ’ άρθρο 51 παρ. 4 του ίδιου νόμου που να ρυθμίζει τις επισκέψεις, την επικοινωνία κτλ.

Σε ποιες διατάξεις νομικές είχαν έρεισμα οι περιορισμοί οι οποίοι γίνονταν; Σε ειδικά κελιά για τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους, για λιγότερο επισκεπτήριο, το 1/3 των ωρών επισκεπτηρίου που είχαν οι άλλοι κρατούμενοι, το 1/3 των ωρών επισκεπτηρίου και για τους συνηγόρους ακόμα, χωρίς δυνατότητα σε μία δικογραφία 50.000 σελίδων την οποίαν καλούμεθα να «επεξεργαστούμε› μέσα σε προθεσμίες 5 και 10 ημερών, να πρέπει να είμαι εγώ με τον πελάτη μου να του δείχνω χαρτιά, να μου δείχνει χαρτιά, να πρέπει να του δώσω ένα χαρτί, να μη μ’ αφήνουν ή να τον μην αφήνουν εκείνον, μέχρι και κατασχέσεις χειρογράφων είχαμε μέσα στις φυλακές, από τον Τζωρτζάτο που ήταν χειρόγραφα πάνω στη δικογραφία.

Το μόνο που επιτρεπόταν να περάσει μέσα από τον δικηγόρο στον κρατούμενο, ήταν αντίγραφα της δικογραφίας. Καθόταν ο χριστιανός και σημείωνε πάνω στη δικογραφία ορισμένα πράγματα και αυτές τις σημειώσεις του τις πήραν. Ποια ελεύθερη επικοινωνία λοιπόν, ποια απόρρητη επικοινωνία, ποια ελεύθερη ανταλλαγή υπομνημάτων και σημειώσεων για τον τρόπο κατάρτισης της υπερασπιστικής γραμμής; Η πολιτική του κ. Διώτη στην εφαρμογή της, παρότι δεν νομοθετήθηκε ποτέ.

Προϊόντος του χρόνου φτάνουμε στον Οκτώβριο, τα ερωτήματα αυτά σε ό,τι αφορά τις άνισες και δυσμενείς συνθήκες κράτησης και επικοινωνίας αποτελούν αντικείμενο ομόφωνης διαμαρτυρίας και προβολής από τους συνηγόρους υπεράσπισης, αλλά παράλληλα –και αυτό δυστυχώς είναι αρνητικό και θα το επισημάνω- και ο Δικηγορικός Σύλλογος σταματά τις διαμαρτυρίες του διότι συστήνει μια Επιτροπή δεοντολογίας η οποία δεν θα ήθελα να τη χαρακτηρίσω, την έχουν χαρακτηρίσει τα αρμόδια συνδικαλιστικά όργανα, η οποία αποφαίνεται πράγματα διαφορετικά.

Είναι κρίμα για τους ανθρώπους που είχαν μία διαδρομή πριν πάνε εκεί πέρα για να πουν αυτές τις γνωματεύσεις σκοπιμότητας, ενώ κάποια συνθήματα –τα καταδικάζω- ενός μέρους της πορείας που έγινε την 1/10/2002 δημιουργούν το άλλοθι και στους τελευταίους θύλακες του επίσημου πολιτικού κόσμου, να αποστασιοποιηθούν από κάθε συμπαραστατικό λόγο στην καταγγελία των παραβιάσεων των δικαιωμάτων.

Η φάση της τρομοϋστερίας μπαίνει στην κορύφωσή της. Εκείνο τον καιρό έρχεται και κατά σύμπτωση η αθώωση του Λεσπέρογλου από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών μετά από αναίρεση και δίνει τη χαριστική βολή στους υπερασπιστές του θεσμού του Ορκωτού Δικαστηρίου, με πρώτο βέβαια ποιόν άλλον; Τον κ. Μητσοτάκη ο οποίος υβρίζει τους ενόρκους χωρίς να ενοχληθεί και πάλι από κανέναν.

Την ίδια περίοδο έχουμε όλως περιέργως και μία περίεργη μεταστροφή ενός σημαντικού φορέα της Δικαιοσύνης κατά της τηλεόρασης. Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ο εκλεκτός και αγαπητός κ. Μπάγιας, θυμάται, διαπιστώνει ότι εδώ και 10 χρόνια υπάρχει ο Ν. 2172/93, νόμος του Κουβελάκη, του οποίου το άρθρο 35 δεν επιτρέπει τη βιντεοσκόπηση των προσαγομένων στα Δικαστήρια χωρίς τη συναίνεσή τους. Εκδίδει μια εγκύκλιο λοιπόν και καλεί έκτοτε στην εφαρμογή του.

Αφού δηλαδή πρώτα έχει γίνει της κακομοίρας από on line συλλήψεις, από βιντεοσκοπήσεις προσαγόμενων, από μία τηλεοπτική μετάδοση σε 24ωρή βάση των πάντων, από εκατομμύρια επαναλήψεων της ίδιας εικόνας του συλλαμβανομένου ο οποίος πάει βόλτα γύρω γύρω με το αυτοκινητάκι της Αντιτρομοκρατικής με τα αλεξίσφαιρα, ξάφνου επιτέλους, ο νόμος και η τάξη μπαίνουν στο στόχαστρο της Εισαγγελίας και βγαίνει η εγκύκλιος εκείνη για να απαγορεύσει.

Αρχίζει μια αντίστροφη φωνή που βέβαια δεν είναι καθόλου αθώα, διευρυμένη φωνή, δε μιλώ τώρα για την Εισαγγελία, η Εισαγγελία έστω και αργά καλά έκανε τότε, κακά είχε κάνει 10 χρόνια πριν και μεταξύ αυτών και ο προηγούμενος του κ. Μπάγια Προϊστάμενός της ο οποίος πολλά φέρελπις ήτο και συνδικαλιζόμενος αλλά είχε εξαντλήσει το μένος του στις κατασχέσεις αυτοκινήτων των μεθυσμένων και ξάφνου αρχίζουν να ακούγονται φωνές κατά της τηλεόρασης.

Όλως περιέργως, την ώρα που είναι η σειρά μας να μιλήσουμε, την ώρα που είναι η σειρά να ακουστεί η άλλη άποψη. Τότε αρχίζουν και θυμούνται όλοι «όχι η τηλεόραση στη Δίκη, έξω, μακριά, φτου, κακό!›. Και βέβαια αυτά όλα έχουν τη σημασία τους, όταν μετά από λίγον καιρό έχουμε το νομοσχέδιο της έκτακτης νομοθεσία για τη Δίκη αυτή, το οποίο ουσιαστικά απαγορεύεται την τηλεοπτική της μετάδοση εφόσον την εξαρτά από τόσους και τόσους.

Έτσι κι αλλιώς, όπως είχα πει και τότε στη συζήτηση για το να επιτραπεί ή να μην επιτραπεί και με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς να γινόταν η Δίκη, πάλι αν δεν υπήρχε απόφαση του Δικαστηρίου, νόμος ή κάτι το οποίο να εξασφάλιζε την υποχρεωτική πλήρη μετάδοση της Δίκης, δεν ξέρω από ποιο κανάλι, αλλά πάντως την πλήρη, όχι τη φιλτραρισμένη διαμεσολαβημένη λογοκριμένη και παραποιημένη μετάδοση περικοπών και σχολίων αντί της ίδιας της μετάδοσης, αν δεν υπήρχε, πάλι θα ήταν......

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Τί θα ήταν;

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Αυτό που έγινε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με τον Ανδρέα Παπανδρέου κ. Εισαγγελέα και σας τα είχα πει και τότε. Αυτή η Δίκη άμβλυνε τις πολιτικές αντιθέσεις, ανέβασε το επίπεδο του κόσμου. Αντί να βλέπει αηδίες και σαπουνόπερες, άρχισε να σκέφτεται νομικά, να σκέφτεται πολιτικά κι έκανε καλό. Θα γινόταν και τώρα το ίδιο.

Να τελειώσουμε όμως για σήμερα μιας και πέρασε η ώρα και αύριο να συνεχίσουμε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διακόπτουμε για αύριο στις 9 όπου θα συνεχίσει την αγόρευση ο κ. Παπαδάκης.