Πολιτική
Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2003 21:02

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (14/10/2003) Μέρος 2/8

Αλλά το λέω αυτό το πράγμα για να δείτε ποια εικόνα αποπνέει η όλη οργάνωση και ο προγραμματισμός της Δίκης και ποια αξιοπιστία αποπνέει. Ψιλά γράμματα. Εν πάση περιπτώσει γίνεται η κλήρωση και γίνεται και μια τεράστια δημιουργία ενός επικοινωνιακού φωτοστέφανου για τον Πρόεδρο της Δίκης. Δεν το λέω αυτό το πράγμα θέλοντας να προβάλλω κάποια αμφισβήτηση ή οτιδήποτε άλλο. Τη σκοπιμότητα θέλω να προβάλλω απλώς, διότι όπως καμιά φορά την ψάχνουμε και λέμε «γιατί μου τα λέει ο Μυλωνάς αυτά τα καλά, σηκώνει ψηλά το ρόπαλο για να μου το κατεβάσει μετά;› έτσι θα έπρεπε να προβληματιζόμαστε γιατί ο Τύπος προβάλλει και λέει «ο Μαργαρίτης, το ένα το άλλο κτλ.. ....›.

Προβάλλει διότι θέλει να δημιουργήσει στο κοινό την πεποίθηση ότι θα έχουμε μία δίκαιη Δίκη. Το πεδίο του διαλόγου μετατοπίζεται από τους παράγοντες τους αντικειμενικούς, τους δικονομικούς, τους δικαιϊκούς, οι οποίοι συγκροτούν την έννοια της δίκαιης Δίκης και πάει στο πρόσωπο του Προέδρου. Είναι κι αυτό ένας τρόπος διαμόρφωσης γνώμης. Τα δημοσιεύματα της περιόδου είναι γεμάτα από βιογραφικά του κ. Μαργαρίτη, από επαίνους κτλ. Δε λέω ότι δεν τους αξίζει, στο κάτω-κάτω δεν είμαι κι εγώ άξιος να το κρίνω, ο τελευταίος είμαι που θα μπορούσα να έχω γνώμη, αλλά λέω ποια είναι η κίνηση των πραγμάτων και η εξέλιξη.

Φτάνουμε κοντά στη Δίκη και η μεγάλη έκπληξη γίνεται την παραμονή όπου, άγνωστο γιατί, εδώ δεν είμαι στο κεφάλι κανενός, είναι άβυσσος μερικά πράγματα, στις 2/3 έχουμε συνέντευξη του κ. Διώτη στην προσωπική του πλέον βιογράφο κα Ιωάννα Μάνδρου στο ΒΗΜΑ της Κυριακής. Εκεί μαθαίνουμε, επιβεβαιώνεται και εδώ είναι το παράδοξο, δηλαδή πράγματα τα οποία θα έπρεπε να τα κρύβει κανείς, τα φανερώνει και εδώ το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι αυτό το οποίο ο διόλου προσκείμενος στις απόψεις μου, κάθε άλλο μάλλον, κ. Σταύρος Γεωργίου από την Πολιτική Αγωγή καταμαρτυρά στον κ. Διώτη ότι μάλλον έχει τη φιλοδοξία να πάει για Βουλευτής και θέλει να παρουσιάσει κάποιο έργο.

Ακούστε λοιπόν το δημοσίευμα, για τον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ φυσικά αναφέρεται. «Σύρος και Διώτης συνεννοούνται, ενημερώνουν τον Υπουργό και ζητούν ιατρική πιστοποίηση για την κατάσταση του τραυματία› -είναι το απόρρητο που λέγαμε του ιατρικού φακέλου του Σάββα Ξηρού- «ζητούν να τον δει ψυχίατρος και όποιος άλλος αρμόδιος γιατρός› -γιατί αυτοί είναι οι αρμόδιοι να ζητήσουν να τον δει γιατρό, όχι οι συγγενείς του, αυτοί είναι οι νομικοί του παραστάτες- «και όταν όλα έχουν γίνει όπως πρέπει μπαίνουν στο θάλαμο. Ο Σάββας είναι μπαταρισμένος, δεν βλέπει, το χέρι του ακρωτηριασμένο, ένας βαρύτατα τραυματισμένος άνθρωπος›. Το λένε ακόμα, δεν έχουν καμία τσίπα, ακόμα και την παραμονή της Δίκης.

Δεν του λένε τις ιδιότητές τους, ποιοι ακριβώς είναι. Εκείνος δεν έχει ιδέα του τί γίνεται έξω. Δεν ξέρει αν έχουν στοιχεία οι Αρχές, δεν ξέρει αν ξέρουν ποιος είναι και φοβάται μήπως κάποιοι θελήσουν να θέσουν τέρμα στη ζωή του. Ζητά μέτρα ασφαλείας. Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ έτσι κι αλλιώς είναι απόρθητο φρούριο. Αρχίζουν τις κουβέντες, γενικά και αόριστα στην αρχή, τί έγινε με τη βόμβα, πώς βρέθηκε στον Πειραιά, ποιος είναι, πώς τον λένε, αν έχει καμία σχέση με καμιά Οργάνωση, αν ήταν με άλλους, τί ήθελε να κάνει, τέτοια αθώα... Οι κουβέντες διαρκούν ώρες. Οι επισκέψεις πολλές. Ο Σάββας στην αρχή σε άλλα απαντά σε άλλα όχι› κ.ο.κ.

Αυτό λοιπόν το δημοσίευμα έχει τεράστια σημασία κατά τη γνώμη μου εξαιτίας του χρόνου στον οποίο βγαίνει στον αέρα. Βεβαίως δεν θα μπορούσε να δεχθώ ότι βγαίνει στον αέρα κατ’ αυτόν τον τρόπο από την οποιαδήποτε αυθαίρετη ή εν πάση περιπτώσει υστερογενή διαμόρφωση της έγκριτης δημοσιογράφου και απολύτως προσκείμενης στον κ. Διώτη εκείνη την ημέρα. Είναι γνωστό από πριν ότι και η διαδικασία του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ αμφισβητείται πλέον από την Υπεράσπιση του Σάββα Ξηρού και όχι μόνο, και η νομιμότητα της συμπεριφοράς Διώτη πλέον έχει καταγγελθεί και είναι ευάλωτη και έχει συζητηθεί και όμως έρχεται εκείνη την ώρα και επιβεβαιώνει αυτά τα οποία χτυπιόμαστε εδώ πέρα για να αποδείξουμε με γιατρούς, με πραγματογνωμοσύνες, με εκθέσεις, με το ένα με το άλλο.

Τί σας λέει λοιπόν αυτό το πράγμα; Ότι πήγε πρώτα απ’ όλα και πήρε ιατρική πιστοποίηση για την κατάστασή του. Δεύτερον, ότι υπέδειξε αυτός ψυχιάτρους και γιατρούς οι οποίοι θα πάνε να τον δουν. Τρίτον, ότι πήγε χωρίς να δηλώσει την ιδιότητά του και αυτός και ο κ. Σύρος. Τέταρτον, ότι πήγε πολλές φορές, πέμπτον ότι έκανε πάρα πολλές συζητήσεις και έκτον ότι ο Σάββας Ξηρός δεν είχε καμία επαφή με τον κόσμο και δεν ήξερε τί γίνεται έξω. Έλεος, αν και αυτά δεν αποτελούν απόδειξη υπό την έννοια της ομολογίας του συμμετασχόντος ανθρώπου, εκείνου που είχε την ευθύνη του έργου της προανάκρισης, τί άλλο είναι;

Μην παίρνετε σαν αντίθετο επιχείρημα ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ανανέωσε τη θητεία του. Αν δεν το έκανε κι αυτό θα ήταν πλήρως έκθετος ο κ. Διώτης και όλη η διαδικασία στα μάτια της κοινής γνώμης. Το ότι το έκανε για ένα χρόνο μόνο και με μειοψηφία λέει πολλά, κατά τη γνώμη μου τα λέει όλα.

Εν πάση περιπτώσει ξεκινά η Δίκη και με το ξεκίνημά της έχουμε πάλι νέα παρέμβαση του κ. Τόμας Μίλερ, του Αμερικανού Πρεσβευτή ο οποίος εκφράζει την άποψη ότι αυτοί οι οποίοι κάθονται στο εδώλιο είναι τα εκτελεστικά όργανα της 17Ν και ότι οι αρχηγοί είναι ασύλληπτοι. Είναι μία άποψη η οποία κρατά πάντα σε εγρήγορση τα αντανακλαστικά των δικαστών, όπως τα κρατούν σε εγρήγορση και άλλα διάφορα, κάτι περίεργα γκαζάκια, που πέφτουν τώρα τελευταία από δω κι από κει και κάποια δημοσιεύματα τα οποία επίσης είναι ακόμα περισσότερο εκρηκτικά κτλ., υπάρχουν τρομοκράτες, οι Αμερικανοί κινδυνεύουν, οι εγκέφαλοι είναι απέξω, οι εκτελεστές είναι μέσα.....

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Κι εμένα μου αρέσει όλη η αλήθεια, απλώς δεν διέκρινα εγώ κάποιο επικοινωνιακό χειρισμό διά του μέσου της ανάδειξης του Εισαγγελέα της Δίκης στο στόχο της διαμόρφωσης κοινής γνώμης και τη δημιουργία ενός προκαταβολικού κλίματος ότι θα έχουμε δίκαιη δίκη. Αυτό, όπως εγώ το εκτίμησα τουλάχιστον από τα δημοσιεύματα, επετεύχθη διά της δημιουργίας επικοινωνιακού φωτοστεφάνου υπέρ του κ. Προέδρου. Αυτό είπα εγώ.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έγραφαν π.χ. τη χρονολογία γεννήσεώς μου κτλ. Αυτά ήταν επικοινωνιακά για μένα, παρέλειπαν όμως άλλες ιδιότητες.....

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: ¶λλα ήταν τα επικοινωνιακά και θα σας φέρω αύριο 30 δημοσιεύματα αν θέλετε για να τα δείτε. Έχω περάσει τρία-τέσσερα θέματα μπροστά από εκείνη την ώρα που το ανέφερα, ας εκτιμηθεί εν πάση περιπτώσει.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εγώ θα έλεγα ότι δεν σχετίζονται με την υπόθεση.....

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Με συγχωρείτε πάρα πολύ, σχετίζονται με την υπόθεση. Έλεγα για την παρέμβαση του κ. Μίλερ λοιπόν και βεβαίως οι παρεμβάσεις δεν έχουν σταματήσει και στη διάρκεια της Δίκης. Έχω εδώ ένα δημοσίευμα στις 26/6/2003, η Δίκη δηλαδή έχει φτάσει 4 μήνες, όπου είναι μια επιστολή των οικογενειών τεσσάρων θυμάτων της 17Ν, των Τσάντες, Γουέλς, Νορντίν και Στιούαρτ, οι οποίοι δημοσίευμα πληρωμένη καταχώρηση στην εφημερίδα WASHINGTON TIMES την ημέρα άφιξης του Πρωθυπουργού κ. Σημίτη στις ΗΠΑ για επίσημη επίσκεψη, στην οποία τον καλωσορίζουν στην Ουάσινγκτον, τον συγχαίρουν για την εξάρθρωση κτλ. και τον καλούν:

α) «Να εφαρμόσετε τις ποινές που θα επιβληθούν στους δολοφόνους της 17Ν και τους συνεργάτες τους που δικάζονται. Ιστορικά το ελληνικό δικαστικό σύστημα υπήρχε χαλαρό σε ό,τι αφορά την έκτιση της όλης διάρκεια της ποινής, ακόμη και σε περιπτώσεις φόνων›.

β) «Να αναθεωρήσετε την ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία για να τερματιστούν οι χρονικοί περιορισμοί στην απόδοση ευθυνών για τρομοκρατικά και άλλα παρεμφερή εγκλήματα. Μερικοί από τους τρομοκράτες της 17Ν βρίσκονται πέρα από τη δικαιοδοσία της δικαιοσύνης για τέσσερις φόνους που διέπραξαν πριν το 1983›.

γ) «Να οδηγήσετε την ελληνική και ευρωπαϊκή κοινή γνώμη προς τον τερματισμό κάθε νομιμοποίησης ή δικαιολογία για την τρομοκρατία›.

Αυτά λοιπόν είναι μια ευθύτατη παρέμβαση η οποία προφανώς και υπερβαίνει το οποιοδήποτε ανθρώπινο συναίσθημα πόνου των ανθρώπων αυτών για τις ζωές που χάθηκαν, διότι έχουν και άποψη για τη χαλαρότητα του δικαστικού συστήματος, για την εκτέλεση της ποινής και για όλα αυτά τα πράγματα.

Και βέβαια για το θέμα της εκτέλεσης της ποινής να μη σας διαφεύγει και μια άλλη διόλου αθώα δημοσιογραφική πρωτοβουλία τον τελευταίο καιρό, ότι με αφορμή κάποιον κατάδικο για ανθρωποκτονία ειδεχθή και τεμαχισμό του πτώματος κτλ., ο οποίος έχει συμπληρώσει 16-17 χρόνια και εκκρεμεί και κρίνεται αίτηση υφ’ όρων απόλυσής του.....

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απερρίφθη αυτή η αίτηση.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Εντάξει, εύλογο. Είχαμε τηλεοπτική εκπομπή από τον κ. Πρετεντέρη ο οποίος αφιέρωσε δύο ώρες σ’ αυτό το θέμα. Το έκανε για τον άνθρωπο αυτόν; Όχι βέβαια, το έκανε διότι υπάρχει από τώρα η δρομολόγηση να ανοίξει ο δρόμος για να μην εφαρμόζεται, να συσταλεί η εφαρμογή των υφ’ όρων απόλυσης. Και ανοίγει με ένα έγκλημα το οποίο στα μάτια της κοινωνίας είναι πάντοτε ζωγραφισμένο με αποτροπιασμό και έπεται συνέχεια. Το ότι απερρίφθη επιβεβαιώνει αυτά τα οποία ακριβώς σκέφτομαι.

Έρχομαι τώρα στα των συνηγόρων και στις επιθέσεις των συνηγόρων από τον Τύπο. Εδώ θα ήθελα να θυμίσω στο Δικαστήριο χωρίς να επαναλάβω αυτά που είχα πει, ότι στις 2/6 είχα καταθέσει κάποιες δεκάδες δημοσιευμάτων τα οποία λιβελογραφήματα είτε ατομικά είτε κοινά, εναντίον των συνηγόρων Υπεράσπισης. Δεν θα τα επαναλάβω αυτά, ήδη άλλωστε το ένα το διάβασα. Νομίζω ότι παρά το γεγονός ότι τότε είχατε γκρινιάξει πάλι όταν για δεύτερη ημέρα αναφέρθηκα στο θέμα αυτό και είπατε περίπου αυτό που είπατε και τώρα, «τί μου ζαλίζετε τα αυτιά με αυτά τα θέματα›, ότι περιορίστηκε αρκετά ο τρόπος με τον οποίον λιβελογραφούσαν κάποιες εφημερίδες εναντίον των συνηγόρων Υπεράσπισης επειδή ο τρόπος με τον οποίον ασκούσαν τα καθήκοντά τους δεν τους ήταν αρεστός.

Δύο δημοσιεύματα μόνο είναι εκείνα στα οποία θα αναφερθώ και τα οποία καταδεικνύουν πόσο πραγματικά ξεπέρασε κάθε όριο κακοήθειας η επίθεση κατά των δικηγόρων, τα οποία και τα δύο δημοσιεύματα έχουν ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. 13/6/2003: «Προκλητικοί οι μάρτυρες Υπεράσπισης της 17Ν, οι συνήγοροι› κτλ. «Προφανώς από τα όσα ακούστηκαν στη δικαστική αίθουσα και από την ένταση που δημιουργήθηκε, ανέβηκε η πίεση στον Αναπληρωτή Εφέτη Χ. Παπαηλιού και το Δικαστήριο στις 13:00 αναγκάστηκε να διακόψει.›.

Μέχρι και η πάθηση ενός μέλους του Δικαστηρίου, ενός εκλεκτού και συμπαθέστατου μέλους στην Υπεράσπιση που προσέφερε πραγματικά όσο ήταν εδώ πέρα, απεδόθη στους συνηγόρους και στους μάρτυρες Υπεράσπισης από μερίδα του Τύπου. Μέχρι και εκεί. Και βέβαια επιθέσεις είχαμε δυστυχώς και από τον συνάδελφό μας τον κ. Πέτσο, ο οποίος στις 5/5 ήρθε εδώ με μία γραπτή δήλωση και έλεγε ότι «αν υποτεθεί ότι μερικοί εκ των συναδέλφων συνηγόρων Υπεράσπισης επιδιώξουν την προβολή δήθεν υπερασπιστικών θέσεων ταυτιζόμενοι με απόψεις και θέσεις κατηγορουμένου που εκθειάζουν ανερυθρίαστα εγληματικές ενέργειες και με τη γνωστή τακτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα απαξίωσης μαρτυρικών καταθέσεων κτλ., θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι θα βρεθούν αντιμέτωποι με το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας κτλ.,, που δεν θα επιτρέψει ποτέ ξανά την εκδήλωση παρόμοιων εκφυλιστικών φαινομένων συνοδοιπορίας›.

Ο κ. Πέτσος είχε την απάντηση που έπρεπε να έχει. Θα ήθελα να πω ότι δεν συμφωνώ με κάποια αγωγή ή μήνυση ή και τα δύο που έχουν γίνει εναντίον του, το είπα και την άλλη φορά το λέω και τώρα, διότι αυτές δεν συμβάλλουν σε τίποτε άλλο παρά μόνο στην ηρωοποίηση, είναι όμως γεγονός και θα το επισημάνω με πικρία ότι μετά και από αυτά και μετά από την απάντησή μας, ο κ. Πέτσος άλλαξε και ύφος άλλαξε και περιεχόμενο στην αγόρευσή του, η οποία ήταν τελείως διαφορετική από τις μέχρι τότε επιμέρους τοποθετήσεις του.

Θα ήθελα να επισημάνω κάποιες άλλες αναφορές στο έργο της Υπεράσπισης, που βρίσκονται στον αντίποδα αυτής της κανιβαλικής επίθεσης που δεχθήκαμε από τον Τύπο. Ενός ανθρώπου που ήταν εδώ, σ’ αυτά τα έδρανα και μάλιστα στα έδρανα της Πολιτικής Αγωγής, του κ. Κατσαντώνη.

Έγραφε στις 16/3/2003 στον ΤΥΠΟ της Κυριακής: «Ένας άλλος τέταρτος παράγοντας που κάνει όλους βάσιμα να ελπίζουμε στην ομαλή εξέλιξη της Δίκης, είναι η ποιότητα των υπερασπιστών δικηγόρων. Ο τρόπος με τον οποίο υπερασπίζουν τους κατηγορουμένους, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί άψογος›, έγραφε για την Υπεράσπιση. «Νοθεύουν βέβαια την καλή εικόνα της Δίκης κάποιες προσπάθειες ελαχίστων δικηγόρων από την πλευρά δυστυχώς της Πολιτικής Αγωγής που δεν είναι πρωτόγνωρες, να αναπληρώσουν βασικές τους ελλείψεις κυρίως από πλευράς νομικής κατάρτισης, με θεατρικά στοιχεία›.

Στις 6/4: «Ένα ακόμα ευοίωνο στοιχείο της Δίκης είναι ο υπερασπιστικά ορθόδοξος, καθαρός και σύννομος τρόπος με τον οποίο η μεγάλη πλειοψηφία των συνηγόρων υπεράσπισης εκτελεί το υπερασπιστικό της καθήκον›. Στις 18/5: «Οι ποινικοί υπερασπιστές της 17Ν αγωνίζονται προς τιμή τους με τον τρόπο που υποδεικνύει ο Κ.Ποιν.Δ. και η επαγγελματική δεοντολογία›.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω δημόσια τον κ. Κατσαντώνη, διότι ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε διαφορές ή διαφωνίες με τη συμπεριφορά του συνέβαλλε στην αποτροπή του εκβαρβαρισμού μεταξύ των σχέσεων των συνηγόρων της μίας και της άλλης πλευράς, συνέβαλλε στην ομαλοποίηση και στο στρογγύλεμα του κριτηρίου της κοινής γνώμης που παρακολουθούσε τη Δίκη και το έκανε αυτό μάλιστα μέσα από τις στήλες μίας εφημερίδας της οποίας το καθημερινό ρεπορτάζ είναι γεμάτο φαρμάκι, εμπάθεια και παραποίηση σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά της Υπεράσπισης, εμού προσωπικά και άλλων πολλών.

Όμως επιθέσεις κατά των συνηγόρων είχαμε και στη συνέχεια. Την περίοδο εξέτασης των μαρτύρων Υπεράσπισης, οι συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής όπως και τώρα και τότε ήταν απόντες –δε θεωρώ ότι το έκαναν ή το κάνουν και τώρα επίτηδες, έχει τις δουλειές του ο καθένας, είναι μαρτύριο και εξόντωση για κάθε επαγγελματία δικηγόρο η καθημερινή του παρουσία εδώ, ο κ. Ριχάρδος Σωμερίτης είχε άλλη άποψη την 1/7/2003 και έλεγε: «Μάθαμε επίσης ότι οι δικηγόροι των κατηγορουμένων κάνουν θαυμάσια τη δουλειά τους και τους υπερασπίζονται με νύχια και με δόντια, αλλά η Πολιτική Αγωγή είναι μάλλον απούσα. Διαπιστώσαμε ότι ο δεύτερο κύκλος, ο δικτυακός, δημοσιογραφικός και πολιτικός, δίνει καθημερινές και σκληρές μάχες›. Λογική του δεύτερου κύκλου των συνοδοιπόρων, του ευρύτερου κύκλου που έλεγα χθες.

Αλλά και οι οικογένειες των θυμάτων βρίσκονται πάντα σε κατάσταση ηλεκτροσόκ και δεν προσέχουν ούτε το απουσιολόγιο των δικηγόρων τους. Ντοπάρουμε την Πολιτική Αγωγή λοιπόν να έρθει εδώ πέρα και να συγκρουστεί. Ήρθε, υπήρξαν και άλλα δημοσιεύματα εκείνες τις μέρες και ήρθα αθρόα η Πολιτική Αγωγή και συγκρούστηκε. Και βεβαίως οι επιθέσεις κατά των δικηγόρων συνεχίζονται μέχρι και τις 23/8, τότε που κάναμε τη διήμερη αποχή για το θέμα της προφυλάκισης του Ανέστη Παπαναστασίου, με το άρθρο της κας Μάνδρου στο ΒΗΜΑ: «Τί επιδιώκουν με την αποχή οι δικηγόροι στη Δίκη της 17Ν›.

Εδώ λοιπόν περνάμε σε ένα πολύ σημαντικό θέμα, το οποίο είναι για ποιο λόγο γίνεται αυτή η επίθεση. Πότε ξαναέγινε και γιατί: Έχω την πεποίθηση ότι η συμπεριφορά των συνηγόρων Υπεράσπισης την οποία προς διάφορες κατευθύνεις φοβούνταν τα επιτελεία του επικοινωνιακού χειρισμού της επιχείρησης εξάρθρωσης, είχε κάποια στοιχεία απρόβλεπτα. Ο φόβος και η συνωμοσιολογία της ομαδικής αποχώρησης από τη Δίκη που οδήγησε μέχρι και σε εκείνη τη διάταξη είναι αποτυπωμένος και στο νόμο και στα δημοσιεύματα που διάβασα πριν.

Αλλά νομίζω ότι εκείνο το οποίο πραγματικά δεν μπόρεσε να προβλεφθεί και δεν μπόρεσαν να ανεχθούν, είναι ότι κάποιοι δικηγόροι θα ξεπεράσουν την πίεση της τρομοϋστερίας, θα ορθώσουν τη συνείδησή τους και το υπερασπιστικό τους καθήκον απέναντι σε πολιτικές σκοπιμότητες, θα αφήσουν την κομματική ή πολιτική τους ταυτότητα για να υπηρετήσουν τον θεσμικό τους ρόλο και θα κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει, όπως τους επιβάλλει το καθήκον τους σύμφωνα με αυτά που λέει και ο κ. Κατσαντώνης.

Αυτοί οι δικηγόροι στάθηκαν αγκάθι. Κατήγγειλαν όλες τις παρανομίες της προδικασίας, κατήγγειλαν τις συνθήκες κράτησης και επικοινωνίας, δεν ήταν άνθρωποι οι οποίοι ήταν ευάλωτοι να τσιμπήσουν για να γίνουν βεντέτες του star system για να τους βλέπετε στις κοσμικές στήλες και στα life style περιοδικά, προτίμησαν και θα προτιμούν κάποιοι απ’ αυτούς τα πεζοδρόμια και τα αμφιθέατρα, εκτός από τα Δικαστήρια.

Ανέδειξαν με τρόπο όχι μόνο υπεραπιστικά συνεπή αλλά νομίζω και νομικά άρτιο και τεκμηριωμένο την έλλειψη νομιμότητας στη διαδικασία και όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία πραγματικά απομυθοποιούσαν το ρόλο του σημερινού κράτους δικαίου σε όλη αυτή την επιχείρηση. Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει ότι κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι αναλάμβαναν κάτω από συνθήκες άγριας τρομοϋστερίας, καλούμενοι σε απολογία ουσιαστικά γιατί ανέλαβαν, ότι θα μπορούσαν να φέρουν με μία κάποια αξιοπρέπεια εις πέρας το έργο αυτό, χωρίς να φοβούνται, χωρίς να αψηφούν την παραποίηση και τη διαπόμπευσή τους από τα κανάλια, χωρίς να φοβούνται να συγκρουστούν με την εξουσία και βεβαίως και με το Δικαστήριο όταν ήταν αναγκαίο αυτό το πράγμα, για να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους.

Αυτούς τους συνηγόρους φαίνεται ότι πρώτος απ’ όλους ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας τους έβαλε στο στόχαστρο στη Δίκη αυτή. Αλλά πριν πάω στον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα θα αναφερθώ σε δύο άλλους παράγοντες της Δίκης σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τους συνηγόρους. Όχι με εξατομικευμένα πράγματα, αλλά με κοινά. Γιατί θέλω να διευκρινίσω το εξής: Ότι η κριτική την οποία θα απευθύνω δεν έχει ούτε προσωπικά στοιχεία ούτε ορμάται από προσωπικές οποιεσδήποτε αντιθέσεις ή αντιπαραθέσεις, αλλά έχει να κάνει με τον τρόπο αντιμετώπισης των συνηγόρων, την άσκηση πίεσης για τον τρόπο της υπερασπιστικής τους λειτουργίας και την απαξίωσή τους στα μάτια της κοινής γνώμης.

Κύριε Πρόεδρε, για τη δική σας συμπεριφορά θα αναφερθώ σε ένα στοιχείο, τις ταυτίσεις των συνηγόρων με τους κατηγορουμένους. Είπατε πάρα πολλές φορές εδώ, το ανέφερε και ο κ. Μυλωνάς στην αγόρευσή του και το είπατε απευθυνόμενος είτε στην Πολιτική Αγωγή είτε σε μάρτυρες είτε σε άλλους εν πάση περιπτώσει, ότι οι συνήγοροι δεν ταυτίζονται με τους κατηγορουμένους.

Όμως την ίδια στιγμή αναφερθήκατε αρκετές φορές σε δύο κείμενα τα οποία ο τρόπος με τον οποίον τα χειριστήκατε ακριβώς την ταύτιση αυτή υποδηλώνουν. Το πρώτο κείμενο: Περί τον 4/2003 η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ αν δεν κάνω λάθος, δημοσίευσε ένα κείμενο του Λένιν, γράμμα προς τη συντρόφισσα Στάσοβα και τους συντρόφους στη φυλακή της Μόσχας, το 1905. Έγινε πολύς λόγος γι αυτό. Όλοι, σύσσωμη η Πολιτική Αγωγή, οι πάντες, ξαφνικά ανακάλυψαν τον Λένιν και βρήκαν την αιτία για την οποία η Υπεράσπιση εκτελεί μαχητικά το καθήκον της.

Πάρα πολλές φορές λοιπόν, όταν η Υπεράσπιση έθετε ζητήματα αξιοπιστίας της προδικασίας, έθετε ζητήματα νομιμότητας διαφόρων αποφάσεων του Δικαστηρίου ή της Διεύθυνσης της διαδικασίας, η επωδός η δική σας -ακούστηκε και από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα στην αγόρευσή του- ήταν «εντάξει, αφήστε τα, ξέρουμε τώρα τα σχέδιά σας, ο Λένιν είχε πει ‘αμφισβητείτε την δίκη’. Αυτό κάνετε κι εσείς›.

Να δούμε τώρα τί είχε πει ο Λένιν λοιπόν και τί λέτε εσείς και σε ποιους τα έλεγε ο Λένιν αυτά. Ο Λένιν λοιπόν έλεγε –δεν υπάρχει λόγος να διαβάσω όλο το δημοσίευμα, είναι στη διάθεσή σας- ότι «υπάρχουν τρεις αποχρώσεις, τρεις δυνατότητες συμπεριφοράς απέναντι στο Δικαστήριο της Τσαρικής Ρωσίας τότε στους κατηγορουμένους: «Πρώτον, να θεωρούμε αναρμόδιο το Δικαστήριο και να το μποϋκοτάρουμε ανοιχτά. Δεύτερο, να θεωρούμε αναρμόδιο το Δικαστήριο και να μην παίρνουμε μέρος στη συζήτηση στο ακροατήριο. Τρίτο να χρησιμοποιούμε τη δίκη σαν μέσο ζύμωσης και γι αυτό να παίρνουμε μέρος με συμπαράσταση δικηγόρου›.

Ερώτημα πρώτο: Σε ποιους απευθύνεται; Σε δικηγόρους ή στους κατηγορούμενους; Προφανώς στους κατηγορούμενους. Εάν ναι, τότε παρακαλώ πολύ γιατί απευθυνόμενοι για κάτι που θέτουμε εμείς μας χρεώνεται στους κατηγορούμενους και ταυτίζεται; Εάν δηλαδή ο κατηγορούμενος θέλει να αμφισβητήσει το Δικαστήριο και βεβαίως αμφισβήτηση σύμφωνα με αυτά τα οποία έλεγε εδώ το γράμμα, ήταν «δεν συμμετέχω στο Δικαστήριο, το θεωρώ αναρμόδιο›, σημαίνει ενδεχομένως στα εδώ μεταφερόμενα «κάθομαι στο κελί μου και δεν ανεβαίνω και δε μ’ ενδιαφέρει›. Υπάρχει τέτοιου είδους συμπεριφορά από τους κατηγορουμένους, πολλώ δε μάλλον κατ’ επέκταση από τους συνηγόρους;

¶ρα λοιπόν ποιο είναι το επικοινωνιακό τρυκάκι όλης αυτής της μεταχείρισης; Ο Λένιν είχε πει έτσι να κάνουν οι κατηγορούμενοι, οι δικηγόροι κάνουν ό,τι θέλουν οι κατηγορούμενοι, άρα οι δικηγόροι σαμποτάρουν τη Δίκη εφαρμόζοντας αυτά.

Δεύτερο ζήτημα: Είναι σαμποτάρισμα της Δίκης η ανάκληση του δικαστηρίου στους κανόνες της δημόσιας τάξης και του κράτους δικαίου; Έρχομαι σε ένα δεύτερο κείμενο που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε εδώ πέρα, του Βερσέζ, «Στρατηγική της δίκης›. Ο Βερσέζ έλεγε ότι με βάση τη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στο δικαστήριο και απέναντι στη δημόσια τάξη, η υπερασπιστικές γραμμές από την εμπειρία του που δικηγορούσε σε όλο τον κόσμο, διακρίνονται σε δύο βασικά σχήματα: υπεράσπιση συναίνεσης και υπεράσπιση ρήξης.

Τί έλεγε κι εκείνος; Εγώ διαφωνώ, είναι πολύ σχηματοποιημένο και φορμαλιστικό έχω την εντύπωση, αλλά εν πάση περιπτώσει, έλεγε «η στάση του κατηγορουμένου, η στάση απέναντι στη δημόσια τάξη›. Ερώτημα: Έχουμε πάλι ταύτιση εδώ πέρα, όταν τη στιγμή που εμείς θέτουμε ένα συγκεκριμένο νομικό δικονομικό ή ποινικό θέμα μας χρεώνετε τον Βερσέζ ή τον Λένιν;

Ο κ. Μυλωνάς στην αγόρευσή του ήταν ενάντια στη δημόσια τάξη και ήσαστε εσείς εφαρμοστές της δημόσιας τάξης; Ήταν η προδικασία η εφαρμογής της δημόσιας τάξης; Ήταν η ΕΣΔΑ και η νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων η ανατροπή της; Τόσο περιορισμένου επιπέδου άποψη έχετε για την επανάσταση; Δηλαδή η εξάντληση μιας επιχειρηματολογίας από εκείνη που το ίδιο το Αστικό το Δίκαιο το κρατούν, μας παρέχει και μας επιβάλλει αποτελεί διάσταση με τη δημόσια τάξη; Αποτελεί σαμποτάρισμα του δικαστηρίου; Τί είδους δικηγόρους θέλετε δηλαδή; Φιλιππινέζες, οι οποίοι να έλεγαν από το πρωί ως το βράδυ «απεταξάμην την επιείκειά σας κ. Πρόεδρε, κάτω η τρομοκρατία›; Τέτοιους θέλετε; Δε θα τους έχετε.

Ξέρω ότι υπάρχει η έκπληξη αυτή εδώ, σε αυτή την Δίκη αλλά εμείς δεν λειτουργούμε εδώ πέρα ως πολιτικά στελέχη, λειτουργούμε ως υπερασπιστές, λειτουργούμε με γνώμονα το υπερασπιστικό μας καθήκον και με αυτό διαβαίνουμε όλη αυτή την Δίκη και αντιπαρερχόμαστε όλες αυτές τις επιθέσεις. Επιθέσεις είχαμε βεβαίως και από τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα, δύο φορές τουλάχιστον.

Την πρώτη φορά ήταν στις 18/4 όταν έλεγε: «Κύριοι Δικαστές, δύο λόγια περί δήθεν σκευωρίας και ενορχηστρώσεως από τις διωκτικές αρχές που λέει η Υπεράσπιση. Αυτή η απόπειρα να αντιμετωπισθεί από την Υπεράσπιση με τον τρόπο αυτό, θέτει σε κίνδυνο σοβαρής νάρκης την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, όσον αφορά την έκβαση της υπόθεσης. Η ανθρώπινη σκέψη και πράξη δε μπόρεσε να βρει καλύτερο πολίτευμα από τη δημοκρατία. Απευθύνω έκκληση να σεβαστούμε όλοι αυτή την πολύ σοβαρή Δίκη, είναι ιστορική και η ιστορία θα την καταγράψει› κτλ.

Η απόπειρα λοιπόν να αντιμετωπισθεί από την Υπεράσπιση η Δίκη με τον τρόπο αυτό, θέτει σε κίνδυνο σοβαρής νάρκης την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας πάλι μας χαρακτήρισε «εκβιαστές› στις 23/8, την ημέρα κατά την οποία το σύνολο σχεδόν των συνηγόρων υπεράσπισης, προχώρησε σε διήμερη αποχή και με την αποχή αυτή νομίζω ότι, όπως αποδείχθηκε σώσαμε την τιμή του νομικού κόσμου και αποδείξαμε ότι οι μόνοι χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δεν έγιναν. Ήμαστε όμως εκβιαστές, διότι οι κοινωνικοί αγώνες και οι συνδικαλιστικοί αγώνες στο μυαλό του κ. Τακτικού Εισαγγελέα αντιμετωπίζονται ως εκβιασμός.

Βεβαίως δεν αποτελεί εκβιασμό η δική σας καθ’ όλα επιτρεπτή κατά την ταπεινή μου άποψη διακοπή της συνεδρίασής σας μόλις προχθές για δύο ώρες, αυτήν άλλωστε κανένα Δικαστήριο δεν θα σας τη βγάλει παράνομη και καταχρηστική, δεν είναι καν απεργία κατά τους τύπους, εκείνη δεν ήταν εκβιασμός προς την πολιτεία να σας ικανοποιήσει ενδεχομένως τα μισθολογικά και άλλα αιτήματά σας διά της διακοπής των συνεδριάσεων και της απωλείας κάποιων δικασίμων, όταν οι αγώνες γίνονται από κάποιους άλλους και για κάποιους άλλους στόχους τότε είναι εκβιασμός. Και βεβαίως οι απόψεις αυτές συνήγαν και με το δημοσίευμα για το οποίο σας μίλησα πριν.

Έρχομαι στον κύριο εκφραστή των επιθέσεων κατά των συνηγόρων στην αίθουσα αυτή, τον Αναπληρωτή Εισαγγελέα τον κ. Μαρκή. Ο κ. Μαρκής, κατά την αγόρευσή του στις 11 και 12/9 αναφέρθηκε δύο φορές στους συνηγόρους Υπεράσπισης, τη μεν πρώτη φορά, την πρώτη ημέρα της αγόρευσής του και με την έναρξή της όπως τουλάχιστον συμβουλεύομαι από τα πρακτικά και χωρίς να διακοπεί από κανέναν και χωρίς να εγερθεί ζήτημα, τη δεύτερη φορά, τη δεύτερη ημέρα, όταν εξέφρασε εκείνη την άποψη περί πολυτελούς και πολυμελούς Υπερασπίσεως η οποία ενδεχομένως πληρώνεται από τα χρήματα των ληστειών κτλ.

Έχω υπόψη μου το πλήρες κείμενο των πρακτικών, τις συγνώμες και όλα αυτά τα πράγματα. Για μένα δεν είναι το θέμα προσωπικό ούτε και τώρα ούτε και τότε, συνεπώς η συγνώμη ή μη συγνώμη ουδεμία επιρροή ασκεί στην εξέλιξη ενός δημοσίου λόγου της οποίας ο κ. Μαρκής όρισε ως αφετηρία την αγόρευσή του. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος όπως επανειλημμένα έχει πει στο Δικαστήριό σας και δεν το αμφισβητώ, μετράει τις κουβέντες του προτού να τις πει, δεν είναι αυθορμητιστής, άνθρωπος παρορμητικός του οποίου του ξεφεύγουν κάποια πράγματα, έχω κι εγώ όντως κάποια στοιχεία που με οδηγούν στην πεποίθηση ότι πραγματικά τις μετράει τις κουβέντες του και αφού τις μετράει λοιπόν, οφείλει κανείς να δει γιατί τις λέει και τί επιδιώκει.

Ξεκινώ από το τελευταίο θέμα, από τις ληστείες: Λέει ότι προβληματίζεται για το τί έγιναν τα λεφτά των ληστειών και το λέει επ’ ευκαιρία της αγόρευσής του για κάποια ληστεία. Συγκεκριμένα, ενώ στα καλά καθούμενα αναπτύσσει την υπόθεση της ληστείας στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Πατησίων, ξάφνου γυρνά σε έναν προβληματισμό, μιλά για τα τετράδια, «αυτά τα τετράδια φαίνεται να καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα δύο ή τριών το πολύ ετών, δηλαδή πρέπει να είναι από το ’91 ως το ’95, αλλά τα ποσά που διακινούνται μέσω αυτών των τετραδίων είναι απειροελάχιστα σε σχέση με τα χρήματα που απεκόμισε η Οργάνωση από τις ενέργειές της›.

Μένει έτσι το ερώτημα και το ερώτημα αυτό θα πρέπει να το θέσω κι εγώ υπόψη, πού βρίσκονται αυτά τα χρήματα σήμερα και τί ρόλο παίζουν αυτά τα χρήματα και ποιοι τα διαχειρίζονται σήμερα αυτά τα χρήματα. Δεν μου αρέσουν τα αστυνομικά σενάρια αλλά από το μυαλό μου περνά η ιδέα ότι ενδεχομένως τα χρήματα αυτά, το λιγότερο που κάνουν είναι να βοηθούν την ύπαρξη μιας πολυτελούς και πολυμελούς Υπεράσπισης.

Αν αυτή την πολυτελή και πολυμελή Υπεράσπιση την επιμερίσει κανείς σε έναν έκαστο των κατηγορουμένων, τότε θα μπορούσα να πω με μεγάλη προσέγγιση αξιοπιστίας ότι βλέπω να φωτογραφίζεται ο εαυτός μου και οι συνυπερασπιστές μου μέσα στην πολυμελή –πολυτελής δεν θεωρώ ότι είμαστε- Υπεράσπιση, διότι δύο κατηγορούμενοι έχουν από τρεις υπερασπιστές, ο Βασίλης Τζωρτζάτος και ο Θωμάς Σερίφης. Του Θωμά Σερίφη οι συνήγοροι δε θυμάμαι να ήταν ποτέ στο στόχαστρο οποιασδήποτε αντέγκλησης ή αντιπαράθεσης με τον κ. Εισαγγελέα, άρα λοιπόν αν το εξατομικεύσουμε, είναι για εμάς.

Εν πάση περιπτώσει, ο κ. Μαρκής επανερχόμενος λέει το εξής: «ζητώ συγγνώμη απ’ όλη την υπεράσπιση κλπ, ξέρω ότι οι περισσότεροι από σας είσαστε χωρίς αμοιβή›. Ωραία, ερώτημα πρώτο. Αφού το ξέρει ότι οι περισσότεροι είναι χωρίς αμοιβή, δεν ξέρω πώς το ξέρει βέβαια αλλά εν πάση περιπτώσει το εικάζει, αφού το ξέρει από την στιγμή που λέει αυτά για τις ληστείες γιατί τα λέει; Δεν είναι αντίφαση αυτό ή μήπως είναι μία σκοπιμότητα ότι παρόλα αυτά το λέει και έχει για την εφεδρεία ένα επικουρικό επιχείρημα ότι εντάξει, αν τεθεί θέμα το ξέρω ότι κάποιοι από σας, οι περισσότεροι είστε χωρίς αμοιβή;

Τι σημαίνει αυτό; Γιατί ο κ. Εισαγγελέας επιθυμεί να διαχύσει στην κοινωνία έναν προβληματισμό για το αν οι δικηγόροι αμείβονται ή δεν αμείβονται; Γιατί εγώ θα πρέπει δηλαδή να απολογούμαι στους γονείς των συμμαθητών των παιδιών μου στο σχολείο αν τα λεφτά με τα οποία ζουν τα παιδιά μου είναι από ληστείες ή είναι από τι; Γιατί θα πρέπει να δίνω εξηγήσεις αν έχω ή δεν έχω πάρει αμοιβή; Εγώ θα δώσω εξηγήσεις γιατί δεν έχω να κρύψω τίποτε και θα τις δώσε απευθυνόμενος τυπικά στο Δικαστήριό σας και ουσιαστικά στην κοινωνία που παρακολουθεί τη Δίκη. ¶λλες εξηγήσεις όμως είναι οι ζητούμενες εδώ πέρα να δοθούν.

Τι είναι εκείνο το οποίο κάνει τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα να θέσει τέτοιο θέμα; Πότε και σε ποια δίκη ναρκωτικών για παράδειγμα ετέθη σε οποιονδήποτε μεγαλόσχημο συνάδελφο υπερασπίζεται και καλά κάνει από πού παίρνει αμοιβή και πόσα παίρνει και γιατί; Πότε συνδέθηκε η αξία ή η απαξία του υπερασπιστικού έργου κάποιου συνηγόρου με την αμοιβή του; Γιατί θα πρέπει εγώ να μπω στο δίλημμα ή να πω ότι πληρώθηκα οπότε τα πήρα από τις ληστείες ή να πω ότι δεν πληρώθηκα οπότε είμαι συνοδοιπόρος; Εδώ τον ρούμπο τον πετύχατε, είναι διάνα πραγματικά και το ένα και το άλλο. Σε βάζουν με τα χέρια ψηλά.

Βέβαια δεν νομίζω ότι μόνο αυτή είναι η σκοπιμότητα του κ. Εισαγγελέα. Υπάρχει και κάτι άλλο το οποίο μάλλον διέφυγε απ’ ότι είδα από τα πρακτικά από τους συναδέλφους της υπεράσπισης οι οποίοι πήραν το λόγο. Ο κ. Εισαγγελέας γνωρίζει τη νομοθεσία, γνωρίζει και τις τάσεις και τα ρεύματα στην κατεύθυνση της εξέλιξης της νομοθεσίας και βεβαίως έχει και άποψη γι’ αυτήν. Υπάρχει μία ευρύτερη απειλή σε αυτά τα οποία είπε την οποία οφείλω να επισημάνω και να την καταθέσω στο Δικαστήριο ως ένα ακόμη στοιχείο πίεσης στους συνηγόρους.

Ξέρετε υπάρχει και ένας νόμος εδώ στην Ελλάδα, ένας νόμος με πολύ κακόηχο τίτλο, χαρακτηριστικό εν πάση περιπτώσει των προθέσεων που εξυπηρετεί, ο νόμος για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, ο 2331/95. Θα μπορούσε κανένας με λίγη φαντασία και δυστυχώς δεν απέχουμε πολύ από εκείνη την στιγμή καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκδώσει μία οδηγία. Συνέβη να τα γνωρίζω διότι ήμουν στο Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου την περίοδο που συνεζητείτο η οδηγία αυτή η οποία ζητά να καθιερωθεί με ανάλογη τροποποίηση του εσωτερικού δικαίου στην Ελλάδα υποχρέωση των δικηγόρων και την συμβολαιογράφων μεταξύ άλλων να καταγγέλλουν όλες τις δοσοληψίες που έχουν με πελάτες τους οι οποίες κατά την άποψή τους περιέχουν χρήματα τα οποία είναι υπόπτου προελεύσεως ως προς τον πελάτη τους.

Δηλαδή ο δικηγόρος να πηγαίνει και να λέει «ξέρετε, είχατε πελάτη τον τάδε, μου έδωσε κάποια χρήματα, δεν ξέρω πού τα βρήκε, κοιτάξτε να δείτε μήπως είναι «ξέπλυμα› αλλιώς ο δικηγόρος θα πάει μέσα. Αυτή την τύχη μας επιφυλάσσει το κράτος το οποίο κάποιοι κύριοι οραματίζονται διότι είναι ένας νόμος ο οποίος βεβαίως αποσκοπεί και είναι υπερατλαντικής προελεύσεως και αυτός και σκοπιμοτήτων στον παγκόσμιο έλεγχο της οικονομικής ζωής. Τιμωρεί με ποινή κάθειρξης, ουσιαστικά αναβαθμίζει σε κακουργήματα αδικήματα όπως η καταδολίευση ακόμα και με μία ευρεία εφαρμογή ακόμα και ο δικηγόρος και ο συμβολαιογράφος ο οποίος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την αμοιβή του διατρέχει τον κίνδυνο να πάει κατηγορούμενος για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος δια της αποδοχής στην κυριότητά του περιουσιακών στοιχείων όπως είναι και τα χρηματικά ποσά βεβαίως τα οποία προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες. Εκεί οδηγεί το νήμα της απειλής του κ. Εισαγγελέα.

Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι μία βδομάδα πριν ο επίσης Εισαγγελέας και επιφορτισμένος, εξειδικευμένος στα θέματα των οικονομικών εγκλημάτων και παρ’ ολίγο προϊστάμενος στις τελευταίες αρχαιρεσίες της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ο κ. Ισίδωρος Δογιάκος. Αρθρογραφούσε στο «ΒΗΜΑ› στα πλαίσια του opinion making με τίτλο «Ώρα αποφάσεων για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος›.

Είπαμε ότι στην Ελλάδα της συνταγματικής διάκρισης των εξουσιών έχουμε Εισαγγελείς οι οποίοι νομοθετούν και Εισαγγελείς οι οποίοι αρθρογραφούν και προπαγανδίζουν στην κοινή γνώμη την ανάγκη θέσπισης διαφόρων νομοθετημάτων και ο οποίος ζητά ούτε λίγο, ούτε πολύ την αντιστροφή του βάρους απόδειξης σε ότι αφορά την κτήση χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες.

Εισηγείται λοιπόν ο κ. Δογιάκος το εξής: «η πολιτεία πρέπει να απαλλαγεί από την υποχρέωση να αποδείξει αυτή δια των αρμοδίων οργάνων της ότι περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας αποκτήθηκαν παράνομα με χρήματα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες. Το βάρος αποδείξεως ότι αποκτήθηκαν νόμιμα πρέπει να μετατοπιστεί πλέον στους ιδιοκτήτες τους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Η Επιτροπή που προαναφέρθηκε, μία Επιτροπή του άρθρου 7 του νόμου 2331/95 να δικαιούται να καλεί όποιον βασίμως κρίνει ότι έχει αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία με χρήματα που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και να του ζητεί να αποδείξει εκείνος με στοιχεία που θα προσκομίζει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ότι απέκτησε την συγκεκριμένη περιουσία με οικονομικούς πόρους που προέρχονται από νόμιμη εργασία. Αν τελικά αυτός δεν το πετύχει η συγκεκριμένη περιουσία να δημεύεται υπέρ του δημοσίου.

Αυτή είναι λοιπόν η άποψη του κ. Εισαγγελέα για το τεκμήριο αθωότητας και η εισήγηση για την αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Σε αυτή την δικαιϊκή κοινωνία θέλει να μας πάει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας διαχέοντας στην κοινωνία για τα χρήματα από τις ληστείες.