Πολιτική
Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2003 22:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (22/10/2003) Μέρος 4/6

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Βεβαίως και ολοκληρώνω με μεγάλη ελπίδα, με απόλυτο σεβασμό ότι ορισμένα πράγματα δεν χρειάζεται να είσαι τροτσκιστής ή μαρξιστής για να ανοίγεις τον κάλαθο των αχρήστων και την ιστορία αλλά και ο Έλληνας Δικαστής θα πράξει ανάλογα, θα τους τα γυρίσει πίσω και θα τους πει «δεν αγοράζομαι με τέτοια πράγματα. Εμείς εδώ φυλάμε Θερμοπύλες›.

Από τα πρακτικά υποβάλλεται μία ένσταση από τον κ. Αγιοστρατίτη πάνω στο θέμα με κύριο γνώρισμα τα δικαιώματα που στερήθηκε κατά τα 100, μάλλον 101, επόμενα 102, 103, στερήθηκε του δικαιώματος (του 100 λέει εδώ πέρα, προσθέτω κι εγώ τα υπόλοιπα) να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του κλπ. Δίνει στην Θεσσαλονίκη σαν μάρτυρας, περιέχεται κατά λέξη στην προανακτική του κλπ.

¶ρα δηλαδή έχουμε ακυρότητα επειδή η ίδια η μαρτυρική κατάθεση χωρίς να φαίνεται πουθενά αλλά κατά περιγραφή του νόμου έχουμε μία έννοια ακυρότητος της προανακριτικής. Τώρα βέβαια να δούμε μήπως είναι και τίποτε άλλο. Καλή αυτή η ακυρότητα. Δεν ξέρω αν την απορρίψατε. Υπεβλήθη αυτή η ένσταση και είπατε ότι τουλάχιστον σαν παρεμπίπτουσα? Την ξαναθέτουμε λοιπόν όχι πιο έντονα, αλίμονο. Ο κ. Αγιοστρατίτης έντονα θα τα έδωσε και με τα νομικά του άρτια. Είπαμε για το 273.1, είπαμε για το 273.2, είπαμε για το 103, τα είπαμε όλα αυτά και το επαναφέρουμε όχι πια υπό τη μορφή της ενστάσεως αλλά του αυτοτελούς ισχυρισμού που πρέπει να μπει και στα πρακτικά κατ’ άρθρο 141. Μέχρι εδώ καλά και λιγάκι στον αέρα, μυρίζει μπορεί και πάλι απόρριψη. Γιατί οι Δικαστές μας δεν τα έψαξαν όλα;

Να πάω λίγο παραπέρα τώρα με την άδειά σας. Κατ’ άρθρο 38 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λέει: αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο το Δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και αν παρουσιάζουν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου αυτός που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Γνωστή διάταξη.

Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο το Δικαστήριο πράττει ότι ορίζονται στο άρθρο 38 χωρίς με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου να ερευνήσει το βάσιμο της κατηγορίας, το άρθρον 38. Αν κατά την κρίση του Δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κυρία υπόθεση το Δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για την πλαστότητά του απορρίπτει το σχετικό αίτημα για την κήρυξη του εγγράφου ως πλαστού και προχωρεί στην έρευνα του βάσιμου της κατηγορίας.

Εξάλλου όπως προκύπτει από τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 εδάφιο 1 και 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπως το εδάφιο 3 προστέθηκε με το άρθρο 2 της παραγράφου 5 του νόμου 2408/96 πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα όλες οι δικαστικές αποφάσεις χωρίς εξαίρεση.

Επομένως και η παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία απορρίπτεται το αίτημα να κηρυχθεί έγγραφο ως πλαστό. Έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης αυτής η οποία ιδρύει λόγω αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παράγραφος 1 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συντρέχει όταν δεν περιέχονται κατά το άρθρο 510, συντρέχει όταν δεν περιέχονται σε αυτόν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς και η σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 338 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Εφόσον απορριφθεί το αίτημα αυτό χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στη συνέχεια μετά από έρευνα του βασίμου της κατηγορίας κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος ιδρύεται αναιρετικός λόγος κατά το 510. Να λοιπόν που πρέπει να συμπληρώσουμε το αίτημά μας ότι η απολογία του είναι πλαστή διότι ενέχει στοιχείο πλαστότητος, όχι νοθεύσεως, εξ υπ’ αρχής πλαστού καταρτίστηκε με το να του αντιγράψουν όλη την απολογία του και να τον βάλουν να υπογράψει. Κοιτάξτε σκηνοθεσία, Χίτσκοκ. Τον καλούμε σαν μάρτυρα, τον αποδυναμώνουμε από κάθε δικαίωμα, ούτε

δικηγόρο μπορείς να έχεις, ούτε δικαίωμα σιωπής να έχεις, ούτε άρνηση, τον κατεβάζουμε κάτω και αλλάζουμε έδρα για να παίζουμε καλύτερα, του ξαναγράφουμε όλη χωρίς να υπάρχει μία ερώτηση έτσι για να σπάσει η μονοτονία. Βρε παιδιά, κάντε και μία ερώτηση.

Τι αστυνομικοί ήταν αυτοί πανέξυπνοι; Αφού γράφουν όλο 20 σελίδες το υπογράφουν ενώ δεν έχει καμία πληροφόρηση πάλι περί των δικαιωμάτων του, ακυρότητα, να υπάρχει και αυτό μέσα αλλά και πλαστογράφησαν εξ υπ’ αρχής όλη την απολογία του γράφοντας σαν απολογία την μαρτυρική κατάθεσή του και πιθανώς και άλλα αδικήματα τα οποία μπορεί να προκύψουν αλλά δεν είναι του παρόντος.

Να επιληφθεί του παρόντος και οι κύριοι Εισαγγελείς μας μπορούν να πάρουν τα πρακτικά αργότερα, να μελετήσουν το θέμα. ¶ρα η απολογία του είναι πλαστή και η πλαστότητα προβάλλεται τώρα και αυτεπαγγέλτως ερευνάται και με την έννοια του αιτήματος να καταχωρηθεί στα πρακτικά με το 141, για να μπορέσουμε να έχουμε τη δυνατότητα και εσείς, που έχετε το δεσμείν και λύειν, να μπορείτε να βλέπετε αυτούς που έρχονται μπροστά σας, ότι όταν τους φέρνουνε και μάλιστα με τον 2928, εάν δεν έχουν το ψυχικό θάρρος ενός Κουφοντίνα και ενός Σάββα Ξηρού, είναι πραγματικά άνθρωποι ανυπεράσπιστοι. ¶νθρωποι οι οποίοι μπορούν να λυγίσουν. Και όταν έρχονται σαν τον Χριστόδουλο και αναιρούν, βλέπουν πια τον αδελφό τους ότι ζει, βλέπουν τον αδελφό τους ότι πατάει στα πόδια του, βλέπουν τον αδελφό τους ο οποίος εγχειρίζεται ακόμα και μέσα στην φυλακή και έρχονται ανεπηρέαστοι, να πουν ότι είναι προϊόν βίας.

Δώστε μου πέντε λεπτά διάλειμμα και ολοκληρώνω.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πέντε λεπτά διάλειμμα.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Δια ταύτα κύριε Ραγκούση τώρα για τον Βασίλη. Τι να κάνουμε, εάν η υπεράσπιση είχε δείξει κάποια συνεργασιμότητα και τελείωνε, αλλά όπως βλέπετε δεν έχουν σκοπό να τελειώσουν ποτέ. Αν είναι δυνατόν θα βάλω και Σαββατοκύριακα. Εργαζόμαστε την Δευτέρα. Ολοκληρώστε παρακαλώ.

Φ. ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ: Υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη απόδειξη της πλαστογραφίας η οποία επενέχθη, εάν διαβάσετε την έκθεση αυτή της απολογίας, η οποία είναι καθ’ όλα πλαστή και στοιχεία μέσα από την απολογία, την οποία όταν είναι στην Αθήνα πια, πραγματικά δηλαδή μ’ αυτό και μόνο το στοιχείο πρέπει ν’ ασκηθούν διώξεις για πλαστογραφία. Και τότε ήρθαμε εδώ στην Θεσσαλονίκη, λέει πως θα μελετούσανε και τότε ήρθαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη και πού το λέει; Στην Αθήνα. Όταν είναι στην Αθήνα λέει και τότε ήρθαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Που θα χρησιμοποιούσε την έκφραση, ανεβήκαμε, ή κατεβήκαμε κλπ. Εάν του παίρνανε πραγματική κατάθεση και δεν πλαστογραφούσαν την απολογία του. Δεν θέλετε άλλο σημείο, μη το ψάξετε παραπάνω την πλαστογραφία. Τι ακυρότητα! Πλαστογραφήσανε ολόκληρη την απολογία του. Δείτε την, 20 σελίδες, που εάν την διαβάσετε εσείς με την εμπειρία σας θα βρείτε άλλα 20 σημεία, μόνο αυτό να έχετε, δεν θέλετε τίποτα άλλο.

Και τότε ήρθαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη. Για όνομα του Θεού! Μιλάει στην Αθήνα, έρχεται κάποιος στη Θεσσαλονίκη, όταν είναι στην Αθήνα; Πώς μιλάει όταν είναι στην Αθήνα;

Εγώ δεν νομίζω ότι χρειάζεται τίποτα άλλο, για να αποδειχθεί η πλαστογραφία όλης αυτής της απολογίας του, και της εκθέσεως της απολογίας που συντάχθηκε. Δεν χρειάζονται άλλα στοιχεία. Το γεγονός ότι είναι όλα μαζί, είναι μια πλήρης αντιγραφή χωρίς ερωτήσεις, όπως είπα, δεν αφήνει καμία πιθανολόγηση περί του αντιθέτου, στον αυτοτελή υπερασπιστικό ισχυρισμό που δυστυχώς σε πρώτο στάδιο, μπορούμε να το προβάλουμε μόνο με αυτό και να δηλωθεί στα πρακτικά. Η πλαστότητα ελέγχεται και αυτεπάγγελτα, τέθηκε το θέμα, δικαστήριο ουσίας είσαστε, καλύψτε με την κρίση σας και τις εγγενείς αδυναμίες της ανακρίσεως.

Και κυρίως το καθήκον της υπερασπίσεως, ελάτε με την απόφασή σας, να είστε πληρωτικοί, να είστε η πνοή της ζωής, η πνοή των δημοκρατικών θεσμών, η πνοή ότι καλού υπηρετείτε σ αυτό το τόπο εσείς σαν δικαιοσύνη, ανεξάρτητη, αψεγάδιαστη, μακριά από κατευθυντήριες γραμμές, μακριά από δογματικές δεσμεύσεις, έτσι όπως μας έχετε μάθει, να υπηρετείτε το αγαθό της ελευθερίας, το αγαθό της ελεύθερης σκέψης, το αγαθό της αυτοδιάθεσης. Αλλά να έχετε εσείς και κάτι άλλο, να τα προστατεύετε, όταν πάνε να μας τα αφαιρέσουν, όταν πάνε να τα ευτελίσουν, όταν πάνε να τα εξαφανίσουν.

Οι εισαγγελικοί λειτουργοί με τις προτάσεις τους και εσείς με τις αποφάσεις σας, είσαστε εκείνο το στοιχείο το οποίο εμείς περιμένουμε, σε δίκες ιστορικές όπως είναι η παρούσα, τότε ο δικαστής, να δείχνει σε μας τους απλούς, τους κάτω από την έδρα του, ότι με την απόφαση που εγώ είμαι μέγεθος αμετάθετο, δεν με ακουμπάνε, ούτε οι μεθοδεύσεις, ούτε οι εμπλοκές τους, ούτε τα διαπλεκόμενά τους, ούτε οι σκοπιμότητές τους.

Μακριά και πέρα απ’ αυτούς, θα δεχθώ τον Σάββα Ξηρό έτσι όπως είναι, σαν μια ιδεολογία, και όχι σαν ιδεοληψία και ιδεώδες, σαν μια σχέση με την πραγματικότητα που εγώ κρίνω σαν άνθρωπος δικαστής, σαν ο ενανθρωπίσας λόγος των δικαιωμάτων μας, των δικών μας δικαιωμάτων, των δικών μας προσδοκιών, της δικής μας ιστορίας, να έρθω να πω στον Χριστόδουλο Ξηρό ότι κρίνεσαι αθώος, η πολιτεία προσπάθησε να σε μπλέξει. Εμείς διαβλέψαμε, και γιατί τότε δεν στάθηκες σαν άντρας και τα ομολόγησες, αφού είχες έναν αδελφό ετοιμοθάνατο στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ.

Και στον Βασίλη Ξηρό, ότι σαν έννομη τάξη, δεν μπορούμε εμείς σαν Δικαστήριο να σου ζητήσουμε συγνώμη. Αλλά με την αθώωσή μας, επιβάλουμε την ηθική επιταγή στην έννομη τάξη την οποία εκπροσωπούμε, στο κράτος που σε φυλάκισε, ότι είσαι και εσύ αθώος, να δούμε το Σάββα το Ξηρό σαν ένα άνθρωπο πάσχοντα. Το έγκλημα του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ, με μια θέση πρωταρχική που θα καθορίσει την δίκη αυτή. Να δούμε ότι το κράτος είναι ο πραγματικός τρομοκράτης, όταν ενεργεί κάτω απ’ αυτές τις μεθοδεύσεις.

Και κυρίως πάνω απ’ όλα, να αντιληφθούμε ότι η οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά, στηρίζεται σε μια ιδεολογία, την οποία εμείς δεν αποδεχόμεθα, δεν παύει να είναι ξένη προς το κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν παύει να ενυπάρχει σαν ένα φυσικό φαινόμενο, μην ξεχνάτε αυτά που μας λέγανε στο πανεπιστήμιο ότι το έγκλημα, είναι μια οριακή κατάσταση και θα υπάρχει, όσο υπάρχει και η ζωή στο θάνατο. Έτσι όπως αγόμεθα μια μέρα στην αφθαρσία, έτσι και οι ιδέες άλλοτε μεν φθίνουν, άλλοτε ανανεώνονται.

Και αν το πολιτικό έγκλημα εκβιάζει την ιστορία και πιέζει ?όπως και η ληστεία αποτελούσε στοιχείο των ενεργειών τους και δεν αποτελούσε εκείνη την ρυπαρότητα, ότι αφού είστε ληστές μας κάνετε και τους ιδεολόγους. Η ληστεία είναι έγκλημα το οποίο ανάγεται στην κοινωνική ανασύνθεση. Γινότανε με σκοπούς για να καταλήξουν και αυτούς ότι μπορούμε αυτή την έννομη τάξη όπως την έχει το κράτος, σαν μηχανισμούς καταπιέσεως, όταν παίρνουν πραγματικά την ζωή την κοινωνική και την ζωή των άλλων οι τράπεζες, σας χτυπάμε, σας ληστεύουμε, είστε και εσείς ανυπεράσπιστοι κατά τα αιτήματά σας, θυμόσαστε εκείνες τις περίφημες τοκογλυφίες, για τις οποίες έφθασε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ασκήσει διώξεις για τις τράπεζες, αυτός ήταν ο εθνικός τους ρόλος.

Και βέβαια δεν ήταν ποτέ δυνατόν ληστεύοντας μια τράπεζα να σπεύσουν να τις αναγνωρίσουν σαν ενέργειες και χτυπήματα της 17Ν, γιατί καταλαβαίνετε μετά τι σύγχυση θα επικρατούσε, κάθε ληστής θα έλεγε ότι είναι η 17Ν η άλλη επαναστατική οργάνωση.

Αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίον δεν αναλάβανε την ευθύνη για τα θέματα των ληστειών. Ληστείες οι οποίες πολλές δεν έγιναν, άλλες που τους προσήψαν, ένα υλικό το οποίο πραγματικά ήταν ογκώδες και έχετε μαζί σας, αλλά όλα αυτά, μπορείτε να τα παραμερίσετε, εκεί θα φθάσετε άνετα στο πολιτικό έγκλημα, εκεί θα φθάσετε άνετα στα μη ταπεινά ελατήρια, εκεί θα οπλιστείτε μέσα σας σαν δικαστές, με μια και μοναδική σκέψη. Αφού το κράτος, αφού οι άνθρωποι οι οποίοι ετάχθησαν για να προστατεύουν αξίες, έδρασαν σε βάρος ενός πολυτραυματία που λέγεται Σάββας Ξηρός κατ’ αυτόν τον ανήκουστο τρόπο, πώς είναι δυνατόν σ’ αυτούς τους ανθρώπους να έχουμε εμπιστοσύνη στο υλικό που μας παρέχουν;

Δικάζουμε την ιδεολογία, όχι σαν εχθρό του λαού, αλλά σαν μια παραβατική συμπεριφορά, που δεν ξεκινάει από ταπεινά ελατήρια, αλλά έχει μέσα της κατά την εξατομίκευση της ποινής το μεγαλείο το δικό τους, που δεν μπορείτε και δεν θέλετε ίσως να το δεχθείτε, αλλά δεν παύει μέσα στις ψυχές τους να αποτελούσε μέχρι τώρα την κινητήρια δύναμη, μιας άλλης μορφής δικαιοσύνης, πολύ πιο αυστηρής, πολύ άτεγκτης και αυτή δεν μπορούν πολλοί να την καταλάβουν.

Αλλά αυτοί σαν κοινωνικοί μαχητές μιας άλλης ζωής και φιλοσοφίας, έπραξαν έτσι, έπραξαν κατά την ιδεολογία τους και ποτέ μέχρι τώρα, δεν πρόδωσαν αυτό το οποίο αισθάνθηκαν. Στάθηκαν μπροστά σας με ψηλά το κεφάλι ο Σάββας Ξηρός, όχι υπό την έννοια της έπαρσης, όχι υπό την έννοια της ελλείψεως σεβασμού, όχι υπό κάποια άλλη αδυναμία, αλλά για να καταδείξει ότι, δεν δέχομαι να υποχωρήσω σ’ αυτό το οποίο πίστευα. Δεν είναι ανάλγητος, δεν είναι ψυχρός, βαθιά μέσα του πιστεύει ότι αυτό το οποίο έπραξε, ήταν σκοπός της ζωής του και είναι έτοιμος αυτή τη στιγμή να δεχθεί και αυτός, την περί ενοχής κρίση του, πιστεύει όμως και αυτός, πιστεύει ότι απ’ όσα πέρασε και απ’ όσα κατέδειξε, τα δυο αδέλφια του, ο Χριστόδουλος Ξηρός και ο Βασίλης, ο αγαπημένος του αδελφός, άνθρωποι οι οποίοι έφθασε μια έκρηξη να αλλάξει την ζωή τους.

Και στο μεν αν θέλετε Σάββα Ξηρό δίκαια, αυτός έκανε ελεύθερα τις επιλογές του. Γιατί όμως μια ολόκληρη οικογένεια να στιγματιστεί και να οδηγηθούν μακροχρόνια, με ποιος ξέρει ποιες συνέπειες εγκληματικής μόλυνσης, αλλά και άλλων δεινών που μπορεί να σωρεύσει η μανία του κράτους, ο Χριστόδουλος και ο Βασίλης στη φυλακή, για κάτι που ούτε έπραξαν, ούτε συμμετείχαν, ούτε επιδοκίμασαν.

Κύριοι Δικαστές, εγώ δεν πίστεψα ποτέ ότι η ελληνική δικαιοσύνη απαρτίζεται από Πόντιους Πιλάτους. Πίστευα πάντοτε σε σας, με καθαρή την καρδιά, με ανοιχτό το μυαλό, βοηθώντας όσο μπορούσα με τις ταπεινές μου δυνάμεις, αλλά πάντα πίστευα, ότι εσείς είστε εκείνοι οι οποίοι μας προστατεύετε από οποιαδήποτε παρανομία.

Κύριοι Δικαστές, κύριοι Εισαγγελείς, σας ευχαριστώ.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και εμείς ευχαριστούμε τον κ. Ραγκούση. Τον λόγο έχουν πλέον οι συνήγοροι του κ. Γεωργιάδη. Ο κ. Ζησιμόπουλος.

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, πλησιάζοντας προς το τέλος της διαδικασίας, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς, την εξαιρετική σπουδαιότητα αυτής της δίκης. Είναι δύσκολο να αρνηθεί τον πολυσήμαντο χαρακτήρα της. Τις συνέπειες και τις επιδράσεις της, παρούσες και μέλλουσες, απ’ όποια σκοπιά και αν σταθεί κανείς. Συνέπειες οι οποίες πράγματι θα εγγραφούν και μάλιστα με τρόπο ανεξίτηλο στο κοινωνικό σώμα, επιδρώντας καταλυτικά στην διάπλαση της κοινωνικής συνείδησης.

Σε αυτή λοιπόν την πράγματι εξαιρετικής σημασίας, την ιδιαίτερα ασυνήθιστη δίκη. Αυτή την αποκληθείσα και δίκη του αιώνα, με τα χίλια μύρια προβλήματα, με τις χίλιες μύριες δυσκολίες και αιτιάσεις, ειλικρινά διερωτώμαι και εξακολουθώ να προβληματίζομαι, ακόμα και σήμερα μετά από μια 8μηνη διαδικασία, για το ποια είναι η σχέση, ποια είναι η αναλογία, ποια είναι η αντιστοιχία αυτής, των ιστορικών διαστάσεων πράγματι δίκης, με το πρόσωπο του Διονύση Γεωργιάδη;

Ενός κατηγορουμένου, ενός νέου ανθρώπου, ηλικίας 22 χρονών, κατά το χρόνο που φέρεται ότι ενεπλάκη σ’ αυτή την υπόθεση, μέσα σε όλο αυτό το τεράστιο σε όγκο υλικό, μέσα σε όλο αυτό το τεράστιο και τρομακτικό σε έκταση χρόνο και σημασία πεδίο δράσης, όπου για μια στιγμή εντελώς ξαφνικά, σπρωγμένος θα έλεγε κανείς από κάποια μοιραία δύναμη, προβάλει ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης και αμέσως μετά, το ίδιο απρόσμενα και ξαφνικά, εξαφανίζεται απ’ αυτή τη σκηνή, ενός φοβερού δράματος, την ανάπλαση του οποίου ζήσαμε επί οκτώ ολόκληρους μήνες.

Και είμαι βέβαιος κ. Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, ότι ο προβληματισμός αυτός δεν είναι μόνο δικός μου. Ο προβληματισμός για την μοναδική εξ αντικειμένου περίπτωση του Διονύση Γεωργιάδη, διεφάνη απαρχής, από την έναρξη ήδη της διαδικασίας. Και πριν από την έναρξη της διαδικασίας θα έλεγα κυριολεκτώντας, συγκεκριμένα από την ανάγνωση του κατηγορητηρίου από τον κ. Εισαγγελέα, διεφάνη η απορία θα έλεγα, η απορία, η αμηχανία, όταν την δεύτερη ημέρα της ανάγνωσης του κατηγορητηρίου δεν μπόρεσε ίσως να συγκρατήσει την ανάγκη αυτή και την διάθεση η οποία ήδη του είχε δημιουργηθεί και μονολογώντας είπε επί λέξει αναφερόμενος στην πράξη της εκρήξεως, την πρώτη πράξη για την οποία κατηγορείται, «είναι νομίζω η πρώτη περίπτωση που εμφανίζεται σε πράξη ο κατηγορούμενος Διονύσης Γεωργιάδης›.

Και ο προβληματισμός αυτός κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, συνεχίστηκε και εντάθηκε με μια σιωπηλή ένταση σ’ όλο αυτό το χρόνο που διήρκεσε η διαδικασία. Ένταση η οποία τροφοδοτείτο από την απουσία, οποιασδήποτε σχεδόν αναφοράς για το πρόσωπο του συγκεκριμένου κατηγορουμένου, για να κορυφωθεί κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, όταν στις 8 Αυγούστου, όταν μετά την πολύωρη απολογία του και την εξονυχιστική εξέταση του κατηγορουμένου από το Δικαστήριό σας, παρέμεναν ζωηρότερες θα έλεγα οι αμφιβολίες για το πρόσωπό του και ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου σας, απευθύνθηκε, αισθάνθηκε την ανάγκη να εκφράσει με αυτό τον τρόπο την αγωνία του. Απευθύνθηκε σε αυτόν ο οποίος υπήρξε αποδεδειγμένα η ψυχή αυτής της οργάνωσης της 17Ν, σε αυτόν ο οποίος, ο μόνος ίσως για τον οποίον δεν μπορεί να μην του αναγνωριστεί ότι κατοικεί στα μετρημένα λόγια του, απευθύνθηκε στο Δημήτριο Κουφοντίνα και είπε επί λέξει, «να τον ρωτήσουμε, είναι δίκαια ή άδικα τούτος εδώ; Παλικαρίσια μόνο για αυτόν, να μην ξαναρωτήσω για κανέναν άλλον.›

Αυτή ήταν η έκφραση πιστεύω του προβληματισμού και της αγωνίας. Και δόθηκε η απάντηση από τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Και η απάντηση ήταν, «ότι νομίζω ότι μπορείτε εύκολα να καταλήξετε σε συμπέρασμα, τι ακριβώς συμβαίνει.› «Ειδικά για τούτον μπορώ να βγάλω εύκολα;› Η απάντησή του ήταν η εξής. «Έτσι νομίζω›.

Και ο τρόπος με τον οποίον αντιλήφθηκε ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου σας την απάντηση ήταν, «δώσατε απάντηση›. Αυτό λοιπόν το οποίο έγινε αντιληπτό κι από το Δικαστήριο, αλλά νομίζω και απ’ όλους όσους παρακολούθησαν την διαδικασία, δεν αξιολογήθηκε καν. Έλεγα λοιπόν ότι, η διαπίστωση – επιτρέψτε μου τον όρο – αυτή η οποία φάνηκε, η αξιολόγηση της απαντήσεως του Κουφοντίνα όσον αφορά την ερώτηση την οποία έθεσε το Δικαστήριο μέσω του προεδρεύοντος του Δικαστηρίου, δεν έγινε αντιληπτή από την εισαγγελική έδρα. Δεν θεωρήθηκε άξια να ενταχθεί στον επαγωγικό συλλογισμό της, να της αποδοθεί σημασία, κατά την πρόταση την οποία έκανε απευθυνόμενη απέναντι στο Δικαστήριό σας και ζητώντας την ενοχή του κατηγορουμένου.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, επιτρέψτε μου να εκφράσω το παράπονό μου, όσον αφορά την εισαγγελική πρόταση για το εξής. Θα αναφερθώ εκτενέστερα σ’ αυτήν, και θα ήθελα να επισημάνω απαρχής ότι παρέμεινε εγκλωβισμένη θα έλεγε κανείς, στον κόσμο των πιθανοτήτων, στο κόσμο των ενδείξεων, σε ότι περιελήφθη στο κατηγορητήριο το οποίο αφορά τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα μιας προδικασίας και συγκεκριμένα εγγράφων απολογητικών καταθέσεων, απολογιών και απολογητικών εγγράφων, μιας χάρτινης δηλαδή απόδειξης η οποία μπορεί βέβαια να δικαιολογεί την άσκηση ποινικής διώξεως και την παρουσία ενώπιον του Δικαστηρίου σας του Διονύση Γεωργιάδη, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει πλήρη, ασφαλή, κατάφαση περί της ενοχής για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται.

Δυο είναι τα γεγονότα κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, τα οποία έχουν φέρει ενώπιόν σας κατηγορούμενο τον Διονύση Γεωργιάδη. Είναι δυο γεγονότα πράγματι τα οποία ευθύς ο ίδιος αναγνωρίζει, τα οποία προκύπτουν, είναι αναμφισβήτητα και τα οποία βεβαίως απέχουν πολύ από το να του αποδοθεί η ευθύνη για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και λογοδοτεί ενώπιόν σας. Και ποια είναι αυτά;

Πρώτον. Ότι πράγματι ο παρών κατηγορούμενος φιλοξενήθηκε για ικανό χρονικό διάστημα, υπήρξε παιδιόθεν φίλος του Βασίλη Ξηρού, εγνώρισε μετά τον αδελφό του και φιλοξενήθηκε επί χρονικό διάστημα στην Αθήνα. Και υπάρχει και το δεύτερο γεγονός, το οποίο ο Διονύσης Γεωργιάδης συνειδητοποιεί ακριβώς μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2002, μετά δηλαδή την έκρηξη της βόμβας, του εκρηκτικού μηχανισμού στα χέρια του Σάββα Ξηρού.

Το ότι δηλαδή ήταν ένας πράγματι ο οποίος μετέφερε την ταυτότητα την αστυνομική του Βασίλη Παπαδημητρίου με την οποία ακριβώς νοικιάστηκε το σπίτι αυτό το οποίο όπως αποδείχθηκε αποτέλεσε σε απώτερο χρονικό σημείο, πολύ αργότερα και τούτο έχει σημασία κ. Πρόεδρε, κρησφύγετο της Οργάνωσης 17.

Με αυτά ακριβώς τα στοιχεία, με αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, συλλαμβάνεται στις 16/7/2002 ο Γεωργιάδης στη Θεσσαλονίκη και μεταφέρεται το βράδυ της ίδιας ημέρας στη ΓΑΔΑ. Θυμηθείτε, είναι νομίζω εύκολο, είναι νωπές οι μνήμες οι οποίες έχουν διατηρηθεί εξαιτίας ακριβώς και της διαδικασίας της Δίκης της 17Ν, ποια ήταν η ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών. Θυμηθείτε και ελάτε στην ψυχολογική κατάσταση του συγκεκριμένου, όταν εκείνη την περίοδο και τούτο δεν είναι υπερβολή, ο κάθε ένας, κυριολεκτικά ο κάθε ένας, μπορούσε να ήταν ικανός για όλα.

Αυτά τα οποία ακούσαμε, αυτά τα οποία βλέπαμε καθημερινά, ο βομβαρδισμός αυτός των εικόνων, το θέαμα αυτό του τρόμου, της τρομοκρατίας και της καταστολής της, πραγματικά δημιούργησε σε όλους μια κατάσταση αμηχανίας, απορίας και από κάποιο σημείο και μετά άπωσης διότι αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας κατάστασης βομβαρδισμού, μιας κατάστασης πλύσης εγκεφάλου η οποία πραγματικά, εκείνο το χρονικό διάστημα χρειαζόταν για να την αποφύγει κανείς ισχυρή προσωπικότητα, βαθιά γνώση, κοινωνική εμπειρία και απόσταση από αυτά τα οποία διαδραματίζονταν καθημερινά.

Στο κλίμα λοιπόν αυτό, ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος συλλαμβάνεται και προσέρχεται στην Ασφάλεια έχοντας «διαπράξει›, έχοντας έναν αντικειμενικό συσχετισμό με τη συγκεκριμένη Οργάνωση, ο οποίος ακριβώς είναι, η φιλοξενία αυτή που σας είπα, επί μακρό χρονικό διάστημα, η σχέση που είχε με τον Βασίλη Ξηρό και τον Σάββα Ξηρό και η ενοικίαση του συγκεκριμένου αυτού διαμερίσματος.

Ενθυμούμαι τον τρόπο, την αμηχανία των ανθρώπων τα ονόματα των οποίων επιχειρήθηκε και ενεπλάκησαν στην υπόθεση με αναφορές στην Οργάνωση 17Ν, πρόσωπα ανθρώπων με κοινωνικά ιδιαίτερα αναγνωρισμένο ρόλο, με παρουσία ανθρώπων των γραμμάτων, ανθρώπων οι οποίοι κατείχαν και κατέχουν θέσεις στον κοινωνικό και στον πολιτειακό μηχανισμό, την αμηχανία τους, τον τρόμο και την εικόνα την οποία ανέδιδαν τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά κανάλια.

Θυμάμαι συγκεκριμένα έναν ηθοποιό κλασικής παιδείας και κλασικού θεάτρου, ο οποίος έβγαινε από τα καμαρίνια του θεάτρου, περιστοιχισμένος από τους συναδέλφους του ηθοποιούς και δίνοντας πραγματικά την εικόνα ότι βγαίνει από κάποια τελετή, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποκρούσει τα μικρόφωνα των δημοσιογράφων και προστατευόμενος κυριολεκτικά από τους συναδέλφους του, διότι είχε ακουστεί ότι πιθανόν και αυτός ο συγκεκριμένος υπήρξε μέλος ως ομοϊδεάτης σε ένα επίπεδο αντιληπτικό, σε ένα επίπεδο πολιτικό της συγκεκριμένης πολιτικής Οργάνωσης.

Θέλω να πω ότι ο Γεωργιάδης, ο νέος αυτός άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει απλώς μία υποψία, ένα σχόλιο, μία καταγγελία, μία συκοφαντία, μία κρίση. Αντιμετωπίζει δύο γεγονότα τα οποία πράγματι εκ πρώτης όψεως δημιουργούν εντυπώσεις. Εντυπώσεις σοβαρές, ικανές να προκαλέσουν όπως και προκάλεσαν την δίωξή του. Είναι υποχρεωμένος και το αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή ότι πρέπει να αποδείξει στη συγκεκριμένη εκείνη εποχή, στο συγκεκριμένο επαναλαμβάνω κλίμα και ενόψει της σοβαρότητας της συγκεκριμένης υπόθεσης ότι δεν είναι ελέφαντας.

Να δώσει εξηγήσεις και για τη σχέση του, την παιδική φιλία με τον Βασίλη Ξηρό και για την φιλοξενία την οποία είχε με ποιον; Με τον πρωταγωνιστή της Οργάνωσης για όλη την Ελλάδα τότε, τον Σάββα Ξηρό. Και για ποιο άλλο γεγονός;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω ότι αυτό το αποδέχεται, το ότι υπήρξε πρωταγωνιστής της Οργάνωσης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου).

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Αντιμετωπίζει λοιπόν κ. Πρόεδρε ο παρών κατηγορούμενος το γεγονός ότι πρέπει να δώσει εξηγήσεις για πράγματα τα οποία υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα του εζητούντο από κανέναν και για κανέναν λόγο. Διότι δεν μπορούν να ζητηθούν εξηγήσεις για τη σχέση την φιλική που ο οποιοσδήποτε κάνει με τον οποιονδήποτε. Δεν μπορεί υπό κανονικές συνθήκες να ζητηθούν εξηγήσεις για το αν φιλοξενήθηκε και πόσο και τί είδους σχέση είχε ακριβώς με κάποιον αν δεν υπήρχε αυτή η συγκεκριμένη περίπτωση.

Διότι δεν μπορεί πράγματι να ζητηθούν εξηγήσεις υπό κανονικές συνθήκες αν κάποιος στο όνομα κάποιου άλλου, του φίλου του δηλαδή, του συγκατοίκου του, του συνοίκου του, επιχειρήσει να μισθώσει ένα διαμέρισμα στο όνομά του. Τότε όμως, τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή κ. Πρόεδρε, αυτά ήταν γεγονότα τα οποία δημιουργούσαν εντυπώσεις, επαναλαμβάνω, καταλυτικές όσον αφορά την κρίση για το πρόσωπο του συγκεκριμένου κατηγορουμένου και του οποιουδήποτε άλλου ήταν στη θέση του όσον αφορά την συμμετοχή του και την ανάμιξη που είχε στη συγκεκριμένη Οργάνωση.

Έτσι λοιπόν εισέρχεται στη σκηνή αυτής της υπόθεσης, αυτού του δράματος ο Διονύσης Γεωργιάδης. Και απαρχής –και τούτο δεν είναι ισχυρισμός του, δεν είναι ισχυρισμός της Υπεράσπισης, είναι ισχυρισμός των ίδιων των προανακριτικών οργάνων- από την αρχή θέλει να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Από την αρχή είναι πρόθυμος να διαλευκάνει, να βοηθήσει, να πληροφορήσει, για το τί ακριβώς και ποια ήταν η σχέση του με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Τί πράγματι τον συνέδεε με αυτούς και αν υπήρχε οποιαδήποτε σύνδεση με εκείνους όσον αφορά έκνομες δραστηριότητες, δραστηριότητες δηλαδή οι οποίες αφορούσαν την Οργάνωση.

Τα είπε αυτά, είπε ακριβώς πώς ήρθε στην Αθήνα, ποιος ήταν, πώς ήρθε στην Αθήνα, πώς συναντήθηκε με τον παιδικό του φίλο λίγο πριν έρθει από την Αθήνα, διότι δεν ήρθα τυχαία το καλοκαίρι του ’98 όταν έκαναν μαζί διακοπές. Πώς αποφάσισε για να βρει ακριβώς, αυτό που λέμε κοινότοπα, πεζά, την καλύτερη τύχη, η οποία όμως έχει ουσιαστικό περιεχόμενο και για τον παρόντα κατηγορούμενο και για όλους μας.

Ερχόμενος λοιπόν στην Αθήνα όπου υπήρχαν πράγματι περισσότερες ευκαιρίες ακόμα και αν τούτο θεωρηθεί ιδεοληψία και ότι είναι εκτός πραγματικότητας, αυτά πίστευε και πιστεύει και το πιστεύουν και πολλοί και μπορούν να επιχειρηματολογήσουν γι αυτό. Ήρθε λοιπόν πράγματι στην Αθήνα, φιλοξενήθηκε από τον Βασίλη Ξηρό στο σπίτι του αδερφού του Σάββα, ο οποίος του συμπαραστάθηκε ως άνθρωπος. Αυτό είναι γεγονός και δεν το αρνήθηκε ούτε τώρα, ευρισκόμενος σε αυτή τη δεινή θέση.

Ο Διονύσης Γεωργιάδης δε μπορεί να γίνει αποδέκτης της Σεφερικής ρήσης, ενός σημαντικού ανθρώπου, του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος προς το τέλος της ζωής του, μιλώντας για το πικραμύγδαλο του κόσμου είπε επί λέξει: «Εγώ είμαι δίκαιος με τους ανθρώπους, δεν έχω φιλίες και συναισθηματισμούς›. Αυτή την άποψη δεν μπορεί να την υιοθετήσει ένας άνθρωπος 22 χρόνων. Και είναι παρήγορο και είναι υγιές ότι δεν μπορεί να αποστεί από τη βασική ουσία του ανθρώπου. Είναι νέος άνθρωπος, είναι πράγματι η επένδυση της ελπίδας και για τα νιάτα του αλλά και για το ότι η μέχρι τώρα διαδρομή του ήταν τέτοια η οποία μάλλον τον θαυμασμό κ. Πρόεδρε παρά τη μομφή μπορεί να επισύρει.

Το λέει λοιπόν στην αστυνομία, το λέει στην Αντιτρομοκρατική ότι φιλοξενείται, ότι βρίσκεται εκεί και ότι ταυτόχρονα –και τούτο προέκυψε και από τη διαδικασία- εργάζεται. Πού; Στο εργαστήριο του Σάββα Ξηρού και είναι βεβαιωμένο, είναι δεδομένο. Όπως είναι δεδομένο το γεγονός ότι πράγματι υπήρξε φιλική, ανθρώπινη η συμπεριφορά του Σάββα Ξηρού απέναντί του, και της συντρόφου του, της Αλίθια Ρομέρο με ενέργειες των οποίων, βρίσκει δουλειά και αρχίζει και εργάζεται στη κινηματογραφική εταιρεία ΚΙΝΟ όπως προέκυψε εδώ. Και εργάζεται σκληρά. Κατέθεσαν μάρτυρες και μίλησαν για ωράρια 15 ωρών.

Κάποια στιγμή, αποφασίζει και νοικιάζει σπίτι μαζί με τον φίλο του Βασίλη Ξηρό. Πού; Στην ίδια περιοχή και ετούτο είναι γεγονός και προέκυψε από τη διαδικασία. Ερωτάται στην Αντιτρομοκρατική τί ακριβώς συνέβη και πώς είναι αυτός ο οποίος φέρεται ότι νοίκιασε το διαμέρισμα της οδού Δαμάρεως; Και μιλά. Μιλά αυθόρμητα, δεν αρνείται. Η άρνησή του και τότε και σήμερα δεν είναι η σκυθρωπή και ευερέθιστη άρνηση, η μονολεκτική και αόριστη άρνηση ούτε το ύφος του ενοχόβιου, του αγχωτικού είχε και έχει και ενώπιόν σας απολογούμενος και εξεταζόμενος.

Ούτε κι εκείνη πάλι τη μισολυγμική φωνή και τον ιδιόλεκτο τρόπο. Έχετε εμπειρία τεράστια κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές. Με ευθύτητα, με αμεσότητα και αξιοπρέπεια μίλησε γι αυτά τα πραγματικά γεγονότα. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα συν ένα άλλο γεγονός. Ποιο; Τη «συμμετοχή› του –θα υπενθυμίσω στο Δικαστήριο πώς διατυπώνεται στην αστυνομία- σε μια άλλη ενέργεια. Διαβάζω επί λέξει το απολογητικό του υπόμνημα: «¶λλη ενέργεια στην οποία› -προσέξτε κ. Πρόεδρε- «συμμετείχα χωρίς να το ξέρω› -αυτές είναι οι διατυπώσεις- «είναι η ληστεία στο υποκατάστημα και αφορά τη μεταφορά ενός αυτοκινήτου, του αυτοκινήτου του Σάββα› -το οποίο αυτοκίνητο δεν χρησιμοποιήθηκε, αυτό είναι δεδομένο, είναι κάτι το οποίο προκύπτει και δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν, «τύπου LADA. Στη ληστεία χρησιμοποιήθηκαν δύο μηχανάκια στα οποία επέβαιναν οι τέσσερις δράστες› -απαρχής αυτό προκύπτει από την ίδια την αστυνομία, από τη δικογραφία που είχε σχηματιστεί τον Δεκέμβριο του ’98, «οι οποίοι επιβαίνοντας έφτασαν μπροστά στην Τράπεζα και ένα αυτοκίνητο van›.

Στο σημείο που ήταν αυτό παρκαρισμένο, άφησαν τα μοτοποδήλατα, επιβιβάστηκαν σε αυτό και έφυγαν. Το αυτοκίνητο το οποίο μετακίνησε ο κατηγορούμενος, το LADA το μετακίνησε από την οδό Δαμάρεως. Έτσι λέει το κατηγορητήριο, έτσι προκύπτει απ’ όλα τα στοιχεία και δεν αμφισβητείται.

Το μεν λοιπόν αυτοκίνητο LADA το οποίο μετακίνησε χωρίς να γνωρίζει, εξυπηρετώντας τον φίλο του και τούτο είναι λογικό, μόνο με μία λογική υποψίας, μόνο σε έναν κόσμο υποψιών ο οποίος υπάρχει στο βαθμό που γνωρίζουμε πολύ λίγα, διότι πράγματι όπου πολλά υποψιάζονται εκεί ακριβώς γνωρίζουμε λίγα. Αυτό είναι ένα γεγονός και τούτο δεν θα πρέπει να επαληθευτεί με την απόφαση του Δικαστηρίου σας όσον αφορά τη συγκεκριμένη αλλά και όλες τις υποθέσεις.

Το αυτοκίνητο λοιπόν το οποίο μετακινεί ο κατηγορούμενος από τη Δαμάρεως δεν έχει καμία σχέση ούτε με τα μηχανάκια ούτε με το αυτοκίνητο με το οποίο διέφυγαν οι δράστες και το οποίο είναι ένα άσπρο van φορτηγό αυτοκίνητο. Πώς προκύπτει αυτό: Διότι το μεν αυτοκίνητο το οποίο μετακινεί ο Γεωργιάδης βρίσκεται στην οδό Δαμάρεως, το δε van το οποίο χρησιμοποιείται για την διαφυγή των δραστών της ληστείας, βρίσκεται ακριβώς με βάση μαρτυρικές καταθέσεις αστυνομικού αλλά και αυτόπτου μάρτυρα, του κ. Μαλλιοτάκη, στην οδό Αρύββου και Αγίας Παρασκευής.

Σημείο που απέχει τουλάχιστον έξι τετράγωνα από την τράπεζα και επομένως δε μπορεί να μιλήσει κανείς για αιτιώδη σύνδεσμο, ακόμα και αν δεχθεί ότι είχε γνώση ότι επρόκειτο να γίνει ληστεία. Αλλά θα επανέλθω αργότερα γι αυτά. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα καταθέτει στην Αντιτρομοκρατική όταν συλλαμβάνεται ο Γεωργιάδης και είναι, επαναλαμβάνω, η φιλοξενία του, είναι η ενοικίαση της Δαμάρεως, η ενοικίαση όχι με υπογραφή μισθωτηρίου εγγράφου, όχι ως ενοικιαστής, αλλά με τη μεταφοράς μιας ταυτότητας του ενοικιαστή την οποία του είχε δώσει ο Σάββας Ξηρός, την καταβολή των δύο πρώτων ενοικίων, του ενοικίου και της εγγυήσεως και το ότι έλαβε τα κλειδιά τα οποία αυθημερόν όπως προέκυψε στον Σάββα.

Αυτά είναι τα περιστατικά τα οποία καταθέτει και με βάση αυτά τα περιστατικά, με βάση την εξέτασή του πρώτα ως μάρτυρα, απευθύνομαι –το γνωρίζω- σε Δικαστήριο ουσίας. Η κατάθεση αυτή η οποία καλώς αφερέθηκε, υποβλήθηκαν και αίτημα από την Υπεράσπιση να αφαιρεθεί, έγινε 8 ώρες πριν από την απολογία και στην κατάθεση αυτή περιέχονται όλα όσα υπάρχουν στην απολογία. Δεν περιέχει όμως ορισμένα πράγματα τα οποία θα μπορούσαν να συστήσουν ενδείξεις και για παραπομπή άλλων κατηγοριών όσον αφορά τον κατηγορούμενο.

Αναφέρεται δηλαδή στην προκαταρκτική εξέταση παρακολούθηση αυτοκίνητου στη λεωφόρο Κηφισίας, αναφέρεται ότι οπλοφορεί. Μετά από 8 ώρες αυτά εξαλείφονται στην απολογία του τούτο είναι χαρακτηριστικό –επαναλαμβάνω, απευθύνομαι σε Δικαστήριο ουσίας- για τον τρόπο με τον οποίο καταρτίστηκαν αυτές οι καταθέσεις, και η κατάθεση του μάρτυρα και η απολογία του ως κατηγορουμένου στην αστυνομία.

Ούτε ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης και οι άλλοι, ούτε και η Υπεράσπισή του και οι άλλοι υπερασπιστές του, κανείς κ. Πρόεδρε δεν είναι αναγραμματισμός του άλλου. Διότι δυστυχώς έχει ακουστεί αυτό το πράγμα. Βεβαίως έχουμε τη διάταξη του 187, έχουμε εδώ ομάδα, όμως κανείς δεν είναι αναγραμματισμός. Ούτε λογικά μπορεί να είναι αλλά ούτε και νομικά κ. Πρόεδρε.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

(συλλογικές συζητήσεις)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο σημείο αυτό διακόπτουμε για ένα ημίωρο.