Πολιτική
Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 2003 21:04

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (15/10/2003) Μέρος 4/8

Βεβαίως καθόλου αβασάνιστα δεν το δέχτηκαν αυτό τα Δικαστήρια. Πρωτοδίκως είχαν καταδικαστεί οι γιατροί. Στο Εφετείο με πλειοψηφία 2 προς 1 αθωώθηκε εκείνος ο οποίος φέρεται ως υπεύθυνος και με ένα σκεπτικό του μειοψηφήσαντος Εφέτη στο οποίο θα αναφερθώ, που δεν είναι καθόλου μα καθόλου απορριπτέο. Αλλά δεν ξέρω ποια θα ήταν η συνέχεια εάν αυτή η υπόθεση πήγαινε στον ¶ρειο Πάγο ως προς το ποινικό της μέρος. Αλλά δεν πήγε, πήγε αυτεπαγγέλτως για κάποια παρεμπίπτοντα θέματα, δεν ασκήθηκε αναίρεση εναντίον της αθωωτικής απόφασης αυτής των γιατρών.

Εδώ όμως το διοικητικό δικαστήριο δεν εξετάζει τις αυξημένων προϋποθέσεων συνθήκες που στοιχειοθετούν εξατομικευμένη ατομική ποινική ευθύνη για να αποδώσει τις σχετικές κυρώσεις και να αποδώσει σε εξατομικευμένη συμπεριφορά ενός και μόνο ανθρώπου τον θάνατο του Ανδρουλιδάκη. Το Διοικητικό Εφετείο εξετάζει ως οφείλει στα πλαίσια της αδικοπραξίας έναν συνδυασμό ευθυνών και συνδυασμό παραγόντων, πάρα πολύ αναλυτικά, τρεις σελίδες σκεπτικό, έχοντας λάβει υπόψη ένορκες διοικητικές εξετάσεις στις οποίες μετείχαν καθηγητές Πανεπιστημίου, έχοντας λάβει υπόψη μαρτυρικές καταθέσεις ή εν πάση περιπτώσει κρίσεις περιβεβλημένες υπό τον έναν ή υπό τον άλλον τύπο δεκάδων γιατρών, κορυφαίων ορθοπεδικών στην ειδικότητα αυτή εκφράζοντας διαφορετικές.

Και έρχεται και λέει ότι σαν αποτέλεσμα ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων επέφερε τον θάνατο, που δε θα επερχόταν εάν δεν μεσολαβούσαν αυτά τα λάθη και αν επεδιώκετο η ορθοπεδική τελειότητα αντί για τη σιγουριά της διάσωσης. Έρχομαι στο ερώτημα για τη διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου: Πρέπει να παρεμβάλλεται συμπεριφορά η οποία να είναι ποινικά αξιολογήσιμη προκειμένου να διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο; Ο αιτιώδης σύνδεσμος δεν μπορεί να διακόπτεται και από ένα τυχαίο ακόμα γεγονός; Δεν μπορεί να διακόπτεται και από μία συμπεριφορά η οποία μπορεί μεν να μην έχει τις προϋποθέσεις οι οποίες απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση αυτοτελούς ποινικής ευθύνης πλην όμως μεσολαβεί και συνιστά αιτιώδη σύνδεσμο για το αποτέλεσμα;

Νομίζω ότι το αντίθετο δεν αντέχει σε καμία λογική υποστήριξη και κριτική. Ένα τυχαίο γεγονός θα μπορούσε να έχει μεσολαβήσει και να έχει διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην πράξη και στο αποτέλεσμα. Πολύ περισσότερο ένα γεγονός υπαίτιο. Μπορεί η μορφή της υπαιτιότητας να μην είναι σε ατομικό επίπεδο τόσο υψηλή ώστε να οδηγεί στην κρίση για ποινική καταδίκη, είναι όμως σαφές ότι είναι ικανή μέσα από έναν συνδυασμό αλλεπάλληλων ιατρικών λαθών που έχουν διαπιστωθεί αναμφισβήτητα από γιατρούς και που και η ίδια η οικογένεια το αποδέχεται έχοντας την εμπειρία, διότι η χήρα Ανδρουλιδάκη είπε εδώ πέρα ότι ήταν νοσοκόμα, δε θα πήγαινε ελαφρά τη καρδία να στραφεί εναντίον των γιατρών για τον θάνατο του άντρα της, δεν είναι τέτοιοι άνθρωποι οι συγγενείς του.

Βλέπετε λοιπόν ότι καταλήγει στην κρίση αυτή και συνεπώς δεν υπάρχει καμία άλλη χροιά απόδειξης ότι εδώ όντως έχουμε διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου και έχουμε γεγονότα τα οποία, όχι προωθούν τη ροή του τραύματος προς το θάνατο, δημιουργούν αυτοτελείς, πρωτογενείς όρους ροής προς το θάνατο. Όταν λέμε για καθυστέρηση 2,5 ώρες της χειρουργικής επέμβασης την ώρα που ο ασθενής σε ένα τέταρτο βρισκόταν στο νοσοκομείο, για εσφαλμένη επιλογή εσωτερικής οστεοσύνθεσης, για μη έγκαιρη αναπλήρωση χαμένου αίματος, για ταυτόχρονη επέμβαση, για μοσχεύματα, για έλλειψη συντονισμού των γιατρών, για παρατεταμένη διάρκεια, για αποτυχία αντιμετώπισης αιμορραγίας, για δημιουργία σηψαιμίας και ολιγαιμικού σοκ που δεν αντιμετωπίστηκε.

Δεν είναι ένα και δύο τα λάθη των γιατρών. Και όλα αυτά φυσικά σε συνδυσμό, αλληλουχία και αλληλοεξάρτηση μεταξύ τους επέφεραν αυτό το οποίο επέφεραν. Για να δούμε εκεί τί λέει για το Ποινικό Δικαστήριο. Λέει λοιπόν ότι «σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας αυτής του δράστη δηλαδή της επιλογής και του επελθόντος αποτελέσματος που προκλήθηκε κυρίως από την παρατεταμένη αιμορραγία η οποία οφειλόταν στην αρτηρία›. Έρχεται και δέχεται το ίδιο το Ποινικό Δικαστήριο που δίκασε τους γιατρούς ότι η ενέργεια του δράστη του τρομοκράτη, του άγνωστου, δεν βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα το οποίο επέφερε και ότι αυτό οφείλεται στην αιμορραγία.

Έρχεται το ίδιο το Ποινικό Δικαστήριο και το διαπιστώνει αυτό το πράγμα πριν καν μπει στη διαδικασία καταλογισμού ευθυνών και απόδοσης ενοχής για οποιονδήποτε. Και έρχεται μετά και λέει ότι «η κατάσταση του ασθενούς το παραπάνω χρονικό διάστημα› -βεβαίως θα τη διαβάσετε όλη την απόφαση στη διάσκεψη που θα κάνετε, εγώ επιλέγω τα σημεία που θεωρώ ότι έχουν σημασία για την υπόθεση, δεν έχω καμία πρόθεση επιλεκτικής ανάγνωσης- «ούτε μπορεί να αποδοθεί αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραλείψεως αυτής των γιατρών τάδε και τάδε με την μη διακοπή της περατώσεως της εγχειρήσεως γιατί το χρονικό αυτό διάστημα της συνεχίσεως της εγχειρήσεως δεν ήταν αυτό που προκάλεσε τη χειροτέρευση του ασθενούς και την πολυοργανική ανεπάρκεια, αν ληφθεί υπόψη ότι η αιμορραγία συνεχίστηκε› κτλ.

Δεν υπάρχει λοιπόν αιτιώδης σύνδεσμος μεμονωμένα για τους ορθοπεδικούς, δεν υπάρχει μεμονωμένα για τους αναισθησιολόγους, δεν υπάρχει μεμονωμένα για κάποια άλλη ειδικότητα γιατρών και αφού δεν υπάρχει μεμονωμένα λέει το Δικαστήριο ότι δεν στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη διότι υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες για τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης αυτών όσον αφορά το επελθόν αποτέλεσμα.

Αμφιβολίες για το αν φταίνε οι συγκεκριμένοι γιατροί, βεβαιότητα όμως ότι το αποτέλεσμα δεν οφείλεται στον δράστη. Δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος. Ας δούμε και το σκεπτικό του μειοψηφήσαντος Εφέτη, δεν έχει σημασία το όνομα: «Έχοντας τη γνώμη ότι έχει ποινική ευθύνη ο κατηγορούμενος γιατρός τάδε και θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Πραγματικά, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη από τον συνδυασμό των διατάξεων κτλ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης του εγκλήματος δεν κατέβαλε κατά κρίση αντικειμενική την απαιτούμενη προσοχή που κάθε άνθρωπος μετρίως συνετός και ευσυνείδητος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλλει με βάση τους νομικούς κανόνες τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.

Μπορούσε με βάση τις προσωπικές περιστάσεις και ικανότητές του και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του και του επαγγέλματός του να προβλέψει και να αποφύγει αξιόποινο αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας που έχει παραχθεί. Επιπλέον χρειάζεται και η αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην πράξη παράλειψης και το αποτέλεσμα που έχει επέλθει ως συνέπεια της αμέλειας. Πάντως η αμέλεια του δράστη δεν μπορεί να συνίσταται στο ότι έχει αναδεχθεί την επιχείρηση κάποιας πράξης χωρίς να έχει τις απαιτούμενες προσωπικές ικανότητες για την επιτυχή διεκπεραίωση αυτής.

Στην προκειμένη περίπτωση, απ’ όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τα αναγνωσθέντα έγγραφα σε συνδυασμό προς τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ιατρός τάδε ο οποίος ήταν Διευθυντής της Ορθοπεδικής Κλινικής του νοσοκομείου ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ στην οποία είχε εισαχθεί μετά τον τραυματισμό του ο Κων/νος Ανδρουλιδάκης επέλεξε και εκτέλεσε, εφάρμοσε ο ίδιος για την αποκατάσταση των τραυμάτων του ασθενούς, τη μέθοδο της εσωτερικής οστεοσυνθέσως για την εφαρμογή της οποίας δεν είχε τις απαιτούμενες προς επιτυχή διεκπεραίωσή της προσωπικές ικανότητες αφού ουδέποτε στο παρελθόν είχε εφαρμόσει τη μέθοδο αυτή σε όμοια περίπτωση συντριπτικού κατάγματος με πυροβόλο όπλο, αν και γνώριζε ότι η εφαρμογή αυτή θα διαρκούσε περισσότερο σε σχέση με το χρόνο που απαιτείται για την εφαρμογή του σε όμοιες περιπτώσεις από γιατρούς, οι οποίες ως εκ της εμπειρίας τους, έχουν τις σχετικές προσωπικές ικανότητες για διεκπεραίωσή της›.

Αυτό το σκεπτικό εν σχέσει με της πλειοψηφίας δεν έχρηζε ενός αναιρετικού ελέγχου για να έρθει ο ¶ρειος Πάγος και να ερευνήσει και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να εισάγει την υπόθεση εκεί για να πει «γιατί κ.κ. Εφέτες της πλειοψηφίας δεν έχετε άποψη γι αυτά που λέει, ότι ανέλαβε μία εγχείρηση να κάνει και επέλεξε μία μέθοδο που δεν την ήξερε, γιατί δεν είχε ξανακάνει αυτό το πράγμα και έπαιξε με τη ζωή ενός ανθρώπου›. Δεν υπήρξε αναιρετικός έλεγχος.

Πάμε παρακάτω: «Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα›, λέει ο μειοψηφήσας Εφέτης «να επιβαρυνθεί η γενική κατάσταση του τραυματία συνεπεία της αιμορραγίας που άρχισε από τη στιγμή του τραυματισμού και εξακολούθησε κατά το πριν από την έναρξη της χειρουργικής επεμβάσεως χρόνο που ανήλθε σε 4 περίπου ώρες, δεδομένου ότι αυτή η αιμορραγία δεν αντιμετωπίστηκε σε συντομότερο χρόνο› -τέσσερις ώρες και δεν αντιμετωπίστηκε μία αιμορραγία- «αλλά εξακολούθησε καθ’ όλο το χρόνο της ορθοπεδικής επεμβάσεως και της επακολουθήσασας αγγειοχειρουργικής τοιαύτης.

Έτσι, κατά το τέλος της ορθοπεδικής επεμβάσεως εκδηλώθηκε ολιγαιμικό σοκ› -να η επιπλοκή που οφείλεται στην αμέλεια- «το οποίο επιτάθηκε κατά τη διάρκεια της αγγειοχειρουργικής επεμβάσεως και μονιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της μεταμοσχεύσεως του λαγονίου οστού και της συγκλίσεως του ορθοπεδικού τραύματος που πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο κατηγορούμενο γιατρό μετά το πέρας της αγγειοχειρουργικής επεμβάσεως και ο ασθενής εισήλθε στην εντατική θεραπεία βεβαρημένος με ανεπάρκεια των ζωτικών οργάνων του χωρίς έκτοτε να αποκατασταθεί η βλάβη αυτών, συνεπεία της οποίας, ως γενεσιουργού αιτίας, επήλθε ο θάνατος του Κων/νου Ανδρουλιδάκη.

Ο κατηγορούμενος ιατρός τάδε δεν κατέβαλε όπως απεδείχθη κατά κρίση αντικειμενική την απαιτούμενη προσοχή κατά την επιλογή της μεθόδου της οστεοσυνθέσεως, ενώ μπορούσε καταβάλλοντας την προσοχή αυτή, να επιλέξει τη μέθοδο της εξωτερικής οστεοσυνθέσεως, που είναι περισσότερο απλή στην εκτέλεσή της και απαιτεί λιγότερο χρόνο και ο ίδιος διέθετε τις απαιτούμενες γι αυτήν προσωπικές ικανότητες για τη διεκπεραίωσή της κι έτσι δε μπόρεσε να προβλέψει το ανωτέρω αποτέλεσμα, το οποίο μπορούσε να προβλέψει με βάση τις προσωπικές περιστάσεις και την ικανότητά του και ιδίως εξαιτίας του επαγγέλματός του.

Τη δυσμενή εξέλιξη της καταστάσεως της υγείας του θανόντος ευθύς αμέσως μετά το πέρας της μεταμοσχεύσεως του λαγονίου οστού και της συγκλίσεως του ορθοπεδικού τραύματος την αντιλήφθηκε ο ίδιος κατηγορούμενος και γι αυτό, παρότι πραγματοποίησε διερεύνηση επί κλίνης του τραύματος και επελήφθη πρώτος τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση προς εντοπισμό της αιμορραγίας μετά το ιατρικό συμβούλιο της 11/1/89, δεν αποφάσισε νωρίτερα την εισαγωγή του ασθενούς στο χειρουργείο καθόσον θεωρούσε την ενέργεια αυτή μάταιη›.

Ο ένας λοιπόν από τους τρεις Εφέτες είναι βέβαιος για την ενοχή, οι άλλοι δύο από τους τρεις Εφέτες είναι αβέβαιοι και αμφιβάλλουν για το εάν η συγκεκριμένη παράλειψη του γιατρού αυτού ήταν εκείνη που επέφερε το θάνατο. Είναι βέβαιοι όμως και οι δικαστές οι ποινικοί που δεν έχουν κανένα λόγο να αθωώνουν τρομοκράτες, ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην ενέργεια του δράστη και στο αποτέλεσμα. Βεβαίως η απόφαση αυτή του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών είναι αμετάκλητη όπως και η ποινική και νομίζω ότι εδώ κάπου τελειώνουμε με την εξέταση του αντικειμενικού στοιχείου.

Πάμε τώρα στην άλλη άκρη του παραβάν, για να δούμε αν αυτό το οποίο δε μπόρεσε να προβλέψει ο γιατρός και Διευθυντής της Ορθοπεδικής Κλινικής έπρεπε –το «έπρεπε› όχι με ηθικό περιεχόμενο, για να μην παρεξηγούμαι-, όφειλε ή δύνατο εν πάση περιπτώσει να διαβλέψει ο δράστης όποιος και να ήταν, γιατί αυτό είναι ένα τρίτο στάδιο αποδεικτικής αξιολόγησης της Δίκης αυτής και βεβαίως στην περίπτωση κατά την οποία αποδεχθούμε ότι όφειλε, να δούμε αν το επεδίωκε κιόλας ή το απεδέχετο ως ενδεχόμενο.

Τί έχουμε λοιπόν από τα περιστατικά στην άλλη άκρη του παραβάν; Έχουμε κατά το βούλευμα δύο δράστες οι οποίοι πυροβολούν και οι δύο, εξ εγγυτάτης αποστάσεως τον Εισαγγελέα Κων/νο Ανδρουλιδάκη ο οποίος μόλις τη στιγμή αυτή είχε εισέλθει στο αυτοκίνητό του και είχε καθίσει στη θέση του οδηγού για να πάει στη δουλειά του. Βεβαίως είναι ένα παράδοξο το γεγονός ότι το βούλευμα κατηγορεί δύο ανθρώπους για την ανθρωποκτονία, όταν οι σφαίρες που βρίσκονται στο σώμα του θύματος είναι από ένα όπλο, το ίδιο. Δεν υπάρχει κάποια μαρτυρία η οποία να μας λέει ότι το όπλο αυτό μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξε χέρια και πυροβόλησαν εναλλάξ.

Εν πάση περιπτώσει, είναι ένα θέμα είπαμε σε τρίτο στάδιο το ποιος από τους δύο είναι. Εδώ μας ενδιαφέρει τώρα ποιος ήταν ο δόλος. Τί θέλει ο δόλος; Γνώση και αποδοχή. Να πάμε στη γνώση πρώτα. Τί γνωρίζει ο μέσος Έλληνας πολίτης για τους πυροβολισμούς στα κάτω άκρα; Ο μέσος Έλληνας πολίτης ταινίες βλέπει κάθε βράδυ, καταδιώξεις, πυροβολισμούς και τέτοια, μάλλον γνωρίζει ότι οι πυροβολισμοί στα κάτω άκρα είναι ανώδυνοι.

Αυτό γνωρίζει και ο Έλληνας αστυνομικός, αυτό του λέει να κάνει και ο Έλληνας νομοθέτης του Έλληνα αστυνομικού όπως προκύπτει από το νόμο που σας διάβασα προηγουμένως. Ο μέσος πολίτης λοιπόν με τις μέσες ή χαμηλές ιατρικές γνώσεις, αυτές που εν πάση περιπτώσει μας έχει εφοδιάσει αυτό το σύστημα παιδείας και μόρφωσης στο οποίο ζούμε. Μάλλον αγνοεί ότι ο πυροβολισμός στα πόδια θα μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να είναι θανατηφόρος.

Θυμηθείτε εδώ πέρα και τη μαρτυρία της χήρας Καψαλάκη η οποία με την εντιμότητα και την ευθύτητα που τη διέκρινε, εκτός του ότι παραδέχτηκε ότι οι δράστες στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχαν ανθρωποκτόνο δόλο, παραδέχτηκε ότι κάποιος που δεν έχει ιατρικές γνώσεις προφανώς δε γνωρίζει ότι στα κάτω άκρα υπάρχουν ζωτικά σημεία τα οποία ενδεχομένως θα μπορούν να φέρουν ένα θανατηφόρο αποτέλεσμα.

Όπως προκύπτει από τα μέχρι τώρα, εκείνοι οι οποίοι προφανώς γνωρίζουν κάτι τέτοιο, είναι οι γιατροί. Μα έλα που και ο γιατρός, ο Διευθυντής της Ορθοπεδικής Κλινικής του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ φαίνεται να μην το γνώριζε... Διότι αν το γνώριζε θα κοίταζε όπως του λένε οι Εφέτες εδώ πέρα, να σώσει τη ζωή του ανθρώπου του κινδύνευε. Διευθυντής στην Ορθοπεδική Κλινική, όχι απλός γιατρός. Δεν θα κοίταζε να κάνει ορθοπεδική τελειότητα και να επιλέξει μία αδόκιμη μέθοδο που δεν την ήξερε κιόλας, τόσο πολύ ήταν βέβαιος ότι δεν ήταν θανατηφόρος ο τραυματισμός που θεωρούσε ότι έχει την πολυτέλεια να επιλέξει ιατρικές μεθόδους αποκατάστασής του με αισθητικά κριτήρια, με κριτήρια εμφανισιακά.

Διότι το βέβαιο του ιατρικού αποτελέσματος το θεωρούσε δεδομένο, τόσο δεδομένο που και αν δεν το ήξερε, δεν το θεωρούσε σπουδαίο πράγμα. Είναι σα να έρχομαι εγώ να δικάζω ένα κακούργημα και πάω στο Πταισματοδικείο αύριο χωρίς να έχω διαβάσει τη δικογραφία, διότι θεωρώ ότι, χαρά στο πράγμα, μπρος στο βουνό τί είναι η λακούβα.... Αυτή είναι η συμπεριφορά, αλλά δεν κρίνω εδώ πέρα τώρα τη νοοτροπία του γιατρού, προφανώς ο άνθρωπος δεν είχε καμία βούληση να οδηγήσει τον Ανδρουλιδάκη στο θάνατο, γνώση δεν είχε.

Και αυτή τη γνώση που δεν την έχει ο γιατρός, τη χρεώνουμε σε κάποιον που δεν έχει ιατρικές γνώσεις, όταν μάλιστα έχει προηγηθεί εν προκειμένω και η περίπτωση Καψαλάκη η οποία δεν έχει δημιουργήσει όρους διάψευσης αυτής της πεποίθησης. Εξάλλου το έχουμε πει χίλιες φορές, ότι όταν κάποιος πυροβολεί από ελάχιστη απόσταση και μπορεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος να πλήξει το θύμα και δεν το κάνει, δε χτυπάει δηλαδή σε κάποιο άλλο μέρος του σώματός του, στο κεφάλι κτλ., εκεί που μπορεί και ξέρει ότι μπορεί να σκοτώσει, οφείλει κανείς να αιτιολογήσει ποιος είναι ο λόγος εκείνος ο οποίος τον οδηγεί στην αποδοχή ως ενδεχομένου εκείνου το οποίο δεν το θέλει ως άμεσο ενώ μπορεί να το πετύχει.

Τί είναι αυτό δηλαδή που τον κάνει να λέει «θα του ρίξω στα πόδια και αν πεθάνει δεν τρέχει και τίποτα›, τη στιγμή που άμα θέλει να το πετύχει ευθέως αυτό το πράγμα; Απάντηση σ’ αυτό προσπάθησε στη δική του περίπτωση, ανεπιτυχέστατα νομίζω, να δώσει ο κ. Παπαδημητρίου. «Ήθελαν›, λέει, «τον αργό θάνατό μου›, λες και είχαν ιδιαίτερους προσωπικούς λόγους εκδίκησης ειδικά για τον κ. Παπαδημητρίου, ο οποίος κατά τα λοιπά ευλόγως και δικαίως διερωτάται «μα τί είχαν με εμένα, δεν αναφέρουν τίποτα στην προκήρυξη για μένα, καλά-καλά δε λένε ούτε το όνομά μου›.

Ούτε για τον Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη είχαν ιδιαίτερους λόγους εκδίκησης για τον αργό θάνατο, μπορούσα να πετύχουν τον άμεσο θάνατο όπως το είχαν κάνει επιτυχώς σε πλείστες άλλες περιπτώσεις και πριν και μετά. Ποιος ο λόγος δηλαδή να το επιδιώξουν κατ’ αυτόν τον τρόπο και ποιος ο λόγος, εάν πίστευαν ότι το αποτέλεσμα που δεν επεδίωκαν άμεσα ήταν δυνατό να επέλθει ως ενδεχόμενο, να ενεργήσουν κατά τέτοιο τρόπο που το ενδεχόμενο αυτό να μη το αποκλείει;

Εδώ θα αναφερθώ και σε μερικά άλλα συμπαρομαρτούντα. Πρώτα απ’ όλα αναγνώσαμε εδώ πέρα μερικά έγγραφα γύρω από το θέμα αυτό. Αναγνώσαμε την προκήρυξη η οποία αφορά τις περιπτώσεις Ταρασουλέα και Ανδρουλιδάκη. Είναι ένα υστερόγραφο που έχει προστεθεί στις 17/1/1989 ημέρα του περιστατικού Ταρασουλέα. Η προκήρυξη έχει γραφεί, η αιτιολόγηση δηλαδή κτλ. στις 22/12/88 και έχουμε ένα υστερόγραφο στις 17/1/89.

Λέει: «Σήμερα πια γίνεται κατανοητό στον καθένα γιατί δεν διεκδικήσαμε αμέσως την επιχείρηση ενάντια στον Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη. Περιμέναμε να πραγματοποιηθεί και δεύτερη ενάντια στον Αντιεισαγγελέα Ταρασουλέα που καθυστέρησε κάπως για λόγους αντικειμενικούς ανεξάρτητους από τη θέλησή μας. Η καθυστέρηση αυτή είχε και μια αναπάντεχη, διασκεδαστική συνέπεια: τη διεκδίκηση της επιχείρησης ενάντια στον Ανδρουλιδάκη, από την πλαστή ασφαλίτικη ‘Λαϊκές Αντιεξουσιαστικές Ομάδες Πυρήνες Δράσης’. Μετά τους αρχισυντάκτες αντιεξουσιαστές έχουμε και τους χαφιέδες αντιεξουσιαστές, οι διάφοροι ασφαλίτικοι μηχανισμοί, όντες σε πλήρη ανικανότητα βγήκαν και διεκδίκησαν θεωρώντας πια σίγουρο ότι κανείς δε μπορούσε να τους διαψεύσει και βάζοντας παράλληλα μπροστά μια νέα προβοκατόρικη επιχείρηση τύπου ‘αντι-στρατιωτική πάλη’›.

Εδώ λοιπόν τί λέει, πέραν του ότι η προκήρυξη με σαφήνεια λέει ότι δεν αποσκοπούσε στο θάνατο αλλά στον τραυματισμό και μόνο του Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη και εν πάση περιπτώσει η όλη διαδρομή της 17Ν δεν μας έχει συνηθίσει τουλάχιστον σε προκηρύξεις οι οποίες εξαπατούν σε ό,τι αφορά το είδος των στοχεύσεων και των επιλογών τους σε κάθε συγκεκριμένη ενέργεια που κάνουν.

Αυτή η αναφορά στην ασφαλίτικη προκήρυξη την οποία είχα ζητήσει και είχε αναγνωσθεί τότε στα πλαίσια της ανάγνωσης των εγγράφων, έχει την αξία της. Και έχει την αξία της διότι η προκήρυξη αυτή έχει δοθεί σε κασέτα, είχε σταλεί σε κασέτα στην Ασφάλεια, υπάρχει μια έκθεση ακρόασης και απομαγνητοφώνησης, ανεγνώσθη εδώ, στις 17/1/1989. «Προβήκαμε στην ακρόαση-απομαγνητοφώνηση δύο κασετών μαγνητοφώνου οι οποίες στάλθηκαν προς τις εφημερίδες ΕΘΝΟΣ και ΝΕΑ, τις βραδινές ώρες της 15/1/1989 από την πρωτοεμφανιζόμενη Οργάνωση Λαϊκές Αντιεξουσιαστικές Ομάδες Πυρήνες Δράσης με τις οποίες η ως άνω Οργάνωση αναλαμβάνει την ευθύνη για την απόπειρα δολοφονίας του Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη›. Αυτά τα λέει βεβαίως η αστυνομία.

Στις 15 Ιανουαρίου αυτή την πλαστή προκήρυξη μαγνητοφωνημένη που πάει και σε δύο εφημερίδες κιόλας, πρακτική ασυνήθιστη για την 17Ν και η οποία επιβεβαιώνει την πλαστότητά της μήπως τυχόν και παραπέσει στη μία εφημερίδα τουλάχιστον να ακουστεί από την άλλη και να βγει στον αέρα. Πράγματι ο σκοπός τους είναι να διεκδικήσουν μία ορφανή βομβιστική ενέργεια με σκοπό να κάνουν αυτό που ευσχήμως τελευταία ονομάζουμε «ανακριτική διείσδυση›. Να βγάλουν στην πιάτσα δηλαδή μία τρομοκρατική Οργάνωση και να έρθουν σε επαφή με αυτούς που πράγματι είναι 17Ν και το ένα και το άλλο για να εξαρθρωθούν.

Έχει ανάγκη αξιοπιστίας αυτή η προκήρυξη για να μπορέσει να είναι πειστική εκεί που απευθύνεται. Δεν λέει η προκήρυξη αυτή πουθενά ότι εσκοπείτο ο θάνατος του Ανδρουλιδάκη αλλά λέει ότι εσκοπείται ο τραυματισμός του. Το λέει πότε; Λέει συγκεκριμένα «αναλαμβάνουμε την ευθύνη με την σημερινή μας δήλωση για τον σχεδιασμό και εκτέλεση της δημόσιας επίθεσης κατά του Εισαγγελέα Κώστα Ανδρουλιδάκη. Σκοπός μας δεν ήταν η δολοφονία του αλλά ο τραυματισμός του σαν πράξη τιμωρίας και παραδειγματισμού ενός ανέντιμου κρατικού λειτουργού›.

Πότε το λέει αυτό; Το λέει στις 15/1 όταν έχουν περάσει 5 ημέρες από το χτύπημα του Ανδρουλιδάκη. Παρόλα αυτά η εκτίμηση των ανθρώπων οι οποίοι ηχογράφησαν αυτή την πλαστή προκήρυξη η οποία μάλιστα αν πράγματι προέρχεται από ασφαλίτικους μηχανισμούς έχει πληροφόρηση από τα μέσα κατά το κοινώς λεγόμενο, είχε την εκτίμηση ότι ο Ανδρουλιδάκης δεν έχει τραυματιστεί σοβαρά και ότι η κατάστασή του δεν εμπνέει ανησυχίες ακόμα και τότε.

Έχει την εξής σημασία αυτό διότι αν έλεγε «πήγαμε να το σκοτώσουμε και αποτύχαμε› θα τους έπαιρναν στην καζούρα για ερασιτέχνες. Αν πάλι έλεγε ότι πήγαμε για να τον τραυματίσουμε την ώρα που αυτός εκτιμούσαν ότι θα πέθαινε πάλι θα κατέγραφαν μία αποτυχημένη ενέργεια στην προκήρυξη.

Έρχονται και λένε λοιπόν ότι «πήγαμε να τον τραυματίσουμε› διότι εκείνη την στιγμή και 5 ημέρες μετά από το χτύπημα αυτή ήταν η πεποίθηση των πάντων ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είναι σε κρίσιμη κατάσταση και θα ζήσει. ¶λλο το τι εκ των υστέρων φάνηκε μέσα από τους γιατρούς. Το κυριότερο, στις 15/1 δεν υπάρχει ακόμα και το χτύπημα Ταρασουλέα το οποίο θα επιβεβαίωνε ίσως αναδρομικά έστω, θα διασκέδαζε κάποιες υποψίες ότι ενδεχομένως ήταν ανθρωποκτόνα η πρόθεση. Στις 15/1 ήταν μόνο η περίπτωση Ανδρουλιδάκη και δεν είχε μεσολαβήσει η άλλη ώστε να συναχθεί εκ των υστέρων σχετικό τεκμήριο.

Έτσι είναι προφανές ότι δεν στοιχειοθετείται ούτε ο ενδεχόμενος δόλος. Εδώ δεν θέλω να σας ζαλίσω πολύ με επιχειρήματα τι είναι ενδεχόμενος δόλος και η γνώση και η αποδοχή και η πίστη κλπ. Αλλά κι αν ακόμα δεχθούμε ότι το αποτέλεσμα του θανάτου του αείμνηστου Ανδρουλιδάκη κατά απόρριψη όσων υποστήριξα προηγουμένως περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου και απαγόρευσης αναδρομής οφείλεται στην ενέργεια αιτιωδώς στην ενέργεια του δράστη όποιος αυτός κι αν ήταν (θα πάμε παρακάτω σε αυτό).

Είναι καταφανές ότι ο δόλος ο άμεσος ή ο αναγκαίος ή ο ενδεχόμενος του όποιου δράστη σταματούσε μέχρι το σημείο του τραυματισμού του Ανδρουλιδάκη. Το ότι έγινε από κει και πέρα κι αν ακόμα δεν οφείλεται σε αμέλεια των γιατρών και σε όλα όσα αμετάκλητα και αναμφισβήτητα έχουν διαπιστώσει όλα τα Δικαστήρια που έχει επιληφθεί μέχρι τώρα, στην χειρότερη των περιπτώσεων οφείλεται σε αμέλειά του αλλά τότε δεν έχουμε ανθρωποκτονία του άρθρου 299 αλλά έχουμε θανατηφόρα σωματική βλάβη του άρθρου 311 και συνεπώς έχουμε ανάγκη μεταβολής της κατηγορίας.

Έρχομαι τώρα στο τρίτο θέμα της υπόθεσης αυτής που είναι ποιος ήταν ο δράστης. Όπως προείπα το βούλευμα αποδίδει την πράξη σε δύο ανθρώπους λέγοντας ότι και οι δύο πυροβόλησαν ταυτόχρονα. Αυτό δεν επαληθεύεται από την πραγματικότητα. Έχουμε τρεις σφαίρες από το ίδιο όπλο, από το ίδιο είναι και οι άλλες τρεις που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο. Οι τρεις είναι στο σώμα, στα πόδια.

Η εκδοχή ότι πυροβόλησαν και οι δύο ούτε κατά λογική επαγωγή συνάγεται, ούτε από αποδεικτικά στοιχεία βγαίνει. Εξάλλου δεν υπάρχει κανένας μάρτυρας παρά το πολυσύχναστο της περιοχής το οποίο να μας λέει ότι κάποιος είδε το ποιος πυροβόλησε. Έχουμε λοιπόν τα ακόλουθα «αποδεικτικά στοιχεία› στην προκειμένη περίπτωση, όλα απολογίες κατηγορουμένων, αποδεικτικά μέσα απαγορευμένα ένα έκαστο των οποίων για τους λόγους που έχω προαναπτύξει και δεν χρειάζεται να επανέλθω.

Χριστόδουλος Ξηρός εκ διηγήσεως 17/7/2002: «Στην επίθεση κατά του Εισαγγελέα Κωνσταντίνου Ανδρουλιδάκη εγώ δεν συμμετείχα αλλά από συζητήσεις στην Οργάνωση άκουσα ότι την ενέργεια αυτή την έκαναν ο Σταμάτης και ο Λουκάς›. Αποδεικτικό μέσο απαγορευμένο πέραν της αοριστίας του δεδομένου ότι εκτός από την περίπτωση της παράβασης του άρθρου 6 παράγραφος 3δ της ΕΣΔΑ έχουμε και 224 παράγραφος 2 διότι δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης του ο μάρτυρας και έχει σημασία και η αναφορά της πηγής των γνώσεών του για το ορθό ή μη της εφαρμογής του 211α διότι εάν οι γνώσεις που έχει είναι και αυτές από συγκατηγορούμενο δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της ερμηνείας του 211α που έκανε εχθές. Του Χριστόδουλου ήταν αυτή που είπα.

Ο Σάββας στις 20/7/2002 λέει: «Στην επόμενη ενέργεια της 17Ν που έγινε σε βάρος του Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη εγώ δεν πήρα μέρος. Από συζητήσεις όμως στην Οργάνωση έμαθα ότι πήρε μέρος σίγουρα ο Λουκάς με άλλα δύο άτομα›. Το «σίγουρα ο Λουκάς› δεν ξέρω για ποιο λόγο έχει μπει εδώ πέρα. Ο Λουκάς είπαμε ήταν ο αίροντας αμαρτίας του κόσμου εκείνη την περίοδο, καταζητούμενος, εξαφανισμένος. Ο Λουκάς πάει παντού σαν τον «ΑΣΣΟ φίλτρο›.

Ποιος πυροβόλησε δεν γνωρίζω λέει ο Σάββας. Επανέρχεται στις 9/8/2002 ο Σάββας και λέει ότι στην υπόθεση του Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη: «από συζητήσεις που είχαμε μεταξύ μας πληροφορήθηκα ότι έλαβε μέρος και ο Μάρκος από τη Θεσσαλονίκη ο οποίος έλαβε μέρος σαν μαθητευόμενος και μάλιστα φοβήθηκε μετά την ενέργεια. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ούτε ξέρω ποιος πυροβόλησε ο Κουφοντίνας ή ο Τζωρτζάτος›.

Εδώ έχουμε ένα άλμα πολλαπλό του Σάββα. Καταρχήν εκεί που είχε ακούσει και βέβαια το επαναλαμβάνει ότι είχε ακούσει διότι δεν μπορεί από εκ διηγήσεως μάρτυρας να μετατραπεί σε αυτόπτη, από συζητήσεις βάζει και τον Μάρκο από την Θεσσαλονίκη που βέβαια όλως συμπτωματικώς προηγουμένως έχει συλληφθεί, έχει ομολογήσει, έχει δηλώσει την συντριβή του για την υπόθεση Ανδρουλιδάκη και εν γένει για την ένταξή του. Φωτιά στα καμένα λοιπόν, βάλτε και τον Μάρκο μέσα.

Αλλά έχει και ένα δεύτερο άλμα. Εκεί που στις 20/7 δεν ήξερε ποιος πήρε μέρος ενώ για παράδειγμα στο Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα που ήταν και ένα χρόνο πιο πριν περιγράφει 10 ανθρώπους και τι έκανε ο ένας και πού μπήκε ο άλλος και το ένα και το άλλο και πολυτραυματίας όντας εδώ ξέρει και ποιοι πήραν μέρος αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει ποιος πυροβόλησε. Λες και του ζητήθηκε να διακρίνει. Ο Κουφοντίνας ή ο Τζωρτζάτος; Να και οι δύο εκεί μέσα. Και μιλάμε για αξιοπιστία τώρα ανακριτικής διαδικασίας.

Να δούμε τι λέει και ο Τζωρτζάτος ο ίδιος. Για τον Σάββα περιττό από πλευράς νομικής αξιολόγησης ότι ισχύουν όσα έχω πει αναφερόμενος σε προηγούμενες υπαγωγές στις αντίστοιχες νομικές διατάξεις. Τζωρτζάτος: «Τον Ιανουάριο του ΄89 συναντηθήκαμε εγώ, ο Λουκάς και ο Λάμπρος σε καφενείο της περιοχής Κυψέλης και ύστερα από πρότασή τους αποφασίσαμε να τραυματίσουμε στα πόδια τον Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη γιατί ήταν στυγνός Εισαγγελέας και για παραδειγματισμό των υπολοίπων›.

Έχετε υπόψη ότι όταν ο Τζωρτζάτος αναφέρεται στον Λουκά δεν είναι βέβαιο σε ποιο πρόσωπο αναφέρεται διότι η ανακριτική του κατάθεση στην κα Μπούρη, όταν αναφέρεται στον Λάμπρο μάλλον, λέει «ο Λάμπρος δηλαδή ο Κουφοντίνας›. Εδώ δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει και τι έχει παιχτεί. Εδώ λέει λοιπόν: «ο Λουκάς και Λάμπρος σε καφενείο της περιοχής Κυψέλης ύστερα πρότασή τους αποφασίσαμε να τραυματίσουμε στα πόδια τον Εισαγγελέα Ανδρουλιδάκη γιατί ήταν στυγνός Εισαγγελέας και για παραδειγματισμό των υπολοίπων. Η επίθεση έγινε μετά από μία βδομάδα περίπου απ’ ότι θυμάμαι στο πρώτο δεκαήμερο του Γενάρη, πρωινή ώρα κοντά στο σπίτι του στην περιοχή του Ζωγράφου. Τον Εισαγγελέα πυροβόλησε στα πόδια ο Λουκάς 3-4 φορές τραυματίζοντάς τον. Εγώ βρισκόμουν λίγα μέτρα πιο πίσω για κάλυψη. Φορούσαμε και οι δύο περούκες και γάντια. Αμέσως μετά φύγαμε με απαλλοτριωμένο αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο Λουκάς. Το αφήσαμε κοντά στο ΠΑΙΔΩΝ κλπ›.

Η ομολογία αυτή διακρίνεται από τα εξής χαρακτηριστικά, εάν βεβαίως ληφθεί υπόψη παρά το γεγονός ότι όπως έχουμε καταγγείλει είναι προϊόν βασανιστηρίων κλπ. Πάω στην αξιολόγησή της σαν να ήταν νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Πρώτα απ’ όλα εάν θέλετε να την λάβετε υπόψη σας θα λάβετε υπόψη σας και το είδος του δόλου το οποίο συναπεφασίσθη με τα κατά το βούλευμα ηγετικά στελέχη της Οργάνωσης σε εκείνη την σύσκεψη διότι δεν αποφασίστηκε η θανάτωση αλλά ο τραυματισμός. Το γιατί;

Έχω την εντύπωση ότι όταν κάποιο μέλος μιας Οργάνωσης τέτοιας απολογείται και αιτιολογεί την αιτία επιλογής του θανάτου κάποιου δεν λέει ήταν στυγνός Εισαγγελέας και για παραδειγματισμό των υπολοίπων, λέει και 5 πράγματα γιατί ήταν στυγνός Εισαγγελέας, τι έκανε αυτός. Πρέπει να ξέρει, να το θυμάται γιατί ήταν στυγνός αυτός ο Εισαγγελέας.

Αντίθετα ένας ανακριτικός υπάλληλος μπορεί να την πετάξει την φρασούλα αυτή στην απολογία, γράψε τον έτσι, μέσα σε όλα είμαστε. «Η επίθεση έγινε εκεί κλπ, φορούσαμε γάντια και περούκες›. Το πού έγινε η επίθεση και το τι φορούσαν στοιχείο γνωστό από την δικογραφία, από τους μάρτυρες κατηγορίας και ειδικά εκείνον που τους είχε δει στο παγκάκι να κάθονται με τις περούκες και τα γάντια. ¶ρα λοιπόν καμία ιδιαίτερη συνεισφορά σε αυτό.

Έχουμε τον Τέλιο. Ο Τέλιος στις 23/7/2002 λέει ότι «ο Σταμάτης θα πυροβολούσε τον Δικαστή στα πόδια γιατί ήθελαν μόνο να τον τραυματίσουν›. Λέει για τον Σταμάτη τότε, μετά λέει άλλα αλλά λέει και στα πόδια και μόνο ότι ήθελαν να τον τραυματίσουν. «Ο Λουκάς θα έκανε τον έλεγχο της επιτυχίας του πλήγματος κι εγώ θα καθόμουν απλώς στην απέναντι γωνιά παρακολουθώντας›. Αυτό θα έκανε ο Σταμάτης.

Συνεχίζοντας λέει «αν θυμάμαι καλά ο Σταμάτης πήρε ένα όπλα με μύλο και ο Λουκάς με το 45άρι. Οι θέσεις που λάβαμε ήταν ο Σταμάτης δίπλα στο αυτοκίνητο, ο Λουκάς στην γωνία. Ο Λουκάς με προσυνεννοημένη χειρονομία έδωσε σήμα. Ο Εισαγγελέας πέρασε μπροστά από τον Λουκά, κατευθύνθηκε μπήκε στο αυτοκίνητο όπου τότε εμφανίστηκε ο Σταμάτης ο οποίος τον πυροβόλησε τρεις φορές στα πόδια από το παράθυρο του συνοδηγού›. Αυτά τα λέει αν θυμάμαι καλά, αναφέρομαι όμως απλώς και μόνο για την πληρότητα σε ένα αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν μπορείτε να το λάβετε υπόψη νόμιμα διότι δεν διατάχθηκε η ανάγνωσή του δοθέντος ότι δεν διαπιστώθηκαν αντιφάσεις κατά το άρθρο 3.66 παράγραφος 2 με οποιαδήποτε απολογία της προδικασίας του κατηγορουμένου Κωνσταντίνου Τέλιου.

Αυτός θεωρήθηκε αξιόπιστος και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να ληφθεί η συγκεκριμένη ανακριτική του κατάθεση που άλλωστε επανορθώθηκε και ανακλήθηκε αμέσως στην επόμενη αλλά η κατάθεσή του στο ακροατήριο εάν βεβαίως το Δικαστήριο υπερβεί αυτά τα οποία, όχι του Τζωρτζάτου η υπεράσπιση, των Θεσπρωτών η υπεράσπιση μόνο αλλά ο ίδιος ο Τέλιος λέει για τον εαυτό του επανειλημμένα ενώπιον του Δικαστηρίου σας και του Ανακριτή σχετικά με την ψυχική του υγεία και τις παθήσεις του και τα πιστοποιητικά που φέρνει και τις πραγματογνωμοσύνες που ζητάει κλπ.

Υπήρξε και μία σπέκουλα εναντίον κάποιων συνηγόρων υπεράσπισης ότι πάμε να τον βγάλουμε κατά τρόπο ηθικά ανεπίτρεπτο, δεν ξέρω τι. Δεν πάμε να τον βγάλουμε τίποτε. Το Δικαστήριό σας έχει την ευθύνη την κυριαρχική για το ποια αποδεικτικά στοιχεία θα λάβει υπόψη και με ποια κριτήρια. Εμείς ότι επισημάναμε επισημάναμε και από δω και πέρα πάμε στα στοιχεία.

Τι λέει λοιπόν ο Τέλιος στην συμπληρωματική του κατάθεση στον Ανακριτή; Λέει στις 22/10/2002: «το πλάνο προέβλεπε να τον πυροβολήσει ο Τζωρτζάτος όμως εγώ είδα μπροστά από το αυτοκίνητο του Εισαγγελέως και τον Τζωρτζάτο και τον Κουφοντίνα. Δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ποιο ήταν το χέρι που πυροβόλησε›.