Πολιτική
Πέμπτη, 16 Οκτωβρίου 2003 21:01

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (16/10/2003) Μέρος 1/7

ΔΙΚΗ 17Ν

ΠΕΜΠΤΗ 16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2003

ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΕΩΣ: 09:10

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καλημέρα σε όλους. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί.

ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑΣ: Κύριε Πρόεδρε οι κρατούμενοι Γεωργιάδης Διονύσιος και Ξηρός Βασίλειος θα έρθουν στην αίθουσα αργότερα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα εκπροσωπηθούν από τον κ. Παπαδάκη. Συνεχίζουμε τον μαραθώνιο των αγορεύσεων των συνηγόρων του κ. Τζωρτζάτου.

Κ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Φτάσαμε χθες στις 24 πρώτες υποθέσεις από εκείνες για τις οποίες κατηγορείται ο κ. Τζωρτζάτος. Έχω 10 υποθέσεις για τις οποίες θα μιλήσω, έχουμε στη συνέχεια τις κοινές κατηγορίες που δεν τις έχει μόνο ο Τζωρτζάτος, τις έχουν και οι άλλοι κατά το μέρος βεβαίως που αφορούν τον Τζωρτζάτο με τη συμμετοχή του ιδίως μετά το 1992, έχουμε κάποια ιδιαίτερα αποδεικτικά στοιχεία όπως είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα για τα οποία αρκετός λόγος έγινε και στη διαδικασία, θα πω ορισμένα πράγματα και θα πάμε μετά σε μία ανακεφαλαίωση και επίλογο.

Η πρώτη από τις υποθέσεις με τις οποίες θα σας απασχολήσω σήμερα είναι η υπόθεση Μπουκούμπαση. Η κατηγορία είναι η συνήθης για τον Τζωρτζάτο στις εκρήξεις η οποία του αποδίδει απλή συνέργια. Η συνέργια συνίσταται στο ότι προέβη την παραμονή στην τοποθέτηση των εκρηκτικών και στη σύνδεση στο αυτοκίνητο, πήγε και το πάρκαρε σε ένα προκαθορισμένο σημείο όπου την επομένη ημέρα θα γινόταν η έκρηξη.

Για πολλοστή φορά να πω πριν από οποιαδήποτε επισκόπηση της δικογραφίας ότι αυτή είναι μία εκδοχή η οποία και έχει αποδυναμωθεί από άποψη επιχειρηματολογίας ειδικών γνώσεων με την κατάθεση του μάρτυρα Πανουσόπουλου και με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης την οποία έχει συντάξει αλλά έχει αποδυναμωθεί σε πάρα πολλές περιπτώσεις και από μαρτυρίες προσώπων -θυμίζω την υπόθεση Βαρδινογιάννη για την οποία σας μίλησα εχθές- τα οποία είδαν την ημέρα του συμβάντος και λίγο πριν από την ώρα εκείνη το αυτοκίνητο το παγιδευμένο να παρκάρει εκεί.

Έχουμε την υπόθεση Νορντίν στην οποία από μαρτυρία συγκατηγορουμένου και συγκεκριμένα του Τσελέντη προέκυψε ότι το παγιδευμένο αυτοκίνητο μεταφέρθηκε λίγο πριν την ώρα του συμβάντος από τον ίδιο εκεί και βεβαίως η εκδοχή αυτή δεν είναι πειστική και στην υπόθεση Μπουλούκμπαση, ότι δηλαδή κάποιος πάει, συνδέει τα εκρηκτικά, τα καθιστά έτοιμα να πυροδοτηθούν σε ένα αυτοκίνητο και το παρατάει μία μέρα και μία νύχτα στον τόπο του συμβάντος εκθέτοντάς το σε μύριους όσους κινδύνους τυχαίας έκρηξης οι οποίοι μεγιστοποιούνται όπως είχε πει και ο κ. Πανουσόπουλος ανάλογα με το μέγεθος του χρόνου που μεσολαβεί από την τοποθέτηση του αυτοκινήτου μέχρι την έκρηξη.

Επί της ουσίας για την υπόθεση του κ. Μπουλούκμπαση. Καταρχήν θα ήθελα να αναφερθώ στην παρουσία και τη μαρτυρία του ιδίου, υπήρξε κάποια ένταση εκείνη την ημέρα εδώ, το Δικαστήριο μου απαγόρευσε και πρέπει να αναγνωρίσω από στενή δικονομική άποψη ορθώς να κάνω κάποιες ερωτήσεις σε ό,τι αφορά τα λευκά κελιά και το ποιους θεωρεί τρομοκράτες στη Τουρκία. Ήταν ένα σαφέστατο δείγμα γραφής βέβαια του κ. Μπουλούκμπαση, ο οποίος όπως φάνηκε και τότε και αποδείχθηκε πια τώρα, ήρθε στο Δικαστήριο όχι ορμώμενος τόσο από την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης γι αυτό που του συνέβη, όσο από την άσκηση και υπηρέτηση της διεθνούς αντιτρομοκρατικής πολιτικής στην οποία βεβαίως και η Τουρκία μετέχει.

Διότι η Τουρκία θέλει να είναι μέλος της παγκόσμιας κοινότητας του αντιτρομοκρατικού αγώνα για να ξεχνά ο κόσμος τη δική τους τρομοκρατία με τα λευκά κελιά και με την Αριστερά που την έχει εκτός νόμου και με όλες τις συνθήκες με τις οποίες η τουρκική αστυνομία αντιμετωπίζει τους αγωνιστές Τούρκους και Κούρδους. Ο κ. Μπουλούκμπαση είναι εν ενεργεία κρατικός αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας και ήρθε εδώ για να συνεισφέρει στην Ελλάδα εκδούλευση από πλευράς της Τουρκίας για συμμετοχή στον αγώνα για την περιστολή της εγχώριας τρομοκρατίας εδώ.

Οι ερωτήσεις εκείνες αποσκοπούσαν στο να έχει ένα μέτρο το Δικαστήριο ενόψει και της ασάφειας του ορισμού της τρομοκρατίας, τί είναι εκείνο το οποίο ο πρέσβης της γείτονος χώρας που ήρθε εδώ πέρα, πρέσβης μεταφορικά εννοώ, εννοεί ως τρομοκρατία. Και ακούσαμε ότι ως τρομοκρατία εννοεί τους Κούρδους αυτονομιστές, το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Κούρδων, εννοεί τους Αριστερούς, εννοεί όλους εκείνους που τους έχουν στα λευκά κελιά και που έχουν πεθάνει μέσα εκεί πέρα χιλιάδες ανθρώπων τέτοιων τα τελευταία χρόνια.

Ο άνθρωπος λοιπόν ο οποίος υπηρετεί από θέση και από ιδεολογία μία τέτοια πολιτική, ήρθε εδώ πέρα. Αυτό δεν σημαίνει εν πάση περιπτώσει ότι η ζωή του είναι ήσσονος αξίας και ότι για τον λόγο αυτό καλώς έγινε ό,τι έγινε σε βάρος του. Τί έγινε όμως; Γιατί κι εδώ υπάρχει μια διόγκωση κι εδώ πλέον ενδιαφέρει και νομικά.

Ο κ. Μπουλούκμπαση ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο ότι τραυματίστηκε, αυτό είναι αναμφισβήτητο βέβαια, είναι αμφισβητήσιμο όμως και είναι σημαντικό, ποια είναι η έκταση του τραυματισμού του, δεδομένου ότι ναι μεν το άρθρο 270γ με το οποίο εισάγεται η υπόθεση αυτή στο Δικαστήριό σας δεν κάνει κάποια διαβάθμιση ανάλογα με το αν η σωματική βλάβη η επενεχθείσα είναι ελαφρά, βαριά, μέση κτλ. και αντίστοιχα να διαβαθμίζει τις ποινές, αλλά πεποίθησή μου είναι ότι και όταν ακόμα αυτό δεν το κάνει, η ίδια η αρχή της αναλογικότητας η οποία διατρέχει ολόκληρο το ποινικό δίκαιο, επιβάλλει στο Δικαστήριο μία στάθμιση.

Βεβαίως επιτάσσει και σε μένα μία συμβολή στη διερεύνηση της αποδεικτικής διαδικασίας ως προς τη βαρύτητα του τραυματισμού. Ο κ. Μπουλούκμπαση λοιπόν μας είπε εδώ ότι τραυματίστηκε πολύ σοβαρά, ότι έμεινε μία μέρα στο νοσοκομείο στην Ελλάδα και μετά πήγε στην Τουρκία και έμεινε 8 μήνες. Βέβαια είναι ένας ισχυρισμός ο οποίος και χωρίς να δει χαρτιά κανένας, προξενεί απορία. Δηλαδή αν ένας άνθρωπος έχει ανάγκη νοσηλείας 8 μηνών, είναι δυνατό να μπαίνει μία μέρα στο νοσοκομείο, να βγαίνει, να πηγαίνει ταξίδι και μετά να νοσηλεύεται για 8 μήνες; Τί είχε αυτούς τους 8 μήνες; Δε μπόρεσε να δώσει μία σαφή απάντηση και όταν ρωτήθηκε άλλαξε κουβέντα.

Λέει εδώ: «Περιμέναμε το ασθενοφόρο, ήρθε το ασθενοφόρο, με πήγαν στο νοσοκομείο, μετά από δυο μέρες με πήγαν στην Τουρκία και έμεινα 8 μήνες στο νοσοκομείο›. «Τώρα είστε καλά;› «Είμαι καλά›. Επεσήμανα στο Δικαστήριο τότε και είναι γνωστό από τη δικογραφία διότι υπάρχει ιατροδικαστική έκθεση, ότι ο κ. Μπουλούκμπαση πράγματι μπήκε την ημέρα του συμβάντος στο νοσοκομείο και βγήκε την επόμενη. Κανένα άλλο έγγραφο δεν υπάρχει το οποίο να πιστοποιεί αυτή τη διογκωμένη βαρύτητα της σωματικής βλάβης που παρουσίασε ο ίδιος ότι υπέστη.

Η Πολιτική του Αγωγή είναι δύο συνήγοροι επιμελέστατοι, υψηλότατης ποιότητας, ο ένας καθηγητής Πανεπιστημίου ο άλλος υποψήφιος, οι κ.κ. Γιαννίδης και Τζανετής, εκλήθησαν από τότε να μεριμνήσουν ώστε να έχει το Δικαστήριο ένα έγγραφο που να πιστοποιεί τους ισχυρισμούς του κ. Μπουλούκμπαση, δεν το έκαναν μέχρι τώρα και βεβαίως ούτε στην αγόρευσή τους διέλαβαν οτιδήποτε σχετικό με αυτό.

Αυτά σε ό,τι αφορά τον κ. Μπουλούκμπαση. Βεβαίως η υπόθεση αυτή έχει χαρακτηρισθεί και από την παρουσία της κας Ευγενούλας Γεννηματά. Η ιστορία που δεν έτυχε να επιφυλάξει στην κυρία αυτή κάποιο σπουδαιότερο ρόλο από εκείνον της μάρτυρος στο Δικαστήριο και έσπευσε να τον αξιοποιήσει όσο ήταν δυνατόν περισσότερο. Δε νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να απασχολήσω και πάρα πολύ το Δικαστήριό σας για την κα Ευγενούλα.

Θυμάμαι μία πολύ καλή στιγμή του κ. Τακτικού Εισαγγελέα κατά την πρώτη ημέρα της εξέτασής της, να την ρωτά αν στο παρελθόν είχε προβλήματα ψυχικής υγείας και να την ερωτώ με νόημα, εκείνη βεβαίως να απαντά αρνητικά αλλά, όσο προχωρούσαν οι ημέρες της εξέτασής της, μάλλον να το επιβεβαιώνει αυτό το πράγμα.

Η κα Ευγενούλα Γεννηματά εν πάση περιπτώσει είπε ορισμένα πράγματα τα οποία προδίδουν την επιπολαιότητα και την ευφαντασία της, όπως εκείνο με τη λακκούβα που έσκαβαν για να βάλουν τους δυναμίτες για να κάνουν την έκρηξη, όπως το ότι τη μία φορά ήταν αλλού, την άλλη φορά πέρασε από πάνω της το θραύσμα και παραλίγο να την σκοτώσει, περιέγραψε τοπογράφους για τους οποίους δεν γνώριζε ποια εργαλεία και ποια όργανα είχαν για να τοπογραφήσουν και περιέγραψε ανθρώπους οι οποίοι κατά την αντίληψή της στην καλύτερη των περιπτώσεων, 20 μέρες πριν και για μέρες πολλές λέει ότι παρίσταναν τους τοπογράφους και βρίσκονταν σε κάποια πλατεία που είναι κοντά στον τόπο του συμβάντος, αλλά όχι και τόσο κοντά που από αυτή την πλατεία να μπορεί κανένας –επικαλούμαι τους χάρτες και τα σχεδιαγράμματα τα οποία υπάρχουν στη δικογραφία και επιδείχθηκαν-, και επί πολλές ημέρες να προγραμματίζει προσφόρως οποιαδήποτε ενέργεια τέτοια.

Έπεσε και σε αντιφάσεις ουκ ολίγες, διότι τον Τζωρτζάτο τον οποίον αναγνώρισε κατά δήλωσή της, στάθηκε αδύνατο να τον περιγράψει όπως απαιτεί το άρθρο 225 πριν από την υποτιθέμενη αναγνώρισή του, επεδείχθησαν σκίτσα τα οποία είχαν συνταχθεί σύμφωνα με μαρτυρίες τότε στα πλαίσια της προανακριτικής δικογραφίας τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με τον Τζωρτζάτο και θα ήθελα να θυμίσω το σχόλιο που είχαμε κάνει τότε, τα σημαντικότερά του σημεία:

Πρώτον, η μάρτυρας αυτή δεν είπε τίποτα για το τί ακριβώς έγινε και πώς έγινε στην έκρηξη. Είπε χαρακτηριστικά ότι μετά από την έκρηξη αμέσως έφυγε μία μοτοσικλέτα και θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι οι επιβαίνοντες στη μοτοσικλέτα έχουν κάποια σχέση με την έκρηξη αλλά γι αυτούς τους δύο επιβάτες ούτε κατέθεσε τίποτα ούτε αναγνώρισε κανέναν. Αναγνώρισε τον κ. Τζωρτζάτο, όχι ότι βρισκόταν την ημέρα της έκρηξης –και αυτό είναι που έχει τη σημασία- αλλά ότι βρισκόταν την προηγούμενη ημέρα, το Σάββατο, δηλαδή τρεις μέρες πριν, κοντά στον τόπο του εγκλήματος, πράγμα το οποίο και αν ακόμα το Δικαστήριο υπερβεί όλα αυτά τα χαρακτηρολογικά σημεία της κας Ευγενούλας και την θεωρήσει αξιόπιστη, δεν αναδύει τίποτε άλλο, αλλά συμμετοχή σε απλές προπαρασκευαστικές πράξεις.

Διότι η παρουσία τις προηγούμενες ημέρες δεν συνδέεται με κάποια δραστηριότητα ή με κάποιο περιστατικό το οποίο να ενέχει αρχή εκτέλεσης και το οποίο να υπάγεται στο πεδίο της απλής συνέργιας, δηλαδή της συνδρομής πριν από το έγκλημα.

Την ίδια την ημέρα της έκρηξης, λέει ότι «από τη στιγμή που κινήθηκε η μοτοσικλέτα ακούστηκε μια τρομερή έκρηξη, τραντάχτηκε όλη η περιοχή›. Αυτά τα λέει στην προανακριτική εξέταση. «Τότε πήγα στο σημείο που έγινε η έκρηξη και μετά επέστρεψα στο μαγαζί›. Δε λέει τίποτα για τον κίνδυνο θανάτωσής της που είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό και φορτικό μένει μέσα της και είναι λογικό να πάει να το καταθέσει την ημέρα που υφίσταται. Εν τούτοις δεν το καταθέτει.

Έρχεται εδώ και λέει ότι «ένα μεγάλο κομμάτι πέρασε 40 πόντους πάνω από το κεφάλι μου και παραλίγο να με σκοτώσει›. Είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό σημείο της αναξιοπιστίας της. Και έρχεται 11-12 χρόνια, αφού δεν έχει πει τίποτα για τις προηγούμενες ημέρες της έκρηξης και για το πάρκο, έρχεται στον Ανακριτή και λέει άλλα πράγματα τα οποία τότε δεν τα είχε πει και μάλιστα λέγοντας τότε ότι «μου έκανε εντύπωση αυτό› της έκανε εντύπωση τότε η μηχανή με τα δύο άτομα, δε της έκαναν εντύπωση οι τοπογράφοι πέντε μέρες στο πάρκο κτλ., οι οποίοι κατ’ αυτήν επί 20 ημέρες έκοβαν βόλτες αλλά όταν βέβαια ερωτήθηκε ποιοι άλλοι γείτονες ήταν εκείνοι που τους είδαν να κόβουν βόλτες, μας είπε για έναν χασάπη ο οποίος είναι αποβιώσας και συνεπώς δεν είναι σε θέση να μαρτυρήσει τίποτα.

Τα πέντε άτομα τα οποία είδε είναι αβέβαιο αν περιλαμβάνει και τους δύο που είδε μετά στη μηχανή ή αν είναι πέντε διαφορετικά άτομα οπότε είναι πέντε συν δύο επτά. Τα δε χαρακτηριστικά από τα οποία υποτίθεται αναγνώρισε τον Τζωρτζάτο τον οποίο έτσι χαριτωμένα τον λέει «είναι χαζούλης› και πρέπει να είναι « ο Βασίλης από τη Χαλκίδα›, έτσι ακριβώς τον προσδιόρισε, «τον οποίο αναγνωρίζω στη φωτογραφία που μου δείχνετε στον Ανακριτή›, καθιστά αναμφίβολα σαφές ότι πρόκειται για μία μάρτυρα η οποία έχει αυτο-υποβληθεί για να μην πω τίποτε χειρότερο, τουλάχιστον από την τηλεοπτική διαμεσολάβηση σε συνδυασμό με τις φιλοδοξίες και τα χαρακτηριστικά της –περιέγραψα τότε σχολιάζοντας τον ευφάνταστο τύπο του μάρτυρα- και συνεπώς δεν έχει καμία απολύτως αξιοπιστία η κατάθεσή της επιβαρυντική για τον Τζωρτζάτο.

Να δούμε λίγο και τις υποτιθέμενες ομολογίες πάνω σε αυτό. Είμαστε στη φάση που η απολογία η από 18/7/2002 του Βασίλη Τζωρτζάτου βαίνει προς το τέλος της γιατί εδώ τα διαβάζω από μοντάζ που έχω κάνει σε κάθε υπόθεση του καθενός την ομολογία, αν δείτε το κείμενο ενιαίο θα δείτε ότι στο τελευταίο μέρος υπάρχουν καμιά δεκαριά και πλέον κακουργημάτων στα οποία η ομολογία γίνεται δι’ απλής αναφοράς.

Φέρεται λοιπόν να λέει: «Συμμετείχα στην επίθεση με παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο κατά του Τούρκου Μπουλούκμπαση στο Ψυχικό τον Ιούλιο του ’91 μαζί με τον Μιχάλη και τον Λουκά›. Τα περιστατικά κοινότοπα, το team κοινότοπο και βεβαίως κανένα απολύτως πραγματικό περιστατικό, ούτε πάρκα, ούτε προηγούμενη στάθμευση ούτε άλλα στοιχεία κτλ., τίποτα δεν υπάρχει το οποίο θα πείθει τον αναγνώστη ότι αυτό είναι κάτι που το έβγαλε από το μυαλό του και το θυμάται και όχι κάτι το οποίο του υπαγόρευσαν.

Τί φέρεται ότι λέει ο Σάββας Ξηρός: «Στην ενέργεια στο Ψυχικό σε βάρος του Τούρκου Μπουλούκμπαση ήμουν εγώ, ο Τζωρτζάτος και ο Λουκάς. Στη διαδρομή που ακολουθούσε ο Τούρκος βάλαμε παγιδευμένο αυτοκίνητο και πυροδοτήσαμε με τηλεχειρισμό. Υπήρξαν μικροτραυματισμοί, εμείς βρισκόμαστε σε στάση λεωφορείου, φύγαμε με κλεμμένο αυτοκίνητο›. Τίποτα και εδώ πέρα το οποίο να είναι μη κοινότοπο.

Και συμπληρώνει στις 9/8: «Στην υπόθεση Ντενίς Μπουλούκμπαση πάτησα εγώ τον διακόπτη. Δε μπορώ να θυμηθώ ποιος είχε τοποθετήσει το παγιδευμένο αυτοκίνητο, πάντως πρέπει να ήταν άλλα πρόσωπα εκτός από εμένα, τον Λουκά και τον Τζωρτζάτο›. Έχουμε κατά συνέπεια εδώ πέρα, πέρα από όλα τα άλλα και αοριστία σε ό,τι αφορά το τί ακριβώς έκανε ο Τζωρτζάτος. Βεβαίως η αοριστία αυτή έχει επιλυθεί από τους συντάξαντες το βούλευμα με τη γνωστή μέθοδο του ότι αφού ο Τζωρτζάτος είναι ηλεκτρολόγος, κάθε τι το οποίο έχει να κάνει από ασφάλειες μέχρι βόμβες, εκρηκτικά, ηλεκτρονικά, τηλεχειρισμούς, καλώδια, τα πάντα, στον Τζωρτζάτο. Τίποτα απ’ όλα τα άλλα, ότι μετέβη, επιτηρούσε για να αποτρέψει κτλ., επίσης δεν αποδεικνύεται.

Κατά συνέπεια κανένα νόμιμο αποδεικτικό μέσο δεν υπάρχει εναντίον του Τζωρτζάτου και στην υπόθεση Μπολούκμπαση, εκτός της μαρτυρίας της κας Ευγενούλας Γεννηματά, η οποία και αν ακόμα θεωρηθεί αξιόπιστη, μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι υπήρξε και συνήγορος της Πολιτικής Αγωγής σοβαρός, ο κ. Τζανετής ο οποίος επεχείρησε να την αναβαθμίσει αλλά ανεπιτυχώς διότι παρά το γεγονός ότι είχε προεξαγγείλει και στο σχόλιό του και κάτι πήγε να πει στην αγόρευση, ότι πρέπει να χωρίσουμε τα χρήσιμα από τα μη χρήσιμα στοιχεία της κατάθεσης της κας Γεννηματά, δεν έκανε αυτό τον διαχωρισμό τελικά, να πει ποια είναι τα χρήσιμα και τα αξιόπιστα στοιχεία της κατάθεσής της και ποια δεν είναι ώστε μεταξύ αυτών να δούμε αν περιλαμβάνει και τις αναγνωρίσεις των προσώπων, ούτως ή άλλως χωρίς αυτές δεν έχει καμία απολύτως αξία.

Αλλά και αν ακόμα θεωρηθεί αξιόπιστη περιγράφει τον Τζωρτζάτο ως έναν άνθρωπο τον οποίο, εκτός του ότι τον υπέβαλλε στη μνήμη της από την τηλεοπτική εικόνα η οποία της είχε δημιουργήσει και τόση οικειότητα που είχε γίνει γι αυτήν «ο Βασίλης από τη Χαλκίδα› λες και ήταν φιλαράκια από παλιά, περιγράφει ότι ήταν πέντε μέρες πριν με κάποιους άλλους σε ένα πάρκο και έκανε τον τοπογράφο. Περιστατικό το οποίο δεν έχει την παραμικρή αιτιώδη σύνδεση ούτε καν με την προετοιμασία του συμβάντος και αν ακόμα έχει δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο από παρατήρηση του χώρου, άρα απλή προπαρασκευαστική πράξη.

Έρχομαι τώρα στο στην έκρηξη στο λεωφορείο των ΜΑΤ στη Χαριλάου Τρικούπη. Και εδώ θα ήθελα να επισημάνω ό,τι έχω επισημάνει σε όλες τις εκρήξεις, γιατί δεν θα ήθελα χωρίς τεκμηριωμένη άποψη η οποία να στηρίζεται σε ειδικές γνώσεις σε ό,τι αφορά τους εκρηκτικούς μηχανισμούς και τα όπλα να συνυπογράψω αβίαστα μία εκτίμηση νομικού χαρακτηρισμού για απόπειρες ανθρωποκτονιών όλων των επιβαινόντων.

Επισημαίνω απλώς το ότι και σε αυτή την έκρηξη που είναι τόσο σοβαρή και αφορά πάρα πολλούς ανθρώπους, το Δικαστήριο καλείται να εκδώσει μία απόφαση και να χαρακτηρίσει ως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και απόπειρες ανθρωποκτονιών ως προς το πλήρωμα του λεωφορείου όλες, χωρίς τη συνδρομή ενός ανθρώπου που έχει ειδικές γνώσεις επιστήμης που σχετίζεται με τα οπλικά συστήματα, τις χειροβομβίδες, τις ρουκέτες και όλα αυτά τα πράγματα, ενόψει του ότι ακούστηκαν και εδώ πράγματα αντικρουόμενα περί αμυντικής και περί επιθετικής χειροβομβίδας.

Ήρθα μάλιστα κάποιοι μάρτυρες από την υπόθεση αυτή, αστυνομικοί παθόντες οι οποίοι έχοντας ακούσει, διότι το απόρρητο δεν ισχύει γι αυτούς, το κέντρο Τύπου δίπλα ήταν ανοιχτό για τους μάρτυρες αυτούς όταν δεν ήταν ανοιχτό για άλλους και άλλους και έχοντας ακούσει το τί διημείβετο την παραμονή ένας απ’ αυτούς ήρθε και με προσπέκτους από την ΕΒΟ για να σας δείξει ποια είναι η αμυντική και ποια είναι η επιθετική χειροβομβίδα και λέω λοιπόν ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να είχε τη συνδρομή ενός πραγματογνώμονα ο οποίος αυτά τα πράγματα να τα ξεκαθαρίζει και να ξεκαθαρίζει επίσης τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μία βολή από εκτόξευση ρουκέτας μπορεί να είναι θανατηφόρα ή να αποσκοπεί στο θάνατο και πότε το αποτέλεσμα αυτό είναι προϊόν άλλων παραγόντων μη υπαγομένων ενδεχομένως ερευνητέο εν πάση περιπτώσει αν υπάγονται ή όχι στο δόλο του οποιουδήποτε δράστη, έτσι ώστε να μπορεί να κριθεί με μία ασφάλεια το θέμα αυτό.

Περαιτέρω για τον Βασίλη Τζωρτζάτο δεν υπάρχει και εδώ κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, δεν υπάρχει ούτε μάρτυρας ούτε έγγραφο ούτε κάτι άλλο το οποίο τον ενοχοποιεί. Συμβουλεύομαι και την πρόταση του κ. Εισαγγελέα η οποία απ’ ότι παρατηρώ εδώ πέρα δεν αναφέρει ούτε το όνομά του. Λέει για τον Σάββα Ξηρό, λέει για τον Χριστόδουλο Ξηρό αλλά τη χειροβομβίδα αν την έριξε αυτός, ή ο Τζωρτζάτος ή ο Κουφοντίνας οι οποίοι ήσαν απλοί συνεργοί, δεν μπορώ να το βεβαιώσω. Βεβαίως η Εισαγγελική πρόταση δεν αιτιολογεί ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της δικογραφίας τα οποία ωθούν τον κ. Εισαγγελέα στο συμπέρασμα ότι ο Τζωρτζάτος, ο Κουφοντίνας ή ο Χριστόδουλος ή οποιοσδήποτε άλλος ήταν απλοί συνεργοί.

Αμφιβάλλει αν έριξαν τη χειροβομβίδα και καταλήγει ότι κατά την άποψή του την έριξε ο Σάββας αλλά δεν έχει κανένα περιστατικό από το οποίο να προκύπτει τί είναι εκείνο που τον κάνει να πείθεται ότι ο Τζωρτζάτος ήταν απλός συνεργός και ποια ήταν η μορφή της απλής συνέργιας την οποία παρείχε.

Βέβαια η συμπληρωματική του η οποία είπε «αν ξέχασα κάτι είναι ένοχοι› δεν αφήνει κάποιο περιθώριο παρερμηνείας της εισαγγελικής πρότασης σε απαλλακτική κατεύθυνση. Εδώ θα πρέπει πάλι θα θυμίσω την υποτιθέμενη απολογία του Βασίλη Τζωρτζάτου. «Επίσης συμμετείχα μαζί με τον Μανόλη, τον Μιχάλη και τον Λουκά στο ρίξιμο μίας ρουκέτας και μίας χειροβομβίδας κατά λεωφορείου των ΜΑΤ στο πάρκινγκ που βρίσκεται απέναντι στο Γραφεία του ΠΑΣΟΚ στην Χαριλάου Τρικούπη τον Σεπτέμβριο του ΄91›.

Εδώ η χρονολογία είναι λάθος (Σεπτέμβριος ΄91) χαρακτηριστικό της προχειρότητας με την οποία συντάχτηκε η απολογία, ήταν προς το τέλος, άντε να τελειώνουμε κλπ. Βεβαίως είναι απολύτως αόριστη. Ο Χριστόδουλος Ξηρός φέρεται να τον αναφέρει. Λέει: «Το Νοέμβριου του ΄91 εγώ, ο αδελφός μου ο Σάββας, ο Σταμάτης και ο Λουκάς κάναμε την επίθεση εναντίον του λεωφορείου της Αστυνομίας που ήταν σταθμευμένο σε πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη›. Περιγράφει τις ενέργειες και δεν αναφέρει τίποτε άλλο περί Σταμάτη προκειμένου να μπορεί κανένας να καταλήξει σε μία κρίση τι είναι αυτό το οποίο έκανε ο Σταμάτης ο οποίος κατά την απολογία του Χριστόδουλου έλαβε μέρος, πράγμα το οποίο δεν το λέει βεβαίως ούτε και Σταμάτης.

Παρόμοια αόριστη είναι και η υποτιθέμενη προανακριτική απολογία του Σάββα Ξηρού στις 20/7/2002. «Στην επιχείρηση αυτή εκτός από εμένα έλαβαν μέρος ο Χριστόδουλος, ο Λουκάς και ο Τζωρτζάτος. Χτύπησα το λεωφορείο, με βοήθησε ο Χριστόδουλος. Χτύπησα το λεωφορείο αρκετά ψηλά. Ρίξαμε την χειροβομβίδα. Ο σωλήνας εκτοξεύτηκε, έσκασε›. Ο Τζωρτζάτος δεν αναφέρεται περαιτέρω. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει εδώ πέρα κανένα νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος του τόσο η ομολογία του ιδίου αν θεωρηθεί ότι υπήρξε αβίαστη όσο και οι απολογίες του Σάββα και του Χριστόδουλου Ξηρού αν θεωρηθούν και αυτές αβίαστες, είναι αόριστες εντελώς.

Από κει και πέρα είναι απορίας άξιο πώς αυτή η αοριστία ντύθηκε στο μυαλό του συντάξαντος την εισαγγελική πρόταση και μετέπειτα το βούλευμα με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία περιστατικά είναι τα συνήθη που περιγράφουν την απλή συνέργια πλην της προηγούμενης ημέρας στάθμευσης του αυτοκινήτου, ότι μετέβη δηλαδή στον τόπο του εγκλήματος, τον ενθάρρυνε επιτηρώντας το χώρο για να αποτρέψει και για να του εξασφαλίσει την απομάκρυνσή του παρέχοντας ψυχική συνδρομή.

Δεν έχουμε τι να γράψουμε και γράφουμε ότι αφού δεν προκύπτει τι ακριβώς έκανε ας γράψουμε ότι ήταν στον τόπο του εγκλήματος εκεί για να προσέχει, για να βοηθάει, να είναι στην διάθεσή του για ότι χρειάζεται. Αλλά προφανώς ούτε συνιστά δικονομικά επιτρεπτό τρόπο σύνταξης κατηγορίας ούτε βεβαίως τα περιστατικά τα οποία έχουν αναδειχθεί από την Δίκη το καθιστούν αυτό που έχω αναφέρει κάποιες φορές τις προηγούμενες ημέρες, αυτό που λέμε δικονομική αλήθεια η οποία και να μπορεί να οδηγήσει νόμιμα στην καταδίκη του.

Περνάω στην υπόθεση Παλαιοκρασσά η οποία έχει και αυτή πάρα πολλές ιδιομορφίες. Η κυριότερη από αυτές είναι πολιτική βέβαια αλλά έχει επηρεάσει αρκετά την Δίκη δεδομένου ότι ο θάνατος του Αξαρλιάν ο οποίος νομίζω ότι εκτός πάσης αμφιβολίας ήταν εκτός των προθέσεων της 17Ν, έχει αξιοποιηθεί στο έπακρο ιδεολογικοπολιτικά και επικοινωνιακά όχι από την πολιτική του αγωγή αλλά από τους «σημαιοφόρους› του αντιτρομοκρατικού αγώνα στην Ελλάδα οι οποίοι προσπάθησαν, είχαν βέβαια πρώτη τάξεως ευκαιρία για να το προσπαθήσουν, να πείσουν τον μέσο Έλληνα πολίτη ότι θα μπορούσε ο καθένας από τους Έλληνες πολίτες να είναι ένας Αξαρλιάν στην θέση του. Το έκαναν και εδώ πέρα κάποιοι μάρτυρες από αυτούς που ήρθαν.

Κοιτάω εδώ την εισαγγελική πρόταση η οποία ετούτη την φορά έχει διατυπωθεί από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα. Υπάρχει πρώτα του κ. Τακτικού, ήταν ανάποδα συρραμμένο, δεν είχα καμία πρόθεση. Βλέπω εδώ στην πρόταση του κ. Τακτικού Εισαγγελέα ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά στα πραγματικά περιστατικά και στην εμπλοκή ενός εκάστου των κατηγορουμένων σε αυτά. Υπάρχει μία γενική κρίση για την επικινδυνότητα της έκρηξης στο Σύνταγμα αλλά δεν υπάρχει συγκεκριμένη και ιδεολογημένη πρόταση.

Κοιτώ την πρόταση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα, συμπληρωματική όπως διευκρινίζει και σωστά λέει, αλλά και αυτή δεν λέει τίποτα για τον Τζωρτζάτο, απολύτως τίποτα. Εδώ υπάρχουν τα εξής θέματα: πρώτα απ’ όλα υπάρχει κι εδώ η στερεότυπη κατηγορία εναντίον του Τζωρτζάτου ότι ως ηλεκτρολόγος που είναι και ως εκ τούτου ξέρει τα πάντα σε ότι αφορά από ασφάλειες μέχρι εκρήξεις βόμβας και προχωρημένους τεχνολογικούς μηχανισμούς ήταν αυτός ο οποίος πήγε στο διαμερίσματα της οδού Βουλής και εγκατέστησε τον πυροδοτικό μηχανισμό, τον συνέδεσε, από την παραμονή κιόλας πήγε εκεί και ήταν έτοιμος για να εκραγεί την επόμενη ημέρα.

Η διαφορά από τις προηγούμενες περιπτώσεις είναι ότι ενώ σε εκείνες του καταλογίζεται ότι σε κάποιο αυτοκίνητο τοποθέτησε και συνέδεσε τα εκρηκτικά και το είχε έτοιμο το αυτοκίνητο από την παραμονή στον τόπο του συμβάντος, εδώ δεν έχουμε αυτοκίνητο αλλά έχουμε διαμέρισμα. Βεβαίως ο τρόπος λειτουργίας του μηχανισμού είναι ο ίδιος κι αν λάβει κανένας υπόψη το ότι το Σύνταγμα έχει πολύ μεγαλύτερη συχνότητα κυκλοφορίας από τα άλλα διάφορα προάστια που γίνονταν αυτές οι ενέργειες, η εκδοχή αυτή της σύνδεσης και πυροδότησης από την παραμονή υπερμεγιστοποιεί τον κίνδυνο τυχαίων εκρήξεων εδώ πέρα και είναι μία πρακτική η οποία θα πρέπει να αποκλειστεί εξ ορισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Έγινε πολύ συζήτηση εξάλλου τότε που ήρθε ο μάρτυρας ο κ. Πανουσόπουλος εδώ και παρίστατο μάλιστα και ο εκ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής στην υπόθεση αυτή ο κ. Μαύρος και υπήρχε ένας σημαντικός διάλογος τον οποίο θα μνημονεύσω στην συνέχεια.

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι σε ότι αφορά την εμπλοκή και την αναγνώριση του Τζωρτζάτου παρά το γεγονός ότι υπήρξε μία προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων ότι αυτός αναγνωρίστηκε από κάποια μάρτυρα που ήρθε εδώ πέρα, καταφθάνει και στην όλη εξέλιξη της διαδικασίας ότι η μάρτυρας αυτή δεν φοβήθηκε τίποτα, άλλα ήταν αυτά τα οποία είχε δει και άλλα ήταν αυτά τα οποία είχε την εντύπωση τα χαρακτηριστικά ότι μοιάζουν με τον Τζωρτζάτο.

Η κα Αντωνία Στράτου είχε καταθέσει καταρχήν στην προανάκριση τότε στις 16 Ιουλίου 1992 και έλεγε το εξής, της αναγνώσθηκαν αυτά κατά την διάρκεια της εδώ κατάθεσής της. «Είμαι υπάλληλος σε κοσμηματοπωλείο. Την στιγμή που έγινε η έκρηξη είπα στον άλλο υπάλληλο του κοσμηματοπωλείου κ. Τσουκαλά Χριστόφορο ότι κάποια βόμβα έσκασε και αμέσως αυτός βγήκε έξω από την οδό Βουλής για να δει τι συμβαίνει. βλέποντας το τι είχε συμβεί ο κ. Τσουκαλάς μου είπε να κλειδώσω το κατάστημα›.

Το κατάστημα παρέλειψα να πω ότι είναι οδός Βουλής και Μητροπόλεως, δηλαδή δύο γωνίες μετά από το συμβάν. Ο κ. Τσουκαλάς φεύγει από κει και πάει στον τόπο του ατυχήματος αφού έχει ακούσει την έκρηξη. «Να κλειδώσω το κατάστημα και να πάμε στο σημείο της έκρηξης. Κλείδωσα γρήγορα το κατάστημα και με γρήγορους ρυθμούς βήματος φτάσαμε στην διασταύρωση των οδών Ερμού και Βουλής από την πλευρά των ζυγών αριθμών δηλαδή στο περίπτερο που υπάρχει. Ήταν πολύς κόσμος συγκεντρωμένος χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς είχε συμβεί.

Επειδή δεν βλέπαμε τίποτα διασχίσαμε κάθετα την οδό Ερμού και σταθήκαμε στην απέναντι γωνία δίπλα στον πάγκο ενός εφημεριδοπώλη. Την στιγμή που προσπαθώ να δω τι γίνεται βλέπω να κατεβαίνει από την οδό Βουλής, να περνά δίπλα μου και να κατευθύνεται δια μέσου της οδού Ερμού στην Πλατεία Συντάγματος μία δίκυκλη μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, χρώματος κόκκινου και ασημί, μάρκα δεν θυμάμαι.

Επέβαιναν δύο άτομα χωρίς προστατευτικά κράνη. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας ήταν 35 ετών περίπου και τα μαλλιά τα είχε κοντά και χτενισμένα προς τα πίσω. Ο συνοδηγός 25-30 ετών. Φορούσε γυαλιά. Δεν θυμάμαι τι είδους γυαλιά ήταν και τα μαλλιά τα είχε χτενισμένα με φράντζα. ¶λλα χαρακτηριστικά δεν θυμάμαι. Το χρονικό σημείο το τοποθετώ μεταξύ 16:10 και 16:12. Κατόπιν πλησιάσαμε με τον κ. Τσουκαλά όσο μπορούσαμε στο συγκεκριμένο σημείο για να δούμε τι είχε γίνει αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε επειδή είχε έρθει η Πυροσβεστική Υπηρεσία και σταμάτησε την κυκλοφορία τόσο των οχημάτων όσο και των ατόμων›.

Τι λέει σε αυτή την κατάθεση η κα Στράτου η οποία είναι σαφέστατη; Λέει πρώτον, ότι ήταν στο μαγαζί την ώρα που έγινε η έκρηξη, δύο γωνίες πιο πέρα. Το μαγαζί είναι Βουλής και Μητροπόλεως, η έκρηξη έγινε Βουλής και Καραγεώργης Σερβίας. Μεσολαβεί, είναι Μητροπόλεως, Ερμού, η Καραγεώργης Σερβίας δύο δρόμους πιο πέρα. Η ίδια έκατσε στο μαγαζί, πήγε ο Τσουκαλάς ο άλλος υπάλληλος που ήρθε εδώ πέρα και θα σας θυμίσω τι είπε, για να δει τι συμβαίνει.

Ο Τσουκαλάς έφτασε εκεί φυσικά αφού είχε γίνει η έκρηξη. Γύρισε πίσω δύο γωνίες. Τις είπε «κλείδωσε να φύγουμε›, κλείδωσε, έφυγαν, ξαναπήγαν εκεί, είχε μαζευτεί κόσμος, είχε έρθει η Πυροσβεστική και της έκανε εντύπωση ότι εκείνη την ώρα που κατά την κοινή λογική των πραγμάτων τουλάχιστον 20 λεπτά πρέπει να απέχει από την έκρηξη και όχι επειδή υπολογίζει κανένας μόνο την απόσταση του Τσουκαλά να πάει, να γυρίσει και να ξαναπάει μαζί με την κα Στράτου στον τόπο του συμβάντος, αλλά και διότι μέχρι να έρθει η Πυροσβεστική και να αποκλειστεί η κυκλοφορία και να μαζευτεί κόσμος οπωσδήποτε τόσος χρόνος χρειάζεται.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι η κατεύθυνση από την οποία είδε την μοτοσικλέτα η κα Στράτου την οποία θεώρησε ότι όχι η ίδια, την οποία η Αστυνομία θεώρησε και θα πω παρακάτω για ποιους λόγους το έκανε αυτό ότι επιβαίνουν οι ύποπτοι, ερχόταν από την οδό Βουλής πριν από την Καραγεώργης Σερβίας. Εδώ θυμίζω το σημείο που υπέδειξε ο Τέλιος στο σχεδιάγραμμα, τη θέση που ήταν τα μηχανάκια με τα οποία διέφυγαν, την οποία την υπέδειξε απέναντι ακριβώς από το διαμέρισμα που ήταν ο εκρηκτικός μηχανισμός.

Το διαμέρισμα είναι στο τμήμα της οδού Βουλής μεταξύ Καραγεώργης Σερβίας και Ερμού. Η κα Στράτου έκατσε στον πάγκο του εφημεριδοπώλη εκεί πέρα και είδε την μοτοσικλέτα να έρχεται από το βάθος της οδού Βουλής, να διασχίζει την Καραγεώργης Σερβίας και να ανεβαίνει στη συνέχεια την Ερμού για να πάει προς το Σύνταγμα.

Όμως η μαρτυρία της κας Στράτου που δεν έχω κανένα λόγο να την αμφισβητώ ούτε έως εδώ ούτε και παρακάτω γιατί αποδείχθηκε στο ακροατήριο μέσα από πόσες και ποιες υποβολές έφτασε στο σημείο αυτό. Νομίζω ότι έχει υποβληθεί η κόκκινη μηχανή από τι; Την ημέρα κατά την οποία καταθέτει η κα Στράτου στις 16 Ιουλίου 1992 ώρα 11 και κάτι έπεται κατάτι της κατάθεσης του μάρτυρα Κάτσου Γεωργίου ο οποίος έχει καταθέσει την ίδια ημέρα του συμβάντος 14 Ιουλίου ώρα 21:30.

Εκείνος είναι ο οποίος έχει πει για μία κόκκινη μηχανή για πρώτη φορά δύο μέρες πριν. Αυτούς τους δύο που του ζήταγαν τσιγάρο, που ρωτούσαν πού είναι, το ζευγάρι πάλι που πάλι μπήκαμε εδώ πέρα σε αναζήτηση μαγισσών κλπ. Το αφήνω. Εκείνος είχε μιλήσει για μία κόκκινη μηχανή. Η Αστυνομία και δεν το λέω αυτό το πράγμα επειδή έχω γενικώς κάτι εναντίον της Αστυνομίας, κάθε μηχανισμός που αναλαμβάνει, κάθε άνθρωπος που αναλαμβάνει μια δουλειά μα δικηγόρος να είναι, μα Δικαστής, μα Αστυνομικός να είναι, μα οτιδήποτε κάποιο έργο θέλει να παρουσιάσει. Πολύ δε περισσότερο όταν γίνεται μία ενέργεια με τεράστιο πολιτικό κόστος πέρα από όλα τα άλλα και υπηρεσιακό κόστος για μία κυβέρνηση και για μία Αστυνομία η οποία υπηρετεί αυτή την εξουσία με στόχο έναν Υπουργό της κυβέρνησης αυτής, με θύμα, με θύματα μάλλον. Θύματα κατά μία έννοια είναι και ο Κοίλης και ο Χιδεριώτης και άλλοι όσοι χτυπήθηκαν, κόσμος απλός και αυτό επιτείνει το πολιτικό κόστος και εκεί η ανάγκη της Αστυνομίας με όλη αυτή την ψυχολογία και την βιωματική διαμόρφωση που έχει προπεριγράψει με τα χρόνια της αποτυχίας, της ανυποληψίας, του εξευτελισμού στο αντιτρομοκρατικό κυνήγι κάτι πρέπει να παρουσιάσει.

Το ότι έρχεται κάποιος και λέει ότι είδα ράβδο στη γωνία άρα βρέχει, δηλαδή μία μηχανή κόκκινη που ήταν δύο περίεργοι προχθές κλπ είναι κάτι, έχουμε κάτι να πούμε στον ανώτερο, κάτι να πούμε στον διοικητή, αυτός με την σειρά του κάτι να πει στον Υπουργό, εκείνος μεθαύριο μαζί με 3-5 στοιχεία άντε τους ακουμπάμε παιδιά, την πήραμε την πόλη. Μέσα από αυτή την υποβολή ένας άνθρωπος ο οποίος έχει έναν φόβο απέναντι στις Αρχές, φαίνεται η κα Στράτου σε αυτό το πράγμα, φάνηκε απέναντι στο Δικαστήριο το κομπλάρισμα το οποίο είχε. Είναι προφανές απέναντι στον Ανακριτή με τον τρόπο που υποτίθεται αναγνώρισε και υπέγραψε στην φωτογραφία όπως τον περιέγραψε κι εδώ. Φανταστείτε πώς θα ήταν στην Αστυνομία την επομένη ενός συμβάντος την ώρα που έχει και ένα στοιχείο η Αστυνομία «θυμήσου αν είδες την μηχανή αυτή›, την είδε και ο άλλος.

Θα μου πεις «καλά, λέει ψέματα;›. Όχι. αλλά πού έρχεται η διάψευση. Έρχεται από τον άλλον μάρτυρα τον κ. Τσουκαλά τον οποίο τον κλήτευσε το Δικαστήριο, αγωνίστηκε η υπεράσπιση του Τζωρτζάτου να τον βρει διότι η Αστυνομία δεν τον έβρισκε, είχε μετακομίσει. Στην προανακριτική κατάθεση υπήρχε ένα τηλέφωνο επάνω δεξιά. Αυτό η Αστυνομία που εκλήθη για να τον κλητεύσει δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για να διαπιστώσει αν ήταν το ίδιο τηλέφωνο και ότι ο άνθρωπος έμενε στο ίδιο προάστιο πέντε δρόμους πιο κάτω. Ήρθε εδώ πέρα ο κ.Τσουκαλάς.

Θυμηθείτε καταρχήν τι είπε η κα Στράτου εδώ πέρα και πόσο αναντίστοιχη ήταν η κατάθεσή της προφανώς διότι τα είχε ξεχάσει βέβαια διότι είναι μία μάρτυρας φθίνουσας μνήμης όπως είναι οι περισσότεροι και όχι αύξουσας όπως είναι άλλοι. Είπε για το σάντουιτς που το άφησε στο μαγαζί και φύγανε μαζί με τον κ. Τσουκαλά και πήγανε αμέσως εκεί πέρα μόλις άκουσαν την έκρηξη ενώ η ίδια τότε έλεγε τελείως διαφορετικά πράγματα τα οποία τα επιβεβαίωσε ο κ. Τσουκαλάς. Είπε ότι πήγε μόνος του και είδε τι συνέβαινε, ότι γύρισε πίσω και της είπε να πάνε μαζί και ότι βεβαίως δεν είδε καμία μηχανή κόκκινη ή ασημί με κανένα επιβάτη. Αυτά δεν τα είπε μόνο εδώ ο κ. Τσουκαλάς που ήρθε στο Δικαστήριο στις 23/4.