Πολιτική
Παρασκευή, 24 Οκτωβρίου 2003 22:03

Ανεπίσημα πρακτικά δίκης 17Ν (24/10/2003) Μέρος 4/5

Με ποιο τρόπο λοιπόν θα διαπιστώσει κανείς τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, με τα οποία αποδέχομαι την επιδίωξη της ομάδας να τελέσει κακουργήματα. Μήπως είναι τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία επιβάλουν στο δράστη, να πάρει τα κλειδιά της γιάφκας, και να μπει μέσα, να πάρει τα εκρηκτικά και να τα παραδώσει στην αστυνομία; Τέτοια ώστε να αποδείξει εμπράκτως ότι το βουλητικό στοιχείο δεν πληρούται;

Ελέχθησαν πολλά για το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης. Φανταστείτε κ. Πρόεδρε, κ. Δικαστές, έναν ταπεινό και άπειρο να μπαίνει σε μια γιάφκα, να παίρνει μια σακούλα εκρηκτικά και να πηγαίνει στο τοπικό αστυνομικό τμήμα στον αξιωματικό υπηρεσίας και να του λέει, παρακαλώ πολύ θέλω να καταγραφεί κάτι στο γραφείο συμβάντων. Ή να αναφέρει ότι, αυτά που έχω στη σακούλα είναι εκρηκτικές ύλες και μ’ αυτό τον τρόπο εκδηλώνω την δήλωσή μου, ότι δεν αποδέχομαι την επιδίωξη της εγκληματικής ομάδας, για την οποία, αν με ρωτήσετε, ότι θέλετε θα σας πω.

Πού θέλω να καταλήξω με αυτά; Το άρθρο 187 απέτυχε. Το άρθρο 187 όπως διατυπώνεται εδώ, σας δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες, ο νομοθέτης δεν σας βοήθησε εδώ. Βοήθησε ίσως εκείνους τους κατηγορουμένους, οι οποίοι ήθελαν να τηρήσουν την δική τους στάση για τους όποιους λόγους, εσάς όμως ο νομοθέτης εδώ δεν σας βοήθησε.

Διότι είναι αδύνατον να διαπιστωθεί το στοιχείο που σας ανέφερα προηγουμένως, είναι παντελώς φύση και θέση αδύνατο. Θεωρώ ότι συνοπτικώς αναφέροντας πλέον το προηγούμενο εγγενές πρόβλημα αυτής της αντικειμενικής υπόστασης, ότι είναι αδύνατον, να διαπιστώσετε ότι αποδέχομαι την επιδίωξη της ομάδας.

Όπως επίσης είναι αδύνατον και θα πρέπει να το αναγνωρίσετε αυτό στον όποιον δράστη να αποδείξει το αντίθετο. Ουδείς υποχρεούται εις τα αδύνατα. Πώς είναι δυνατόν να αποδείξω όταν και αν καλούμαι ως μη όφειλα όταν κατηγορούμαι, ότι αποδέχθηκα, ότι μια ποδοσφαιρική ομάδα ήθελε να παίξει.

Είναι αδύνατον. Και λυπάμαι που το λέω, διότι δεν γράφτηκαν και πολλά πράγματα στην εισηγητική έκθεση του νόμου 2928. Τιμώ βέβαια όλους τους καθηγητές που συμμετείχαν στην Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, παραιτήθηκαν και πολλοί, θα σας διαβάσω εδώ αν μου επιτρέπετε, η επεξεργασία του σχεδίου έγινε από επιτροπή που συστήθηκε με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στις 21 Νοεμβρίου 2000. Στην Επιτροπή μετείχαν ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης κ. Πρόδρομος Ασημιάδης ως Πρόεδρος και οι κ. Βασίλειος Μαρκής, Αντεισαγγελέας Εφετών και νυν Αναπληρωτής Εισαγγελεύς στο Δικαστήριό σας, Ιωάννης Διώτης, Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Νικόλαος Ανδρουλάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννη Μανωλεδάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκος Παρασκευόπουλος, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αργύριος Καρράς, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Χρήστος Μυλωνόπουλος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Πανούσης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Χριστόφορος Αργυρόπουλος, δικηγόρος και Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και ο Χάρης Παπαχαραλάμπους δικηγόρος και Σύμβουλος του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Από την Επιτροπή αυτή παραιτήθηκαν και εδώ είναι το ουσιώδες ενδεχομένως μέρος, ευθύς εξ αρχής και πριν συζητηθούν επί της ουσίας τα θέματα, προτού καν μπουν στην ουσία, οι κ. Μανωλεδάκης, Παρασκευόπουλος και Αργυρόπουλος και αντικαταστάθηκαν από τους κ. Φίλιππο Σπυρόπουλο, καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικόλαο Λίβο, λέκτορα Πανεπιστημίου Αθηνών και Αντώνιο Βγότζα, δικηγόρο. Και ο κ. Πανούσης ευχαριστώ πολύ.

Θυμάμαι πολύ καλά μια διάλεξη του εγκρίτου και αναγνωρισμένου κ. Αναπληρωτού Εισαγγελέως , του κ. Μαρκή στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ο οποίος μας είχε πει τότε, ότι πραγματικά είχε εκφράσει και ο ίδιος, τα πλείστα όσα νομικά προβλήματα είχε παρουσιάσει αυτό το θέμα, αλλά δυστυχώς εδώ μπαίνουμε σε μια άλλη σφαίρα πλέον, της νομοθετικής εξουσίας, ή της εκτελεστικής ενδεχομένως, τα ημέτερα και τα υμέτερα χέρια είναι δεμένα, αλλά δυστυχώς ο νομοθέτης απέτυχε.

Διότι ο νομοθέτης είναι ο υπεύθυνος και όχι η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή. Ο νομοθέτης ψηφίζει το νόμο και θα έπρεπε να προβλέψει, ποια προβλήματα θα δημιουργηθούν στον εφαρμοστή του δικαίου και ποια προβλήματα περαιτέρω θα δημιουργηθούν στους ανθρώπους που τον ψηφίζουν.

Καλεί δηλαδή ο κύριος νομοθέτης τον κατηγορούμενο, το επαναλαμβάνω διότι ενδεχομένως να παρεξηγηθεί ή να παρερμηνευθεί ποιο είναι το πρόβλημα που δημιουργεί στον κατηγορούμενο εν προκειμένω ο νομοθέτης. Καλεί τον κατηγορούμενο να αποδείξει διότι περιστατικά τέτοια δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν ούτε στη προδικασία, ούτε στην κύρια διαδικασία, να αποδείξει λοιπόν ότι αποδέχθηκε την επιδίωξη μία ομάδας η οποία χαρακτηρίζεται εγκληματική Οργάνωση και η επιδίωξη αυτή ανάγεται στην τέλεση κακουργημάτων.

Η απόδειξη αυτού του απαιτουμένου, του βουλητικού στοιχείου είναι αδύνατος. Τουλάχιστον ας το έβγαζε, να ήταν πιο ειλικρινής να προσέθετε μία διάταξη ότι δεν χρειάζεται αν αποδεχθεί κιόλας την επιδίωξη της ομάδας και να είναι ένα εξωτερικό στοιχείο του αξιοποίνου ενδεχομένως. Αλλά ίσως να μην ήθελε κιόλας ο νομοθέτης να καταστήσει το έργο σας πιο εύκολο.

Αυτά όσον αφορά το κεφάλαιο που διεξοδικώς ανέπτυξε ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς όσον αφορά τα στοιχεία του δόλου. Στη συνέχεια ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς λέει: «η ληστεία του Βύρωνα είναι ένα γνωστό περιστατικό. Θα έλεγα ότι ήταν μια από τις πιο θεαματικές ενέργειες της 17Ν που ουσιαστικά δεν είχε συνέπειες για συγκεκριμένα πρόσωπα πλην αυτής της αστυνομικού η οποία έσπασε το σαγόνι της με κάποιο χαστούκι ή κάποια γροθιά που έφαγε. Τι στοιχείο έχουμε ότι η 17Ν έκανε αυτό το πράγμα; Είναι η προκήρυξή της›.

Τι αποδεικτικής βαρύτητας είναι η προκήρυξη και σε ποια συμπεράσματα άγει μία προκήρυξη όσον αφορά τη συμμετοχή του κατηγορουμένου; Επειδή βρέθηκε ένα έγγραφο το οποίο υπογράφεται και με ένα αστέρι ως επαναστατική Οργάνωση 17Ν και επειδή αναφέρει ένα κείμενο που συσχετίζεται με την συγκεκριμένη ενέργεια και επειδή το ίδιο γίνεται σε κάθε ενέργεια, αυτά είναι πραγματικά περιστατικά τα οποία επαρκούν για να συνδεθούν οι όποιοι δράστες και οι όποιοι κατηγορούμενοι με τις όποιες αναφορές της συγκεκριμένης προκήρυξης.

Ο νοών νοείτο αλλά θεωρώ ότι από απόψεως διατύπωσης ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς επειδή είναι πάρα πολύ προσεκτικός στις διατυπώσεις του είναι ορθή γιατί λέει «τι στοιχείο έχουμε ότι η 17Ν έκανε αυτό το πράγμα; Είναι η προκήρυξή της›. Τίποτε άλλο δεν λέει.

Μετά κάνει κάποια αναφορά στην έννοια της ηθικής αυτουργίας η οποία ως υπερασπιστή του Καραστώλη Κώστα και του Παύλου Σερίφη δεν με αφορά αλλά έμμεσα με αφορά διότι με ενδιαφέρει το σκεπτικό του κ. Αναπληρωτού Εισαγγελέως. Λέει λοιπόν ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς «έχοντας αποδεχθεί την άποψη ότι ο κ. Γιωτόπουλος είναι ο αρχηγός, από πού και λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργεί είναι φανερό ότι δεν μπορεί ενός τέτοιου είδους μεγέθους ενέργεια και με τέτοια εντυπωσιακά αποτελέσματα να ήταν αποτέλεσμα μιας αυτενέργειας, ενός τμήματος της Οργάνωσης. Κάποιοι μια μέρα σκέφτηκαν και είπαν πάμε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο του αποδίδεται άλλωστε και η ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή›. Μετά αναφέρεται στα στοιχεία.

Θεωρώ ότι η ηθική αυτουργία έχει ένα τεράστιο πρόβλημα για το οποίο επίσης έχει γραφτεί αρκετή ποσότητα θεωρητικής διατύπωσης στην οποία δεν θα αναφερθώ γιατί θεωρώ ότι η συχνή και η συνεχής αναφορά σε βιβλιογραφία είναι κουραστική αλλά το πρόβλημα που ενέχει που έχει ηθική αυτουργία είναι το πρόβλημα της αιτιότητος, το πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πρόκλησης, μεταξύ της συνδρομής του ηθικού αυτουργού να προκαλέσει την απόφαση σε κάποιον άλλον. Είναι η λεγόμενη ψυχική αιτιότητα.

Εδώ λοιπόν θα πρέπει κανείς να προβληματιστεί για τους λόγους εκείνους τους οποίους ο φυσικός αυτουργός άγεται στην απόφαση να τελέσει το έγκλημα η οποία απόφασή του ελήφθη κατόπιν και λόγω της συνδρομής του ηθικού αυτουργού. Δεν θα αναφερθώ στον dederminismus και στην απροσδιοριστία ενδεχομένως των φυσικών ή κοινωνικών φαινομένων αλλά γενικοί εμπειρικοί νόμοι με βάση τους οποίους μπορεί να κρίνει κανείς ότι συντρέχει εν προκειμένω η ψυχική αιτιότητα δεν υπάρχουν και ούτε μπορούν να διατυπωθούν με ασφάλεια δικαίου και ούτε φυσικά και το Δικαστήριό σας δεσμεύεται από αυτούς.

Εδώ θα κάνω μία μικρή παρενθετική αναφορά όσον αφορά την έννοια του γενικού εμπειρικού νόμου και την σχέση του εφαρμοστή του δικαίου με αυτόν και κατά πόσο δεσμεύεται από το γενικό εμπειρικό νόμο. Είναι ένα από τα κεφάλαια της αρχής της ηθικής αποδείξεως κατά πόσο δεσμεύεται ο Δικαστής από έναν γενικό εμπειρικό νόμο. Το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα Δικαστήριά σας, της πραγματογνωμοσύνης. Έρχεται ο πραγματογνώμονας γιατρός και σας λέει εάν είχε χρησιμοποιηθεί άλλου είδους θεραπεία ο ασθενής δεν θα είχε πεθάνει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων σας λέει έτσι διότι συνήθως οι διατυπώσεις των πραγματογνωμόνων δεν είναι τόσο δεσμευτικές.

Κατά πόσο δεσμεύεται το Δικαστήριό σας από μία τέτοια δήλωση του πραγματογνώμονα; Είναι υποχρεωμένο το Δικαστήριό σας να ρωτήσει τον πραγματογνώμονα σε ποιον εμπειρικό νόμο βασίστηκε η κρίση του αυτή; Είναι υποχρεωμένο το Δικαστήριό σας, είναι υποχρεωμένος ο εφαρμοστής του δικαίου να ρωτήσει τον πραγματογνώμονα «καλά εσύ το λες αυτό που λες κ. Γιαννακούρη, σε ποιον εμπειρικό νόμο βασίστηκες; Ποιες μεθόδους ακολούθησες;›.

Το ίδιο ρωτάται και ο γιατρός πραγματογνώμονας και φυσικά το Δικαστήριό σας και εφαρμοστής του δικαίου δεν δεσμεύεται από την πραγματογνωμοσύνη. Λέει η νομολογία ότι στην περίπτωση της ψυχιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 12 του 1729/87 όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα εάν αυτή άγεται εις κρίση ότι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής δεν δεσμεύεται και πάλι. Εάν η πραγματογνωμοσύνη λέει ότι δεν είναι και πάλι δεν δεσμεύεται και μπορεί να αχθεί σε αντίθετη κρίση.

Εδώ τώρα θα πρέπει να προβληματιστεί κανείς όσον αφορά τον γενικό εμπειρικό νόμο και επιστρέφω για να μην πλατειάζω, όσον αφορά την ηθική αυτουργία, την πρόκληση της αποφάσεως. Υπάρχει ο λεγόμενος ?.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Θ. ΣΟΦΟΣ: Είμαι υπάκουος.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (εκτός μικροφώνου)

Θ. ΣΟΦΟΣ: Με τιμάται. Ο λόγος για τον οποίο αναφέρθηκα στην ηθική αυτουργία και το κλείνω είναι μόνο η έννοια του εμπειρικού νόμου η οποία θα με απασχολήσει στην απλή συνέργια και δεν θα επαναληφθώ σε αυτήν διότι η απλή συνέργια και πάλι προϋποθέτει γενικό εμπειρικό νόμο για τη διασύνδεση ενός περιστατικού, την όποια συνδρομή πριν ή κατά την διάρκεια της εκτέλεσης της πράξης.

Το μόνο θέμα που τίθεται και κλείνω επομένως συμμορφούμενος προς την γενική σας σύσταση είναι του λεγόμενου alia faturus, του για όλα αποφασισμένου ή του omni monto faturus στο οποίο υπάρχει πρόβλημα να αποδειχθεί, όχι μόνο να διατυπωθεί ο γενικός εμπειρικός νόμος, άντε και τον βρήκαμε τον εμπειρικό νόμο της ψυχικής αιτιότητας. Το πρόβλημα είναι να αποδειχθεί ότι δεν ήταν omni monto faturus ο φυσικός αυτουργός της πράξης πράγμα το οποίο τίθενται κάποιοι προβληματισμοί εδώ.

Στις 18 του μηνός απολογείται και καταθέτει ο Τζωρτζάτος, συνεχίζει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας. Επιτρέψτε κ. Αναπληρωτή Εισαγγελεύ, έχω επιλέξει κάποια σημεία της αγόρευσής σας την οποία έχω μελετήσει εκτεταμένως. Απολογείται και καταθέτει ο Τζωρτζάτος και περιγράφει τα γεγονότα όπως ο Χριστόδουλος λέει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς. Στις 20 του μηνός καταθέτει ο Τσελέντης, αποδέχεται τη συμμετοχή του από τότε. Στις 20 του μηνός καταθέτει ο Καρατσώλης, αποδέχεται τη συμμετοχή του, όλα αυτά σύμφωνα με τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα και περιγράφει ιδιαίτερα αυτός τη συμμετοχή και του Γιωτόπουλου.

Λέει δηλαδή «έξω ήταν ο Γιωτόπουλος›. Να θυμίσω είμαστε στο Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα. Το «έξω› είναι έξω από το Αστυνομικό Τμήμα του Βύρωνα. Ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς λέει: «Για εμένα έχει ελάχιστη σημασία αν ήταν ή δεν ήταν, ελάχιστη σημασία από πλευράς ποινικής γιατί αν κάποιος είναι ηθικός αυτουργός μόνο αν μετέχει εν συνεχεία ως αυτουργός ανακύπτει θέμα διαβεβαίωσης της αυτουργίας του. Επισημαίνω όμως – εδώ είναι που ενδιαφέρει την υπεράσπιση του Καρατσώλη – ότι ο Καρατσώλης στις 20 του μηνός λέει ότι ο Γιωτόπουλος ήταν εκεί. Βέβαια εκεί υπάρχει μια διαφορετική τοποθέτηση. Ενώ ο Χριστόδουλος Ξηρός είχε πει ότι αυτός είχε ντυθεί αστυνομικός και άλλος έπαιζε το ρόλο του κρατουμένου ο Καρατσώλης λέει ότι ο Σάββας ήταν ο αστυνομικός και ο Χριστόδουλος ήταν ο κρατούμενος. Όποια εκδοχή κ.κ. Δικαστές θέλετε να πάρετε – σας προτείνει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές – αυτό επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι αυτά που κατέθεσαν οι άνθρωποι αυτοί ήταν αυτά που είχαν ζήσει, είχαν αντιληφθεί ή νόμισαν ότι είχαν αντιληφθεί. Όταν κατέθετε αυτό το πράγμα στον προανακριτικό υπάλληλο μέσα σε αυτούς τους σκοτεινούς κύκλους των ανθρώπων – προφανώς ειρωνευόμενος εδώ ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς – που μεθόδευαν τις κατηγορίες δεν θα του έλεγε το σκεπτικό του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως το οποίο με ενδιαφέρει. ¶κου Καρατσώλη αφού τώρα σε έχουμε βάλει και λες αυτά που θέλουμε θα μας πεις ότι ο Χριστόδουλος ήταν ο αστυνομικός και ο Σάββας ήταν ο κρατούμενος. Τι μας λες ότι ο Σάββας ήταν ο αστυνομικός;

Ευφυές, πραγματικά πού ευφυές το σκεπτικό του κ. Εισαγγελέως αλλά δυστυχώς δεν συνάδει με τη λογική. Θυμίζω απλώς ότι κατά την έναρξη της αγόρευσής του ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς είπε «πιστεύω ότι η λογική είναι το βασικό στοιχείο που θα πρέπει να επικρατεί μέσα σε αυτή την αίθουσα›. Το επαναλαμβάνω διότι είναι περιττό, φυσικά και θα πρέπει να επικρατεί αλλά θα πρέπει να συνάδουν και με τη λογική ορισμένες διατυπώσεις.

Δεν παύει λοιπόν το ανωτέρω σκεπτικό του κ. Εισαγγελέως να είναι ευφυέστατο αλλά είναι μία ερμηνευτική εκδοχή. Με αυτά θα δικάσουμε ή με πραγματικά περιστατικά; Δεν είναι pressumtsio η συγκεκριμένη σκέψη; Δεν είναι υπόθεση; Μάλιστα όπως θα εξηγήσω είναι ταυτολογική υπόθεση. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να διακόψει το Δικαστήριό σας για να εξηγήσω μετά τη διακοπή το ταυτολογικό το συγκεκριμένο.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διακόπτουμε για μισή ώρα.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση που έχει διακοπεί. Και να έρθουμε τώρα στις κατηγορίες, γιατί η θεωρία καλή είναι, μπορούμε να τα συζητήσουμε μαζί, έχω γράψει και εγώ πολλά πάνω στη θεωρία είναι πάρα πολλά. Σαν θεωρία είναι όλα ωραία, εδώ όμως το θέμα είναι, η ζωή ποια είναι, μήπως ξεπερνάει τη θεωρία, ή πρέπει να πειθαρχηθεί από την θεωρία η ζωή;

Θ. ΣΟΦΟΣ: Η θεωρία μάλλον έχει διαμορφωθεί από την ζωή.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ίσως άμα πάτε επαγωγικά, αλλά εγώ συνήθως απαγωγικά, ξεκινάω από το γενικό και πάω προς το ειδικό.

Θ. ΣΟΦΟΣ: Έλεγα λοιπόν πριν, το σκεπτικό του κ. Αναπληρωτού Εισαγγελέως, και για τη συνάφεια του λόγου θα επαναλάβω μόνο το τελευταίο, το σκεπτικό του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως, άκου Καρατσώλη αφού τώρα σε έχουμε βάλει και λες αυτά που θέλουμε και νομίζω ότι είναι επί της ουσίας οι κατηγορίες πλέον κ. Πρόεδρε, θα μας πεις ότι ο Χριστόδουλος ήταν ο αστυνομικός και ο Σάββας ήταν ο κρατούμενος, τι μας λες ότι ο Σάββας ήταν ο αστυνομικός, εάν ευσταθούσε αυτό που μας λες Καρατσώλη. Αυτό είναι το σκεπτικό του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως, το οποίο χαρακτήρισα πράγματι ευφυές, αλλά δεν συνάδει με την λογική.

Διότι αποτελεί καταρχάς, όχι έκθεση πραγματικών περιστατικών, αλλά ερμηνευτική εκδοχή, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης και μάλιστα ταυτολογική. Και εδώ έρχομαι στην σχέση του συγκεκριμένου σκεπτικού με την λογική. Ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, ερμηνεύει εν προκειμένω ότι, αν στέκει η θέση του Καρατσώλη ότι τα έδωσα να τα υπογράψει, ερωτάται γιατί δεν ήταν πιο επιμελείς, αν έχω αντιληφθεί σωστά κ. Εισαγγελεύ, γιατί δεν ήταν πιο επιμελείς οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής ώστε να μην δύναται κανείς να τους αποδώσει οποιαδήποτε μομφή;

Και απαντώ. Μήπως όμως του τα έδωσαν να τα υπογράψει με αντίφαση, με την συγκεκριμένη αντίφαση λόγω παραδρομής; Λόγω σφάλματος; Ένα ενδεχόμενο το οποίο σιωπηρώς αποκλείει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται ο ακούων ή αναγιγνώσκων την αγόρευσή του, τον λόγο για τον οποίον σιωπηρώς αποκλείεται αυτό το ενδεχόμενο.

Διότι αποκλείεται σύμφωνα με τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα, να έγινε σφάλμα κατά την καταγραφή αυτών των καταθέσεων, αφού ουδείς είναι σε θέση να ισχυριστεί, ότι εάν καταγράφηκαν από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, για να τις προσφέρει στους κατηγορουμένους ως δώρον προς υπογραφή, αυτές καταγράφηκαν από ένα πρόσωπο. Εάν όμως καταγράφηκαν από περισσότερα πρόσωπα, πράγμα το οποίο ευλόγως και ευσχήμως θα ήταν κανείς περισσότερο σε θέση να υποθέσει λόγω του όγκου του υλικού, τότε είναι βέβαιο ότι θα γίνει και ένα λαθάκι.

Κατά την περιγραφή της πραγματικότητας που ήθελαν όποιοι ήθελαν να μορφώσουν. Λαμβάνοντας όμως ως δεδομένο το ζητούμενο, ότι δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να τους τα δώσουν με αντίφαση, απαντά ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς μ’ αυτό ακριβώς που θέλει να αποδείξει.

¶ρα ενέχει το σκεπτικό μια ταυτολογία, μια in petitsio principi. Δεύτερο ενδεχόμενο. Μήπως του τα έδωσαν του κ. Καρατσώλη με την συγκεκριμένη αντίφαση, όχι λόγω παραδρομής ή σφάλματος, αλλά για να προσδώσουν την επίφαση του αυθορμητισμού και της φυσικότητας που έχει μια κατάθεση, έτσι ώστε να φαίνεται ότι δεν αντέγραψαν την μια κατάθεση από την άλλη.

Ένα ενδεχόμενο επίσης το οποίο επίσης σιωπηρώς αποκλείει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, χωρίς να εξηγείται όμως στο σκεπτικό αυτό και πάλι ο λόγος. Διότι αποκλείεται, σύμφωνα με τον κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέα, να διατυπώθηκε η κατάθεση αυτή επίτηδες, με την ανωτέρω αντίφαση κατά την καταγραφή της, αφού θεωρείται ως δεδομένο ότι δόθηκε αυτή όπως ακριβώς είχαν αντιληφθεί τα πράγματα οι κατηγορούμενοι.

Τούτο ακριβώς είναι όμως, αυτό που έπρεπε αποδειχθεί. Όπερ έδει δείξε. Εάν όμως θεωρείται ως δεδομένο και πάλιν αυτό το ζητούμενο, τότε το συμπέρασμα και πάλι είναι ταυτολογικό. Και πάλι είναι in petitsio principi.

Τρίτο, τι σημαίνει εξάλλου η διατύπωση του κ. Εισαγγελέως ότι, όλα αυτά, ήταν αυτά που είχαν ζήσει οι κατηγορούμενοι, ή είχαν αντιληφθεί, ή νόμιζαν ότι είχαν αντιληφθεί. Αλήθεια τι ισχύει εν προκειμένω; Με ενδιαφέρει πολύ το σκεπτικό αυτό. Ήταν αυτά που είχαν ζήσει; Ήταν αυτά που είχαν αντιληφθεί, ή ήταν αυτά που νόμιζαν ότι είχαν αντιληφθεί;

Διότι τίποτα από τα ανωτέρω δεν είναι το ίδιο με το άλλο. Ειδικά με ενδιαφέρει η διατύπωση ότι έτσι νόμιζαν οι κατηγορούμενοι ότι είχαν αντιληφθεί τα πράγματα. Μα τι είναι επιτέλους μια ληστεία στο αστυνομικό τμήμα του Βύρωνα; Είναι ένα ιστορικό το οποίο μπορεί να το αντιληφθώ και έτσι, μπορεί να το αντιληφθώ και αλλιώς, μπορεί να είναι τέσσερις, μπορεί να είναι πέντε, μπορεί να είναι και έξι ενδεχομένως οι συμμέτοχοι;

Αλλά είναι επτά οι κατηγορούμενοι, θα έρθω και σε αυτό. Εάν όμως μόνον αυτό είναι αυτό που έχουμε στην διάθεσή μας, δηλαδή το πώς νόμιζαν ορισμένοι κατηγορούμενοι ότι είχαν αντιληφθεί τα πράγματα, τότε είναι πολύ περιορισμένης αποδεικτικής βαρύτητας, η φερόμενη ως δοθείσα προανακριτική απολογία.

Πράγματι έχω ασχοληθεί με την αγόρευση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως, αλλά έχω ασχοληθεί ομοίως και με την αγόρευση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, όπου εδώ θα αναφέρω το εξής. Λέει ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς, ως προς την ανάκληση της απολογίας, το οποίο είναι ένα άλλο θέμα που απασχολεί υποθέτω το Δικαστήριό σας, τι είναι η ανάκληση απολογίας, αν υπάρχει πουθενά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ανάκληση απολογίας αν έχει διαμορφωθεί ενδεχομένως από την νομολογία η ανάκληση της απολογίας, ή της καταθέσεως, και ποια νομική μορφή έχει.

Λέει λοιπόν ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς, έψαξα, δεν βρήκα πουθενά ανάκληση. Και αν κάποιος βρήκε, θα τον παρακαλέσω να μου το υποδείξει. Βρήκα κ. Εισαγγελεύ. Συνεχίζει ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς: πουθενά στην Ποινική Δικονομία δεν υπάρχει ο όρος ανάκληση απολογίας, ή ανάκληση κατάθεσης. Θεωρείται ωστόσο αυτονόητο δικονομικό δικαίωμα, επαναλαμβάνω το σκεπτικό του κ. Τακτικού Εισαγγελέως ακριβώς για να μην αδικήσω, θεωρείται ωστόσο αυτονόητο δικονομικό δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου, ο οποίος όπως δικαιούται να αρνείται ή να παραδέχεται την κατηγορία ή και να σιωπά, έτσι δικαιούται και να προσθέτει, ή να αφαιρεί παραδοχές, ή αρνήσεις, ή να τροποποιεί προηγούμενη απολογία του.

Επομένως αν ο κατηγορούμενος, λέει ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς, δώσει διαδοχικά, μια, δυο, τρεις και εκατό διαφορετικές απολογίες, είναι αυτονόητο ότι απλώς θα απολέσει την αξιοπιστία του. Συμφωνούμε για τις εκατό. Κατά την άποψη λοιπόν του ομιλούντος και εδώ θέτω απλώς το στίγμα, η ανάκληση μιας κατάθεσης από τον κατηγορούμενο, είναι ένα «άλιουτ› από το να δώσει εκατό διαφορετικές απολογίες.

Κύριοι Δικαστές, κύριε Πρόεδρε, το Δικαστήριο, όχι μόνο δεν δεσμεύεται από τυχόν νεώτερες απολογίες, αλλά στην υποχρέωσή του να αναζητήσει την ουσιαστική αλήθεια, είναι υποχρεωμένο να επιλέξει και να αποδεχθεί όποια απ’ όλες τις διαδοχικές και διαφορετικές απολογίες κρίνει ως ειλικρινή και αξιόπιστη.

Και θα συμφωνήσω απόλυτα και με την Εισαγγελική Αρχή σ’ αυτό. Και ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς και ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς ομοίως διετύπωσαν. Σύμφωνα πάντοτε με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ηθικής απόδειξης και την αρχή της ελεύθερης και όχι της αυθαίρετης εκτίμησης των αποδείξεων.

Με λυπεί όμως η επόμενη διατύπωση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, ο οποίος λέγει, ματαιοπονούν, ματαιοπονούσαν και θα ματαιοπονούν οι κατηγορούμενοι, εάν νομίζουν ότι θα τινάξουν την ανάκληση στον αέρα.

Θα μου επιτραπεί να πω στο σημείο αυτό ότι, ματαιοπονούσε, ματαιοπονεί και θα ματαιοπονεί όποιος νομίζει ότι θα τιναχθεί στον αέρα, η έννοια της αρχής της ηθικής αποδείξεως.

Ομοίως ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς και θα αναφερθώ τώρα πού βρήκα την ανάκληση της απολογίας, είπε, ότι δεν υπάρχει στη χώρα μας και μάλιστα θύμισε και την διατύπωση του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, θεσμός ανάκλησης των απολογιών ή των καταθέσεων.

Δηλαδή, λέγει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, διαμόρφωσαν έτσι ένα τέτοιο κλίμα κάποια Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Τα είπε ο Χριστόδουλος Ξηρός, τα ανεκάλεσε και τελειώσαμε, εξαφανίστηκαν. Ίσως να δόθηκε μια τέτοια εικόνα προς τα έξω. Αλλά εδώ είναι μέσα. Δεν είναι έτσι όμως, λέγει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας και πολύ φοβάμαι ότι κάποιοι από τους κατηγορούμενους δεν το αντιλήφθηκαν και θέλω σ’ αυτό το σημείο να πω, λέγει ο κ. Εισαγγελεύς, γιατί κάνω αυτή τη σκέψη.

Όταν λέω κάποιους από τους κατηγορούμενους, στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρομαι, λέγει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, συγκεκριμένα στον κ. Καρατσώλη, που είναι πράγματι θλιβερό, - τονίζω τις διατυπώσεις γιατί έχουν σημασία για τον εντολέα μου – και μου δημιουργεί λέει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας, τα ίδια ακριβώς αισθήματα, που μου έχει δημιουργήσει ο Βασίλης Ξηρός. Ο Καρατσώλης είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν έχει βάψει τα χέρια του με αίμα, σας το είπε και ο πατέρας του, γιατί εγώ μόνο από τον πατέρα του συγκράτησα εκείνη την περίφημη φράση «σας τον παραδίδω› είπε ο κ. κυρ – Σταύρος ο Καρατσώλης. Κατηγορείται για την συμμετοχή σε κάποιες ληστείες.

Και έρχεται τώρα αυτός ο άνθρωπος, - λέγει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς – και δεν ξέρω πώς πείστηκε, ποιοι τον έπεισαν, πώς έγινε και ανακαλεί τις απολογίες του, λέει ότι όλα αυτά είναι παραμύθια, ιδέα δεν έχω, καμία σχέση δεν έχω. Το ίδιο ακριβώς, κατά το περιεχόμενο ανέφερε και ο κ. Τακτικός Εισαγγελέας της έδρας, όπως είπα και πριν, αλλά λυπάμαι που θα διαφωνήσω, ενδεχομένως με τους κ.κ. Εισαγγελείς, θεωρώ όχι μόνο ότι υπάρχει ο θεσμός της ανάκλησης, της απολογίας, ή κατάθεσης στο δικαιικό μας σύστημα αλλά έχει γίνει σχετική μνεία του όρου πολλαπλώς από τη νομολογία των δικαστηρίων μας, τόσο αυτόν της ουσίας όσο και του ακυρωτικού μας.

Αναφέρομαι συγκεκριμένα στο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Δράμας υπ’ αριθμ. 16/90 η οποία έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ έτος 1990, τόμος 3 σελ. 270, όπου λέει τα εξής: «Εξάλλου, μετά τον αποκλεισμό της εκδοχής της απόπειρας βιασμού, εάν η συμπεριφορά του κατηγορουμένου με βάση την κατηγορία που του απαγγέλθηκε χαρακτηριζόταν ως έγκλημα βάναυσης προσβολής της αιδούς της παθούσης, στο οποίο επιτρεπτά θα μπορούσε να μεταβληθεί η κατηγορία και πάλι ελλείπουν οι προς παραπομπήν ενδείξεις ενόψει και του ότι η ίδια η παθούσα ανεκάλεσε στην ανάκριση τη δοθείσα στην προανακριτική εξέταση κατάθεσή της›.

Θα προσκομίσω τις αποφάσεις που επικαλούμαι στο Δικαστήριο, τις έχω ήδη ετοιμάσει. Επίσης το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς υπ’ αριθμ. 289/2000 το οποίο έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τόμος ΜΓ’ σελ. 732, όπου επίσης αναφέρει ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προανακριτική κατάθεση την οποία ανακαλεί.

¶ρειος Πάγος, υπ’ αριθμ. 376/88, περιοδικό ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τόμος ΛΗ΄, σελ. 617: «¶λλωστε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, απολογούμενος κατά την προανάκριση και την κυρία ανάκριση, ισχυρίστηκε ότι ο παθών τον προέτρεψε να πυροβολήσει στον αέρα, η μεταγενεστέρα δε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ανάκληση της απολογίας του, οφείλεται στην προσπάθειά του να εμφανίσει το γεγονός διαφορετικά›.

Απορριπτικός ο ¶ρειος Πάγος βέβαια αλλά την ανάκληση της απολογίας τη μνημονεύει ρητά. Θα αναφέρω εδώ και κάποιες προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται, για να μην αναφέρω μόνο στο γερμανικό αλλά και στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο. «Το Δίκαιο της αποδείξεως›, έκδοση 1999 και πανεπιστημιακό σύγγραμμα. Κατονομάζονται τρεις προϋποθέσεις για να είναι μια ομολογία ληπταία υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας.

Είναι στη σελ. 159 του συγκεκριμένου συγγράμματος: Η αυθεντικότητα, η νομιμότητα και η αξιοπιστία. Πρέπει λοιπόν να είναι αυθεντική, να είναι νομίμως ληφθείσα και να είναι και αξιόπιστη. Αναφέρει κάποιες περιπτώσεις καταθέσεων οι οποίες κυρίως προήλθαν από την φυσική ή ψυχολογική εξόντωση του ανακρινομένου και αναφέρει την εκβιαστική υποβολή ερωτήσεων και την προσδιορίζει ως εξής:

«Εκβιαστική υποβολή ερωτήσεων είναι εκείνη που εκ της φύσεως, της διάρκειας ή άλλων περιστάσεων, δημιουργεί ελπίδες, φόβους ή ανησυχίες στον ανακρινόμενο έτσι ώστε να σπάσει και να πει οτιδήποτε του ζητούν προκειμένου να τελειώσει η βάσανός του›. Συγκεκριμένα αναφέρεται ο συγγραφέας στην απόφαση του Φούλινγκ του 1987, όπου το Εφετείο ασχολήθηκε με ένα τέτοιο ζήτημα όπου η ανακρινόμενη είχε αρχικώς αρνηθεί κάθε ανάμειξη στην αποδιδόμενη σ’ εκείνη πράξη, και επειδή οι προανακριτικοί υπάλληλοι της ανέφεραν ότι ο ευρισκόμενος δίπλα στο κελί της εραστής της είχε ερωτική συντροφιά μιας άλλης, εκείνη από την πολύωρη εξαπάτησή της από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τις περιγραφές των συγκεκριμένων περιστατικών, εξερράγη και κατέθεσε ό,τι κατέθεσε.

Κρίθηκε λοιπόν μετά από το Δικαστήριο ότι η μεταγενέστερη κατάθεσή της δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Το λέω αυτό κυρίως διότι ελπίζω να απατώμαι, αλλά λίγο άκουσα για την προανακριτική απολογία του Παύλο Σερίφη, πολλά όμως για την ανακριτική του. Εκεί που πρέπει να αναφερόμαστε δεν αναφερόμαστε.

Στην προανακριτική του απολογία ο Παύλος Σερίφης αρνήθηκε κάθε του ανάμειξη, απέρριψε τις κατηγορίες, αρνήθηκε τις κατηγορίες, του έγιναν σαφείς ερωτήσεις, «αν θέλετε να είναι σαφής η προανάκριση και ομαλή, τότε γιατί να μην είναι και εκεί;› και έρχεται μετά, στις 12 η ώρα τη νύχτα, πάλι χωρίς δικηγόρο, όπου πάλι στην προανάκριση αρνήθηκε τα δικαιώματα του 100, του Κ.Ποιν.Δ., αρνήθηκε τη λήψη αντιγράφων, αρνήθηκε τη γνώση της δικογραφίας.

Ο άνθρωπος δε χρειάστηκε τίποτα, δεν ξέρω αν ήξερε ο ίδιος ότι είχε δικαιώματα ή ποιος τον έπειθε εκείνη την ώρα ότι δε χρειαζόταν να τα κάνει χρήση, αλλά πήρε θέση, έτσι τουλάχιστον φαίνεται και λέει «όχι, ούτε συνήγορο θέλω, ούτε να λάβω γνώση της δικογραφίας και κανένα από τα απαριθμούμενα δικαιώματα στο άρθρο 100 και επόμενα του Κ.Ποιν.Δ.› και πάραυτα αρνείται την κατηγορία.

Ποια είναι πιο αξιόπιστη κατάθεση κ. Πρόεδρε, κ.κ. Δικαστές; Αυτή που υπό αυτές τις περιγραφείσες συνθήκες αρνείται ο κατηγορούμενος τα πάντα ή εκείνη που 12 η ώρα τη νύχτα πηγαίνει μεταφερόμενος συνοδεία όλης της Ασφάλειας και παρουσία της Ασφάλειας στην Ανακρίτρια και λαλίστατος φερόμενος ων, περιγράφει όλη του τη ζωή και τις συμμετοχές του σε αυτή την εγκληματική Οργάνωση;

Δεδομένου και του ότι ο ίδιος λεπτομερέστατα ενώπιον σας σας είπε ότι αυτά που είδα στην κατάθεση, στην ανακρίτρια, μου τα έλεγαν επί 40 ώρες στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Είναι λίγο παράδοξο πώς άντεξε ο Παύλος 40 ώρες και ηρνείτο με ολόκληρη Αντιτρομοκρατική, χωρίς δικαιώματα, χωρίς συνήγορο, χωρίς γνώση, και μισή ωρίτσα το βράδυ στην Ανακρίτρια νεράκι το μάθημα....

Θεωρώ και φρονώ ταπεινώς ότι είναι ερωτήματα τα οποία δεν είναι άξια της περιφρόνησης. Παρακαλώ θερμώς να απασχολήσουν το Δικαστήριό σας, να τα δείτε και να εξετάσετε τον τρίτο όρο που ανέφερα πριν, την αξιοπιστία και την αυθεντικότητα, τον πρώτο. Γιατί η ανακριτική απολογία του Παύλου Σερίφη δεν είναι αυθεντική. Υπήρχαν πάρα πολλές σκοπιμότητες οι οποίες προέκυψαν και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υπήρχε έντονη ανάγκη να παρευρίσκεται σε αυτό το Δικαστήριο και ο καθ’ όλα εις τον ομιλούντα συμπαθής Γιάννης Σερίφης και βρήκαμε τον τρόπο, βρήκαμε μάλλον τον Παύλο.

Θα συνεχίσω την αναφορά μου στην εξαίρετη αγόρευση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως για όσα είπε για τον Θωμά Σερίφη. Συνεχίζει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, ο οποίος θα μου επιτρέψετε να πω ότι έχει κάνει φύλλο και φτερό την δικογραφία και έχει το εξής επίσης ευφυές σκεπτικό: Μιλά για το τραγικό της περίπτωσης Καρατσώλη. Μου έχει γίνει αντιληπτό ότι ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς τον συμπαθεί τον Καρατσώλη και τον ευχαριστώ γι αυτό.

Το τραγικό που περιγράφει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς είναι το δεδομένο ότι ο φίλος του, συγκάτοικός του, συγχωριανός του Θωμάς Σερίφης, αποδέχεται τη συμμετοχή του και περιγράφει την κοινή τους δράση και αυτό δεν το αλλάζει. «Έρχεται αυτός ο άνθρωπος τώρα με μια υπερασπιστική γραμμή που στην κυριολεξία μου θυμίζει› λέει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς «χτύπημα του χεριού στο μαχαίρι για να αυτοτραμαυτισθεί. Φοβάμαι κ.κ. Δικαστές ότι για κάποιους στεναχωριέμαι περισσότερο εγώ απ’ ότι οι ίδιοι›. Ι

Να είστε βέβαιος κ. Αναπληρωτή Εισαγγελεύ ότι ο προβληματισμός του Κώστα Καρατσώλη για την ανάμειξή του σε αυτή την ιστορία είναι το πιο τραγικό πράγμα. Δεν είναι τυχαίος ο Καρατσώλης, είναι ένας μεσίτης, ένας μέσος Έλληνας πολίτης με μια εξαιρετική σύζυγο, δασκάλα, με δυο παιδιά, με έναν κοινωνικό, προσωπικό και οικογενειακό περίγυρο που παρήλασε ενώπιόν σας και επιβεβαίωση το ποιόν του χαρακτήρος του και της προσωπικότητάς του και ιδίως –και αυτό είναι που προκαλεί εντύπωση- την εργατικότητά του. Σα σκυλί δούλευε ο άνθρωπος από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί. Και στο τυπογραφείο της Μαστραντώνη και στο μεσιτικό γραφείο του Θάνου.

Τί είπε ο Θωμάς Σερίφης για τον Καρατσώλη που δημιουργεί πια αυτή την τραγωδία; «Μετά την απόλυσή μου ήρθα στην Αθήνα και έμεινα στην οδό Σκαλιστήρη στα Πατήσια› φέρεται να λέει ο Θωμάς Σερίφης, «μαζί με τους συμπατριώτες μου Καρατσώλη Κώστα και Κωστάρη Ηρακλή›. Κάτι το οποίο δεν έχει αρνηθεί κανείς και ούτε και ο Καρατσώλης στην απολογία του ενώπιόν σας.

Παράλληλα εκείνη την εποχή και οι τρεις μας συχνάζαμε σε διάφορα μαγαζιά της περιοχής της Κυψέλης και των Εξαρχείων. «Συνεχίζαμε και κάναμε παρέα οι τρεις μας. Εκεί στο Γαλάτσι κάποια μέρα ο Ηρακλής με ρώτησε εάν ήθελα να συμμετάσχω μαζί με αυτόν› -την έχετε αναγνώσει άλλωστε, αλλά τονίζω τα σημεία που αφορούν το σκεπτικό μου- «τον Κώστα και άλλους, στον αγώνα που κάνουν για την καλυτέρευση της κοινωνίας›.

Εδώ θα παραπέμψω στο σκεπτικό του βουλητικού στοιχείου της συμμετοχής σε εγκληματική Οργάνωση, διότι αυτή η πρόταση είναι ακριβώς αυτό που ορίστηκε από τον ομιλούντα αρχικώς ως σκέψη, ιδέα, άποψη. Δε θεμελιώνει ούτε το γνωστικό ούτε το βουλητικό στοιχείο του άρθρου 187.

«Εγώ συμφώνησα› συνεχίζω τη φερόμενη κατάθεση του Θωμά «και με έφερε σε επαφή με κάποιο άτομο που μου το σύστησε σαν ‘Τάκη’›. Ποιος; Ο Ηρακλής. Στο σημείο αυτό, το όνομα «Τάκης› αποδίδεται σύμφωνα με το βούλευμα στον Ηρακλή Κωστάρη. Οπότε άμεσο συμπέρασμα, χωρίς να μακρηγορώ, σύμφωνα με την κατάθεση του Θωμά Σερίφη, ή θα πρέπει ο Θωμάς να μην ξέρει τί έλεγε, ή ο Ηρακλής να τον έφερε σε επαφή με τον εαυτό του, ή το λογικότερο, να μην έχει καμία σχέση ο Ηρακλής Κωστάρης με το πρόσωπο αυτό που αποδίδεται το όνομα «Τάκης›. Αυτά ολίγον περί της αξιοπιστίας ή της αυθεντικότητας ορισμένων καταθέσεων.

Για το Συκούριο δεν αναφέρει τίποτα για τον Καρατσώλη. Για τη ληστεία στο Περιστέρι δεν κατηγορείται ο Καρατσώλης και στο φύλλο 6 της κατάθεσης, λέει: «Βέβαια με τον Ηρακλή και τον Κώστα, εξακολουθούσαμε να έχουμε επαφές. Οι σχέσεις μας είναι μόνο σε φιλικό επίπεδο. Επίσης γνωρίζω από την παιδική μου ηλικία τους Κωστάρη και Καρατσώλη μέχρι τώρα›.

Τί συγκρατεί κανείς ως τραγωδία της κατάθεσης του Θωμά Σερίφη για τον Καρατσώλη; Ή τί ορίζει ως τραγωδία ενδεχομένως, γιατί ο Καρατσώλης βιώνει μια τραγωδία πράγματι. Το μόνο σημείο που προκαλεί την τραγωδία που περιγράφει ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς και εδώ θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί του, είναι το εξής και επίτηδες δεν το ανέγνωσα, θα το αναγνώσω στο τέλος: «Γνωρίζω από την παιδική μου ηλικία τους Κωστάρη και Καρατσώλη οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Οργάνωση ως ‘Χάρης’ και ‘Στέλιος αντίστοιχα›.

Εδώ λοιπόν θα ήθελα να κάνω την εξής αντιπαραβολή και εμμένω πιστός και συνεπώς στις τρεις προϋποθέσεις που όρισα για την αποδοχή μιας προανακριτικής κατάθεσης και την λήψη αυτής υπόψη, στην αξιοπιστία και στην αυθεντικότητα. Θα αναφερθώ στον κ. Σωτήρη Κονδύλη ο οποίος απολογήθηκε ενώπιόν σας στις 28/8/2003 και αναφέρθηκε διεξοδικά σε διάφορα θέματα. Μεταξύ άλλων όμως είπε και το εξής σημαντικό στις ερωτήσεις που με πραγματικό υποδειγματικό τρόπο, εύστοχα, έθετε ο εξ αριστερών του κ. Προέδρου κ. Ζαϊρης.

Ο κ. Ζαϊρης προς τον κ. Κονδύλη: «Μιλήσατε για κάποιον Στέλιο;› «Ναι, δεν έχει σχέση με κάποιον από τους κατηγορούμενους εδώ›. «Αναφέρεστε σε άλλο πρόσωπο;› «Ναι, τον είχα δει μια φορά σε ρεμπετάδικο και δεν τον ξαναείδα›. 29/8/2003, επίσης ερωτών ο εξ αριστερών του κ. Προέδρου κ. Ζαϊρης: «Κύριε Κονδύλη, ο Κώστας ποιος ήταν;› «Έχω καταθέσει στον Ανακριτή, είναι υπαρκτό πρόσωπο›. «Πραγματικό δηλαδή ήταν το όνομα Κώστας....› «Ναι, τον έχει καλέσει και ο Ανακριτής›.

Σε συνέχεια των ερωτήσεων της Έδρας, ο αξιότιμος κ. Πρόεδρος κ. Γεωργαντόπουλος ερωτά τον κ. Σωτήριο Κονδύλη: «Σε προηγούμενη ερώτηση είπατε ένα όνομα, ‘Κώστας’. Τέτοιο όνομα δεν είναι όπως μας τα λέτε ο κύριος που έχει το όνομα αυτό που είναι ο κ. Καρατσώλης;› «Όχι, είναι σε άλλη υπόθεση γιατί γίνεται ανάκριση τώρα, έχω αναφερθεί. Για τον κ. Αβραμίδη›.

Ας μας μείνει στο υποσυνείδητο λίγο η αναφορά του Θωμά Σερίφη, για να κάνουμε τις αναγκαίες πλέον διευκρινίσεις και για να εξάγουμε τα συμπεράσματά μας. Είναι αυτός ο Στέλιος της οργάνωσης; Αυτόν εδώ που πιάσανε; Εδώ είναι άλλο πρόσωπο. Ρητά προκύπτει ότι είναι άλλος, είναι άλλο πρόσωπο αυτός.

Και όχι μόνο για τον Στέλιο, ο Κώστας είναι άλλο πρόσωπο. Είναι ο Καρατσώλης; Όχι δεν είναι ο Καρατσώλης. Ο Στέλιος είναι εδώ μέσα; Όχι δεν είναι στους κατηγορουμένους εδώ μέσα. Νομίζω ότι του κ. Κονδύλη η απολογία ενώπιόν σας, έχει χαρακτηριστεί από τις πιο αξιόπιστες, ίσως η πιο αξιόπιστη.

Και ο κ. Τακτικός Εισαγγελεύς, ομοίως έχει χαρακτηρίσει την κατάθεση του κ. Κονδύλη. Ας πάμε λίγο και στους άλλους, γιατί δεν θέλω να αδικήσω την λογική αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, γιατί δεν είναι μόνο ο Θωμάς Σερίφης που κατέθεσε προανακριτικώς, ή φέρεται να κατέθεσε προανακριτικώς.

Είναι και ο Βασίλης Τζωρτζάτος, 18 Ιουλίου 2002, φέρεται να λέγει, αναφερόμενος στην κλοπή οπλισμού από το στρατόπεδο Συκουρίου, ότι όλη η ομάδα που αποτελούνταν από εμένα, τον Μανώλη, τον Μιχάλη, τον Λουκά, τον Στέλιο, πήγαμε στις αποθήκες του στρατοπέδου που είχαν τον οπλισμό κλπ.

Αναγνωρίζεις τα πρόσωπα που εικονίζονται; Φέρεται να ερωτάται. Ανεπιφύλακτα φέρεται να αναγνωρίζει στην μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ο Βασίλης Τζωρτζάτος τον Στέλιο ως τον Καρατσώλη. Τι έχουμε εδώ λοιπόν τώρα; Ας τα μαζέψουμε λίγο για να βγάλουμε το συμπέρασμά μας, περί της αναγκαίας αξιοπιστίας και αυθεντικότητας, προανακριτικών καταθέσεων , φερομένων ως δοθεισών.

Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με την κατάθεση του Θωμά Σερίφη, ο οποίος ουδέν περιστατικό περιγράφει για τον Καρατσώλη, και ουδέν περαιτέρω είπε στην απολογία του ενώπιόν σας. Την κατάθεση του Βασίλη Τζωρτζάτου ο οποίος οφείλω να το πω, την έχει προσβάλει ως προϊόν βασάνων και έχει ήδη προς τούτο προσφύγει κατά την προσφιλή ενδεχομένως ή κατά τον προσφιλή τρόπο σκέψης του κ. Τακτικού Εισαγγελέως, ο οποίος επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, για οποιονδήποτε ισχυρισμό, ερωτούσε, του κάνατε μήνυση;

Να κάνει μήνυση ο άλφα κατηγορούμενος και ήδη από έτους προσωρινά κρατούμενος, στον βήτα, επειδή είπε στην προανακριτική κατάθεση γι’ αυτόν. Θα ρωτήσω, έχει καμία υποχρέωση; Και από πού συνάγεται η υποχρέωσή του αυτή; Και για ποιο λόγο θα πρέπει για να είμαι αξιόπιστος, να μηνύσω όλους εκείνους οι οποίοι με εχθρεύονται, εγώ τους αγαπώ.

Αν η συζήτηση είναι ηθική, τότε νομίζω ότι μπορούμε να την κάνουμε σε ένα βραδινό, όπως ωραία είπε ο κ. Πρόεδρος πριν, αλλά η συζήτηση είναι νομική.

(Διαλογικές Συζητήσεις)

Θ. ΣΟΦΟΣ: Αναφέρομαι σε αυτό, γιατί έχει πολύ μεγάλη σημασία για την εντύπωση που δόθηκε στην συνεχή υποβολή της ερώτησης, γιατί δεν κάνατε μήνυση. Εμένα προσωπικά σαν συνήγορο υπεράσπισης με ενοχλεί. Δεν νομίζω ότι έχει καμία υποχρέωση, κανένας, να κάνει μήνυση σε όποιον τον συκοφαντεί. Μα υπάρχουν και άλλα έννομα αγαθά που έχουν προσβληθεί και ο παθών δεν κατεμήνυσε.

Εν πάση περιπτώσει επιστρέφω στον Βασίλη Τζωρτζάτο, ο οποίος ικανοποίησε το αίτημα αυτό του κ. Τακτικού Εισαγγελέως και έχει προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. ¶ρα, για τον κ. Τακτικό Εισαγγελέα ο κ. Βασίλης Τζωρτζάτος, είναι αξιόπιστος ως προς τον ισχυρισμό του ότι βασανίστηκε. Συνεπώς σκεπτόμενος προς το λεκτικό.

Μετά έχουμε την κατάθεση του κ. Σωτηρίου Κονδύλη, ο οποίος, όπως είπα και πριν, κατέθεσε με σαφήνεια, δεν έχει σχέση ο Στέλιος με κάποιους από τους κατηγορούμενους εδώ. Ναι αναφέρομαι σε άλλο πρόσωπο. Τον είχα δει μια φορά σε ρεμπετάδικο και δεν τον ξαναείδα.

Θα μείνω στην ερώτηση του κ. Γεωργαντόπουλου, ο οποίος επίσης με εύσχημο τρόπο και με υποδειγματικό τρόπο συμμετείχε στη διαδικασία με την υποβολή των ερωτήσεών του, και του έλυσε την απορία ο κ. Κονδύλης και την δική μας απορία τελικά, γιατί του την έθεσε την ερώτηση με τόση αμεσότητα που δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά πλέον, δεν μπορούσε να διατυπωθεί διαφορετικά. Αναφέρεστε στον κ. Καρατσώλη κ. Κονδύλη; Ευθέως. Αυτός είναι ο Στέλιος; Ο Καρατσώλης; Όχι, του λέει ο κ. Κονδύλης. Είναι σε άλλη υπόθεση.

Και ερωτώ εδώ τώρα, με την αγωνία του συνηγόρου υπεράσπισης, την οποία επίσης πρέπει να λάβετε υπόψη σας κ. Πρόεδρε κ. Δικαστές, αποδεικνύεται από κανένα άλλο στοιχείο η ανάμιξη του κ. Καρατσώλη;

Δεν θα ήθελα να μείνω καθόλου στη διατύπωση του κ. Αναπληρωτή Εισαγγελέως για την πολυτελή υπεράσπιση, για την οποία μόνο θα πω το εξής, θα μου το επιτρέψει, έχουν διευκρινιστεί όντως. Στην ζωή ενός επιτυχημένου ανθρώπου υπάρχουν και ατυχείς στιγμές. Θέλω να αποκαταστήσω λίγο και εγώ με τον τρόπο μου κ. Εισαγγελεύ.

Πάμε λίγο στο σημείο εκείνο που ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελεύς, αναφέρεται στον ΟΤΕ Πατησίων, 2 Απριλίου 2002. Αυτό το περίφημο άλλοθι το οποίο μάλλον δεν έτυχε της σημασίας που θα έπρεπε να τύχει, ή τουλάχιστον όσης έπρεπε να τύχει και ευελπιστώ ότι το Δικαστήριό σας κ. Πρόεδρε και κ. Εφέτες, θα αναλώσει από τον πολύτιμο χρόνο του μεγάλο μέρος για να εξετάσει τα περιστατικά. Το ίδιο ζήτησε και ο κ. Μαρκής, ο κ. Αναπληρωτής Εισαγγελέας φυσικά και τον προβλημάτισε και τον ίδιο όπως είπε, θα ήθελα να αναφερθώ όμως και εγώ.