ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που διεκόπη. Ο κ. Παπαδάκης έχει τον λόγο.
Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Έλεγα λοιπόν για τον ρόλο των συνηγόρων στη Δίκη αυτή και τις επιθέσεις που δέχθηκαν και θέλω να πω και κάτι ακόμα για να αποκαταστήσω το ποια πραγματικά νομίζω ότι πρέπει να είναι η λειτουργία των δικηγόρων σε μία τέτοια υπόθεση όπως εγώ την είδα τουλάχιστον και προσπαθώ να εφαρμόζω από τότε που ανέλαβα μέχρι σήμερα.
Ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης σε μία υπόθεση όπως της 17Ν είναι ένα βάδισμα ανάμεσα σε δύο γκρεμούς. Γκρεμός που υπήρχε αριστερά αρκετά έντονος τον πρώτο καιρό ήταν ο κίνδυνος της διολίσθησης από τα καθήκοντα του συνηγόρου σε αρμοδιότητες πολιτικού εκπροσώπου του κατηγορουμένου. Είναι ο κίνδυνος εκείνος ακριβώς ο οποίος δίνει λαβές σε οποιοδήποτε καλοθελητή να ταυτίζει τον συνήγορο με τον κατηγορούμενο κι ήταν ένας κίνδυνος πάρα πολύ μεγάλος όταν μάλιστα την περίοδο του καλοκαιριού ειδικά, ο συνήγορος ήταν το μόνο μέσο επικοινωνίας του εντολέα του με την κοινωνία, με τα ΜΜΕΑ όταν δεν υπήρχαν ούτε επιστολές ούτε απόρρητα τηλεφωνήματα.
Θα ήταν πάρα πολύ εύκολο κανείς να διολισθήσει, τον έσπρωχναν κιόλας όλοι όσοι διαχειρίζονταν τηλεοπτικά την υπόθεση ακριβώς για να τον προβοκάρουν, για να τον ταυτίσουν και να δείξουν στην κοινωνία ότι αυτός είναι συνοδοιπόρος να το πετύχει. Δεύτερος γκρεμός, ο γκρεμός ο δεξιός, ήταν ότι κάτω από την επιρροή των φόβων, της εύλογης υποχώρησης απέναντι στις καθημερινές και ολομέτωπες επιθέσεις και απέναντι στις ταυτίσεις, ο συνήγορος αυτός να είναι υποχωρητικός από την άσκηση των δικαιωμάτων του εντολέα του και αυτός ο γκρεμός ήταν ο χειρότερος και ο πιο ολέθριος, διότι ουσιαστικά ο γκρεμός αυτός αναιρεί το ρόλο και την ιδιότητα του δικηγόρου.
Προσπαθήσαμε να περπατήσουμε στη μέση. Το αν το πετύχαμε ή όχι θα κριθεί. Θέλω να πω ότι όλες αυτές οι συμπεριφορές απέναντι σε εμάς και οι επιθέσεις του κ. Μαρκή για τις οποίες μίλησα πριν και όλων, χαρακτηρίζονται και από ένα ακόμη στοιχείο το οποίο το κατέδειξα στη διάρκεια της Δίκης. Ότι είναι αυτές επειδή απευθύνονται σε ανθρώπους τέτοιας συμπεριφοράς και τέτοιας υπερασπιστικής νοοτροπίας σαν εμάς. Είμαι βέβαιος για το αντίθετο, είμαι βέβαιος ότι αν στα έδρανα αυτά καθόταν ένας μεγαλοδικηγόρος, ένας επώνυμος, ένα από κάποιους από τους κυρίους απέναντι, ποτέ δεν θα είχε δεχθεί κριτικές τέτοιου επιπέδου και αντιμετωπίσεις τέτοιου επιπέδου από την Έδρα: «οχετός, μου ζαλίζουν τα αυτιά› κτλ.
Τις δεχόμαστε γιατί είμαστε εμείς που είμαστε, με το ήθος που έχουμε και με τον τρόπο με τον οποίο εγκαλούμε το Δικαστήριο στην τήρηση της δημόσιας τάξης την οποία υποτίθεται ότι είμαστε εμείς που αντιστρατευόμαστε κατά το κριτήριο του Βερσέζ το οποίο εδώ πέρα αβάσιμα προσπαθείτε να υπάγετε.
Έχω κλείσει την ενότητα η οποία σχετίζεται με την τρομοϋστερία, με όλους εκείνους τους παράγοντες οι οποίοι έχουν διαμορφώσει μια εκ των προτέρων πεποίθηση στην κοινή γνώμη αλλά και σε εμάς τους ίδιους σ’ έναν βαθμό ανατρέποντας τεκμήρια αθωότητας και προκαταλαμβάνοντας τη δικονομική αλήθεια η οποία κατά τα άλλα αβίαστα και ανεπηρέαστα πρέπει να βγει από δω μέσα και αρχίζω πλέον να μπαίνω σιγά-σιγά στην αναζήτηση της δικονομικής αλήθειας ξεκινώντας από κάποιους γενικούς όρους και προσδιορισμούς που έχουν σχέση με την Αριστερά και την τρομοκρατία και με τις πολιτικές συνθήκες γέννησης της 17Ν.
Ο λόγος στον οποίον αναφέρομαι δεν είναι για να κάνω πολιτικολογία αλλά γιατί θέλω να συμβάλλω με τον τρόπο μου στην απάντηση ενός ερωτήματος που ο κ. Πρόεδρος το έχει επανειλημμένα θέσει στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και που νομίζω ότι είναι ένα ερώτημα που εύλογα απασχολεί όλα τα μέλη του Δικαστηρίου και όλους μας. Εάν αποδίδω τη διατύπωση ορθά, είναι το ερώτημα «τί είναι εκείνο που κάνει κάποιον να περάσει το κατώφλι του ποινικού νόμου και να πάρει το 45άρι;›
Νομίζω ότι η επικαιρότητα της ανάγκης απάντησης είναι υπαρκτή και νομίζω ότι αυτό θα πρέπει να προσεγγίσουμε. Θα μιλήσω λίγο για την ιστορία, όχι διότι θέλω να κάνω πολιτική τοποθέτηση, αλλά διότι η ιστορία έχει κάποια ανάγκη αποκατάστασης στοιχειώδους εδώ πέρα. Εδώ γέμισε το Δικαστήριο Λενινιστές, ανθρώπους οι οποίοι μιλούν για την Αριστερά, μιλούν για τον Τσε Γκεβάρα, για τον ¶ρη Βελουχιώτη εγκωμιαστικά και δεν είναι της Αριστεράς βέβαια. Έρχονται εδώ να τα πουν αυτά για να κάνουν την αντιδιαστολή.
Πρώτα απ’ όλα μία εξήγηση για το θέμα της κοινωνικής και πολιτικής βίας: Θα ήταν άδικο να την επιρρίψει κανείς σε οποιαδήποτε Αριστερά, ότι η Αριστερά ήταν αυτή η οποία εφηύρε τη βία. Η Αριστερά είναι εκείνη η οποία ερμήνευσε με εργαλείο τη βία τους νόμους της κίνησης της πάλης των τάξεων και τη διατύπωσε στα λόγια του Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ότι «η βία είναι η μαμή της ιστορίας›, λέγοντας το πάρα πολύ απλό, αυτό το οποίο η ιστορία έχει αποδείξει, ότι καμία τάξη δεν εγκαταλείπει την κυριαρχία της, την οικονομική και πολιτική της εξουσία με δημοκρατικά μέσα και ότι συνεπώς έρχεται κάποια στιγμή που η επαναστατική βία είναι εκείνη η οποία συσσωρεύει τις κοινωνικές αντιθέσεις και προκαλεί την έκρηξη την κοινωνική και με τη μετάβαση σε ένα άλλο κοινωνικό επίπεδο.
Αν κανένας κοιτάξει την ιστορία προς τα πίσω δεν θα δει καμία μετάβαση από ένα κοινωνικό μοντέλο σε ένα άλλο χωρίς τη βία και βεβαίως δεν είναι μόνο η βία η επαναστατική βία της σύγκρουσης, η βία της εξέγερσης, της επανάστασης η μόνη βία που υπάρχει στην κοινωνία. Αλλά είναι και η διάχυτη, γενικευμένη, καθημερινή βία της εξουσίας στην οικονομική, στην κοινωνική, στην πολιτική της συμπεριφορά, στη διαμόρφωση της καθημερινής ζωής του πολίτη. Η βία σε όλα τα επίπεδα.
Η βία που δημιουργεί βίωμα, η βία η οποία υποχρεώνει σε κοινωνικές συμπεριφορές, η βία η οποία δημιουργεί οικονομικές δυστυχίες, η ίδια η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο που είναι και αυτή μία βία που κανείς δεν την κατέταξε εκεί. Γιατί θεωρείται μια θεμιτή και νόμιμη βία μέσα στους νόμους της συναλλαγής που ψευδώς το αστικό δίκαιο τους παριστά ως συναλλαγές ίσων προς ίσους κτλ.
Η σχέση της Αριστεράς με την τρομοκρατία τώρα και με τη βία κάποιων τρομοκρατικών ομάδων, επίσης έχει συσκοτιστεί αρκετά από την τρέχουσα πολιτική διαχείριση των πραγμάτων. Υπάρχουν κείμενα του Λένιν στα τέλη του περασμένου αιώνα και τις αρχές αυτού, για την ατομική τρομοκρατία. Υπήρχαν Κινήματα ατομικής τρομοκρατίας στην Τσαρική Ρωσία τα οποία επεδίωκαν με διάφορους τρόπους τη δημιουργία επαναστατικών συνθηκών. Αυτά βρίσκονταν σε μία σχέση άλλοτε αντιπαλότητας, άλλοτε συμμαχίας με το ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Έγραφε ο Λένιν στο σχέδιο προγράμματος του Κόμματος: «Τα ζητήματα τακτικής στο βαθμό που θα προκύπτουν, θα συζητούνται στην εφημερίδα του Κόμματος και θα λύνονται τελικά στα συνέδριά του. Εδώ κατά τη γνώμη μας συμπεριλαμβάνεται και το ζήτημα της τρομοκρατίας. Το ζήτημα αυτό οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να το βάλουν οπωσδήποτε για συζήτηση και φυσικά για συζήτηση όχι από άποψη αρχών μα από άποψη τακτικής. Γιατί αυτή η ανάπτυξη του Κινήματος καθαυτή οδηγεί αυθόρμητα σε ολοένα και πιο συχνές περιπτώσεις εκτέλεσης χαφιέδων στο δυνάμωμα της βαθιάς αγανάκτησης μέσα στις γραμμές των εργατών και σοσιαλιστών που βλέπουν ότι ολοένα και περισσότεροι σύντροφοί τους βασανίζονται μέχρι θανάτου στα απομονωτήρια των φυλακών και στους τόπους εξορίας›.
Στο βιβλίο «Τί να κάνουμε› ο Λένιν λέει: «Καταρχήν δεν απορρίψαμε ποτέ ούτε και μπορούμε να απορρίψουμε την τρομοκρατία. Η τρομοκρατία είναι μια στρατιωτική ενέργεια που μπορεί να είναι απόλυτα ωφέλιμη και μάλιστα αναγκαία σε κάποια ορισμένη στιγμή της μάχης σε μία ορισμένη κατάσταση του στρατού και σε ορισμένες συνθήκες. Η ουσία όμως του ζητήματος βρίσκεται ακριβώς στο ότι η τρομοκρατία τούτη τη στιγμή δεν προβάλλεται καθόλου σαν επιχείρηση στρατού εν εκστρατεία στενά συνδεδεμένη και προσαρμοσμένη σε όλο το σύστημα του αγώνα αλλά σαν μέσο μεμονωμένης επίθεσης αυτοτελές και ανεξάρτητο από κάθε στρατό γι αυτό ακριβώς δηλώνουμε ότι στις προκείμενες συνθήκες ένα τέτοιο μέσο είναι άκαιρο›.
Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχουν ένθεν κακείθεν αντιμετωπίσεις αλλά με το κριτήριο της τακτικής, του κατά πόσον και αν δηλαδή, από άποψη τακτική εξυπηρετεί ή δεν εξυπηρετεί. Λέει βεβαίως κάπου αλλού ότι οι οικονομιστές και οι σύγχρονοι τρομοκράτες έχουν μία κοινή ρίζα και συγκεκριμένα την υπόκλιση μπροστά στο αυθόρμητο. Λέει και κάπου αλλού, γιατί είναι ατελείωτη η σειρά και δε θέλω να σας κουράσω, στο «Γράμμα προς τον Κορίτσοναρ› το 1916: «Όσον αφορά την πολιτική εκτίμηση της πράξης, εμείς φυσικά παραμένουμε στην παλιά μας άποψη που έχει επιβεβαιωθεί από την πείρα δεκαετιών, ότι οι ατομικές τρομοκρατικές απόπειρες δολοφονίας είναι άσκοπο μέσο πολιτικής πάλης. Κilling is not murder έγραφε σχετικά με τις απόπειρες δολοφονίας η παλιά ΙΣΚΡΑ μας. Εμείς δεν είμαστε γενικά ενάντια στον πολιτικό φόνο, όμως οι μεμονωμένες απόπειρες δολοφονίας σαν επαναστατική τακτική είναι άσκοπες και επιζήμιες. Μόνο το μαζικό Κίνημα μπορεί να θεωρηθεί σαν πραγματική πολιτική πάλη›.
Αυτά τα έλεγε ο Λένιν. Βεβαίως, το να μιλάμε για διαφωνία τακτικής ως προς την τρομοκρατία δεν σημαίνει τον υποβιβασμό του ζητήματος αυτού ή ότι είναι κάτι δευτερεύον ή ότι είναι κάτι το οποίο έχει μικρή σημασία. Σε μια δεδομένη στιγμή της ταξικής πάλης της πολιτικής αντιπαράθεσης, μία εσφαλμένη τακτική είναι ικανή να ανατρέψει ολόκληρο το εγχείρημα. Η ουσία είναι ότι η ιστορία κάπως έτσι έχει γραφτεί και η ιστορία οδήγησε εκεί που οδήγησε στην επανάσταση στη Σοβιετική Ένωση.
Είναι ένα θέμα η αποτίμηση αυτή, θα την κάνουμε συνοπτικά αποτιμώντας τον αιώνα που φεύγει, είναι γεγονός όμως ότι οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν κάνει τις επιλογές της ένοπλης πάλης, θα ήταν τελείως εκτός πραγματικότητας να τους χρεώσει κανείς ως λαθρεπιβάτες της Αριστεράς, ή ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με αυτά τα οποία ιστορικά έλεγε η Αριστερά.
Και δεν είναι βέβαια μόνο η περίοδος του Λένιν στη Ρωσία, αυτή είναι αρκετά μακρινή. Υπάρχουν άλλες περίοδοι χρονικές ιστορικά οι οποίες έχουν άμεση βιωματική και προσωπική σχέση με τις διαδρομές της περιόδου γέννησης της 17Ν στην Ελλάδα. Η δεκαετία του ’60 είναι μια δεκαετία Κινημάτων ένοπλης βίας σε όλη τη Λατινική Αμερική. Τί άλλο απ’ αυτό ήταν ο Τσε Γκεβάρα ο οποίος έχει αποθεωθεί εδώ πέρα ακόμα και από τον κ. Εισαγγελέα; Ένας Αργεντινός και μάλιστα μικροαστός, γιος γιατρών, ο οποίος πήγε σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, προκειμένου να ιδρύσει επαναστατικές ομάδες και να συμβάλλει στη δραστηριότητά τους.
Ένας άνθρωπος βέβαια που η αξία του φάνηκε όταν εγκατέλειψε το Υπουργείο Οικονομικών στην Κούβα που του έδωσε ο Φιντέλ Κάστρο μετά την επανάσταση και γύρισε στη Βολιβία με το όπλο στο χέρι και εκεί σκοτώθηκε.
Βεβαίως αν ο Τσε Γκεβάρα δικαζόταν σε ένα Ελληνικό Δικαστήριο και τότε και τώρα με άλλα κοσμητικά επίθετα θα χαρακτηριζόταν και ποτέ η αφίσα του δεν θα κοσμούσε τα φοιτητικά δωμάτια ακόμα και των παιδιών των βορείων προαστίων. Γιατί εδώ έχουμε πήξει από επαίνους στον Τσε Γκεβάρα και στον ¶ρη Βελουχιώτη και μοιραία τα λόγια μου πάνε σε κάποιο άλλο τσιτάτο του Βλαδιμίρ Ίλιτς Λένιν έγραφε στο «Κράτος και Επανάσταση› στον πρόλογο «με την διδασκαλία του Μαρξ γίνεται σήμερα όταν γινόταν συχνά στην ιστορία με τις διδασκαλίες των επαναστατών, στοχαστών και αρχηγών των καταπιεζομένων τάξεων στην πάλη τους για την απελευθέρωση.
Οι καταπιεστικές τάξεις αμείβανε με συνεχείς διωγμούς τους μεγάλους επαναστάτες όσο ήταν στη ζωή. Αντιμετώπισαν την διδασκαλία τους με την πιο άγρια κακία, με το πιο άγριο μίσος, με την πιο αχαλίνωτη εκστρατεία της ψευτιάς και της συκοφαντίας. Ύστερα από το θάνατό τους γίνονται προσπάθειες να τους μετατρέψουν σε άβλαβες εικόνες, σαν να πούμε να τους αγιοποιήσουν, να δώσουν ορισμένη δόξα στο όνομά τους για παρηγόρια των καταπιεζομένων τάξεων και για την αποβλάκωσή τους ευνουχίζοντας το περιεχόμενο της επαναστατικής διδασκαλίας, στομώνοντας την επαναστατική της αιχμή προστυχεύοντάς της. Σαν τέτοια επεξεργασία του μαρξισμού συμφωνούν σήμερα η αστική τάξη και οι οπορτουνιστές της στο εργατικό κίνημα. Λησμονούν, σβήνουν, διαστρεβλώνουν την επαναστατική πλευρά της διδασκαλίας, την επαναστατική της ψυχή. Προβάλλουν στην πρώτη γραμμή, εξυμνούν εκείνο που είναι δεκτό ή φαίνεται πως είναι δεκτό για την αστική τάξη›.
Τι σας λέει εδώ πέρα όταν έρχονται ιδεολογικοί απόγονοι εκείνων που κρέμασαν στο φανοστάτη των Τρικάλων το κεφάλι του ¶ρη Βελουχιώτη να λένε ότι είναι αγωνιστής; Τι λέγανε τότε που ζούσε ο ¶ρης Βελουχιώτης και τι έλεγαν όλοι για να είμαστε και δίκαιοι για τον ¶ρη Βελουχιώτη; Τι θα έλεγαν για τον Τσε Γκεβάρα κάποιες εξουσίες εκεί στη μακρινή Λατινική Αμερική; Τι έλεγαν για τον Παναγούλη κάποιες εξουσίες εδώ στην Ελλάδα εκείνο τον καιρό; Που τώρα εύκολα χαρακτηρίζεται τυραννοκτόνος αλλά τότε σε ένα Δικαστήριο εκείνης της εποχής δεν νομίζω ότι θα πέρναγε και πάρα πολύ εύκολα.
Τι είναι αυτό το οποίο εν πάση περιπτώσει κάνει όλους αυτούς που μιλάνε σήμερα γι’ αυτές τις μορφές, για τον ¶ρη Βελουχιώτη, για τον Τσε Γκεβάρα να πλέκουν εγκώμια και επαίνους; Είναι πολύ απλά το γεγονός ότι παρά τις συκοφαντίες και τις επιθέσεις που γνώρισαν αυτοί οι άνθρωποι την περίοδο της δρώσας κοινωνικής τους δραστηριότητας η ιστορία τους έγραψε, δεν μπόρεσαν να τους σβήσουν και αφού δεν μπόρεσαν να τους σβήσουν κοιτάνε να τους εξωραΐσουν και να τους αγιοποιήσουν.
Το κάνουν για να δημιουργήσουν διάσταση ανάμεσα σε αυτές τις ιδέες που πρέσβευαν εκείνοι και βεβαίως στην πρακτική της ένοπλης βίας και όσων εν πάση περιπτώσει παίρνουν την πολιτική τους ευθύνη γι’ αυτό. Όμως δεν νομίζω ότι η προσέγγιση των θεμάτων μπορεί να γίνει με τέτοιου είδους κατασκευές, αυθαιρεσίες, μετατροπές και παραχαράξεις της ιστορίας.
Αυτό το οποίο έκανε ο Τσε Γκεβάρα και αυτό το οποίο έκαναν τα κινήματα εκείνα στη Λατινική Αμερική και σε όλο τον κόσμο, αν θυμάμαι καλά ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισης κοινωνιολόγος ο Ευάγγελος Πισίας μίλησε για 1.000 περίπου κινήματα ένοπλης βίας αυτή την στιγμή εν ενεργεία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό το οποίο ως πρακτική αντιδικτατορική είχε νομιμοποιηθεί πολιτικά, κοινωνικά και στην Ελλάδα διότι και στην Ελλάδα είχαμε απόπειρες ανθρωποκτονίας την περίοδο της Δικτατορίας από ανθρώπους οι οποίοι στη συνέχεια ηρωοποιήθηκαν και έγιναν και Βουλευτές και εδώ θα πρέπει κανείς να το εξηγήσει πάρα πολύ συγκεκριμένα για την απόλυτη αξία της ανθρώπινης ζωής και πώς αντιμετωπίζονται τότε, τώρα κλπ και βεβαίως είχαμε και βομβιστικές ενέργειες.
Στο βιβλίο του Γιώργου Καράμπελα με τίτλο «Το αντάρτικο των Πόλεων› όπως και ο ίδιος επιβεβαίωσε στο ακροατήριο αναφέρονται ότι με στοιχεία της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής είχαν καταγραφεί μόνο στη περιοχή Αττικής την περίοδο της Δικτατορίας 174 βομβιστικές ενέργειες. Συνεπώς δεν ήταν εν κενώ η εμφάνιση των κινημάτων ένοπλης βίας στην Ελλάδα, δεν ήταν αποτέλεσμα κανενός διεστραμμένου εγκεφάλου, κάποιου εκ πεποιθήσεως εγκληματία, κάποιου ανεπάγγελτου ή κάποιου δεν ξέρω τι αλλά ήταν η φυσική απόληξη μιας κινηματικής τάσης, απότοκη εκείνων των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70 σε ολόκληρο τον κόσμο που κάποιοι άνθρωποι προσπάθησαν. Το αν έκαναν λάθος πολιτικά ή όχι δεν είναι συζήτηση που αφορά το ακροατήριο αλλά δεν είναι και κριτήριο αυτό για να καταδικαστούν ή για να στιγματιστούν ή για να χαρακτηριστούν και βεβαίως δεν μπορεί να είναι κριτήριο το αν πέτυχαν ή απέτυχαν.
Έτσι κι αλλιώς η δίκη έχει τα όρια της. Η εγκληματική πράξη, η ανθρωποκτονία δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί. Το ερώτημα που και αυτό πολλές φορές εκτοξεύτηκε ότι τι θα γίνει δηλαδή, θα παίρνει ο καθένας ένας 45άρι και θα αρχίσει να βαράει; Εγώ δεν μπορώ να το απαντήσω, είναι εξ ορισμού απαντημένο. Δεν απαντιέται, είναι γεγονός.
Προσεγγίζουμε την αιτία και η αιτία νομίζω ότι βρίσκεται εκεί. Το εάν η Αριστερά την απαρνείται την αιτία αυτή, θέλει να ξεχνάει πράγματα σαν αυτά που είπα προηγουμένως γιατί θέλει να πετύχει την ένταξή της και τη νομιμοποίησή της στο επίσημο πολιτικό καθεστώς έστω κι αν αυτή συνδυάζεται με την παραίτηση από κάθε δημόσιο λόγο υπεράσπισης των καταπατημένων συνταγματικών και δικομματικών δικαιωμάτων δεν σημαίνει ότι η αλήθεια αυτή που υπάρχει στο αρχείο της ιστορίας έχει πάψει και να υφίσταται.
Ακόμα θα ήθελα να αναφερθώ σε μερικές ελληνικές ιδιομορφίες οι οποίες προσέθεσαν πολιτικό, ιστορικά και βιωματικό βάρος στις συνθήκες γέννησης των κινημάτων ένοπλης βίας, γιατί μίλησα για κάποιες διεθνείς συνθήκες, κινήματα και στην Ευρώπη και στον κόσμο αλλά εδώ έχουμε και μία Ελλάδα με ένα πολύ σκληρό μετεμφυλιακό κράτος η οποία βγαίνει μέσα από έναν αιώνα χαρακτηρισμένο από φρονηματικές διώξεις που ξεκινάνε από το ιδιώνυμο και το νόμο αντικατασκοπίας του Μεταξά και φτάνουν στα ψηφίσματα στον 509, στις εκτοπίσεις. Ψήφισμα, είπα τα ψηφίσματα.
Δεν μιλάω για την μεταπολίτευση και μετά. Μιλάω για τόσο πριν και είναι μία Αριστερά η οποία πραγματικά όσο κι αν κανένας εκπλήσσετε με αυτά τα οποία ο Κουφοντίνας είπε στην απολογία για Αριστερά της σφαλιάρας που άρχισε να ρίχνει κλωτσιά στο καλάμι δεν απέχουμε και πάρα πολύ από την βιωματική πραγματικότητα όπως αυτή αποτυπώνεται από κάποια στιγμή που είναι πραγματικά.
Στοιχείο πρώτο, θα πάμε στον μεσοπόλεμο. Τα στοιχεία που θα σας διαβάσω είναι από το βιβλίο του Γιώργου Κατηγόρη «Η νομοθεσία των Βαρβάρων›. «Στον μεσοπόλεμο δεν περνάει χρόνος που να μην σωριαστούν εργάτες σκοτωμένοι από τις σφαίρες της εξουσίας με κορυφαία αιματηρά επεισόδια την σφαγή των εργατών-διαδηλωτών στο Πασαλιμάνι τον Αύγουστο του 1923 και τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1936. Παρατηρούμε σε όλη την περίοδο μία αγριότητα στη συμπεριφορά των Αρχών καθαρά αντεπαναστατική χωρίς να έχει προηγηθεί επανάσταση. Μόνο ο πανικός που ένιωσε η ηγεσία της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στην κατάρρευση των δομών της μεγάλης ιδέας μπορεί να το εξηγήσει αυτό›.
Έχουμε το ιδιώνυμο για το οποίο σας μίλησα κατά την ανάπτυξη στο θέμα του πολιτικού εγκλήματος, ένα νόμο φρονηματικό από τον μεγαλύτερο αντικομμουνιστή πολιτικό που γνώρισε ο τόπος αυτός, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. «Όστις επιδιώκει την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλων σκοπών δια βιαίων μέσων ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπαση μέρους ή του όλου της επικρατείας ή ενεργεί υπέρ αυτών προσηλυτισμό τιμωρείται κλπ›.
Έχουμε εκτοπίσεις δεκάδων χιλιάδων, έχουμε φυλακίσεις, έχουμε διώξεις. Να πάμε στη νομοθεσία πριν από τον εμφύλιο και μετά την Βάρκιζα; Να θυμηθούμε την πολιτικά μονόπλευρη στράτευση των νεοσυλλέκτων και τη μονόπλευρη διαμόρφωση του Σώματος των Αξιωματικών, την εκκαθάριση των δημοσιών υπηρεσιών με απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, την επανίδρυση του Υφυπουργείου Ασφάλειας του Μανιαδάκη με το νέο τίτλο «Υφυπουργείο Δημοσίας Τάξεως› την άνοιξη του ΄45, την ανασύσταση των Επιτροπών Δημοσίας Τάξεως αρμόδιες για εκτοπίσεις, την ψήφιση των εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευόμενων τη δημοσία τάξη και ακεραιότητα της χώρας, τις πρώτες εκτελέσεις με απόφαση στρατοδικείων.
Να πάμε σε μερικά στοιχεία για την περίοδο της λεγόμενης «λευκής τρομοκρατίας› από την συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι την έναρξη του Β΄ εμφυλίου, μέχρι το Λιτόχωρο. Συγγνώμη, μέχρι τις 23 Ιουνίου 1946 σε δημοσίευμα του Μήτσου Παρτσαλίδη, Γραμματέα του ΕΑΜ τότε. «Ανάμεσα στις 12 Φλεβάρη του ΄45 και στις 31 Μάρτη του ΄46 ημέρα των πρώτων μεταπολεμικών εκλογών 1.289 μέλη του ΕΑΜ δολοφονήθηκαν. Έγιναν απόπειρες εναντίον 509 άλλων. 6.671 τραυματίστηκαν ύστερα από επίθεση. Πιάστηκαν και βασανίστηκαν 31.632. Πιάστηκαν για να παραπεμφθούν σε δίκη 84.931. Από τους τελευταίους 8.624 ήταν ακόμη στην φυλακή στις 8 Μαίου 1946 παρά το γεγονός ότι τους είχε χορηγηθεί αμνηστία. Επιπλέον 165 γυναίκες βιάστηκαν, 677 τοπικά γραφεία του ΕΑΜ ή του ΚΚΕ καταστράφηκαν. 18.767 ιδιωτικές περιουσίες οπαδών του ΕΑΜ λεηλατήθηκαν›.
Ακολούθησε ο εμφύλιος πόλεμος, ακολούθησε η εξορία των ηττημένων που διήρκησε 30 χρόνια μετά, ακολούθησε βεβαίως το 1947 ο νόμος 509 και ακολούθησε και το τρίτο ψήφισμα που ίσχυε παράλληλα με το Σύνταγμα του 1952, παράλληλα ακόμη και με την ΕΣΔΑ η οποία ακυρώθηκε και έγινε εσωτερικό δίκαιο το 1953. Εξάλλου εκτός από τα στοιχεία αυτά τα οποία προκύπτουν από τα αρχεία, το καθημερινό βίωμα του Έλληνα που δεν είναι με την εξουσία είναι νωπό ακόμα και στις γενιές τις δικές μας που ήμαστε νεώτεροι. Είναι νωπό και σε μένα ακόμα που κι εγώ αν είμαι Αριστερός δεν είμαι γιατί η οικογένειά μου δεν ήταν τέτοια. Δεξιοί ήταν οι άνθρωποι, Κεντρώοι, δεν είχα ποτέ πρόβλημα συνύπαρξης μαζί τους και πιστεύω ότι κάποτε πρέπει να τα ξεχάσουμε αυτά τα πράγματα με την έννοια δηλαδή ότι αν πάψουμε να διαιρούμαστε με βάσει τα βιώματα και τις μνήμες και αυτά όλα.
Όμως όταν κανένας προσεγγίζει τους όρους της πολιτικής επιλογής και της πολιτικής ένταξης και των συγκεκριμένων επιλογών κάποιων που περνάνε το κατώφλι δεν μπορεί να το κάνει παραβλέποντας ότι το ίδιο το κατώφλι νόμιμα εξουσίες και παραεξουσίες για χρόνια ολόκληρα περνούσαν στην Ελλάδα. Διαιρούσαν τους Έλληνες σε εθνικόφρονες και μιάσματα, τους εμπόδιζαν ακόμα και να διοριστούν στο δημόσιο με τα κοινωνικά φρονήματα, τους έπαιρναν από πίσω και δεν μπορούσαν ούτε μία εφημερίδα της επιλογής τους να αγοράσουν και εν πάση περιπτώσει μακρύς ο κατάλογος και ουκ έστιν αριθμός αυτή την στιγμή για να σας τα θυμίζω.
Απέναντι σε όλα αυτά μία Αριστερά της οποίας η πολιτική και δεν ήταν εν πάση περιπτώσει μόνο οι προσεγγίσεις των κινημάτων της ένοπλης βίας που την χαρακτήριζαν ηττοπαθή. Ακόμα και το ΠΑΣΟΚ την χαρακτήριζε έτσι στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Θέλω να πω ακόμα στο σημείο αυτό επειδή κάποια ημέρα ο πολύ αγαπητός μου συνάδελφος κ. Ευαγγελάτος ενοχλήθηκε που προσκόμισα ένα δημοσίευμα με την συνέντευξη του Ανδρέα Παπανδρέου τον Απρίλιο του ΄74 στην «NOUVEL OBSERVATEUR› στην οποία έλεγε ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πάρουμε και με τα όπλα ακόμα την εξουσία διότι η ιθύνουσα τάξη δεν πρόκειται να την παραχωρήσει.
Πήγε ο κ. Ευαγγελάτος στο Ίδρυμα Ανδρέα Παπανδρέου, έκανε αιτήσεις με χαρτόσημα και μετά από μήνες του έδωσαν μία άλλη συνέντευξη η οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε άλλα και ήρθε εδώ λέγοντας ότι με αποστομώνει. Δεν αποστομώνει κανείς κανέναν. Οι πολιτικοί μεταβάλλουν απόψεις και ουδείς σώφρων άνθρωπος θα ισχυριζόταν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε τρομοκράτης. Όμως οι απόψεις καταγράφονται και δημιουργούν πολιτικά αποτελέσματα την στιγμή κατά την οποία εκφράζονται. Τα αποτελέσματα αυτά ο καθένας τα ερμηνεύει με τον τρόπο του.
Τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου άλλαξε απόψεις και πολιτεύτηκε με έναν τρόπο ενδεχομένως διαφορετικό εκείνου με τον οποίο είχε ξεκινήσει την πολιτική του θητεία. Δεν σημαίνει ότι είμαι κακός εγώ που έρχομαι και αναδεικνύω αυτά τα οποία τα είχε πει σε κείνο τον χρόνο και τα οποία είναι εύλογα και ερμηνεύσιμα και είχαν δημιουργήσει μία ολόκληρη αντίληψη τόση που μέχρι και το αντίπαλο πολιτικό του Κόμμα μέχρι πρότινος σχεδόν ήθελε να τον βλέπει εκείνον πίσω από τις συνομωσίες για την ένοπλη βία κλπ.
Δεν ήταν συνεπώς ούτε περιθωριακό το εύρος της πολιτικής εμβέλειας τέτοιου είδους απόψεων, ούτε μεμονωμένο, ούτε ερμηνεύεται με συμπεριφορές ψυχολογίζουσες και με εγκληματολογικές προσεγγίσεις. Με τα δεδομένα αυτά έχει κανένας πάρα πολύ μεγάλο εύρος συζήτησης για να αποτιμήσει όλη αυτή την περίοδο. Καλώς ή κακώς και η περίοδος και οι μύθοι γύρω από αυτήν τελείωσαν και όχι απλώς τελείωσαν, τελείωσαν με έναν πολύ απότομο γδούπο από το σοκ του οποίου προσπαθούμε όλοι να συνέλθουμε.
Εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι ο γδούπος αυτός δεν πλακώνει μόνο την ένοπλη πάλη, πλακώνει τα συνταγματικά και δικονομικά δικαιώματα των πολιτών τα οποία θα είναι η θυσία, θα είναι τα σφάγια στο βωμό της αντιτρομοκρατικής πολιτικής εάν συνεχίσουμε έτσι.
Έρχομαι πλέον εξατομικευμένα τώρα στην υπεράσπιση του Τζωρτζάτου ξεκινώντας από την προδικασία και από την σύλληψη μέχρι την Δίκη. Όταν ανέλαβα τον Βασίλη Τζωρτζάτο τον Οκτώβριο 2002 μου κατήγγειλε τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η σύλληψη και η προανάκρισή του από την Αστυνομία, την ομαδική σύλληψη με την σύζυγο και την κόρη του, την προσαγωγή την ομαδική στα γραφεία της Ασφάλειας, τις απειλές, τους εκβιασμούς, το ξύλο το οποίο έφαγε.
Έχει σημασία γιατί δεν θέλω πραγματικά να επαναλάβω, θέλω απλώς και μόνο να συμπληρώσω ορισμένα πράγματα και να απαντήσω σε επιχειρήματα που ακούστηκαν από την άλλη πλευρά οξυγενή γιατί σε όλη την διάρκεια της Δίκης το θέμα αυτό απασχόλησε και ακούστηκαν οι απόψεις και των μεν και των δε.
Ζήτημα πρώτο, νομίζω ότι μας απασχολούν πριν καν δούμε τα πραγματικά περιστατικά του Τζωρτζάτου η προκατάληψη και η συμπεριφορά δύο παραγόντων του κ. Διώτη και της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας. Για τον κ. Διώτη είπα χθες και το είπα αποδεδειγμένα με δημοσιεύματα ότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος πίστευε ότι και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου να συνομιλεί απορρήτως με τον συνήγορο και αυτά θα πρέπει να καμφθούν ή να καταργηθούν όταν πρόκειται για υποθέσεις που υπάγονται στον τρομονόμο.
Ασχέτως αν η άποψή του αυτό δεν πέρασε ο άνθρωπος αυτός με αυτόν τον σεβασμό στα δικαιώματα των κρατουμένων, ένας άνθρωπος παράλληλα ο οποίος διήνυε το 8ο συνεχές έτος στη θέση του Εισαγγελέα υπευθύνου για θέματα τρομοκρατίας και κατά συνέπεια είχε σωρεύσει και αυτός την πίεση από το βάρος της μη επιτυχίας του της μακρόχρονης στο εγχείρημα το οποίο του ανατέθηκε, είναι ο ένας παράγοντας ο οποίος αναλαμβάνει την διαδικασία της εποπτείας για την προανάκριση του Τζωρτζάτου. Και έχει δώσει δείγματα γραφής. Όλα αυτά τα οποία χθες σας εξέθεσα στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ με τον Σάββα Ξηρό και μάλιστα τα επιβεβαιώνει και εκ των υστέρων στη συνέντευξη που σας ανέγνωσα σήμερα το πρωί, στην κα Ιωάννα Μάνδρου στο ΒΗΜΑ.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η Αντιτρομοκρατική Δ/νση Ασφάλειας. Αυτή στον Βασίλη Τζωρτζάτο έχει έναν πάρα πολύ σοβαρό λόγο να είναι ιδιαίτερα περιποιητική: Ο λόγος ότι ο Βασίλης Τζωρτζάτος έχει προσαχθεί το 1993, δεν έχει προκύψει σε βάρος του οποιοδήποτε στοιχείο ενοχής και γι αυτούς είναι ο άνθρωπος ο οποίος τους ξέφυγε τότε, τους εξέθεσε διότι προστέθηκε στη λίστα των άδικα προσαχθέντων που εγγράφονται στα αρνητικά της Αντιτρομοκρατικής, που δεν είχε και κανένα θετικό μέχρι τότε να ισοσταθμίσει στον ισολογισμό της και συνεπώς και εκδικητικότητα είχε κάθε λόγο να εκδηλώσει, αλλά και κυρίως η διόγκωση των κατηγοριών.
Η επιβάρυνση της θέσης του Τζωρτζάτου, πρώτον την ξέπλενε αναδρομικά από ένα άγχος για όλα τα προηγούμενα και δεύτερον, ενίσχυε το κύρος της απέναντι στους άλλους κρατικούς μηχανισμούς και ιδίως στους πολιτικούς, στην κατεύθυνση του «λύστε μας τα χέρια, δε μας αφήσατε το ’93› -το «δε μας άφησαν› είναι βέβαια λόγια δικά τους, λόγια του κ. Παπαχελά σε εκείνο το βιβλίο, γιατί δήθεν επενέβησαν οι πολιτικοί και τον έβγαλαν έξω. «Να τί θα είχαμε κάνει αν μας λύνατε τα χέρια και ποια είναι η απόδειξη, να πόσα αδικήματα έχει κάνει, να που τον Μπακογιάννη τον σκότωσε αυτός, να εκείνο, να το άλλο›.
Βεβαίως όλα αυτά τα κίνητρα όταν συνδυάζονται με μία καταρχήν ομολογία του ιδίου που ισχύει ακόμα και σήμερα ότι «ναι, εγώ ήμουν μέλος της 17Ν μέχρι το 1992›, είναι δηλαδή ο πρώτος ο οποίος το ομολογεί κιόλας, τον συνδυάζουν με την προηγούμενη εμπλοκή και με όλα αυτά τα οποία είπα πριν, εκεί πια δεν υπάρχει καμία ηθική αναστολή για την οποιαδήποτε συμπεριφορά. Τρώει ξύλο και για το ’93 και για όλα τα επόμενα.
Ακόμα, θα ήθελα να θυμίσω στο Δικαστήριο ότι τους ισχυρισμούς αυτούς τους αντιμετώπισε με μια αυξημένη δυσπιστία στην αρχή, με ανοχή προπυλακισμών από συναδέλφους της Πολιτικής Αγωγής των οποίων ουδέποτε οι συμπεριφορές καταγγέλθηκαν όπως προείπα ως συμπεριφορές γηπέδου και διακοπές. Αμφισβητήθηκε ότι υπήρξαν βασανιστήρια μετά από τη μεταπολίτευση. Αμφισβητήθηκε ότι υπήρξαν σκευωρίες. Αμφισβητήθηκε ότι υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι στερήθηκαν τα δικαιώματά τους στην προανάκριση, το δικαίωμα λήψης αντιγράφων της δικογραφίας και επικοινωνίας με συνήγορο, όπως εκείνο το κατάπτυστο προσυντεταγμένο έγγραφο που εξακολουθεί να κυκλοφορεί ακόμα σε όλα τα αστυνομικά τμήματα και λέει ότι δήθεν του γνωστοποιήσαμε τα δικαιώματά του και εκείνος παραιτήθηκε, -όλοι βλάκες είναι στην Ελλάδα και ιδίως οι τρομοκράτες και αυτοί που βαρύνονται με κακουργήματα που δε θέλουν δικηγόρο-, όλα αυτά τα αμφισβητούσατε.
Φέραμε εδω πέρα ως μάρτυρες υπεράσπισης μία μεγάλη μερίδα από τους ανθρώπους που έχουν γίνει θύματα προηγουμένων αστυνομικών σκευωριών. Την κα Ισαβέλλα Μπερτράν, τον κ. Γιώργο Τσιτσιλιάνο ο οποίος μάλιστα μας ανέφερε και την περίπτωση του τότε συγκατηγορουμένου του Θόδωρου Μπεχράκη που είχε ομολογήσει κιόλας σε αντίθεση με άλλους που δεν είχαν ομολογήσει πράξεις που δεν είχε κάνει και ακολούθησε η απαλλαγή του τελικά με βούλευμα, τον Σπύρο Γκογκιάνννη και τον Κλέαρχο Σμυρναίο.
Απέδειξαν οι άνθρωποι αυτοί με τις μαρτυρικές τους καταθέσεις, τις ανακριτικές μεθόδους τις οποίες και οι ίδιοι υπέστησαν: ελεγχόμενος ύπνος, εκβιασμοί και προτάσεις συνεργασίας, ξύλο, βία και απειλές κατά συγγενικών προσώπων, παραβίαση δικαιωμάτων επικοινωνίας με συνήγορο και λήψης γνώσης της δικογραφίας, εκδικητικότητα, δημιουργία κλίματος στον κοινή γνώμη πριν από τις συλλήψεις, το παιχνίδι με τους καλούς και τους κακούς που οι κακοί δέρνουν και οι καλοί λένε «έλα παιδί μου, τελείωσαν όλα› και πλέον έπαψε από τότε αυτή η αμφισβήτηση εδώ αφού αποδείχθηκε πραγματικά, ανάγλυφα, ποιο είναι το ποιόν και το παρελθόν της Αντιτρομοκρατικής στις σκευωρίες.
Αμφισβητήθηκε συγκεκριμένα ο Τζωρτζάτος αν πράγματι κάποιοι τον χτύπησαν. Έφτασε ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας να μας κατηγορεί για κυνήγι εντυπώσεων, όταν ζητούσαμε απεγνωσμένα από το Δικαστήριό σας τα στοιχεία του ανθρώπου εκείνου που είχε αναγνωρίσει ο Βασίλης Τζωρτζάτος τις πρώτες μέρες της Δίκης ως βασανιστή του ανάμεσα στο ακροατήριο. Τί λέτε; Να διάλεξε στην τύχη έναν ο Τζωρτζάτος, να γύρισε πίσω και να είπε «να, αυτόν θα δείξω τώρα εκεί πέρα και φέρτε μου τα στοιχεία του›; Λέτε να τον ήξερε από πριν από αλλού ή λέτε να πήγε στην τύχη και να γύρισε να δείξει κάποιον;
Τα πήραμε τα στοιχεία του, σας αποδείξαμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι Υπαστυνόμος κι έχει μετάσχει στην προανάκριση, φέραμε δέκα καταθέσεις μαρτύρων ή απολογίες στις οποίες ο ίδιος μετέχει ως προανακριτικός υπάλληλος και αναγνώσθηκαν. Γνωστοποίησα τα στοιχεία του στην 10η Πταισματοδίκη Αθηνών η οποία διενεργούσε τότε προκαταρκτική εξέταση ύστερα από εντολή σχετικής της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θηβών.
Δε μπορώ βεβαίως να σας τα αποδείξω διότι όπως γνωρίζετε η προκαταρκτική εξέταση είναι μυστική και δε λαμβάνονται αντίγραφα και μου έχει απομείνει κάποια εμπιστοσύνη ακόμα στη δικαιοσύνη ώστε να μην το κοινοποιούσα με δικαστικό επιμελητή για να έχω έκθεση επίδοσης. Εκείνο το οποίο είναι εντυπωσιακό μέχρι στιγμής και ίσως προδιαγράφεται κατά τρόπο που διόλου δεν κολακεύει την δικαιοσύνη η εξέλιξη της υπόθεσης, είναι το εξής: Ότι ο Βασίλης Τζωρτζάτος μέχρι τώρα ουδέποτε εκλήθη να δώσει συμπληρωματική κατάθεση για να πει τί έκανε αυτός ο Γκρίζης τον οποίον κατήγγειλε. Διότι η δικογραφία έφυγε από την Αθήνα, πήγε ξανά στη Θήβα, εστάλη εδώ στη Νίκαια στην Πταισματοδίκη η οποία και ήρθε στον Κορυδαλλό και πήρε καταθέσεις από τους κατηγορουμένους Γιωτόπουλο, Ψαραδέλλη και Χριστόδουλο Ξηρό οι οποίοι είχαν προταθεί ως μάρτυρες.
Καταλαβαίνετε ότι δεν θα μπορούσε να προτείνει τον περιπτερά της γειτονιάς για μάρτυρα διότι ο περιπτεράς της γειτονιάς του δεν κυκλοφορεί στα γραφεία του 12ου ορόφου της Αντιτρομοκραιτκής στην Ασφάλεια. Ούτε κάποιον από τους παρισταμένους αστυνομικούς βεβαίως, όλοι αυτοί θα έρθουν μάρτυρες υπέρ του κ. Γκρίζη και των συνυπευθύνων του. Η Πταισματοδίκης λοιπόν διεκπεραίωσε τη λήψη της κατάθεσης των μαρτύρων, έφτασε μέχρι τον Κορυδαλλό και δεν κάλεσε τον Βασίλη Τζωρτζάτο να δώσει διευκρινίσεις για στοιχεία τα οποία προσωποποιούν και στο πρόσωπο του κ. Γκρίζη την δίωξη που ασκήθηκε μετά από μήνυση που υπέβαλλε.
Αυτή τη στιγμή βρίσκεται όπως με πληροφορεί ένα πιστοποιητικό το οποίο αν θέλετε να σας το καταθέσω από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών της Θήβας, βρίσκεται εκεί για επεξεργασία. Εάν λοιπόν εγώ μάθω από τον πελάτη μου ότι του κοινοποιήθηκε μία απορριπτική διάταξη χωρίς να κληθεί για να δώσει τα στοιχεία αυτού του βασανιστή, θα έχω άδικο να λέω ό,τι λέω για τη δικαιοσύνη; Θα δούμε.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτά: Εγώ θα σας μιλήσω και για το κλίμα με το οποίο έγινε η υποδοχή στην προανάκριση την αστυνομική, σε άλλους κατηγορουμένους που δεν έχουν καταγγείλει ξυλοδαρμό. Θωμάς Σερίφης: Στην πρώτη του κατάθεση στην Αστυνομία αναφέρεται στο τέλος ότι η παρούσα έκθεση άρχισε να συντάσσεται στις 01:25 και περατώθηκε στις 12:45 στις 22/7. Ανάκριση δηλαδή η οποία διαρκεί αδιάκοπα 11,5 ώρες.
Είναι αυτή ανάκριση η οποία εξασφαλίζει συνθήκες ηρεμίας στον απολογούμενο, νύχτα μάλιστα που προφανώς δεν έχει κοιμηθεί ούτε την προηγούμενη ημέρα για να μπορέσει να απολογηθεί με νηφαλιότητα και να πει αυτά τα οποία θέλει να πει; Δε φτάνει μόνο αυτό, τρεις ώρες μετά από τη λήξη της 12ωρης προανακριτικής απολογίας, προσάγεται στην Ανακρίτρια για να συνεχίσει να απολογείται.
Θα αναφερθώ και στην απολογία του κ. Πάτροκλου Τσελέντη, ο οποίος κάθε άλλο παρά έχει καταγγείλει προανακριτικές παρατυπίες. Λέει εδώ στο Δικαστήριό σας, σε ερώτηση του κ. Σίδερη που αφορά τον τρόπο υποβοήθησης της μνήμης από την αστυνομία με εκείνο το οργανόγραμμα που είχε πει και κατά κόρον συζητήθηκε εδώ: «Θέλω να σας πω ότι όταν με πήγαν στην αστυνομία, ο κ. Διώτης μου ανακοίνωσε τον νέο νόμο τον οποίο ήδη εγώ γνώριζα και ο κ. Σύρος μου ανακοίνωσε: ‘Κοίταξε να δεις, η Οργάνωση έχει τελειώσει, όλοι είναι εδώ μέσα οπότε κοίταξε να μας πεις κι εσύ τί έχεις κάνει’›.
Παρακάτω, απαντώντας σε ερώτηση του συναδέλφου κ. Τσεβά της Πολιτικής Αγωγής αν ενημερώθηκε από το νόμο, ο κ. Τσελέντης απαντά: «Ήταν το πρώτο πράγμα που όταν με πήγαν στην Ασφάλεια συνάντησα τον κ. Διώτη που μου διάβασε και μου ανέλυσε το νόμο› -το νόμο 2928 βεβαίως, όχι το νόμο για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου- «και αμέσως ο κ. Σύρος μου είπε: παιδί μου μην παλεύεις για καμία ιδέα, μην ελπίζεις τίποτα, η Οργάνωση έχει διαλυθεί›.
Αυτός είναι ο ηπιότερος από τους υπάρξαντες ψυχολογικός χειρισμός ανθρώπου ο οποίος προσάγεται. «¶σε τα αντίγραφα της δικογραφίας, ούτε δικηγόρος, ούτε γνωστοποιούμε δικαιώματα, ούτε τίποτα, όλα τελείωσαν παιδί μου, πέστα να ξαλαφρώσεις κι εσύ να ξεμπερδεύεις›. Να δούμε κι ένα δημοσίευμα το οποίο αφορά έναν άλλον κατηγορούμενο, τον κ. Χριστόδουλο Ξηρό. Το δημοσίευμα έχει μια αξία διότι είναι στις 3/9/2002, είναι πριν ο Χριστόδουλος Ξηρός ανακαλέσει ή εν πάση περιπτώσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο δημοσιοποιήσει την ανάκληση και καταγγελία της προανακριτικής του απολογίας.
Έχει τίτλο «Έτσι λύγισαν οι τρομοκράτες: Το σκληρό πόκερ Ελλήνων και Βρετανών ψυχολόγων με τους συλληφθέντες›. Λέει λοιπόν: «Η μέθοδος που ακολούθησαν στην ΕΛΑΣ με τη συνδρομή των Βρετανών ήταν μία: Να κάμψουν τους συλληφθέντες ψυχολογικά. Από την πρώτη στιγμή -σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες της ESPRESSΟ δίπλα στους τρομοκράτες έπεσαν 4 ψυχολόγοι, ένα ζευγάρι Βρετανών και δύο Έλληνες ήταν αυτοί που εκλήθησαν να σπάσουν διά της ψυχολογίας τους «σκληρούς› και απ’ ότι αποδεικνύεται σήμερα τα κατάφεραν περίφημα. Η συμβολή των Βρετανών αρχικώς συνίστατο στο ψυχογράφημα των συλληφθέντων βάσει των στοιχείων που είχαν από τις Αρχές. Στη συνέχεια, μαζί με τους Έλληνες συναδέλφους τους που σήκωσαν και το μεγαλύτερο βάρος της υπόθεσης αυτής, αποφάσισαν το επόμενο βήμα τους.