Πολιτική
Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2003 21:05

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (14/10/2003) Μέρος 5/8

Το παρακάτω περιστατικό μας το διηγήθηκε Ανώτατος Αξιωματικός ο οποίος συμμετείχε στις έρευνες. Είναι χαρακτηριστικό και δείχνει το πώς λειτουργούσαν οι ψυχολόγοι. Σε ένα δωμάτιο βρισκόταν ο Χ. Ξηρός. Ξαφνικά έμπαινε μέσα ένας από τους ψυχολόγους. Τους συστηνόταν ως αστυνομικός. Με ύφος φιλικό και σχεδόν πατρικό του έλεγε το εξής: Βρε παιδί μου, πώς έμπλεξες έτσι; Τί θα κάνουμε τώρα; Το ξέρεις πως είσαι σε πολύ δύσκολη θέση; Δε χρειάζεται να στο υπενθυμίσω, εξάλλου μίλησε ο αδερφός σου ο Σάββας, μας τα είπε όλα. Ο συλληφθείς αισθανόταν αμηχανία από τη φιλική διάθεση του Ανακριτή και δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο.

Τότε ο Ανακριτής ψυχολόγος αποχωρούσε, η συνάντηση δεν κρατούσε πάνω από 5 λεπτά, χωρίς να πει το παραμικρό. Η προσπάθεια και ο στόχος των ψυχολόγων ήταν να φέρουν τον ανακρινόμενο σε δύσκολη θέση και να τον κάνουν να σκεφτεί όχι μόνο ότι γνωρίζουν για τη δράση και τη συμμετοχή του στην Οργάνωση, αλλά και ότι είναι αποφασισμένοι να τον βοηθήσουν. Αυτό που απασχολούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο το μυαλό των τρομοκρατών τις ώρες της ανάκρισης, είναι βέβαιο πως ήταν το πώς θα εκμεταλλευτούν τις ευεργετικές διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου, κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι φίλοι τους οι ψυχολόγοι και γι αυτό είχαν καταστρώσει σχέδιο να «τους χειρουργήσουν αριστοτεχνικά› όπως έλεγε ένας από αυτούς.

Το επόμενο βήμα τους ήταν το εξής: Ύστερα ακριβώς από δύο ώρες έμπαινε ξανά ο ψυχολόγος στο δωμάτιο. Το θύμα του ήταν σε βαθιά περίσκεψη και προβληματισμό. Τότε έκανε την κορυφαία κίνησή λέγοντάς του: το ξέρω και το ξέρεις πως τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Εγώ θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω. Δεν έχω άλλο χρόνο σήμερα γι αυτό θα φύγω. Θα έρθω αργότερα. Ως τότε, αν θέλεις πάρε το βιβλιαράκι με τον αντιτρομοκρατικό νόμο να το διαβάσεις προσεκτικά και θα τα πούμε σύντομα›.

Συγκρατώ κάποιες αντιστοιχίες από τον τρόπου που διηγήθηκε ο Χριστόδουλος Ξηρός την προανακριτική του απολογία και την προ αυτής μεταχείρισή του, βλέπετε όμως εδώ πέρα πώς περιγράφεται, χωρίς ξύλο, χωρίς τίποτε απ’ αυτά, μία ήπια διά του λόγου μεταχείριση των κατηγορουμένων με ψυχολόγους και με την εξαπάτηση βεβαίως «τελείωσαν όλα, κοίτα το νόμο› κτλ. Βέβαια, άμα κοιτάξει το νόμο τί θα δει; Το μόνο που υπάρχει για να δει το μάτι του είναι τα μέτρα επιείκειας, χωρίς να ξέρει τί γίνεται, χωρίς να ξέρει τη δικογραφία, χωρίς να του έχουν γνωστοποιηθεί τα δικαιώματά του, χωρίς ως κατηγορούμενος να απολαμβάνει τη δυνατότητα επικοινωνίας με δικηγόρο και γνώσης της δικογραφίας.

Διότι βεβαίως φρόντιζαν ακόμα και αυτές τις εκθέσεις συλλήψεως που αποτελούν το αποδεικτικό στοιχείο διά του οποίου καθίσταται κατηγορούμενος ο συλληφθείς, τις συνέτασσαν μεταχρονολογημένα. Ενώ είχαμε τον Τζωρτζάτο να συλλαμβάνεται στη Χιλιαδού στις 6 το πρωί και η έκθεση να αναφέρει 20:14 στην Ασφάλεια το βράδυ, στην Αλεξάνδρας όπου «πήγε για καφέ›, όπως πολύ σωστά σχολίασε ο κ. Μυλωνάς. Πήγε για καφεδάκι γιατί είχε 10 χρόνια να τους δει και μια που πήγε τον έπιασαν.

Με αυτού του είδους τις μεθοδεύσεις λοιπόν έγινε η προανάκριση. Θα μου πείτε, γιατί στον Τζωρτζάτο ξύλο; Είπα ήδη γιατί στον Τζωρτζάτο ειδικά. Γιατί είναι ένας άνθρωπος ο οποίος έτυχε να περάσει από προσαγωγή στην Αντιτρομοκρατική και κατέγραψε μία αποτυχία της. Η εκδικητικότητα υπήρχε. Και γιατί είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είπε «ναι, συμμετείχα›. Και από εκει και πέρα το πλήρωσε όπως το πλήρωσε.

Και μετά η ομολογία του είναι ή δεν είναι αληθινή; Είναι υπαγορευμένη ή είναι δική του; Με ποια κριτήρια θα το προσεγγίσετε αυτό; Εγώ θα σας δώσω μερικά κριτήρια για να το προσεγγίσετε. Είπαμε προηγουμένως –το ανέλυσε ο κ. Μυλωνάς, θυμίζω όμως ποια είναι τα δύο βασικά στοιχεία τα οποία πρέπει να ερευνούμε σε μια απολογία, θεωρώντας ότι ισχύει ακόμα ως δεδομένο, αυτό που είπατε ως μείζονα πρόταση κ. ρόεδρε, ότι εμείς και τις απολογίες τις εξετάζουμε, δεν τις θεωρούμε θέσφατα, δεν τις θεωρούμε 100% αληθινές.

Υπάρχουν λοιπόν δύο στοιχεία για τις απολογίες: Το ένα είναι το κατά πόσον υπήρξαν ή όχι αβίαστες. Το δεύτερο είναι το κατά πόσον η αναφορά τους σε πραγματικά περιστατικά πείθει ότι δεν είναι αόριστες. Όταν θα φτάσουμε στα κατ’ ιδίαν αδικήματα και δεν αργούμε, μην ανησυχείτε, θα σας βρω εγώ πού είναι αόριστες και πού δεν είναι, γιατί αόριστες ομολογίες είναι «ναι, συμμετείχα και εκεί›. Τί είναι αυτό το πράγμα; Δεν μπορεί να είναι υπαγορευμένο;

Ή κοινότοπες απολογίες, δηλαδή περιγράφουν μεν κάποια περιστατικά τα οποία έχουν σχέση με τη συμμετοχή στο συγκεκριμένο αδίκημα, πλην όμως είναι περιστατικά τα οποία προκύπτουν από την προηγούμενη δικογραφία και κάλλιστα θα μπορούσε χωρίς να επινοήσει οποιοσδήποτε αστυνομικός ή συντάκτης του κειμένου της προανακριτικής απολογίας να τα γράψει.

Δεν είναι περιστατικά τα οποία δηλαδή προδίδουν κάποια ατομικότητα στη σχέση του φερομένου ως απολογουμένους με το συμβάν, ώστε να πεις «αυτό αποκλείεται να το επινόησαν, είναι δικό του›. Υπάρχουν και απολογίες οι οποίες έχουν κάποιες επινοήσεις. Αλλά είναι δευτερευόντος επιπέδου. Θα τις δούμε κι αυτές παρακάτω. Υπάρχου και απολογίες που είναι επαναλήψεις απολογιών άλλων. Ποιο καινούργιο πρόσωπο λοιπόν φερόμενο ως μέλος της Οργάνωσης, δίνει η απολογία του Τζωρτζάτου πέραν όσων φέρονται να έχουν δώσει ήδη ο Σάββας και ο Χριστόδουλος Ξηρός;

Ποιο καινούργιο περιστατικό αναφέρει ο Τζωρτζάτος το οποίο δεν έχει αναφερθεί στις προηγούμενες απολογίες που λήφθηκαν πριν από τη δική του; Αυτά είναι ερωτήματα τα οποία δεν μπορεί κανείς να τα ξεπετάξει έτσι αβίαστα και να πει «δεν τρέχει τίποτα›, γιατί θα φτάσουμε σε κάθε αδίκημα και θα τα πούμε ένα-ένα.

Θα ήθελα προτού να φτάσω εκεί να πούμε δυο-τρία πράγματα σε ό,τι αφορά την πορεία του Τζωρτζάτου από τη σύλληψη μέχρι τη Δίκη. Έγινε πολύς λόγος για την απολογία του κ. Μπούρη στην οποία επιβεβαίωσε την προανακριτική του απολογία. Βεβαίως έχω την εντύπωση ότι και μόνο το γεγονός το οποίο είναι αναμφισβήτητο και αποδεδειγμένο, ότι ο Βασίλης Τζωρτζάτος απολογήθηκε στην κα Μπούρη στις 24/7 καθ’ ην στιγμή εξακολουθούσε να κρατείται στο κτίριο της ΓΑΔΑ στη λεωφ. Αλεξάνδρας και όχι στον Κορυδαλλό, να βρίσκεται δηλαδή υπό την καθημερινή εποπτεία και όχι μόνο αυτός, αλλά όλοι όσοι ανακρίθηκαν και είχαν συλληφθεί εκείνη την περίοδο, υπό την εποπτεία των ανθρώπων τους οποίους καταγγέλλει ότι τον βασάνιζαν και τον χτυπούσαν, αυτό και μόνο είναι αρκετό για να δώσει την απάντηση του γιατί ο Τζωρτζάτος στην Ανακρίτρια επανέλαβε τα ίδια και επιβεβαίωσε την προανακριτική του απολογία.

Τί άλλο θα πρέπει δηλαδή το Δικαστήριο να δει για να θεωρήσει ότι αποδεικνύονται αυτά τα πράγματα; Το είπε ο Χριστόδουλος Ξηρός, το είπε ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, το είπε ο Θεολόγος Ψαραδέλλης, το είπε ο Βασίλης Ξηρός χωρίς καν να έχει προταθεί για μάρτυρας, αυθόρμητα σε κάποια στιγμή εδώ, το είπε ο Γιάννης Σερίφης χωρίς να έχει προταθεί για μάρτυρας ότι είδαν και άκουσαν οι πρώτοι να τον χτυπάνε, ο τελευταίος ότι είδε τα σημάδια μέσα εδώ στη φυλακή.

Μα δεν εκτέθηκε ποτέ και σε δημόσια θέα ούτε πήγαν τα κανάλια ποτέ να του πουν «σήκωσε την φανέλα σου για να δούμε τα σημάδια ή πες μας›. Έγινε μία πάρα πολύ άσχημη προσπάθεια δυστυχώς και από παράγοντες της Έδρας να δημιουργηθεί ένα ρήγμα ανάμεσα στους δικηγόρους του τους παλιούς και τους τωρινούς.

Οι άξιοι συνάδελφοί μου οι κ.κ. Τεντολούρης και Κούρκουλος δεν θα έχουν ακούσει τόσους επαίνους στη ζωή τους από Δικαστές όσους έχουν ακούσει σε αυτό το Δικαστήριο και τους άκουσαν για να έρθουν σε αντιπαράθεση με μας, ότι εκείνοι τίμησαν την υπογραφή του και δεν προσυπέγραψαν τις αβάσιμες καταγγελίες ενώ εμείς ήμασταν τυχοδιώκτες οι οποίοι εν πάση περιπτώσει φασαρία να είναι και μέσα.

Εγώ να ήμουν, οποιοσδήποτε να ήταν στη θέση τους όταν βλέπεις ότι ο εντολέας σου δεν πάει για να συγκρουστεί, φοβάται δεν πας παραπάνω από αυτόν. Σκέφτεσαι την θέση του και ιδίως κάτω από συνθήκες στις οποίες ο ίδιος ο δικηγόρος, θυμάμαι τον κ. Τεντολούρη να τον καλεί σε απολογία ένας δημοσιογραφίσκος του αστυνομικού ρεπορτάζ και γιατί ανέλαβε κι αν ο πελάτης του αποκηρύσσει την τρομοκρατία.

Κάτω από ποιες συνθήκες να πας και να θέσεις θέμα για την παρουσία των ένοπλων στην ανάκριση ή οποιαδήποτε άλλη αναίρεση υπερασπιστικής γραμμής όταν ο πελάτης σου σου λέει ότι εγώ αυτά θέλω να πω, τον βλέπεις ότι είναι φοβισμένος, οι συνθήκες επικοινωνίας είναι μηδαμινές τουλάχιστον από πλευράς εξασφάλισης του απορρήτου. Βλέπεις ότι ο άνθρωπος αυτός μένει εκεί πέρα και είναι υπό την μεταχείριση και υπό την εξουσία των ανθρώπων της αντιτρομοκρατικής. Ο ίδιος ο Ψαραδέλλης σας είπε εδώ ότι είδε να του σφίγγουν τις χειροπέδες στην διαδρομή που είναι πολύ συγκεκριμένο και μεθοδευμένο μήνυμα απειλής και βασανιστηρίου ότι «πρόσεξε, εκεί που θα πας μην τυχόν και δεν πεις τα ίδια γιατί θα γυρίσεις πίσω, να μην το ξεχνάς αυτό το πράγμα›.

Θυμηθείτε και κάτι άλλο, ότι το τεκμήριο απόδειξης του βασανισμού δεν μπορεί εδώ πέρα να λειτουργήσει σε βάρος του κατηγορουμένου. Εκείνος ο οποίος βρίσκεται κρατούμενος μέσα σε μία υπηρεσία και έχει σημάδια δεν τα έχει γιατί γλίστρησε στο νεροχύτη και έπεσε. Τα έχει κατά κανόνα διότι εκεί τον κακοποίησαν, το αντίθετο είναι που πρέπει να αποδειχθεί. Παρόλα αυτά ο Βασίλης Τζωρτζάτος αποφάσισε όταν αποφάσισε να καταγγείλει αυτά τα πράγματα.

Υπέρ της αξιοπιστίας της καταγγελίας του πρέπει να σταθμίσετε το εξής γεγονός, ότι αν έμενα στην υπερασπιστική γραμμή την αρχική ζητώντας και την επιείκεια κλπ, ίσως να είχε και περισσότερες πιθανότητες να πάει καλύτερα στην Δίκη. Δεν έχει επιβεβαιωθεί μέσα από δω από την διαδικασία που κάνουμε και μέσα και έξω από δω η οποιαδήποτε γραμμή σύγκρουσης και ρήξης, όχι με την δημόσια τάξη. Είναι υπεράσπιση της δημόσιας τάξης η σύγκρουση και η ρήξη με όλες τις αντιδικονομικές και παράνομες πρακτικές που προηγήθηκαν. Γιατί να το κάνει;

Δεύτερον, έγινε αναφορά από μερικούς συναδέλφους της πολιτικής αγωγής από τον κ. Μαχά και την κα Τσόλκα και την κα Τζότζολα μου φαίνεται σε ότι αφορά το ήθος της ανακριτικής απολογίας στην κα Μπούρη. Προσπαθούν εξ αυτού να συνάγουν επιχείρημα συνειδητής επιβεβαίωσης της προανακριτικής απολογίας από το γεγονός ότι στο τέλος του κειμένου αναφέρεται ότι, «συγγνώμη που χρησιμοποιώ την λέξη «απαλλοτριώσεις, εκτελέσεις κλπ διότι αυτά ήταν η ορολογία της ένοπλης πάλης και τα έχω αποκηρύξει και ζητώ την επιείκεια›.

Αυτό είναι προφανές, είναι γνωστό πώς γίνονται οι ανακρίσεις κλπ ότι κάθε δικηγόρος που παρίσταται θέλει να συμβάλλει σε κάτι στον πελάτη του. Κι εγώ να ήμουν αυτά παρακαλούσα να γραφτούν θεωρώντας ότι έτσι υπηρετώ την υπερασπιστική γραμμή του εντολέα μου και πιστεύοντας ότι την υπηρετώ όταν ο ίδιος δεν μου έχει πει τίποτα και δεν με αφήνει κιόλας να διαμαρτυρηθώ για την παρουσία των οπλοφόρων.

Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί, οι δικηγόροι όταν στην συνέχεια τους αποκάλυψε τι είχε συμβεί δεν δέχθηκαν να συνεχίσουν με άλλη υπερασπιστική γραμμή βεβαίως και είναι κάτι το οποίο είναι συνηθισμένο και απόλυτα σεβαστό. Αν αύριο ο Τζωρτζάτος αλλάξει υπερασπιστική γραμμή θα αλλάξει και δικηγόρο, είναι καταφανές αυτό το πράγμα. Αλλά το να λέμε τιμή σε αυτούς σε αντιδιαστολή με τους άλλους νομίζω ότι πάει εκεί που το πήγα προηγουμένως και βγάζουμε όλοι τα συμπεράσματα.

Κατά τα λοιπά όμως εκείνο το οποίο με ενδιαφέρει σε αυτό το κεφάλαιο που θίγω είναι ότι ούτε η παρουσία των δικηγόρων στην ανάκριση θα μπορούσε να ανατρέψει την υπερασπιστική γραμμή του εντολέα ιδίως ενόψει των περιορισμένων ελαχίστων συνθηκών επικοινωνίας που προϋπήρξε μεταξύ τους, ούτε βεβαίως ενόψει του φόβου του Τζωρτζάτου και της διαβίωσής του υπό το καθεστώς υπεξούσιου της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.

Ακόμα θα ήθελα να θυμίσω τις κραυγές οι οποίες από την απέναντι πλευρά εκτοξεύτηκαν όποτε επιχειρήσαμε να αρθρώσουμε λόγο για την παρουσία ένοπλων μέσα στην Ανακρίτρια που την αμφισβητούσαν και τι έκαναν οι δικηγόροι και αφού οι δικηγόροι δεν έκαναν τίποτα γιατί δεν τους διέγραφε ο Δικηγορικός Σύλλογος και όλα αυτά ανέξοδα και υποκριτικά επιχειρήματα λες και δεν έβλεπε όλη η Ελλάδα από την τηλεόραση τι συνέβαινε και τι δεν συνέβαινε, λες και μπορούσε ο οποιοσδήποτε Ανακριτής ή Ανακρίτρια να γκρεμίσει το κράτος όπως μεγαλόσχημα είπε ο κ. Πρόεδρος σε κάποια από κείνες τις συζητήσεις, λες και μπορούσε οποιοσδήποτε δικηγόρος να ανατρέψει όλα αυτά τα πράγματα όταν μάλιστα πίστευε ότι ο πελάτης του είναι υποταγμένος σε μία τέτοια λογική. Αστεία πράγματα.

Μιας και λέμε για δικηγόρους να θυμίσω και το άλλο. Ο Τζωρτζάτος την ημέρα που προσήχθη στην κα Μπούρη 19/7 που πήρε προθεσμία για τις 23 και τελικά απολογήθηκε με νέα προθεσμία με τους συνηγόρους τους στις 24, στις 19/7 στην ανακριτική του απολογία δίνει στα στοιχεία μιας δικηγόρου, της κας Αννίτας Πολιτάκη. Τα δίνει μη έχοντας επικοινωνήσει με το σπίτι του και με τους οικείους του από την ώρα που συνελήφθη μέχρι τότε. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι και χωρίς να έχει επικοινωνήσει με το σπίτι του έχει στοιχεία δικηγόρου, έχει ονοματεπώνυμο και τηλέφωνο δικηγόρου και θυμάται και την διεύθυνση του σπιτιού απ’ έξω και τα δίνει.

¶ρα κατά τεκμήριο λοιπόν ο άνθρωπος αυτός και δικηγόρο είχε και δικηγόρο ήθελε να βάλει αλλά δεν τον άφησαν. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται λοιπόν καμία μεγαλύτερη απόδειξη σχετικά με το δήθεν αβίαστο της κατάθεσής του. Έρχομαι στο ερώτημα το οποίο επίσης έχει κατά κόρον διατυπωθεί από δω, γιατί άργησε να τα καταγγείλει.

Στο ερώτημα αυτό βεβαίως έχουν δοθεί απαντήσεις οι οποίες φαίνεται ότι από το ένα αυτί μπαίνουν και από το άλλο βγαίνουν όσων ακούν. Ο Τζωρτζάτος έρχεται στην φυλακή στις 29 Ιουλίου και ακολουθεί ο Αύγουστος που είναι περίοδος δικαστικών διακοπών και συνεπώς διακοπών των δικηγόρων του. Όταν εκείνοι επανέρχονται και αποφασίζει να προβεί στις καταγγελίες αυτές είναι φυσικό θα πρέπει να το συζητήσει μαζί τους. Τα επισκεπτήρια δεν είναι κάθε μέρα και όλες τις ώρες. Σας τα είπαμε αυτά εχθές. Οι δικηγόροι έχουν και τις δουλειές τους και είναι ένα θέμα το οποίο θα χρειαστεί και 1 και 2 και 3 και 4 ραντεβού για να γίνει συζήτηση, για να εξηγήσει ο ένας τις απόψεις του στον άλλον και τελικά να καταλήξουν αν θα συμφωνήσουν ή όχι.

Όταν καταλήγουν ότι διαφωνούν πρέπει να βρει ένα νέο δικηγόρο ο οποίος κι εκείνος με την σειρά του έχει να σκεφθεί, τουλάχιστον να σκεφτεί αν έχει τα κότσια να αναλάβει μία υπόθεση για να αντιμετωπίσει ότι αντιμετωπίζουμε μέχρι τώρα.

Φτάνουμε στα τέλη Οκτωβρίου όπου αναλαμβάνω. Ούτε ή άλλως αρχή μου ήταν, το αν το εκτίμησε κανείς που την τήρησα ή όχι δεν το βλέπω αλλά δεν έχει σημασία, γιατί όταν έχω να πω κάτι το λέω πρώτα στις αρμόδιες δικαστικές αρχές και μετά στα Κανάλια. Εγώ δεν θα έβγαινα να περιδιαβαίνω τα παράθυρα και να λέω για τα βασανιστήρια του Τζωρτζάτου. Δεν το έκανα ακόμα και μετά. Είχε κληθεί σε συμπληρωματική απολογία ήδη από τον Εφέτη Ανακριτή κ. Πετρόπουλο την εποχή που εγώ ανέλαβα. Είχε κληθεί για τις 23 Οκτωβρίου, κάποιες μέρες πριν και συνεπώς τι το φυσικότερο από το να προσδοκούσε εκείνη την στιγμή ενώπιον του αρμοδίου ανθρώπου και την αρμόδια δικονομικά ώρα να κάνει τις όποιες δηλώσεις θα ήθελε να κάνει και τις έκανε.

Απολογήθηκε χωρίς καμία ουσιαστική προετοιμασία διότι όπως σας έχουν εκθέσει και αυτό είναι και αντικείμενο προσφυγής στο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ανέλαβα την υπόθεση στις 26 Οκτωβρίου. Πήρα τα πρώτα αντίγραφα της δικογραφίας την ημέρα εκείνη που δεν υπερβαίνανε τις 150 σελίδες, εν μέσω μιας δικογραμίας 20.000 σελίδων και στις 30 θα έπρεπε να συνοδεύσω τον πελάτη μου σε απολογία για δεκάδες κακουργημάτων.

Ζήτησα προθεσμία 15 ημερών. Σας διάβασα κάτι χθες, ένα άρθρο του κ. Μπέη για τις προθεσμίες, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύονται οι διατάξεις και να συνδέονται με την ουσιαστική άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Μου αντιπροτάθηκε η προθεσμία 2 ημερών και είπα «όχι ευχαριστώ, ας απολογηθεί προφορικά›. Αυτά που είπε και γι αυτό εμμένω σε αυτό, δεν είναι το παράπονο της προθεσμίας μόνο. Εκείνο είναι αυτοτελές έτσι κι αλλιώς, αλλά αυτά τα οποία είπε δεν του έγραψε με υπόμνημα κανείς δικηγόρος, δεν διατυπώθηκαν από έντεχνο δικηγορικό λόγο, δεν περιβλήθηκαν με στοιχεία τα οποία ντύνονται σαν αντικειμενικές υποστάσεις τυποποιημένων μορφών αδικημάτων.

Μίλησε με τον αυθόρμητο τον δικό του λόγο, τον ανεπιτήδευτο, τον αδιάκοπο και κατάγγειλε όλα αυτά τα οποία έγιναν. Από κει και μετά προσδοκία δική μου θα ήταν η εφαρμογή του άρθρου 38 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας από τον Ανακριτή. Πολλές φορές το έχουμε πει και αυτό διότι μας τίθεται το ερώτημα γιατί δεν κάνατε μήνυση.

Κύριε Τακτικέ Εισαγγελέα, εσείς που το θέτετε επανειλημμένα το ερώτημα αυτό θα έχετε υπόψη σας το εξής: εδώ δεν ήταν καμία υπόθεση που τσακώνονται δύο «κατίνες› της γειτονιάς για να πάει κάθε μία στον δικηγόρο να κάνει μήνυση αλλά μία υπόθεση την οποία όλη η Ελλάδα την παρακολουθούσε κάθε μέρα από όλα τα ΜΜΕ. Το γεγονός ότι ο Βασίλης Τζωρτζάτος κατήγγειλε βασανιστήρια και τα κατήγγειλε μέσω εμού διότι όταν βγήκα από εδώ μετά από την απολογία έκανα δηλώσεις, περιήλθε σε γνώση του συνόλου των Ελλήνων και βεβαίως περιήλθε και σε γνώση αυτεπάγγελτη κάθε αρμοδίου Εισαγγελέα και φυσικά δικονομικά περιήλθε πριν από όλους αυτή στη γνώση του αρμοδίου Ανακριτή ο οποίος ελάμβανε την απολογία.

Τι μας λέει το άρθρο 38; Ότι όταν ο Δικαστής ή ο Ανακριτής διαπιστώσει την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης οφείλει να υποβάλλει έκθεση στην Εισαγγελία για τα περαιτέρω. Τι μας λένε οι διατάξεις για την αυτεπάγγελτη κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα; Ότι όταν έλθουν σε γνώση του κάποια στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης ενός αξιοποίνου αδικήματος αυτεπάγγελτα διωκομένου κινεί την ποινική δίωξη όπως την κίνησε για την φωτογραφία του πολυτραυματία του Σάββα Ξηρού που έδειξε το ALTER για να κρυφτεί για πάντα η εικόνα του ανθρώπου που ανακρινόταν και δεχόταν τις πολύωρες επισκέψεις του κ. Διώτη, ενός ανθρώπου διαμελισμένου που τους έπιασε η ευαισθησία μέσα στην τόση βαρβαρότητα εκείνων να κόψουν.

Όσο για μένα, εγώ θα διορθώσω κατά τούτο τον κ. Μυλωνά σε μία αναφορά που έκανε για τότε όταν ανέλαβε. Δύο πράγματα θα ήθελα να θυμίσω στο Δικαστήριο. Το πρώτο είναι η υποδοχή την οποία μου έκαναν οι αστέρες της τηλεοπτικής τρομοϋστερίας την ημέρα που απολογήθηκε ο Τζωρτζάτος και εν συνεχεία βγήκα και έκανα τις σχετικές δηλώσεις.

Η υποδοχή ήταν η εξής, το ίδιο βράδυ στο Κανάλι ALTER ο δημοσιογράφος του «ΚΑΡΦΙΟΥ› απεκάλυψε ότι σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες ο πελάτης μου κ. Βασίλης Τζωρτζάτος είναι αυτός ο οποίος έσπασε από τον μήνα Ιανουάριο και έχει καρφώσει τους συντρόφους τους στην Αντιτρομοκρατική και να προσέχει καλά ο κ. Παπαδάκης γι αυτά που λέει ο πελάτης του και τι σόι πράγμα είναι κλπ.

Προσέξτε μεθόδευση. Σας διάβασα εχθές, έχω και άλλα δημοσιεύματα τα οποία πριν από την έκρηξη τουλάχιστον στο πρώτο εξάμηνο του 2002 μετέφεραν στην κοινή γνώμη την ψευδή εικόνα ότι τάχα κάποια μέλη της 17Ν έχουν σπάσει και έχουν μιλήσει. Υπάρχει 3-4 δημοσιεύματα τέτοια τουλάχιστον. Τα ξέραμε αυτά.

Έρχονται και βάζουν την φωτογραφία του Τζωρτζάτου στο κάδρο που έχουν φτιάξει από όλο το χειμώνα εκείνη την ημέρα κάνοντας μία πολύ έξυπνη παρέμβαση απέναντι σε μένα. Τουλάχιστον τους άλλους τους συναδέλφους μου που προηγήθηκαν από εμένα τους αντιμετώπισαν με πολύ χειρότερο τρόπο και με προσωπικές επιθέσεις και αναδεικνύοντας τις ιδιορρυθμίες των χαρακτήρων τους και, και, ένας οχετός, εδώ είναι ο οχετός τον οποίο εν πάση περιπτώσει δεν θέλω να θυμίσω.

Σε μένα επειδή η πολιτική μου ένταξη και η πολιτική μου τοποθέτηση και η συνδικαλιστική μου δραστηριότητα είναι γνωστή και είναι γνωστό ότι υπάρχει ένα ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον γύρω από μένα υπήρξε η εξής ξύπνια αντιμετώπιση «Παπαδάκη έναν χαφιέ έχεις αναλάβει, σκοτώνεσαι για έναν χαφιέ, υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα ενός χαφιέ›. Αυτή ήταν η υποδοχή του κ. Κακαουνάκη.

Βεβαίως η πρόκληση να πάω κι εγώ και να γίνω όμοιος στα παράθυρα και να κάθομαι να χτυπιέμαι από το πρωί ως το βράδυ αν είναι ή αν δεν είναι δεν είχε ανταπόκριση. Είχα γίνει περιζήτητος τότε «ελάτε και κάντε κλπ›. Σημασία έχει ότι οι καταγγελίες αυτές, οι ψευτοαποκαλύψεις μάλλον αυτές τις οποίες τον προκάλεσα στέλνοντας απλά ένα φαξ στο Κανάλι δύο φορές να τις επιβεβαιώσει, δεν τις επιβεβαίωσε ποτέ και ενθάδε κείται μέχρι τώρα όπως και όλα. Είναι ένα γενικότερο δείγμα αξιοπιστίας σε όλα εκείνα τα σενάρια των ημερών αυτών.

Από κει και πέρα όταν ακόμα μου είπε ο Τζωρτζάτος αυτά τα οποία υπέστη το θεώρησα χρέος μου να τα δημοσιοποιήσω. Εδώ θα πω ευθέως στο Δικαστήριο και είναι γνωστό άλλωστε ότι απηύθυνα ένα έγγραφο στον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας στις 5 Νοεμβρίου 2002 και ανέφερα τα εξής: «Στα πλαίσια των υπερασπιστικών μου καθηκόντων και ως συνηγόρου υπεράσπισης του Βασίλη Τζωρτζάτου κατηγορούμενου για την υπόθεση 17Ν σκέφτομαι να γνωστοποιήσω στα ΜΜΕ το πλήρες περιεχόμενο της πρόσφατης ανακριτικής του απολογίας στην οποία όπως ήδη έχω δημοσιοποιήσει καταγγέλλει σωρεία περιστατικών σωματικής και ψυχολογικής βίας σε βάρος του κατά την διάρκεια της αστυνομικής προανάκρισης υπό το κράτος των οποίων προέβη σε επιβαρυντικές γι αυτόν ομολογίες τις οποίες ήδη ανακάλεσε. Γνώμονας των σκέψεών μου είναι ότι η άσκηση του υπερασπιστικού λειτουργήματος του συνηγόρου δεν καταργείται από την υποχρέωση μυστικότητας της διαδικασίας ιδίως όταν η δημοσιοποίηση στοιχείων της επιβάλλεται από το καθήκον καταγγελίας στην κοινή γνώμη αυθαιρεσιών, παρανομιών και βιαιοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές η σιγή του συνηγόρου όχι μόνο δεν είναι σύννομη αλλά αγγίζει τα όρια της απιστίας. Επειδή ωστόσο η θέση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών όπως τουλάχιστον έως τώρα διατυπώνεται προς τα έξω από κορυφαία στελέχη ακούγεται ως θέση αρχής απογορευτική κάθε δημοσιοποίησης στοιχείων της δικογραφίας από συνηγόρους παρά το γεγονός ότι το θέμα δεν έχει συζητηθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο ώστε να επιτευχθούν οι απαιτούμενες οριοθετήσεις και επειδή ο ρυθμός της επικαιρότητας μας επιβάλλει επειγόντως την λήψη της σχετικής απόφασης παρακαλώ να γνωρίζω εγγράφως μέχρι τις 8/11/2002 τη θέση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών σχετικά με το εάν?..›.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου)

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Θα πάμε και στην μήνυση λοιπόν. Μισό λεπτό. Την κάναμε και την μήνυση και είδαμε τη προκοπή, θα φτάσουμε κι εκεί.

(Διαλογικές συζητήσεις)

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Εγώ μπορεί να ήθελα να εκθέσω την Δικαιοσύνη και λέει ότι εγώ τα κατήγγειλα κι εσείς θα τα κάνετε. Η Δικαιοσύνη την έκανε την δουλειά της; Αφήστε τώρα γιατί δεν έκανα την μήνυση. Εδώ κινούνται αυτεπαγγέλτως διαδικασίες περί παντός του νομικού επιστητού στα πλαίσια αυτής της επιχείρησης και δεν έπρεπε?..

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Έχουμε το λύκο, ψάχνουμε για τα χνάρια;

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Αλήθεια έτσι λένε στο χωριό σας; Τώρα που είδατε τα χνάρια τι κάνετε κ. Εισαγγελέα; Όταν εμείς κάνουμε την μήνυση? Δεν είναι καθόλου έτσι εδώ πέρα. Διότι τα χνάρια τα είδατε, η Δικαιοσύνη εκώφευσε, η Δικαιοσύνη είχε από τον Ανακριτή αυτές τις καταγγελίες για κακουργήματα. Δεν είχαν κάνει τίποτα οι άνθρωπος λέει ο κ. Πρόεδρος. Έχει σχηματίσει άποψη.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (εκτός μικροφώνου) Σας παρακολουθώ από το πρωί πού το πάτε.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Χαίρομαι που με παρακολουθείτε, το βλέπω κι εγώ και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Είστε πάρα πολύ μεθοδικός.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Ευχαριστώ ιδιαίτερα. Κι εσείς είστε. Λέω λοιπόν ότι υπέβαλλα το έγγραφο αυτό στον Δικηγορικό Σύλλογο. Ο Δικηγορικός Σύλλογος δεν μου έδωσε καμία απάντηση και θεώρησε ως είχα καθήκον ότι πρέπει να δημοσιοποιήσω και δημοσιοποίησα και δημοσιεύθηκε και σε ΜΜΕ η απολογία του Βασίλη Τζωρτζάτου στον κ. Πετρόπουλο. Από κει και πέρα δεν υπήρχε καμία μα καμία δικαιολογία και για το ότι δεν ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη ή δεν διατάχθηκε έστω προκαταρκτική εξέταση, το ελάχιστο και για το ότι δεν υπεβλήθη αναφορά κατά το άρθρο 38 από τον Ανακριτή. Βεβαίως και ήταν στην στόχευσή μου να κάνω μήνυση μετά από όλα αυτά αλλά ήθελα πρώτα να δω τι θα κάνει η δικαιοσύνη, αυτή που ήξερε να τους κουβαλάει σιδηροδέσμιους και να νομιμοποιεί τις αρχές που παραβίασαν τα δικαιώματά τους αν αυτή θα έχει την ίδια ευαισθησία στις δικές τους καταγγελίες για να επιληφθεί και η Δικαιοσύνη εκτέθηκε γιατί δεν είχε καμία ευαισθησία.

Φυσικά την έκανα την μήνυση κύριοι όταν βγήκε το βούλευμα στις 30/12. Το αποδεικνύουν οι πράξεις κύριε Πρόεδρε, δεν είναι θέμα ευαισθησίας προσώπων, ο καθένας έχει διαλέξει ένα ρόλο και μέσα απ’ αυτό το ρόλο λειτουργεί, εγώ δεν έγινα δικαστής, γιατί δεν θα μπορούσα με τις πεποιθήσεις μου να υπηρετώ ένα σύστημα το οποίο δεν το πιστεύω και που όταν προσπαθώ να το εγκαλέσω στην νομιμότητά του, με περιθωριοποιεί. Ακόμα και στις δίκες της Μόσχας τις μετέδιδε το ραδιόφωνο, αυτό θέλω να σας πω. Δεν είπα οι καλύτερες δίκες, κοιτάξτε τις δικές μας εδώ, για να μην αρχίσω να επαναλαμβάνω αυτά τα οποία είπε ο κ. Μυλωνάς, για την δίκαιη δίκη και την ΕΣΔΑ.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: ?έτσι το θέλετε πάντα να είναι περασμένο και ξεχασμένο, αλλά δεν είναι ποτέ, γιατί τα σημάδια ο Τζωρτζάτος τα είχε μέχρι τον Ιανουάριο, τα είδαν και οι συνάδελφοι που τον είδαν στο επισκεπτήριο και όταν στις 30 Δεκεμβρίου 2002, πέντε μήνες μετά ζητούσε ιατροδικαστή, λέτε να ήταν τόσο βλάκας να διακινδύνευε να το ζητάει, πέντε μήνες μπροστά, διακινδυνεύοντας να εξεταστεί από τον ιατροδικαστή και ο ιατροδικαστής να μην βρει κανένα σημάδι; Αλλά φυσικά ούτε ιατροδικαστή έστειλε κανένας εισαγγελέας. Η μήνυση διαβιβάστηκε για τα τυπικά στη Θήβα, και γίνανε οι προκαταρκτικές εξετάσεις και όλα αυτά?

(Διαλογικές Συζητήσεις)

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Καλά κάνει η δικονομία και λέει, εγώ δεν το αμφισβήτησα αυτό, λέει και άλλα η δικονομία, λέει και για τους ιατροδικαστές η δικονομία, λέει και για την αναζήτηση της αλήθειας από την ανάκριση η δικονομία, αναζήτηση αλήθειας είναι να φωνάξεις τον Τζωρτζάτο και να του πεις πες μας για τον Γκρίζη τι σου έκανε και δεν τα έκανε κανένας αυτά επτά μήνες. Κάνανε; Ξέρετε εσείς να κάνανε; Πείτε το εδώ εισφέρετέ το στην διαδικασία.

Λοιπόν μην λέμε πράγματα τα οποία δεν στέκουν. Αυτή είναι η πορεία, αν το κράτος το ελληνικό και οι συντεταγμένοι του θεσμοί και η δικαιοσύνη στην οποία προσφύγαμε, αδυνατούν να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ενός ανθρώπου επειδή τον θεωρούμε εκ προοιμίου τρομοκράτη και ένοχο, ας βγουν να το πουν ανοιχτά, ώστε να ξέρουμε και εμείς με τι έχουμε να κάνουμε. Εμείς την δημόσια τάξη υπηρετούμε και προσπαθούμε να πείσουμε το Δικαστήριό σας να εφαρμόσει. Τίποτε άλλο.

Έρχομαι στα θέματα των αστυνομικών, για να θυμίσω απλά, πόσο επιθετικά και πόσο δύσπιστα αντιμετωπιστήκαμε όποτε θέταμε το θέμα της παρουσίας ένοπλων αστυνομικών στην ανάκριση. Μέχρι που τα μάθατε από τους ίδιους τους αστυνομικούς που παρέστησαν. Τι να κάνουμε για να γλιτώσουν και κάτι άλλο, λένε και μια αλήθεια οι άνθρωποι σύρονται εκεί πέρα ότι διέρρευσαν τα μυστικά της ανάκρισης, πρέπει να σώσουνε το κορμί τους.

Οι άνθρωποι λοιπόν που δεν θέλετε να γραφτεί στο μικρόφωνο όπως μου λέει ο κ. Μυλωνάς ότι λένε την αλήθεια, για τους αστυνομικούς καλά λόγια λέει φυσικά τι θα πει, εντάξει.

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: (Εκτός μικροφώνου)

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Λέω λοιπόν το εξής, οι αστυνομικοί βεβαίως και είπαν την αλήθεια, γιατί από την στιγμή που η ποινική δίωξη στράφηκε με τις υποψίες ότι μπορεί αυτοί να έχουν διαρρεύσει τα μυστικά της ανάκρισης, φυσικό είναι να πουν, είμαστε και εμείς εκεί με τα όπλα μας, το είπαν αυτό το πράγμα και βγήκε. Δεν μπορείτε ούτε και αυτό να το αμφισβητήσετε. Θα την νομιμοποιήσετε αυτή την ανάκριση; Θα γκρεμίσετε το κράτος όπως είχατε πει; Ή θα το καταπιείτε αμάσητο, πάλι χρησιμοποιώντας κατά δική σας δήλωση και αυτό; Αυτά λοιπόν είναι τα στοιχεία τα οποία μας μιλάνε για το αβίαστο των προανακριτικών και των ανακριτικών απολογιών.

Έρχομαι τώρα να πω ορισμένα κριτήρια όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει κανένας, εφόσον βεβαίως παρά τα όσα αναπτύσσουμε, το Δικαστήριό σας δεχθεί ότι αποτελούν νόμιμα ληφθέν αποδεικτικό μέσο αυτές οι απολογίες, να δούμε πώς κανείς τις αξιολογεί από απόψεως πραγματικών περιστατικών τα οποία αναφέρουν.

Υπάρχουν ομολογίες όπως προείπα αόριστες, οι οποίες συνήθως διατυπώνονται με την λέξη, παράδειγμα – συμμετείχα και στις εξής ληστείες αυτή, αυτή, αυτή και μαζί μου ήταν ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε..- δεύτερον, υπάρχουν ομολογίες οι οποίες είναι κοινότυπες, δηλαδή επαναλαμβάνουν πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι εκ των προτέρων γνωστά στις αρχές από τις οικείες δικογραφίες που ήδη έχουν προσχηματιστεί και απλώς και μόνο τοποθετούν τον φερόμενο ως απολογούμενο στο γίγνεσθαι των περιστατικών αυτών, οι οποίες κάλλιστα μπορούν να είναι υπαγορευμένες ή και συντεταγμένες εκ των προτέρων, από αυτούς που είχαν την διενέργεια της αστυνομικής προανάκρισης.

Υπάρχουν ομολογίες οι οποίες αποτελούν αυτούσια επανάληψη προηγουμένως δοθεισών ομολογιών, οι οποίες και αυτές εντάσσονται στην προηγούμενη κατηγορία των κοινοτύπων, και υπάρχουν και ομολογίες, αυτές είναι εν πάση περιπτώσει εκείνες που ενδεχομένως έχουν κάποια βαρύτητα, αλλά είναι πολύ λιγότερες απ’ όλες τις άλλες, στο κείμενο της προανακριτικής απολογίας του Τζωρτζάτου, στις οποίες αναφέρει κάποια περιστατικά, σε συγκεκριμένα αδικήματα, τα οποία δεν έχουν αναφερθεί από πριν και πρέπει κανείς να αξιολογήσει αν αυτά τα περιστατικά είναι, ή δεν είναι υπαρκτά, έχουν αξιοπιστία, είναι πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα, είναι τυχαία ή έγιναν, ή θα μπορούσαν να γραφτούν χωρίς να επαληθευτεί ποτέ η βασιμότητά τους.

Υπάρχουν και άλλα ζητήματα πλην όσων έθεσε ο κ. Μυλωνάς, σε σχέση με τον συσχετισμό και την διασταύρωση των διαφόρων προανακριτικών απολογιών ως προς το πώς εμπλέκει ο συγκατηγορούμενος τον συγκατηγορούμενο, εν σχέση με το πώς ο ίδιος ο κατηγορούμενος φέρεται να εμπλέκει τον εαυτό του.

Ένα για παράδειγμα θέμα ερμηνείας του 211Α το οποίο αν καλώς ενθυμούμαι δεν έχει τεθεί έως τώρα στη δίκη είναι και το εξής. Εντάξει εγώ λέω ότι είμαι αθώος, ο συγκατηγορούμενός μου λέει ότι είμαι ένοχος γι’ αυτή τη πράξη, δεν μπορώ να καταδικαστώ μόνο με την μαρτυρία του συγκατηγορουμένου. Όταν όμως ο συγκατηγορούμενος με βγάζει για παράδειγμα άμεσο συνεργό και εγώ ομολογώ κάποια περιστατικά τα οποία βγάζουν απλή συνέργια και δεν υπάρχει άλλο αποδεικτικό στοιχείο, μπορώ εγώ να καταδικαστώ για άμεση συνέργια που είναι μια βαρύτερη μορφή συμμετοχής μόνο με την μαρτυρία του συγκατηγορουμένου;

Αυτό θα το δούμε σε επτά, ή οκτώ περιπτώσεις τουλάχιστον που αφορούν τον Τζωρτζάτο. Ακόμα θα πρέπει να δει κανείς, όπως είπα και πριν, ποια νέα στοιχεία υπάρχουν στην προανακριτική απολογία του Τζωρτζάτου όσον αφορά πρόσωπα. Τι το νέο δηλαδή φέρεται να ομολογεί ο Τζωρτζάτος το οποίο προδίδει αξιοπιστία, στα πλαίσια της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αναφέρει η απολογία του;

Όλα τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται σ’ αυτήν, αναφέρονται ήδη στις δυο προηγούμενες προανακριτικές απολογίες. Κανένα καινούργιο πρόσωπο δεν αναφέρεται για πρώτη φορά στην απολογία του Τζωρτζάτου. Και όλα τα περιστατικά στα οποία αναφέρεται επίσης το ίδιο. Συνεπώς θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προσυντεταγμένη.

Θέλω να απαντήσω και σε ένα άλλο επιχείρημα το οποίο μου διέφυγε πριν, σ’ ότι αφορά γιατί ήταν την ώρα που είπε ο κ. Εισαγγελέας για την μήνυση και τα ίχνη από το χωριό του κλπ, σ’ ότι αφορά ένα σημείο της αγόρευσης της συναδέλφου της κας Τσόλκα, σχετικά με τον κ. Τζωρτζάτο, το οποίο η κα Τσόλκα, ή δεν το έχει καταλάβει καλά, ή δεν το έχει διατυπώσει καλά. Εν πάση περιπτώσει λέει ότι ο Τζωρτζάτος είπε, ότι ο γιατρός της φυλακής είδε την αξονική του τομογραφία για να του επιτρέψει να φοράει ζώνη, πράγμα που σημαίνει ότι είχε πρόσβαση και δυνατότητα επίσκεψης από γιατρό μέσα στη φυλακή.

Θα ήθελα να επανορθώσω και να πω ότι, δεν λέει τέτοιο πράγμα ο Τζωρτζάτος στην απολογία του. Εκείνο το οποίο συνέβη είναι ότι η σύζυγός του στο επισκεπτήριο, έφερε μια αξονική τομογραφία και την παρέδωσε στο σωφρονιστικό προσωπικό της φυλακής για να διαβιβαστεί μέσω αυτού στον γιατρό. Ούτε ότι τον είδε γιατρός, ούτε ότι τον εξέτασε γιατρός. Και υπάρχει ο ιατρικός φάκελος και μπορεί να προσκομιστεί εδώ πέρα. Ούτε βεβαίως ότι η σύζυγος του Τζωρτζάτου αμφισβήτησε τους μώλωπες.

Το ότι τους χαρακτήρισε σαν εκζέματα είναι ένα θέμα τεχνικό και είναι έξω από τον κύκλο των γνώσεών της, δεν έχει να κάνει με κάποια αμφισβήτηση γύρω από αυτό.

Εν πάση περιπτώσει και ένα ακόμα δημοσίευμα του κ. Κώστα Μπέη, ως συμπληρωματική απάντηση στο γιατί δεν κάναμε εξ αρχής μήνυση. Όταν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι υπέστη ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, δεν έχει αυτός το βάρος απόδειξης των βασανιστηρίων του. Εδώ ισχύει το δικονομικό σύστημα της ανακριτικής αρχής, που σημαίνει ότι το Δικαστήριο ενώπιον μιας τέτοιας καταγγελίας, έχει υπηρεσιακό καθήκον, να διατάξει αυτεπαγγέλτως αποδείξεις, να τις διεξαγάγει ευσυνείδητα το ίδιο και να εξαντλήσει κάθε δυνατή πηγή από την οποία θα πληροφορηθεί την αλήθεια.

Και αν τελικώς αμφιβάλει, η αμφιβολία του αυτή, ισχύει εναντίον της κατηγορούσας αρχής, και όχι εναντίον του κατηγορουμένου που επικαλείται τα βασανιστήριά του. Κάτι που σημαίνει ότι δίχως αυτές τις διαδικασίες, το Δικαστήριο δεν δικαιούται να θεωρήσει ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα, εκείνα που ο κατηγορούμενος καταγγέλλει ως προϊόντα βασανισμού του.

Αυτό λοιπόν το δημοσίευμα που είναι πρόσφατο του κ. Μπέη, σηματοδοτεί και το εύρος και το μέγεθος και την ποιότητα των υποχρεώσεων του Δικαστηρίου και βεβαίως κατ’ επέκταση και των Ανακριτών, να διατάσσουν αποδείξεις, όταν τους καταγγέλλει ένας κατηγορούμενος ότι βασανίστηκε, ψυχολογικά ή σωματικά και ότι προϊόν των βασανισμών αυτών είναι οι απολογίες του.

Είναι σαφής και σε ότι αφορά το βάρος απόδειξης και σ’ ότι αφορά την υποχρέωση των ανακριτικών αρχών. Οι ανακριτικές αρχές και οι εισαγγελικές αρχές, που μπορούσαν αυτεπαγγέλτως να επιληφθούν, δοκιμάστηκαν επί δυο μήνες, από της 30 Οκτωβρίου μέχρι της 30 Δεκεμβρίου. Ακόμα και το Συμβούλιο Εφετών και εκείνο ήταν που ανέμενα να δώσει την τελική λύση με το βούλευμά του, μπορούσε να εγείρει την σχετική διαδικασία.

Όταν βγήκε και το βούλευμα που είχα προβάλει και ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών με υπόμνημα, όλες αυτές οι καταγγελίες, τότε πια έγινε η μήνυση και ακολούθησαν όσα ακολούθησαν. Στο σημείο όμως αυτό νομίζω να διακόψουμε και να συνεχίσουμε μετά με τις κατ’ ιδίαν υποθέσεις.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μισή ώρα διακοπή.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ