Να επισημάνω εδώ και να προσθέσω ότι είναι πάγια και η νομολογία των Δικαστηρίων για τη σημασία των αποτυπωμάτων σε κινητά αντικείμενα και να θυμίσω μάλιστα ότι το βούλευμα είχε απαλλακτική διάταξη για έναν εκ των τότε κατηγορουμένων, διότι είχε ασκηθεί τότε δίωξη κατά του Αυγουστίνου Ξηρού, όπου υπήρχε αποτύπωμά του σε ένα κινητό αντικείμενο, το οποίο μάλιστα ήταν και αντικείμενο το οποίο θεωρητικά θα μπορούσε να πει κανείς –καλώς βεβαίως υπήρξε αυτή η διάταξη- ότι θα μπορούσε να βάλει και σε σκέψεις το τρίτο πρόσωπο διότι ήταν ένα κομμάτι τσίγκος απ’ αυτό που χρησιμοποιείτο προκειμένου να κατασκευαστούν πλαστές πινακίδες.
Το Συμβούλιο όμως είπε και ορθά είπε, ότι θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να το είχε αγγίξει αυτός σε οποιαδήποτε στιγμή βοηθώντας τον αδερφό του σε μια μετακόμιση την οποία είχε πραγματοποιήσει. Και απάλλαξε ορθά και τον Αυγουστίνο Ξηρό διά βουλεύματος.
Ένα άλλο στοιχείο το οποίο υπάρχει, το τελευταίο θα έλεγα το οποίο θα πρέπει να αξιολογήσουμε εν σχέσει με τον Γεωργιάδη σε ό,τι αφορά τα αποδεικτικά υλικά, είναι οι επιβαρυντικές καταθέσεις των συγκατηγορουμένων του. Οι περιπτώσεις εκείνες όπου οι συγκατηγορούμενοι αναφέρουν τον Γεωργιάδη και αναφέρουν μια μορφή συμμετοχής του Γεωργιάδη στη 17Ν. Θα έλεγα ότι οι μοναδικές οι οποίες μπορούν κάπως να αξιολογηθούν, είναι του Βασίλη Ξηρού κατά μείζονα λόγο και του Σάββα Ξηρού κατά δεύτερο, στο μέτρο που υπάρχει μία μοναδική αναφορά στην κατάθεσή του ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή στις 11/8.
Είναι γνωστή η αναφορά, αναφέρεται στην υποτιθέμενη συμμετοχή του στη ληστεία της οδού Χρεμωνίδου. Υπάρχει μία αναφορά του Χριστόδουλου Ξηρού η οποία είναι μη αξιολογήσιμη διότι αναφέρεται ρητά σε έμμεση γνώση. «Ο Γεωργιάδης ήταν φίλος του Βασίλη Ξηρού, πρέπει να μπήκε με αυτόν›. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε μια προσωπική γνώση του κατηγορουμένου σε σχέση με τον Γεωργιάδη.
Εν σχέσει με την κατάθεση του Βασίλη Ξηρού δεν θα επαναλάβω τα όσα ειπώθηκαν εδώ και νομίζω ότι πραγματικά μας βάζουν όλους σε σκέψεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λήφθηκε η κατάθεση του Βασίλη Ξηρού. Υπάρχουν δύο γεγονότα, το ένα είναι η μαρτυροποίηση, προκύπτει από την ίδια τη δικογραφία του κατηγορουμένου, άρα εξ ορισμού υπάρχει παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και το δεύτερο είναι το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η εντυπωσιακή πραγματικά αντιγραφή της μαρτυρικής του κατάθεσης στο σώμα της προανακριτικής του απολογίας που κάνει κάποιον τρίτο παρατηρητή να διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα μια τέτοια κατάθεση απλώς δεν λήφθηκε ποτέ. Ουδέποτε δηλαδή κατέθεσε ως κατηγορούμενος ο Βασίλης Ξηρός.
Να αναφερθώ και στο περιεχόμενο της κατάθεσης αυτής απαντώντας σε ένα δραματικό ερώτημα πράγματι: Γιατί ο φίλος του, γιατί ένας άνθρωπος με τον οποίο συνδεόταν με μια φιλική σχέση, να περιγράφει αυτού του τύπου τη συμμετοχή του Γεωργιάδη στην Οργάνωση 17Ν; Μία, θα έλεγα αντιφατική κιόλας περιγραφή, κατά την έννοια ότι ενώ αρχικά αναφέρει ότι ο Γεωργιάδης πείθεται και γίνεται ένα συνειδητό μέλος της Οργάνωσης και μάλιστα αναφέρονται σε ένα επίπεδο συνείδησης το οποίο είναι μεγαλύτερο από το δικό του, σας υπενθυμίζω τη φράση «ο Γεωργιάδης πείθεται να αγωνιστεί ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και στο κεφάλαιο›, εν συνεχεία το καλύπτει αυτό με διάφορες αναφορές οι οποίες αντιφάσκουν προς την προηγούμενη σκέψη του, λέγοντας ότι «τον Γεωργιάδη δεν τον εμπιστευόμασταν, ήταν πάρα πολύ απρόσιτος, όμως ενδεχομένως να έκανε και την ενοικίαση της οδού Δαμάρεως ή μετακινούσε κάποια αυτοκίνητα πολλές φορές, όπως για παράδειγμα το αυτοκίνητο του Σάββα Ξηρού κατά τη ληστεία της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ στο Παγκράτι›.
Θα έλεγα είναι λιγάκι περίεργο το γεγονός ότι ο Βασίλης Ξηρός ο οποίος σύμφωνα με τα έγγραφα, με την ώρα και την ημερομηνία της έκθεσης κατάθεσης θυμάται κάποια γεγονότα συμπτωματικά, να θυμηθεί μονάχα ένα γεγονός για τον Γεωργιάδη και ένα να περιγράψει με ακρίβεια, το γεγονός ότι μετακίνησε αυτό το αυτοκίνητο, το αυτοκίνητο το οποίο αναφέρεται στη ληστεία στο Παγκράτι.
Θα έλεγα επίσης ότι υπάρχει κάτι άλλο αντιφατικό: Ενώ η περιγραφή των πράξεων στις οποίες φέρεται να έχει συμμετάσχει ο Βασίλης Ξηρός είναι απόλυτα ακριβής, συνεπής, έχει χρονική αλληλουχία, έχει αναφορά ημερομηνιών, όταν φτάνει στον Γεωργιάδη, που αναμφίβολα τους συνδέει μια βιοτική σχέση, τα πράγματα λίγο αλλάζουν. Δηλαδή ενώ προέκυψε από τη διαδικασία ότι ο Γεωργιάδης κατέβηκε στην Αθήνα το φθινόπωρο του ’98, ο Βασίλης Ξηρός δίνει μια άλλη ημερομηνία, ένα χρόνο πιο πριν και μάλιστα αποφαίνεται ότι η συμμετοχή του Γεωργιάδη έληξε στα μέσα του 1998, κάτι το οποίο δεν προκύπτει από πουθενά.
Δηλαδή είναι αντιφατικό ως προς την ίδια την κατάθεση του Γεωργιάδη, ως προς τα γεγονότα τα οποία ενώπιόν σας κατατέθηκαν αλλά και ως προς το ίδιο το βίωμα του Βασίλη Ξηρού το οποίο ο ίδιος δεν μπορεί να το αποδώσει ορθά στην κατάθεσή του αυτή. Προσπαθώ να βρω ένα κίνητρο, γιατί υπάρχει πραγματική αγωνία της Υπεράσπισης να ερμηνεύσει γιατί όλα αυτά, θα έλεγα ότι καταλήγουμε ξανά στο εξής συμπέρασμα: Θεωρούμε ότι η Αντιτρομοκρατική διαμορφώνει εξαρχής μια πεποίθηση ενοχής του Γεωργιάδη.
Είναι ένα συμπέρασμα το οπόιο είναι πάρα πολύ εύλογο αν σκεφτούμε το γεγονός ότι όταν προσέρχεται ο Γεωργιάδης, το πρώτο πράγμα το οποίο λέει είναι ότι εμπλέκεται στην ενοικίαση της οδού Δαμάρεως, χωρίς δόλο βεβαίως. Αυτό το γεγονός κινητοποιεί ουσιαστικά τους ανακριτές, τους κάνει να πιστέψουν ότι πραγματικά υπάρχει μια τέτοιου τύπου συμμετοχή και να αναμετρηθούν με το παράδοξο πραγματικά γεγονός της ύπαρξης ενός μέλους το οποίο δεν έχει καμία συμμετοχή σε καμία ενέργεια. Δεν μπορεί αυτός ο άνθρωπος να συμμετείχε χωρίς να έχει κάνει οτιδήποτε. Επομένως θα πρέπει, εάν αυτές οι ενέργειες δεν υπάρχουν, να επινοηθούν, να εφευρεθούν.
Ως προς την κατάθεση του Σάββα Ξηρού θα έλεγα ότι και αυτή η κατάθεση είναι όλως αντιφατική αλλά θα έλεγα ότι αυτό δεν είναι πάρα πολύ παράξενο αν δούμε και την εικόνα του ίδιου του κατηγορουμένου όχι μονάχα μέσα στην προδικασία αλλά και στην ίδια τη διαδικασία. Κατ’ αυτή την έννοια θεωρώ ότι καμία ασφάλεια δικαίου δεν μας εγγυάται το να λάβουμε υπόψη μας μία τέτοιου τύπου αόριστη και παράδοξη πραγματικά αναφορά, με δεδομένο ότι τη στιγμή κατά την οποία απολογείται ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή ο Σάββας Ξηρός έχει ένα δεδομένο: Ότι ο Γεωργιάδης είναι στην Οργάνωση κι έχει ομολογήσει.
Αυτό ξέρει και με αυτό το δεδομένο κάνει αυτή την αναφορά την οποία ο ίδιος την αντιλαμβάνεται ως αθωωτική, την αντιλαμβάνεται ως απαλλακτική. Αλλά θα έλεγε ότι το Δικαστήριό σας θα πρέπει να σταθμίσει τις παλινδρομήσεις, την αντιφατικότητα, αλλά και την ίδια την κατάσταση της υγείας του Σάββα Ξηρού κατά τον χρόνο εκείνο. Δε θα πω κάτι άλλο σε σχέση με αυτά που ακούστηκαν όλες αυτές τις μέρες, γιατί εμένα μου έκανε τουλάχιστον μια εντύπωση και αφορά την υπεράσπιση του Γεωργιάδη, τον διάλογο τον οποίο είχε ο Σάββας Ξηρός με τη νοσοκόμα του στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ. Είναι μία μάρτυρας η οποία νομίζω τουλάχιστον δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Τη ρωτά λοιπόν ο Σάββας Ξηρός: «Παραισθήσεις είχα; Προσπαθήστε να θυμηθείτε›. Και η νοσοκόμα απαντά; «Κάτι μου έλεγες για χρώματα αλλά δε θυμάμαι›. «Για πολύχρωμους κύβους;› «Αυτό το θυμάμαι›. «Για πόσο ψηλά είναι τα κάγκελα ενώ δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο στην Εντατική;› «Βεβαίως, βεβαίως›. Βεβαιώνει δηλαδή ενώπιόν σας η νοσοκόμα ότι σε κάποιο στάδιο, πριν βεβαίως εξετασθεί από τον Ειδικό Εφέτη Ανακριτή αλλά όχι σε χρονικό διάστημα πάρα πολύ μεγαλύτερο, ο κατηγορούμενος αυτός έχει παραισθήσεις κι έχει έντονες παραισθήσεις.
Ας αξιολογήσει το Δικαστήριό σας κατά πόσο αυτή η αναφορά στον Εφέτη Ανακριτή μας παρέχει ασφάλεια δικαίου προκειμένου να διαμορφώσουμε καταδικαστική για έναν κατηγορούμενο. Μία αναφορά αυτού του κατηγορουμένου, του Σάββα Ξηρού.
Ως προς το ζήτημα της συμμετοχής στην Οργάνωση θα κλείσω θέτοντας το ζήτημα των χρονικών ορίων της συμμετοχής. Είναι γνωστό ότι η συμμετοχή σε εγκληματική Οργάνωση, η πλήρωσης της υπόστασης του άρθρου 1 του 2928, είναι ένα διαρκές έγκλημα. Όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε και γνωρίζετε, η συμμετοχή του κάθε κατηγορουμένου στην Οργάνωση αυτή είναι ένα πραγματικό ζήτημα το οποίο κρίνεται ανά πάσα χρονική στιγμή. Πρέπει δηλαδή να διακριβώνεται η συμμετοχή του σε κάθε χρονική στιγμή και να πιστοποιείται συγκεκριμένα. Δεν ισχύει δηλαδή αυτό το οποίο θα λέγαμε «άπαξ μέλος, για πάντα μέλος›.
Όπως είδαμε και προέκυψε και από τη διαδικασία ενώπιόν σας, υπάρχουν εντάξεις και υπάρχουν και αποχωρήσεις. Βεβαίως ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης έχει πλήρη άρνηση της πράξης αυτής. Όμως είναι υπερασπιστικός ισχυρισμός και γι αυτό πρέπει να τον επαναφέρουμε, το γεγονός ότι η όποια υποτιθέμενη συμμετοχή του προσδιορίζεται χρονικά κατά το έτος 1998 και εν πάση περιπτώσει η τελευταία ενέργεια με την οποία φαίνεται να εμπλέκεται με τη 17Ν είναι ο Φεβρουάριο του 2000 που υπάρχει η ενοικίαση της Δαμάρεως. Μετά δεν έχουμε κανένα οποιοδήποτε στοιχείο.
Θα έλεγα εδώ ότι οπωσδήποτε το in dubio pro reo δεν ισχύει μόνο για την κατάγνωση της ενοχής και της αθωότητας του κατηγορουμένου, ισχύει και για τα χρονικά όρια της συμμετοχής του. Στο βαθμό λοιπόν που το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του 2928 είναι η 27/6/2001, θα πρέπει να πούμε ότι τίποτα από το αποδεικτικό υλικό, ακόμα και αυτό το οποίο εμείς αμφισβητούμε και βασίμως αρνούμαστε, δεν έχει προκύψει που να δείχνει ότι υπάρχει οποιαδήποτε συμμετοχή του Γεωργιάδη μετά τις 29/6/2001.
Μάλιστα ο Γεωργιάδης κατά το χρονικό αυτό σημείο έχει ήδη φύγει από την Αθήνα και έχει εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Επομένως σύμφωνα με την αρχή της μη αναδρομικής ισχύος του δυσμενέστερου ποινικού νόμου, εφαρμοστέο εδώ σε κάθε περίπτωση δεν είναι το άρθρο 1 του 2928 αλλά το παλιό άρθρο του 187 για τη σύσταση και τη συμμορία.
Φτάνοντας κοντά στο τέλος της αγόρευσης αυτής θα έλεγα ότι οφείλουμε να δώσουμε απαντήσεις σε άλλα εύλογα ερωτήματα τα οποία έχουν υπάρξει, έχουν διατυπωθεί από την Έδρα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής. Να μπούμε στο σημαντικό ζήτημα της ανάκλησης των προανακριτικών απολογιών του Γεωργιάδη, να ερμηνεύσουμε δηλαδή και να εξηγήσουμε γιατί ανακαλεί ο Γεωργιάδης. Έχει τεθεί το ζήτημα αυτό και νομίζω ότι χρήζει μιας απάντησης.
Η μία αυτονόητο απάντηση βεβαίως την οποία δίνει η Υπεράσπιση αλλά θα την εξειδικεύσω στη συνέχεια, είναι ότι προφανώς ανακαλύπτει ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες απολογήθηκε προανακριτικά αλλά και ενώπιον της Ανακρίτριας δεν ήταν αυτές οι οποίες προσιδιάζουν σε έναν κατηγορούμενο. Δεν υπήρχε δηλαδή απονομή όλων των δικαιωμάτων του ως κατηγορουμένου.
Αυτό προκύπτει ούτως ή άλλως τουλάχιστον από το γεγονός ότι μαρτυροποιήθηκε, από το γεγονός ότι η επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον συνήγορο ήταν αυτή η οποία ήταν, το εξέθεσα προηγουμένως, από την παρουσία των αστυνομικών μέσα στο γραφείο της Τακτικής Ανακρίτριας που και αυτό προέκυψε από τη διαδικασία και από το γεγονός ότι υπήρχε μια συντριπτική απειλή η οποία θα μπορούσε να κάμψει την αντίσταση ενός 26χρονου ο οποίος βρίσκεται μέσα στην Αντιτρομοκρατική σ’ αυτές τις συνθήκες όπου συνήγοροι από τους πιο μαχητικούς και τους πιο έμπειρους δεν διαμαρτύρονται όταν βλέπουν αστυνομικούς μέσα στο γραφείο της Ανακρίτριας, πόσο μάλλον αυτή η πίεση και αυτό το κλίμα θα μπορούσε να κάμψει το φρόνημα και το ηθικό ενός 26χρονου.
Θα έλεγα ότι εδώ αναμετρήθηκε ουσιαστικά ο κρατικός μηχανισμός υπό τη μορφή της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας με έναν 26χρονο και θριάμβευσε φυσικά ο μηχανισμός. Αλλά νομίζω ότι δε θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι άλλο.
Συνεχίζω στο θέμα της ανάκλησης γιατί υπάρχουν ερωτήματα τα οποία ενδεχομένως δεν έχουν απαντηθεί απολύτως. Θα πρέπει να κατανοήσει το Δικαστήριο εδώ ότι ο Γεωργιάδης ευρισκόμενος πια προφυλακισμένος, βρίσκεται σε μια συνθήκη στην οποία ουσιαστικά ουδείς τον πιστεύει. Η Αστυνομία δεν τον πιστεύει, πιστεύει μάλιστα το αντίθετο ακράδαντα. Πιστεύει ότι είναι μέλος της 17Ν.
Το κλίμα εκείνων των ημερών αποτυπώνεται ανάγλυφα και από την ίδια την κατάσταση του πατέρα του Γεωργιάδη, που ενώπιόν σας είπε το εξής: «Εγώ επικοινώνησα όταν ήρθε στον Κορυδαλλό, υπήρχε απόλυτη ακώλυτη επικοινωνία μεταξύ μας και μου είπε κάποια πράγματα›. Το διαβάζω κατά λέξη κ. Πρόεδρε, γιατί εμένα τουλάχιστον με εντυπωσίασε αυτή η διατύπωση. «Μου είπε κάποια πράγματα›, λέει ο Παναγιώτης Γεωργιάδης, «εγώ δεν τα έλαβα τόσο πολύ σοβαρά›.
Θα έλεγα δηλαδή ότι σ’ αυτή τη συνθήκη του περσινού καλοκαιριού, η ίδια η οικογένεια του κατηγορουμένου μπαίνει σε μια διαδικασία που ουσιαστικά όταν πλέον έχει αποδεχθεί μια εικόνα για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, για το ίδιο το παιδί δηλαδή και όταν αυτή η εικόνα αμφισβητείται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, υπάρχει μια μεγάλη δυσπιστία στο να μπορέσει να ανατρέψει αυτή τη βεβαιότητα που έχει δημιουργηθεί.
Σ’ αυτό το κλίμα φαίνεται ότι αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι η επικοινωνία με τους συνηγόρους σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, είναι τουλάχιστον προβληματική. Σας είπε χθες ο συνάδελφός μου το πώς ακριβώς γινόταν η επικοινωνία. Να προσθέσω ότι η επικοινωνία ήταν κατά 60% σε χρονικό όριο λιγότερη από κάθε άλλον ποινικό κρατούμενο, από κάθε άλλον κοινό ποινικό κρατούμενο στις φυλακές του Κορυδαλλού. Τα επισκεπτήρια δηλαδή ήταν μειωμένα για τους συγκεκριμένους κατηγορουμένους οι οποίοί σήμερα δικάζονται ενώπιόν σας.
Ο Γεωργιάδης συνειδητοποίησε ότι πρέπει να ανακαλέσει, πολύ πριν τον Οκτώβριο του 2002. Τί όμως πρέπει να κάνει πιο πριν; Πρέπει να εξασφαλίσει κάποιους ισχυρισμούς οι οποίοι αυτή την ανάκληση να την κάνουν πιστευτή, να την κάνουν κατανοητή. Και τί κάνει: Έρχεται σε επαφή με κάποιους ανθρώπους με τους οποίους βρισκόταν σε μια επαγγελματική και βιοτική σχέση, οι οποίοι πιστοποιούν πραγματικά και το πιστοποίησαν και ενώπιόν σας, ότι πράγματι κατά το διάστημα εκείνο ήταν στη Θεσσαλονίκη.
Αυτό είναι μια διαδικασία η οποία δεν είναι ζήτημα μιας μέρας. Αυτοί οι άνθρωποι μάλιστα κατέθεσαν και ενόρκως στις 18/10/2002, ήταν κάποιες ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες είχαν ενσωματωθεί στο απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή, ότι πράγματι το καλοκαίρι του 1998 ο Γεωργιάδης ήταν στη Θεσσαλονίκη.
Υπάρχει το ζήτημα όμως του υπομνήματος το οποίο κατατίθεται ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή. Υπάρχουν αυτοί οι ισχυρισμοί περί απειλών, τους οποίους εν συνεχεία και ενώπιόν σας ο Γεωργιάδης διέψευσε και νομίζω ότι η μόνη αληθινή εκδοχή την οποία μπορούμε να δεχτούμε είναι ότι αυτές οι απειλές δεν υπήρξαν ποτέ. Το γιατί θα προσπαθήσω να το αποδείξω.
Καταρχήν, υπάρχει το φαινομενικώς παράδοξο, υποβλήθηκαν ερωτήσεις από εσάς στο πώς μπορούμε να αντιληφθούμε, να καταλάβουμε μία υπεράσπιση κατά την οποία ο κατηγορούμενος δεν έχει λάβει γνώση του απολογητικού υπομνήματος. Όμως αυτό το πράγμα νομίζω ότι έχει ήδη απαντηθεί εν μέρει από τον συνάδελφο, από το γεγονός ότι η ανταλλαγή υπομνημάτων, δηλαδή εγγράφων τα οποία δεν έφεραν τη σφραγίδα «τμήμα της δικογραφίας› ήταν αδύνατη μεταξύ κατηγορουμένων και συνηγόρων.
Κατά δεύτερον είναι το εξής: Το απολογητικό υπόμνημά του έχει έναν ισχυρισμό ότι ο Γεωργιάδης έρχεται σε επαφή με τον κατηγορούμενο Κουφοντίνα σε κάποια καφετέρια και μάλιστα εκεί συναντιούνται και συστήνονται, ο δε Γεωργιάδης συστήνεται με το όνομα «Αλέξης›. «Μου λένε δηλαδή ότι εσύ είσαι ο Αλέξης›. Είναι ένα περιστατικό το οποίο δεδομένου ότι δεν υπάρχει δόλος του Γεωργιάδη ως προς την Οργάνωση, είναι τουλάχιστον ακατανόητο.
Όμως περιλαμβάνεται μέσα στο απολογητικό υπόμνημα. Ας δούμε τί απαντά ο Γεωργιάδης όταν ερωτάται από τον Εφέτη Ανακριτή για το εάν αυτό το περιστατικό ανταποκρίνεται στην αλήθεια ή όχι. Τον ρωτά λοιπόν: «Το όνομα Αλέξης σου λέει κάτι;› Και λέει ο Γεωργιάδης; «Εγώ αυτό το άκουσα για πρώτη φορά στην αστυνομία›. Δηλαδή η αντίφασή του ως προς το απολογητικό υπόμνημα δεν αφορά μονάχα το ζήτημα των απειλών, αφορά και το περιστατικό αυτό.
Ο Γεωργιάδης ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή λέει ότι «εγώ το ‘Αλέξης’ δεν το άκουσα ποτέ μου, ουδέποτε συστήθηκα με αυτό το όνομα. Επομένως ο ισχυρισμός ο οποίος περιλαμβάνεται στο απολογητικό μου υπόμνημα δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια›. Αυτό λέει. Περιγράφοντας μάλιστα τη συνάντησή του με τον Κουφοντίνα λέει ότι «ήμαστε στην καφετέρια αυτή, τέρμα Πατησίων, είχα δει μονάχα τον Λουκά, θεωρούσα ότι ο Λουκάς ήταν ο Κουφοντίνας, έπινα καφέ εγώ, ο Βασίλης και ο Σάββας›. Καμία αναφορά δεν υπάρχει γι αυτό το όλως ασυνήθιστο και παράδοξο γεγονός, ότι ο ίδιος συστήνεται σαν «Αλέξης›. Είναι προφανές ότι για έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει δόλο δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Ας δούμε όμως γιατί και οι ισχυρισμοί για τις απειλές δε μπορούν να ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Καταρχήν δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου σας ότι οι ισχυρισμοί περί απειλών, το πρώτον διατυπώνονται στο απολογητικό υπόμνημα ενώπιον της Τακτικής Ανακρίτριας, δεν υπάρχουν δηλαδή κατά τις προανακριτικές καταθέσεις του κατηγορουμένου και είναι και αυτό απορίας άξιο, το πώς ένας κατηγορούμενος ο οποίος έχει φτάσει σε μια πεποίθηση ότι πρέπει να συνεργαστεί με τις αρχές και διατυπώνει την ευχή μάλιστα ότι πρέπει να λάβει και τις ευεργετικές διατάξεις, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, ότι απειλείτο αό τη 17Ν δεν θεώρησε σκόπιμο να το καταθέσει απολογούμενος ως κατηγορούμενος.
Το πρώτο λοιπόν διατυπώνεται ως υπερασπιστικός ισχυρισμός δι’ υπομνήματος και δι’ υπομνήματος ξαναϋποβάλλεται ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή. Εδώ θα έλεγα όμως αυτή η εκδοχή της απειλής δεν έχει καμία αληθοφάνεια για δύο επιπλέον λόγους. Ο ένας είναι ο εξής: Σύμφωνα με την κατηγορία ο Γεωργιάδης τελεί ήδη σε γνώση του ότι είναι στη 17Ν. Έχει βάλει σύμφωνα με το κατηγορητήριο μία βόμβα, έχει κάνει μια ληστεία, έχει συμμετάσχει, έχει μυηθεί στην Οργάνωση αυτή και ξαφνικά εμφανίζεται να απειλείται κιόλας τρία χρόνια μετά τη υποτιθέμενη μύησή του.
Εδώ θα έλεγα ότι τρία ενδεχόμενα μπορούμε να έχουμε: Ή να συμμετέχει πράγματι στη 17Ν αλλά οι απειλές να μην υπάρχουν διότι ως μυημένο μέλος δεν είναι νοητό ξαφνικά να βλέπει μπροστά του τις προκηρύξεις της 17Ν και τότε, τρία χρόνια μετά να συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ουσιαστικά στην αυλή της 17Ν, ή ότι ο Γεωργιάδης δεν είναι αυτουργός της έκρηξης ούτε της ληστείας, δεν έχει καμία σχέση με τις πράξεις αυτές οι οποίες του αποδίδονται αλλά το πρώτον, αντιλαμβάνεται το τί συμβαίνει ερχόμενος σε επαφή με την προκήρυξη ή αυτό το οποίο λέει η Υπεράσπιση, ότι τίποτα δηλαδή από τα δύο αυτά δεν ισχύουν.
Πάντως αυτό το οποίο αποκλείετε να ισχύει είναι να ισχύει και το ένα και το άλλο. Δηλαδή ο Γεωργιάδης να είναι ο αυτουργός της έκρηξης, να είναι το μέλος της 17Ν το οποίο βοηθά σε δευτερεύουσες εργασίες, να συμμετέχει στην τράπεζα και ξαφνικά, τρία χρόνια μετά, πραγματικά να πέφτει απ’ τον ουρανό βλέποντας μπροστά του το γεγονός ότι συμμετέχει σε αυτή την Οργάνωση και μάλιστα να απειλείται κιόλας για το λόγο του ότι ξαφνικά αντιλαμβάνεται το γεγονός αυτό. Αυτό νομίζω ότι είναι μια εκδοχή της πραγματικότητας που δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, δεν μπορεί να είναι αλήθεια.
Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί αυτή η εκδοχή των απειλών να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα είναι ο εξής:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου).
Β. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον δεν μπορεί να ανταποκρίνονται στην αλήθεια αυτές οι απειλές, είναι το γεγονός ότι αν υποθέσουμε ότι αυτά τα οποία το υπόμνημα αυτό θέτει ως ορθά, θέτει ως μια πραγματική εκδοχή, τότε δεν είναι νοητό το μέλος της 17Ν, ο Σάββας Ξηρός, να βάζει μέσα στο κρησφύγετο της Οργάνωσης έναν ανυποψίαστο τρίτο, δηλαδή τον Γεωργιάδη ο οποίος για πρώτη φορά έρχεται σε επαφή με το υλικό της Οργάνωση και μάλιστα πώς: Του πετάει ουσιαστικά μπροστά του κάποιες προκηρύξεις ο Σάββας Ξηρός και του λέει «χωρίς να μπούμε σε μια ευρύτερη κουβέντα μεταξύ μας, κοίταξε να δεις, είσαι στη 17Ν›.
Νομίζω ότι αυτές οι Οργανώσεις –αυτό έχει προκύψει και μέσα από τα έγγραφα ακόμα τα οποία έχουν βρεθεί σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας τους- είχαν μια εντελώς διαφορετική τακτική προκειμένου να προσελκύουν, να προσηλυτίζουν μέλη. Αυτή η τακτική περιλαμβάνει όπως σε κάθε Οργάνωση, τη διεξοδική συζήτηση, τη συμφωνία με τις αρχές της και οπωσδήποτε όχι μια συμπτωματική συνάντηση μέσα στην οποία ο καθένας θα μπορούσε είτε να δεχθεί αυτή την πρόταση ή ακόμα και να την αποκρούσει. Και αν την απέκρουε φυσικά οι συνέπειες για την ίδια την Οργάνωση θα μπορούσα να είναι πάρα πολύ σοβαρές.
Έρχομαι στο ζήτημα της αξιολόγησης της συμπεριφοράς των γονέων του κατηγορουμένου γιατί και αυτό το πράγμα εισφέρθηκε στη διαδικασία. Ειπώθηκαν πράγματα από την Εισαγγελική Έδρα και θα πρέπει να απαντηθούν. Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε καταρχήν τις θέσεις των γονέων στη συγκυρία εκείνη του περσινού καλοκαιριού.
Ήταν δύο άνθρωποι οι οποίοι ξαφνικά μαθαίνουν ότι το παιδί τους έχει μία συμμετοχή, αυτό τους λέει η αστυνομία, αυτό τους λέει και το ίδιο εν πρώτοις, στην Οργάνωση 17Ν και βρίσκουν το καταφύγιο σε αυτό το οποίο αυτοί θεωρούν σαν δικαιοσύνη, που η δικαιοσύνη αυτή είναι η δημοσιότητα και οι τηλεοπτικές κάμερες. Είναι μια πάρα πολύ στρεβλή αντίληψη για το τί εστί δικαιοσύνη αλλά δυστυχώς αυτή η παθολογία δεν είναι ξένη στην κοινή γνώμη και νομίζω ότι αυτό το πράγμα το καταλαβαίνει ένα Δικαστήριο σαν το δικό σας.
Όταν λοιπόν συναλλάσσεσαι με ένα μέσο όπως είναι η τηλεόραση δεν αποτυπώνεται ακριβώς η αλήθεια του ανθρώπου στο μέσο αυτό και η συναλλαγή αυτή δεν είναι ισότιμη. Αυτό το οποίο αποτυπώνει η τηλεόραση δεν είναι η αλήθεια του ανθρώπου με τον οποίο συνδιαλέγεται, αλλά είναι η αλήθεια την οποία διαμορφώνει το ίδιο το μέσον.
Τί εννοώ με αυτό: Οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν να ζητούν συγνώμη τηλεοπτικά για πράξεις για τις οποίες το παιδί τους δεν κατηγορείται και ουσιαστικά υιοθετούσαν μια διατύπωση η οποία έλεγε το εξής: Συγνώμη για όσα το παιδί μας δεν έκανε, αλλά εν πάση περιπτώσει έκανε αυτό το πράγμα στο οποίο ίσως το παιδί μας να ήταν. Αλλά και αν δεν τα έκανε ακόμα, εμείς ζητούμε συγνώμη.
Θα έλεγα λοιπόν ότι θα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί όταν αξιολογούμε πράγματα τα οποία εισφέρονται στη διαδικασία. Βεβαίως είναι κοινώς γνωστά, δεν είναι άτοπο να εισάγει κανείς στη διαδικασία πράγματα τα οποία έχουν συμβεί, έχουν προκύψει μέσα από τα ΜΜΕ, αλλά θα έλεγα ότι η προσοχή θα έπρεπε να είναι αυξημένη γιατί στην περίπτωση αυτή υπάρχει διαστρέβλωση της πραγματικότητας μέσα από την ίδια την επιδίωξη και μέσα και από την ίδια τη φύση του ΜΜΕ.
Και εδώ υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα σε σχέση με την ανάκληση. Ειπώθηκε και δόθηκε η εικόνα και δόθηκε η εικόνα και από τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελά ότι οι γονείς αντέδρασαν στο γεγονός ότι ο Γεωργιάδης ανακαλεί τον ισχυρισμό του περί της συμμετοχής του στην Οργάνωση αυτή. Τούτο όμως δεν είναι ακριβές. Οι γονείς αντέδρασαν και πραγματικά εκδήλωσαν κακώς κατά τη γνώμη μου δημόσια την αντίδρασή τους, στο γεγονός ότι ο Γεωργιάδης θέλησε να ανακαλέσει τα περί των απειλών στο απολογητικό του υπόμνημα.
Οι μάρτυρες οι οποίοι ήρθαν ενώπιόν σας και εξετάστηκαν και οι οποίοι μίλησαν για την εργασία και την απασχόληση που είχε ο Γεωργιάδης το καλοκαίρι του ’98 στη Θεσσαλονίκη, δεν ήταν άνθρωποι άσχετοι με τους γονείς του. Ήταν βεβαίως μάρτυρες αλήθειας, γιατί πραγματικό βίωμα εισέφεραν και πραγματική επαγγελματική σχέση είχαν με τον Γεωργιάδη. Όμως τους μάρτυρες αυτούς τους βρήκαν οι γονείς του Γεωργιάδη όταν πείστηκαν ότι αυτό το οποίο λέει το παιδί τους, ότι είναι αθώος, ανταποκρίνεται στην αλήθεια και προσπάθησαν να βρουν στοιχεία και τρόπους να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό αυτό.
Επομένως τίποτε απ’ όσα έχουν πει οι γονείς του Γεωργιάδη στα ΜΜΕ δεν αντιβαίνει, τίποτε δεν είναι σε βάρος του ισχυρισμού του Γεωργιάδη. Εξαρχής τους είχε πει ότι αυτά που είπε στις προανακριτικές του απολογίες δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Οι γονείς πίστεψαν στην αθωότητα του Γεωργιάδη και αγωνίστηκαν γι αυτήν και με βάση τη δική τους συνδρομή υπήρξε και ανάκληση ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή.
Εκείνο στο οποίο αντέδρασαν οι γονείς του Γεωργιάδη και πράγματι αυτή η αντίδρασή τους είδε και το φως της δημοσιότητας και κατ’ αυτή την έννοια είναι ορθή η παρατήρηση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα, ήταν η μεταγενέστερη άρνηση του Γεωργιάδη να αποδεχθεί αυτά τα οποία ερήμην του γράφτηκαν στο απολογητικό του υπόμνημα. Αυτό όμως είναι ένα διαφορετικό ζήτημα, είναι διαφορετικός ισχυρισμός.
Επομένως αυτό το οποίο λέει η Υπεράσπιση, είναι ότι από τη στιγμή κατά την οποία ο Γεωργιάδης είναι στον Κορυδαλλό εξαρχής διατυπώνει στους γονείς του οι οποίοι το αποδέχονται και συμβάλλουν σε αυτή την πεποίθηση αθωότητας, συμβάλλουν σε αυτόν τον αγώνα, το γεγονός ότι «είμαι αθώος και θα αγωνιστώ για την αθωότητά μου›.
Θα πρέπει να απαντήσουμε σε ένα δυο ερωτήματα τα οποία είναι εύλογα. Ένα εύλογο ερώτημα είναι γιατί η Αστυνομία να επιλέγει εσάς κ. Γεωργιάδη προκειμένου να σας ενοχοποιήσει. Είναι ερώτημα το οποίο επίσης έχει διατυπωθεί από εσάς και στο οποίο νομίζω ότι χρειάζεται απάντηση. Και μάλιστα γιατί να επιλέγει εσάς, έναν κατηγορούμενο που η συμμετοχή σας είναι τόσο μικρή.
Θα έλεγα ότι καταρχήν ο Γεωργιάδης έχει ένα «προσόν› εν σχέσει με το αν θα μπορούσαν να του αποδοθούν κάποιες πράξεις και κάποια συμμετοχή στη 17Ν. Ποιο είναι το γεγονός αυτό: Ότι συνδέεται με μια βιωματική σχέση, φιλική σχέση με τους αδερφούς Ξηρούς. Ο δεύτερος λόγος και ο σημαντικότερος κατά τη γνώμη μου, το έχω ήδη αναπτύξει προηγουμένως, είναι ότι από την πρώτη στιγμή τους αναφέρει ένα πραγματικό περιστατικό το οποίο έχει σχέση με τη δραστηριότητα της Οργάνωσης αυτής. Δηλαδή την ενοικίαση της Δαμάρεως.
Επομένως, στην περίπτωση αυτή, η πεποίθηση της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας ουσιαστικά έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται. Όμως είναι χρήσιμος ο Γεωργιάδης στην Αντιτρομοκρατική; Αυτή ήταν η ερώτηση συνήθως. Τί επιβεβαιώνει ο Γεωργιάδης; Θα έλεγα ότι αυτά τα οποία επιβεβαιώνει ο Γεωργιάδης δεν είναι λίγα. Και μάλιστα δεν είναι λίγα εάν τυχόν σκεφτούμε ότι στις 16/7 όταν συλλαμβάνεται ο Γεωργιάδης, τα μόνα πράγματα τα οποία είχε στα χέρια της η αστυνομία, είναι ο τραυματισμένος Σάββας Ξηρός.
Ο τραυματισμένος, ανακρινόμενος και σε επισφαλή θέση υγείας ευρισκόμενος, Σάββας Ξηρός. Έχει στα χέρια της τον Βασίλη Ξηρό, τον Χριστόδουλο ξηρό και τον Γεωργιάδη τον οποίο ανακρίνει και με την προανακριτική του απολογία και ομολογία ο Γεωργιάδης τους επιβεβαιώνει κάποια πράγματα τα οποία είναι πολύτίμα και στο επίπεδο της πρόκλησης βεβαιοτήτων στην κοινή γνώμη αλλά και στο επίπεδο του αποδεικτικού υλικού για την υπόθεση.
Τί επιβεβαιώνει λοιπόν ο Γεωργιάδης; Επιβεβαιώνει καταρχήν ότι ο Σάββας Ξηρός είναι μέλος της 17Ν. Δεν είναι αυτονόητο. Επιβεβαιώνει ότι ο Βασίλης Ξηρός είναι μέλος της 17Ν. Επιβεβαιώνει ότι η έκρηξη της ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ είναι έργο της 17Ν. Επιβεβαιώνει ότι τα κρησφύγετα τα συγκεκριμένα, Δαμάρεως 73 κτλ., και αυτά είναι κρησφύγετα της 17Ν. Επαναλαμβάνω, σε μια δύσπιστη κοινή γνώμη, αυτά όλα δεν είναι αυτονόητα.
Επιβεβαιώνει ότι ο Κουφοντίνας, ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει συλληφθεί, είναι ένας άνθρωπος άφαντος, είναι δραπέτης, ότι είναι μέλος της 17Ν. Ένας αρκετά σημαντικός πυρήνας του υλικού που είχε συγκεντρωθεί σε εκείνο το σημείο, πιστοποιείται, επαληθεύεται μέσα από την κατάθεση του Γεωργιάδη. Επομένως αν τυχόν δούμε την απολογία, την ομολογία του Γεωργιάδη στο χρονικό πλαίσιο στο οποίο αυτή γίνεται στις 18/7/2002, θα λέγαμε ότι η επιβεβαίωση μεγάλου τμήματος του αποδεικτικού υλικού είναι μια πραγματικά σημαντική προσφορά για την αστυνομία.
Υπάρχει κι ένα άλλο ερώτημα: Αφού κ. Γεωργιάδη επιλέγεσαι να ενοχοποιηθείς από την Αντιτρομοκρατική, γιατί οι ενέργειες με τις οποίες επιβαρύνεσαι, το κατηγορητήριό σου είναι τόσο μικρό; Και αυτό ερωτήθηκε από το Δικαστήριό σας. Θα έλεγα κι εδώ ότι οι απαντήσεις υπάρχουν. Και θα έλεγα ότι η πρώτη απάντηση είναι ότι η αστυνομία εξαρχής νιώθει μια αμηχανία με τον Γεωργιάδη και αυτό είναι αρκετά προφανές.
Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο συντάσσεται η ομολογία του είναι αντιφατικός, έχει πολλά «ίσως›, πολλά «βεβαίως›, πολλές ανακλήσεις, πολλές παλινδρομήσεις ουσιαστικά ισχυρισμών. Η Αστυνομία βρίσκεται μπροστά σε ένα παράδοξο. Έχει έναν κατηγορούμενο που πιστεύει ότι είναι ένοχος και δεν μπορεί να βρει πράξεις προκειμένου να του αποδώσει. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι σαφές ότι θα πρέπει να είναι πάρα πολύ φειδωλοί ως προς τις πράξεις, τις ενέργειες τις οποίες θα του αποδώσει.
Του αποδίδει μάλιστα μία η οποία θεωρεί ότι του ταιριάζει. Και του ταιριάζει επειδή δεν υπάρχει ανάληψη ευθύνης. Είναι η έκρηξη της ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ. Δυστυχώς όμως για την αστυνομία εδώ υπάρχει μια κραυγαλέα αντίφαση η οποία ουσιαστικά εκθέτει όλη αυτή τη μεθόδευση. Είναι ακριβώς οι αντιφάσεις οι οποίες υπάρχουν μέσα στην ίδια την κατάθεση του Γεωργιάδη.
Επίσης θα έλεγα το εξής: Αν ο Γεωργιάδης επρόκειτο να ενοχοποιηθεί με πληθώρα πράξεων, η ύπαρξη αντιφάσεων, η ύπαρξη αντινομιών, το αποδεικτικό υλικό το αντίθετο το οποίο θα μπορούσε να εισφέρει σε ένα Δικαστήριο θα ήταν πλούσιο. Και αυτό η Αστυνομία το γνωρίζει. Γνωρίζει δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος εκείνος για τον οποίο δεν υπάρχουν στοιχεία, δε μπορεί ξαφνικά να βρεθεί με ένα κατηγορητήριο το οποίο να είναι τόσο μεγάλο γιατί ενδεχομένως πραγματικά η αποκάλυψη αυτής της σκευωρίας η οποία θα του έχει στηθεί, να είναι αποκαλυπτική και να είναι πάρα πολύ πιο πιθανή. Είδαμε ότι μία πράξη του αποδόθηκε και είδαμε τις αντιφάσεις οι οποίες προκύπτουν μέσα από την ύπαρξη αντενδείξεων εν σχέσει με τη συμμετοχή του, εν σχέσει με τη διάπραξη απ’ αυτόν της πράξης αυτής.
Θα έλεγα ότι σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει μια συναισθηματική μέθεξη των παραγόντων της διαδικασίας η οποία για όλους μας είναι αρκετά σημαντική και σε ένα βαθμό έχει παίξει ένα ρόλο στο να διαμορφωθούν κάποιες δυναμικές ανθρώπινες μέσα στην αίθουσα, οι οποίες προφανώς δεν είναι του παρόντος. Θα έλεγα όμως και σαν Υπεράσπιση ότι είναι δύσκολο να παραβλέψουμε και τη συγκίνηση που έχουν προκαλέσει οι εικόνες θυμάτων μέσα σε αυτή την αίθουσα.
Για παράδειγμα η συγκίνηση που προκάλεσε η επιστολή της χήρας του Τσετίν, ασχέτως του αν ο πολιτισμός και η κουλτούρα την οποία πρεσβεύουμε είναι περισσότερο η κουλτούρας της συγχώρεσης και της κατανόησης αλλά ωστόσο ο ανθρώπινος πόνος μέσα σε αυτή την επιστολή ήταν δυνατός και νομίζω ότι έκανε εντύπωση στους πάντες.
Θα έλεγα όμως ότι στην ποινική δίκη, τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνιστούν και είναι και αυτά ήρωες δραμάτων, είναι οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι. Ήρωες δράματος είναι και οι κατηγορούμενοι αυτοί οι οποίοι βρίσκονται στο εδώλιο αυτό, αυτοί οι οποίοι δέχονται τη συμμετοχή τους στην Οργάνωση αυτή και αυτή τη στιγμή βρίσκονται πραγματικά, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου ως τραγικοί ήρωες, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πράξεών τους και της μοίρας.
Τραγικοί ήρωες θα έλεγα ότι είναι και οι κατηγορούμενοι εκείνοι οι οποίοι έχουν αποστασιοποιηθεί από την Οργάνωση αυτή εδώ και χρόνια και καλούνται σήμερα να λογοδοτήσουν για πράγματα τα οποία και οι ίδιοι δεν μπορούν να υπερασπιστούν.
Τραγικοί ήρωες όμως είναι και οι άνθρωποι οι οποίοι μέσα από παιχνίδια της τύχης, μέσα από παιχνίδια της μοίρας, τα οποία βεβαίως έχουν βάση σε έναν πυρήνα αλήθειας, σε κάποια πραγματικά γεγονότα, βρέθηκαν μπλεγμένοι, βρέθηκαν να έχουν μία σχέση με τη Δίκη αυτή και βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Ο κατηγορούμενος Γεωργιάδης είναι μια περίπτωση στην οποία ουσιαστικά όλο το αποδεικτικό υλικό συγκεντρώνεται στην ομολογία την οποία έχει κάνει ο ίδιος και στα στοιχεία τα οποία έχει εισφέρει στη διαδικασία ο συγκατηγορούμενός του Βασίλης Ξηρός. Όμως όπως είδαμε γι αυτά τα στοιχεία υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη αμφιβολία στο αν πράγματι κηρύχθηκαν κατά τη συγκέντρωσή τους οι προϋποθέσεις του νόμου για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και ακόμα οι προϋποθέσεις τις οποίες έχει θέσει τα τελευταία χρόνια η νομολογία του Αρείου Πάγου σχετικά με το κύρος της προδικασίας, των προδικαστικών πράξεων.
Αντίθετα, οι αντενδείξεις είναι πάρα πολύ ισχυρές και θα έλεγα ότι αν δεχθούμε αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία έχουν προσέλθει ενώπιον σας, αναγκαστικά οδηγούμαστε σε πραγματικά και σε λογικά άτοπα. Γιατί θα έλεγα ότι αυτό το οποίο κρίνεται στον Γεωργιάδη σε σχέση με όλα τα προηγούμενα, είναι η αντοχή του σεβασμού μας στα δικαιώματα του κατηγορουμένου σε συνθήκες ειδικές, σε συνθήκες δηλαδή όπου ελοχεύει ο κίνδυνος να παραβιαστούν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου εξαιτίας της προάσπισης αυτού του οποίου θα λέγαμε δημόσιο συμφέρον.
Εδώ δεν μπορώ να μη σχολιάσω το γεγονός ότι αυτή η ειδική συνθήκη, αυτή η ειδική κατάσταση, η ειδικότητα αυτής της διαδικασίας, διείσδυσε μέσα στην ίδια τη διαδικασία, μέσα από τη φράση του κ. Εισαγγελέα «για όσα ξέχασα να κηρυχθούν ένοχοι›. Φοβάμαι δηλαδή ότι η συνείδηση ακριβώς του ειδικού χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας στους ίδιους τους λειτουργούς της δικαιοσύνης αλλά και στους εφαρμοστές του νόμου, υποβάλλει ή υπάρχει ο κίνδυνος να υποβάλλει μια διολίσθηση από την αρχή in dubio pro reo, «η αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου›, στο in dubio pro rebublica «αμφιβολία υπέρ του δημοσίου συμφέροντος›.
Εσείς όμως είστε εδώ για να ερμηνεύσετε πάλι την αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου και υπέρ του Γεωργιάδη συγκεκριμένα. Υπέρ του Γεωργιάδη γιατί στο πρόσωπο του Γεωργιάδη, αν είναι κάτι το οποίο κινδυνεύει να χαθεί, είναι η πίστη η δική μας στην προάσπιση των συνταγματικών και των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, η πίστη μας στην ασφάλεια του δικαίου την οποία την έχει παράσχει και η νομολογία των δικαστηρίων τα τελευταία χρόνια, μέσα από τον έλεγχο τον οποίο κάνει στη νομιμότητα των πράξεων της προδικασίας.
Τελειώνοντας να πω ότι –το ανέφερε και ο συνάδελφός μου χθες- ο Γεωργιάδης απευθύνθηκε σε εσάς και το γλωσσικό του ένστικτο τον οδήγησε στο να σας απευθυνθεί με τον τρόπο εκείνο και η θεωρία του δικαίου αντιμετωπίζει το Δικαστήριο. Είπε «η τελευταία μου ελπίδα είστε κι εσείς›. Επικοινώνησε δηλαδή με έναν τρόπο, είναι αυτό που αποκαλεί η θεωρία του δικαίου «τελευταίο καταφύγιο›.
Αν τα σύνορα της γλώσσας μας είναι τα σύνορα του κόσμου όπως είπε κάποιος φιλόσοφος σημαντικός του περασμένου αιώνα, θα έλεγα ότι ο κόσμος του Γεωργιάδη σας επιφυλάσσει την προσδοκία μιας ανεπηρέαστης κρίσης και την προσδοκία του ότι η ώρα της κρίσεως θα είναι η ώρα που θα αναμετρηθείτε με τη συνείδησή σας. Και προσδοκά από εσάς τη δίκαια κρίση.
Με αυτές τις σκέψεις εμείς εισηγούμαστε την απαλλαγή του.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ευχαριστούμε τον κ. συνήγορο. Να διακόψουμε 5 λεπτά για να τακτοποιηθεί ο κ. Ζώτος.