Πολιτική
Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου 2003 22:04

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (22/10/2003) Μέρος 5/6

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Κύριε Ζησιμόπουλε μπορείτε να συνεχίσετε την αγόρευσή σας.

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Έλεγα απευθυνόμενος στο Δικαστήριό σας ότι, όταν ο Γεωργιάδης συνελήφθη και προσήχθη στην αστυνομία στην Αντιτρομοκρατική στις 17 Ιουλίου στην Αθήνα, είχε συλληφθεί στις 16 Ιουλίου στη Θεσσαλονίκη, κατέθεσε εκεί τα γεγονότα τα οποία προανέφερα, τον ερχομό του δηλαδή – επιγραμματικά το λέω στην Αθήνα – την φιλοξενία του από τον Βασίλη και τον Σάββα Ξηρό, τον τρόπο με τον οποίο εδώ βιοπορίζετο εργαζόμενος και για το γεγονός της ενοικίασης του διαμερίσματος στην Δαμάρεως, προσθέτοντας και εκείνη την οιονεί συμμετοχή να την πω, «την συμμετοχή οπωσδήποτε›, την συμμετοχή πάντως χωρίς γνώση στην υπόθεση της ληστείας της Δαμάρεως για την οποία κατηγορείται για απλή συνέργια.

Εκείνο για το οποίο έκαμα την αναφορά θα μπορούσε να πει κανείς, με αντιδικονομικό τρόπο, στο βαθμό που η εξέτασή του ως μάρτυρα έχει ήδη τεθεί εκ ποδών από το Δικαστήριό σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 του Κ.Ποιν.Δ. ήταν ακριβώς κ. Πρόεδρε, για να καταδείξω το εξής απαρχής. Ότι αυτά τα γεγονότα που ανέφερα, που προείπα τα οποία κατέθεσε, όχι πιεζόμενος και επαναλαμβάνω, όχι αμυνόμενος, αλλά λέγοντας την αλήθεια και με διάθεση ακριβώς να αποσαφηνίσει την θέση του και αυτά τα οποία εγνώριζε σε σχέση με την οργάνωση ο Γεωργιάδης. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα, διανθίστηκαν. Αυτά τα γεγονότα εμπλουτίστηκαν και από λεπτομέρειες, αλλά και με άλλα γεγονότα, άσχετα με αυτά, τα οποία συνδέονται με την δράση της συγκεκριμένης οργάνωσης.

Και αυτή η αντίφαση κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, δημιούργησε εξ αρχής πράγματι μεγάλο πρόβλημα. Πρόβλημα εντυπώσεων βεβαίως, αλλά και πρόβλημα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα από πλευράς ουσίας. Και το πρόβλημα αυτό των αντιφάσεων, της παλινωδίας, του εμπλουτισμού, των αναιρέσεων σε ορισμένα σημεία, συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας. Όταν δηλαδή ο κ. Γεωργιάδης προσήλθε ενώπιον της 4ης Τακτικής Ανακρίτριας κας Μπούρη, αλλά και μετά ενώπιον του κ. Μπίρμπου.

Τα λέω επίσης γιατί η θέση της υπερασπίσεως κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές και του κατηγορουμένου, έτσι όπως αυτός την εξέθεσε απολογούμενος ενώπιόν σας, είναι ότι αυτά υπαγορεύτηκαν. Οι καταθέσει αυτές, ο εμπλουτισμός αυτός ο οποίος έγινε προκειμένου να λάβουν ποινική απαξία, να λάβουν ποινικό χρώμα, απόχρωση, ένδειξη ικανή να τον στείλει σήμερα ενώπιόν σας, υπαγορεύτηκαν και δεν είναι προϊόν της βούλησής του.

Και δεν νομίζω κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές ότι προσβάλλεται η δικαιοσύνη, όταν ακριβώς ελέγχεται η προανάκριση, ιδιαίτερα η αστυνομική προανάκριση, αλλά και το ανακριτικό έργο. Ελέγχεται γιατί έτσι απαιτεί ο νόμος και το Σύνταγμα. Ελέγχεται γιατί εάν δεν ελεγχθεί, δεν μπορούμε να μιλάμε ειδικά όταν πρόκειται για κρίση περί ενοχής για απόφαση η οποία έχει στοιχειώδη προϋπόθεση που θέτει ο νόμος και το Σύνταγμα, ασφάλεια.

Δεν μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτό που ονομάζουμε εδραία δικανική πεποίθηση. Γι’ αυτό και ελέγχεται. Και κύριε Πρόεδρε, κ. Δικαστές, η αστυνομία τούτο θα πω μόνο, ανέκαθεν η τέχνη της αστυνομίας, ήταν να μην βλέπει, όσα δεν χρειαζόταν να βλέπει. Αυτό είναι κοινός τόπος. Δεν έχει πολιτική απόχρωση. Δεν έχει πολιτική απόχρωση και δεν εκπορεύεται από ιδεολογίας, ούτε από ιδεοληψίες. Είναι εμπειρικό, ιστορικό γεγονός. Η τέχνη της αστυνομίας είναι να μην βλέπει ανέκαθεν, σε κάθε μορφή εξουσίας, αυτά τα οποία δεν χρειάζεται να βλέπει.

Η τέχνη όμως της δικαιοσύνης, η τέχνη η δική σας κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, είναι ακριβώς να βλέπετε όλα όσα υπάρχουν, ως γεγονότα. Όχι υποθέσεις. Όχι υποψίες. Όχι εντυπώσεις, ούτε προσωπικές απόψεις. Να βλέπετε όλα απαραιτήτως και χωρίς εξαίρεση, όλα όσα υπάρχουν, ως γεγονότα.

Γι’ αυτό ακριβώς και αυτή η παρέκβαση και η αναφορά η προσωρινή, όσον αφορά την κατάθεση η οποία επαναλαμβάνω τέθηκε στο αρχείο. Τρόπος του λέγειν, να υπενθυμίσω στο Δικαστήριό σας ότι η κατάθεση αυτή ως μάρτυρα του Γεωργιάδη, ήταν στη διάθεσή σας μέχρι τις 8 Αυγούστου. Είναι ένα πραγματικό γεγονός. Και απευθύνομαι σε Δικαστήριο ουσίας. Εδώ πράγματι δεν έχουμε αγγλοσαξωνικό δίκαιο. Και εγώ είμαι ευτυχής για το γεγονός ότι, πράγματι ο κατηγορούμενος και η υπεράσπιση και όλοι, μπορούν να ζητούν και να αγωνίζονται για την ουσία της υπόθεσης. Και όχι βέβαια για δικονομικές, τυπικές, διεκπεραιωτικές μιας ποινικής δίκης διαδικασίες.

Κύριε Πρόεδρε, κύριοι Δικαστές, υπάρχει μια παλινωδία, υπάρχει ένα θέμα το οποίο πράγματι εκ πρώτης όψεως λειτουργεί αρνητικά, από πλευράς εντυπώσεων για τον κατηγορούμενο τον Διονύση Γεωργιάδη. Στην πρότασή του προς το Δικαστήριό σας ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας, αναφέρει τα εξής: «Ερχόμαστε τώρα κ. Δικαστές σε μια υπόθεση που αλλάζει λίγο τα πράγματα και αλλάζει τα πράγματα υπό την έννοια ότι για πρώτη φορά φαίνεται ότι εμπλέκεται νέο πρόσωπο.›

Επαναλαμβάνει ακριβώς αυτό με το οποίο εισήγαγε και ως προς τον Γεωργιάδη την συγκεκριμένη υπόθεση. Είναι η υπόθεση της έκρηξης στην ALPHA ΠΙΣΤΕΩΣ στην οδό Αχαρνών 364 που έγινε στις 22.6.98 και ώρα 22.55.

Στην υπόθεση αυτή φέρεται να είναι αυτουργός ο Διονύσης Γεωργιάδης και απλοί συνεργοί ο Κουφοντίνας, ο Σάββας και ο Βασίλης Ξηρός. Στην υπόθεση αυτή έχει αναφερθεί λεπτομερώς ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης. Περιγράφει δηλαδή πώς μετά τις συζητήσεις και τις επαφές που έγιναν με το Σάββα, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο σπίτι του Σάββα, πείστηκε να βοηθήσει το Σάββα, στο έργο που εκτελούσε στα πλαίσια της οργάνωσης και ότι η ενέργεια αυτή ήταν μια ενέργεια που ουσιαστικά αποτελούσε την δοκιμασία ένταξής του στην οργάνωση.

Κύριε Πρόεδρε και κύριοι Δικαστές, η έκρηξη είναι η μόνη πράξη, η οποία υπάρχει χωρίς απολύτως καμία λεπτομέρεια, χωρίς να υπάρχει καμιά είδους αμφισβήτηση από πλευράς του κατηγορουμένου, ούτε στην απολογία του στην οποία έδωσε προανακριτικά ούτε και στην πρώτη απολογία αυτή των 19 σειρών, ενώπιον της κας Μπούρη. Πράγματι υπάρχει ένας τρόπος περιγραφής της εκρήξεως, ο οποίος γίνεται από έναν άνθρωπο προικισμένο με αυτό που λέμε, η δυτική ικανότητα. Δηλαδή η ικανότητα μνήμης να αναπλάθει γεγονότα του παρελθόντος με τέτοια ζωντάνια, με τέτοια ακρίβεια, που είναι σαν να συμβαίνουν εκείνη ακριβώς την ώρα που μιλάει, εκείνη ακριβώς την ώρα που μιλάει, σαν να γίνονται την στιγμή αυτή τα γεγονότα τα οποία περιγράφει.

Διότι έτσι περιγράφεται η έκρηξη στην απολογία του στις 17 Ιουλίου 2002, πράξη η οποία έχει γίνει 4 χρόνια πριν, έχει γίνει τον Ιούνιο του 1998. Την έκρηξη αυτή κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, αρνήθηκε ο Γεωργιάδης το πρώτον, όχι ενώπιον του Δικαστηρίου σας, αλλά ήδη απολογούμενος και καταθέτοντας και απολογητικό υπόμνημα, ενώπιον του κ. Μπίρμπου στις 22 Οκτωβρίου 2002. Στην οποία απολογία και απολογητικό του υπόμνημα, «ανακαλεί› την προηγούμενη απολογία του και ενώπιον της κας Μπούρη αλλά και ενώπιον της αστυνομίας. Και επικαλείται συγκεκριμένους λόγους.

Επικαλείται συγκεκριμένους λόγους, επιχειρήματα, έγγραφα και μάρτυρες, με τους οποίους επιχειρεί, όχι απλώς να δημιουργήσει αμφιβολίες, αλλά να ανατρέψει, να κλονίσει την συγκεκριμένη κατηγορία. Και επιτρέψτε μου την άποψη ότι πράγματι, η λήψη υπόψη των στοιχείων αυτών, κλονίζει ανεπανόρθωτα, κλονίζει μέχρι πτώσης την συγκεκριμένη κατηγορία.

Τι ισχυρίζεται κ. Πρόεδρε ο Γεωργιάδης; Ισχυρίζεται πρώτον, ότι στις 22 Ιουνίου 1998, δεν βρίσκεται στην Αθήνα. Στις 22 Ιουνίου 1998 βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάζεται στο εργαστήριο αυτό για το οποίο κατέθεσαν ενώπιόν σας οι μάρτυρες Καλέρας και Ευαγγέλογλου. Οι άνθρωποι δηλαδή, αυτοί οι καθημερινοί άνθρωποι, οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, οι οποίοι ήρθαν και κατέθεσαν ενώπιόν σας και οι οποίοι εισέπραξαν και σχόλια από πλευρά σας, όσον αφορά την ειλικρίνειά τους, η οποία πράγματι υπήρξε προφανής. Διότι δεν βεβαίωσαν ότι στις 22 Ιουνίου είδαν τον Γεωργιάδη στη Θεσσαλονίκη. Βεβαίωσαν όμως και προσκόμισαν τιμολόγια θεωρημένα από την εφορία της εποχής εκείνης, του καλοκαιριού του ’98, από τα οποία προέκυπτε ότι ο Γεωργιάδης με τις καταθέσεις του, με τις καταθέσεις που έδωσαν, παραλάμβανε προσωπικά έπιπλα συγκεκριμένα, αυτά τα οποία περιγράφονται στο τιμολόγιο και τα οποία δούλευε πώς, βάφοντας, λουστράροντας στο εργαστήριό του και παραδίδοντας αμέσως μετά.

Προσκομίστηκαν και υπάρχουν στη δικογραφία κ. Πρόεδρε, έξι συνολικά τιμολόγια τα οποία αφορούν την περίοδο Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου του 2002, σύμφωνα με τα οποία, παραλαμβάνει εργασία έπιπλα συγκεκριμένα, έτσι όπως περιγράφεται και τα οποία δουλεύει και για τα οποία εργάζεται, παραμένοντας στη Θεσσαλονίκη στο συγκεκριμένο αυτό κατάστημα, ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης.

Βεβαίως έγινε φωναχτά η σκέψη από το Δικαστήριό σας κ. Πρόεδρε, θα μπορούσε να πάρει ένα αεροπλάνο και να έρθει; Βεβαίως. Είναι μια υπόθεση. Είναι μια υπόθεση, θα μπορούσε να πάρει ένα αεροπλάνο και σε τρία τέταρτα, σε μια ώρα, όσο είναι, να βρίσκεται στην Αθήνα. Η υπόθεση αυτή όμως, ενισχύεται από κάποιο στοιχείο θετικό και συγκεκριμένο; Υπάρχει μαρτυρική κατάθεση; Υπάρχει άλλο έγγραφο στοιχείο; Υπάρχει άλλη δυνατότητα η οποία ακριβώς να επιρρωνύει, να ενισχύει έστω την υπόθεση αυτή;

Το γεγονός είναι ένα και παραμένει. Ότι εργάζεται συστηματικά, όχι μια συγκεκριμένη ημέρα, ή μια περίοδο, αλλά όλη την θερινή περίοδο, Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, τα τιμολόγια το τελευταίο έχει ημερομηνία 7/8/1998 στη Θεσσαλονίκη.

Είναι λοιπόν ένα στοιχείο καταλυτικό πραγματικά, είναι ένα στοιχείο, αν δεν είναι καταλυτικό, άμοιρο σημασίας, το γεγονός ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη το χρονικό διάστημα αυτό στο οποίο λαμβάνει χώρα η επίδικη έκρηξη; Δεν ακούστηκε σε αυτό και σε ορισμένα ακόμα συνίσταται και το παράπονο της υπερασπίσεως, όσον αφορά την εισαγγελική πρόταση, καμία απολύτως σκέψη, ούτε αντίθετο στοιχείο εισφέρθηκε, όσον αφορά, τέτοιο που να αντικρούει τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, όσον αφορά την παραμονή του ή όχι, του πού ήταν, corpore στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα το επίδικο χρονικό διάστημα;

Πέραν όμως αυτού και πριν απ’ αυτό αν μου επιτρέπετε, υπάρχει μια άλλη παράλειψη εξίσου – κατά την άποψή μου – σημαντική. Ενώ σε όλες τις μέχρι τότε εκρήξεις, η εισαγγελική έδρα και ορθώς, μέλημα πρώτο το οποίο πάντοτε φρόντιζε ήταν να αποδώσει τη συγκεκριμένη έκρηξη στη συγκεκριμένη οργάνωση για την οποία δικάζεται ο Γεωργιάδης ότι υπήρξε μέλος της, να αποδώσει λοιπόν τη συγκεκριμένη πράξη στην 17Ν, εδώ και πάλι καμία απολύτως σκέψη δεν έκανε, όταν όφειλε ιδιαίτερα κατά την άποψη της υπερασπίσεως, να εισφέρει στο Δικαστήριό σας, να βοηθήσει το Δικαστήριό σας, να τεκμηριώσει την πρότασή της δηλαδή, διότι η πράξη αυτή της εκρήξεως στην ALPHA BANK στις 22.6.1998 κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, δεν αναλαμβάνεται η ευθύνη της από την 17Ν.

Και όχι μόνο δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της πράξης η 17Ν, όχι μόνο η συγκεκριμένη ενέργεια δεν είναι όπως λέμε, ή συνηθίσαμε να λέμε, ορφανή, αλλά έχει συγκεκριμένο δράστη, συγκεκριμένη οργάνωση. Υπάρχει στη δικογραφία κ. Πρόεδρε, η από 25 Ιουνίου 1998 κατάθεση του δημοσιογράφου της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ Κυριακόπουλου Κωνσταντίνου, στην οποία αναφέρονται τα εξής. «Την 23.6.1998 και περί ώρα 20.00, τηλεφώνησε άγνωστος άνδρας στο τηλεφωνικό κέντρο της εφημερίδας και ζήτησε να μιλήσει με κάποιον αστυνομικό ρεπόρτερ, πράγματι η τηλεφωνήτρια πέρασε την γραμμή στο γραφείο μου και μου μίλησε άγνωστος άνθρωπος ο οποίος μου είπε. Αναλαμβάνω την ευθύνη για την έκρηξη της Τράπεζας Πίστεως για λογαριασμό της οργάνωσης Μάης 98. Και σε ένδειξη συμπαράστασης στους εργαζομένους της Ιονικής.›

Την συγκεκριμένη λοιπόν έκρηξη δεν την αναλαμβάνει καν η οργάνωση 17Ν. Και τούτο προκύπτει από την κατάθεση την οποία σας διάβασα και η οποία υπάρχει στη δικογραφία. Και βεβαίως η έκρηξη αυτή απασχολεί τον τύπο. Και την επομένη υπάρχει αναφορά και ρεπορτάζ και θα παρακαλούσα κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές την προσοχή σας σε αυτό, έχει κατατεθεί και είναι αναγνωστέο έγγραφο, βόμβα τα ρολόγια δείχνουν 17Ν, το τηλεφώνημα Μάης 98. ¶λλα εκτιμά η Αντιτρομοκρατικά, άλλα δήλωσε άγνωστος αυτός ο οποίος τηλεφώνησε στον συγκεκριμένο, στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ.

Τι θέλω να πω και πόσο ουσιαστικό είναι αυτό κ. Πρόεδρε. Ήδη η αστυνομία από το ’98, διότι υπάρχει δικογραφία, ήδη παρά το τηλεφώνημα αυτό, θεωρεί και χρεώνει την πράξη αυτή την χρεώνει από τότε στην 17Ν. Ανεξαρτήτως του ότι στην αναφορά της αστυνομίας για τον τρόπο της εκρήξεως, λέει ότι η συνδεσμολογία είναι κοινή, ανεξαρτήτως των σχολίων τα οποία γίνονται. Και λέει ότι, θεωρείται πιθανόν, ότι είτε πρόκειται για την εναρκτήρια δράση μιας νέας οργάνωσης, είτε για την αναβάθμιση μιας ομάδας, που έως τώρα χρησιμοποιούσε τέτοιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σημασία έχει τούτο, ότι η αστυνομία από τότε, ανεξαρτήτως των στοιχείων που έχει, ανεξαρτήτως του τηλεφωνήματος με το οποίο αναλαμβάνεται η ευθύνη της πράξης από την οργάνωση Μάης 98 την χρεώνει την 17Ν.

Δεν είναι δηλαδή στοιχείο το οποίο προκύπτει από την εξέταση, την απολογία του Γεωργιάδη, ότι η ενέργεια αυτή αφορά την 17Ν. Δεν το μαθαίνει τότε η αστυνομία, η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, όταν τον ανακρίνει. Ήδη πριν γίνει οτιδήποτε, τέσσερα χρόνια πριν, έχει καταλήξει, αυτά λοιπόν έχει στο μυαλό της, αν μπορούμε να το πούμε, αυτή είναι η άποψη της αστυνομίας από τότε. Έχει μεγάλη σημασία αυτό. Περιμένει δηλαδή για την έκρηξη αυτή την 17Ν, καμιά άλλη οργάνωση.

Ούτε γι’ αυτό είχαμε κάποια σκέψη από πλευράς εισαγγελικής έδρας, με την έννοια ακριβώς, δεν το λέω προς επιτίμηση, το λέω για να βοηθηθεί και η υπεράσπιση, αλλά και το Δικαστήριο κ. Πρόεδρε. ¶λλη οργάνωση λοιπόν αναλαμβάνει, ο Γεωργιάδης παρουσιάζει όχι άλλοθι, παρουσιάζει γεγονός, πραγματικότητα συνεχή, ότι δεν βρίσκεται στην Αθήνα το συγκεκριμένο αυτό χρονικό διάστημα.

Και υπάρχει και μια επιπλέον ζωντανή – επιτρέψτε μου να πω – επιβεβαίωση των παραπάνω. Υπάρχει η συγκεκριμένη ερώτηση, η οποία απευθύνεται από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου Γεωργιάδη προς τον κ. Κουφοντίνα όταν απολογείται, είναι γραμμένο στα πρακτικά επί λέξει, «η έκρηξη στην ALPHA ΠΙΣΤΕΩΣ είναι ενέργεια της 17Ν;› Η απάντηση κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, του Δημήτρη Κουφοντίνα είναι η εξής, «όχι δεν είναι πράξη της οργάνωσης›.

Και εδώ δεν πρόκειται για ληστεία, όπου θα μπορούσε το Δικαστήριό σας, συλλογιζόμενο ακριβώς την δυσκολία που έχει η αποδοχή από μια οργάνωση η οποία αυτά επαγγέλλεται, αυτά ευαγγελίζεται να έχει η ληστεία. Εδώ πρόκειται για έκρηξη. Έκρηξη σε τράπεζα. Τράπεζα η οποία έχει ένα συγκεκριμένο συμβολισμό, με ιδιαίτερο φορτισμένο βάρος και επομένως κανένα πρόβλημα και κανένας ενδοιασμός δεν θα υπήρχε από πλευράς της οργανώσεως να αναλάβει την ευθύνη, όπως ανέλαβε άλλωστε την ευθύνη σ’ όλες τις άλλες εκρήξεις, οι οποίες αφορούσαν τραπεζικούς οργανισμούς, συστήματα, χρηματαποστολές κλπ.

Κι όμως υπάρχει αυτή η ομολογία. Υπάρχει αυτή η ομολογία κ. Πρόεδρε, ενώπιον του υπαστυνόμου κυρίου Παρασχάκη και του υπαστυνόμου β΄ κ. Χριστόλογλου, η απολογία εννοώ της 17 Ιουλίου 2003, η οποία περιγράφει ο κατηγορούμενος το πώς έκανε αυτή την έκρηξη. Η περιγραφή αυτή παρά την δύναμη την οποία έχει εκ πρώτης όψεως και τις εντυπώσεις που δημιουργεί κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, επιτρέψτε μου να πω ότι τη δύναμή της αυτή δεν την αντλεί από την αλήθεια της, από την σχέση με την αλήθεια αλλά από την αληθοφάνεια την οποία επιδιώκει και έχει, διότι έχει αληθοφάνεια.

Διότι εάν παρατηρήσει κανείς το κείμενο, το πώς είναι γραμμένη, γι’ αυτή καθεαυτή την πράξη της εκρήξεως, δεν λέει σχεδόν τίποτα. Και θα σας εξηγήσω γιατί. Διαβάζω την απολογία στο τρίτο φύλλο: «πεζοί φθάσαμε στο ύψος της τράπεζας – λέει ο Γεωργιάδης απολογούμενος – όταν και σταματήσαμε. Εκεί ο Σάββας μοίρασε σε όλους από ένα ζευγάρι πλαστά γάντια. Αφού τα φορέσαμε, έβγαλε μέσα από ένα σακ βουαγιάζ που είχε και τα γάντια, ένα καλάθι που ήταν μια πλαστική σακούλα από ψώνια μπλε χρώματος, μου το έδωσε και μου είπε να μην κάνω απότομες κινήσεις και να το αφήσω όσο πιο μαλακά γίνεται. Ακόμα μου είπε, το αφήνεις και περνάς απέναντι για να φύγουμε. Ο Σάββας όρισε και τις θέσεις που θα έπαιρναν οι υπόλοιποι και αυτός σε σχέση με μένα, κινούμενος πίσω μου, σε απόσταση δέκα δεκαπέντε μέτρα, και δεξιά μου. Πίσω μου θα ήταν ο Σάββας με τον Λουκά. Και ο Βασίλης θα βρισκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο στα δεξιά μου.›

Εικόνα – επιτρέψτε μου να πω χωρίς διάθεση λοιδορίας,- εικόνα στρατιωτικής περιπόλου. Ο δοκιμαζόμενος για πρώτη φορά μπροστά, πίσω του ο Σάββας με τον Λουκά, δεξιά του ο Βασίλης Ξηρός, σε απόσταση 10 – 15 μέτρων, «ξεκινήσαμε για την τοποθέτηση του καλαθιού και περπατήσαμε περίπου ένα τετράγωνο. Όταν εγώ έφθασα δίπλα στη τράπεζα, άφησα με προσεκτικό τρόπο το καλάθι και απομακρύνθηκα από το σημείο που είχαμε προκαθορίσει.›

Όταν γράφονται αυτά κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές, η αστυνομία έχει στα χέρια της το οιονεί καταστατικό, το οποίο υπάρχει στη δικογραφία, για το πώς λειτουργεί η οργάνωση, πώς γίνονται οι στρατολογήσεις, ποια μέτρα ασφαλείας λαμβάνονται, διότι αμέσως μετά, δεν θέλω να κουράσω το Δικαστήριο είναι στη διάθεσή του και μπορεί, αμέσως μετά φεύγει, «φεύγω με συγκοινωνιακό μέσο›. Έτσι περιγράφει. Αυτός ο οποίος κάνει την ενέργεια εκείνη τη στιγμή, ενώ περιγράφει βάζει την βόμβα λοιπόν, φεύγει με συγκοινωνιακό μέσο, δεν λέει λεωφορείο. Ποιο είναι το φυσικό, ποιο είναι το λογικό, όταν περιγράφεται μια πράξη από τον ίδιο τον αυτουργό. Φεύγει με συγκοινωνιακό μέσο.

Το πώς λειτουργεί η οργάνωση, το εάν φοράει γάντια μάλλινα ή όχι, το εάν πρέπει να χρησιμοποιεί συγκοινωνιακά μέσα, μαζικά αυτά αναφέρονται όλα και τα έχει στα χέρια της η αστυνομία, αναφέρονται στο συγκεκριμένο καταστατικό. Τι δεν λέει κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές; Δεν λέει πού τοποθετήθηκε η βόμβα.

«Όταν εγώ έφθασα δίπλα στη τράπεζα, άφησα με προσεκτικό τρόπο το καλάθι και απομακρύνθηκα προς το σημείο που είχαμε προκαθορίσει.› Πού μπήκε η βόμβα, δεν το λέει. Το βασικότερο. Και όταν στις 18/7 ενώπιον της Τακτικής Ανακρίτριας ο Γεωργιάδης στην 19 σειρών απολογία του λέει, «δέχομαι μόνο την συμμετοχή μου στην από 22.6.98 έκρηξη με ωρολογιακό μηχανισμό› προσκομίζει και υπόμνημα εκείνη την ημέρα, ενώπιον της κας Τακτικής Ανακρίτριας, στο οποίο υπόμνημα κ. Πρόεδρε, το οποίο υπογράφει ο καλός συνάδελφος ο κ. Καραμανώλης τότε, στο υπόμνημα λοιπόν, ομολογεί λοιπόν πάλι και αναφέρει επί λέξει «τον εκρηκτικό μηχανισμό μετέφερε ο Σάββας Ξηρός μέσα σε μια σακούλα και λίγα μέτρα πριν από το σημείο που είχε επιλέξει να τοποθετηθεί, μου παρέδωσε τη σακούλα και δυστυχώς την πήρα και την ακούμπησα στο έδαφος.›

Τι ισχυρίζεται ο Γεωργιάδης; Ότι στις 18/7 όταν πηγαίνει στην Ανακρίτρια, δεν προλαβαίνει να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του. Δεν έχει χρόνο. Έχει δέκα λεπτά. Και του λέει, διάβασα τις προανακριτικές σου, αυτά είναι τα στοιχεία που έχει ο συνάδελφος. Αυτό που σας διάβασα πριν. Διάβασα τις προανακριτικές σου. Την έκρηξη την δεχόμαστε; Του απαντάει ναι στην είσοδο. Και γράφει στο απολογητικό του υπόμνημα έχει γράψει, στο έδαφος. Πού τοποθετείται όμως η βόμβα κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές; Όχι προκύπτει. Υπάρχει έγγραφο. Υπάρχει. Ο εκρηκτικός μηχανισμός, το λέει και ο κ. Εισαγγελέας στην αγόρευσή του, είχε τοποθετηθεί σε τσιμεντένια ζαρντινιέρα. Είναι και ένα σημείο το οποίο έχει μια περιγραφή, έχει μια αυτονομία. Δεν είναι ούτε στο έδαφος, ούτε δίπλα, είναι συγκεκριμένος ο χώρος που τοποθετείται.

Και το ερώτημα, κ. Πρόεδρε και κ. Δικαστές είναι λογικό, πώς είναι δυνατόν ο αυτουργός, ο οποίος περιγράφει τόσο ωραία το πώς πήγαν, το τι αποστάσεις είχαν, πού ήταν ο ένας, πού ήταν ο άλλος, δεν λέει πού την έβαλε την βόμβα, πού; Στην πρώτη του δοκιμαστική για την ένταξη, πολύ σημαντική στιγμή αυτή για τον συγκεκριμένο εάν συνέβη, πολύ σημαντική, ιδιαίτερη. Δεν λέει λοιπόν πού τοποθετήθηκε η συγκεκριμένη βόμβα; Και δεν το λέει ούτε ο δικηγόρος του, ο οποίος αναγκαστικά βεβαίως ακολουθεί την φορά των πραγμάτων και της πραγματικότητας, η οποία δεν επιτρέπει ουσιαστική επικοινωνία με τον δικηγόρο του.

Η πραγματικότητα ήταν αυτή, δεν είχε επικοινωνία και όχι μόνο ο παρών κατηγορούμενος αλλά και οι άλλοι. Από πού προκύπτει αυτό; Υπάρχει εδώ στις 31/10/2002 η ανησυχία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ο οποίος συνιστά Επιτροπή για να εξετάσει ζητήματα νομιμότητας που ανακύπτουν στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης ανάκρισης για την υπόθεση της τρομοκρατικής Οργάνωσης της 17Ν αποτελούμενο από τον Δημήτρη Παξινό Πρόεδρο του ΔΣΑ, τον Νικόλαο Αλεβιζάτο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, τον Χριστόφορο Αργυρόπουλο Πρόεδρο της Ένωσης Ποινικολόγων, τον Γεώργιο Κομίνη Επίκουρο Καθηγητή και τον Γεώργιο Στεφανάκη Δικηγόρο.

Έχουν γίνει καταγγελίες, έχουν γίνει διαμαρτυρίες από πλευράς των συνηγόρων. Τι λέει; Με τα κριτήρια αυτά υπάρχει – να το καταθέσω στο Δικαστήριό σας να νομίζετε ότι είναι απαραίτητο – η Επιτροπή φρονεί ότι σειρά περιστατικών που της καταγγέλθηκαν όπως παραδείγματος χάρη η διαβίβαση εγγράφων από κρατουμένους σε συνηγόρους μέσω Ταχυδρομείου συνιστούν αθέμιτες πρακτικές οι οποίες θα πρέπει το ταχύτερο να αντικατασταθούν με άλλες που να μην καταργούν στην πράξη το δικαίωμα του κρατουμένου να επικοινωνεί εγγράφως με τον δικηγόρο του.

Έχει σημασία κ. Πρόεδρε αλλά δεν είναι μόνο αυτό το γενικό έγγραφο το οποίο εγώ θα υποστηρίξω («θα υποστηρίξω› τρόπος του λέγειν) τις πιο καχύποπτες εκδοχές. Είναι όργανο του Συλλόγου μας, υπάρχουν διαμαρτυρίες, ανταποκρίνεται, συστήνεται μία Επιτροπή βέβαια με ανθρώπους αξιολογοτάτους τους οποίους γνωρίζουμε και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σαν περιεχόμενο.

Αλλά έστω ότι υπηρετεί την αλληλεγγύη των δικηγόρων και το ενδιαφέρον που πρέπει να δείχνει. Μόνο αυτό, όχι όμως την αλήθεια. Ο ίδιος ο υπερασπιστής του Γεωργιάδη ο κ. Καραμανώλης πολύ αργότερα, 15/10/2002 ενόψει ακριβώς της εξέτασης του κατηγορουμένου από τον κ. Ζερβομπεάκο στέλνει έγγραφη διαμαρτυρία και καταγγελία ενώπιον του Εφέτη Ειδικού Ανακριτού κ. Λεωνίδα Ζερβομπεάκου, διαμαρτυρία και καταγγελία κοινοποιουμένη στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου μετά από την έρευνα η οποία γίνεται.

Τι λέει; Σήμερα το απόγευμα 15/10, αργότερα. Γιατί το λέω αυτό; Για να δείτε ποια είναι η δυνατότητα, ποια υπήρξε η δυνατότητα και αντικειμενικά ποιος ήταν ο βαθμός συνεννόησης, επικοινωνίας που είχε ο κατηγορούμενος ο συγκεκριμένος, όχι των 50 χρόνων κ. Πρόεδρε, όχι με διαδρομή κοινωνική, με εμπειρία, με ηλικία, ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος με τον δικηγόρο του σε μία τόσο σοβαρή υπόθεση.

Σήμερα το απόγευμα 15/10/2002 και ώρα 16:00 ειδοποιηθήκαμε τηλεφωνικώς από τον άνω εντολέα μας ότι το επεδόθη η κλήση σας με την οποία τον καλείται σε απολογία την προσεχή Πέμπτη 17/10. Αργότερα, μετά την ανάκριση, εξέταση υπό της κας Μπούρη. Συνεχίστηκε η κατάσταση αυτή της ανεπικοινωνίας, της αδυναμίας συνεννοήσεως με την οποία καλείται σε απολογία την προσεχή Πέμπτη 17/10 για αποδιδόμενα σε αυτόν νέα αξιόποινα αδικήματα χωρίς να περιγράφονται στις άνω κλήσεις. Αμέσως έσπευσε ο δεύτερος από εμάς, είναι ο Στυλιανός Καραμανώλης γιος του Αλεξίου Καραμανώλη στις Φυλακές Κορυδαλλού προκειμένου να παραλάβει την άνω κλήση και τις σημειώσεις που είχε ετοιμάσει για την προετοιμασία του σχετικού απολογητικού υπομνήματος που περιελάμβαναν βασικούς υπερασπιστικούς του χειρισμούς των αρχικών κατηγοριών που θα περιλαμβάνετο στο τελικό κείμενο του νέου απολογητικού υπομνήματος.

Πρόθεσή μας ήταν την επομένη ακριβώς 16/10 να σας επισκεφθούμε -απευθύνεται στον Ανακριτή- και να ζητήσουμε ενημέρωση από την σχετική δικογραφία προκειμένου να αντικρούσουμε και τις νέες κατηγορίες που αποδίδονται και οι οποίες δεν περιγράφονται στην κλήση σας. Ο άνω εντολέας μας με τον οποίο δεν είναι δυνατή η άμεση επικοινωνία παρέδωσε τα άνω έγγραφα εντολής του δεύτερου εξ ημών στον δεσμοφύλακα προκειμένου να τα μεταφέρει στο αρχιφυλακείο και να τα παραλάβει από εκεί κατά την έξοδό του.

Όταν ο δεύτερος από μας – ο Δικηγόρος – τα αναζήτησε από τον Υπαρχιφύλακα όσο και από τον προσελθόντα σε αυτό το διάστημα Αρχιφύλακα αρνήθηκαν και οι δύο να παραδώσουν λέγοντας ότι έχουν διαταγή να σταλούν από τον κατηγορούμενο ταχυδρομικώς. Στις 15/10 το απόγευμα και 17/10 την μεθεπομένη απολογείται και δεν μπορεί να επικοινωνήσει ο συνήγορος και να πάρει τις σημειώσεις του κατηγορουμένου για να πάει στον Ανακριτή διότι τα ζητήματα αυτά κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές ανεφάνησαν εδώ και υπάρχουν ως εντυπώσεις οι οποίες όμως μπορεί να οδηγήσουν σε πλάνη δικαστική.

Υπάρχουν, τι έκανε ο κατηγορούμενος, τι έκανε ο δικηγόρος του; Να, αυτή είναι η πραγματικότητα η οποία δικαιολογεί ακριβώς την εικόνα που παρουσιάζει η υπόθεση του Διονύση Γεωργιάδη όσον αφορά την παρουσία του και τις θέσεις έναντι της κατηγορίας κατά την διάρκεια της προδικασίας. Υπάρχει επομένως στοιχείο ικανό να δημιουργήσει πεποίθηση, ανεπιφύλακτη παραδοχή, ανεπιφύλακτη κατάφαση ενοχής γιατί αυτό απαιτεί ο νόμος κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές, ανεπιφύλακτη κατάφαση ενοχής όσον αφορά την πράξη της εκρήξεως.

Η ομολογία; Το μόνο, δεν έχουμε άλλους μάρτυρες. Έχουμε άρνηση της Οργανώσεως, έχουμε ισχυρισμό ο οποίος λέει «δεν είμαι εδώ›, έγγραφο και με μάρτυρες και έχουμε την ομολογία αυτή που σας διάβασα, αυτή η οποία δεν λέει πού τοποθέτησε ο αυτουργός ο συγκεκριμένος τον εκρηκτικό μηχανισμό. Η ομολογία λοιπόν υπό αυτές τις συνθήκες, η ομολογία όμως κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές πάντοτε στο δικαιϊκό μας σύστημα, όχι τώρα, όχι με υποθέσεις οι οποίες έχουν πολιτικό υπόβαθρο όπως αυτή αλλά σε όλες τις υποθέσεις η ομολογία πάντοτε εθεωρείτο κάτι το ύποπτο και ο Δικαστής ήταν πάντοτε και είναι επιφυλακτικός. Διότι nemo auditur perire volens, διότι κανείς δεν θέλει να αυτοκαταστρέφεται. Και διότι προπαντός στη δημοκρατία και όχι και σε άλλα καθεστώτα ενδιαφέρει ότι το τι ομολόγησε, όχι το αν ομολόγησε. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το πώς ομολόγησε, ποιες ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είπε, ομολόγησε αυτά τα οποία ομολόγησε οποιοσδήποτε κατηγορούμενος κ. Πρόεδρε.

Γι αυτό και στις αποφάσεις και εσείς το γνωρίζετε καλύτερα εμού πάντοτε σαν σκεπτικό γράφεται: όπως προέκυψε από την ομολογία του σε συνδυασμό με κείνο, με κάποιες συγκλίνουσες ενδείξεις. Μία των περισσοτέρων απαιτεί ο νόμος. Εδώ στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση της έκρηξης ποια ένδειξη άλλη υπάρχει πέραν αυτής της ομολογίας η οποία ομολογία, η πράξη αυτή καθ’ αυτή εάν λάβει κανείς υπόψη του τα γεγονότα αυτά και τα οποία δεν μπορεί να παραβλεφθούν από το Δικαστήριό σας ουσιαστικά ανατρέπεται.

Αλλά και αυτή την ομολογία κ. Πρόεδρε, αυτό το κείμενό της, αυτό καθ’ αυτό περιέχει την αυτοαναίρεσή της. Επιτρέψτε μου να σας πω πού βρίσκεται αυτή. Αυτή καθ’ αυτή λοιπόν η ομολογία του επί της οποίας στηρίζεται και στηρίχθηκε και η πρόταση περί ενοχής του κατηγορουμένου για την πράξη της εκρήξεως περιέχει την ίδια ακριβώς φράση που περιέχει και η κατάθεσή του αυτή η οποία εξοβελίστηκε και είναι η εξής κ. Πρόεδρε:

«Το φθινόπωρο του 1998 έρχομαι στην Αθήνα από την Θεσσαλονίκη στον Σάββα προκειμένου να εργαστώ›. Το ίδιο ακριβώς πράγμα λέει και στην κατάθεσή του. «Το φθινόπωρο του 1998› στην ίδια αυτή απολογία στην οποία λέει ότι «εγώ είμαι αυτός ο οποίος πηγαίνω και βάζω τον εκρηκτικό μηχανισμό στις 22 Ιουνίου ΄98› στην αυτή λέει ότι «έρχομαι το φθινόπωρο του ΄98›. Το ίδιο λέει και στην κατάθεσή του και το επαναλαμβάνει συνεχώς.

Δεν το γνωρίζει αυτό η αστυνομία; Δεν γνωρίζει πότε έγινε η έκρηξη; Δεν γνωρίζει ότι την έχει αναλάβει ο ΜΑΗΣ ΄98; Βεβαίως αλλά σας είπα, ισχύει αυτό το οποίο προηγουμένως ανάφερα στο Δικαστήριό σας. Ποια είναι η κατάσταση η αντικειμενική; Δεν είναι ισχυρισμός του υπερασπιστή, από πλευράς γνώσης των κατηγοριών, από πλευράς του κατηγορουμένου, του συνηγόρου του και των δικαιωμάτων των οποίων έχει προκειμένου να τις αντικρούσει; Προκύπτει και από ένα άλλο έγγραφο κ. Πρόεδρε και κ.κ. Δικαστές, αυτό στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, από την απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον της κας Μπούρη.

Εάν διαβάσετε το κατηγορητήριο είναι έγγραφο του Ανακριτή. Εάν διαβάσετε και δεν ξέρω αν έγινε αντιληπτό και από την Εισαγγελική Έδρα, οι κατηγορίες για τις οποίες κατηγορείται μία από αυτές περιλαμβάνει τη ληστεία. Ποια ληστεία όμως; Όχι αυτή στην οδό Χρεμωνίδου της Εθνικής στις 19/12. Τι λέει; «Στο Παγκράτι Αττικής στις 10/9/98› άλλη ληστεία «και περί ώρα 08:05 ενεργώντας από κοινού με άγνωστα άτομα στην ανάκριση οπωσδήποτε όμως και με τους κατηγορουμένους Χριστόδουλο και Ξηρό Βασίλειο εισήλθατε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας που ευρίσκεται επί της οδού Φιλολάου αριθμός 152-156 και αφού ακινητοποιήσατε τους πελάτες του καταστήματος με την απειλή όπλων αφαιρέσατε από το Ταμείο 7.200.000 δραχμές με σκοπό να το ιδιοποιηθείτε παράνομα›.

Τι θέλω να πω; Καλείται ο Γεωργιάδης συνεπικουρούμενος από τον συνήγορό του να απολογηθεί δεν έχει γνώση της δικογραφίας καν και υπάρχει κατηγορία. Αρνείται βεβαίως, δεν αρνείται αυτή όμως, αρνείται άλλη. Είναι όμως χαρακτηριστικό κ. Πρόεδρε του οργανογράμματος της συγκεκριμένης αυτής υπόθεσης και δεν αναφέρομαι στις δικαστικές αρχές και αυτό είναι αυτονόητο το πώς οργανώθηκε. Αυτό λέει μέσα. Σε αυτή την κατηγορία με αυτές τις συνθήκες καλείται να απολογηθεί και γι αυτά τα πράγματα ο κατηγορούμενος.

Κύριε Πρόεδρε, δε νομίζω ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο να προσθέσω όσον αφορά το αν υπήρξε λογική και νομιμότητα όσον αφορά την απολογία του, γνώση των εγγράφων, επικοινωνία με τον δικηγόρο. Αναφερόμενος και στο περιστατικό το οποίο βεβαίως προκάλεσε από Έδρας το σχόλιό σας το οποίο για μένα δεν αποτελεί ατόπημα και αστοχία, το σχόλιο που αφορά την παρουσία ενόπλων αστυνομικών αυτού μάλιστα με αυτή την εμφάνιση, αυτή την παρουσία και αυτή η θέση ενώπιον της κας Ανακρίτριας.

Υπάρχουν βεβαίως οι αποφάσεις σας στα αιτήματα να ακυρωθούν αυτές και βεβαίως μπορούν να ανακληθούν ως προπαρασκευαστικές μη οριστικές αποφάσεις αλλά στις αποφάσεις αυτές κ. Πρόεδρε ουσιαστικά κατά την άποψη της υπεράσπισης του Γεωργιάδη δεν αφίστασθε από τα σχόλια τα οποία κάνατε και τα οποία είναι απολύτως ορθά.

Διότι λέτε ότι ναι μεν όχι και απορρίπτουμε τις ενστάσεις in concreto όμως και κοιτάζοντας τη συγκεκριμένη περίπτωση το ποιος είναι ο κατηγορούμενος, το αν ο κατηγορούμενος όπως αυτός ο κατηγορούμενος απολογείται έχοντας στραμμένες τις κάνες δύο αυτομάτων όπλων, δύο μασκοφόρων αστυνομικών εκείνη την ώρα θα το κρίνετε για να δείτε εάν πράγματι υπήρξε συνδυάζοντας και όλα όσα σας είπα και όλα όσα προκύπτουν από την δικογραφία για το αν υπήρξε πράγματι επικοινωνία και άσκηση δικαιώματος κι αν μπορεί ο παρών κατηγορούμενος να κατηγορηθεί, να του αποδοθεί μομφή γιατί δεν υπήρξε σαφέστερος κύριε, γιατί αυτές οι παλινωδίες, όπως πράγματι το Δικαστήριο πολλές φορές.

Πώς είναι δυνατόν να απαιτήσουμε από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο στις συγκεκριμένες συνθήκες αυτού του είδους τη φυσική λογική, φυσική ηρεμία, τη λογική επαγωγή υπ’ αυτές τις συνθήκες προκειμένου να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους κατηγορίες όταν έχουν συμβεί αυτά τα οποία έχουν συμβεί και ότι όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες απολογήθηκε ήταν αυτές που σας είπα προηγουμένως. Και όχι μόνο της απολογίας αλλά και της συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Να αφήσουμε μερικά να τα πει και ο επόμενος.

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, βλέπετε ότι εμείς τουλάχιστον?..

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον βλέπω ανήσυχο. Λέει «τώρα τι θα μου αφήσει εμένα›, έτσι βλέπω.

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Έχει γίνει μία κατανομή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επειδή η ανησυχία του είναι έκδηλη?

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Νομίζω ότι μιλώ πάνω στην κατηγορία.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπα όχι; Ούτε διακόπτω, ούτε τίποτα. Επειδή σταματήσατε γι αυτό λέω.

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Έχετε δίκιο αλλά δεν είναι ?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διαβάζω μία ανησυχία σε αυτόν. «Τι θα πω εγώ› λέει. Αστειεύομαι.

Γ. ΖΗΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτά είναι λοιπόν τα στοιχεία τα οποία συγκροτούν τη συμμετοχή (σε εισαγωγικά κατά την υπεράσπιση) να αρνείται όσον αφορά την πράξη που του αποδίδεται της εκρήξεως. Βεβαίως επαναλαμβάνω πάνω σε αυτά δεν υπήρξε αντίλογος από πλευράς Εισαγγελικής Έδρας στα επιχειρήματα αυτά τα οποία προηγουμένως ανέπτυξα στο Δικαστήριό σας.

Είπε όμως ο κ. Εισαγγελέας «η άρνησή του› χωρίς να εξειδικεύει «αυτή δεν είναι πειστική. Αυτά είναι γεγονότα τα οποία κανείς δεν θα μπορούσε να τα έχει υποβάλλει. Δεν δέχομαι ότι η ιστορία αυτή είναι μια κατασκευασμένη έκρηξη›. Πιο κάτω αναφερόμενος στην ληστεία «έχει νομίζω εφαρμογή κι εκεί και παντού, δεν διεκδικούμε το αλάθητο και μακάρι κάποιοι από τους κατηγορουμένους, κάποια σκοτεινά σημεία που τα είχαν διαλευκάνει να τα είχαν διαλευκάνει ώστε να αισθανόμαστε ότι είναι πιο σίγουρα τα βήματά μας›.